του Ιωάννη Μπαχά
Το πρωί αχάραγα ήρθε ο δήμιος. Τον έστειλε ο ίδιος ο Σουλτάνος. Ήταν θεόρατος και μαύρος σαν κατράμι. Έσερνε μαζί του κάτι λόγχες, κάτι σίδερα μακριά, σαν σουβλιά. Όλο το πρωί τα ακόνιζε με περισσή φροντίδα. Κάτι χαμίνια, έτρεχαν γύρω του μα να τον ρωτήσουν τι κάνει δεν τολμούσαν. Όταν βάλθηκε να κάνει δοκιμή, τότε πάγωσε το αίμα μου. Έριξα τα μάτια μου κάτω, να μην με δει ο Διάκος. Κατάλαβα τι τα ‘θελε τα σίδερα ο μεμέτης.
Πήρε ένα αρνί και με μια τέχνη του διαβόλου, το κάρφωσε μα να το σκοτώσει δεν ήθελε. Φώναζε αυτό. Έσκουζε σπαρακτικά. Είχα δει αίματα και χαλασμό πολύ, τόσα χρόνια πολεμώντας τον Τούρκο, μα το αρνάκι ξέσκισε και τα δικά μου σωθικά. Ευχαριστημένος, κάθισε και περίμενε τον Αγά να ξεκινήσει το μαρτύριο.
Ο Θανασός με κοίταξε. Δεν του ‘χαν κλείσει το στόμα, μόνο σίδερα στα χέρια και στα πόδια του ‘χαν. Τόσο τον φοβόντουσαν. Μου φώναξε, «Παναγή, είναι άνοιξη μωρέ. Ο καλύτερος καιρός να πολεμάς. Αυτό το σουβλί στην καρδιά του Πασά θα μπει».
Δεν μπόρεσα να γράψω άλλο. Έκλαψα. Κλαίω ακόμα. Μα το σουβλί στα αλήθεια, στην Πύλη μπήκε.
Προσωπογραφία του Αθανάσιου Διάκου από τον Διονύσιο Τσόκο