1991.
Διανύω τα πρώτα έτη της εφηβείας. Ο ανίκητος ήλιος του αθηναϊκού ουρανού λούζει
το μέτωπο και πυρώνει την μελαχρινή χαίτη μου. Μάιος. Μια ακόμη σχολική χρονιά
πλησιάζει στο τέλος της. Μια ακόμη περίοδος διονυσιακής μέθης έχει αρχίσει.
Κατεβαίνω τα σκαλιά της πολυκατοικίας.
Ρίχνω μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη της εισόδου. Μάλλον, «μου αρέσω» !
Μαύρη μπλούζα με το λογότυπο «Iron Maiden». Στενό jean. Εφτάρια ημιάρβυλα doc Martens. Ένα μπρελόκ που γράφει «Θύρα
7» κρέμεται στην πίσω τσέπη μου.
Ανοίγω την πόρτα και ξεχύνομαι στους δρόμους της Καλλιθέας.
Δρόμοι πύρινοι. Δρόμοι ζωντανοί.
Στην γειτονιά οι πιτσιρικάδες παίζουν ποδόσφαιρο και τα κορίτσια σχοινάκι. Στα
σκαλιά πολυκατοικιών, περίπου συνομήλικοί μου, κάνουν τα όνειρά τους και τα
πρώτα τους φλερτ. Στα πάρκα και στις μπασκέτες, πυκνές ομάδες ανθρώπων.
Ολόκληρη η νιότη της πόλης συμμετέχει στην γιορτή της άνοιξης.
Κατεβαίνω την λεωφόρο Θησέως.
Ήλιος !
Ήλιος παντού ! Στο πρόσωπό μου. Στον κόσμο της Ελλάδας. Υπέρτατος βασιλιάς !
Αδιαφιλονίκητος άρχοντας !
Λίγο πριν την πλατεία Δαβάκη υπάρχει ένα εστιατόριο fast food, που φέρει την επωνυμία «Hambo». Έχει βγάλει τραπέζια και
καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Εκεί συχνάζει μια μεγάλη ομάδα ακροατών της σκληρής
μουσικής. Γυμνασιόπαιδα και λυκειόπαιδα. Σε λίγο φτάνω κι εγώ.
Kάτω
απ’ το άγαλμα της πλατείας Δαβάκη υπάρχει μόνιμα εγκατεστημένη μια ακόμη ομάδα
χεβυμεταλλάδων. Μερικά μέτρα πιο πέρα, σε άλλο fast food, συχνάζουν αυτοί που βάσει της ορολογίας
μας αποκαλούνται «φλώροι». Στην πραγματικότητα πρόκειται για παρέες παιδιών, το
ίδιο ζωντανές και άγριες με εμάς, που απλώς ακούνε pop μουσική.
«Ναό» του σκληρού ήχου στην
Καλλιθέα αποτελεί ένα μαγαζί ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που βρίσκεται κοντά στον
ηλεκτρικό σταθμό και φέρει το όνομα San Francisco, αλλά
είναι γνωστό με το παρατσούκλι «Βιβή». Στο στέκι της «Βιβής» χωράνε όλες οι
κοινότητες του σκληρού ήχου. Από νοσταλγούς του Rock’n’Roll μέχρι οπαδούς των πιο
ιδιαίτερων προεκτάσεων του Heavy Metal.
Hambo-πλατεία
Δαβάκη-«Βιβή»-Στάδιο Καραϊσκάκη. Η διαδρομή ασταμάτητη, ονειρική.
Το
βράδυ μπορεί να γίνει πάρτυ. Το πάρτυ είναι κοινωνικό γεγονός για όλους τους
νέους της πόλης. Μαθαίνουμε ότι πρόκειται να γίνει ένα στην περιοχή της Αγίας
Ελεούσας. Δεν γνωρίζουμε ποιος το κάνει, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σε λίγη
ώρα είμαστε εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που βλέπουμε για πρώτη φορά. Και οι
υπόλοιποι παρευρισκόμενοι δεν είναι όλοι γνωστοί, αλλά ούτε κι αυτό έχει
σημασία. Έτσι γίνεται. Όπου υπάρχει κόσμος και μουσική, μαζευόμαστε όλοι.
Κάποιες φορές τσακωνόμαστε και μετά μιλάμε μέρες ολόκληρες για τις εποποιίες
μας κατά την διάρκεια της συμπλοκής.
Σχολείο χωρίς εξοντωτικές εξετάσεις, στον απόηχο ακόμη της «μεταρρύθμισης
Τρίτση». Περιβάλλον χωρίς απάνθρωπες απαιτήσεις. Νοοτροπία χωρίς εργαλειακό
ορθολογισμό και δίχως ωφελιμιστικές σκοπιμότητες. Μια νεολαία άγρια και
συναισθηματική. Πεζοδρομιακός βίος. Αριστοκρατική αλητεία[1]. Μόνα
αγκάθια η συχνή βία και τα ναρκωτικά.
Ο διπλανός μου ζωγραφίζει στο θρανίο «αλφάδια», εγώ «κέλτικους». Κοιτάζω με
δέος τους σμιλεμένους μυώνες του Κόναν και του Μπλεκ. Μοιράζομαι με άλλους
οπαδούς του σκληρού ήχου το Metal Hammer.
Ακουμπώ στο γραφείο μιας φίλης και βλέπω τον Jon Bon Jovi με την κατσαρή χαίτη και
το μπλουζάκι του Superman να
γελά ευτυχής. Αντιγράφουμε βινύλια σε κασέτες… ανυποψίαστοι για το τι συμβαίνει
στον κόσμο και μην μπορώντας να αντιληφθούμε τα σύννεφα της καταιγίδας που
συγκεντρώνονται στο βάθος του ορίζοντα.
Μια σαθρή αυτοκρατορία καταρρέει. Όμως, μαζί της καταρρέει και κάθε μορφή τάξης
στην μισή Ευρώπη. Λίγους μήνες μετά ένας ύπουλος νάνος θα γεννηθεί στο
Μάαστριχτ της Ολλανδίας. Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού κάποιοι υποστηρίζουν
ότι τα τελευταία ίχνη της παλαιάς εποχής πρέπει να σβήσουν. Η παγκοσμιοποίηση
έχει γεννηθεί και καλπάζει πάνω στο δρεπανηφόρο άρμα της. Η Νεωτερικότητα
μεταβαίνει στην μεταμοντέρνα της φάση. Μονομερείς παρεμβάσεις των ισχυρών και
βόμβες αποτελούν το καλωσόρισμά της[2].
Η ζωή μου αλλάζει ραγδαία. Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται γύρω μου. Το
σχολείο γίνεται μια βιομηχανική μηχανή. Τεμαχίζει τον χρόνο και πνίγει την
φαντασία. Απαιτητικό, άκαμπτο. Εκβιάζει αμείλικτα: «Ή μου αφοσιώνεσαι ή σε
πετάω στον κάδο της περιφρόνησης». Δεν το ενδιαφέρει η γνώση, αλλά η μάθηση[3].
Η νεολαία αναδιπλώνεται. Είμαι από αυτούς που επιλέγουν να συνεχίσουν να ζουν
με τον παλιό τρόπο. Επιρρεπής στην μαγεία της πεζοδρομιακής περιπλάνησης αλλά
και συνεπής στις τυπικές σχολικές απαιτήσεις. Χάσμα! Η ενότητα της παλιάς ζωής
έχει διαμελισθεί.
Οι δρόμοι αδειάζουν. Ανήκουν πια στο περιθώριο και τους μετανάστες. Τα στέκια
κλείνουν. Οι παρέες χάνονται. Η μουσική αλλάζει. Η κοινωνικοποίηση αποσυνδέεται
εν πολλοίς από την τέχνη. Τα comics, τα
περιοδικά, τα μουσικά ρεύματα, τα παλιά σημεία αναφοράς της νεολαίας ξεφτίζουν.
Ακόμη και ο κόσμος του γηπέδου επηρεάζεται από τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Κάθομαι
οκλαδόν και στηρίζω το πρόσωπο στην γροθιά μου. Φαινομενικά κοιτάζω τις αρβύλες
μου, που αρχίζουν να δείχνουν παράκαιρες. Στην πραγματικότητα κοιτάζω στο βάθος
του εαυτού μου. Δεν μου αρέσει αυτό που ζω. «Πως άλλαξαν έτσι οι καιροί;»
Πλέον, κραυγαλέα ακαλλιέργητες σεξουαλικές τηλεπαρουσιάστριες δίνουν τον τόνο
για την κοινωνικοποίηση και τον σχηματισμό της κυρίαρχης κουλτούρας.
Υπάνθρωποι, που αφαιρούν από το life style, το glamorous στοιχείο
για να το κάνουν μαζικό, ξεφυτρώνουν μέσα από κρατικοδίαιτα ιδιωτικά έντυπα.
Καθαγιασμένοι από την λάμψη της νέας mediaκής
θεότητας, τραβούν τις ματιές από τον ήλιο του ελληνικού δρόμου.
Ο
άγριος αυθορμητισμός βουλιάζει στον βάλτο ενός κούφιου και αντιαισθητικού
καθωσπρεπισμού. Η νεανική κουλτούρα αντικαθίσταται από το βλαχομπαρόκ κιτσαριό,
που διαπερνά ηλικίες και μεταγράφει στον τόπο μας (με έναν νέο-οθωμανικό επαρχιωτισμό)
την χοντροκοπιά της κυρίαρχης κουλτούρας του παγκοσμιοποιημένου αστισμού. Το
αγαπημένο μας Heavy Metal ασθμαίνει υπό το βάρος επιδερμικών εναλλακτικών ρευμάτων του
σκληρού ήχου, που υποστηρίζονται από το πολιτιστικό κατεστημένο της Αριστεράς
και του Αναρχισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει ήδη δείξει τις πρώτες «ομορφιές»
του «θαυμαστού του κήπου». Όμως, δυστυχώς, οι πιο πολλοί θα αργήσουν να το
αντιληφθούν…
2011. Έπειτα από είκοσι χρόνια το γυαλιστερό περιτύλιγμα αυτού του άδειου
τρόπου ζωής έχει αρχίσει να χάνει την λάμψη του. Μαζί του ξηλώνεται και το
σύνολο ενός παρακμιακού πολιτικού συστήματος, που εδώ και τρία χρόνια
κλυδωνίζεται από συνεχείς δοκιμασίες. Χρειάζεται ένας άνεμος για να παρασύρει
το άχρηστο αυτό περιτύλιγμα του νέου ελληνισμού.
Ο
ελληνικός λαός αποδεικνύεται τελικά ζωντανός. Σπάει τα δεσμά της χειραγώγησης.
Χωρίς κομματικές τομές, χωρίς συνδικαλιστική επιτήρηση, μεταρσιωμένος σε
συλλογικό σώμα, αναβαπτισμένος ως πραγματικό έθνος, κάνει ξανά τους δρόμους
δικούς του. Τον Μάιο του 2011 η Ελλάδα ξαναγεννιέται στην πλατεία Συντάγματος.
Σήμερα.
Έναν και πλέον χρόνο μετά. Η παλιά θεότητα έχει γκρεμιστεί. Η μεταπολίτευση
είναι νεκρή. Το γεγονός ότι οι σαλτιμπάγκοι της κρατούν ακόμη τις κυβερνητικές
θέσεις δεν αντανακλά την δομική και ιδεολογική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας
που έχει συντελεστεί. Η μεταπολίτευση, ως ιστορική ουτοπία που περιείχε οράματα
και προοπτικές, έχει καταρρεύσει, αφήνοντας εκτεθειμένη την εξουσία της χώρας
ως γυμνή κατοχή, άνευ ιδεολογικού μανδύα.
Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή ! Η κρισιμότητα της κατάστασης απαιτεί λεπτές
κινήσεις. Μια εξουσία δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ χωρίς ιδεολογική νομιμοποίηση.
Το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει στον κάδο αχρήστων της ιστορίας το
περιτύλιγμά της. Όμως, το νέο που προορίζεται να την αντικαταστήσει δεν έχει
ακόμη αποκαλυφθεί και είναι σαφές ότι διαμορφώνεται. Ας βάλουμε, λοιπόν, εμείς
οι Έλληνες ρομαντικοί τις πένες και τις γροθιές μας, προκειμένου να δώσουμε,
στο νέο που προσδοκούμε, τον προορισμό που αποκαλύπτουν οι πτήσεις της
φαντασίας μας.
Τα πρώτα βήματα έχουν γίνει. Μια απλή βόλτα στις συνοικίες των Αθηνών θα μας
πείσει περί του λόγου το αληθές. Οι Έλληνες είναι ξανά στους δρόμους. Για να
διασκεδάσουν και να αγωνιστούν. Εντούτοις, υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να
κάνουμε, προκειμένου να προλάβουμε τις εξελίξεις και να μην επιτρέψουμε στα
κέντρα των εκφραστών της Νεωτερικότητας να παρουσιάσουν την μεταπολίτευση ως
μια μοντέρνα πολιτική κατάσταση, που οφείλει να αντικατασταθεί από μια
μεταμοντέρνα αντιγραφή της. Οι γειτονιές πρέπει να προσλάβουν τα γνωρίσματα της
ρομαντικής πνευματικότητας. Το κενό πρέπει να γεμίσει από την ορμή μας. Οι
δρόμοι της πρωτεύουσας είναι ο χώρος τον οποίο κερδίσαμε από το «κλινικά νεκρό»
καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης και πρέπει να παραμείνει δικός μας.
Ο
περυσινός ξεσηκωμός της πλατείας Συντάγματος αποτέλεσε μια απρόσμενη αλλά και
σημαδιακή αρχή. Ας την εξελίξουμε σε μια επανάσταση των ρομαντικών, σε μια
αντεπίθεση των παραδοσιοκρατών, σε μια νίκη των εθνικιστών. Για να γίνει, όμως,
το ζητούμενο πράξη κρίνω απαραίτητη μια νοερή αναδρομή στο παρελθόν. Γιατί σ’
αυτό θα βρούμε κάποια στοιχεία κομβικής σημασίας για τον σκοπό μας.
Τριγυρνώ στις πλατείες και στους χώρους μαζικής συνάθροισης των Αθηνών. Συναντώ
νέους, μεσήλικες και ηλικιωμένους. Η εποχή της χειραγωγούμενης από το επίσημο life style μαζικής
κοινωνικής συνάθροισης σε χώρους περιφρουρημένους από μπράβους και πορτιέρηδες
και σε πλαίσια βιομηχανικά αποτυπωμένης διαφθοράς (που συμβατικά αποκαλούμαι
διασκέδαση) έχει υποχωρήσει. Πλέον, αρκετοί από τους αθηναϊκούς δρόμους σφύζουν
από ζωή. Ήταν, εξάλλου, αναμενόμενο ότι η περυσινή κατάκτηση της πλατείας
Συντάγματος, εκτός από τους έντονους συμβολισμούς, θα μας άφηνε και καθημερινές
πρακτικές συνήθειες.
Εντούτοις, αντιλαμβάνομαι ότι λείπουν κάποια συστατικά που θα έκαναν το
κοινωνικό φίλτρο της εποχής μας μαγικό. Συστατικά που υπήρχαν το 1991 και την
εποχή που η ελληνική κοινωνία δεν είχε δεθεί στα δεσμά της παγκοσμιοποίησης και
του καθωσπρέπει life style.
Συστατικά που είναι απαραίτητα προκειμένου να αποτυπώσουμε την επαναστατική
ρομαντική ταυτότητα στους Έλληνες που βρίσκονται στους δρόμους.
Δυο εξ αυτών των συστατικών που απουσιάζουν είναι ο ενθουσιασμός και ο
ανδρισμός.
Ο
ενθουσιασμός ! Κοιτάζω τους χεβυμεταλλάδες της εποχής μας και συναντώ συχνά
βλέμματα απλανή και πρόσωπα νωθρά. Μου θυμίζουν μοναχούς με μπλούζες συγκροτημάτων
ή μέλη μαρξιστικών οργανώσεων. Κοιτάζω τους συμπολίτες μας που αναζητούν το
καινούργιο και εισπράττω απόγνωση. Πού είναι ο παλιός ενθουσιασμός;
Πού
είναι οι «εισβολές» στα πάρτυ και πού τα στέκια εκτός των ελεγχόμενων
Εξαρχείων; Πού είναι οι μεταλλικές φάλαγγες, των οποίων η θέα έκανε τους αστούς
να αλλάζουν πεζοδρόμιο;
Κοιτάζω
τους παλιούς συναγωνιστές. Αισθάνομαι νοσταλγία συνοδευόμενη από ένα τεράστιο
«γιατί;». Κοιτάζω τους νέους και νιώθω ενοχές.
Ο
ανδρισμός ! Είναι σαφές πως η επέλαση του life style μας έφερε ενώπιον ενός
θεάματος που για όλους τους άντρες είναι ελκυστικό. Αναφέρομαι στις αισθητικές
επιλογές των κοριτσιών, οι οποίες τα έκαναν περισσότερο σεξουαλικά από ποτέ.
Αναφέρομαι ακόμα και στην έντονη παρουσία τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι που
παλαιότερα δεν υπήρχε. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή εμπεριείχε και μια μεγάλη παγίδα.
Την θηλυκοποίηση της ελληνική κοινωνίας και την απογυναικοποίηση των θηλυκών.
Το διεφθαρμένο συστημικό life style έχτισε μεγάλο μέρος της τυραννίας του πάνω σ’ αυτό το
θεμέλιο. Και οι κάποτε άνδρες μετατράπηκαν σε άβουλους ακόλουθους της σαρκικής
έλξης. Και οι νέες γενιές των αγοριών δεν πρόλαβαν να βιώσουν κάτι από την
κατάσταση που παλαιότερα ορίζαμε ως ελληνικό ανδρισμό.
Είναι άραγε σήμερα εφικτή η συλλογική επανάκτηση της παλαιότερης αντρικής
ταυτότητας; Υπάρχει περίπτωση να καταληφθούμε ξανά από εκείνο τον χαμένο
συλλογικό ενθουσιασμό; Ποιος είναι ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στην νίκη και
στο βάθος του εαυτού μας;
Οι μυημένοι γνωρίζουν πως η απάντηση περικλείεται σε μια λέξη: ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Η
πηγή των αντινεωτερικών κινημάτων και συμπεριφορών. Ο πατέρας της νεώτερης
λογοτεχνίας του φανταστικού. Η εσώτερη φλόγα στις ατραπούς της αναζήτησης.
Συνοδοιπόροι και συναγωνιστές, απευθύνομαι
σε σας,
Ιδεοφόροι πρόμαχοι του πολιτισμού και
περιπλανώμενοι φύλακες των δρόμων,
βαδίζουμε χρόνια πια στις παρυφές του
πεδίου της υλικής εμπειρίας.
Σταθήκαμε κατά καιρούς ακοίμητοι σε
φασματικά περάσματα, αγναντεύοντας τον κόσμο των αρχετύπων.
Σε σιδερόφρακτες πύλες κρεμασμένοι και σ’
αγκαθωτούς κήπους περιπατητές
υψώσαμε τις φωνές και τις γροθιές μας.
Μάθαμε να αφουγκραζόμαστε τους ψιθύρους των
ανέμων και να βαστάμε λίγο κουράγιο για μετά,
για την ώρα που οι άλλοι χάνονται.
Ας απαντήσουμε και τώρα στο κάλεσμα των
καιρών,
ότι οι ψυχές μας είναι φτιαγμένες από
φωτιά,
οι κρίσεις μας από πάγο και οι πένες μας
από ατσάλι.
Ας θυμηθούμε,
οι δρόμοι αποτελούν προεκτάσεις του
συλλογικού μας Εγώ
από την εποχή που βαδίσαμε δίπλα στους
τριακόσιους του Λεωνίδα
ως την ημέρα που γνωρίσαμε τον γοργοπόδαρο
Άραγκορν.
Κι έτσι, ας πορευτούμε στις ατραπούς του
πεπρωμένου μας
κρατώντας έναν φλεγόμενο πυρσό
για το άκαμπτο κορμί του νεκρού Μαλιγκρίς
της μεταπολίτευσης.