του Σταμάτη Μαμούτου
Από το 2006 μέχρι και σήμερα, κατά το χρονικό διάστημα δηλαδή που ως μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ ξεκινήσαμε την πνευματική μας μάχη κατά του κόσμου της Νεωτερικότητας και την ταυτόχρονη πορεία προς τα βάθη του εαυτού μας, σε ορισμένες συζητήσεις μας τέθηκε το ερώτημα, «ποιο απ’ όλα τα αντιρομαντικά στοιχεία που γονιμοποίησε η Νεωτερική εποχή είναι για τον καθένα μας περισσότερο απεχθές». Σ’ αυτό το ερώτημα δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το πιο αντιαισθητικό γέννημα της Νεωτερικότητας ίσως να είναι ένα κίνημα με το οποίο ως Λέσχη δεν έχουμε καταπιαστεί αρκετά. Πρόκειται για τον Φεμινισμό.
Ιστορική προέλευση
Όντας αιχμή των κατά καιρούς «προοδευτικών» κατά της παραδοσιοκρατίας, ο Φεμινισμός βρήκε τις απαρχές του στην φιλοσοφία και την πολιτική δράση του Διαφωτισμού. Με παρουσία στην Γαλλική Επανάσταση (όπου το 1789 άρχισε να συντάσσεται και το 1791 ολοκληρώθηκε η Διακήρυξη Δικαιωμάτων των Γυναικών), με εκδηλώσεις στην Βρετανία και τις Η.Π.Α (όπου το 1848 συντάχθηκε η Διακήρυξη των Συναισθημάτων που αφορούσε τα προβλήματα των γυναικών και το 1857 πραγματοποιήθηκε η πρώτη γυναικεία μαζική διαμαρτυρία) ο Φεμινισμός πέρα από θεωρία εμφανίστηκε και ως ένα μεταρρυθμιστικό, προοδευτικό κίνημα, που φαινομενικά σκοπό είχε να προασπίσει τα δικαιώματα των γυναικών στους χώρους εργασίας και στο σπίτι.
Από τον 19ο αιώνα μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου το πρώτο κύμα του Φεμινισμού εστίασε την δράση του σε πολιτικά θέματα με κεντρικό άξονα την διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για της γυναίκες. Κατά την δεκαετία του 1960 αναδύθηκε το δεύτερο φεμινιστικό κύμα το οποίο συνδέθηκε με τα ευρύτερα «κοινωνικά κινήματα» (βρίσκοντας σε επίπεδο μαζικών εκδηλώσεων ζωτικό χώρο έκφρασης στον «γαλλικό Μάη του ’68»), ενώ στην δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε το τρίτο κύμα που στο θεωρητικό του σκέλος αφομοίωσε τις κονστρουκτιβιστικές έννοιες των φιλοσοφικών εκφράσεων του Μεταμοντερνισμού. Οι φεμινίστριες του τρίτου κύματος επανέφεραν στο επίκεντρο της συζήτησης των κοινωνικών επιστημών μια κομβική έννοια του Διαφωτισμού, η οποία συμπυκνώθηκε στο απόφθεγμα «tabula rasa».
Ο «λευκός πίνακας» των philosophes του Διαφωτισμού, (δηλαδή η πίστη ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ πολιτισμικών προδιαγραφών -σαν λευκός πίνακας- και διαμορφώνει την συνειδησιακή του δυναμική αποκλειστικά από τις εμπειρίες του περιβάλλοντος), είχε αποτελέσει το θέμα της πιο έντονης διαφωνίας με τους ρομαντικούς. Κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα φάνηκε ότι οι ρομαντικοί κέρδισαν οριστικά την διαμάχη, δείχνοντας πως ο άνθρωπος γεννιέται με κληρονομημένες, έμφυτες, πολιτισμικές προδιαγραφές, τις οποίες το περιβάλλον τον βοηθά (περισσότερο ή λιγότερο) να αναπτύξει. Η επιβεβαίωση της ρομαντικής αυτής θέσης ήρθε κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα από ένα πεδίο χωρίς ρομαντικές καταβολές. Δηλαδή από την επιστήμη και ιδίως από τον κλάδο της βιολογίας. Ωστόσο η ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων οδήγησε τον κόσμο συνολικά, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, να βρεθεί πνευματικά ανυπεράσπιστος στις εφόδους των δυνάμεων της Νεωτερικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η αναθεώρηση ακόμη και αδιαπραγμάτευτων συμπερασμάτων προκειμένου να δοθεί χώρος στις απόψεις των νεωτεριστών. Μεταξύ των λοιπών εξελίξεων ο Φεμινισμός από κίνημα εξελίχθηκε σε πεδίο κοινωνικής επιστήμης, το οποίο σήμερα ερευνάται και διδάσκεται (στην ουσία αναπαράγεται) σε πανεπιστημιακές έδρες ανά τον κόσμο.
Το δεύτερο κύμα του Φεμινισμού εμπεριείχε διάφορα ρεύματα με κυριότερο ίσως εξ αυτών τον ριζοσπαστικό Φεμινισμό. Κομβικό θέμα του ριζοσπαστικού Φεμινισμού ήταν η σύγκρουση με την πατριαρχία. Ο τρόπος που ερμήνευσαν την πατριαρχία οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες ποίκιλε ανάλογα με την τάση που εξέφραζαν, ωστόσο η βασική κοινή παραδοχή ήταν ότι ακόμη και στην «προοδευτική» εποχή της Νεωτερικότητας επέζησαν δομές, αξίες και συμπεριφορές της προνεωτερικής εποχής οι οποίες εμπόδισαν την ολοκληρωτική «χειραφέτηση» του ανθρώπου και την πλήρη «απελευθέρωση» των γυναικών. Πρόκειται για μια θέση αντίστοιχη με εκείνη ορισμένων νεότερων μαρξιστικών σχολών, όπως για παράδειγμα της Φρανκφούρτης, αλλά και μεταμοντέρνων φιλοσόφων, με την διαφορά ότι στην περίπτωση του ριζοσπαστικού Φεμινισμού η προσοχή εστιάστηκε στην περίπτωση της γυναίκας.
Αν εξετάσουμε κάποιες από τις προτάσεις του ριζοσπαστικού Φεμινισμού θα κατανοήσουμε καλύτερα τον προσανατολισμό του ως κίνημα. Η Αμερικανίδα Kate Millet στο έργο της «Η πολιτική των φύλων» υποστήριξε πως ο κυριότερος θεσμός της πατριαρχίας είναι η οικογένεια. Μέσω της οικογένειας τα παιδιά ενθαρρύνονται να συμμορφωθούν σε συγκεκριμένες έμφυλες ταυτότητες. Άρα, για να «απελευθερωθούν» οι γυναίκες και προκειμένου να ανατραπεί η ψυχολογική τους καταπίεση θα πρέπει η οικογένεια να καταστραφεί! Και σε ακόμη πιο δυνατούς τόνους η Καναδή Shulamith Firestone, στο έργο της «Η Διαλεκτική του φύλου», υιοθέτησε την μαρξιστική ανάλυση τοποθετώντας στη θέση της κοινωνικής τάξης την κατηγορία του φύλου. Σύμφωνα με την Firestone το γεγονός ότι οι γυναίκες γεννούν παιδιά τις καθιστά εξαρτώμενες από τους άντρες και την πατριαρχική οικογένεια. Συνεπώς, η «απελευθέρωσή» τους θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της χρήσης της τεχνολογίας. Η εγκυμοσύνη πρέπει να αποτραπεί από την αντισύλληψη ή από την άμβλωση. Η αναπαραγωγή μπορεί να γίνει τεχνητά, μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες(!), και η ανατροφή των παιδιών να μεταβιβαστεί σε κοινωνικούς φορείς. Έτσι, η γυναίκα θα αποδράσει από την βιολογία της μητρότητας και θα μπορέσει να εισέλθει στην κοινωνία ως ίση με τον άντρα.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι υπήρξαν και πιο ήπιες προσεγγίσεις εντός του δεύτερου κύματος. Ωστόσο, οι ριζοσπαστικές αποτέλεσαν την βάση για την έλευση των πιο δυναμικών μορφών Φεμινισμού του τρίτου κύματος. Στον μεταμοντέρνο Φεμινισμό θεωρείται πως η βιολογική υπόσταση των φύλων είναι ανύπαρκτη. Ο «λευκός πίνακας» της διανόησης του Διαφωτισμού βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του ρεύματος και οι εκφραστές του υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται σαν ένας τέτοιος λευκός πίνακας, άνευ πολιτισμικών προδιαγραφών. Η φυλετική προέλευση, τα γονίδια των προγόνων, η κληρονομικότητα δεν έχουν καμιά σημασία. Ακόμη και η διαφορά φύλου μεταξύ άντρα και γυναίκας είναι ψεύτικη και αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή για να διαιωνίζει την εξουσιαστική υφή της παραδοσιακής αντίληψης των πραγμάτων. Ο ρόλος του αρσενικού και του θηλυκού στην αναπαραγωγή έγκειται σε μια απλή ανατομική διαφοροποίηση και τίποτε παραπάνω. Από την στιγμή που το θηλυκό φέρνει στον κόσμο τον νεογέννητο άνθρωπο αποτελεί ένα πλάσμα καθόλα όμοιο με τον άντρα. Η μητρότητα δεν υπάρχει. Είναι κι αυτή ένα εξουσιαστικό κατάλοιπο της παράδοσης. Το παιδί μπορεί να μεγαλώσει εξίσου κι από έναν άνδρα, εφόσον η μητρική αγκαλιά αποτελεί ψευδολόγημα της καταπιεστικής πατριαρχίας. Όλα κοντολογίς τα γνωρίσματα που ιστορικά διαφοροποιούν το αρσενικό από το θηλυκό για τις μεταμοντέρνες φεμινίστριες αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, που στηρίζονται στην ιστορική συγκυρία κι όχι σε έμφυτες ανθρώπινες ικανότητες. Η ιστορία της γυναίκας αποτελεί προϊόν μιας ιδεολογικής πλάνης. Γυναίκες και άνδρες είναι ταυτόσημοι, τα γυναικεία γνωρίσματα αποτελούν προϊόντα της παραδοσιοκρατικής καταπίεσης και η ίδια η έννοια της Φύσης για τον άνθρωπο δεν υφίσταται.
Με το πέρασμα του καιρού ο Φεμινισμός έπαψε να αποτελεί αποκλειστικά έκφραση ριζοσπαστικά «προοδευτικών» και αριστερών κινημάτων. Στις μέρες μας τον βλέπουμε να έχει επανακτήσει αρκετό από τον παλαιό προπολεμικό του αστισμό και να διαχέεται συνολικά στην μαζική κουλτούρα. Η διεισδυτικότητα που έχουν πλέον οι φεμινιστικές έννοιες στους κύκλους που διαμορφώνουν τους τρόπους και τα πολιτισμικά πλαίσια των καιρών μας, τόσο στον χώρο του κυρίαρχου φιλελεύθερου life style όσο και σε εκείνους της Αριστεράς, φρονώ ότι γίνεται ορατή και αντιληπτή από τον καθένα. Χωρίς να περικλείεται στις γραμμές ενός κινήματος, ο Φεμινισμός έχει απλωθεί σε ολόκληρο το πλάτος των κοινωνιών του δυτικού κόσμου (έστω κι αν σε ορισμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής τα βασικά φεμινιστικά αιτήματα παραμένουν ανικανοποίητα). Απόρροια αυτής της εξέλιξης είναι η παραδοχή ακόμη κι εκ μέρους πολλών φεμινιστριών ότι το κίνημά τους σήμερα, τουλάχιστον με τους όρους του παρελθόντος, δεν έχει νόημα. Οι γυναίκες στον δυτικό κόσμο έχουν, εν πολλοίς, κατακτήσει την ευαγγελιζόμενη «απελευθέρωση» και οι άντρες έχουν χάσει αρκετά από τα παλαιά τους γνωρίσματα.
Στην εποχή της μεταμοντέρνας Νεωτερικότητας τα υβριδικά και αναμεμιγμένα σχήματα ζωής αποτελούν κύρια στοιχεία.
Η Ρομαντική άρνηση
Περνώντας στην δική μας θεώρηση γίνεται σαφές ότι με την άρνησή μας να δεχτούμε όλα τα παραπάνω, και συνεπώς τον Φεμινισμό ως συνολική έννοια, προκαλούμε άμεσα ένα ερώτημα: «Μα γιατί οι ρομαντικοί παραδοσιοκράτες απορρίπτουν τον Φεμινισμό; Δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα των γυναικών;»
Η απάντηση είναι όχι! Οι ρομαντικοί δεν ενδιαφερόμαστε για τα δικαιώματα των γυναικών. Ενδιαφερόμαστε για τις ίδιες τις γυναίκες. Οι ρομαντικοί δεν ενδιαφερόμαστε ούτε για τα δικαιώματα του ανθρώπου! Ενδιαφερόμαστε για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Οι Νεωτεριστές ενώ από την μια αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ύπαρξη προεμπειρικών και έμφυτων εκφραστικών-πολιτισμικών προδιαγραφών στον άνθρωπο θεωρώντας ότι γεννιέται σαν «λευκός πίνακας» που αποκτά συνειδησιακή δυναμική και χαρακτήρα μοναχά από τις επιρροές του περιβάλλοντος, από την άλλη έσπευσαν να δηλώσουν ότι το κάθε άτομο γεννιέται με φυσικά απαράγραπτα δικαιώματα τα οποία και θεσμοθέτησαν με νομικές συμβάσεις. Κατέληξαν έτσι στο αλλόκοτο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει έμφυτα πνευματικά γνωρίσματα αλλά διαθέτει εν τη γενέσει του ατομικά δικαιώματα! Ο κάθε ρομαντικός δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει με νόημα διαπιστώνοντας την παραπάνω ιδεολογική μεροληψία.
Για όσους διαθέτουν έντονη αισθαντικότητα και ανεπηρέαστη σκέψη είναι προφανές ότι ο σεβασμός και η πνευματικότητα του ανθρώπου δεν χρειάζονται αφηρημένες ιδεοληψίες και νομοθετικά διατάγματα για να αναγνωριστούν. Είναι αναμφίβολο πως ο κάθε άνθρωπος έχει αξία καθαυτός. Όπως είναι αναμφίβολο κι ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται φέροντας κληρονομημένες από τους προγόνους του πολιτισμικές προδιαγραφές κι έμφυτες προεμπειρικές παραστάσεις. Η Φύση σαφώς και υπάρχει, προικίζοντας τους ανθρώπους με αναγνωρίσιμα στοιχεία, τόσο στο επίπεδο των δυο φύλων όσο και σε εκείνο των συλλογικών οργανισμών (έθνη, φυλές), που προορισμός τους είναι να εκφραστούν στον κόσμο της υλικής εμπειρίας. Το περιβάλλον αδιαμφισβήτητα αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο ασκούνται οι (μεγαλύτερες ή μικρότερες) έμφυτες ικανότητες του κάθε συλλογικού ή ατομικού οργανισμού, όμως αυτό δεν αναιρεί την προεμπειρική τους υπόσταση. Άντρας και γυναίκα, έχοντας έμφυτους ρόλους, σίγουρα δεν αποτελούν κοινωνικές κατασκευές. Καλύτερη απόδειξη επ’ αυτού, σχετικά με το χάρισμα της μητρότητας, αποτελεί η μελέτη των περισσότερων θηλαστικών τα οποία, μολονότι δεν αναπτύσσουν πολιτισμούς για να έχουν «καταπιεστικές παραδόσεις», αποτυπώνουν ενστικτικά τις βουλές της Φύσης και την έμφυτη ύπαρξη του μητρικού χαρίσματος. Για τους ρομαντικούς, αντιληπτικό άξονα του ανθρώπου αποτελεί το πρωτογενές και ακίνητο κέντρο της πνευματικής σταθερότητας γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο πολιτισμός κι όχι η φετιχιστική ψευδαίσθηση κίνησης προς τα εμπρός, που οι «προοδευτικοί» αποκαλούν «απελευθέρωση».
Ο ρομαντικός άνθρωπος μπορεί να κατηγορηθεί ως αρνητής της εξέλιξης, ως αντιδραστικός εχθρός της προόδου, ως δήμιος της ελευθερίας. Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει και δεν μπορεί να τον αγγίξει. Γιατί ο προσανατολισμός του είναι προς τις Ιδέες και όχι προς τις έννοιες. Γιατί ο ρομαντικός είναι εκείνος που κατανοεί πως με το αναμάσημα των αυτονόητων και την διαστρεβλωμένη εξαγωγή τους σε μαζικά καταναλώσιμες έννοιες, οι νεωτεριστές έκλεισαν τον κόσμο στη φυλακή ενός αντιανθρώπινου κουτιού που κατασκευάστηκε με χρηματοδότηση του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου.
Ο ρομαντικός κάνει πράξη την θετική ελευθερία, τον κοινοτισμό, την εθνική οργανικότητα. Βυθίζεται πνευματικά στα νάματα της παράδοσης. Εκφράζει την ηρωική υπερβατικότητα και την ευγένεια της ψυχής. Αναζητά το Δίκαιο και το Ωραίο. Φτερουγίζει μέσω της φαντασίας του εκεί που βασιλεύει το Ιδεατό. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να αδιαφορήσει για τα προβλήματα των γυναικών ή άλλων ομάδων; Εκείνο που τον κάνει να απορρίπτει τον Φεμινισμό είναι η διαπίστωση ότι οι εκφραστές του δεν ενδιαφέρονται για να υπερασπιστούν την γυναίκα ως γυναίκα, μα αγωνίζονται (και σε μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει) προκειμένου να την μετατρέψουν σε ένα άμορφο πλάσμα ενός περιβάλλοντος ομογενοποιημένων ανθρωποειδών που το καθένα θα λειτουργεί αποτελεσματικά ως εξάρτημα για τους μηχανισμούς της αγοράς και τους κοινωνικούς σχηματισμούς της απρόσωπης παγκοσμιότητας.
Στην πρωτογενή του μορφή ο Φεμινισμός φαίνεται ότι εκπροσωπούσε κάτι εύλογο. Εφόσον η νεωτερική εποχή είχε γεννηθεί και η ζωή αστικοποιούταν ταχέως έμοιαζε αυτονόητο οι γυναίκες που είχαν αφήσει τους παραδοσιακούς τους ρόλους και αποκτούσαν κοινωνική κινητικότητα να διεκδικούν την θεσμοθέτηση πολιτικής και νομικής ισότητας με τους άντρες. Εκείνο, ωστόσο, που η ρομαντική ματιά εξ αρχής συνέλαβε ήταν πως η μετρήσιμη ισότητα και τα νομικά πλαίσια είχαν απομακρύνει τους άντρες και τις γυναίκες από την ουσία της ύπαρξής τους. Η παλιά κοινοτική οργανικότητα που βασιζόταν στο κύτταρο της οικογένειας και ο προνεωτερικός αυθεντικός βίος που αφθονούσε από συναισθηματική ένταση και πνευματικότητα, παραχωρούσαν την θέση τους σε έναν τυποποιημένο τρόπο ζωής στον οποίο μηχανοποιημένα άτομα αμφότερων φύλων ζούσαν σε απρόσωπα μαζικά περιβάλλοντα, δρούσαν ωφελιμιστικά και εκποιούσαν έμφυτες ομορφιές προς χάριν αφηρημένων εννοιών της μόδας. Επίσης, πέρα από το αισθητικό-φιλοσοφικό επίπεδο της ρομαντικής άρνησης, υπήρξε και μια διαπίστωση με πολιτικό χαρακτήρα. Ο Φεμινισμός ήταν κατεξοχήν συστημικός, φιλοαστικός και καπιταλιστικός, καθώς τα αιτήματά του αποσκοπούσαν στο βάθεμα της υλιστικής αστικής δημοκρατίας (μέσω της ενσωμάτωσης σε αυτήν μιας νέας κοινωνικής ομάδας) και όχι στην ανατροπή της. Σε αυτή τη διττή διαφοροποίηση, αισθητική-φιλοσοφική από την μια και πολιτική από την άλλη, βασίζεται η ρομαντική άρνηση του πρώτου κύματος Φεμινισμού.
Όσον αφορά το δεύτερο κύμα η απόσταση από τις ρομαντικές ενοράσεις έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Προτάσεις για αναπαραγωγή μέσω εργαστηρίων και για κατάργηση της οικογένειας δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως απόρροιες εφιαλτικών ψευδαισθήσεων μιας αρρωστημένης αριστερίστικης δυστοπίας. Μιας δυστοπίας της οποίας οι θιασώτες, εστιάζοντας μυωπικά στο παρόν, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι οι κοινωνίες αποτελούν συνέχειες γενεών κι ότι δεν ανήκουν αποκλειστικά στους ζώντες. Έτσι, προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημα της τότε παρούσας γενιάς για μια διαφημιζόμενη «απελευθέρωση», όχι μόνο προέκυψε ως αποτέλεσμα η απομάκρυνση του ανθρώπου από την ουσία της ύπαρξής του (όπως συνέβη κατά το πρώτο κύμα Φεμινισμού) αλλά επιπροσθέτως προτάθηκε η αμείλικτη θυσία της κάθε επερχόμενης γενιάς σε εργαστήρια αναπαραγωγής και ιδρύματα ανατροφής. Η διάσταση του Ρομαντισμού με τον Φεμινισμό του δεύτερου κύματος εκτός από αισθητικές και πολιτικές, απέκτησε πια και ηθικές διαστάσεις. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, τα ρομαντικά ερωτήματα που προέκυψαν είχαν κι αυτά ηθικό περιεχόμενο: «Οι νεωτεριστές, που με τόση ευαισθησία εδώ και τρεις αιώνες κόπτονται για τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν συμπεριέλαβαν στο πεδίο τους και τα παιδιά που πρόκειται να γεννηθούν ή να μεγαλώσουν με τέτοιον τρόπο; Η μητρότητα και η οικογενειακή θαλπωρή είχαν άραγε γι’ αυτούς ελάχιστη αξία μπροστά στα διαφημιζόμενα και αφηρημένα ανθρώπινα δικαιώματα;» Μια απλή ανάγνωση των μυθιστορημάτων του Κάρολου Ντίκενς ίσως τους βοηθούσε να αναθεωρήσουν κάποια απ’ τα πιστεύω τους.
Ο τελικός προορισμός του φεμινιστικού κινήματος αποκαλύφθηκε στην τρίτη του φάση. Το σχέδιο των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για ένα παγκόσμιο κράτος εγκαθιδρυμένο σε μια ομογενοποιημένη κοινωνία με «χειραφετημένους» διεθνείς πολίτες, παρουσιάστηκε κατά τον 18οαιώνα. Στην ιστορική του εξέλιξη ο Φεμινισμός, περνώντας σταδιακά από τα αιτήματα φιλελευθεροποίησης, κατέληξε στο να χρησιμεύσει ως ένα κοινωνικό εργαλείο αυτού του σχεδίου, που σκοπό είχε την διάλυση της πραγματικής ταυτότητας των φύλων. Έτσι, πριν λίγα χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησα κάποιους μισθωμένους προπαγανδιστές της μεταμοντέρνας εκδοχής του νεωτερικού καθεστώτος που συμβατικά αποκαλούνται καθηγητές πανεπιστημίου, να διδάσκουν συνολικά την ιστορία και την θεωρία του Φεμινισμού και να αγωνίζονται λυσσαλέα προκειμένου να επιβάλουν στους φοιτητές τους απόψεις του τύπου «η Φύση στα φύλα δεν υπάρχει, άντρας και γυναίκα αποτελούν κοινωνικές κατασκευές κλπ».
Έχω την εντύπωση πως αν η εποχή μας διέθετε ένα ελάχιστο απόθεμα σοβαρότητας δεν θα υπήρχε κανείς λόγος να συζητάμε με τέτοιους ανθρώπους. Στην καλύτερη περίπτωση μια υγιής κοινωνία ίσως να τους χάριζε πρώτης τάξεως θέσεις σε κάποια παρέλαση καρναβαλιστών, με την διαφορά ότι αυτοί θα έπρεπε να παρελάσουν δίχως αμφιέσεις, φορώντας απλά την καθημερινή τους ενδυμασία. Δυστυχώς, όμως, η Νεωτερικότητα -και ιδίως η μεταμοντέρνα εκδοχή της- αποτελεί μια ιστορική φάση αντιστραμμένων αξιών. Δυνάμεις αντιανθρώπινες, συγκεκαλυμμένες με τον μανδύα της αποδεκτής καθημερινής κανονικότητας, έχοντας κατακλύσει την εκπαίδευση, τα Μ.Μ.Ε, την πολιτική και την διανόηση καταδυναστεύουν εμφανώς ή αφανώς τα έθνη, τις κοινωνίες και τις ζωές μας. Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχει ελπίδα! Η εποχή μας μπορεί να ξέμεινε από αποθέματα σοβαρότητας, έδειξε πάντως ότι διαθέτει αποθέματα αξιοπρέπειας. Η κρίση των ημερών μας δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι συνολική κρίση του νεωτερικού υποδείγματος. Κι εμείς ως ρομαντικοί, εκεί…στις ρωγμές που έχουν δημιουργηθεί πρέπει να τοποθετήσουμε τους πνευματικούς μας δυναμίτες, προκειμένου να ανατινάξουμε το νεωτερικό κέλυφος και να αποκτήσουμε ξανά ορατότητα στον κόσμο των Ιδεών και επαφή με τον πραγματικό εαυτό μας.
Εστιάζοντας στην περίπτωση του Φεμινισμού θα διαπιστώσει κανείς πως η καθεστωτική του υφή έγκειται στην μόδα και την άγνοια. Στην μόδα, γιατί έχει γίνει πια παραδεκτή για τον μέσο Έλληνα η αποδοχή της εύηχης πρότασης «οι γυναίκες έχουν δικαιώματα και δυνατότητες ανάλογες -ή και ίδιες- με τους άντρες». Λίγοι, ωστόσο, είναι εκείνοι που σκαλίζουν την φρασεολογία της καθημερινότητας για να αντιληφθούν αυτό που εννοεί ο Φεμινισμός μέσω αυτής της δήλωσης. Κι εκεί εισέρχεται το ζήτημα της άγνοιας. Γιατί ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την ιστορία και τις θέσεις του φεμινιστικού κινήματος, προτάσεις όπως η παραπάνω δεν αποτελούν απόρροιες μια ηθικής τάσης προς την φιλανθρωπία και το καλό μα επικεφαλίδες μιας συνολικής απόπειρας για την ανατροπή των όρων της Ζωής.
Απαντώντας στους υποστηρικτές του Φεμινισμού οφείλω πρώτα να παραδεχτώ ότι σε παραδοσιακές δομές και ιστορικές φάσεις μπορώ ως ρομαντικός να ανιχνεύσω στάσεις και συμπεριφορές που δεν μου αρέσουν. Ωστόσο, η κρίση για αυτές πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη πρώτα την κουλτούρα και την ταυτότητα του κάθε εθνικού συνόλου κι έπειτα την ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης. Σαφώς και είναι απαράδεκτο το θέαμα της κακοποίησης ανθρώπου από άνθρωπο, είτε το απαντάμε σε νεωτερικές είτε σε προνεωτερικές κοινωνίες. Το ζήτημα, όμως, είναι τι εννοεί ο καθένας αναφερόμενος στην κακοποίηση, πως την ερμηνεύει και τι προτείνει ως απάντηση. Γιατί αν η απάντηση εμπεριέχει προτάσεις όπως η εξαναγκαστική διάλυση των οικογενειών, η αναπαραγωγή σε σωλήνες και άλλα σχετικά, στόχος τελικά δεν γίνεται το φαινόμενο της κακοποίησης μα ο έρωτας, η οικογενειακή θαλπωρή, η ανθρώπινη ουσία, η ίδια η Φύση. Μέσω τέτοιων προτάσεων αποκαλύπτεται για πολλοστή φορά πως ο πραγματικός εχθρός των νεωτεριστών δεν είναι η κοινωνική παθογένεια μα η παράδοση, ο συναισθηματικός πλούτος, η εθνική και φυλετική ταυτότητα, καθώς επίσης και ο,τι άλλο στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Η διαφορά είναι ξεκάθαρη. Για έναν ρομαντικό στόχο του ανθρώπου αποτελεί η αυτοπραγμάτωση και η κίνηση προς το Δίκαιο, το πραγματικά Αληθές. Όχι η εύκολη και αφηρημένη «φυγή προς τα εμπρός», που υποστηρίζουν οι νεωτεριστές. Και σε αυτό το πεδίο, ο κόσμος της παράδοσης υπερτερεί σαφώς εκείνου της Νεωτερικότητας.
Διακηρύσσοντας τις αξίες της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ και προσπαθώντας να υπονομεύσω το πλαίσιο του κόσμου της Νεωτερικότητας, μπορώ να αναφέρω πλήθος γυναικών που κατά την αρχαιότητα, τον μεσαίωνα και την προνεωτερική εποχή συνολικά, άγγιξαν αισθητικά επίπεδα τα οποία για τις «χειραφετημένες» γυναίκες της Νεωτερικότητας είναι όχι μόνο δυσπρόσιτα αλλά και ακατάληπτα. Δεν θα επιλέξω, όμως, μια ιστορική αναφορά. Αντιθέτως, θα καταφύγω για μια ακόμη φορά στο αγαπημένο όπλο που μας χάρισε ο Ρομαντισμός, δηλαδή στη νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού.
Η δεσποινίδα του Ρόμπερτ Τσέημπερς
Ο Ρόμπερτ Τσέημπερς (1865-1933) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκίνησε την λογοτεχνική του διαδρομή γράφοντας έργα υπερφυσικού τρόμου ενώ στην συνέχεια καταπιάστηκε με το ιστορικό μυθιστόρημα, την επιστημονική φαντασία και το παραμύθι. Συνδέθηκε με τον κύκλο του Χ.Φ. Λάβκραφτ και επηρέασε τον τελευταίο τόσο στο στυλ της γραφής όσο και στις εμπνεύσεις υπερφυσικών στοιχείων.
Νουβέλες σκοτεινές και υποβλητικές. Λόγος γλαφυρός με ρυθμό που απορροφά τον αναγνώστη και υπαινιγμούς που προκαλούν ρίγη. Ρομαντικός παλμός και επιτυχημένη ανάμιξη του πραγματικού με το φανταστικό. Αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία που κληροδότησε η πένα του Τσέημπερς στην λογοτεχνική ιστορία του Φανταστικού.
Μολονότι σπούδασε στην Γαλλία ανάμεσα σε πρωτοπόρους καλλιτέχνες και συνεργάστηκε ως εικαστικός με νεωτεριστικά αμερικανικά περιοδικά (Life, Vogue, Truth), ο Τσέημπερς υπήρξε πραγματικός ρομαντικός λογοτέχνης. Πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι καλλιέργησε με επιτυχία το ρομαντικό φανταστικό μυθιστόρημα, εκλαμβάνοντας το τελευταίο ως ξεχωριστή υποκατηγορία του έργου του. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως κάθε λογοτεχνικό είδος του νεότερου φανταστικού έχει ρομαντική προέλευση. Συνεπώς, αναφέρω την εν λόγω θέση προκειμένου να προσθέσω μια ακόμη μαρτυρία διαπίστωσης της έντονα ρομαντικής συγγραφικής του ταυτότητας, χωρίς όμως να την συμμερίζομαι. Η αλήθεια είναι πως ο Τσέημπερς υπήρξε εξολοκλήρου ρομαντικός, όπως και η νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού είναι συνολικά προερχόμενη από τον Ρομαντισμό.
Η «Δεσποινίς Ντ’ Ις», αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά ρομαντικά κείμενά του. Πρόκειται για ένα αυτόνομο νοηματικά διήγημα του έργου που φέρει τον τίτλο «Ο βασιλιάς με τα κίτρινα (1895)». Στην δεσποινίδα Ντ’ Ις, ο αμερικανός «μάγος του φανταστικού» αποτυπώνει με απαράμιλλο τρόπο ένα υπόδειγμα παραδοσιακού γυναικείου χαρακτήρα. Η πένα του περιγράφει ανάγλυφα μια αρχετυπική θηλυκή μορφή, χαρίζοντας στους αναγνώστες την λογοτεχνική ηρωίδα-αντανάκλαση του ιδεατού τύπου γυναίκας.
Εκείνο που θα πρέπει να σημειώσουμε αρχικά είναι πως ο Τσέημπερς δεν παρουσιάζει την δεσποινίδα Ντ’ Ις ως μέρος ενός ευρύτερου λογοτεχνικού καμβά. Αντιθέτως, εστιάζει εσκεμμένα σε αυτήν προκειμένου να φωτίσει την αυθεντική της θηλυκότητα ως προέκταση ενός παραδοσιακού περιβάλλοντος και ως εμβάθυνση ενός αριστοκρατικού χαρακτήρα. Είναι σαφές πως το χάρισμα της φαντασίας βοήθησε τον συγγραφέα να προσεγγίσει το αρχετυπικό πρότυπο της γυναίκας ως την πηγή του ενώ η εμπνευσμένη του πένα τον κατέστησε ικανό να το αποτυπώσει στο χαρτί, αφήνοντας στην φανταστική λογοτεχνία μια σπουδαία κληρονομιά και στους πυρήνες των ρομαντικών ένα έξοχο υπόδειγμα ως αντιπρόταση στον Φεμινισμό.
Ξεκινώντας να αναλύουμε το εν λόγω διήγημα οφείλουμε πρώτα να περιγράψουμε συνοπτικά την υπόθεσή του. Ο Τσέημπερς γράφει σε πρώτο πρόσωπο, μιλώντας μέσω του λογοτεχνικού χαρακτήρα ενός αμερικανού των τελών του 19ου αιώνα που έχει βρεθεί σε ένα γαλλικό δάσος για αναψυχή, μα όντας υπερβολικά φιλόδοξος στους υπολογισμούς αγνοεί τις συμβουλές που του έδωσαν με αποτέλεσμα να χαθεί. Χωρίς να πλατιάζει και να επιδίδεται σε επιμέρους περιγραφές, μοναχά από τα λίγα που λέει σε πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας αφήνει με επιτυχία τον αναγνώστη α) να αντιληφθεί ότι ο αμερικανός του διηγήματος αποτελεί προέκταση του εαυτού του και β) να υπονοήσει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με συναισθηματισμό, πείσμα και ευγένεια.
Στη συνέχεια της υπόθεσης ο περιηγητής, ψάχνοντας κάποιο σημάδι για να επαναπροσανατολιστεί, συναντιέται απρόσμενα με μια κοπέλα που κυνηγά λαγούς με την βοήθεια ενός εκπαιδευμένου γερακιού. Όταν αυτός την ρωτά πως θα ξαναβρεί τον δρόμο του εκείνη του απαντά κάπως αόριστα. Ο Τσέημπερς εκμεταλλεύεται αυτή την αοριστία για να δημιουργήσει τα πρώτα ρίγη στους αναγνώστες. Στην συνέχεια του διηγήματος η κοπέλα προτίθεται να φιλοξενήσει τον περιηγητή. Εκείνος την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά και στο διάστημα που φιλοξενείται στον παράξενο πύργο της, σε ένα μέρος που μοιάζει ξεχασμένο στην μεσαιωνική εποχή, της εκφράζει τα συναισθήματά του. Ο έρωτας που γεννιέται θα έχει ωστόσο ένα τέλος που από την μια είναι κάπως άγαρμπο σε σχέση με τις λογοτεχνικές δυνατότητες του Τσέημπερς και από την άλλη ταιριάζει σε μια ιστορία υπερφυσικού τρόμου. Εκείνο, όμως, που δείχνει να ενδιαφέρει τον Τσέημπερς περισσότερο -και που σίγουρα καταφέρνει- είναι όχι να δώσει στο διήγημα ένα συναρπαστικό τέλος μα να σφυρηλατήσει λογοτεχνικά την ιδεώδη γυναίκα μιας αριστοκρατικής παραδοσιακής κοινωνίας.
Οι πρώτες αναλυτικές περιγραφές της είναι ενδεικτικές του τι εννοώ. «Το ωραίο της κεφάλι με τις καστανές μπούκλες ήταν στολισμένο με ένα καλλωπιστικό κάλυμμα...Το χειροποίητο κυνηγετικό φόρεμα με τα ασημένια πλαίσια στις άκρες τόνιζε υπέροχα το λυγερό κορμί της και στο γαντοφορεμένο της καρπό είχε ένα από τα αγαπημένα της γεράκια. Με μια αφοπλιστική απλότητα μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε στον κήπο της αυλής» και «συνειδητοποίησα ότι θα έδινα και την ζωή μου για να αγγίξω εκείνες τις τριανταφυλλένιες παλάμες» μιας γυναίκας που μιλούσε με μια γλυκιά σοβαρότητα που σπάνια συναντά κανείς, παρά μόνο σε παιδιά.
Η πρώτη αυτή αναφορά στο πως βλέπει ο αμερικανός περιηγητής την δεσποινίδα Ντ’ Ις εστιάζει σε δυο σημεία. Αρχικά στην εξωτερική της εμφάνιση, με το «ωραίο κεφάλι», το «λυγερό κορμί» και τις καλοφτιαγμένες παλάμες, κι έπειτα στους όμορφους και ανεπιτήδευτους τρόπους της χαρακτηριστικά των οποίων αποτελούν η αφοπλιστική απλότητα και η γλυκιά ομιλία με την παιδική σοβαρότητα. Και στα δυο σημεία εστίασης αναδεικνύεται μια παραδοσιοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων. Ωραία εξωτερική εμφάνιση και τρόποι που βασίζονται στον αυθορμητισμό ενός ψυχικού πλούτου δημιουργώντας οικειότητα. Πρόκειται για σχήματα της γνήσιας παραδοσιακής αριστοκρατικής αντίληψης, πριν αυτή εκφυλιστεί σε τετριμμένη τυπολατρεία.
Στην συνέχεια ακολουθούν σχόλια σχετιζόμενα με την αγωγή της δεσποινίδος. Ο Τσέημπερς μέσω της αφήγησης του λογοτεχνικού του ήρωα θαυμάζει το γεγονός ότι η Ντ’ Ις «γνώριζε τους μύθους του Λουπ Γκαρού και της Ζαν λα Φλαμ..Κεντούσε και έγνεθε λινάρι. Τα γεράκια και τα λαγωνικά ήταν η μόνη της διασκέδαση». Η μέθεξη στους μύθους και την ιστορία του τόπου αποτελούν βασικό γνώρισμα της παραδοσιακής παιδείας, οι γνώσεις στο κέντημα και τις γυναικείες δουλειές της προνεωτερικής εποχής αναδεικνύουν την ικανότητά της και στα οικιακά ενώ τέλος η ενασχόληση με το κυνήγι δείχνει τον δυναμισμό της. Μάλιστα, η διευκρίνιση πως το κυνήγι αποτελεί την μόνη της διασκέδαση έρχεται για να ξεκαθαρίσει πως μια τέτοια έξοχη γυναίκα δεν σχετίζεται με κοσμικές παρεκτροπές πομπωδών διασκεδάσεων που σε πολλές ιστορικές περιπτώσεις αποτέλεσαν στρεβλώσεις του αριστοκρατικού ιδεώδους.
Κλείνοντας αυτή την άτυπη ενότητα που αφορά την αγωγή της Ντ’ Ις ο περιηγητής παραθέτει μια διαπίστωση με αισθητικό και πολιτικό υπόβαθρο. Λέγοντάς της το όνομά του την βλέπει να ανταποκρίνεται θετικά. Της αρέσει το όνομα Φίλιπ, κι επιμένει ότι εφόσον ονομάζεται έτσι θα πρέπει να έχει γαλλικό αίμα στις φλέβες του. Όπως είναι γνωστό η έμφαση στην καταγωγή και την φυλετική προέλευση αποτελεί διακριτικό των παραδοσιακών αξιών, το οποίο κληρονομήθηκε από τις παραδοσιοκρατικές πολιτικές ιδεολογίες του συντηρητικού και του ριζοσπαστικού εθνικισμού.
Πέρα όμως από την αγωγή της δεσποινίδος, ο Τσέημπερς διεισδύει και στον εσωτερικό της κόσμο δίνοντας έμφαση σε δυο πτυχές. Στην στάση της σχετικά με κάποια ζητήματα και στην ευγένεια της ψυχής της. Όταν ο Φίλιπ της εκφράζει την γνώμη του για τις γυναίκες, μια γνώμη συμβατή με την κατεστημένη αντίληψη περί «ερωτεύσιμου» αλλά και αμείλικτου πλάσματος την οποία συναντάμε σε πολλές παραδόσεις με διαφορετική προέλευση (πχ. τόσο στον χριστιανισμό, όσο και στην φιλοσοφία του Νίτσε), εκείνη απαντά ταραγμένη δείχνοντας την λεπτότητα και την αρχετυπική γυναικεία ευθιξία της, λέγοντας «είναι πολύ σκληρό αυτό που είπατε». Έπειτα, αρνείται ευγενικά την συγγνώμη του και τον προκαλεί σε μια δοκιμασία για να του δείξει πόσο λάθος είναι η γνώμη του. Η «δοκιμασία» δεν είναι άλλη από την φιλοξενία στον πύργο της. Τον προσκαλεί, λοιπόν, στον οίκο της προκειμένου να του δείξει πως μια πραγματική κυρία μπορεί να συμπεριφερθεί σε έναν άνθρωπο που την έχει ανάγκη. Ωστόσο, ο Φίλιπ δεν χρειάζεται να δει περισσότερα γνωρίσματα της Ντ’ Ις. Ο θεός του έρωτα τον έχει ήδη τοξεύσει και ενδόμυχα -μαρτυρά στους αναγνώστες- πως η πρόθεσή του να μιλά μαζί της τον έκανε να πει απερίσκεπτα κάτι τόσο γενικόλογο απευθυνόμενος σε μια τόσο ιδιαίτερη γυναίκα. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία, πάντως, είναι πως ο Τσέημπερς καταφέρνει να διατηρεί ακλόνητο τον ενάρετο χαρακτήρα της Ντ’ Ις ακόμη και σε μια στιγμή με προϋποθέσεις έντασης. Η ευγενική δεσποινίδα δεν αποδοκιμάζει, δεν θυμώνει, δεν αντιδρά με ένταση. Διαφωνεί και πληγώνεται, μα ο ρυθμός του λόγου της παραμένει σταθερός, το ύφος της γλυκά αγέρωχο, η ειλικρίνειά της ανεπιτήδευτη και η ψυχή της βελούδινη σαν τα φύλλα του ρόδου.
Κάπου εκεί ο συγγραφέας αποφασίζει να αναδείξει κάποιες απόψεις του μέσα από τον χαρακτήρα του Φίλιπ. Στην ουσία γίνεται εμφανές πως ο ίδιος ο Τσέημπερς έχει γοητευθεί από την ιδεατή γυναίκα που αποτυπώνει στο χαρτί κι έχει βυθιστεί στον παραδοσιακό κόσμο της μεσαιωνικής αριστοκρατίας του διηγήματος. Έτσι, όταν ο Φίλιπ αναγκάζεται να αλλάξει τα βρεγμένα του σύγχρονα ρούχα και να φορέσει την μεσαιωνικού τύπου στολή που του δίνουν στον πύργο της Ντ’ Ις, αρχικά νιώθει παράξενα. Όταν όμως ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στα δικά του ρούχα και μετά στην στολή που φορά, ομολογεί απερίφραστα «τι φρικτά που ήταν (τα σύγχρονα ρούχα) σε σχέση με την κομψή στολή που φορούσα τώρα». Πρόκειται για μια σαφή αντι-μοντέρνα υποδήλωση εκ μέρους του Τσέημπερς. Κατανοώντας ότι το μεγάλο όπλο της μόδας είναι η επικαιρότητα, μέσω της οποίας ακόμη και κάτι πασιφανώς γελοίο μπορεί να καταστεί γενικά αποδεκτό, ο αμερικανός λογοτέχνης μας καλεί να εισδύσουμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο αντίληψης των πραγμάτων και να συνειδητοποιήσουμε πως οι Ιδέες και τα πραγματικά ωραία σχήματα ζωής μπορούν να καλυφθούν κάτω από την λάσπη και τον κουρνιαχτό της κατευθυνόμενης από συγκεκριμένα κέντρα επιβολής του νεωτερικού «καθώς πρέπει». Όταν η λάσπη ξεπλυθεί από την επιφάνεια των πραγμάτων οι νεωτερικές επιλογές ξεφτίζουν και η λάμψη του αληθινά ωραίου, το οποίο υπάρχει σε μεγάλα αποθέματα εντός του παραδοσιακού πλαισίου ζωής, γίνεται πια ορατή.
Στην συνέχεια του διηγήματος ο Φίλιπ, χωρίς περιστροφές, υπολογισμούς και σκοπιμότητες, με ευγένεια και ευθύτητα, εξομολογείται στην δεσποινίδα Ντ’ Ις ότι την αγαπά. Και σε αυτό το σημείο ο Τσέημπερς εστιάζει σε ένα ακόμη γνώρισμα της ιδεατής γυναίκας. Το εν λόγω γνώρισμα δεν είναι άλλο από τον τρόπο που ανταποκρίνεται στην ερωτική πρόταση ενός άντρα. Η Ντ’ Ις είναι και πάλι ευγενική, χωρίς διάθεση για αμφιλογίες και δισταγμούς. Ανοίγει το παράθυρο της προοπτικής που ζητά ο Φίλιπ, χωρίς όμως να ανταποκριθεί άμεσα, ζητώντας εμμέσως λίγο χρόνο επιπλέον, προκειμένου να γνωρίσει περισσότερο τον φιλοξενούμενό της. Ωστόσο, η όλη της στάση δεν κρύβει σκοπιμότητα. Ο έρωτας έχει αγγίξει και τις δικές της χορδές κι εκείνη δεν το κρύβει. Επιδιώκει μοναχά το αυτονόητο. Λίγη περισσότερη παρέα με αυτόν που αγαπά. Λίγη περισσότερη γνώση. Έτσι, του απαντά με νόημα, ρίχνοντας την γέφυρα αλλά και καλώντας τον ταυτόχρονα να την διαβεί, ότι τα λόγια του αγγίζουν την καρδιά της.
Ο Φίλιπ τελικά διαβαίνει την γέφυρα και κερδίζει την καρδιά της κόμισσας Ντ’ Ις. Η επιβεβαίωση έρχεται με έναν λεπτό ιπποτικό τρόπο. Εκείνη του απλώνει το χέρι κι αυτός της το αγγίζει με τα χείλη του. Πρόκειται για την μοναδική στιγμή σαρκικής επαφής του ζευγαριού σε ολόκληρο το έργο. Και είναι τόσο απαλή, τόσο ευγενική, όσο οι καρδιές των δυο ρομαντικών ηρώων.
Στο τέλος του διηγήματος ο Τσέημπερς βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει και την αξία του να μένει μια γυναίκα πιστή ως γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης, που μόνο μια μορφή με τα αρχετυπικά γνωρίσματα της κόμισσας θα μπορούσε εκφράσει. Ο Φίλιπ ανακαλύπτει ότι έχει διεισδύσει, άγνωστο πως, στην εποχή που χρονολογείται ανάμεσα στο τέλος του μεσαίωνα και την αρχή της αναγέννησης. Η αγαπημένη του κόμισσα ζει περίπου τριακόσια χρόνια πριν. Ωστόσο, οι μεταφυσικές ισορροπίες διαταράσσονται ξανά έπειτα από έναν επικίνδυνο τραυματισμό του. Ο περιηγητής ξαναβρίσκεται άξαφνα στην δική του εποχή, μπροστά από τον τάφο της καλής του, όπου διαβάζει στον τύμβο της πως πέθανε νέα για την αγάπη του Φίλιπ, ενός ξένου. Σίγουρα είναι μεγάλο το εύρος των συναισθημάτων που γεννά αυτό το τέλος. Εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας ιστορίας υπερφυσικού τρόμου, δημιουργεί την αίσθηση μιας γλυκόπικρης απώλειας που βασίζεται στην τραγικότητα ενός χαμένου μεγάλου έρωτα, προκαλεί αιφνιδιασμό (σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την λογοτεχνία του φανταστικού) και πολλά άλλα. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή, ο Τσέημπερς δεν παύει να μας υπενθυμίζει ότι η κόμισσα Ντ’ Ις αφιερώθηκε πραγματικά στον άντρα που αγάπησε, με αποτέλεσμα να πεθάνει από την στενοχώρια της για την απώλειά του.
Κλείνοντας, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πένα του Τσέημπερς βουτήχτηκε στο μελάνι του κόσμου των Ιδεών και κατάφερε να μας παρουσιάσει τον ιδεώδη τύπο της γυναίκας. Ανεπιτήδευτη, όμορφη, ευγενική, αιθέρια, συναισθηματική, δυναμική και πιστή. Μα πάνω απ’ όλα παραδοσιακή και αληθινή. Πραγματική γυναίκα και όχι απογυναικοποιημένο θηλυκό σαν κι αυτά που γέμισε τον κόσμο της εποχής μας η λογική της Νεωτερικότητας.
Κι αν κάποιοι προβάλουν το επιχείρημα ότι χαρακτήρες όπως της δεσποινίδος Ντ’ Ις υπάρχουν μόνο στα παραμύθια και στις φανταστικές ιστορίες, θα πρέπει να τους προτείνουμε να διαβάσουν ιστορία και να τους υπενθυμίσουμε πως και το μοντέλο του ανθρώπου των καιρών μας -με τις «προοδευτικές» αντιλήψεις (ανάμεσα στις οποίες και οι φεμινιστικές), τις διεθνιστικές ιδεοληψίες και τις ωφελιμιστικές πρακτικές- πριν την έλευση της νεωτερικής εποχής υπήρξε μόνο στις εφιαλτικές σκέψεις κάποιων philosophes του Διαφωτισμού. Η διανοητική τους επικράτηση και οι γεωπολιτικές τους νίκες ήταν αυτές που το έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο.
Όπως αναφέραμε και πιο πριν οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, ωστόσο οι Αλήθειες παραμένουν παντοτινές, σταθερές και αδιασάλευτες στην σφαίρα των Ιδεών. Στόχος της ζωής του ανθρώπου πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση αυτών των Αληθειών. Και σε αυτή την προοπτική η φαντασία των καλλιτεχνών έχει τον πρώτο λόγο. Εντούτοις, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και ο ανθρώπινος προσανατολισμός χάνεται, χαοτικές και ακαλαίσθητες δυνάμεις τραβούν τις ματιές των ανθρώπων από τα αρχέτυπα, καταφέρνοντας να τις αιχμαλωτίσουν σε έννοιες επίπλαστες και τρόπους κίβδηλους. Απόρροια αυτής της κατάστασης αποτελούν ο Φεμινισμός, ο διεθνισμός, η παγκοσμιοποίηση, η απώλεια των έμφυλων ρόλων, κοντολογίς η απώλεια της ουσίας της ζωής στην οποία μας έχει οδηγήσει η εποχή της Νεωτερικότητας συνολικά.
Ο Ρομαντικός δρόμος, όμως, οδηγεί αλλού. Ας αφυπνίσουμε, λοιπόν, τα ρομαντικά ένστικτα και πάλι. Ας εκκολάψουμε τους ρομαντικούς των καιρών μας. Και ας πολεμήσουμε μέχρι τέλους για να αναστήσουμε τους ήρωες που προσδοκούμε, τις δεσποινίδες Ντ’ Ις που ονειρευόμαστε, τον άνθρωπο που μας αξίζει, το έθνος που ανήκουμε. Σε τελική ανάλυση, τα πάντα είναι αγώνας!