Ο γερμανικός Ρομαντισμός, του Γκέοργκ Λούκατς


                                                              μετάφραση: Αντώνης

Εισαγωγή

Ο Λούκατς έγραψε το έργο αυτό κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π., στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης. Το ονόμασε Ο Ρομαντισμός ως σημείο καμπής στη γερμανική λογοτεχνία και μεταπολεμικά εκδόθηκε ως κεφάλαιο του βιβλίου του Πρόοδος και αντίδραση στη γερμανική λογοτεχνία (Fortschritt und Reaktion in der deutschen Literatur, Aufbau-Verlag, Βερολίνο, 1947). Ο συγγραφέας, Ούγγρος φιλόσοφος και κριτικός της τέχνης, υπήρξε συστηματικός μελετητής της γερμανικής λογοτεχνικής ιστορίας και κατά τη νεότητά του η σκέψη του ήταν βαθύτατα επηρεασμένη από το Ρομαντισμό, όπως αποτυπώνεται στα έργα του Η Ψυχή και οι Μορφές (1911) και Θεωρία του Μυθιστορήματος (1914). Το 1919 ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδέες και προσχώρησε στο κομμουνιστικό κίνημα, η σχέση του με το οποίο, τα επόμενα πενήντα δύο χρόνια της ζωής του και ως το θάνατό του το 1971, υπήρξε τρικυμιώδης, αφού πολλές φορές οι ιδέες του ήρθαν σε διαφωνία με την επίσημη γραμμή. Σύμφωνα με τον Michael Löwy Λούκατς δεν αποκολλήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τα ρομαντικά όνειρα της νιότης του, αλλά αναγκαζόταν να αναδιπλώνει τη θέση του ως προς το Ρομαντισμό για να μην θέτει σε κίνδυνο τη σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα.

Ένα από τα παραδείγματα τέτοιας αναδίπλωσης είναι και το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύουμε. Ο Löwy σημειώνει ότι ενώ το 1940 ο Λούκατς βρήκε το θάρρος να δημοσιεύσει το άρθρο του με τίτλο Η ρομαντική κριτική στον καπιταλισμό (βρίσκεται στο: Moskauer Schriften) όπου αντιτίθεται στην προσκόλληση ορισμένων μαρξιστών στο διαφωτισμό και τους επικρίνει γιατί απορρίπτουν επαναστατικές πτυχές του ρομαντισμού, και σημειώνει ότι οι ρομαντικοί έψαχναν μια αντικαπιταλιστική ουτοπία όπως ο Κολόμβος έψαχνε τις Ινδίες, και το ταξίδι τους οδηγεί, έστω από άλλο δρόμο, στον ουτοπικό σοσιαλισμό, αντίθετα στο κείμενο του 1945, που αναδημοσιεύουμε, ακολουθεί ο ίδιος τη διαφωτιστική και επίσημη μαρξιστική κριτική στο ρομαντισμό ως αντιδραστικό ρεύμα που είναι κατά βάση αντικοινωνικό και ελιτίστικο και οδηγεί σε «λάθος μονοπάτια», δηλαδή στον φασισμό.

Παρ' όλα αυτά, και σε αυτό το κείμενο ακόμα, γραμμένο κατά τη διάρκεια ενός πολέμου τον οποίο η πλευρά που υποστήριζε ο Λούκατς είχε αναγορεύσει πόλεμο των απογόνων του ορθολογισμού απέναντι στους απογόνους του ανορθολογισμού (και ο συγγραφέας ξεκάθαρα συγκαταλέγει το ρομαντισμό στις μορφές του επικίνδυνου ανορθολογισμού), ο Λούκατς βρίσκει στον γερμανικό Ρομαντισμό στοιχεία που είναι «ακόμα και σήμερα χρήσιμα για τους ανθρώπους που καλούνται να οικοδομήσουν τις σοσιαλιστικές κοινωνίες»: το αναγεννημένο λαϊκό πνεύμα των αδελφών Γκριμ, του Άρνιμ και του Μπρεντάνο, η καυστική σάτιρα του Χόφμαν εναντίον της αθλιότητας που επιφέρει ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας, ο ρεαλισμός πολλών διηγημάτων του Κλάιστ, η αφηγηματική τέχνη του Άιχεντορφ, ο αντι-φεουδαρχικός ρομαντισμός του Ούλαντ κ.ά.. Επίσης χαρακτηρίζει τον Ρομαντισμό ως ένα, προϊόν της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης και ως απαρχή του λογοτεχνικού μοντερνισμού (σε άλλο έργο ονομάζει τον Κλάιστ προπάτορα των Ίψεν και Στρίντμπεργκ) και νοηματοδοτεί την αντιδιαφωτιστική ρομαντική σκέψη ως ακριβώς την απαρχή της αποσύνθεσης του ίδιου του Διαφωτισμού, ως πέρασμα από την κλασικιστική τέχνη (που απηχούσε τις επιδιώξεις των αστών κατά την ιστορική ανέλιξή τους) στη ρομαντική τέχνη που απηχούσε τις συνειδητοποιήσεις των αστών ως προς την κοινωνία που φτιάχτηκε μετά την επαναστατική απελευθέρωσή τους.

Ασφαλώς, εμείς απορρίπτουμε την υλιστικά ταξική κατανομή του Ρομαντισμού ως έκφραση μιας κοινωνικής τάξης. Ο Ρομαντισμός, αν και διέθετε πολλούς εκφραστές από τα μεσαία στρώματα της γερμανικής κοινωνίας, ήταν ένα υπερταξικό κίνημα που υποστηρίχθηκε από διανοητές και λογοτέχνες διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό συμφωνούσε και η επίσημη σοβιετική ανάγνωση του Ρομαντισμού, και ειδικά του γερμανικού, όπως αποτυπώθηκε  στο λήμμα της Λογοτεχνικής Εγκυκλοπαίδειας «Ρομαντισμός» (Ντ. Σ. Μίρσκι 1937) και «Γερμανική Λογοτεχνία 1789-1830» (Ι. Μ. Λαβρέτσκι,: https://www.marxists.org/subject/art/lit_crit/romanticism/lavretsky.htm) όπου ο Ρομαντισμός περιγράφτηκε ως κίνημα "heterogeneous in class".

Σύμφωνα με τον Peter Uwe Hohendahl, το δοκίμιο αυτό του Λούκατς έγινε καθοδηγητική πυξίδα της επίσημης κρατικής πολιτικής της Ανατολικής Γερμανίας σε ό,τι αφορά την αποτίμηση της κληρονομιάς του γερμανικού λογοτεχνικού Ρομαντισμού (καθώς δεν υπήρχαν κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς για το συγκεκριμένο θέμα), και μπορούμε να πούμε ότι -πέρα από τη σκληρή κριτική του συγγραφέα στο Ρομαντισμό- οι θετικές ετυμηγορίες του για πολλούς ρομαντικούς καλλιτέχνες είναι αυτές που διέσωσαν την κληρονομιά αυτών των καλλιτεχνών στην Ανατολική Γερμανία και κατέστησαν τον Ρομαντισμό προσιτό στο ευρύ κοινό των ανατολικογερμανών.


Ο ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Ο ρομαντισμός αποτελεί το πιο αμφιλεγόμενο πεδίο της γερμανικής λογοτεχνίας. Από την αρχή, η αντιμετώπισή του από σύγχρονους και μεταγενέστερους είναι μια διαρκής πάλη ανάμεσα στην επαινετική εξύμνηση και την παγερή απόρριψη. Ήδη από τη δεκαετία του 1840, όταν το αντιδραστικό πρωσικό καθεστώς του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ' προσπάθησε να ανανεώσει πολιτικά τον ρομαντισμό, η έντονη κριτική του από το στρατόπεδο της προόδου ήταν ένα από τα κύρια ζητήματα του ιδεολογικού αγώνα. Στην ιμπεριαλιστική περίοδο βιώνουμε μια νέα ιδεολογική και πολιτική αναγέννηση του ρομαντισμού. Αυτή τη φορά η ιδεολογική αντίσταση από το στρατόπεδο των φίλων της προόδου είναι πολύ πιο αδύναμη από ό,τι στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Πράγματι, οι απαρχές αυτής της αναγέννησης σημαδεύονται από την άποψη ότι θα είχαμε παρεξηγήσει τον ρομαντισμό, δεν θα τον κατανοούσαμε αρκετά βαθιά, αν τον χαρακτηρίζαμε ιδεολογικά και πολιτικά αντιδραστικό. Η Ricarda Huch, τα βιβλία της οποίας, μαζί με τα δοκίμια του Dilthey, έδωσε τη σημαντικότερη ώθηση για την αναγέννηση του ρομαντισμού, δηλώνει ότι κανένα από τα κορυφαία πνεύματα του ρομαντισμού δεν θα σκεφτόταν την αποκατάσταση των συνθηκών του παρελθόντος ή ακόμη και του Μεσαίωνα. Σαφώς, οι ιστορικοί της λογοτεχνίας και οι θεωρητικοί της ακραίας αντίδρασης χρησιμοποιούν αμέσως αυτή την αναγέννηση για δικούς τους σκοπούς. Ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται ως το αληθινά και βαθιά γερμανικό ρεύμα στη λογοτεχνία. Ο Adolf Bartels το αποκαλεί «γερμανική αναγέννηση», ο Moeller van den Bruck βλέπει σε αυτό μια «θέληση για γερμανικότητα».

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναπτύχθηκε μια διάσπαση μεταξύ των θαυμαστών του ρομαντισμού. Οι ακραίοι αντιδραστικοί, ειδικά ο Baeumler, διακηρύσσουν τώρα ότι μόνο ο όψιμος, αποφασιστικά σκοταδιστικός ρομαντισμός, αυτός των Görres, Arnim και Brentano, είναι ο αληθινός. ενώ η περίοδος της Ιένας των Σλέγκελ και Νοβάλις, που οι Dilthey και Ricarda Huch εξακολουθούσαν να θεωρούν ως το κέντρο των ρομαντικών εγχειρημάτων, θεωρείται από τον Bäumler ως μια καθυστερημένη παραφυάδα του δέκατου όγδοου αιώνα, ως όχι ακόμη πραγματικά ρομαντική. Αυτές οι έντονες διαφορές απόψεων δείχνουν ότι ο ρομαντισμός ήταν και είναι μείζον πρόβλημα στη γερμανική ιδεολογία και λογοτεχνία τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα.

Το θεμελιώδες λάθος στην εκτίμηση και την αξιολόγηση του ρομαντισμού, που εμφανίζεται συχνά και στις δύο πλευρές, τόσο μεταξύ φίλων όσο και μεταξύ εχθρών, είναι ότι βλέπει κανείς σε αυτόν ένα φεουδαρχικό κίνημα. Θα δούμε, φυσικά, ότι στον ρομαντισμό –σε έντονη αντίθεση με τον Διαφωτισμό και τον Κλασικισμό– προέκυψε μια υπεράσπιση των φεουδαρχικών υπολειμμάτων της Γερμανίας και μάλιστα στυλιζαρισμένες απόπειρες ανανέωσης της μεσαιωνικής, φεουδαρχικής ιδεολογίας. Η διαπίστωση αυτού του γεγονότος δεν πρέπει, ωστόσο, να μας εμποδίσει να αναγνωρίσουμε ξεκάθαρα ότι η κοινωνική βάση του ρομαντισμού ήταν αστική. Αυτό δεν πρέπει να γίνει κατανοητό με την έννοια ότι, για παράδειγμα, οι ιδεολογικοί ηγέτες του ρομαντισμού προέρχονται κυρίως από την αστική διανόηση – η καταγωγή εδώ είναι ήσσονος σημασίας: ο αστός Φρίντριχ Σλέγκελ έγινε υπερασπιστής της αντίδρασης του Metternich. ενώ ο ευγενής φον Σαμισό ανήκε στην αντιπολίτευση κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης. Μάλλον πρόκειται για το ζήτημα του καθοριστικού κοινωνικού περιεχομένου του ρομαντισμού. Και αυτό είναι αστικό. Ο Χάινε ήταν ο πρώτος που το είδε καθαρά στον αγώνα ενάντια στον λογοτεχνικό και πολιτικό ρομαντισμό της δεκαετίας του 1840. Στο τελευταίο κεφάλαιο "Μπαρμπαρόσα" του ποιήματος Γερμανία. Ένα χειμωνιάτικο παραμύθι, ο ποιητής απευθύνεται στον θρυλικό αυτοκράτορα, τον ιδανικό ήρωα των ρομαντικών ονείρων της ανανέωσης της Γερμανίας:

Τον Μεσαίωνα θα αντέξω,

Αν τον φέρεις πίσω γνήσιο·

Απλώς σώσε μας από αυτή τη νόθα τάξη πραγμάτων,

Και από το γελοίο της σύστημα,

Από εκείνο τον μπασταρδεμένο ιπποτισμό,

Ένα τόσο ενοχλητικό πιάτο με

γοτθικές φαντασιώσεις και μοντέρνα απάτη,

που δεν είναι ούτε κρέας ούτε ψάρι.

Διώξε την αγέλη των κωμικών,

Και κλείσε όλα τα θέατρα,

που παρωδούν τις παλιές μέρες[1]

Σε αυτές τις ειρωνικές στροφές είναι ξεκάθαρο περί τίνος πρόκειται. Ο ρομαντισμός, επίσης, και η ρομαντική αντίδραση, θέλει η Γερμανία να μετατραπεί σε μια σύγχρονη (και –αυτό που οι περισσότεροι εκπρόσωποί του δεν γνώριζαν τότε– σε μια καπιταλιστική) χώρα, αλλά θέλει αυτό να συμβεί χωρίς τον αφανισμό του απολυταρχισμού, χωρίς την αφαίρεση των φεουδαρχικών υπολειμμάτων και των φεουδαρχικών προνομίων. Δεν προσπαθεί να αποκαταστήσει την προκαπιταλιστική κοινωνική τάξη πραγμάτων, αλλά μάλλον έναν πολιτικά και κοινωνικά αντιδραστικό καπιταλισμό που «οργανικά» απορροφά τα φεουδαρχικά απομεινάρια και έτσι τα συντηρεί.

(σημείωση 1: Αυτό που εννοεί μέσα από την μαρξιστική ορολογία του ο Λούκατς ως «αντιδραστικό καπιταλισμό που «οργανικά» απορροφά τα φεουδαρχικά απομεινάρια και έτσι τα συντηρεί», αντιλαμβανόμαστε ασφαλώς ότι είναι το παραδοσιοκρατικό εθνικιστικό κράτος -πρόδρομος του φασισμού- το οποίο αντιπαρέθεσε ο αντιδιαφωτιστικός πολιτικός Ρομαντισμός ως αντιπρόταση στο αστικό κράτος του φιλελεύθερου καπιταλισμού)

Ποτέ δεν θα καταλάβει κανείς τον γερμανικό ρομαντισμό αν δεν αναγνωρίσει ξεκάθαρα ότι η κοινωνική του φύση βασίζεται στη Γαλλική Επανάσταση, και συγκεκριμένα προέρχεται από τη μετεπαναστατική κατάσταση στην Ευρώπη, δηλαδή τον απόηχο που είχε στη Γερμανία αυτό το παγκόσμιο γεγονός. Δεδομένου ότι διαμορφώνεται ιδεολογικά ως αντίδραση κατά της Γαλλικής Επανάστασης, η εχθρότητά του προς τον Διαφωτισμό γίνεται κατανοητή, η αναγκαία στροφή του από τον γερμανικό κλασικισμό εμφανίζεται επίσης ως έκφραση της φύσης του. Ο γερμανικός κλασικισμός και ο γερμανικός ρομαντισμός ασχολούνται με τα ίδια προβλήματα των οποίων η προηγούμενη φυσιογνωμία μεταμορφώθηκε αποφασιστικά με τη νίκη της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά ο ρομαντισμός έχει διαφορετική απάντηση στα σημαντικά ερωτήματα που προκύπτουν εδώ, μια απάντηση που είναι αντίθετη από την κλασικιστική.

Για αυτούς τους λόγους, η σύγχρονη αντιδραστική αναζήτηση προγόνων του ρομαντισμού στο γερμανικό διαφωτισμό είναι παραποίηση της ιστορίας. Συνδέεται με αντιφατικές προσωπικότητες όπως ο Hamann και ο Herder, οι οποίοι, ωστόσο, ανήκουν στη γενιά εκείνη που ήρθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της πνευματικής ζύμωσης που επέφερε η νίκη της Γαλλικής Επανάστασης. Η ιδεολογική τους σύγχυση έχει προοδευτικές και αντιδραστικές προθέσεις ταυτόχρονα, αλλά το πιο σημαντικό της εγχείρημα ήταν ωστόσο η αόριστη λαχτάρα για μια συγκεκριμένη ιστορική διαλεκτική, για εκείνη τη σκέψη και τη διαμόρφωση που τελειοποιήθηκε στον Γκαίτε και στον Χέγκελ. Με όλα αυτά, οι προσωπικότητες αυτές αποτελούν μια αντίθετη τάση εντός του Γερμανικού Διαφωτισμού: ο Χέρντερ ήδη αναγνωρίζει την επιστροφή του στις απαρχές του Διαφωτισμού όταν απορρίπτει τις προσπάθειες των Γκαίτε και Σίλερ, αδυνατώντας να τις κατανοήσει.


(σημείωση 2: Ο Λούκατς περιγράφει τον πρώιμο Ρομαντισμό σχεδόν ως «αίρεση του Διαφωτισμού». Η νεώτερη βιβλιογραφία έχει καταρρίψει αυτή την θέση. Αν για τον Χέρντερ είναι γενικόλογη και τελικά άστοχη μια τέτοια ταξινόμηση, για διανοητές όπως ο Χάμαν ακούγεται εξωφρενική.)

Η στάση του ρομαντισμού είναι θεμελιωδώς διαφορετική. Η κύρια τάση του είναι η ρήξη με τον Διαφωτισμό. Ομολογουμένως, αυτό δεν φάνηκε αμέσως. Η παλαιότερη γενιά των ρομαντικών μεγάλωσε υπό την επίδραση της ιδεολογίας του δέκατου όγδοου αιώνα, της προεπαναστατικής περιόδου. Αλλά όλα όσα ήταν σκοτεινά στις απαρχές του ρομαντισμού ξεκαθαρίζονται εύκολα όταν γνωρίζουμε ότι αυτές οι αρχές αντιπροσωπεύουν μια διαδικασία αποσύνθεσης από τον Διαφωτισμό. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία –εν μέρει ταυτόχρονα με τον αγώνα ενάντια στον Διαφωτισμό, εν μέρει στις αναπόφευκτες συνέπειές του– σημαίνει απόσχιση από τον γερμανικό κλασικισμό. Σε αυτούς τους ιδεολογικούς αγώνες, ο ρομαντισμός αποκτά συνείδηση του εαυτού του και θεμελιώνεται ως πνευματικό ρεύμα.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη αν δει κανείς πιο προσεκτικά τις ιστορικές διεργασίες της εποχής, τις οποίες μέχρι τώρα έχουμε αντιμετωπίσει μόνο γενικά. Η πρώτη αποφασιστική ημερομηνία είναι το 1794, η ανατροπή του Ροβεσπιέρου και της προσπάθειας να δοθεί στη Γαλλική Επανάσταση μια πληβειακή-δημοκρατική ολοκλήρωση, η δεύτερη είναι το 1799, η ανατροπή της γαλλικής προσωρινής κυβέρνησης του Διευθυντηρίου και η έναρξη της υπατικής στρατιωτικής δικτατορίας του Ναπολέοντα. Μεταξύ αυτών των δύο ημερομηνιών, ο ρομαντισμός καθιερώνεται ως ανεξάρτητο κίνημα. Αυτή η περίοδος είναι και η περίοδος της νικηφόρας στρατιωτικής επέκτασης των κληρονόμων της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτό που πέτυχε η ίδια η επανάσταση μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό (σκεφτείτε την καταστροφή του Μάιντς)[2] εκπληρώνεται πλέον σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό.

Πάνω απ' όλα, η Γερμανία και η Ιταλία γίνονται αρένες πολέμου και κατακτήσεων, αλλά και βίαιης –αν και όχι συνεπούς– εξάλειψης των φεουδαρχικών υπολειμμάτων. Ο προηγούμενος ιστορικός ρόλος των Γερμανών, ιδιαίτερα της διανόησης, στα κοσμοϊστορικά γεγονότα και στη διαμόρφωση της μοίρας της πατρίδας τους τελειώνει. Το έτος της καμπής είναι το 1806, η συντριβή της Πρωσίας -στη μορφή που είχε δομηθεί από τον Μέγα Φρειδερίκο- στη μάχη της Ιένας. Από αυτό το σημείο καμπής γίνεται σαφές με όλους τους πρακτικούς όρους, και επομένως και ιδεολογικά, πόσο ανώριμη, πόσο απροετοίμαστη ήταν η γερμανική διανόηση παρά το υψηλό πνευματικό της κύρος, να δράσει, να λάβει πολιτικές αποφάσεις.

Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία καθιερώθηκε ο γερμανικός ρομαντισμός αντικατοπτρίζεται πιο ξεκάθαρα στην ανάπτυξη του Φρίντριχ Σλέγκελ. (Η σχέση του Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ με τον Μπύργκερ είναι σχεδόν καθαρά λογοτεχνική και οι συνδέσεις του Τικ με τον «Κύκλο Νικολάι» του Βερολίνου είναι συχνά καθαρά επιχειρηματικές.) Είναι εντυπωσιακό, αλλά καθόλου τυχαίο, ότι οι επιρροές του Φρίντριχ Σλέγκελ βρίσκονται στα κορυφαία επιτεύγματα του γερμανικού Διαφωτισμού. Από τη μια δένει με τους Λέσσινγκ, Βίνκελμαν και Γκέοργκ Φόρστερ και από την άλλη με τις προσπάθειες του Σίλερ να προσδιορίσει την ουσία της σύγχρονης λογοτεχνίας μέσα από την κατανόηση της αρχαιότητας.

Ο νεαρός Σλέγκελ φαίνεται να είναι πολύ πιο ριζοσπαστικός από τον Σίλερ. Βρίσκουμε σε αυτόν όχι μόνο μια πιο απότομη αντιπαράθεση αρχαιότητας και μοντερνισμού (η αρχαιότητα συλλαμβάνεται στο πνεύμα του κλασικιστικού ιακωβινισμού του Φόρστερ), αλλά και μια πιο ενεργητική έμφαση στην αμφισημία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Τον καιρό που ο Σίλερ εξετάζει τα βαθύτερα, πιο θεμελιώδη προβλήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας από κοσμική σκοπιά, εμφανίζονται τα πιο περίεργα, πιο πρόσφατα χαρακτηριστικά του νεαρού Σλέγκελ. Αυτό που δίνει ο Σλέγκελ είναι συχνά μια προσμονή των παρακμιακών ρευμάτων που εμφανίστηκαν σε πιο έντονη μορφή έναν αιώνα αργότερα. Στον Σλέγκελ, το πρόβλημα της ασχημίας τίθεται για πρώτη φορά ως κεντρικό ερώτημα της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Αυτό το γενικό χαρακτηριστικό δεν είναι απλά ένα από τα προσωρινά χαρακτηριστικά του νεαρού Σλέγκελ, αλλά μια πρόβλεψη των βασικών τάσεων παρακμής στην αστική λογοτεχνία. Ο Σλέγκελ μεταφέρει επίσης τις παρατηρήσεις του από το παρόν στο παρελθόν, και θεωρεί ότι βρίσκουν επιβεβαίωση σε όλους τους μεγάλους της σύγχρονης λογοτεχνίας, ιδιαίτερα στον Σαίξπηρ. Εδώ αρχίζει ο «εκσυγχρονισμός» του παρελθόντος, ο οποίος στη συνέχεια κορυφώνεται με τη βαρβαροποίηση της αρχαιότητας μέσα από την ανάπτυξη των όψιμων ρομαντικών προσπαθειών, μέσω του Νίτσε στον φασισμό. Βρίσκει το χαρακτηριστικό του Άμλετ του Σαίξπηρ σε μια «μέγιστη απόγνωση». Γράφει σε μια επιστολή προς τους νέους για τον Άμλετ: Το πιο εσωτερικό μέρος της ύπαρξής του είναι ένα φρικτό τίποτα, περιφρόνηση για τον κόσμο και τον εαυτό του. Αυτή η θεώρηση της σύγχρονης λογοτεχνίας οδηγεί τον Σλέγκελ σε μια -ακόμα μη συνειδητή τότε- σύμπλευση με τον Friedrich Heinrich Jacobi, ιδεολόγο της παλιάς εκκλησιαστικής αντιδιαφωτιστικής αντίδρασης, στον οποίο εκείνη την εποχή ο Σλέγκελ εξακολουθούσε να ασκεί έντονη κριτική από τη σκοπιά του Διαφωτισμού. αλλά αυτή η κριτική καταλήγει σε μια θεώρηση της αμφίθυμης φύσης της σύγχρονης αστικής λογοτεχνίας, σε ένα – ασυνείδητο – αυτοχαρακτηριστικό. Μιλώντας εναντίον του Jacobi ο Σλέγκελ καταπολεμά «τον θυμό του να είσαι μοναδικός», την «ειδωλολατρία» που ασκεί με τη δική του ατομικότητα. Και το συμπέρασμα του άρθρου διαβάζεται σήμερα σαν μια προφητική προσμονή της μοίρας του ίδιου του Φρίντριχ Σλέγκελ. Μιλάει για την αιώνια αμφιταλάντευση του Jacobi και των ηρώων του «μεταξύ κλειστής μοναξιάς και απόλυτης αφοσίωσης, μεταξύ υπερηφάνειας και μεταμέλειας, μεταξύ απόλαυσης και απόγνωσης, μεταξύ ασέβειας και δουλείας».


Σε όλα αυτά γίνεται αισθητή μια πολύ βαθιά επιρροή του ριζοσπαστισμού του Φόρστερ, αλλά μόνο στο περιεχόμενο, όχι στον τόνο, όχι στην πνευματική ατμόσφαιρα. Ο Ιακωβίνος Φόρστερ αντιπροσωπεύει αισθητικά έναν συνεπή κλασικιστικό αντικειμενισμό, την καλλιτεχνική άποψη ενός επαναστάτη αυτής της περιόδου. Η «επαναστατική αντικειμενικότητα» του Φρίντριχ Σλέγκελ, όπως περιέγραψε αργότερα ο ίδιος αυτήν την περίοδο, ήταν η υστερική έξαρση ενός εξαιρετικά ατομικιστή διανοούμενου, στον οποίο το πνεύμα και η γνώση ήταν σε αφθονία, αλλά που δεν είχε πουθενά πραγματικά βαθιές ρίζες και επομένως - σύμφωνα με την πραγματική του φύση – έπρεπε να είναι χωρίς πεποίθηση. Γι' αυτό η εκτίμηση του Φρίντριχ Σλέγκελ για τη νεωτερικότητα διαφέρει τόσο έντονα από αυτή του Φόρστερ: η κριτική του τελευταίου έχει τα αιχμηρά χαρακτηριστικά ενός εξωτερικού παρατηρητή, ενώ με τον πρώτο, η καταδίκη της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι ασυνείδητη αυτοέκφραση και αυτοκριτική. Η κριτική του στον Jacobi περιέχει ακόμη και μια προσμονή για τη μοίρα του ίδιου του Σλέγκελ, την μετέπειτα «τρομαγμένη φυγή» του, όπως γράφει ο Χάινε, δηλαδή την προσχώρησή του στην Καθολική Εκκλησία.
Τα παγκόσμια γεγονότα έκριναν την ιδεολογική ικανότητα του Σλέγκελ. Η αλλαγή του έτους 1794 είναι ένα κομβικό σημείο στην ανάπτυξή του, όπως και σε αυτήν πολλών από τους συγχρόνους του, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα αυτού του γεγονότος δεν συμβαίνουν πάντα με ταχεία διαδοχή. Όσο πιο ξεκάθαρα φαινόταν το αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης, η σύγχρονη αστική κοινωνία – πρώτα στις υπερβολές της απελευθερωμένης αστικής τάξης την περίοδο του Διευθυντηρίου – τόσο υποχωρούσε ο αφηρημένος ενθουσιασμός στη γερμανική διανόηση και τόσο ο φόβος των αστών για τις πληβειακές μορφές της Γαλλικής Επανάστασης γινόταν κυρίαρχος. Τον κενό χώρο καταλαμβάνουν τα προβλήματα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας.

Οι επιπτώσεις των γαλλικών γεγονότων κυριάρχησαν ασφαλώς σε ολόκληρη τη γερμανική διανόηση. Ωστόσο, οι κατευθύνσεις στις οποίες η γερμανική διανόηση αντέδρασε στα γεγονότα της εποχής είναι πολύ διαφορετικές, μάλιστα αντίθετες. Είδαμε πώς αυτή η κατάσταση επέφερε την κλασική αντιμετώπιση των μεγάλων και νέων κοινωνικών και ιστορικών προβλημάτων της Γερμανίας στον Γκαίτε και στον Σίλερ. Η κατάσταση ήταν διαφορετική με την, αποκομμένη από κοινωνικές ρίζες, νέα διανόηση. Με τον Θερμιδώρ και το Διευθυντήριο, το βαθιά απατηλό αστικό πάθος που επιβάλλεται από την αυτοϋπερβολή των πρώτων επαναστατικών χρόνων εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από την απεριόριστη λατρεία του εντελώς απελευθερωμένου, αυτοδύναμου ατόμου.

Ωστόσο, ειδικά με τον Φρίντριχ Σλέγκελ, μετατράπηκε σε μια θερμιδωριανή και συνάμα ελευθεριάζουσα διάλυση όλων των κοινωνικών δεσμών. Τη βρίσκουμε, σε αυτή τη μορφή, πάνω από όλα στο καλλιτεχνικά εντελώς αποτυχημένο μυθιστόρημα Lucinde του Φρίντριχ Σλέγκελ, όπου αποθεώνεται, μεταξύ άλλων, η απραξία, η τεμπελιά και ο ερωτικός μυστικισμός. Είναι ενδεικτικό του αστικού χαρακτήρα του ρομαντισμού ότι αυτές οι προσπάθειες επαναλήφθηκαν αργότερα από το κίνημα της «Νέας Γερμανίας»[3], που γενικά απέρριψε τον ρομαντισμό ως αντιδραστικό. Το ότι έργα πολύ μεταγενέστερα του πρώιμου ρομαντισμού, όπως το Τριστάνος και Ιζόλδη του Βάγκνερ και η Επιστήμη της Χαράς του Νίτσε, επιστρέφουν σε αυτά τα θέματα είναι ακριβώς το σημάδι που δείχνει την Lucinde ως απαρχή της αστικής ηθικο-διανοητικής παρακμής στη Γερμανία.

Η ρομαντική θεωρία της τέχνης είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική. Αγωνίζεται συνειδητά για τη διάλυση κάθε είδους και ύφους, την κατάρριψη των φραγμών που τα χωρίζουν το ένα από το άλλο. Ο στόχος εκφράζεται συνοπτικά σε έναν προγραμματικό αφορισμό του Φρίντριχ Σλέγκελ: Η ρομαντική ποίηση είναι μια προοδευτική οικουμενική φιλοσοφία. Ο σκοπός του δεν είναι απλώς να επανενώσει όλα τα ξεχωριστά είδη ποίησης και να φέρει την ποίηση σε επαφή με τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Θέλει επίσης να αναμειγνύει ποίηση και πεζογραφία, ιδιοφυΐα και κριτική, έντεχνη ποίηση και φυσική ποίηση να συγχωνευθεί, να κάνει την ποίηση ζωντανή και κοινωνική και να κάνει τη ζωή και την κοινωνία ποιητική, να ποιεί αστεία και να γεμίζει τις μορφές της τέχνης με εκπαιδευτικό υλικό κάθε είδους που ζωντανεύει με τις δονήσεις του χιούμορ.

Η θεωρία της τέχνης που ανέπτυξε το περιοδικό Αθήναιον (Athenaeum)[4] πηγαίνει πέρα από αυτό. Tα όρια μεταξύ ζωής και λογοτεχνίας θα πρέπει επίσης να εξαφανιστούν. Οι αισθητικές κατηγορίες εδώ δεν είναι πλέον αντανακλάσεις της ζωής, αλλά προορίζονται να αναπαραστήσουν τις δομικές δυνάμεις της ζωής σε πολύ ριζοσπαστικές μορφές που ξεπερνούν τις απαιτήσεις της κλασικής περιόδου. Για την κλασική περίοδο ήταν θέμα να αντιπαρατεθεί η πεζογραφία της καθημερινής αστικής τάξης με την ποίηση των μεγάλων προοπτικών της ανθρώπινης ανάπτυξης, την ποίηση αυτού που αποκαλύφθηκε αναδεικνύοντας τα βαθύτερα προβλήματα της πραγματικότητας. Η ουσία του μηνύματός του έγινε ορατή ακριβώς με τη βοήθεια της αυστηρής μορφής, που διατηρήθηκε καθαρή και που είναι ακριβώς η συμπυκνωμένη έκφραση του πιο γενικού και πιο αληθινού πράγματος για την ύλη. Στον ρομαντισμό, από την άλλη, αυτός ο αστικός πεζός λόγος υποτίθεται ότι καταστρέφεται από την -τάχα- ακαταμάχητη μαγεία της δημιουργικής ιδιοφυούς υποκειμενικότητας.

(σημείωση 3Η χρήση της φράσης «τάχα ακαταμάχητη ρομαντική ιδιοφυία» και η βεβαιότητα του Λούκατς ότι ο Ρομαντισμός δεν μπορεί να καταστρέψει τον αστικό πεζό λόγο αποκαλύπτουν τα υλιστικά κατάλοιπα της μαρξιστικής ιδεολογίας του. Στην πράξη η ιστορία απέδειξε ότι τα σχήματα της ρομαντικής ιδιοφυίας αποτελούν μέχρι σήμερα τους μοναδικούς αντιπάλους της αστικής καπιταλιστικής πολιτισμικής ηγεμονίας. Ενώ ο ιστορικιστικός και ντετερμινιστικά υλιστικός μαρξισμός έχει περιπέσει σε μακροχρόνια κρίση και αδυνατεί να αντιπαραθέσει ισχυρά αναχώματα στην ηγεμονία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης).

Ο ρομαντισμός παίρνει από την κλασική φιλοσοφία και την ποίηση την αρχή της δραστηριότητας του υποκειμένου στη γνώση και τη διαμόρφωση της ύλης της ζωής, αλλά τη μετατρέπει στο αντίθετο μέσω μιας συνειδητής παραμόρφωσης. Για την κλασική περίοδο, το ενεργό μέρος της υποκειμενικότητας ήταν απλώς ένα σημαντικό μέρος, το καθοριστικό στοιχείο μιας γνωστικής ή δημιουργικής διαδικασίας, στόχος της οποίας ήταν η πιστή σύλληψη και ανάδειξη της ουσίας της αντικειμενικής πραγματικότητας. Αυτή η αρχή γίνεται αυτοσκοπός στα χέρια των ρομαντικών. Για να φέρει εις πέρας τον δημιουργικό του ρόλο, η υποκειμενικότητα στον ρομαντισμό πρέπει να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του υλικού, να υψώνεται πάνω από αυτό με κυριαρχία, να ενεργεί μαζί του – προφανώς κατά βούληση. Ο ρομαντισμός προσπαθεί να εδραιώσει αυτή τη θέση πάνω του ως την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας (και της τέχνης του να ζεις) και να την τοποθετήσει στο κέντρο της θεωρίας και της πράξης της λογοτεχνίας (και της ηθικής). Κάθε ιδιαιτερότητα που συνδέεται οργανικά με το υλικό, κάθε υλική αυθεντικότητα καταστρέφεται έτσι. Η -δήθεν- παντοδύναμη υποκειμενικότητα μπορεί να δημιουργήσει τα πάντα από το τίποτα. H ανεξάρτητη αυτοκίνησή του υποκειμένου είναι το άλφα και το ωμέγα της τέχνης και της φιλοσοφίας της ζωής.

Αυτή η «ειρωνεία», όπως αποκαλείται από τη ρομαντική θεωρία, υποτίθεται τώρα ότι είναι η μόνη απολύτως έγκυρη υπέρβαση της πεζογραφίας της αστικής κοινωνίας. Και μάλιστα: υποκειμενικά, αυτή η υπέρβαση φαίνεται να έχει επιτευχθεί για τη στιγμή που βιώθηκε. Ένα πολύχρωμο ονειρικό πέπλο πνεύματος και ποίησης καλύπτει κάθε τι κακό και άσχημο, οτιδήποτε χαμηλό δεν έχει γίνει αντιληπτό, ακόμα κι αν ο υψηλός υποκειμενισμός πρέπει να υποψιαστεί ότι δεν έχει ανακαλύψει μια υπάρχουσα, κρυμμένη ποίηση, αλλά μάλλον επιχρυσώνει έναν εγγενώς μη ποιητικό κόσμο με τη δική του ποίηση – αυτή είναι μια ουσιαστική πτυχή της ειρωνείας, οπότε, χωρίς την προκατάληψη της ειρωνικής επίγνωσης, μπορεί να προκύψουν ψευδαισθήσεις σαν αυτή η υποκειμενικότητα να ήταν ο τελευταίος οντολογικός πυρήνας του σύμπαντος, σαν αυτή η υποκειμενική δημιουργικότητα που παίζει με μαγικά μοτίβα μετατρέπεται σε πραγματικά ενεργή μαγεία, σαν η ρομαντική υπέρβαση της πρόζας των αστών μπουρζουάδων να ήταν η αντίσταση στην απώλεια της μαγείας ενός μαγεμένου κόσμου (Νοβάλις).

(σημείωση 4Ο Λούκατς ασκεί στον Ρομαντισμό την κλασική κριτική της μαρξιστικής σκοπιάς, σύμφωνα με την οποία οι υλικές συνθήκες διαμορφώνουν την συνείδηση των προσώπων. Ασφαλώς, το συμπέρασμά του ότι η ρομαντική φαντασία καλύπτει, τρόπον τινά, τις παθογένειες των σχέσεων εξάρτησης που προκαλεί η παραγωγική δομή δίνοντας έμφαση στον υπερβατικό ιδεαλισμό, βασίζεται σε αυτό τον υλισμό και είναι άδικη αν την εξετάσουμε με όρους ιστορικής παρατήρησης. Υπήρξε μακρά σειρά ρομαντικών διανοητών που η  φαντασιακή τους υψιπέτεια δεν τους εμπόδισε να εντοπίσουν τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, να τις καυτηριάσουν και να προκρίνουν οικονομικά σχήματα με κοινωνιστικό πρόσημο. Ο Λούκατς έχει ένα δίκιο αν εστιάσουμε την κριτική του στην περίοδο των τελών του 18ου αιώνα, καθώς οι αντιφιλελεύθερες πολιτικές και οικονομικές προτάσεις των ρομαντικών άρχισαν να έρχονται στο ιστορικό προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1810. Ωστόσο το επιχείρημά του αποδυναμώνεται αν αναλογιστούμε ότι θεωρεί τις εθνικιστικές και συντηρητικές πτυχές του Ρομαντισμού ακίνδυνες για την ιδεολογία της αστικής κανονικότητας ή, ακόμη χειρότερα, συγγενικές τους Αυτή, όμως ήταν η συνολική μαρξιστική αντιμετώπιση του ζητήματος στην κομμουνιστική Ρωσία. Σε γενικές γραμμές η γραμμή της σοβιετικής προσέγγισης ήταν η εξής. Ρομαντικό ήταν οτιδήποτε σχετιζόταν με την αντίδραση. Η ελευθεριακές εκδοχές του Ρομαντισμού αναλύονταν ως ξεχωριστά κεφάλαια της ιστορίας του ευρωπαϊκού πνεύματος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Λουνατσάρσκι, το 1924, στη μελέτη για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο Ρομαντισμό και ένα άλλο ξεχωριστό σε Βύρωνα, και Σέλλεϋ).

Η δεύτερη, επιθετική πλευρά του, αυτή του -επιφανειακά- ένθερμου αγώνα ενάντια στον «φιλιστινισμό» (χυδαιότητα, ακαλλιεργησία) είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή την πλευρά της ρομαντικής ειρωνείας. Εδώ φαίνεται ακόμη πιο καθαρά η απομάκρυνση από τον Διαφωτισμό και τον Κλασικισμό. Ο Διαφωτισμός και ο Κλασικισμός πολέμησαν επίσης τον γερμανικό φιλιστινισμό. Ο αγώνας τους, ωστόσο, ήταν απλώς το οργανικό μέρος μιας ευρύτερης, μεγαλύτερης διαμάχης. Οι προσπάθειές τους κατευθύνονταν προς την αφύπνιση της Γερμανίας, στην εκπαίδευση ανθρώπων που είναι σε θέση, εν μέσω της γερμανικής δυστυχίας, εν μέσω των εξευτελιστικών επιπτώσεων του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, να αναπτύξουν τα μεγάλα ιδανικά της ανθρωπότητας, το πολύπλευρο, αρμονικό ανθρώπινο ον, και να τα μεταλαμπαδεύσουν σε άλλους. Δείξαμε πόσα ουτοπικά στοιχεία υπάρχουν σε αυτό το σχέδιο. Δείξαμε επίσης τα όρια αυτής της αντίληψης, ειδικά στην κλασική περίοδο: ότι με την απομάκρυνση από την κοινωνικοπολιτική δράση παραμελεί το πιο σημαντικό μέσο υπέρβασης της γερμανικής αστικής τάξης, την αφύπνιση της συνείδησης των πολιτών. Στη ρομαντική ειρωνεία προκύπτει ένα περαιτέρω καταστροφικό στένεμα και, ως εκ τούτου, μια στρέβλωση του αγώνα κατά του γερμανικού φιλιστινισμού. Για τους ρομαντικούς, ο φιλισταίος είναι απλώς ο κοινότοπος. Το μεγάλο πολιτικοκοινωνικό πολιτισμικό πρόβλημα συρρικνώνεται σε ένα κυκλικό εκπαιδευτικό πρόβλημα, και μάλιστα στο πρόβλημα ενός αισθητικού συμβατικού συστήματος. Η διαστρέβλωση του ερωτήματος φαίνεται πάνω απ' όλα στο γεγονός ότι η ειρωνική υπερσυνείδηση των ρομαντικών παραμένει ασυνείδητη για το πόσο φιλιστινική μπορεί -και πρέπει πράγματι- να είναι η δική τους, εκλεπτυσμένη φιλοσοφική και αισθητική λατρεία της κυρίαρχης ατομικότητας στο κοινωνικό και ανθρώπινο επίπεδο.

(σημείωση 5: Η κριτική του Λούκατς στον Ρομαντισμό μοιάζει με εκείνη του Καρλ Σμιτ. Ο Σμιτ υπήρξε νομικός και πολιτικός διανοητής του μεσοπολέμου, που -κάπως γενικόλογα- συγκαταλέγεται στους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Η «συντηρητική επανάσταση» αποτέλεσε μια συνολική διανοητική απόπειρα να μπολιαστεί ο αντιτεχνοκρατικός γερμανικός πολιτικός Ρομαντισμός του 19ου αιώνα με την νέα τεχνολογία του 20ου. Στην ουσία οι Γερμανοί εθνικιστές διαπίστωσαν μετά τον Α΄ Π.Π. ότι η εθνική ανεξαρτησία, που ήταν αίτημα του πολιτικού Ρομαντισμού, είχε ως προϋπόθεση την τεχνολογική ανάπτυξη, την οποία ο πολιτικός Ρομαντισμός έβλεπε ως όπλο των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων προκειμένου να αλλοιωθεί η παραδοσιακή εθνική ταυτότητα. Προσπάθησαν, λοιπόν, να τοποθετήσουν τα παλιά αιτήματα του πολιτικού Ρομαντισμού σε ένα νέο πλαίσιο, που θα ενσωμάτωνε την αποδοχή της τεχνολογικής προόδου, καθώς και νεότερων ιδεών. Ο Καρλ Σμιτ ήταν ένας από αυτούς. Αλλά, όπως σημειώνει ο Jeffrey Herf, ο Σμιτ μπορεί να τόνιζε τις διαφορές του με τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα αλλά στην ουσία έφερνε στο προσκήνιο παλιά ρομαντικά οράματα σε σύγχρονα πλαίσια[5].Ο Σμιτ και άλλοι «αντιδραστικοί μοντερνιστές» υιοθέτησαν από τον Ρομαντισμό την έννοια της ανυπότακτης βούλησης αλλά όχι το αντιβιομηχανικό όραμα. Υποστήριξαν ότι ο νέος Ρομαντισμός θα έπρεπε να βασιστεί στην εμπειρία των χαρακωμάτων του πολέμου και όχι στην παλιά σχολή των ιδεαλιστών ποιητών. Αν και οι αντιδραστικοί μοντερνιστές χρησιμοποίησαν παλιούς ρομαντικούς όρους όπως η Gemeinschaft και η Innerlichkeit, επαναπορσδιόρισαν αυτές τις κληρονομιές του Ρομαντισμού με νέο τρόπο[6]. Ο Σμιτ στο δοκίμιο Πολιτικός Ρομαντισμός, του 1919, υποστήριξε, όπως και ο Λούκατς στο παρόν δοκίμιο, ότι ο παλαιότερος Ρομαντισμός ήταν ένα κίνημα φυγής από την πραγματικότητα που είχε περισσότερο αισθητικό παρά πολιτικό περιεχόμενο. Ο Herf δείχνει ότι ο Σμιτ, όπως και ο κάθε εθνικιστής, ήταν και ο ίδιος ρομαντικός, που απλά αναπροσδιόρισε τις προτεραιότητες της παλιάς ρομαντικά εθνικιστικής ιδεολογίας. Μάλιστα οι Michael Löwy και Robert Sayre ακυρώνουν και το ίδιο το επιχείρημα του Σμιτ και του Λούκατς, περί της αισθητικής μονομέρειας του Ρομαντισμού. Πως είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε αισθητική μονομέρεια και «θηλυκή φαντασιοπληξία» στην σκέψη του Έντμουντ Μπερκ, του Μπάαντερ και τόσων άλλων, διερωτώνται εύλογα;[7] Το 1928 ο Λούκατς είχε γράψει στη "Rote Fahne" βιβλιοκριτική στο Πολιτικός Ρομαντισμός του Σμιτ όπου και συμφώνησε σχεδόν απόλυτα μαζί του. Ο Λούκατς ήταν αναμφισβήτητα επηρεασμένος από τον Σμιτ στον τρόπο που διάβαζε τον Ρομαντισμό».
Δεδομένου ότι όλα τα ερωτήματα της εποχής έβρισκαν την πιο έντονη έκφρασή τους στον Βίλχελμ Μάιστερ του Γκαίτε εκείνη την εποχή, οι προθέσεις του ρομαντισμού φαίνονται πιο ξεκάθαρα στην αντιπαράθεσή του με αυτό το έργο. Και εδώ μπορούν να εντοπιστούν διάφορα στάδια ανάπτυξης. Η κριτική του Φρίντριχ Σλέγκελ για το μυθιστόρημα του Γκαίτε είναι μια ακόμη ενθουσιώδης εξύμνηση και μια έξυπνη και περιεκτική ανάλυση. Αλλά και εδώ, η συμφωνία σχετίζεται κυρίως με την καλλιτεχνική τελειότητα. αυτό το έργο του Σλέγκελ είναι ένα μεταβατικό προϊόν. Πολύ σύντομα οι διαφορές γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Τα ρομαντικά μυθιστορήματα που αναδύονται τώρα υπόκεινται σε αυτήν την επιρροή του Βίλχελμ Μάιστερ, ωστόσο, έρχονται σε έντονη αντίθεση με αυτόν, τόσο αισθητικά όσο και ηθικά: ο Στέρνμπαλντ του Τικ, η Προσδοκία του Νοβάλις, η Lucinde του Σλέγκελ.

Αντίστοιχα με αυτή την κατάσταση, ο Φρίντριχ Σλέγκελ έγραψε ένα χρόνο μετά την κριτική του στον Βίλχελμ Μάιστερ για τον ΣτέρνμπαλντΕίναι το πρώτο μυθιστόρημα μετά τον Θερβάντες που είναι ρομαντικό και, σε αυτό, ξεπερνά το «Μάιστερ». Και ο Σλάιερμάχερ στην υπεράσπισή του της Lucinde αντιπαραθέτει το μυθιστόρημα του Σλέγκελ, έστω και χωρίς να αναφέρει τον Γκαίτε, ενάντια στον Βίλχελμ Μάιστερ, ο οποίος λόγω της εμπειρικής του φύσης είναι μόνο μια νουβέλα, ενώ η ευφάνταστη ποίηση του Σλέγκελ είναι ένα πραγματικό μυθιστόρημα. Όπως σε όλες τις ρομαντικές διαμάχες, έτσι και εδώ, ο Νοβάλις είναι ο πιο ξεκάθαρος, ο πιο ανοιχτός και ο πιο ριζοσπαστικός. Παραθέτουμε μόνο μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την κριτική του στον Βίλχελμ Μάιστερ:

 «Τα Χρόνια της Μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ είναι σε κάποιο βαθμό εντελώς πεζό και μοντέρνο. Το ρομαντικό χάνεται μέσα του, όπως και η υπέροχη φυσική ποίηση. Πρόκειται μόνο για τα συνηθισμένα ανθρώπινα πράγματα, η φύση και ο μυστικισμός έχουν ξεχαστεί εντελώς. Είναι μια ποιητική αστική και εγχώρια ιστορία. Το υπέροχο πράγμα σε αυτό αντιμετωπίζεται ρητά ως ποίηση και ενθουσιασμό. Ο καλλιτεχνικός αθεϊσμός είναι το πνεύμα του βιβλίου. Πολλή οικονομία. Πέτυχε ένα ποιητικό αποτέλεσμα με πεζό, φτηνό υλικό ... Είναι βασικά ένα μοιραίο και ανόητο βιβλίο ... Είναι μια σάτιρα για την ποίηση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής ... Η οικονομική φύση είναι η αληθινή, παραμένει ... ο Βίλχελμ Μάιστερ στην πραγματικότητα ένας Καντίντ, στραμμένος ενάντια στην ποίηση»[8].

(σημείωση 6Αγόρι μας, γι αυτό θα σε αγαπάμε παντοτινά!!)

Εδώ εκφράζεται πιο ξεκάθαρα η αντίθεση μεταξύ ρομαντισμού και Γκαίτε. Τα σχέδια του Νοβάλις για το δεύτερο μέρος της Προσδοκίας δείχνουν πού βρίσκεται το θετικό, το πρακτικό της πρόθεσής του. Η ποιητικοποίηση του κόσμου εκεί μεταβαίνει ανοιχτά στη μαγεία. Αισθητικά, το μυθιστόρημα μετατρέπεται από ρομαντισμό σε ποίηση διάθεσης ή ιδέας, διαλύεται σε αυθαίρετη παραμυθένια φαντασίωση.

Ο Νοβάλις είναι η πιο σημαντική φυσιογνωμία του πλήρους χωρισμού από τον Γκαίτε, καθώς ο Φρίντριχ Σλέγκελ ήταν της μετάβασης. Ο Νοβάλις διαθέτει το θράσος του πραγματικού ποιητή να φθάνει ως το τέλος των επικίνδυνων και λανθασμένων δρόμων του. Οι Ύμνοι στη Νύχτα ήταν μοιραίο ποίημα για τη γερμανική λογοτεχνία. Δεν πρόκειται για το λυρικό μοτίβο της νύχτας από κάτω ή δίπλα σε άλλα μοτίβα –αυτό δεν θα ήταν κάτι νέο από λογοτεχνικούς όρους– αλλά για μια ιδεολογική αντίθεση. Η νύχτα είναι εδώ η μεταφυσική αντίστιξη στη μέρα, στο φως, στον πνευματικό φωτισμό της ζωής. (Στην απόρριψη του Βίλχελμ Μάιστερ από τον Νοβάλις, η σημαντική ιδέα είναι ότι το μυθιστόρημα του Γκαίτε είναι «προϊόν της διανόησης»).


Με τη λατρεία της νύχτας, ο Νοβάλις εμπλέκεται σε μια λατρεία του σκοτεινού και υποχθόνιου, του ασυνείδητου, του ενστικτώδους και του αυθόρμητου. Όλα αυτά που επιπόλαια και κοσμικά κηρύχθηκαν στη Λουσίντε εμφανίζονται εδώ σε γνήσια ποιητική, βαθιά λυρική μορφή: η καταστροφή αυτής της πνευματικά φωτισμένης οικουμενικότητας που κυριάρχησε στο καλύτερο μέρος της γερμανικής ζωής από τον Λέσσινγκ μέχρι τον Γκαίτε. Η νύχτα και η μέρα είναι φιλοσοφικά σύμβολα και έχουν διατηρήσει το νόημά τους στον θάνατο και στη ζωή, στην ασθένεια και στην υγεία. Για τον Νοβάλις, όλα αυτά πυροδοτούνται από μεμονωμένες εμπειρίες και επομένως διαθέτουν λυρική αυθεντικότητα και τη δύναμη της πρότασης. Όμως ο τελικός λόγος της ιδεολογικής αλλαγής είναι βαθύτερος και γενικότερος. Στους πόνους γέννησης μιας νέας εποχής, ειδικά στην οπισθοδρομική Γερμανία που ταλαιπωρήθηκε από τις πολλαπλές κρίσεις του παλιού και του νέου, του πραγματικά ταλαιπωρημένου από κρίσεις, το παθολογικό στοιχείο της μετάβασης έπρεπε να έχει ισχυρή επίδραση στους ευαίσθητους ανθρώπους. Όλα εξαρτιόνταν από το αν το νοσογόνο είχε συλληφθεί ως απαραίτητο στάδιο ανάπτυξης ή ως η τελική ουσία που τώρα αποκαλυπτόταν. Η ρομαντική λατρεία του άμεσου και του ασυνείδητου οδηγεί αναγκαστικά σε μια λατρεία της νύχτας και του θανάτου, της αρρώστιας και της φθοράς. Ο Νοβάλις λέει: Καθώς ο άνθρωπος ήθελε να γίνει Θεός, αμάρτησε. – Οι ασθένειες των φυτών είναι ζωοποιήσεις, οι ασθένειες των ζώων είναι εξορθολογισμοί, οι ασθένειες των λίθων είναι οι βλαστήσεις ... Τα φυτά είναι νεκρές πέτρες, τα ζώα είναι νεκρά φυτά.

Αλλά και τα δύο άκρα ανήκουν μαζί, κοινωνικά και ψυχολογικά. Η έκσταση της ακραίας μοναξιάς στον υποκειμενισμό ακολουθείται αναπόφευκτα από την έκσταση της εξίσου ακραίας παράδοσης, την πλήρη αφοσίωση στην ασθένεια, τη νύχτα και τον θάνατο, τη φυγή στη θρησκευτικότητα. Εδώ η τελική ιδέα του δοκιμίου για τη νεολαία του Φρίντριχ Σλέγκελ εκπληρώθηκε γρήγορα.

Από τέτοιες πηγές προκύπτει η θρησκευτική στροφή των ρομαντικών. Μερικές φορές είναι κυρίως αισθητικό (Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ, Τικ), μπορεί να είναι η έκφραση μιας σύγχρονης, υποκειμενιστικής εσωτερικής ζωής που αποσύρεται καθαρά στο ατομικό και ιδιωτικό (Λόγοι για τη Θρησκεία, του Σλαιερμάχερ), μπορεί να είναι καταφύγιο για την κουρασμένη νωθρότητα (μεταστροφή του Φρίντριχ Σλέγκελ στην Καθολική Εκκλησία), μπορεί τελικά να είναι η βαθιά και ειλικρινής βίωση της παρακμής και της αντίδρασης, όπως στον Νοβάλις.

Η θεωρία και η πρακτική των ρομαντικών έφτασαν μέχρι εκεί που, ως αποτέλεσμα της Μάχης της Ιένας, μετατράπηκαν από ιδεολογικούς θεατές σε χαρακτήρες εν δράσει, όταν οι φιλοσοφικές και αισθητικές αντιφάσεις τους οδήγησαν σε πολιτική αντίθεση. Πρέπει να επαναλάβουμε βέβαια ότι και αυτή η φάση είναι γνήσια γερμανική, δηλαδή ανώριμη και ερασιτεχνική με την πολιτική έννοια. Κυρίως επειδή οι πραγματικές πολιτικές αποφάσεις δεν καθορίζονταν από πραγματικά λαϊκά κινήματα, γι' αυτό και συχνά διατηρούνταν ο πνευματικός ρόλος του θεατή των ιδεολογικών συμμετεχόντων. Η ανωριμότητα είναι ήδη εμφανής στην επιλογή που αντιμετώπιζε τώρα η διανόηση: αν θα μπορούσε κανείς να περιμένει την απομάκρυνση των φεουδαρχικών υπολειμμάτων στη Γερμανία από τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, από τον Ναπολέοντα, ή αν ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και η αποτίναξη του ναπολεόντειου ζυγού θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση ή έστω σε κάποια εσωτερική πρόοδο - και για τη δεύτερη πιθανότητα οι αντικειμενικές συνθήκες απουσίαζαν σχεδόν εντελώς.

Οι κλασικοί και οι απόγονοι του Διαφωτισμού επέλεξαν τον πρώτο δρόμο. Ο Χέγκελ αναμένει την αναγέννηση της Γερμανίας από τον «μεγάλο δάσκαλο συνταγματικού δικαίου στο Παρίσι». Ο παλιός διαφωτιστής Voss αποκαλεί επίσης περιστασιακά τον Ναπολέοντα «σύμμαχό μας». Ο Γκαίτε δεν ήταν μόνο υποστηρικτής του Ναπολέοντα, αλλά και μετά την ανατροπή του ήταν εξαιρετικά δύσπιστος για τα αποτελέσματα των απελευθερωτικών πολέμων. Σε μια συνομιλία με τον ιστορικό Λούντεν κάνει λόγο για «απελευθέρωση, όχι από τον ζυγό των ξένων, αλλά από έναν ξένο ζυγό», όπου υποστηρίζει προσεκτικά ότι μόνο ο γεωγραφικός χαρακτήρας της ξένης κυριαρχίας έχει αλλάξει - και αυτό, πάλι, όχι σε όφελος της προόδου.

Είναι σαφές ότι οι ρομαντικοί έπρεπε να βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Η συνεπαγόμενη βαθιά πνευματική διαίρεση αντανακλάται σε όλους τους λογοτεχνικούς και φιλοσοφικούς αγώνες της εποχής. Όπως ο ενθουσιασμός για την αρχαιότητα ήταν νωρίτερα έκφραση συμπάθειας στη Γαλλική Επανάσταση, αν και σε διαφορετικές αποχρώσεις μεταξύ των διαφόρων συγγραφέων, ήταν τώρα η αισθητική έκφραση των ναπολεόντειων ιδεωδών. Ο ενθουσιασμός για τον Μεσαίωνα, από την άλλη, ήταν το σύμβολο της σύνδεσης με την αποκατάσταση του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Εδώ η «οργανική ανάπτυξη» εμφανίστηκε ως φετίχ, ως απαγόρευση στους ανθρώπους να αλλάξουν τους θεσμούς τους από μόνοι τους. Η τυφλή ευλάβεια για ό,τι «έγινε ιστορικό» στα γερμανικά μικρά κράτη, μέχρι τον φεουδαρχικό απολυταρχισμό, ακόμη και η δουλοπαροικία και οι συντεχνίες έγιναν δόγμα. Έτσι, η στενόμυαλη πίστη στην «παγκόσμια αποστολή» της Γερμανίας αναπτύχθηκε μαζί με ένα σοβινιστικό μίσος για τη Γαλλία ως ενσάρκωση της πολιτικής προόδου. Πίσω από τα μανιφέστα του Γκαίτε και του Μάγιερ κατά της χριστιανογερμανικής πατριωτικής τέχνης, του Βος ενάντια στις απόπειρες «ρομαντικοποίησης» της αρχαιότητας -και έτσι εκβαρβαρισμού της- υπάρχει ένα προαίσθημα, ομολογουμένως ως επί το πλείστον μόνο μια προαίσθηση των κινδύνων που απειλούν το μέλλον της Γερμανίας από τη ρομαντική θέση.

Αλλά αυτό δεν καθορίζει επαρκώς το πρόβλημα, γιατί ο αγώνας ενάντια στον Ναπολέοντα ήταν, όπως είπε ο Μαρξ, μια αναγέννηση που συνδυάζεται με αντίδραση. Αυτή η διπλή όψη του κινήματος μπορεί να φανεί ξεκάθαρα στους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, στον Στάιν και τον Σεν, στον Χάρντενμπεργκ και τον Χούμπολτ, στον Σάρνχορστ και στον Γκνάιζεναου. Αλλά αν αναζητήσουμε τους πραγματικούς ποιητές και ιδεολόγους του ρομαντισμού, θα τους βρούμε εξαιρετικά σπάνια σε αυτό το στρατόπεδο. Ο Χάινριχ φον Κλάιστ, η μεγαλύτερη δημιουργική ιδιοφυία του γερμανικού ρομαντισμού, έγινε μαζί με τον διεφθαρμένο τυχοδιώκτη Άνταμ Μύλλερ επικεφαλής του οργάνου της φεουδαρχικής αντιπολίτευσης στον Χάρντενμπεργκ. Ο Φρίντριχ Σλέγκελ έγινε δημοσιογραφικός βοηθός του Μέτερνιχ κ.λπ. Ορισμένοι ρομαντικοί εξέφραζαν πλέον ανοιχτά την παρακμιακή λογοτεχνική τους στάση. Ο Κλέμενς Μπρεντάνο έγραψε σε έναν φίλο: Μπορεί να με ενδιαφέρει περισσότερο ο ζήλος σας για τα πράγματα παρά τα ίδια τα πράγματα. Θα λυπόμουν αν αγαπούσατε την πατρίδα σας λιγότερο από ό,τι αν η Βαυαρία επρόκειτο να καταστραφεί. Η πραγματικά δημοφιλής έκφραση για τις υπάρχουσες μαζικές διαθέσεις στη νεαρή γερμανική διανόηση ήρθε από έναν επίγονο της κλασικής εποχής, τον Theodor Körner.

Μόνο όταν οι μάχες εναντίον του Ναπολέοντα τελείωσαν με τον θρίαμβο της Παλινόρθωσης, ο Ρομαντισμός έγινε η κορυφαία ιδεολογία μιας περιόδου του πιο σκοτεινού σκοταδισμού. Η «φεγγαρόλουστη μαγική νύχτα» της αποκατάστασης της φεουδαρχικής απολυταρχίας ήταν η εποχή του βαθύτερου και σοβαρότερου σκοταδισμού στο έθνος των «ποιητών και στοχαστών». Δεν ήταν μόνο η εποχή της πιο ταπεινωτικής καταπίεσης, αλλά και της πιο καταπιεστικής κυριαρχίας του φιλιστινισμού. Η λανθασμένη, αισθητική κατεύθυνση του ρομαντικού αγώνα ενάντια στους φιλισταίους φαίνεται κοινωνικά στο γεγονός ότι καμία ιδεολογία ή κίνημα τέχνης δεν προσκολλήθηκε τελικά στον γερμανικό φιλιστινισμό τόσο έντονα και τον επηρέασε τόσο έντονα όσο ο ρομαντισμός. Από τη μεσαιωνική αυτοκρατορική δόξα, από την ψευδοποιητική μεταμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών δεσμών, την «οργανικά» αναπτυγμένη ιστορική εξουσία, ως την εξύμνηση της «συναισθηματικής ζωής», ως την ησυχαστική βύθιση στη νύχτα του κάθε υποσυνείδητου, της κάθε «κοινότητας», ως το μίσος για την πρόοδο, την ελευθερία και την ατομική υπευθυνότητα, οι συνέπειες της νίκης της ρομαντικής ιδεολογίας είναι αισθητές ως σήμερα στη γερμανική ψυχοσύνθεση.

(σημείωση 7Εμείς θα προσθέταμε ότι οι συνέπειες, όχι μόνο της γερμανικής αλλά, συνολικά της ρομαντικής σκέψης είναι ακόμη και σήμερα τόσο αισθητές ώστε να προκαλούν τον τρόμο και τον αποτροπιασμό στους υποστηρικτές των συστημικών ιδεολογιών του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού). 

Οι πιο πρόσφατοι ιστορικοί της λογοτεχνίας θέλουν να συμπεριλάβουν την περίοδο του «Biedermeier»[9] στη γερμανική ιστορία της λογοτεχνίας. Τι είναι όμως ο Biedermeier παρά η επικράτηση της ρομαντικής ιδεολογίας στις μάζες, η διείσδυση του ρομαντισμού στον γερμανικό φιλιστινισμό; Διότι ήταν ακριβώς η ρομαντική ιδεολογία, η οποία μόνο προσωρινά απωθήθηκε γύρω στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, που κυριάρχησε στη γερμανική διανόηση – εξάλλου, ο ρομαντισμός αντιστοιχούσε περισσότερο στη θέση της διανόησης εν μέσω της γερμανικής μιζέριας, αφού από τη μια αντανακλούσε την αποκοπή της από τις κοινωνικές της ρίζες και από την άλλη τις προσπάθειες να ξεπεραστεί αυτή η δυστυχία με τον τρόπο ενός αντικειμενικά ψευδούς, κοινωνικά επικίνδυνου «βάθους».

(σημείωση 8Οι χαρακτηρισμοί «αντικειμενικά ψευδούς» και «κοινωνικά επικίνδυνου βάθους» είναι απόρροιες της υλιστικής μαρξιστικής αντίληψης του Λούκας).

Γι' αυτό η κριτική του ρομαντισμού είναι ένα πολύ επίκαιρο καθήκον στη γερμανική λογοτεχνική ιστορία. Αυτή η κριτική δεν μπορεί ποτέ να είναι αρκετά βαθιά και σκληρή. Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα έργα των γνωστών ρομαντικών (Τικ, Μπρεντάνο, Άρνιμ, Ζαχαρίας Βέρνερ κ.λπ.) διαβάζονται εδώ και καιρό μόνο από ιστορικούς της λογοτεχνίας. Όμως το μεγαλύτερο ποιητικό ταλέντο του ρομαντισμού, ο Χάινριχ φον Κλάιστ, εξακολουθεί ως σήμερα να είναι μια ζωντανή λογοτεχνική δύναμη. Για πολλούς φαίνεται να είναι ο πραγματικός Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος υποτίθεται ότι οδηγεί από τους λάθος δρόμους του Λέσσινγκ, του Σίλερ και του Γκαίτε στο «εγγενές» γερμανικό δράμα. Και το δράμα του Κλάιστ είναι πραγματικά «εγγενές». Δείχνει τους πιο λαμπρούς δελεασμούς των Γερμανών στους πιο επικίνδυνους λάθος δρόμους, στον βάλτο της πιο ασυγκράτητης αντίδρασης. Από την πιο δουλοπρεπή υποταγή, Από την υστερία της εξουσιαστικής αγάπης-μίσους μέχρι την άγρια φανατική ξενοφοβία και την εξύμνηση της δόξας των Πρώσων βασιλέων, βρίσκουμε στον Κλάιστ την ποιητική εξύμνηση κάθε τι που είναι απειλητικό και κατακριτέο στη γερμανική πνευματική ανάπτυξη. Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν έγιναν ένα παιχνιδιάρικο πείραμα στη μορφή, όπως με τους ρομαντικούς συγχρόνους του, αλλά εξελίχθηκαν σε μια ισχυρή, μερικές φορές έξυπνη απεικόνιση, ανυψώνει τον Κλάιστ σε ένα ισχυρό σύμβολο του λάθος μονοπατιού στη γερμανική λογοτεχνία και ιδεολογία, και γι' αυτό η κριτική εξέτασή του, ψυχικά και αισθητικά, ανήκει στην ημερήσια διάταξη. (Μια λεπτομερής κριτική αποτίμηση του Κλάιστ, η οποία δεν μπορεί καν να περιγραφεί εδώ, περιλαμβάνει την αφαίρεση εκείνων των παραμορφώσεων που του έκαναν ο Γκούντολφ και άλλοι, οι οποίοι υιοθετούν άνευ όρων καθετί αντιδραστικό, ενώ ταυτόχρονα οι λίγες νίκες του ρεαλισμού ενάντια στη ρομαντική προκατάληψη, της υγείας ενάντια στην υστερία, όπως η Σπασμένη Στάμνα, απορρίπτονται ως ασήμαντα «υποπροϊόντα». Το ερώτημα πρέπει επίσης να τεθεί σε σχέση με τη νουβέλα Michael Kohlhaas).

Ακόμη και αυτή η ερώτηση υποδηλώνει το είδος και την κατεύθυνση μιας πραγματικής κριτικής στις εσωτερικές αντιφάσεις του ρομαντισμού. Παρά την επισήμανση και τo στιγματισμό της αντίδρασης και της παρακμής, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι στον ρομαντισμό εμφανίζεται η αντανάκλαση του πρώτου –αν και μπερδεμένου και αδύναμου– λαϊκού κινήματος στη Γερμανία μετά τον Αγροτικό πόλεμο: εξ ου και η ισχυρή επιστροφή στη λαϊκή ζωή, στη λαϊκή τέχνη, όπου η περίοδος Χέρντερ του γερμανικού Διαφωτισμού ανανεώνεται σε εντατική μορφή. Σίγουρα δεν υπάρχει λίγο καλλιτεχνικό μαγικό επινόημα σε αυτές τις ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα ανοίγουν οι πύλες για τη γνήσια, λαϊκή ποίηση. Πάνω απ' όλα, θα πρέπει να σκεφτούμε συλλογές όπως η συλλογή δημοτικών ποιημάτων Des Knaben Wunderhorn (Το μαγικό κόρνο του αγοριού) και τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ. Όμως αυτή η εξέλιξη δεν περιορίζεται σε μια απλή συλλογή υπαρχόντων θησαυρών της δημοτικής ποίησης. Εκτός από τη σχεδόν αφόρητη «τεχνητότητα» στο κύριο ρεύμα της ρομαντικής λυρικής ποίησης, υπάρχει επίσης μια πραγματική, λαϊκή επανάληψη των ποιητικών προσπαθειών του νεαρού Γκαίτε (αυτή η λαϊκή ποίηση είναι στη γενική κατεύθυνση της περιόδου και εμφανίζεται συχνά εντελώς ανεξάρτητα από τον ρομαντισμό, όπως στον Χέμπελ). Εκτός από τα αμιγώς καλλιτεχνικά παραμύθια και τις εκλεπτυσμένες, ανεπίσημες νουβέλες, υπάρχει και μια γνήσια λαϊκή τέχνη της αφήγησης. Και οι δύο τάσεις είναι πιο έντονες στον Άιχεντορφ, του οποίου τα καλύτερα έργα είναι δικαιωματικά ζωντανά μέχρι σήμερα.


Μια άλλη αντίφαση στην εικόνα του ρομαντισμού (και ταυτόχρονα υπογράμμιση του αστικού χαρακτήρα του) φαίνεται στο γεγονός ότι η υπεράσπιση του παλιού, του «οργανικού» δεν σήμαινε πάντα και απαραίτητα υποστήριξη στην αντίδραση. Σε επιμέρους πολιτείες της Γερμανίας, ειδικά στη Βυρτεμβέργη όπου οι ταξικές παραδόσεις δεν είχαν εξαλειφθεί ακόμη από τον απολυταρχισμό, η υπεράσπιση των «παλιών δικαιωμάτων» θα μπορούσε να γίνει συγκέντρωση αντιπολιτευτικών δυνάμεων, ένα σύνθημα μάχης ενάντια στις διεκδικήσεις της εξουσίας του απολυταρχισμού. Σε αυτό το έδαφος αναδύεται ένας φιλελεύθερος ρομαντισμός. Ο μεγαλύτερος ποιητικός του εκπρόσωπος είναι ο Ούλαντ. Η γερμανική δυστυχία είναι φυσικά εμφανής και εδώ: η άμυνα εκτείνεται τόσο πολύ που δεν αξίζει προστασία; από την έκκληση στα «παλιά δικαιώματα» αναδύεται μια δειλά αστική μορφή πάλης ενάντια στον απολυταρχισμό. Αυτές οι αδύναμες πλευρές του φιλελεύθερου ρομαντισμού φαίνονται ήδη καθαρά στον ίδιο τον Ούλαντ. Αναδεικνύονται ακόμη πιο δυνατοί και ταπεινωτικοί μεταξύ των υποστηρικτών του, στη «Σουηβική Σχολή», εναντίον της οποίας ήταν δικαιολογημένη η ειρωνική κριτική του Χάινε.

Οι αντιφάσεις του ρομαντισμού είναι πιο εμφανείς στη μεγαλύτερη μορφή τους, στον ETA Χόφμαν. Ήδη διαφέρει από τους άλλους στη ζωή. Ως Πρώσος δικαστής την εποχή της «δίωξης των δημαγωγών» μετά το Φεστιβάλ του Βάρτμπουργκ και την επίθεση του Sand στον Kotzebue[10], ο Χόφμαν αντιστάθηκε με θάρρος στις αντιδραστικές απαιτήσεις της πρωσικής κυβέρνησης. Το πολεμικό περιεχόμενο των γραπτών του μπορεί επίσης να διακριθεί έντονα από τον ρομαντισμό. Όπως και ο Ρομαντισμός, ο Χόφμαν καταπολεμά τον φιλιστινισμό με άμεση και έμμεση σάτιρα, επιτρέποντας καρικατουρίστικα στις ιδιαιτερότητές του να μετατραπούν σε δαιμονικές και απόκοσμες. Όμως ο φιλιστινισμός εναντίον του οποίου αγωνίζεται ακούραστα και αμείλικτα, είναι η εκδήλωση της απαξίωσης και της υποβάθμισης του ανθρώπου μέσα από τη γερμανική μιζέρια στις συνθήκες του αναδυόμενου καπιταλισμού. Επιστρέφει έτσι από τη στενά αισθητική σκοπιά των πραγματικών ρομαντικών στις μεγάλες απόψεις της δημοκρατικής επανάστασης. Αλλά όλα αυτά φαίνεται να είναι σε υψηλότερο επίπεδο μαζί του από ότι με τους προκατόχους του. Όπως οι ρομαντικοί, ανήκει και αυτός στην μετεπαναστατική περίοδο. Το υλικό που δημιουργεί είναι επομένως ήδη η νέα αστική κοινωνία και οι μορφές της αναδύονται από την κριτική της. (Εδώ βρίσκεται ο κοινός τόπος του Χόφμαν και του Ρομαντισμού.)

(σημείωση 9Ο Λούκατς εκφράζει την χαρακτηριστική μαρξιστική αντίληψη ότι η προσωπική σκέψη και πράξη -ακόμη και η καλλιτεχνική- είναι μια απλή αποτύπωση της υλικής και ιστορικής δομής της κοινωνίας. Ο διανοητής, ο άνθρωπος κατ’ επέκταση, γίνεται ένας κενός περιεχομένου κομιστής των δεδομένων που δημιουργεί η υλική υπόσταση της κοινωνικής δομής. Το προσωπικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης απλώς εξαφανίζεται στην κλασική αυτή μαρξιστική αντίληψη. Πρόκειται για μια αντιστροφή του άλλου άκρου, που εκφράζει ο ατομικιστικός φιλελευθερισμός. Ο ατομικιστικός φιλελευθερισμός μεταθέτει ολοκληρωτικά το κέντρο βάρους της ύπαρξης στην ατομικότητα. Για τους φιλελεύθερους (την άλλη όψη των μαρξιστών) η ιστορία είναι ένα άθροισμα ατομικών βουλήσεων. Ανάμεσά στους δύο πόλους προβάλει η ρομαντική αντίληψη της ισόρροπης μεσότητας. Ο Ρομαντισμός προκρίνει την τν διαλεκτική ανάμεσα στο αυτοσυνείδητο πρόσωπο και στο εννοιολογικό φορτίο των εθνικών παραδόσεων και της κοινωνικής ιστορίας).

Επειδή όμως είναι πραγματικά μεγάλος ρεαλιστής, τον απασχολεί η νέα κοινωνία στις άθλιες γερμανικές μορφές της. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο το νέο εξυψώνεται στο απόκοσμο, ειδικά στην πιο πεζή γερμανική εμφάνιση του σύγχρονου κόσμου, και αντίστροφα, βλέπει το απόκοσμο στη μεταμόρφωση του Γερμανού «φιλισταίου» μέσα από τα παγκόσμια κοινωνικά γεγονότα. Ο Χόφμαν ήταν επίσης ρομαντικός στον τρόπο που το απεικόνιζε. Ήταν ωστόσο – επί γερμανικού εδάφους, φυσικά, με τα γερμανικά πρότυπα – ένας Ευρωπαίος ρομαντικός. Στην κλίμακα της προσωπικότητάς του –αλλά τόσο ζωντανά όσο ο Γκαίτε πριν από αυτόν και ο Μπαλζάκ μετά από αυτόν– αντιλαμβάνεται τις ουσιαστικές ιστορικές τάσεις της περιόδου και τις απεικονίζει με μυθιστορηματικό, υπαινικτικό ρεαλισμό. Έτσι, μεταξύ Γκαίτε και Χάινε, είναι ο μόνος Γερμανός συγγραφέας που είχε διεθνή απήχηση. Η επιρροή του γίνεται αισθητή παντού, από τον Μπαλζάκ μέχρι τον Γκόγκολ και τον Ντοστογιέφσκι. Η αναγνώριση και η επεξεργασία της ιδιαιτερότητας του Χόφμαν, η επίδειξη όσων τον διαχωρίζουν από τον πραγματικό γερμανικό ρομαντισμό, χωρίς να αποκρύπτονται οι καλλιτεχνικές ομοιότητες που προκύπτουν από το κοινό ιστορικό-κοινωνικό έδαφος, αποτελεί σημαντικό καθήκον της γερμανικής λογοτεχνικής ιστοριογραφίας.


[1] 1. Heinrich Heine, Deutschland. Ein Wintermaerchen, 1844.

[2] Η «Δημοκρατία του Μάιντς» ήταν το πρώτο δημοκρατικό κράτος σε γερμανικό έδαφος και είχε έδρα το Μάιντς. Ιδρύθηκε από Γερμανούς Ιακωβίνους εμπνευσμένους από τη Γαλλική Επανάσταση τον Μάρτιο του 1793 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούλιο του 1793, όταν το Μάιντς κατακτήθηκε από τον Πρωσικό Στρατό και οι Ιακωβίνοι, συμπεριλαμβανομένου του δημοκρατικού ηγέτη Γκέοργκ Φόρστερ, εκδιώχθηκαν.

[3] Προοδευτικό και φιλελεύθερο-δημοκρατικό κίνημα Γερμανών καλλιτεχνών και διανοουμένων στις δεκαετίες του 1830 και του 1840.

[4] Λογοτεχνικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1798 από τους αδελφούς Άουγκουστ Βίλχελμ και Φρίντριχ Σλέγκελ. Θεωρείται η ιδρυτική έκδοση του γερμανικού Ρομαντισμού.

[5] Jeffrey HerfΑντιδραστικός μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράιχ, μτφ. Παρασκευάς Ματάλας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σελίδα 18.

[6] Ο.π. σελίδα 36.

[7] Michael Lowy-Robert SayreΕξέγερση και μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους αντίποδες της νεωτερικότητας,  β έκδοση, μτφ. Δέσποινα Καββαδία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999, σελίδα 58.

[8] Novalis, Werke, εκδ. G. Schulz, σελ. 546 (Ο "Καντίντ" που αναφέρεται είναι σατιρικό έργο του Βολταίρου).

[9] Η περίοδος Biedermeier ήταν μια εποχή στην Κεντρική Ευρώπη μεταξύ 1815 και 1848, κατά την οποία η μεσαία τάξη αυξήθηκε σε αριθμό και οι τέχνες έκαναν έκκληση στις κοινές ευαισθησίες. Η ταύτισή της με τον Ρομαντισμό είναι μια ερμηνευτική ακροβασία του Λούκατς.

[10] Στον απόηχο της δολοφονίας του August von Kotzebue από τον Karl Sand τον Μάρτιο του 1819, ένα αντεπαναστατικό καθεστώς επιτήρησης (γνωστό ως Demagogenverfolgung, δίωξη των δημαγωγών) δημιουργήθηκε στη Γερμανική Συνομοσπονδία. Σύμφωνα με τα Διατάγματα του Κάρλσμπαντ και τις πολιτικές της Ιεράς Συμμαχίας, αντιπροσώπευε την αντίδραση στις λαϊκές επαναστατικές προσπάθειες στη Γερμανία.

Σχόλια:

Ανώνυμος Ο Αχιλλέας είπε...

Συγχαρητήρια στον μεταφραστή. Επίσης σημαντικές και καίριες οι σημειώσεις σου Σταμάτη!

Κυριακή, 23 Ιανουαρίου, 2022

 
Ανώνυμος Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Μικτό κείμενο του Αντώνη και του Σταμάτη είναι οι σημειώσεις.

Κυριακή, 23 Ιανουαρίου, 2022

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Εσείς είστε με τον August von Kotzebue ή με τον Karl Sand;

Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου, 2022

 
Ανώνυμος Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Είμαστε με τον Χέρντερ, τον Φίχτε και τον Μύλλερ. Όχι γιατί ήταν Γερμανοί. Γιατί χάρισαν, μέσω του ρομαντικού εθνικισμού, σε όλα τα έθνη του κόσμου ένα μαγικό κλειδί που εφαρμόζεται σε κάθε εθνική περίπτωση ως απάντηση στις ιδεολογίες του εξουσιαστικού κατεστημένου των διεθνιστών. Το μαγικό αυτό κλειδί που ταιριάζει σε κάθε έθνος είναι ο αντιφιλελεύθερος εθνικισμός.

Η Γερμανία μας είναι συμπαθής ως ιστορική εθνική οντότητα γιατί γέννησε τέτοιους διανοητές και γιατί είχε ισχυρό ρομαντικό κίνημα. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε Γερμανοί ώστε να βιώνουμε ως κάτι δικό μας τις διαφορές στις προσεγγίσεις για την ενοποίηση του γερμανικού κράτους. Συνεπώς η ερώτηση αν "είμαστε" με κάποιον από αυτούς που αναφέρεις είναι δοσμένη λάθος.

Ως εθνικιστές είμαστε με αυτούς που προαναφέραμε. Ως Έλληνες εθνικιστές είμαστε με τον Παπαρρηγοπουλο, τον Ζαμπέλιο και τον Ίωνα Δραγούμη.

Κράτα μόνο ότι δεν είμαστε με καμία εκδοχή του φιλελευθερισμού.

Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου, 2022

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ, με καλύψατε. Η άποψη σας για τον Μπαρρές, ποια είναι; Ανήκει στο ρομαντικό εθνικισμό; Βγήκε πολύ πρόσφατα από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις κρήτης ένα βιβλίο σχετικά με τον Μπαρρές με τον τίτλο "Κοσμοπολίτες εθνικιστές".

Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου, 2022

 
Ανώνυμος Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Είναι μεγάλο διανοητικό κεφάλαιο της εθνικιστικής ιδεολογίας. Το βιβλίο δεν το έχουμε διαβάσει αλλά πιστεύουμε ότι θα είναι καλό. Είναι πολύ σοβαρός ερευνητής ο συγγραφέας του. Θα το διαβάσουμε άμεσα.

Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου, 2022