[..]Υπάρχουν όμως και λαογραφικά σοβαρά στοιχεία, που δείχνουν την ελληνική λαϊκή αντίληψη για μια ανθρώπινη παιδικότητα του Χριστού και για τις συγκινητικές φυσικές ώρες της γέννησής του. Στις λαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις μας, τις άσχετες από τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά στηριγμένες αναμφισβήτητα σε θρησκευτική πίστη, η Παναγία έζησε τις ωδίνες του τοκετού σαν οποιαδήποτε μητέρα, και υπέφερε πολύ απ’ αυτές [..]
Και στα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την ημέρα των Φώτων (γιορτή που ήταν κάποτε ενωμένη με τα Χριστούγεννα) λένε για την Παναγία ότι παραστέκεται στη βάφτιση του παιδιού της, σαν να ήταν μωρό, και κρατά στα χέρια της λαμπάδα και τα σπάργανά του: «Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί- και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί».
Έχουμε, λοιπόν, σοβαρά παραδοσιακά στηρίγματα για να δεχτούμε και εμείς, χωρίς δυσφορία και αντίρρηση, το παγκόσμιο ρεύμα της χριστουγεννιάτικης πρώτης γιορτής των παιδιών. Ας τους αγοράσουμε από την μέρα αυτή τα παιχνίδια τους, για να τα χαρούν όλες τις μέρες που θ’ ακολουθήσουν. Ας τους στήσουμε κι εμείς ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, με άστρα και με φάτνη, που δεν πειράζει αν δεν είναι έλατο (οποιαδήποτε ελληνική πρασινάδα –μυρτιά, σκίνος, δάφνη, ελιά, κουμαριά –είναι μέσα στην παράδοση του εθίμου). [..]
Ο «Άγιος Βασίλης» ας διατηρήσει τον αρχικό ρόλο του για τον χρηματικό μποναμά (στα παιδιά και στους μεγάλους) κι ας συνεχίσει να δίνει στους μεγάλους τις πρωτοχρονιάτικες ψυχαγωγίες του μαζί με τα συγκινητικά δοκιμάσματα της Τύχης. Τα Χριστούγεννα όμως, που είναι η γιορτή της αγνότητας και της ειρήνης, ας δοθούν περισσότερο στα παιδιά, αφού έτσι κι αλλιώς εκείνα πρώτα μας τα αναγγέλλουν, βγαίνοντας από το πρωί της παραμονής στους ελληνικούς δρόμους και στις γειτονιές ψάλλοντας με την τρυφερή φωνή τους τα κάλαντα.
Τα κάλαντα στην Αθήνα
[..]Εκείνη η χαρούμενη εξόρμηση των παιδιών της παραμονές των Μεγάλων Γιορτών, όταν βγαίνουν στους δρόμους από το χάραμα χτυπώντας τα σιδερικά και τα τούμπανα, τρέχουν στα σπίτια μας, ανεβαίνουν τις σκάλες και μπαίνουν στις αυλές και στις καμάρες με κάποιο δικαίωμα αναφαίρετο, εθιμικό, είναι μια παρουσία ζωής χιλιάδων ετών, που έχει δώσει στους καινούργιους αυτούς ανθρώπινους βλαστούς το προνόμιο να εύχονται σ’ εμάς, τους παλαιότερους, τον Καινούργιο Χρόνο.
[..] Ας μας «τα πουν», λοιπόν, κι ας τραγουδήσουν τα παιδιά, στα σπίτια και στα μαγαζιά μας, τα παλιά λόγια των κειμένων, που είναι σαν τροπάρια, με μαγικό το λόγο της Γιορτής.
Ελληνικά Χριστούγεννα
[…] Η συζήτηση δεν γίνεται για ν’ ανακόψουμε το μεγάλο ρεύμα του διεθνούς χριστουγεννιάτικου γιορτασμού, ρεύμα ευχάριστο, που συνθέτει ολόκληρο το Δωδεκαήμερο, και που το κάνει πια ασταμάτητο η ομαδική μίμηση και η εμπορική προβολή. Ενδιαφέρει όμως να σκεφτόμαστε με εθνική παρακολούθηση τι πρέπει να κρατηθεί από τα δικά μας, μέσα στα έθιμα αυτά, και τι είναι υπερβολικά ξένο, ώστε να του αντιστεκόμαστε με αξιοπρέπεια. Στην πλατύτερη εθιμική βάση τους τα «Ελληνικά Χριστούγεννα» βαστάνε γερά. Ο κίνδυνος όμως έρχεται από την εμπορική πρωτοβουλία, που έχει αμεσότερη επίδραση στο κοινό.
Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα: Εμείς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα ύστερ’ από μια ελαφρά σαρακοστή (μιλούμε για την παράδοση) και πάμε στην εκκλησία το χάραγμα της γιορτής, με τις καμπάνες του όρθρου. Πώς δικαιολογείται, λοιπόν, το ξενικό «ρεβεγιόν» της παραμονής, που τόσο διαφημίζουν οι κατά τα άλλα «θεοσεβούμενοι» επιχειρηματίες; Και τι θα εμπόδιζε να μεταφέραμε το νυχτερινό γλέντι στην ίδια τη βραδιά της γιορτής, όπως γινόταν στα σπίτια παλαιότερα;
[…] Ας έρθουμε στο «δέντρο». Άρεσε η φαντασμαγορία του και, καθώς γινόταν οικονομικά προσιτό, επικράτησε. Ωραία η πρασινάδα στο χειμωνιάτικο σπίτι και μάλιστα όταν τη διακοσμούμε με χρώματα και φώτα! Αλλά γιατί να μην ποικίλλουμε θαρρετά και με τις ελληνικές πρασινάδες, που με παραδοσιακό ένστικτο προσφέρουν στην αγορά οι χωρικοί μας; Μυρτιά στολισμένη με πορτοκάλι, τι συμβολικότερο, αντίκρισμα της επιθυμητής βλάστησης στην Ελλάδα; […]
Σκέφτομαι τις φάτνες, που με απομίμηση των καθολικών αναγλύφων μοιράζουν στα παιδιά οι χαρτοπώλες μας. Παντού η δυτική παράδοση με τους Μάγους-βασιλείς και τον Αιθίοπα. Πουθενά δεν είδαμε πρωτοβουλίες βυζαντινής αναπαράστασης (αν και έχουμε χαρτοτεχνικές δυνατότητες) μια Γέννηση π.χ εμπνευσμένη από το Δαφνί ή από τον Βαρλαάμ των Μετεώρων.
Οι έμποροι βγάζουν στους τοίχους και στις βιτρίνες τους νάνους του ευρωπαϊκού δάσους, που τα παιδιά μας τους βλέπουν περισσότερο σαν παραμύθι, παρά σαν Χριστούγεννα. Τους καλικάντζαρους όμως θα τους καταλάβαιναν αμέσως, όπως θα χαίρονταν και σκηνές από τα παιδικά κάλαντα, που δεν τα βλέπουμε πουθενά σε διάκοσμο, ούτε καν με τον παραδοσιακό πίνακα του Λύτρα[…]
Το αίτημα της παραδοσιακής προσοχής στις γιορτές και στις εκδηλώσεις μας είναι εθνικό μαζί και ψυχολογικό. Εθνικό, γιατί δένει την ιστορική μας συνέχεια και στηρίζει την αυτοτέλεια με τα μέσα της ηθικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Ψυχολογικό, γιατί ζεσταίνει την αυτοπεποίθηση και την εθνική αγάπη, συγκρατεί τον ίδιο το λαό στα πατροπαράδοτα και στέλνει μηνύματα στους ξενιτεμένους του έθνους, ότι εδώ στη γενέτειρά τους περιμένει πάντα η πατρική ανάμνηση, εξελιγμένη ίσως στις μορφές της, αλλά πιστή στην αρχική σύνθεση, στο ιδιότυπο ελληνικό πνεύμα, στο κλίμα, στην παράδοση και στους θεσμούς.
Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος (1908-2003) ήταν καθηγητής Λαογραφίας και πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας. Τα άρθρα από τα οποία επιλέξαμε τα παραπάνω αποσπάσματα είχαν δημοσιευθεί κατά την δεκαετία του ’60. Ωστόσο, μισόν αιώνα, περίπου, μετά, τα αιτήματά τους διατηρούνται επίκαιρα.
Πριν λίγες ημέρες ενημερώθηκα από την παραγωγή της παράστασης «Η Βασίλισσα του Χιονιού στον πάγο» του Russian Circus On Ice, ότι υπήρχε η πρόθεση να συμπεριληφθεί στο βιβλίο που θα δινόταν στους θεατές ένα παλαιότερο κείμενό μου. Επρόκειτο για το άρθρο που έφερε τον τίτλο Η Βασίλισσα του χιονιού. Ένα παραμύθι γεμάτο συμβολισμούς. Μια Ρομαντική, Φαντασιακή υπέρβαση του εργαλειακού ορθολογισμού, το οποίο είχε δημοσιευθεί αρχικά σε παλαιότερο τεύχος του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία και στη συνέχεια στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού Litteraterra, που εξέδιδαν οι εκδόσεις Μαγικό Κουτί υπό την επιμέλεια του Νίκου Βλαντή. Κάποια χρόνια αργότερα επεξεργάστηκα περαιτέρω το εν λόγω κείμενο και το ανάρτησα στο ιστολόγιο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας. Αυτή την εκδοχή επέλεξε να συμπεριλάβει στο συνοδευτικό «booklet» η παραγωγή της μουσικοχορευτικής παράστασης στον πάγο κι εγώ ασφαλώς παραχώρησα την άδειά μου.
Το βράδυ της Κυριακής πήγα στο στάδιο του παλαιού Φαλήρου, προκειμένου να παρακολουθήσω την παράσταση που αφορούσε ένα από τα αγαπημένα μου παραμύθια. Ένα παραμύθι που, ασφαλώς, αποτελεί σημείο αναφοράς του ρομαντικού κινήματος λόγω του φιλοσοφικού του υπόβαθρου. Καταρχάς, οφείλω να διευκρινίσω, ότι το κείμενό μου φιλοξενείται σε ένα εξαιρετικής ποιότητας, όσον αφορά την έκδοση/εκτύπωση, βιβλίο, το οποίο όμως πωλείται στους θεατές. Το βιβλίο είναι έγχρωμο με πολυτελείς illustrationσελίδες, περιλαμβάνει πληροφορίες για την παράσταση και τους συντελεστές της, φωτογραφίες, ένα σύντομο βιογραφικό του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μια παιδική μεταφορά του παραμυθιού στην ελληνική γλώσσα την οποία υποστηρίζουν όμορφα σκίτσα και, βέβαια, το δοκίμιό μου.
Όσον αφορά την παράσταση οφείλω αρχικά να σημειώσω ότι το στάδιο του TaeKwonDo ήταν κατάμεστο από κόσμο. Το σκηνικό της παράστασης ήταν στημένο ως εξής. Στην μια πλευρά ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη οθόνη και μπροστά της απλωνόταν κάθετα το παγοδρόμιο, έτσι ώστε οι κερκίδες των θεατών να σχηματίζουν γύρω του ένα Π.
Το περιεχόμενο της παράστασης βασίζεται σε ένα συνδυασμό καλλιτεχνικού πατινάζ, ακροβατικών, κλασικής (κυρίως) μουσικής, αφήγησης, «μαγικών» τρικ και εναλλαγής εικόνων στην οθόνη. Το σκηνοθετικό της ξετύλιγμα πραγματοποιείται με τον παρακάτω τρόπο. Αρχικά εμφανίζεται ένα παραμυθένιο τοπίο στην οθόνη και ο Αλέξης Κωστάλας αφηγείται την μεταφορά του παραμυθιού που έχει κάνει στην ελληνική γλώσσα η Κατερίνα Διακουμοπούλου. Έπειτα, η αφήγηση σταματά, αρχίζει να ακούγεται η μουσική και εμφανίζονται οι χορευτές-ακροβάτες στο παγοδρόμιο για να αναπαραστήσουν τα δρώμενα της υπόθεσης στα οποία έχει αναφερθεί ο αφηγητής. Σε αυτές τις αναπαραστάσεις περιλαμβάνονται, πέρα από τις κινήσεις του καλλιτεχνικού πατινάζ και κάποια «μαγικά» τρικ, ακροβασίες επί του πάγου με δυσκολία που κυριολεκτικά υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες! Και σε όλο αυτό το πλέξιμο μουσικής, αφήγησης, πατινάζ και ακροβατικών, έρχεται να προστεθεί μια εξαιρετική σκηνογραφική επιλογή κοστουμιών, πέπλων, κρίκων και άλλων στοιχείων, που συμπληρώνουν το φόντο μιας φαντασμαγορικής συνολικής εικόνας. Όταν η αναπαράσταση των χορευτών σταματά, η αφήγηση συνεχίζεται ενώ ο φωτισμός και η εικόνα στην οθόνη αλλάζουν. Μόλις ολοκληρώνεται η αφήγηση του επόμενου μέρους, οι χορευτές επανέρχονται και συνεχίζουν την αναπαράσταση.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό θέαμα που μαγεύει τους μικρούς και κυρίως τους μεγάλους θεατές. Η ρωσική παράδοση σε αυτά τα θεάματα είναι αξεπέραστη και οι συντελεστές του Russian Circus On Ice αποδεικνύουν ότι είναι πανάξιοι κληρονόμοι της. Οι τιμές των εισιτηρίων ξεκινούν από οκτώ ευρώ και θα έλεγα ότι είναι πολύ καλές συγκριτικά με το εκπληκτικό θέαμα που προσφέρει η παράσταση (πιο ψηλές είναι οι τιμές των δώρων/gadgets για τους μικρούς θεατές, που προσφέρονται στον περιβάλλοντα χώρο).
Ολοκληρώνοντας αυτή την ανταπόκριση, παραθέτω, πιο κάτω, το δοκίμιό μου επεξεργασμένο ελαφρώς για μια ακόμη φορά.
Σταμάτης Μαμούτος
Η Βασίλισσα του χιονιού: Ένα παραμύθι γεμάτο συμβολισμούς. Μια Ρομαντική, Φαντασιακή υπέρβαση του εργαλειακού ορθολογισμού
Είναι γεγονός πως ο Δανός Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875) αποτέλεσε έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς παραμυθιών. Όντας δημιουργός που διέθετε την ανεξάντλητη φαντασία ενός αιώνιου παιδιού, προσανατόλισε την λογοτεχνική του καλλιέργεια βασιζόμενος στην αγάπη για τους λαϊκούς θρύλους της χώρας του και στην βαθειά γνώση των Γερμανών ρομαντικών, από τον Νοβάλις ώς τον Χόφμαν. Από το 1835, όταν και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή παραμυθιών με τον τίτλο Παραμύθια και ιστορίες, μέχρι και το 1872, ο Άντερσεν, σχεδόν κάθε χρόνο, παρουσίαζε στο αναγνωστικό κοινό κι από ένα καινούργιο βιβλίο παραμυθιών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ύστερου Ρομαντισμού.
Κάποια από τα πιο γνωστά του παραμύθια είναι Οι έντεκα κύκνοι, Το ασχημόπαπο, Το μολυβένιο στρατιωτάκι, Η πριγκίπισσα και το μπιζέλικαι Τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα. Ωστόσο, εκείνο με το οποίο θα καταπιαστούμε σε αυτό το άρθρο είναι Η Βασίλισσα του χιονιού.Και τούτο, γιατί το συγκεκριμένο παραμύθι βασίζεται σε έναν έξοχο συμβολισμό, που αναδεικνύει την ρομαντική αντίθεση στην κυριαρχία του ορθού Λόγου ως πνευματικού θεμέλιου της νεωτερικότητας.
Αν θελήσει κανείς να ερευνήσει τη φύση της αντίθεσης ανάμεσα στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, είθισται να τοποθετεί στο επίκεντρο της προσοχής του την αντιπαράθεση του εργαλειακού ορθολογισμού (που εδράζεται στην φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού) και της φαντασίας (που αναδύεται από την παράδοση του Ρομαντισμού). Στα πλαίσια του ρομαντικού στοχασμού η κριτική προς τον ορθολογιστικό κόσμο της νεωτερικότητας συνδέθηκε με την ανάδειξη της φαντασίας σε ύψιστη ανθρώπινη δύναμη αντίληψης και νοηματοδότησης των πραγμάτων. Ωστόσο, στο αξιακό σύνολο του ρομαντικού πεδίου, δίπλα στην φαντασία, στάθηκαν κι άλλα στοιχεία με θεμελιώδη σημασία, όπως το συναίσθημα, η εθνική ταυτότητα, το απόμακρο, το νοσταλγικό και το ονειρώδες.
Στην περίπτωση της Βασίλισσας του χιονιού, ο Άντερσεν έπλασε ένα από τα πιο όμορφα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Στολισμένος με το πέπλο της φαντασίας, ο πυρήνας της ρομαντικής κριτικής κατά του ορθολογισμού, η οποία αναπτύσσεται στο παραμύθι, πηγάζει από το συναισθηματικό στοιχείο. Την αγνότητα και την ένταση των συναισθημάτων προτείνει ο Άντερσεν ως αντίδοτα στο απονευρωτικό δηλητήριο του ψυχρού ορθολογισμού. Ως τελικός του στόχος προβάλλει η κατάκτηση της «αέναης παιδικότητας». Η πρόκριση, δηλαδή, της συναισθηματικής πληρότητας και διαύγειας του παιδικού ψυχισμού, ως απεγνωσμένη (ενδεχομένως και μάταιη, αλλά σίγουρα όμορφη) αντίσταση στην φθορά του χρόνου, που «βαραίνει» τον άνθρωπο, κάνοντάς τον όλο και πιο «υλικό», όλο και πιο ευάλωτο στις παγίδες του ορθολογισμού και του νεωτερικού τρόπου ζωής. Ας δούμε, όμως, με ποιον τρόπο το κάνει ο Δανός λογοτέχνης.
Η υπόθεση του παραμυθιού έχει ως εξής. Ένας κακός καλικάντζαρος έφτιαξε έναν μαγικό καθρέφτη που, ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν επάνω του το μίκραινε τόσο ώστε μόλις και φαινόταν, ενώ το κακό και το άσχημο το έδειχνε ακόμη πιο μεγάλο και αποκρουστικό. Η επιτυχία του καθρέφτη έκανε τους καλικάντζαρους να ξεθαρρέψουν και να πετάξουν κρατώντας τον στον ουρανό για να κοροϊδέψουν τους αγγέλους. Επειδή, όμως, πέταξαν πολύ ψηλά, ο καθρέφτης τους γλίστρησε κι έπεσε στη γη. Το αποτέλεσμα ήταν να κομματιαστεί σε δισεκατομμύρια θρύψαλα. Από τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν στη γη γιατί τα κομμάτια, που είχαν την δύναμη του καθρέφτη, έμπαιναν στα μάτια ανθρώπων κι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα παραμορφωμένα. Σε άλλων ανθρώπων τα θρύψαλα μπήκαν στην καρδιά και τους την πάγωσαν. Υπήρχαν, επίσης, πολλά θρύψαλα που συνέχισαν να αιωρούνται.
Εκείνη την εποχή, σε μια γειτονιά με ανθισμένους κήπους, μεγάλωναν μαζί ένα αγοράκι (ο Κέυ) και ένα κοριτσάκι (η Γκέρντα), που αγαπιούνταν σαν αδέρφια. «Τα δυο παιδάκια κρατιούνταν απ’ το χέρι, φιλούσαν τα τριαντάφυλλα, κοίταζαν το ολοκάθαρο φως του ήλιου του Θεού και του μιλούσαν σαν να ήταν εκεί ο μικρός Χριστούλης».[1] Μια μέρα, εκεί που κάθονταν τα δυο παιδάκια, έφτασαν τα αιωρούμενα κομμάτια του απαίσιου καθρέφτη και, δυστυχώς, δυο απ’ τα κομμάτια του κατέληξαν στον μικρό Κέυ. Το ένα μπήκε στο μάτι και το άλλο στάθηκε στην καρδιά του. Από τότε άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά. Ξερίζωνε τα τριαντάφυλλα, βαριόταν τα παραμύθια και ειρωνευόταν τους ανθρώπους. Ο κόσμος άρχισε να τον επαινεί για την εξυπνάδα του κι ο ίδιος άλλαξε συνήθειες και παιχνίδια. Τελικά έφυγε από την μικρή του γειτονιά και εγκατέλειψε την Γκέρντα. Όμως, καθώς είχε πάει να παίξει στη μεγάλη πλατεία, ένα μεγάλο έλκηθρο τον πήρε και τον ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου. Εκείνος δοκίμασε να φωνάξει ή να πει το «Πάτερ Ημών», ζητώντας βοήθεια από τον Θεό, αλλά το είχε ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν ήταν η προπαίδεια!
Τελικά, αυτή που τον είχε απαγάγει ήταν η «Βασίλισσα του χιονιού». Όταν η βασίλισσα του έδωσε δυο φιλιά, ο Κέυ ξέχασε οριστικά την μικρή Γκέρντα κι όλους τους δικούς του. «Την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη, δεν μπορούσε να φανταστεί άλλο πρόσωπο που ν’ ακτινοβολεί τόση εξυπνάδα και γοητεία. Δεν του φαινόταν πια σαν να ήταν από πάγο…Την έβλεπε τέλεια».[2] Έπειτα, η βασίλισσα του χιονιού τον πήρε και πέταξαν στον ουρανό.
Σε αυτό το σημείο, θα κάνουμε μια παύση της σύντομης εξιστόρησης του παραμυθιού για να ξεκινήσουμε την ερμηνεία του. Όπως γίνεται σαφές σε κάθε αναγνώστη που έχει αντιληφθεί το γενικότερο πνεύμα του Ρομαντισμού, η Βασίλισσα του χιονιού βρίθει συμβολισμών. Η ίδια η «Βασίλισσα» είναι η Λογική, η δύναμη του Ορθού Λόγου. Ψυχρή, γοητευτική, ακτινοβολώντας εξυπνάδα και ταξιδεύοντας τους ανθρώπους στους ουρανούς, απαγάγει τον μικρό Κέυ και τον αποκόπτει από το περιβάλλον του. Ωστόσο, για να μπορέσει να γοητεύσει τον μικρό, είχε προηγηθεί η προσβολή του από τα θρύψαλα του καθρέφτη των καλικάτζαρων. Ο καθρέφτης είναι το όπλο του Κακού. Παραμορφώνει τον κόσμο και κρύβει από τα μάτια των ανθρώπων το Αγαθό. Είναι το μέσο της διαβολής που πηγάζει από τις δυνάμεις του κακού και αιωρείται στη γη, προσβάλλοντας τις ανθρώπινες ψυχές. Η ψυχρή Λογική, δηλαδή, βασίζει την επικράτησή της επί της αυθορμησίας και της αγνής παιδικότητας του ανθρώπινου ψυχισμού, στην φθοροποιό επίδραση του κακού (που λαμβάνει χώρα μέσω των κομματιών του καθρέφτη).
Επιπλέον, ο Άντερσεν προσαρμόζει την αφήγησή του σε μια ιδέα χαρακτηριστική της ρομαντικής κοσμοθέασης. Την ιδέα που θέλει σε κάποια, προσδιορισμένη ή απροσδιόριστη, αρχή να επικρατούν τα στοιχεία του αρχετυπικού καλού. Το καλό να συνδέεται, δηλαδή, με το παρελθόν ενώ στη συνέχεια, λόγω της φθοροποιού επίδρασης κάποιου νεωτερισμού, η παραδεισένια αρχή να μαραζώνει, να εκφυλίζεται και το όμορφο παρελθόν να εκπίπτει σε ένα άψυχο και εφιαλτικό παρόν.
Ο μικρός Κέυ προσβάλλεται από την μαγεία του διαβολικού καθρέφτη, τουτέστιν από το πνεύμα του κακού, και αρχίζει να συμπεριφέρεται ως έξυπνος. Όπως διευκρινίζει ο Άντερσεν, «οκόσμος άρχισε να τον επαινεί για την εξυπνάδα του», πράγμα που υποδηλώνει ότι ο Δανός παραμυθάς υιοθετούσε την συντηρητικά ιδεαλιστική θέση ότι η επικρατούσα τάση συμπεριφορών στον υλικό κόσμο είναι σαθρή. Στον κόσμο αυτόν επαινείται η εξυπνάδα, η σκληρότητα και η Λογική. Όχι η αγνότητα, η φαντασία και ο τρυφερός παιδικός αυθορμητισμός.
Η μεταστροφή του Κέυ προς το πρότυπο του «έξυπνου» μικρού αποτελεί την αρχική φάση μιας πλήρους αλλαγής. Είναι το υπόβαθρο στο οποίο θα γονιμοποιηθεί η εξουσία της «Βασίλισσας του χιονιού». Όταν ο μικρός την συναντά, δέχεται έναν ψυχικό κεραυνοβολισμό. Πρόκειται για μια συμβολική αναπαράσταση του δέους που καταλαμβάνει όσους κάνουν τα πρώτα βήματα στην ιχνηλασία της σοφίας, προκειμένου να κατακτήσουν γνώση. Κάτω από τα πόδια τους, ανοίγεται μια άβυσσος. Χάνουν τον κόσμο που γνώριζαν (τον κόσμο της παράδοσης, του αγνού αυθορμητισμού) και μεταφέρονται σε μια νέα διάσταση (την διάσταση του επιστημονικού λογισμού).
Ο συναισθηματικός κλονισμός επηρεάζει τον μικρό Κέυ. Τον κάνει να φοβηθεί. Ωστόσο, εκείνη την ύστατη στιγμή κατά την οποία το κυνήγι της γνώσης και η νέα εμπειρία θα πρέπει να συνοδεύονται από πλούσιο ηθικό και συναισθηματικό υπόβαθρο προκειμένου να γονιμοποιηθούν δημιουργικά, που θα πρέπει δηλαδή να συνοδεύονται από τις πνευματικές δυνάμεις του Θεού, τα ένθεα στοιχεία Του έχουν αποστραγγιστεί μέσα από τον μικρό Κέυ. Το αποτέλεσμα είναι να μη θυμάται το «Πάτερ Ημών». Να μην διαθέτει, δηλαδή, κανέναν τρόπο για να απευθυνθεί σε Αυτόν. Ο ορθός Λόγος, πλέον, μπορεί να εισδύσει με ασφάλεια στον προετοιμασμένο νου του και να τον κάνει υπήκοο του ψυχρού του βασιλείου. Πράγμα που τελικά συμβαίνει, όταν η «Βασίλισσα» του δίνει δυο φιλιά. Έκτοτε, ο ψυχρός επιστημονικός λογισμός αυτονομείται ολοσχερώς, διαλύει την εσωτερική ισορροπία και υποτάσσει την πνευματικότητα του αγοριού.
Μέσα από αυτή την περιγραφή γίνεται εμφανής άλλος ένας συμβολισμός της ρομαντικής κοσμοθέασης του Άντερσεν. Σύμφωνα με τους ρομαντικούς, ο Διαφωτισμός και η φιλοσοφία του εργαλειακού ορθολογισμού απέσπασαν το κέντρο βάρους της ανθρώπινης προσωπικότητας από την ψυχή και το μετέφεραν στο πεδίο του ψυχρού Λόγου. Έκτοτε η ψυχή, η έδρα της ανθρώπινης ποιότητας, ζει μακριά από την αληθινή της εστία[3]. Όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε γράψει ένας από τους σημαντικούς Γερμανούς ρομαντικούς, ο Φρειδερίκος Σλέγκελ, στη νεωτερική εποχή η ψυχή βρίσκεται «κάτω από τις πένθιμες ιτιές της εξορίας[4]». Αυτή την εξορία, την μεγάλη απόσταση, συμβολίζει η απαγωγή του μικρού Κέυ στο μακρινό και παλάτι της «Βασίλισσας του χιονιού».
Ας δούμε όμως πως εξελίσσεται η υπόθεση του παραμυθιού για να καταφέρουμε να εξάγουμε τα τελικά μας συμπεράσματα. Η μικρή Γκέρντα ξεκίνησε να βρει τον Κέυ. Διέσχισε έναν μαγικό ποταμό, έμεινε στο φιλόξενο σπίτι μιας γριάς μάγισσας, εισήλθε μαζί με δυο κοράκια στον πύργο της πριγκίπισσας ενός μαγικού βασιλείου, αιχμαλωτίστηκε από ληστές, απελευθερώθηκε για να καταλήξει στη Λαπωνία, όπου μια Φινλανδή μάγισσα την ενίσχυσε με ένα ξόρκι και της είπε τι είχε συμβεί στον Κέυ. Ο τάρανδος που μετέφερε την Γκέρντα ρώτησε την Φινλανδή αν είχε κάποιο ξόρκι για να λυτρώσει τον Κέυ, όμως εκείνη του απάντησε πως η μόνη δύναμη που μπορούσε να το πετύχει αυτό ήταν η δύναμη της καρδιάς της Γκέρντα. Η δύναμη ενός αθώου γλυκού παιδιού. Τελικά η Γκέρντα ξεκίνησε για το παλάτι της «Βασίλισσας του χιονιού» αλλά δέχτηκε επίθεση από μια ορδή νιφάδων χιονιού, που υπηρετούσαν την κυρία τους. Ζήτησε, όμως, την βοήθεια του Θεού και μια λεγεώνα αγγέλων με πανοπλίες και δόρατα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πολέμησε τις νιφάδες.
Εν τω μεταξύ, στο παγωμένο παλάτι της Βασίλισσας, ο Κέυ έπιανε λεία κομμάτια πάγου και μετά τα τοποθετούσε με διάφορους τρόπους φτιάχνοντας «κάθε λογής σχήματα, παίζοντας το παγερό παιχνίδι της λογικής. Και του φαινόταν πως αυτά τα σχήματα ήταν αξιόλογα, για να μην πούμε και πολύ σπουδαία! Βλέπετε, του είχε μπει εκείνο το κομματάκι γυαλί μέσα στο μάτι! Πάλευε λοιπόν με τα σχήματα που έφτιαχναν κάθε φορά κι από μια λέξη, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να φτιάξει εκείνη ακριβώς την λέξη που ήθελε, την λέξη Αιωνιότητα. Κοίταζε τα κομμάτια του πάγου, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν…κι ήταν ακίνητος, τόσο ακίνητος που έλεγες πως είχε πεθάνει από το κρύο».[5] Εκείνη την ώρα, η Γκέρντα μπήκε στον πύργο, αγκάλιασε σφιχτά τον Κέυ κι έκλαψε με καυτά δάκρυα. Τα δάκρυα κύλησαν στο στήθος του αγοριού και έφτασαν στην καρδιά του, έλιωσαν τον πάγο και παρέσυραν το γυαλί που ήταν καρφωμένο εκεί. Κι έκλαψε και ο Κέυ κι έφυγε το γυαλάκι από το μάτι του. Και όταν σφιχταγκαλιάστηκαν, ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία τους, που οι πλάκες γύρω τους σχημάτισαν την λέξη Αιωνιότητα.
Και γύρισαν πίσω στην πόλη και στην γειτονιά τους. Τότε αντιλήφθηκαν πως είχαν γίνει μεγάλοι. Κάθισαν στα παιδικά τους σκαμνάκια και ξέχασαν όσα πέρασαν στον άδειο πύργο της Βασίλισσας του χιονιού σα να ήταν όνειρο. «Κάθονταν εκεί, κι οι δυο μαζί, μεγάλοι και παιδιά συνάμα, παιδιά στην καρδιά. Κι ήταν καλοκαίρι, ζεστό κι ευλογημένο καλοκαίρι».[6]
Όπως γίνεται σαφές η συνέχεια του υπέροχου αυτού παραμυθιού μας βοηθά να αποκρυπτογραφήσουμε με ασφάλεια τα συμβολικά του νοήματα. Ο Κέυ βρίσκεται κλεισμένος στον παγωμένο πύργο της Λογικής και παίζει το παγερό της παιχνίδι. Έχουμε, για αρχή, μια επαναφορά από τον Άντερσεν της συνηθισμένης αφήγησης στους λαϊκούς θρύλους των ευρωπαϊκών εθνών, που θέλει το χιονισμένο και αφιλόξενα χειμωνιάτικο τοπίο να αντιστοιχεί σε εποχές ή τόπους όπου επικρατεί το κακό. Ο μικρός χρησιμοποιεί τα λογικά εργαλεία, τα οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει ως λεία κομμάτια πάγου, και δημιουργεί σχήματα που φαίνονται αξιόλογα. Ωστόσο, όσο κι αν προσπαθεί, δεν καταφέρνει με τα εργαλεία της Λογικής να δημιουργήσει την λέξη Αιωνιότητα.
Πρόκειται για μια σαφή αναφορά του Άντερσεν στην ανικανότητα της Λογικής και της επιστημονικής σκέψης να απαντήσει στα αιώνια ερωτήματα και να προσεγγίσει το Απόλυτο. Όπως και στην σκέψη κάθε ρομαντικού, έτσι και σε εκείνη του κορυφαίου Δανού λογοτέχνη, η λογική αποτελεί μια ανθρώπινη δυνατότητα που είναι χρήσιμη για την ρύθμιση των επί μέρους θεμάτων της καθημερινότητας. Ωστόσο, της είναι αδύνατο να υπερβεί την καθημερινή εμπειρία για συλλάβει τις αρχετυπικές Ιδέες και την απολυτότητα του Αγαθού. Το Αγαθό μπορεί να εκφραστεί μοναχά μέσω της συναισθηματικής πλήρωσης και της ηθικής διαύγειας. Έτσι, όταν τα δυο παιδιά δακρυσμένα και συγκινημένα αγκαλιάζονται, η επέλαση της συναισθηματικής πλημμυρίδας θραύει το κέλυφος της Λογικής και η απόσταση ανάμεσα στο υλικό περιβάλλον και την Αιωνιότητα εκμηδενίζεται. Το αποτέλεσμα είναι οι πλάκες του πάγου, που χρησιμοποιούσε με λογικές μεθόδους προηγουμένως ο Κέυ για να φτιάξει τα σχήματά του, να μετακινηθούν από μόνες τους και να σχηματίσουν την λέξη Αιωνιότητα. Μια Αιωνιότητα που κερδήθηκε με την αγάπη και όχι με την ψυχρή λογική.
Το εξαιρετικό αυτό παραμύθι, όπως προαναφέρθηκε, εκφράζει συμβολικά την συνολική τοποθέτηση της ρομαντικής κοσμοθέασης απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά την εποχή της νεωτερικότητας, με την κυριαρχία του ορθολογισμού ως ριζικού στοιχείου δόμησης της συνείδησης του νεωτερικού ανθρώπου. Την επανάσταση, δηλαδή, των «αριστοκρατών της αισθητικής» που θεώρησαν ότι η Ουσία της ανθρώπινης πνευματικότητας βρίσκεται στην αγνότητα, στην συναισθηματική πληρότητα, στην φαντασία και στην ηθική καθαρότητα, αντιμαχόμενοι την πρωτοκαθεδρία της λογικής.
Το τέλος του παραμυθιού είναι πραγματικά συγκινητικό. Η εικόνα των δυο παιδιών, που μέσα από τις περιπέτειές τους χάνουν την αίσθηση του χρόνου και γυρίζουν στα σπίτια τους ενηλικιωμένα όπου και βρίσκουν στο μέρος που άφησαν τα παιδικά τους καρεκλάκια ανέπαφα, είναι αδιαμφισβήτητα συγκλονιστική!
α) Η μνήμη (που ενεργοποιείται μέσω της εικόνας των παιδικών καρεκλών, η οποία εικόνα οδηγεί σε μια νοερή αναδρομή στα περασμένα και στον χρόνο που πέρασε μέχρι τα δυο παιδιά να επιστρέψουν), β) η εκχύλιση συναισθημάτων (η οποία πηγάζει από την θέα των παιδικών καρεκλών και των όσων αυτές συμβολίζουν, μικρότητα/αθωότητα/παιδικότητα), γ) η συνειδητοποίηση της ανθρώπινης μοίρας (που συνδέεται με την αντίληψη της παρόδου του χρόνου, την απώλεια της παιδικότητας και τη «ροπή προς τον κόσμο της ύλης» στον οποίο «βυθίζει» τον άνθρωπο η ενηλικίωση), δ) η ανακουφιστική αίσθηση της επιστροφής (που συνοδεύει κάθε περιπετειώδη διάθεση του ανθρώπινου ψυχισμού και προϊδεάζει για τη θετική έκβασή της) και ε) η κάθαρση της νίκης (η οποία αποτελεί το τελικό κεκτημένο των δυο πρωταγωνιστών που, ξεπερνώντας μέσω της αγάπης τους πειρασμούς του πεπερασμένου κόσμου της λογικής, κατάφεραν να ανυψωθούν σε ανώτερα ηθικά επίπεδα, κερδίζοντας μια θέση στο βασίλειο της αιώνιας παιδικότητας) συμπλέκονται και γίνονται ένα πολυεπίπεδο συναισθηματικό και γνωστικό κεκτημένο, που συγκλονίζει τον αναγνώστη στην τελευταία αυτή σκηνή του παραμυθιού.
Ο Ανίκητος Ήλιος, ως γλυκός άρχων ενός ευλογημένου βασιλείου, δεν θα μπορούσε παρά να αγκαλιάσει με τις χρυσές του ακτίνες την κατάκτηση του παντοτινού ζεστού καλοκαιριού της αέναης παιδικότητας.
[3]MichaelLowyκαι RobertSayre, Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους αντίποδες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Δέσποινα Καββαδία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1999, σελίδα 92.
[4]F. Schlegel, European Romanticism: Self Definition, επμλ. L. Furst, Λονδίνο, Methuen, 1980, σελίδα 36, στοMichael Lowy και Robert Sayre, ΕξέγερσηκαιΜελαγχολία…σελίδα 92.
[5]Χ.Κ. Άντερσεν, «Η βασίλισσα του χιονιού», μετάφραση Γιάννης Ιωαννίδης, εκδόσεις Ύψιλον, 1988, σελίδα 73.