του Flammentrupp
Η δεύτερη καλοκαιρινή συναυλία στην οποία είχα αποφασίσει να παραστώ, ήρθε τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη των θεών Manowar. Και αυτή τη φορά, επρόκειτο περί θεών. Των μεταλλικών θεών από το Μπέρμινγκχαμ , Judas Priest. Δυστυχώς, σε αυτήν την περίπτωση, διάφοροι παράγοντες με είχαν κάνει να μην τους έχω δει ζωντανά, οπότε, με το που ανακοινώθηκε η συναυλία, η απόφαση ήταν εύκολη.
Με τα χρόνια να έχουν περάσει και έχοντας δει βίντεο στο διαδίκτυο ή συνομιλώντας με ανθρώπους που τους είχαν δει τις προηγούμενες φορές, οι προσδοκίες μου ήταν χαμηλές. Με τη σημερινή -συναυλιακή- σύνθεση να έχει μόνο τον Rob Halford και τον Ian Hill, από τα αρχικά μέλη, και κυρίως από την σύνθεση με την οποία έφτασαν στο Έβερεστ του heavy metal, είχα μια μικρή επιφύλαξη εξ αρχής. Όπως και να το κάνεις, είναι άλλο πράγμα να βλέπεις τους Tipton/Downing στη σκηνή και άλλο τους δύο σημερινούς κιθαρίστες. Βέβαια, το γεγονός πως ο Richie Faulkner βρίσκεται στην μπάντα από το 2011 και ο Andy Sneap είναι μπαρουτοκαπνισμένος κιθαρίστας αλλά και παραγωγός πολλών μεγάλων heavy metal συγκροτημάτων, μετρίαζε την επιφύλαξη. Όσο για τον Scott Travis στα τύμπανα, είναι εκεί από το 1989, οπότε είναι «δικό μας παιδί».
Ο κόσμος πολύς και διαφορετικών ηλικιών. Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, είχα δίπλα μου τρία παιδιά, όχι παραπάνω από 15 χρονών, που τα έδιναν όλα στο headbanging. Στις 22.30, τα φώτα έσβησαν και, αφού ακούστηκε από τα ηχεία το War Pigs των έτερων Βρετανών Black Sabbath, ήρθε η ώρα της θείας μεταλλικής Μεταλήψεως «εἰς ἄφεσιν μεταλλικών ἁμαρτιῶν καὶ εἰς μεταλλικήν ζωὴν αἰώνιον».
Η εισαγωγή Battle Hymn και ο ύμνος One Shot at Glory, ξεκίνησαν το ταξίδι μας στο μεταλλικό βασίλειο της Φαντασίας. Ακολούθησαν τα Lightning Strike, You've Got Another Thing Comin' και Freewheel Burning. Η απόφαση μου να πάω όσο το δυνατόν πιο μπροστά για να βιώσω ξανά τα χρόνια της νιότης μου στις συναυλίες των 80s και 90s, αποδείχτηκε σωστή. Ένας χαμός από χοροπηδητά, σπρωξίματα, καπνογόνα, headbanging, mosh pit, crowdsurfing, υψωμένες γροθιές και όλους τους στίχους των τραγουδιών να ακούγονται στα αυτιά μου, με έκανε να νιώσω υπερβολικά όμορφα, σε σχέση με αυτό που βλέπω πολλές φορές σε βίντεο συναυλιών άλλων χωρών, όπου η άγρια έκσταση μιας heavy metal συναυλίας, τείνει να γίνει παρακολούθηση όπερας σε λυρική σκηνή.
Από τα ηχεία ακούστηκε η εισαγωγή του Turbo Lover και -παραδόξως, ίσως- ο χαμός συνεχίστηκε. Θυμάμαι, όταν είχε κυκλοφορήσει εκείνο το άλμπουμ, οι τότε μεταλλάδες είχαμε μια αίσθηση παγωμάρας έως και απογοήτευσης για τον ήχο που ακούγαμε. Όταν έχει προηγηθεί ένας κολοσσός Defenders of the Faith, περιμένεις ανάλογη συνέχεια, όχι synth-guitars. Κι, όμως, και σε αυτό το τραγούδι έγινε ο κακός χαμός στο κοινό. Παράξενο, αλλά μας άρεσε.
Η μεταλλική επίθεση συνεχίστηκε με τα Hell Patrol, The Sentinel (κόλαση!!!), A Touch of Evil, Victim of Changes, Blood Red Skies, The Green Manalishi (With the Two Prong Crown), Diamonds & Rust. Το κύριο set-list έφτασε στο τέλος του και ο Scott Travis πήρε το λόγο για να μας χαιρετήσει και να ρωτήσει ποιο τραγούδι θέλουμε να ακούσουμε. Η απάντηση μία και μόνη. Painkiller. Αναζητήστε βίντεο στο διαδίκτυο για να δείτε τι έγινε.
Με μια διακοπή λίγων δευτερολέπτων, από τα ηχεία ακούστηκε το καλύτερο intro στην ιστορία του heavy metal που φέρει τον τίτλο Hellion. Ακολούθησε, φυσικά, το Electric Eye και τα Hell Bent for Leather (με τον Halford να βγαίνει στη σκηνή με την κλασσική μοτοσυκλέτα), Breaking the Law και η Θεία Μετάληψη έλαβε τέλος με το Living After Midnight.
Σε ότι αφορά το set-list, όπως έγραψα και στο άρθρο για τους Manowar, μπορούμε να διαφωνήσουμε καθώς ο καθένας θα ήθελε κάτι άλλο. Γενικά, το θεωρώ πολύ καλό, αν και νομίζω πως σε συναυλιακό επίπεδο, και με τέτοια ιστορία πίσω τους, κομμάτια όπως τα Victim of Changes, The Green Manalishi (With the Two Prong Crown) και Diamonds & Rust, μπορούν να αντικατασταθούν από ύμνους όπως τα Exciter, Running wild, Rapid Fire, Metal Gods, Screaming for Vengeance, Ram it Down. Φυσικά, είναι και θέμα του πόσο μπορεί να αντέξει ο Rob, αλλά αν αποφασίζεις να παίξεις το Painkiller, τα άλλα φαίνονται εύκολα (μεταξύ μας, μάλλον δάκρυα -όχι χαράς- σου φέρνουν στα μάτια οι ζωντανές εκτελέσεις του συγκεκριμένου τραγουδιού σε επίπεδο φωνής).
Σε ότι αφορά τον ήχο, από το σημείο που ήμουν, μπορώ να πω πως ήταν καλός. Ειδικά σε σχέση με τους Manowar άκουγα περισσότερο και καλύτερα τις κιθάρες, αλλά έχανα πολλές φορές τα φωνητικά. Κάποια στιγμή (νομίζω στο Diamonds and Rust) ο Rob δεν ακουγόταν καθόλου. Η σκηνική παρουσία, ήταν στατική. Ο Rob προσπαθούσε, όσο αντέχει, ο Ian δεν κουνήθηκε από τη θέση του, εντάξει η ηλικία τους δεν βοηθάει, ωστόσο, οι δύο κιθαρίστες με ηλικίες 42 και 53 αντίστοιχα, θα μπορούσαν να έχουν περισσότερη κίνηση και να ξεσηκώνουν περισσότερο τα πλήθη.
Κλείνοντας, να πω πως ευχαριστήθηκα περισσότερο από όσο περίμενα. Η απόδοση του συγκροτήματος ήταν εξαιρετική (με τις όποιες ενστάσεις για τα φωνητικά του Rob, που είναι κι αυτός πλέον σε μεγάλη ηλικία για τις απαιτήσεις της κλάσης που τον έκανε παγκόσμια γνωστό αλλά έδειξε ότι παραμένει μάχιμος και διόρθωσε αρκετά από τα λάθη της προηγούμενης εμφάνισης στην Ελλάδα σύμφωνα με την γενική αποτίμηση) και ο κόσμος, τουλάχιστον εκεί μπροστά, σε υψηλά heavy metal επίπεδα. Τα χρόνια περνούν και οι ευκαιρίες να δούμε ζωντανά τους ήρωες της μεταλλικής νιότης μας, λιγοστεύουν. Όσο βρίσκονται εκείνοι πάνω στη σκηνή, δίνοντας συναυλίες υψηλής απόδοσης, τόσο θα πρέπει κι εμείς να δίνουμε το παρών δημιουργώντας αναμνήσεις που θα μας συντροφεύουν στην υπόλοιπη, πεζή, ζωή μας.
Σχόλια:
Τρομερή εμφάνιση των Priest.
Ο καράφλας δεν το έχει σε αυτή την ηλικία πάντως είναι φιλότιμος. Προσπαθεί να μπαίνει πιο προσεκτικά στα τραγούδια. Δεν ήταν άσχημη η εμφάνιση που έκανε. Σωστή παρατήρηση ότι ήταν καλύτερος από την εμφάνιση της Μαλακάσας.
Maiden δεν πήγε κανείς;
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...
Πήγε ο Χρήστος.