Πότης Στρατίκης 1926-2019.Ο εμβληματικός εκδότης της λαϊκής λογοτεχνίας

                                                             από τον Χρήστο Νάστο
   
9 Ιουνίου 2019. Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, εκδότης και γνήσιος πατριώτης, Παναγιώτης (Πότης) Στρατίκης, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 93 ετών, αφήνοντας πίσω του εκδοτικό και συγγραφικό έργο τεράστιο σε όγκο, μα κυρίως επιδραστικό και διαχρονικό ως αξία. Γνωστός με την -ιδιότητα του συγγραφέα-  ως ο δημιουργός του θρυλικού περιοδικού Μικρός Σερίφης κι, ασφαλώς, εμπνευστής των ηρώων του εν λόγω αναγνώσματος (Τζιμ Άνταμς κλπ), άφησε ανεξίτηλο το χνάρι του στον χώρο της παιδικής-λαϊκής λογοτεχνίας.


Γεννήθηκε το 1926 και μεγάλωσε στο Κοπανάκι Μεσσηνίας, ως παιδί μιας φτωχής οικογένειας. Ο Δεύτερος  Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει ως (άριστο) μαθητή Γυμνασίου, να λαμβάνει μέρος στην εθνική αντίσταση. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και το σχέδιο των διεθνών πατρώνων της περιοχής περιελάμβανε εμφύλιες διαμάχες στην Ελλάδα, ο νεαρός Στρατίκης έφυγε από την γενέτειρα του και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπως χιλιάδες άλλοι νέοι της εποχής.

Ξεκίνησε να μαθαίνει ξένες γλώσσες (ως αυτοδίδακτος!), ενώ θήτευε παράλληλα στα περιοδικά Χτυποκάρδι και Τραστ του Γέλιου ως μεταφραστής. Ακολούθησε το θρυλικό περιοδικό Μάσκα του αείμνηστου Απόστολου Μαγγανάρη, στην οποία εργάστηκε ως διορθωτής κειμένων (κάτι το οποίο έπραξε και στον Μικρό Ήρωα για σύντομο χρονικό διάστημα, κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν), ενώ στη συνέχεια ανέλαβε μεταφράσεις, μα και συγγραφή πρωτότυπων περιπετειών δημοφιλών ηρώων του περιοδικού.


Η καριέρα του συνεχίστηκε επιτυχώς τα επόμενα χρόνια, στα κορυφαία περιοδικά της εποχής, στα οποία ήταν περιζήτητος: Ρομάντσο,ΓυναίκαΠρώτοΘεατήςΦαντασίαΠάνθεονΒεντέτταΕλληνίδα, ως συντάκτης, μεταφραστής, μα και μόνιμος συνεργάτης.

Το 1962, σε συνεργασία με τον εξαίρετο εικονογράφο Θέμο Ανδρεόπουλο, δημιουργούν από κοινού το εμβληματικό παιδικό περιοδικόΜικρός Σερίφης. Οι περιπέτειες του θρυλικού 18χρονου Ελληνοαμερικάνου σερίφη Τζιμ Άνταμς και των αχώριστων φίλων του (Ντιάνα Μόρισον, Πεπίτο Γκονζάλες, Τσιπιρίπο), θα γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα η μόνιμη παρέα εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών και οικογενειών της εποχής.


Οι όμορφες, προσιτές, western περιπέτειες (τις οποίες ο Πότης Στρατίκης υπογράφει ως Κώστας Φωτεινός) εκτός από τα περιπετειώδη κείμενα, χαρακτηρίζονται και από μια υποφώσκουσα πατριωτική διάθεση. Ο Τζιμ Άνταμς μνημονεύει συχνά με περισσή υπερηφάνεια την πατρίδα του και την ένδοξη ιστορία των προγόνων του –δίχως αυτό να επηρεάζει τη ροή των ιστοριών. Η μεγάλη κυκλοφοριακή/εμπορική επιτυχία, θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός ακόμη τίτλου, του ακόμη πιο επιτυχημένου Μικρού Καου-Μπόυ. Περιοδικά που άφησαν εποχή και ακόμη αποτελούν διακαή πόθο φανατικών συλλεκτών και απανταχού ρομαντικών αναγνωστών κάθε ηλικίας.


Ταυτόχρονα ως ικανότατος και δαιμόνιος εκδότης, καταφέρνει να πάρει τα δικαιώματα για την Ελλάδα, ενός υπέροχου κόμικ. Το όνομα αυτού: Λούκυ Λουκ! Η επιτυχία ήταν απλά, τεράστια. Λίγα χρόνια αργότερα, δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο Αδελφοί Στρατίκη (με τους αδελφούς του Χρήστο και Πέτρο). Ο οίκος εξέδωσε πανέμορφες εκδόσεις κλασικών παραμυθιών, καθώς και αφηγημάτων βασισμένων στην ελληνική ιστορία και μυθολογία. 


Επίσης, κυκλοφόρησε και συναρπαστικές βιογραφίες ηρώων της ελληνικής επαναστάσεως –με αριστουργηματικές εικονογραφήσεις – τα κείμενα των οποίων υπέγραφε ο Πότης Στρατίκης. Αυτά τα μοναδικά βιβλία, μεγάλωσαν και συνεχίζουν να μεγαλώνουν γενιές νέων, μα και μεγαλύτερων ηλικιακά, πραγματοποιώντας διαρκείς ανατυπώσεις, αναδεικνύοντας περίτρανα την απαράμιλλη διαχρονικότητα και την έκδηλη, παραδοσιοκρατική/ρομαντική τους έκφανση.


Τα βιβλία αυτά αποτέλεσαν την καλλιτεχνική κορυφή του εκδοτικού του οίκου. Ο Πότης Στρατίκης τιμήθηκε πολλάκις τα τελευταία χρόνια, για τη προσφορά του στον περιοδικό τύπο, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του, παρέμεινε κοντά στην αγαπημένη του εκδοτική εταιρία – όσο φυσικά του επέτρεπαν οι λιγοστές του δυνάμεις.


Ως επίλογο, θα ήθελα να απευθύνω ένα τεράστιο, προσωπικό ευχαριστώ στον Πότη Στρατίκη. Διότι μεγάλωσα με τα ιστορικά βιβλία του – τα οποία, ακόμη συχνά απολαμβάνω - λάτρεψα τον Μικρό Σερίφη που η πένα του δημιούργησε, και τον εκτίμησα ακόμη περισσότερο ως άνθρωπο τις φορές που τον συνάντησα.


Αντίο, Πότη μας...

Ανταπόκριση από την συναυλία των MANOWAR (14-6-2019): Μια νύχτα να θυμόμαστε

                                                             από τον Χρήστο Νάστο
                        
Ήδη έχει χυθεί πολύ (ηλεκτρονικό) μελάνι, αναφορικά με την εμφάνιση των ανυπέρβλητων υπερασπιστών του ατσαλιού, των μοναδικώνManowar. Πολλά έχουν ειπωθεί. Ακόμη περισσότερα, έπεται να ειπωθούν. Τίποτε όμως, καμία λέξη, καμία φράση, δε μπορεί να υποκαταστήσει στο ελάχιστο, το εύρος της μαγείας της νύχτας της 14ης Ιουνίου. Μόνο όσοι ήταν εκεί αντιλαμβάνονται τι εννοώ. Μόνο όσοι ύψωσαν τη γροθιά τους ψηλά, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ τραγουδιστή της μεταλλικής ιστορίας. Οι απόντες (για κάθε λόγο) αδυνατούν να κρίνουν.


Αυτή τη νύχτα, κάτω από το θερμό ουρανό του Φαλήρου, οι γερόλυκοι Manowar, έδωσαν την καλύτερη παράσταση τους, έμπροσθεν του ασίγαστα παθιασμένου ελληνικού κοινού. Ήμουν απών, λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, στις support μπάντες, οπότε δε θα προβώ σε κριτικές. Ότι και να προηγήθηκε όμως, έσβησε απ' όλων τη μνήμη, όταν η εισαγωγή March Of The Heroes Into Valhalla, και το ομώνυμο «Manowar», δόνησαν την ατμόσφαιρα. Εκείνη την μαγική ώρα καμιά αντικειμενική κριτική (σχεδόν ανύπαρκτος ο συνδυασμός αυτών των δύο λέξεων!), δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα. 17άρηδες νέοι, μεσήλικες και 60άρηδες μεστοί άντρες έγιναν ένα υπό τους πομπώδεις ήχους της μπάντας που γέννησε, όρισε και θεμελίωσε την επική αιχμή του σκληρού ήχου.

Δεκαεπτά τραγούδια σε εκατό λεπτά. Back to back αυτή την φορά, δίχως περιττά solos. Ίσως κάποια (τραγούδια) εξ αυτών, θα θέλαμε να λείπουν και στη θέση τους θα προτιμούσαμε κάποια άλλα. Όμως, οι λόγοι της επιλογής του set list είναι γνωστοί. Oι Manowar, γνώρισαν τη μέγιστη εμπορική τους απήχηση με δίσκους σαν το Fighting the WorldKings Of MetalGods Of War και το (εκπληκτικό) Warriors Of TheWorld. Συνεπώς, στην συναυλιακή φαρέτρα τους πάντα θα έχουν συνθέσεις από αυτούς.


Ο ελληνικός νυχτερινός ουρανός, έμελλε να παραστεί ως αυτόπτης μάρτυς στις μεστές εκτελέσεις των «Blood Of My Enemies», «Manowar», «Battlehymns», «Thor (The Powerhead)». Ακούσαμε/βιώσαμε μια μοναδική ερμηνεία του Eric Adams στο «Hector's Hymn» ως φόρο τιμής στους Έλληνες οπαδούς (κάτι που ποτέ δεν έπραξαν οι Iron Maiden με το «Alexander The Great»!), ακούσαμε μια συγκινητική εκτέλεση του «Swords In The Wind» και απολαύσαμε μια θυελλώδη προσέγγιση του «Power Of Thy Sword». Και όλοι ας σκεφτούμε κάτι απλό. Ο EricAdams παρέδωσε ανατριχιαστικές ερμηνείες στα 67 του, ενώ ο Joey De Maio παραμένει απόλυτα πιστός στον ήχο και σε όσα πρεσβεύει, στα 65 του! Στην ηλικία τους, όλοι εμείς, ίσως απολαμβάνουμε τον καφέ μας στο γειτονικό καφενείο, ακούγοντας ραδιόφωνο. Αυτοί, σε αυτή την ηλικία, συνεχίζουν να εμπνέουν την ζωή μας και να μας προσφέρουν απλόχερα μοναδικές στιγμές ψυχικής εξύψωσης και αληθινού, επικού Heavy Metal. Στηn πλέον γνήσια και απόλυτη μορφή του. Οι 12.000 υψωμένες γροθιές το απέδειξαν περίτρανα.


Μειονεκτήματα υπήρχαν: Ο Martel στηn κιθάρα αξιοπρεπής, τίμιος, με το ανάλογο image, μα ίσως χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Το «Hail AndKill» παίχτηκε χωρίς την επική εισαγωγή του, ενώ έλειψε απ' όλους κάτι από το Ανυπέρβλητο Into Glory Ride. Όμως αυτά ανήκουν (και ας μείνουν) στους πολέμιους ή στους περισσότερο απαιτητικούς. Oι Manowar έγραψαν ιστορία με την καλύτερη (και πιθανότατα τελευταία) συναυλία τους επί ελληνικού εδάφους, τηn πλέον μεστή, ολοκληρωμένη και ειλικρινή. Επιτέλους, είδαμε το stage show που τους ταίριαζε και τους άξιζε. Σ' έναν ιδανικό χώρο. Με το ιδανικότερο κοινό.

Ένα μεγάλο προσωπικό ευχαριστώ, στον Τεράστιο Eric Adams. Όχι μόνο για την εμφάνιση αυτή. Μα και για την επιρροή του με τις ερμηνείες του, στην ίδια μου τη ζωή.


                                        

Hail And Kill!!!!!!!

Ανταπόκριση από την συναυλία των Jethro Tull στο Ηρώδειο (Σάββατο 15 Ιουνίου 2019)

                                                              Σταμάτης Μαμούτος

Οι Jethro Tull αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα rock συγκροτήματα. Σχήμα-σταθμός του progressive rock, που διαλέγεται με τις ευρωπαϊκές μουσικές παραδόσεις, μολονότι υφολογικά συγκέρασε στοιχεία ενός φάσματος που κυμαίνεται από το hard rock ως την pop, κατάφερε, κάτω από τις ποικίλες επιρροές ήχων που υιοθέτησε, να εκφράσει μια αυθεντικά ρομαντική και επική αύρα σε πολλές του συνθέσεις. Όπως είχα πει και σε αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές, νομίζω ότι ίσως να μην υπήρχαν πολλά από τα συγκροτήματα του επικούheavy metal που έχουμε αγαπήσει, αν δεν είχαν προϋπάρξει οι Jethro Tull.

                                                                 «Ποιο Sold Out
Όταν, λοιπόν, ενημερώθηκα, πριν από μερικούς μήνες, ότι θα εμφανίζονταν στο Ηρώδειο, το Σάββατο 15 Ιουνίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, χάρηκα ιδιαιτέρως. Ο χώρος που θα φιλοξενούσε την παρέα του Ian Anderson άφηνε να γεννηθούν στην φαντασία μου μεγάλες προσδοκίες για μια απολαυστική βραδιά. Στα θετικά συμπεριέλαβα, επίσης, και το ότι οι διοργανωτές φρόντισαν να κοστολογήσουν όλα τα εισιτήρια του επάνω διαζώματος στις, κάπως προσιτές, τιμές των 40 και 30 ευρώ. Αντίθετα, τα εισιτήρια του κάτω διαζώματος κυμάνθηκαν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.


Αναφέρομαι στα εισιτήρια της συναυλίας, μεταξύ των άλλων και, γιατί έγιναν μέρος της χρόνιας ελλαδικής τάσης, που θέλει την κυκλοφορία φουσκωμένων φημών όταν ένα γεγονός (μουσικό, αθλητικό κλπ) δείχνει να συγκεντρώνει αυξημένο ενδιαφέρον. Εν προκειμένω, μολονότι οι πωλήσεις των εισιτηρίων για την συναυλία των Jethro Tull φαίνονταν, ανά πάσα στιγμή, στο site του Φεστιβάλ Αθηνών, την τελευταία εβδομάδα κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχαν εξαντληθεί.

Προσωπικά ενημερώθηκα για την φήμη αυτή από τον Χρήστο Νάστο, όταν συναντηθήκαμε λίγο πριν την συναυλία. Αλλά και καθώς στεκόμουν στην σειρά προκειμένου να εισέλθω στο Ηρώδειο, η παρέα που βρισκόταν μπροστά μου μιλούσε κι εκείνη για το υποτιθέμενοsold out. Το ίδιο και αρκετοί θεατές μέσα στις κερκίδες. Τελικάκανένα sold out δεν υπήρξεΟ κόσμος ήταν αρκετόςΓύρω στις 4500 με 4700 χιλιάδεςΩστόσο, υπήρχαν ακόμη απούλητα γύρω στα 70 εισιτήρια στο επάνω διάζωμα, κι άλλα 150 με 200 στο κάτω. 


Θεωρώ, λοιπόν, ότι η χρόνια συνηθισμένη φημολογία, για την υποτιθέμενη εξάντληση των εισιτηρίων σε τέτοιες περιπτώσεις, το μόνο που κάνει είναι να αποθαρρύνει ορισμένους θεατές, που περιμένουν τις τελευταίες ημέρες προκειμένου να ελέγξουν το πρόγραμμά τους, από το να παραβρεθούν.

                                                            Οι «φυλές» των θεατών
Ιδιαίτερη σημασία φρονώ πως είχε η «πολιτιστική ανθρωπολογία» των θεατών της συναυλίας. Περίπου το 1/4  ήμασταν ακροατές του heavymetal και του hard rock. Το γεγονός ότι έβλεπα μαυροντυμένους μακρυμάλληδες -με καρφιά στις ζώνες, αλυσίδες, αρβύλες και μπλούζες τωνManowar, του Dio και άλλων συγκροτημάτων- να περιφέρονται στους διαδρόμους του Ηρωδείου, μου προκάλεσε ασφαλώς ένα αισθητικό ενδιαφέρον. Το οστεώδες λευκό των κλασικιστικών μαρμάρων συναντούσε το υποβλητικό έρεβος του βάρβαρου Ρομαντισμού. 

Ωστόσο, μεγαλύτερη ομάδα θεατών αποτελούσαν οι rockers. Ανάμεσά τους υπήρχαν εξηντάχρονοι παλαίμαχοι με γκρίζες χαίτες. Αλλά και νεαροί με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα (δυο από αυτούς κάθονταν πίσω μου και πριν αρχίσει η συναυλία απολάμβαναν μια παρτίδα σκάκι!) που διακρίνονταν από τα ρούχα και τα κουρέματά τους, τα οποία ήταν σε στυλ φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών και παρέπεμπαν στα early70’s. Καθώς, επίσης, και μεσήλικες rockers με μπλούζες Iggy PopLed ZeppelinDeep Purple, κ.α.


Το υπόλοιπο κοινό, το μεγαλύτερο μέρος δηλαδή των θεατών, αποτελείτο από ξεχασμένους rockers μεγάλων ηλικιών, οι οποίοι ενδυματολογικά και νοοτροπιακά έχουν αφομοιωθεί στην αστική καθημερινότητα. Γράφοντας την ανταπόκριση θέλησα να εμβολιάσω με μια δόση μαύρου χιούμορ το κείμενο και να αναφέρω ότι οι υπόλοιποι θεατές, έδειχναν σαν να έκαναν ένα σαββατιάτικο διάλειμμα από την προετοιμασία της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενοι να δουν το αγαπημένο συγκρότημα της εφηβείας τους λίγο πριν την καταβαράθρωση του κόμματός τους. Και σα να θέλησε να με ειρωνευτεί το Σύμπαν, διάβασα ότι ανάμεσα σε αυτή την μερίδα του κοινού βρέθηκε κι ο πρόεδρος της Ν.Δ, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, μάλιστα, επισκέφθηκε την μπάντα στα καμαρίνια μετά το τέλος της συναυλίας!!!

                                                                  Το «τρολάρισμα»!
Αν ήμουν συνωμοσιολόγος θα υπέθετα πως κάποιοι από τον ηγετικό πυρήνα του εχθρικού προς τις ιδέες μας κόμματος της Ν.Δ. διαβάζουν όσα τους καταλογίζουμε για την δυσμενή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η πατρίδα στην σελίδα της λέσχης στο facebook ή σ’ αυτό το ιστολόγιο και αποφάσισαν να μας «τρολάρουν»! Ωστόσο, επειδή δεν έχω τέτοιες τάσεις, φαντάζομαι ότι το επικοινωνιακό επιτελείο της απαράδεκτης αυτής παράταξης έστειλε τον πρόεδρό της στην συναυλία, προκειμένου να του προσδώσει ένα δήθεν «ψαγμένο» μουσικά προφίλ. Δυσκολεύομαι, πάντως, να φανταστώ τι μπορεί να είπε μαζί του ο Ian Anderson. Ο Βρετανός μουσικός, πέρα από τις ρομαντικές και παραδοσιακές αισθητικές καταβολές που εκφράζει μέσα από την δισκογραφία του, έχει μιλήσει σε συνεντεύξεις για τις συντηρητικές και αντινεωτερικές πολιτικές του θέσεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι θα είχε να συζητήσει με τον ελλαδίτη πολιτικό; Για την επταήμερη εργασία; Για τις τεχνοκρατικές απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης αγοράς; Ή, μήπως, για την Ευρωπαϊκή Ένωση των λογιστών της Μέρκελ;


Όπως και να έχει, πάντως, μάλλον σε καλό μας βγήκε, και των δύο, το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκα την παρουσία του εν λόγω πολιτικού το Σάββατο. Γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να συγκρατηθώ από το να του απευθυνθώ με τον τρόπο που θεωρώ ότι αρμόζει στους υπαλλήλους της παγκοσμιοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

                                                            Η μουσική της συναυλίας
Όσον αφορά το καθαρά μουσικό μέρος, τώρα, η απόδοση των Jethro Tull ήταν άριστη. Ο ήχος δυνατός, αλλά καθαρός και γλυκός, ήταν αυτός που έπρεπε ώστε να σε παρασύρει στους ρυθμούς του και ταυτόχρονα να φύγεις από τον συναυλιακό χώρο δίχως να βουίζουν τα’ αυτιά. Ο Anderson βρισκόταν σε εξαιρετική φόρμα. Αεικίνητος, θεατρικός, έμοιαζε σαν αρχαίος Φαύνος που καλούσε με το σουραύλι του σε μια αείρροη rock μυσταγωγία. Ασφαλώς και η φωνή του δεν είναι αυτή των περασμένων ετών. Εντούτοις, με τις έξυπνες φωνητικές του τοποθετήσεις, μπορεί να καλύπτει την απόκλιση.

Αν θα έπρεπε να σταθώ σε κάποια συζητήσιμα θέματα, θα εστίαζα αρχικά στην χρονική διάρκεια της συναυλίας. Για όσους πληρώσαμε 40 και 30 ευρώ, η βραδιά ήταν εξαιρετική. Για όσους, όμως, πλήρωσαν 80 ευρώ (και εν γένει ακριβά εισιτήρια) θεωρώ ότι η μιάμιση ώρα που έπαιξαν οι Jethro Tull ήταν λίγη. Αντιλαμβάνομαι πως η ηλικία του Anderson είναι τέτοια που δεν αφήνει περαιτέρω περιθώρια. Εκτιμώ, όμως, ότι ένα με δυο τραγούδια επιπλέον, θα μπορούσε να τα αποδώσει στο ίδιο ύφος και να μας επιτρέψει να τα απολαύσουμε.  


Το δεύτερο θέμα που φρονώ ότι έχει νόημα να σχολιαστεί είναι η επιλογή των τραγουδιών. Μολονότι ο τίτλος της περιοδείας αναφέρεται στα πενήντα χρόνια της παρουσίας του συγκροτήματος, αν παρατηρήσουμε την λίστα των τραγουδιών που έπαιξαν θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε ότι ένας τίτλος του τύπου «First Ten Years» μάλλον θα ταίριαζε καλύτερα.

Σε γενικές γραμμές οι Jethro Tull, στην σαββατιάτικη συναυλία, έδωσαν έμφαση στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας τους. Τόσο σε ό,τι είχε να κάνει με τις επιλογές των τραγουδιών όσο και στα σχόλια πάνω στα τραγούδια ή στις παλαιότερες αναμνήσεις, ο Anderson εστίασε σε μια σειρά κομματιών όπως τα «My Sunday Feeling», «Some Day the Sun Won't Shine for You», «Beggar's Farm», «Dharma for One» από το πρώτο τους album This Was, που κυκλοφόρησε το 1968, στα «Sweet Dream», «Love Story» και «A Song for Jeffrey» από singles της δεκαετίας του ’60, στην διασκευή του «Bourrée (in E minor)» του Johann Sebastian Bach που παρουσίασαν στον δεύτερο τους δίσκο, τοStand Up του 1969 και στο  «My God» από το Aqualung, τον θρυλικό τέταρτο δίσκο τους που κυκλοφόρησε το 1971.

Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της συναυλίας, ακολούθησε το γνωστό διάλειμμα που γίνεται στις συναυλίες στο Ηρώδειο και όταν η μπάντα επανήλθε, ακολούθησαν ένα μέρος του «Thick as a Brick», το «Too Old to Rock 'n' Roll: Too Young to Die» από τον ομώνυμο δίσκο, τα «Ring Out, Solstice Bells» και «Songs from the Wood» από το υπέροχο ομώνυμο album, το «Heavy Horses», το διασκευασμένο αγγλικό παραδοσιακό «Pastime with Good Company» από την remastered εκδοχή του δίσκου Stormwatch και το καταπληκτικό «Farm onthe Freeway» απ’ ολόκληρη την δεκαετία του ’80. Η βραδιά έκλεισε, όπως αναμενόταν, με τα «Aqualung» και «Locomotive Breath».


Δυστυχώς, για εμένα και για τους υπόλοιπους λάτρεις των 80’s και του πιο σκληρού ήχου, δεν έδωσαν την σημασία που θα θέλαμε σε εκπληκτικούς δίσκους όπως τα Rock Island και Broadsword and the Beast, πράγμα που μας στέρησε την χαρά να ακούσουμε ύμνους σαν τα «Heavy Water», «Big Riff and Mando», «Pussy Willow» και άλλα. Εντούτοις, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρακολουθήσαμε μια πολύ δυνατή συναυλία από μια αειθαλή μπάντα. Είθε η δύναμη του Ian να είναι ανεξάντλητη και να τον ξαναδούμε, μαζί με την παρέα του, σύντομα στα μέρη μας. Αν και η επιλογή του να δώσει χειραψία σε μέλος της οικογένειας Μητσοτάκη μάλλον δεν αποτελεί και την καλύτερη εγγύηση επ’ αυτού.