του Δημήτρη Αργασταρά
Το μυθιστόρημα είναι πλέον τόσο διαδεδομένο –ίσως το πιο
διαδεδομένο είδος πεζού λόγου– που θα δυσκολευόμασταν σήμερα να σκεφτούμε πως
κάποτε ήταν καινούριο, πως δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε σταδιακά,
προκύπτοντας μέσα από τις βασικές πηγές των διαφόρων αφηγήσεων στις οποίες
ανέκαθεν επιδίδονταν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, αρχίσαμε να γράφουμε και
να διαβάζουμε μυθιστορήματα σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο της
λογοτεχνικής ιστορίας, τον 18ο αιώνα.
Γιατί όμως; Ποιοί
παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή την νέα αφετηρία; Και ποιά ήταν τα πρώτα έργα
που μας έδωσαν αυτή την νέα μορφή αφήγησης; Όπως θα δούμε, οι ιστορικοί της
λογοτεχνίας τοποθετούν αυτή την αρχή ταυτόχρονα με την γέννηση μιας νέας
περιόδου στην ιστορία, την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και τις νέες
οικονομικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν εκείνη την εποχή, ενώ δεν άργησε να
εμφανιστεί και η διαλεκτική σχέση που ανέπτυξαν απέναντι σε αυτήν οι δυνάμεις
της φαντασίας.
Έτσι, στην αρχή ήταν η ποίηση, κυρίως με την μορφή του
μακροσκελούς έπους, κι αργότερα το θεατρικό έργο, το δράμα και η κωμωδία,
σταδιακά όμως άρχισαν να παρουσιάζονται κάποια εκτεταμένα πεζά με ήρωες
παρμένους από την καθημερινή ζωή που διέτρεχαν ρεαλιστικές ή πιο υπερβολικές
περιπέτειες. Αυτά τα έργα δεν ήταν ακριβώς μυθιστορήματα, αλλά αισθανόμαστε ένα
μυθιστόρημα να προσπαθεί να ξεπηδήσει μέσα από την αφήγηση.
Πρώτο σε αυτή την σειρά των έργων αναφέρεται, για
παράδειγμα, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Σε αυτό, καθώς ο «Μαύρος Θάνατος»
σαρώνει την Φλωρεντία, δέκα νέοι και νέες καταφεύγουν σε μια έπαυλη στην εξοχή
και για να περάσουν τον χρόνο τους αναλαμβάνουν να αφηγηθούν κυκλικά από μία
ιστορία. Ο Βοκάκιος χρησιμοποίησε πρώτος μια ενδιαφέρουσα λέξη για αυτές τις
ιστορίες : novella,
που σήμαινε κάτι νέο και μικρό. Τα θέματα των ιστοριών του ποίκιλλαν από το
φανταστικό, στα όρια του παραμυθιού, το νεοκλασικό, βασισμένο στην λογοτεχνία
των αρχαίων, μέχρι το προκλητικό και το σκαμπρόζικο. Ένα άλλο διάσημο έργο
αυτής της κατηγορίας είναι ο περίφημος Δον Κιχώτης του Θερβάντες. Ο διάσημος
πλέον ήρωάς του, παρασυρμένος από τα λαϊκά ρομάντζα με τις ιστορίες των περιπλανώμενων
ιπποτών, μαζί με τον πιστό του ακόλουθο Σάντσο Πάντσα και το καημένο ψωράλογό
του, τον Ροθινάντε, βγαίνει στον δρόμο της περιπέτειας.
Αυτά τα έργα
μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε σήμερα ως «πρωτομυθιστορήματα» αλλά δεν ήταν παρά
όταν άρχισε η εποχή των εμπορικών περιπετειών, του καπιταλισμού και της
επιχειρηματικότητας, που εμφανίστηκαν τα πρώτα σύγχρονα μυθιστορηματικά έργα.
Δύο αναφέρονται ως οι προπάτορες, αυτά με τα οποία θα ασχοληθούμε στην
συνέχεια, και είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο βασίζονται στην ιδέα απίθανων
ταξιδιωτικών ιστοριών και αναπάντεχων μεταστροφών της μοίρας.
Ο «homo economicus»
Ο Ντάνιελ Ντεφόε θα γράψει τον διάσημο σήμερα «Ροβινσώνα Κρούσο» το 1719 στο
Σίτυ του Λονδίνου. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει και το Σίτυ ήταν τότε η
εμπορική και καπιταλιστική πρωτεύουσα του κόσμου, μέσα στην ιμπεριαλιστική
Βρετανική Αυτοκρατορία. Τα λογιστήρια, οι τράπεζες, τα καταστήματα, τα γραφεία,
οι αποθήκες και οι αποβάθρες του Τάμεση έδιναν τον τόνο του εμπορίου και της κοινωνικής κινητικότητας
που κυριαρχούσε στην πόλη. Ενώ στον μεσαιωνικό κόσμο κάποιος χωρικός θα έπρεπε
να γίνει εξαιρετικός πολεμιστής ώστε να ελπίζει στην υπέρβαση της κοινωνικής
του προέλευσης σε ένα ιεραρχικά δυσκίνητο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, τώρα
κάποιος μπορούσε να φτάσει απένταρος –όπως ο Ντικ Ουίττινγκτον εκείνη την
εποχή– και να καταφέρει να γίνει δήμαρχος του Λονδίνου. Όμοια, ο Ροβινσώνας
Κρούσος που ταξιδεύει για να εμπορευθεί και να κάνει μόνος του την περιουσία
του, παρόλο που ναυαγεί σε ένα έρημο νησί, τελικά τα καταφέρνει, αποτελώντας
ένα νέο είδος ανθρώπου για ένα νέο είδος οικονομικού συστήματος. Οι
οικονομολόγοι της εποχής μας τον ονομάζουν «homo economicus»: ο άνθρωπος της
οικονομίας.
Ας δούμε λοιπόν
περιληπτικά την ιστορία του βιβλίου. Ο Ροβινσώνας Κρούσος θα έρθει σε αντίθεση
με τον έμπορο πατέρα του και θα φύγει μόνος του για ένα θαλάσσιο ταξίδι. Αφού
περάσει από διάφορες περιπέτειες –το πλοίο καταστρέφεται σε μια καταιγίδα, ο
ίδιος αιχμαλωτίζεται από πειρατές, γίνεται σκλάβος ενός Μαυριτανού,
απελευθερώνεται από ένα πορτογαλικό πλοίο, γίνεται ιδιοκτήτης φυτείας στην Βραζιλία– τελικά θα
γίνει έμπορος σκλάβων από την Αφρική, καφέ και άλλων προϊόντων, μέχρι που σε
ένα ταξίδι ναυαγεί ως μοναδικός επιζών σε ένα ερημονήσι.
Στην συνέχεια, με λίγα πράγματα που θα σώσει από το
κουφάρι του πλοίου, ο Κρούσος αρχίζει να αποικεί το νησί του. Θα χτίσει το
σπίτι του, θα αρχίσει να καλλιεργεί την γη, μέχρι που θα αποκτήσει τον
προσωπικό του υπηρέτη, τον Παρασκευά, που σώζει από μια ομάδα κανιβάλων, η οποία
κάνει επιδρομές στο νησί. Τελικά καταφτάνει ένα βρετανικό πλοίο που ελέγχεται
από τους στασιαστές ναυτικούς του. Ο Κρούσος και ο πρώην καπετάνιος του πλοίου
έρχονται σε συμφωνία, ξαναπαίρνουν μαζί τον έλεγχο του πλοίου και φεύγουν από
το νησί.
Φτάνοντας στην Αγγλία, ο Κρούσος μαθαίνει πως ο πατέρας
του έχει πεθάνει χωρίς να προβλέπει τίποτα για αυτόν στην διαθήκη του. Έτσι
ταξιδεύει, για ακόμη μία φορά, στην Λισαβόνα με σκοπό να διεκδικήσει τα κέρδη
του από το κτήμα του στην Βραζιλία. Πράγματι, με το μεγάλο ποσό που κερδίζει
εγκαθίσταται πλέον στο Λονδίνο. Η ιστορία του είναι μια ιστορία οικονομικής
επιτυχίας, ένας άντρας που ναυαγεί κατεστραμμένος σε ένα νησί και καταφέρνει να
φύγει από αυτό πλούσιος.
Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η επιτυχία του βιβλίου. Μέχρι
το τέλος του 19ου αιώνα κανένα βιβλίο στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας δεν
είχε περισσότερες εκδόσεις, παραλλαγές και μεταφράσεις. Ταυτόχρονα, αντικείμενο
συζήτησης από διάφορες πλευρές γίνεται και η διαχείριση της οικονομίας από τον
Κρούσο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, κάτω από την αφηγηματική επιφάνεια, η ιστορία
του Κρούσου αφορά στον πλούτο και στην δημιουργία πλούτου, όσο συναρπαστικές κι
αν είναι οι περιπέτειές του. Μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου είναι όταν ο
Κρούσος κολυμπά μέχρι το ναυαγισμένο πλοίο, που έχει προσκολληθεί σε κάτι ξέρες
κοντά στο νησί. Καθώς διασώζει μερικά πράγματα, βλέπει το σεντούκι του
καπετάνιου και ανακαλύπτει πως περιέχει 36 λίρες. Ο Κρούσος σκέφτεται πως αυτά
τα χρήματα δεν θα του χρειαστούν στο νησί και αναγνωρίζει πως αν τα πάρει θα
είναι σαν να τα κλέβει, ωστόσο τα παίρνει. Από οικονομική άποψη αυτό το
περιστατικό είναι αποκαλυπτικό: ποιό είναι το σημαντικότερο πράγμα; Το χρήμα.
Κι αυτό το περιστατικό παρεμβάλλεται για να μας το θυμίσει.
Επιπλέον, μια άλλη οπτική γωνία βλέπει τον Ροβινσώνα
Κρούσο ως μια αλληγορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που εκείνη την εποχή ήταν
μεγάλη ναυτική δύναμη και είχε αρχίσει να κατακτά μεγάλα τμήματα της υφηλίου.
Έτσι κάποιοι σχολιαστές βλέπουν τον Κρούσο ως το αληθινό σύμβολο της βρετανικής
κατάκτησης: «Είναι
το αληθινό πρότυπο του Βρετανού αποίκου... Όλο το αγγλοσαξονικό πνεύμα είναι
στον Κρούσο: η επιμονή, η αργή αλλά αποτελεσματική νοημοσύνη, η υπολογιστική
εχεμύθεια». Από
την πρώτη στιγμή που φτάνει στο νησί ο Κρούσος παραμένει ανεπηρέαστος από τις
φυσικές του συνθήκες, ενώ αντίθετα επιχειρεί να προσαρμόσει το άγριο περιβάλλον
που συναντά στον τρόπο ζωής που γνωρίζει από το πολιτισμένο, αστικό Λονδίνο.
Στο τέλος του μυθιστορήματος το νησί αναφέρεται πλέον ρητά ως «αποικία».
Είναι
χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στο έργο του διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ «Αιμίλιος ή
Περί Αγωγής» το μοναδικό βιβλίο που επιτρέπεται στον Αιμίλιο να διαβάσει πριν
την ηλικία των δώδεκα ετών είναι ο «Ροβινσώνας Κρούσος». Σύμφωνα με τον Ρουσσώ,
μέσα από την εμπειρία του Κρούσου, ο Αιμίλιος μπορεί να ανακαλύψει ό,τι
χρειάζεται να γνωρίζει και ποιούς στόχους πρέπει να επιτύχει. Αυτό είναι ένα
από τα κύρια θέματα του εκπαιδευτικού μοντέλου του Ρουσσώ.
Η ανακάλυψη του
ρεαλισμού
Εκτός όμως από την
οικονομική του προσέγγιση, που φαίνεται να ταιριάζει στις κυρίαρχες αρχές της
νεωτερικότητας, ο «Ροβινσώνας Κρούσος» ήταν και το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό
έργο που η ιστορία του ήταν ανεξάρτητη από μυθολογίες, θρύλους ή προηγούμενη
βιβλιογραφία. Ήταν το έργο που έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους τους
αναγνώστες του με την αφηγηματική σύμβαση που είναι σήμερα γνωστή ως
«ρεαλισμός», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της ρεαλιστικής μυθοπλασίας ως
λογοτεχνικό είδος.
Ο τίτλος της πρώτης δημοσίευσης έγραφε με μεγάλα γράμματα
«Η ζωή και οι παράξενα
εντυπωσιακές περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου», και πιο κάτω την φράση «γραμμένη από τον ίδιο», χωρίς το όνομα του Ντεφόε
να υπάρχει στο εξώφυλλο. Το βιβλίο παρουσιαζόταν ως μια αυθεντική ταξιδιωτική
και περιπετειώδης ιστορία, κάτι που εντάθηκε από το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια
πριν είχε κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο με την αυτοβιογραφική ιστορία ενός
ναυτικού που είχε ναυαγήσει σε ένα νησί. Έτσι ο εύπιστος αναγνώστης του 1719
δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ξέρει πως ο Ροβινσώνας Κρούσος δεν ήταν η
πραγματική ιστορία ενός ταξιδιώτη.
Ας δούμε τέλος και
τον τρόπο που ξεκινά το βιβλίο, όπου με την πρώτη παράγραφο μας βάζει σε αυτό
το ρεαλιστικό κλίμα: «Γεννήθηκα
το 1632, στην πόλη Γιορκ, από καλή οικογένεια που όμως δεν προερχόταν από αυτά
τα μέρη. Ο πατέρας μου είχε έρθει από την Βρέμη και στην αρχή εγκαταστάθηκε στο
Χαλ. Έφτιαξε μια καλή περιουσία από το εμπόριο και, όταν σταμάτησε να δουλεύει,
ήρθε να ζήσει στο Γιορκ, όπου παντρεύτηκε την μάνα μου. Το οικογενειακό της
όνομα ήταν Ρόμπινσον και καταγόταν από καλή ντόπια οικογένεια, γι' αυτό
ονόμασαν κι εμένα Ρόμπινσον Κρόιτζνερ. Εξαιτίας όμως της γνωστής παραφθοράς της
γλώσσας, τώρα μας φωνάζουν, για την ακρίβεια εμείς λέμε τον εαυτό μας Κρούσο,
και με τούτο το όνομα με φώναζαν ανέκαθεν οι φίλοι μου». Έτσι, με ένα άμεσο
και λυτό ύφος και με πολλές λεπτομέρειες, η ιστορία μοιάζει αυθεντική. Είναι η
ιστορία ενός άντρα που ονομαζόταν από τον πατέρα του Κρόιτζνερ, αλλά τώρα τον
φωνάζουν Κρούσο.
Ταξίδι σε κόσμους
φανταστικούς
Το νέο είδος του μυθιστορήματος, όμως, δεν θα έμενε για
πολύ μέσα στα πλαίσιο ενός άκαμπτου ρεαλισμού. Την δεκαετία του 1720 ο Ιρλανδός
συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ θα αρχίσει να γράφει το έργο για το οποίο θα μείνει
γνωστός, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», χάρη στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι
γίνεται ένας πρωτοπόρος του φανταστικού αφηγήματος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το έργο γράφτηκε από
τον Σουίφτ, έναν ιδιαίτερα μορφωμένο αλλά και ανήσυχο άνθρωπο, με αιρετικές
απόψεις για την εποχή του και την κοινωνία όπου ζούσε. Αφού σπούδασε στο
Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου, ο Σουίφτ ταξίδεψε στην Αγγλία όπου έγινε
γραμματέας ενός αριστοκράτη και εμποτίστηκε με τις αντιλήψεις των Τόρις (των
Συντηρητικών). Ωστόσο, ως ξένος, ένας
Ιρλανδός ανάμεσά τους, ο Σουίφτ δεν κέρδισε ποτέ πραγματικά την εύνοια της
βασιλικής αυλής και της βρετανικής αριστοκρατίας. Αντίθετα, υπήρξε μέλος της
περίφημης λέσχης Scriblerus
Club,
μέσω της οποίας σατίριζε την υποκριτική και διεφθαρμένη βρετανική κοινωνία,
υποστήριζε την φυσική αρμονία και την αντιπαράθεση του αρχαίου έναντι του
σύγχρονου πνεύματος, ενώ καταδίκαζε την συναισθηματική ξηρότητα που μπορεί να
προκαλέσει η προσήλωση στην επιστήμη και τον ορθό λόγο. Τελικά, θα κάνει το
διδακτορικό του στην θεολογία (συνήθως αποκαλείται «δρ. Σουίφτ») και θα
χειροτονηθεί ιερέας στην Εκκλησία της Ιρλανδίας, όπου θα περάσει τα τελευταία
χρόνια της ζωής του, συμμετέχοντας ενεργά στις κοινότητες των συμπατριωτών του
που υπέμειναν τον βρετανικό ζυγό.
Ο ήρωας για τον οποίο έμεινε γνωστός, ο Γκιούλιβερ
δηλαδή, ονειρευόταν από μικρό παιδί να ταξιδέψει στην θάλασσα και να γνωρίσει
νέους τόπους. 'Όμως ο πατέρας
του αποφάσισε να τον στείλει σε ένα κολέγιο του Κέμπριτζ και έπειτα να
μαθητεύσει χειρούργος κοντά σε έναν διάσημο γιατρό στην Αγγλία. Αφού ενηλικιώθηκε ο Γκιούλιβερ μπόρεσε να πραγματοποιήσει
επιτέλους το όνειρό του δουλεύοντας ως γιατρός σε ένα πλοίο, αλλά μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, στο
έλεος των κυμάτων, κατέληξε λιπόθυμος σε μια άγνωστη ακτή.
Ξυπνώντας ο
Γκιούλιβερ θα διαπιστώσει πως είναι δεμένος με σχοινιά, αιχμάλωτος μιας φυλής
μικροσκοπικών ανθρώπων, ύψους 15 εκατοστών. Είναι οι κάτοικοι της νησιωτικής
χώρας Λιλιπούτ, που κυβερνιέται από τον βασιλιά της και το υπουργικό του
συμβούλιο. Ο Γκιούλιβερ θα τους διαβεβαιώσει για την καλή του συμπεριφορά και
εκείνοι θα του επιτρέψουν να μείνει ελεύθερος στην χώρα τους. Έτσι θα αρχίσει
να μαθαίνει την γλώσσα τους και να παρατηρεί τις συνήθειες της βασιλικής αυλής
– τα κωμικά αυτά όντα διαθέτουν λογική και έχουν ανεπτυγμένες τις επιστήμες των
μαθηματικών και της μηχανικής, ενώ παρά το μικρό τους μέγεθος φαντασιώνονται
πως είναι πολύ σημαντικοί. Κάποια στιγμή οι Λιλιπούτειοι του ζητούν μια χάρη,
να τους βοηθήσει να νικήσουν έναν άλλο λαό που ζει απέναντί τους. Ο Γκιούλιβερ
δέχεται και μετά την επίτευξη της αποστολής στήνεται ένα μεγάλο πανηγύρι. Καθώς
όμως αρνείται να τους βοηθήσει σε μια ακόμη επίθεση, ο βασιλιάς και η αυλή του
θα δυσαρεστηθούν. Αυτή την φορά ο Γκιούλιβερ κατηγορείται για προδοσία και
καταδικάζεται να τυφλωθεί, αλλά με την βοήθεια ενός φίλου του καταφέρνει να
δραπετεύσει χρησιμοποιώντας μια σχεδία και να ανοιχτεί πάλι στο πέλαγος.
Στην επόμενη
χώρα που θα ξεβραστεί ο Γκιούλιβερ οι κάτοικοι θα είναι γιγάντιοι αγρότες,
ύψους 22 μέτρων. Ο κτηματίας που θα τον βρει, θα τον μεταφέρει στο σπίτι του
και θα αφήσει την κόρη του να τον περιποιηθεί. Αργότερα όμως θα αρχίσει να τον
επιδεικνύει ως αξιοπερίεργο κερδίζοντας χρήματα, μέχρι που θα τραβήξει την
προσοχή της βασίλισσας. Η βασίλισσα θα συμπαθήσει τον Γκιούλιβερ και θα τον
πάρει μαζί της στο παλάτι, όπου θα τον υποδεχτούν καλά και θα παραγγείλουν ένα
σπίτι στα μέτρα του για να μείνει. Μάλιστα ο βασιλιάς θα δείξει ενδιαφέρον για
την κοινωνία απ' όπου προέρχεται ο Γκιούλιβερ, ζητώντας πληροφορίες για την
οργάνωση της χώρας του, ενώ, μαθαίνοντας τα νέα, δυσαρεστείται πολύ από την
κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ιδιαίτερα για την χρήση των πυροβόλων
όπλων και των κανονιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή, η Βροδιγνάγη, είναι η
πιο ευχάριστη από τις τέσσερις χώρες που θα επισκεφτεί ο Γκιούλιβερ. Είναι μια
χώρα αγροτική, παραδοσιακή και παλιομοδίτικη, δηλαδή μια χώρα «αντι-νεωτερική»
και γι' αυτό ευνοούμενη από τον Σουίφτ!
Όμως, το σπίτι
που δίνουν στον Γκιούλιβερ στην Βροδιγνάγη είναι ένα κουκλόσπιτο, ο μικρός
άντρας θα έρθει αντιμέτωπος με μια επίθεση γιγάντιων σφηκών, ένας πίθηκος θα
τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει στην στέγη του παλατιού, και τελικά στην
διάρκεια μιας εκδρομής ένας αετός θα αρπάξει το κουκλόσπιτο και θα το ρίξει στα
νερά του ωκεανού. Έτσι οι περιπέτειες του Γκιούλιβερ συνεχίζονται, με επόμενο
σταθμό ένα θαυμαστό ουράνιο νησί. Το ιπτάμενο νησί λέγεται Λαπούτα και
κατοικείται από ανθρώπους της Επιστήμης και των Μαθηματικών. Εξαιτίας της
θεωρούμενης ανωτερότητάς τους, οι άνθρωποι αυτοί έχουν εγκαταλείψει την γη των
υπόλοιπων θνητών και μακριά από τα δεινά του εδάφους ζουν αφοσιωμένοι στην
επιστημονική τους ουτοπία κάνοντας αλλόκοτα πειράματα.
Και σε αυτή την
χώρα είναι έντονη η σατιρική διάθεση του συγγραφέα καθώς οι επιστήμονες
παρουσιάζονται ως άνθρωποι αφηρημένοι, νωθροί και απαθείς, μακριά από κάθε
έννοια πρακτικής χρησιμότητας. Για παράδειγμα είναι τόσο απορροφημένοι από τις φιλοσοφικές τους ενατενίσεις
που ξεχνούν πότε πρέπει να μιλήσουν ή να ακούσουν το συνομιλητή τους. Έτσι
είναι αναγκασμένοι να διατηρούν ένα εξειδικευμένο υπηρέτη που έχει ως καθήκον
να τους χτυπά ελαφρά στο στόμα όταν πρέπει να μιλήσουν και στο αυτί όταν τους
μιλά κάποιος άλλος. Οι υπηρέτες αυτοί είναι επίσης επιφορτισμένοι να οδηγούν
τους εργοδότες τους στο δρόμο για να τους εμποδίζουν από του να πέφτουν μέσα
στις τρύπες ή να τρακάρουν στις κολώνες. Παρ' όλα αυτά, αυτοί οι μαθηματικοί
θεωρούν τους εαυτούς τους ειδήμονες και στην πολιτική, κάτι που ο Σουίφτ
σχολιάζει καυστικά: «...ίσως να νομίζουν πως επειδή τόσο οι μικροί όσο και οι
μεγάλοι κύκλοι έχουν τον ίδιο αριθμό μοιρών, έτσι κι η διαχείριση και η
διοίκηση του κόσμου δεν απαιτεί περισσότερες ικανότητες από τον χειρισμό και
την περιστροφή μιας σφαίρας».
Αφού επιστρέψει
στα θαλασσινά του ταξίδια, ο Γκιούλιβερ θα βρεθεί στην τελευταία φανταστική
χώρα που θα γνωρίσει, σε μία γη που κατοικείται από δύο διαφορετικές φυλές.
Στην αρχή θα βρεθεί μαζί με τους Χουινμς (Houyhnhms), λέξη που
προέρχεται από το χλιμίντρισμα των αλόγων, γιατί τα όντα αυτά είναι στην μορφή
άλογα που διαθέτουν όμως νοημοσύνη. Οι Χουινμς ζουν σε πόλεις, που εμφανίζουν
μια πολύ ανεπτυγμένη αρχιτεκτονική, ενώ έχουν αναπτύξει μια γλώσσα που κάνει
ιδιαίτερη εντύπωση στον Γκιούλιβερ. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς
των Χουινμς, που ζουν σύμφωνα με την φυσική αρμονία, είναι ότι αντιμετωπίζουν
με απόλυτη φυσικότητα τον θάνατο, ως ένα απλό γεγονός που δεν του πολυδίνουν
σημασία και δεν το αφήνουν να διαταράξει την καθημερινότητά τους.
Από την άλλη, στην
ίδια χώρα υπάρχουν οι ανθρωπόμορφοι Γιαχού (Yahoo), μια σχεδόν άναρχη ομάδα ανόητων και
βρόμικων ανθρωποειδών, που ζουν σχεδόν όπως οι πίθηκοι. Ως πλάσματα που
βρίσκονται στην ταπεινότερη μορφή τους, οι Γιαχού χρησιμοποιούν τα λίγα ίχνη
λογικής που διαθέτουν για να επιδεινώνουν την κατάστασή τους και να προσθέσουν
ακόμη περισσότερα στα άσχημα στοιχεία που τους έχει δώσει η φύση. Έτσι, όσο ο
Γκιούλιβερ θέλγεται και θαυμάζει τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής των Χουινμς
τόσο αποστρέφεται τους ποταπούς και φαύλους Γιαχού.
Στο τέλος ο Γκιούλιβερ θα διασωθεί από ένα πορτογαλικό
πλοίο και θα επιστρέψει στην Αγγλία. Όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει την
ιδέα ότι περιβάλλεται από Γιαχού. Απομονωμένος, κλεισμένος στο σπίτι του, θα
αποφεύγει ακόμη και την οικογένειά του ενώ θα περνά περισσότερο χρόνο στον
στάβλο του μιλώντας με τα άλογα...
Η σύγκρουση δύο
αντιλήψεων
Τελικά και το ταξίδι μας στο παρόν άρθρο υπήρξε μακρύ.
Εκκινώντας από τις μυθιστορηματικές απαρχές, είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα
πρώτα έργα που οι κριτικοί της λογοτεχνίας θεωρούν ότι ομοιάζουν πιο πολύ στο
σύγχρονο μυθιστόρημα. Παράλληλα, μπορέσουμε να ρίξουμε μια ματιά και στο
θεωρητικό υπόβαθρο που ενέπνευσε τα έργα αυτά και υποκίνησε τους συγγραφείς
τους να τα γράψουν.
Τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ, που
εκδόθηκαν επτά χρόνια μετά τον «Ροβινσώνα Κρούσο», θα μπορούσαν να διαβαστούν
ως μία συστηματική διάψευση στην αισιόδοξη άποψη του Ντεφόε για τις ανθρώπινες
δυνατότητες. Εκεί όπου ο ένας έβλεπε τις νέες ευκαιρίες που δημιουργούνταν μέσα
από μία επίμονη και δυναμική οικονομία, σε έναν κόσμο ουσιαστικά παγκοσμιοποιημένο,
ο άλλος βρήκε την αφορμή για να εκθέσει την ανοησία και την φαυλότητα του
κόσμου αυτού, την συναισθηματική του ξηρότητα και την ορθολογική του ακαμψία.
Εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι ο Σουίφτ ήθελε ν' αντικρούσει την άποψη ότι το
άτομο προηγείται της κοινωνίας, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Ντεφόε. Ο Σουίφτ
θεωρούσε μία τέτοια σκέψη ως επικίνδυνο υπερθεματισμό της ριζοσπαστικής
πολιτικής φιλοσοφίας του Τόμας Χομπς και γι' αυτό τον λόγο ο Γκιούλιβερ
επανειλημμένα συναντά οργανωμένες κοινότητες αντί για έρημα νησιά όπου
κυριαρχεί η έννοια του αποξενωμένου ατόμου.
Εν τέλει, αν θέλουμε να διαλογιστούμε περαιτέρω σε όσα
φαίνεται να υπονοούν όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο
ξεχωριστούς τύπους ανθρώπων να ξεπηδούν μέσα από τα κείμενα αυτά. Από την μία,
ο «homo economicus» είναι ο άνθρωπος του
υλικού υπολογισμού και της επιβολής της τεχνοκρατικής του πραγματικότητας πάνω
στις δυνάμεις της φύσης, είναι αυτός που δημιουργεί και ελέγχει την δομή της
καθημερινότητάς μας. Απ' την άλλη μπορούμε ίσως να διακρίνουμε τον «homo fantasticus», για τον οποίο ο κόσμος
δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που πρέπει να οργανώσει την οικονομία του, αλλά
μια αέναη εξερεύνηση αγνώστων περιοχών. Αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι πραγματικά
ανοικτός στο ταξίδι, σε μια εξερευνητική αποστολή ιδεών και εμπνεύσεων, που
καταλήγει στην προσπάθειά του να περιγράψει μια αντιληπτική μετάλλαξη, έναν
κόσμο καινούριων αναλογιών...
Σχόλια:
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Για μας τους ρομαντικούς πρέπει να είναι παράδειγμα προς αποφυγή ο ροβινσωνας κρουσος που συμβολίζει τον φιλελευθερο καπιταλισμό.
Epic
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Μόλις τώρα το είδα στο δημοτικό θέατρο Πειραιά έχει θεατρική παράσταση τα ταξίδια του γκιουλιβερ ημερομηνία δεν είδα όμως
Epic
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Έυστοχες οι επιλογές των προσώπων της μυθιστοριογραφίας. Από την μία έχουμε την ωφελιμιστική ηθική του νεώτερου οικονομιστικού ατομικισμού, ελέω φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και στον αντίποδα ή ρομαντική ενατένιση στο οικείο και ευγενές.
Τέτοια άρθρα όπως του Δημήτρη και του Σταμάτη, θα ήταν μέγιστο καλό, να μοιραζόντουσαν σε σταθμούς μέτρο και σε σχολεία και έτσι να γίνουν ή πρώτη σπίθα εμπρησμού νεανικών συνειδήσεων.
Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Πράγματι, πρόκειται για ένα από τα πολύ ωραία άρθρα του Δημήτρη.
Όσον αφορά την προτροπή του ανώνυμου φίλου, θα συμφωνήσω υπενθυμίζοντας, πάντως, ότι τέτοιες δράσεις έχει οργανώσει η λέσχη μας κατά καιρούς.