Ιωάννης Μπαχάς
Όσο θεϊκό και αν ήταν το κορμί της με τις υπέροχες καμπύλες για τις οποίες μάλωναν στην ουρά έξω από το σπίτι οι γλύπτες και οι ζωγράφοι της πόλης, οπωσδήποτε δεν συγκρίνονταν με το πάθος που προκαλούσε στους πελάτες της η ανταριασμένη θάλασσα των μαλλιών της. Στο άρωμα τους πνίγονταν οι άνδρες των Στόβων και κάποιοι επέμεναν πως τους έκαιγε η κόμη της όταν, σαν λιωμένος χρυσός, ακουμπούσε στο πρόσωπο.
Το ήξερε και το απολάμβανε. Είχε έρθει από τον άθλιο ασήμαντο οικισμό της στις εκβολές του Αξιού ανεβαίνοντας το ρεύμα του ποταμού σαν πέστροφα μέχρι την ισοπολίτιδα πόλη των Ρωμαίων, που ίδρυσε ο Βεσπασιανός, τους Στόβους. Μικρός παραπόταμος η ομορφιά της ενώθηκε με τον Εριγύνα και τον Αξιό, τους δύο ποτάμιους Θεούς, και κύκλωσε με λαγνεία τη νέα πόλη. Πίστευε πως η Αφροδίτη θα την καταλάβαινε που έκρυψε το όνομα της και ντύθηκε με το ρωμαϊκό Κλαυδία και ανηφόρισε ενθουσιασμένη μαζί με τα νιάτα της Μακεδονίας που μετά από χρόνια ζόφου, αίματος και λεηλασιών είδαν στη ρωμαϊκή ειρήνη μια ελπίδα. Κι’ ας έχασκε στην ψυχή τους ανεπούλωτη η πληγή της περηφάνιας του λαού τους που προσκυνούσε εδώ και δύο αιώνες τους Ρωμαίους.
Νεόπλουτοι πολίτες των Στόβων οι απόστρατοι λεγεωνάριοι που μετά από εικοσιπέντε χρόνια θητεία στον Άρη έρχονταν να ζήσουν τα χρόνια που τους έμεναν. Ήταν η άρχουσα τάξη των νέων πόλεων της αυτοκρατορίας. Δεν άφηναν όμως όλοι το ξίφος τους και αν και ο πλούτος που μάζεψαν, τους επέτρεπε να κάνουν ένα ζεστό λουτρό πριν πλαγιάσουν μαζί της, εντούτοις δεν ξέπλενε τη βιαιότητα που, σαν δεύτερο δέρμα, τους ακολουθούσε από τις μέρες των ματωμένων εκστρατειών.
Ο Ιούλιος Βάσσος από την Πελαγονία, παλαίμαχος εκατόνταρχος, θυσίαζε πρόθυμα τους σηστέρτιους που βούτηξε στο αίμα για να μυρίζει τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της, που του άρεσε όμως και να τα τραβάει με βία πάνω στον παροξυσμό του πάθους. Και όταν το κόκκινο σύννεφο του σκέπαζε τα μάτια, την άρπαζε από αυτά και την πετούσε στον τοίχο. Τότε έβριζε και χαιρετούσε κάποιον ανύπαρκτο Καίσαρα που μόνο αυτός έβλεπε. Έφευγε πετώντας μερικούς σηστέρτιους στο πάτωμα. Ας τους μάζευε η πόρνη.
Εκείνο το βράδυ η Κλαυδία δεν εγκατέλειψε τα χρυσά της μαλλιά στη λύσσα του. Τους συμπαραστάθηκε. Όταν ο Ιούλιος έβαλε τα τραχιά του χέρια μέσα τους, τράβηξε την κοκκάλινη βελόνα που τα συγκρατούσε και γυρίζοντας απότομα την κάρφωσε στο μάτι του. Το κόσμημα βγήκε από την πίσω πλευρά του κρανίου μαζί με το λιγοστό του μυαλό, στέλνοντας στον Άδη τον σκληροτράχηλο λεγεωνάριο που δεν κατάφεραν να καταβάλλουν οι αιμοβόροι Γαλάτες.
Έβγαλε την βελόνα και την ξαναέβαλε στα μαλλιά της. Έτρεξε έξω ουρλιάζοντας περνώντας από τους λεγεωνάριους που περίμεναν. Φώναζε πως φονιάδες μπήκαν από το παράθυρο.
Απομακρύνθηκε.
Εκείνο το βράδυ κούρεψε τα μαλλιά της για να μην την γνωρίσουν και κατηφόρισε προς το Δίον με ένα κάρο. Γνώριζε πως εκεί υπήρχε ένα θεραπευτήριο της Αφροδίτης που σε γιάτρευε με Έρωτα. Θα άρχιζε μια νέα ζωή. Ήταν, σκέφτηκε, μια λεγεωνάριος του Έρωτα. Αυτή η βελόνα ήταν το δόρυ της και σήμερα κατέκτησε με αυτό την ψυχή της.
Σχόλια:
https://mavreslegeones.blogspot.com/2021/10/blog-post_3.html?m=1