Ο "Παλιάτσος κι ο Ληστής"

                                                             του Σταμάτη Μαμούτου

Παρακολούθησα, χθες το βράδυ, την συνέντευξη που παραχώρησε ο πρώην υπουργός εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, σε εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης, που παρουσιάζει ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Κοτρώτσος. Έχοντας φρέσκα στο νου τα όσα είπε ο κύριος Κοτζιάς, θα ήθελα να παραθέσω κάποιες παρατηρήσεις.

1) Ο προφορικός λόγος του Νίκου Κοτζιά αποκαλύπτει ότι ο πρώην υπουργός είναι μια προσωπικότητα της οποίας η εγωμανία αγγίζει τα όρια της κομπορρημοσύνης.

2) Από τα όσα είπε χθες, και από τα όσα έπραξε ως υπουργός εξωτερικών, φαίνεται ότι διαθέτει έναν μεθοδικό τρόπο σκέψης και καλές οργανωτικές ικανότητες. Ωστόσο, τα γνωρίσματα αυτά, για να γίνουν εθνικά επωφελή, θα πρέπει να έχουν έναν σωστό πολιτικό προσανατολισμό, που στην προκειμένη περίπτωση δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Ο στεγνά επιστημονικός νους, με τις εργαλειακά μεθοδολογικές του απολήξεις, έχει αποδειχτεί, απ’ την ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας, ότι είναι συνθήκη ικανή για πολλά πράγματα, αλλά όχι απαραίτητα για τις προσωπικότητες που έχουν ηγετικές αρμοδιότητες.  

3) Ο κύριος Κοτζιάς ανέφερε ότι έχει στα χέρια του κάποιες επιστολές που, αν τις δημοσιοποιήσει, θα αποκαλύψουν τον υποκριτικό ρόλο τον οποίο παίζουν, με φόντο το μακεδονικό, κάποιοι επιφανείς πολιτικοί της χώρας. Γνώμη μου είναι ότι με το να μην τις αποκαλύπτει γίνεται κι ο ίδιος συνένοχος. Η αλήθεια είναι το ζητούμενο όχι μόνο για το μακεδονικό, μα για οποιοδήποτε πολιτικό ζήτημα. Συνεπώς, ο κύριος Κοτζιάς με την συγκεκριμένη του στάση δεν επιτρέπει να αποκαλυφθούν κάποιοι πολιτικοί απατεώνες.

4) Η ροή του λόγου του κυρίου Κοτζιά θύμισε, κάποιες στιγμές, φουσκωμένο ποτάμι. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό είναι ύφος κυβερνητικού παράγοντα (με εξαίρεση την θέση του πρωθυπουργού). Πρόσεξα ότι πάνω στην ροή των ακατάπαυστων διαδοχικών του φράσεων υπέπεσε σε προφανείς αντιφάσεις, μικρής ενδεχομένως σημασίας, αλλά ενδεικτικές για την εξαγωγή κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, την μια στιγμή είπε ότι η κλασική μέθοδος των εθνικών συκοφαντών είναι να λένε ότι «για τον τάδε άνθρωπο ακούγεται αυτό, αλλά εγώ δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω». Και την αμέσως επόμενη στιγμή, χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο ως δικό του επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι «για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν θέματα του υπουργείου των εξωτερικών υπάρχει η φήμη ότι, (πριν γίνει ο ίδιος υπουργός), πληρώνονταν με μαύρα κονδύλια του υπουργείου για να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, αλλά αυτός δεν είναι σε θέση να το αποδείξει».  Ασχέτως της αλήθειας που, ασφαλώς, μπορεί να εμπεριέχει το συγκεκριμένο επιχείρημα, το γεγονός ότι ο κύριος Κοτζιάς αντιφάσκει, κάνοντας ό,τι κατήγγειλε το μόλις προηγούμενο λεπτό στην αμέσως προηγούμενη απάντηση, φρονώ ότι αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό για τον τρόπο που συγκροτεί την σκέψη του ως πολιτικός (και, συνακόλουθα, για την διαπραγματευτική του δυναμική).

5) Μολονότι ο παρουσιαστής είχε φροντίσει να διαμορφώσει ένα φιλικό κλίμα, ο πρώην υπουργός απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα επικαλούμενος τις παθογένειες και τις αντιφάσεις της Νέας Δημοκρατίας. Μα κύριε πρώην υπουργέ, στην Νέα Δημοκρατία απαντάτε καθημερινά στην Βουλή. Στον ελληνικό λαό πότε θα απαντήσετε; Την ουσία των ερωτημάτων, πότε θα την δείτε; Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει διαχρονικά εξωφρενικές υποχωρήσεις στο μακεδονικό ζήτημα, δεν νομίζω να είναι σοβαρή δικαιολογία προκειμένου εσείς να συνεχίσετε από το σημείο που εκείνη είχε σταματήσει (έστω κι αν έπειτα κινηθήκατε, σύμφωνα με τα λεγόμενά σας, σε καλύτερη κατεύθυνση). 

6) Από την χθεσινή συνέντευξη αποκαλύφθηκαν τρία στοιχεία. Πρώτον, ότι ο Σεραφείμ Κοτρώτσος συνεχίζει να παίζει τον ρόλο του τηλεοπτικού συμπέθερου, που οργανώνει πολιτικά προξενιά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους σχηματισμούς της κεντροαριστεράς. Δεύτερον, ότι το δέλεαρ της εξουσίας κάνει ακόμη τα μάτια του κυρίου Κοτζιά να γυαλίζουν, πράγμα που έχει σχέση και με τις επερχόμενες προεκλογικές συνεργασίες. Τρίτον, ότι η κεντρική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι πια η αντιστροφή της θεωρίας των δυο άκρων. Η κυβέρνηση Σαμαρά προσπάθησε να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι αποτελούσε τον μέσο πόλο που ισορροπούσε ανάμεσα στους, αντιδημοφιλείς στην εξουσιαστική ελίτ, λαϊκιστές της μαρξιστικής αριστεράς από την μια και εκείνους του εθνικιστικού χώρου από την άλλη. Πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι αυτός είναι η θεμέλια λίθος μιας σοσιαλφιλελεύθερης συμμαχίας του κέντρου, που ακινητοποιεί τους δυο μεγάλους πολιτικούς αντιπάλους της εποχής μας. Δηλαδή, τον νεοφιλελευθερισμό με τις κοινωνικά διαλυτικές του συνέπειες, από την μια, και τον εθνικισμό που απειλεί την υπάρχουσα αστική ελίτ εξουσίας, από την άλλη.


Καταληκτικά, η χθεσινή συνέντευξη συνέχισε να επιβεβαιώνει την αμφιβολία μου για το αν  όντως  μπορεί να υπάρξει κάποια διέξοδος από την ασφυκτική μέγγενη της παγκοσμιοποιημένης εξουσίας του αστικού κεφαλαίου, όπως συζητούσαν ο «παλιάτσος με τον ληστή» στο παλιό τραγούδι του Ντύλαν, που διασκευάστηκε πολλές φορές. Οι πολιτικές μαριονέτες της νεωτερικής εξουσιαστικής ελίτ απευθύνονται μόνο σε αυτήν ή συζητούν μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον ελληνικό λαό.

Ασφαλώς, έχουν στα χέρια τους το ελλαδικό κράτος. Ας αγωνιστούμε, τουλάχιστον, προκειμένου να μην τους επιτρέψουμε να πάρουν στα χέρια τους εξολοκλήρου και την ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτό το πεδίο, στην υπεράσπιση της δικής μας ελληνικής κοινωνικής ζωής και ταυτότητας δηλαδή, μπορούμε ακόμη να δώσουμε μάχες. Με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας.

Αυτό είναι και το κύριο συμπέρασμα που εξήχθη από τις κινητοποιήσεις για το μακεδονικό. Το όνομα μπορεί να χάθηκε- ή να είχε χαθεί προ πολλού. Να μην χαθεί, όμως, και η ελληνική ψυχή. Να μην χαθεί η ευκαιρία να ορθώσουμε ένα τείχος κοινωνικής αντίστασης. Γιατί η παγκοσμιοποίηση και οι πολιτικές της μαριονέτες δεν θα αρκεστούν στο ότι μας έκλεψαν ένα όνομα κι ένα κομμάτι της ιστορίας μας. Θέλουν πολλά περισσότερα. Ας είμαστε, λοιπόν,  προετοιμασμένοι για να έχουμε τις δικές μας απαντήσεις συνεχώς επίκαιρες.   


Πέμπτη 24/1/2019 συγκέντρωση για το μακεδονικό στο Σύνταγμα: Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας

Η κυβέρνηση βιώνει τις τελευταίες ημέρες της δικής της Πομπηίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών δεν αφήνουν αμφιβολία. Οι πολιτικοί της Αριστεράς μολονότι υποστηρίζονται από καταρτισμένους επιστημονικούς συνεργάτες και παρότι κάποτε οσμίζονταν τις κοινωνικές τάσεις εν τη γεννέσει τους, φαίνεται ότι, -λόγω των στενών σχέσεων που ανέπτυξαν με τον εξουσιαστικό πυρήνα της χώρας, δηλαδή με τους ανθρώπους του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού παράγοντα- έγιναν τόσο μαλθακοί, ώστε να χάσουν το ένστικτο επιβίωσης που διέθεταν παλαιότερα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν λίγα χρόνια ότι μια παράταξη, η οποία βάσισε την μεγάλη της ενδυνάμωση στην επιτυχημένη προσέγγιση του μαζικού κινήματος των αγανακτισμένων κατά το 2011, θα δεχόταν το ισχυρότερο χτύπημα από ένα κίνημα το οποίο διαθέτει, σήμερα, τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με εκείνο των αγανακτισμένων (όπως για παράδειγμα τις μαζικές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, τις παράλληλες διαδηλώσεις σε άλλες πόλεις της χώρας, τους αποκλεισμούς σπιτιών πολιτικών κλπ);


Ασφαλώς, όσοι μπορούσαν να αναγνώσουν τα πολιτικά γεγονότα σε ένα βαθύτερο επίπεδο ήταν σίγουροι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να υποκριθεί για πολύ ότι σέβεται το πατριωτικό υπόβαθρο που είχε το κίνημα των αγανακτισμένων. Ακόμη κι αν εκείνη την εποχή είχε κάνει, ως κόμμα, μια σαφή ιδεολογική μεταβολή από την μεταμοντέρνα Αριστερά της δεκαετίας του 2000 σε ένα εθνοαπελευθερωτικό μοτίβο, το οποίο περιελάμβανε αναφορές στις αντιδυτικές λαϊκές καταβολές του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Αργά ή γρήγορα, ιδίως μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος του 2015, οι υποψιασμένοι περίμεναν ότι τα στελέχη του εν λόγω κόμματος θα έβγαζαν το πατριωτικό τους προσωπείο. Λίγοι όμως ανέμεναν ότι το ξεγύμνωμά τους θα έφτανε στο σημείο της σημερινής κατάστασης. Του να δέχονται, δηλαδή, αλλεπάλληλα πολιτικά χτυπήματα από την κοινωνική βάση του ελληνικού έθνους, στα οποία να μην έχουν να αντιτάξουν τίποτε, παρά μόνο αναφορές στον ορθολογισμό και την σύνεση τις οποίες θα ζήλευαν ακόμη και οι πιο αφοσιωμένοι τεχνοκράτες του Κώστα Σημίτη!


Για να καταλήξουμε στο σημερινό αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε δυο τεράστια λάθη. Πρώτον, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η Αριστερά ελέγχει ακόμη το μαζικό κίνημα, προέβη σε οβιδιακές μεταμορφώσεις. Από αντιμνημονιακό κόμμα της «πατριωτικής Αριστεράς» που παρουσιαζόταν την περίοδο 2011-2014, λίγο πριν τις εκλογές του 2015 άρχισε να κατεβάζει τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους εν Ελλάδι τοποτηρητές της. Επέλεξε να διατηρήσει τους υψηλούς τόνους μοναχά για συγκεκριμένες περιπτώσεις προσώπων, που συμβόλιζαν έντονα τον παράγοντα των Βρυξελλών, όπως ο Γιάννης Στουρνάρας, αλλά έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε ομοϊδεάτες του, όπως ο Χρήστος Σπίρτζης, εφόσον αυτοί εντάχθηκαν στον κομματικό του μηχανισμό. Ασφαλώς, η μεγάλη στροφή έγινε μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015, όπου έχοντας χάσει τα περισσότερα ιστορικά του στελέχη, προσπάθησε να εκφράσει μια παλαιού τύπου «παπανδρεϊκή σοσιαλδημοκρατία», η οποία θα είχε καλές σχέσεις με τον αμερικανικό παράγοντα και θα κρατούσε κάποιες αποστάσεις από τον γερμανικό. Αλλά η όσμωση της κυβέρνησης στο ευρωπαϊκό περιβάλλον προκάλεσε νέες μεταβολές. Πλέον, εδώ κι έναν χρόνο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει μανιωδώς την υποστήριξη των ανθρώπων του γερμανικού παράγοντα στην χώρα μας. Η προσχώρηση ανθρώπων του περιβάλλοντος Σημίτη, όπως ο Αντώνης Λιάκος και η σύζυγός του, αλλά και η ενσωμάτωση συστημικών δημοσιογράφων και πολιτικών της βρυξελιώτικης κεντροαριστεράς στις τάξεις της, έχουν μετατρέψει την κυβέρνηση σε εκφραστή όλων εκείνων που μέχρι πρότινος έβαζε απέναντί της. 


Προκειμένου να κάνει όλες τις παραπάνω κυβιστήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε σε μια εκτίμηση καταφανώς λαθεμένη. Όπως προανέφερα, θεώρησε ότι η Αριστερά ελέγχει ακόμη το μαζικό κίνημα και υπολόγισε ότι επειδή η κύρια δύναμη στον χώρο της Αριστεράς είναι ο ίδιος, οι αντιδράσεις που θα συναντούσε θα ήταν μικρές, εφόσον θα χαλιναγωγούσε τις εκφράσεις διαμαρτυρίας. Αγνόησε, δηλαδή, ότι η μεταπολίτευση έχει τελειώσει από το κίνημα των αγανακτισμένων και ότι πλέον υφίστανται διαφορετικά δεδομένα. Ένα εξ αυτών είναι και το γεγονός ότι μετά από το 2011 υπάρχουν και διαφορετικές κοινωνικές ομαδώσεις από εκείνες της Αριστεράς, που μπορούν να κατεβούν μαζικά σε κινητοποιήσεις. Αυτές οι ομαδώσεις είναι που ισοπεδώνουν σήμερα την κυβέρνησή του.

Το δεύτερο πολύ μεγάλο του λάθος ήταν ότι υποτίμησε την δύναμη του ελληνικού εθνικισμού. Γνωρίζοντας ότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε φροντίσει να ναρκοθετήσει τον εθνικιστικό χώρο με ανθρώπους του που παίζουν διασπαστικό ρόλο, θεώρησε ότι θα μπορούσε να περάσει την συμφωνία των Πρεσπών χωρίς μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Αγνόησε, δηλαδή, ότι ο ελληνικός εθνικισμός δεν εξαντλείται στα πρόσωπα που (όπως εμείς αληθινά ή όπως κάποιοι άλλοι προβοκατόρικα) τον εκφράζουν, αλλά μπορεί να ξυπνήσει θυελλώδη πάθη σε όλα τα πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.


Έτσι, όχι μόνο οδηγήθηκε σε μια αμφιλεγόμενη συμφωνία, αλλά φρόντισε να διαχειριστεί με παιδαριώδη τρόπο τις αντιδράσεις. Με την βεβαιότητα ότι αυτοί ελέγχουν το πεζοδρόμιο, οι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια πρώτη φάση, περιέλουσαν με ένα μπαράζ συκοφαντικών και υβριστικών σχολίων, που θύμιζαν ύφος και γλώσσα πρωτοετών φοιτητριών του αντιεξουσιαστικού χώρου, όσους διαφωνούσαν. Στη συνέχεια έφτασαν στο σημείο να απειλούν με συντονισμένες κινήσεις των καθηγητών και των γνωστών-αγνώστων κουκουλοφόρων, τους έφηβους μαθητές που χρησιμοποιούσαν ως μέσο διαμαρτυρίας για την συμφωνία των Πρεσπών τις σχολικές καταλήψεις. Τέλος, επιστράτευσαν και τα ματ στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, χρησιμοποίησαν την στάση τους στο μακεδονικό για να προσεγγίσουν τους ανθρώπους του περιβάλλοντος Σημίτη!  
  
Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες η υποχώρηση της κυβέρνησης σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα είναι τέτοια που τίποτε δεν δείχνει ικανό να την σταματήσει. Όπως είχαμε γράψει πριν λίγες ημέρες, αν ο Τσίπρας  είχε την στοιχειώδη πολιτική αντίληψη, θα έπρεπε να είχε κλείσει την ατζέντα του το 2018 και τον Ιανουάριο να είχε προκηρύξει εκλογές. Μπορεί να έχανε, αλλά θα είχε ένα τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα. Θα απογύμνωνε το «σύστημα Σαμαρά» και την Νέα Δημοκρατία, αφήνοντας εκείνη να επιλέξει αν θα ψήφιζε ή όχι την συμφωνία των Πρεσπών. Κι επειδή δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Νέα Δημοκρατία θα έκανε ακριβώς ό,τι κάνει κι ο ΣΥΡΙΖΑ, το κυβερνητικό της μέλλον θα ήταν πολύ αμφίβολο μετά από μερικούς μήνες. Ωστόσο, πολιτικές μαριονέτες δεν παίρνουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Ακόμη κι αν δεν έχουν τίποτε να χάσουν. Γιατί έχουν συμφωνήσει με τις Η.Π.Α και την Ε.Ε να κλείσουν το θέμα των Σκοπίων. Για τη Νέα Δημοκρατία υπάρχει δουλειά που πρέπει να γίνει στο ξεπούλημα του «κυπριακού». Και μέχρι να την φέρει σε πέρας, πρέπει να είναι εκλογικά άφθαρτη.

Ξέρουν οι πρεσβείες τι κάνουν. Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι ξέρει και η αποσβολωμένη κυβέρνηση. Αυτή που μας βλέπει, λίγες μέρες μετά το μεγάλο συλλαλητήριο της Κυριακής, να είμαστε ξανά 10.000 Έλληνες (σύμφωνα με εκτίμηση της δημόσιας τηλεόρασης), μέσα στο κρύο και την βροχή, χωρίς να περιμένουμε ότι θα αλλάξει κάτι. Απλά και μόνο για την «τιμή των όπλων» και για να θυμίσουμε ότι τα ιστορικά στίγματα είναι αέναα και θα την ακολουθούν για πάντα.  


«Φυλάττω πίστη στην πατρίδα» –Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ στο συλλαλητήριο για την Μακεδονία (Κυριακή 20/1/2019)

Μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ συμμετείχαν στο χθεσινό συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, που κατέκλυσαν την πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους.


Η προσέλευση του κόσμου ήταν για άλλη μια φορά συγκλονιστική, έστω κι αν επρόκειτο για μια συγκέντρωση που, όπως είχαμε γράψει σε προηγούμενη ανάρτηση, έγινε από την μεριά του ελληνικού λαού για «την τιμή των όπλων» (καθώς, όλα δείχνουν ότι τα πολιτικά φερέφωνα που θα εκτελέσουν τις εντολές της Μέρκελ και του Τζέφρυ Πάιατ θα είναι περισσότερα από 151) και από την μεριά κάποιων άλλων για να αποτελέσει ένα ακόμη πάτημα στην προσπάθειά τους να οργανώσουν ένα (μονοθεματικό) νέο κόμμα.  


Αρνητικοί πρωταγωνιστές του όλου συμβάντος ήταν για άλλη μια φορά οι συστημικοί δημοσιογράφοι δημόσιων και ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Αν ανατρέξει κανείς στις ανταποκρίσεις τους θα διαπιστώσει ότι είναι «φιλτραρισμένες» από τα εκάστοτε συμφέροντα που εξυπηρετούν. Συμφέροντα τα οποία, σε ό,τι έχει να κάνει με την χθεσινή συγκέντρωση, τους προσανατόλισαν στο να περιγράψουν εκτενώς την αντιπαράθεση μερίδας διαδηλωτών με τις αστυνομικές δυνάμεις και να υποβαθμίσουν το καθαυτό γεγονός που ήταν η πολύ μεγάλη συμμετοχή του κόσμου.


Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε την ασύστολη χρήση χημικών από τις αστυνομικές δυνάμεις, αλλά αυτό δεν είναι πια κάτι που μας εκπλήσσει. Όσοι συμμετέχουμε πολλά χρόνια σε μαζικές κινητοποιήσεις, γνωρίζουμε πια τις τακτικές του κράτους και του παρακράτους.


Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι το πρωτόγνωρο πείσμα και την ανυποχώρητη διάθεση που επιδείξαμε ως διαδηλωτές. Μια διάθεση που μας έκανε να παραμείνουμε στο σημείο του συλλαλητηρίου για αρκετό χρόνο, μολονότι οι «κυρα-Όλγα» και η «μαντάμ Κατερίνα» είχαν δώσει εντολή να αδειάσουν οι αποθήκες χημικών της ΕΛ.ΑΣ. επάνω μας.  Οψόμεθα για την συνέχεια…πολύ σύντομα!


Επίσης, όπως είχαμε γράψει πρόσφατα, η χθεσινή συγκέντρωση έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες πολίτες να ανακαταλάβουν το κέντρο των Αθηνών. Αγαπημένοι χώροι του ιστορικού κέντρου, στο οποίο συχνάζουμε, είχαν χθες μια εκπληκτικά όμορφη όψη, όντας γεμάτοι από νέους Έλληνες, που κρατούσαν εθνικά σύμβολα. Ευχή μας είναι αυτοί οι έφηβοι που με την παρουσία τους έδωσαν πνοή ζωντάνιας στο συλλαλητήριο και στους δρόμους του ιστορικού κέντρου να μείνουν ενεργοί στον κοινωνικό αγώνα για την υπεράσπιση της εθνικής μας ταυτότητας. 


Ανακοίνωση της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. για το συλλαλητήριο με θέμα το μακεδονικό ζήτημα που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019 στην Αθήνα

Την Κυριακή το μεσημέρι θα πραγματοποιηθεί άλλο ένα συλλαλητήριο για το μακεδονικό ζήτημα στο κέντρο των Αθηνών. Όπως κάνουμε πάντοτε ως συλλογικότητα, θα το στηρίξουμε. Και θα προτείνουμε στους συμπολίτες μας να κάνουν το ίδιο. 


Ωστόσο, αν μας ρωτήσει κανείς τι πιστεύουμε ότι μπορεί να κερδίσει η ελληνική κοινωνία -και ο ελληνισμός συνολικά- από αυτό το συλλαλητήριο, θα απαντήσουμε..«μάλλον λίγα πράγματα». Όπως σωστά επισήμαναν αρκετοί αρθρογράφοι άλλων ιστολογίων, η συγκεκριμένη συγκέντρωση θα πραγματοποιηθεί σε λάθος ημερομηνία. Από την μεριά μας συμπληρώνουμε ότι επιπλέον θα προκρίνει κι ένα αίτημα, το οποίο πια δεν είναι απτό.

Την Κυριακή δεν θα συζητηθεί η συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και την ημέρα που θα συζητηθεί η συμφωνία των Πρεσπών στην Βουλή, τα πάντα θα έχουν κριθεί. Εξάλλου, έχουν δηλώσει ποιοι βουλευτές θα την ψηφίσουν. Αν νομίζουμε ότι μια συγκέντρωση (την οποία η Αστυνομία θα φροντίσει να προβοκάρει και να διαλύσει γρήγορα) θα τους κάνει να αλλάξουν γνώμη, μάλλον είμαστε γελασμένοι.

Αν υπήρχε μια ημέρα κατά την οποία θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί συγκέντρωση, ως ύστατο μέσο πίεσης, αυτή ήταν η ημέρα που η κυβέρνηση ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης. Η ημέρα, δηλαδή, που ο αριθμός των πρόθυμων βουλευτών ήταν οριακός. Πλέον, τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει και, δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η συμφωνία των Πρεσπών θα υπερψηφιστεί από, τουλάχιστον, 151 βουλευτές.

Ακόμη, επειδή γνωρίζουμε προσωπικά κάποιους από τους διοργανωτές της κυριακάτικης συγκέντρωσης, έχουμε επιφυλάξεις για τον τρόπο που σκέπτονται. Δεν είναι καθόλου απίθανο να γνωρίζουν κι εκείνοι τα όσα γράφουμε εμείς και απλώς να επιχειρούν μια τελευταία προσπάθεια καταμέτρησης δυνάμεων, πριν αποφασίσουν να οργανώσουν κάποιον (μονοθεματικό) κομματικό σχηματισμό. Πράγμα, που, ασφαλώς, αφήνει τον κάθε σοβαρά σκεπτόμενο Έλληνα, μάλλον, αδιάφορο.

Το μοναδικό κέρδος που, ίσως, αποφέρει αυτή η συγκέντρωση είναι ότι θα απλωθεί, για μια ακόμη φορά, σε μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας η πατριωτική επιχειρηματολογία, κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Κι αυτό είναι το σημαντικό της υπόθεσης, όπως είχαμε γράψει και στηνανταπόκριση της περσινής συγκέντρωσης για το μακεδονικό, που πραγματοποιήθηκε στο κέντρο των Αθηνών. Ότι για λίγες ώρες το κέντρο της πρωτεύουσας θα είναι γεμάτο από Έλληνες, που θα ανταλλάσσουν απόψεις και θα αναπαράγουν τα ζωογόνα για την πατρίδα μας επιχειρήματα του εθνικιστικού λόγου.


Η μνήμη και η αντίληψη είναι δυο όπλα που οι Έλληνες πατριώτες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στην διαρκή μάχη μας ενάντια στις δυνάμεις του μεταμοντέρνου εξουσιαστικού διεθνισμού.  


Πριν Αλέκτορα Φωνήσαι

Διερωτηθήκαμε, πριν λίγες μέρες, για το αν η φήμη της λέσχης μας έχει απλωθεί τόσο ώστε να διαβάζουν τα κείμενα των μελών της και να παρακολουθούν τις δράσεις της συντάκτες εντύπων μαζικής κυκλοφορίας. Οι ενδείξεις ήταν τέτοιες ώστε να υποθέσουμε ότι αυτό ενδεχομένως και να συνέβαινε σε περιπτώσεις συντακτών που αρθρογραφούν σε εφημερίδες της Δεξιάς. Ωστόσο, «πριν αλέκτορα φωνήσαι» διαπιστώσαμε ότι τελικά μας διαβάζουν πολλοί περισσότεροι! Κι αυτό έγινε αντιληπτό με τρόπο εμφατικό, καθώς ενημερωθήκαμε από φίλο συγγραφέα ότι παλιός δημοσιογράφος και συντάκτης καθημερινής εφημερίδας αριστερών προσανατολισμών, αναφέρθηκε πρόσφατα σε μας.

Από την μεριά μας, επειδή ήδη έχουμε αφιερώσει πολύτιμο χρόνο για να σχολιάζουμε αστειότητες και συνειδητές προσπάθειες αλλοίωσης νοημάτων, θα αρκεστούμε σε κάποιες σύντομες επισημάνσεις.

Πρώτα απ’ όλα δηλώνουμε ικανοποιημένοι για το γεγονός ότι γνωστοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι αρθρογραφούν σε μαζικής κυκλοφορίας έντυπα, αφιερώνουν χρόνο για να διαβάσουν κείμενα και να παρακολουθήσουν δραστηριότητες της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Αν μη τι άλλο φαίνεται ότι η συμμετοχή μας στον δημόσιο διάλογο, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουμε, προκαλεί ενδιαφέρον σε μεγάλη μερίδα αναγνωστών.

Και, βέβαια, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον κάθε αναγνώστη ότι χωρίς να συνδεόμαστε με καμία άλλη δομή και διατηρώντας την αυτονομία της συλλογικότητάς μας, ως συναγωνιστές, άνευ εισαγωγικών, θεωρούμε όχι μόνο υποστηρικτές συγκεκριμένων κομματικών σχηματισμών, αλλά όλους εκείνους που αγωνίζονται για την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και της λαϊκής κυριαρχίας στην πατρίδα μας. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ως ρομαντικοί ιδεαλιστές, συναγωνιστή μας θεωρούμε τον κάθε άνθρωπο, που αναζητά την αλήθεια και την αισθητική ποιότητα πέρα από τα συρμάτινα πλαίσια στα οποία περιορίζουν τις ζωές μας οι υλιστικές και ωφελιμιστικές ελίτ της νεωτερικότητας. Ασφαλώς, στους αντιπάλους μας συγκαταλέγουμε όσους αντιστρατεύονται όλα τα παραπάνω και «διαλέγονται πρόθυμα» με εκπροσώπους ξένων γεωπολιτικών παραγόντων (στο όνομα, πάντα, της δήθεν πάλης κατά της βίας του ελλαδικού κρατισμού).  

Τέλος, ως παραδοσιοκράτες, υπερασπιζόμαστε ορισμένες πρωταρχικές αξίες της ελληνικής αντίληψης των πραγμάτων. Μια από αυτές είναι και ο σεβασμός της μνήμης των νεκρών. Κι επειδή εμείς δεν κάνουμε διακρίσεις στους νεκρούς και συμπάσχουμε με τους ανθρώπους στους οποίους λείπουν, αντιμετωπίζουμε με περιφρόνηση εκείνους που σπεκουλάρουν, ψεύδονται και προβοκάρουν βασιζόμενοι στον θάνατο ορισμένων ανθρώπων. Scripta manent, έλεγαν οι Ρωμαίοι. Κι ευτυχώς, τα γραπτά είναι εδώ. Για να βοηθήσουν τον κάθε αναγνώστη να αντιληφθεί τις ποιοτικές διαφορές και την ηθική άβυσσο που χωρίζει εμάς από εκείνους, οι οποίοι…συγκρούονται διαρκώς με τον ελλαδικό κρατισμό, αλλά εργάζονται επί δεκαετίες σε περιβάλλοντα οργανικά συνδεδεμένα με τις ελλαδικές -και  όχι μόνο- κυβερνήσεις.   


Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις

Πολλές φορές, κατά το παρελθόν, έχουμε επισημάνει μέσα απ’ την αρθρογραφία μας ότι από το 2010 κι έπειτα, οι πρεσβείες των κρατών που χρησιμοποιούν την πατρίδα μας σαν αγορασμένο οικόπεδο έχουν υιοθετήσει εναλλακτικές μεθόδους στην υπονόμευση του λαϊκού αιτήματος για την επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ορισμένες απ’ αυτές τις μεθόδους χρησιμοποιούνται συστηματικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις ιδεολογικές εκφράσεις του ελληνικού εθνικισμού.

Όντας άβολος για τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και επικίνδυνος για χώρες όπως η Γερμανία, η Η.Π.Α, η Τουρκία και το Ισραήλ που έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή μας, ο ελληνικός εθνικισμός τίθεται διαχρονικά στο στόχαστρο των εκφραστών της εξουσιαστικής ελίτ. Ωστόσο, από το 2011 και μετά, όταν οι διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων απενοχοποίησαν τον εθνικισμό στην συνείδηση του μέσου Έλληνα, το σύστημα εξουσίας άρχισε να χρησιμοποιεί τις νέες εναλλακτικές του μεθόδους εναντίον του.


Μια χαρακτηριστική μέθοδος υπονόμευσης του εθνικισμού είναι η συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης του νοήματoς της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας. Στην μετά το 2011 εποχή αυτή η μέθοδος έχει αποκτήσει δυο σκέλη. Από την μια το σύστημα εξουσίας προσπαθεί να παρουσιάσει ορισμένες ιδεολογικές εκφάνσεις του εθνικισμού ως εγκληματικές, περιθωριακές και συνδεδεμένες άρρηκτα με την βία. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Από την άλλη, το νέο στοιχείο της συστημικής προβοκάτσιας είναι το εξής. Πλέον, δεν υβρίζονται όλες οι ιδεολογικές εκφάνσεις του εθνικισμού συλλήβδην. Αντιθέτως, τα συντηρητικά εθνικιστικά ρεύματα παρουσιάζονται ψευδώς ως προεκτάσεις της, καταγόμενης από τον φιλελεύθερο Διαφωτισμό, αστικής Δεξιάς.

Ασφαλώς, στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ούτε υπάρχει κάποια άρρηκτη σχέση με την εγκληματικότητα στα ριζοσπαστικά ρεύματα του εθνικισμού, ούτε και οι συντηρητικές του εκδοχές έχουν καμιά σχέση με την αστική, καπιταλιστική, ελλαδική Δεξιά. Δυστυχώς, όμως, το έλλειμμα πολιτικής κουλτούρας και γνώσης των πολιτικών θεωριών, που χαρακτηρίζει τον μέσο Έλληνα, επιτρέπει στους σμπίρους του εξουσιαστικού συστήματος να προκαλούν εννοιολογική σύγχυση. Απώτερος σκοπός τους είναι να «σακουλιάσουν» το αναδυόμενο λαϊκό ρεύμα υποστήριξης εθνικιστικών θέσεων, μέσα στα πλαίσια της (ελεγχόμενης από τον δυτικό παράγοντα) αστικής Δεξιάς.

Στο επίκεντρο αυτών των προβοκατόρικων πρακτικών δραστηριοποιούνται εδώ και κάποια χρόνια κάθε λογής τυχοδιώκτες. Αρχικά εργαζόταν στο -ή για το- περιβάλλον του Αντώνη Σαμαρά, όταν αυτός ήταν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Αργότερα, παρουσιάστηκαν ως αυτονομημένοι, που επιχείρησαν τον σχηματισμό ενός κομματικού μορφώματος ανάμεσα στην Νέα Δημοκρατία και την Χρυσή Αυγή. Βλέποντας ότι η προοπτική αυτή αποδυναμώνεται μέρα με την μέρα, οι κύκλοι αυτοί συνεχίζουν σήμερα να σχεδιάζουν, μέσα από -δήθεν αυτόνομους- παράλληλους πυρήνες, την στρέβλωση της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας.

Αν θελήσουμε να εστιάσουμε σε πρόσωπα αυτού του πολιτικού θεάτρου σκιών δεν θα δυσκολευτούμε να σταθούμε, για αρχή, σε γνωστή περσόνα του περιβάλλοντος Σαμαρά, η οποία ηγείται σήμερα νεοδεξιού (απο)κόμματος και αρθρογραφεί σε μαζικής κυκλοφορίας ημερήσιο (κατά τα άλλα, ενδιαφέρον) έντυπο. Ο εν λόγω τύπος, που αποτελεί κεντρικό μοχλό της δεξιάς απόπειρας να στρεβλωθεί η εθνικιστική θεωρία, έγραψε πριν λίγες ημέρες ένα άρθρο με τίτλο «Ο Φασισμός είναι αίρεση της Αριστεράς», στο οποίο εφάρμοσε τις γνωστές πρακτικές αλλοίωσης νοημάτων.

Μέσα από το προβοκατόρικα αυτό κείμενο, ο εν λόγω αρθρογράφος προσπάθησε, για πολλοστή φορά, αρχικά να στενέψει τον εθνικισμό στα πλαίσια δυο μεσοπολεμικών ριζοσπαστικών ιδεολογικών του ρευμάτων. Έπειτα να τον συνδέσει, λόγω των κοινωνιστικών του πτυχών και του πολιτειακού υπόβαθρου των μεσοπολεμικών του εκδοχών, με τον μαρξισμό. Για να αφήσει, τέλος, να εννοηθεί ότι όποιος είναι εθνικιστής υποστηρίζει ένα πολιτικό παρακλάδι της Αριστεράς. Πρόκειται για γνωστό επικοινωνιακό τρικ των τελευταίων ετών, που χρησιμοποιούν αυτοί οι σκοτεινοί κύκλοι.

Από την μεριά μας, απαντώντας στα όσα ισχυρίζεται εν λόγω κύριος θα σημειώσουμε τα εξής. Πρώτα απ’ όλα, το άρθρο βασίζεται σε ένα (μάλλον εσκεμμένο) μεθοδολογικό λάθος. Δηλαδή,  στην απόπειρα της ερμηνείας του εθνικισμού μέσα από το ιδεολογικό πρίσμα Δεξιάς-Αριστεράς. Ο εθνικισμός είναι η κατεξοχήν πολιτική θεωρία, που αχρηστεύει αυτόν τον άξονα. Η τομή Δεξιά-Αριστερά έχει τις καταβολές της στην Γαλλική Επανάσταση και στις κοινοβουλευτικές θέσεις που καταλαμβάνουν οι διάφορες παρατάξεις. Γι αυτό και δεν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ερμηνείας ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών θεωριών που έχουν παραδοσιοκρατικές αναφορές ή που αντίκεινται στην αστική αντίληψη των πραγμάτων. Αν και κάποιοι θεωρητικοί της νέας Δεξιάς επιδίδονται τα τελευταία χρόνια στην, σχεδόν κωμική, προσπάθεια να αποδώσουν στους όρους Δεξιά και Αριστερά μεταφυσικά γνωρίσματα και να τους παρουσιάσουν ως πόλους που δήθεν υπήρχαν από την αρχαιότητα, η αδυναμία του επιχειρήματός τους είναι προφανής.

Περνώντας στο δεύτερο στοιχείο που χρησιμοποιεί ο επίδοξος επικεφαλής αφανούς κομματικού σχηματισμού στο συγκεκριμένο άρθρο θα σταθούμε στην σχεδόν παρανοϊκή του θέση ότι επειδή κάποιοι εθνικιστές πολιτικοί πριν ενταχθούν σε εθνικιστικά κόμματα είχαν αποτελέσει στελέχη αριστερών κινημάτων, αυτό σημαίνει ότι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούν ιδεολογικά ρεύματα της μαρξιστικής Αριστεράς. Ασφαλώς, το εν λόγω συμπέρασμα προκαλεί την θυμηδία. Ωστόσο δεν είναι κάτι που γράφεται για πρώτη φορά. Έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ακούμε τέτοιες γελοιότητες. Η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών που συντελέσθηκαν μετά το 2011 στην χώρα και η παράλληλη ενδυνάμωση της Αριστεράς και του εθνικιστικού χώρου, σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής κουλτούρας του μέσου Έλληνα, ώθησε την ελλαδική Δεξιά στο να αναπτύξει τέτοιες προβοκατόρικες θέσεις, με σκοπό να βάλει ένα φρένο στην διαρροή στελεχών και ψηφοφόρων προς τον εθνικιστικό χώρο.

Αλλά και σε ένα πιο ευρύ πεδίο πολιτικής, ο διεθνής παράγοντας, προσπαθώντας να ελέγξει την γενικότερα αναδυόμενη αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών προς τις πολιτικές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, προτιμά μια ανώδυνη ενδυνάμωση της νέας Δεξιάς από την άνοδο του αυθεντικού εθνικισμού. Γιατί γνωρίζει ότι οι σχηματισμοί της νέας Δεξιάς αμφισβητούν μοναχά την μεταναστευτική ροή της παγκοσμιοποίησης κι όχι τον ιδεολογικό και τον οικονομικό της πυρήνα. Έτσι, είναι βολικό για τους ανθρώπους του διεθνούς εξουσιαστικού φιλελευθερισμού κάθε εθνικιστικός αντίλογος που αρθρώνεται στην κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς και του διεθνιστικού κεφαλαίου, να παρουσιάζεται ως «μαρξιστικής προέλευσης». Απώτερος σκοπός είναι η πανευρωπαϊκή τάση προς τον εθνικισμό να μην καταλήξει εκεί που πρέπει, αλλά να εκφυλιστεί σε κίβδηλες εκδοχές της μεταμοντέρνας νέας δεξιάς.


Όπως έχουμε τονίσεις κατά καιρούς την καλύτερη απάντηση σε αυτές τις στοχεύσεις δίνει η αναδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Εκεί όπου μπορεί ο κάθε αναγνώστης να ξεδιαλύνει τους όρους και να αποφύγει τις αλλοιώσεις νοημάτων. Αλλά και να μάθει ότι ο εθνικισμός είναι μια πολιτική θεωρία που ξεπήδησε μέσα από την κοσμοθέαση του Ρομαντισμού, κατά τον 18ο αιώνα. Από την δεκαετία του 1800 η πολιτική θεωρία του ρομαντικού εθνικισμού απέκτησε δυο ιδεολογικά ρεύματα. Ένα ριζοσπαστικό κι ένα συντηρητικό.Ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός αποτέλεσαν δυο από τις ιδεολογικές εκφράσεις του ριζοσπαστικού εθνικισμού, οι οποίες ανήλθαν στο ιστορικό προσκήνιο πολύ αργότερα, κατά τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, ο ριζοσπαστικός εθνικισμός περιλαμβάνει κι άλλα ρεύματα πέρα από τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Τα προφασιστικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού έχουν τις θεωρητικές τους καταβολές στην δεκαετία του 1800, όταν ο Μαρξ ήταν αγέννητος και η σοσιαλιστική θεωρία αδιαμόρφωτη. Συνεπώς, μάλλον καθίσταται αδύνατο να αποτελούν τα ιδεολογικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού παρακλάδια της Αριστεράς.

Αν ίσχυε το επιχείρημα των σμπίρων της ελλαδικής Δεξιάς, θα έπρεπε να πιστώσουμε στην Αριστερά θεωρητικούς όπως ο Φίχτε (που κατά την δεκαετία του 1800 έγραψε το μανιφέστο της εθνικιστικής αντιφιλελεύθερης οικονομίας, υπό τον τίτλο Το Κλειστό Εμπορικό Κράτος), ο Μύλλερ (που έγραψε το πρώτο πολιτικό δοκίμιο υπέρ του ολοκληρωτικού κράτους το 1811), ο Τζων Ράσκιν, ο Πωλ ντε Λαγκάρντ, ο Μωρρίς Μπαρρές κ.α. Ακόμη, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως αριστερούς πολιτικούς τον Ντερουλέντ, τον Ντανούτσιο και τον Δραγούμη. Και μολονότι υπάρχουν σήμερα στον ακροδεξιό ελλαδικό χώρο ψυχοπαθείς που μπορεί να πιστέψουν κάτι τέτοιο, η σαθρή γελοιότητα του επιχειρήματος είναι προφανής. Αρκεί κανείς να σκεφθεί πως όταν ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ έγραφε, κατά την δεκαετία του 1760, τα πρώτα δοκίμια της ρομαντικής εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας, στρεφόμενος κατά του Διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού, οι πρώτοι ουτοπιστές σοσιαλιστές θεωρητικοί ήταν νηπιακής ηλικίας ή αγέννητοι.   

Στην πραγματικότητα ο αριστερός σοσιαλισμός ήταν αυτός που δανείστηκε ιστορικά στοιχεία του ρομαντικού εθνικιστικού αντικαπιταλισμού. Εξάλλου, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς είχαν αποδεχτεί ότι επηρεάστηκαν από την αντικαπιταλιστική επιχειρηματολογία ορισμένων ρομαντικών συντηρητικών θεωρητικών. Συγκεκριμένα, ο Ένγκελς έγραψε σε ένα άρθρο του 1850 ότι ο Τόμας Καρλάιλ στράφηκε με αυθεντική επαναστατικότητα κατά της βρετανικής αστικής τάξης[1]. Γούστο θα είχε, λοιπόν, αν τα τσουτσέκια του Σαμαρά χαρακτήριζαν και τον Τόμας Καρλάιλ ως αριστερό!

Πέρα, όμως, από την χιουμοριστική πλευρά του θέματος, εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η προβοκατόρική στόχευσή τους. Γιατί αν έλεγαν ότι ορισμένα ιδεολογικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού έχουν κοινά σημεία στις οικονομικές τους προτάσεις με κάποιες τάσεις του μαρξισμού, δεν θα έσφαλαν και κανείς δεν θα αμφισβητούσε τις προθέσεις τους, ακόμη κι αν διαφωνούσε ιδεολογικά μαζί τους. Δεν κάνουν, όμως, κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, προτιμούν να αντιστρέψουν την ιστορική πραγματικότητα και με χοντροκομμένα προβοκατόρικες αντιστοιχίσεις να παρουσιάσουν τον ριζοσπαστικό εθνικισμό ως προϊόν..του μαρξισμού! Ο σκοπός τους είναι να μειώσουν, να προσβάλλουν, να προβοκάρουν τους Έλληνες εθνικιστές και εν τέλει να τους προκαλέσουν αμφιβολίες για την ιδεολογική τους ταυτότητα, με απώτερο σκοπό να τους απορροφήσουν στο (παρδαλό και συραμμένο από διαφορετικές παραδόσεις) ιδεολογικό πλαίσιο της νέας Δεξιάς. 

Βέβαια, οι συγκεκριμένοι τύποι μπορεί να ρίχνουν στο πυρ το εξώτερο και να παρουσιάζουν ως μαρξιστικό παρακλάδι τον ριζοσπαστικό εθνικισμό, παράλληλα όμως προσπαθούν να οικειοποιηθούν τον συντηρητικό εθνικισμό. Εμείς, όμως, δεν θα τους κάνουμε την χάρη να αφήσουμε αναπάντητη ούτε κι αυτή τους την προβοκάτσια. Και θα τους θυμίσουμε ότι ο συντηρητικός εθνικισμός υπήρξε η πρώτη ιδεολογική εκδοχή του ρομαντικού εθνικισμού, που μέσα από τον λόγο στοχαστών όπως ο Έντμουντ Μπερκ, ο Μπονάλντ και ο Ζοζέφ Ντε Μεστρ, κατήγγειλε τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τον κεντρικό ιδεολογικό πυλώνα δηλαδή της νέας (και της παλιάς) Δεξιάς. Αλλά και στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος, ο Άγγελος Βλάχος, ο Ζαλοκώστας και πολλοί ακόμη συντηρητικοί ρομαντικοί καταφέρθηκαν εναντίον του χρηματιστηριακού κόσμου της δύσης, στον οποίο υπάρχουν τα πολιτικά μοτίβα της ελλαδικής (νέας και παλιάς) Δεξιάς. Το ίδιο έκαναν αργότερα ο Κωστής Παλαμάς, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ίων Δραγούμης και άλλοι σημαντικοί άντρες του ελληνικού εθνικισμού (οι οποίοι, ασφαλώς, ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκαν ως δεξιοί).


Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο ο ριζοσπαστικός όσο και ο συντηρητικός εθνικισμός αποτελούν ιδεολογικά ρεύματα της ίδιας ρομαντικής πολιτικής θεωρίας και η απόπειρα ορισμένων θεωρητικών της νέας Δεξιάς ή σμπίρων του αστικού κατεστημένου να τα αποκολλήσουν από την θεωρητική τους μήτρα πρέπει να αποτύχει. Και για να συμβεί αυτό ο μέσος Έλληνας πολίτης καλό είναι να γνωρίζει την ιστορία των πολιτικών ιδεών και ακόμη καλύτερο να μην «ψαρώνει» αν τον χαρακτηρίζουν ως αριστερό.

Τώρα όσον αφορά την συγκεκριμένη περσόνα που έγραψε το εν λόγω άρθρο και στοχεύει να απορροφήσει συντηρητικούς στο (απο)κομμά του, εφόσον είναι τόσο φανατικός αντιφασίστας και υποστηρικτής του «Δημοκρατικού Κράτους» (όπως γράφει), καλό θα ήταν να μας έλεγε γιατί εκθειάζει τον γνωστό για τις φιλοφασιστικές και αντιδημοκρατικές ιδεολογικές του τοποθετήσεις και κυβερνητικές του πρακτικές, Ιωάννη Μεταξά. Επίσης, εφόσον προπαγανδίζει ότι ο φασισμός και η Αριστερά διαθέτουν μια «κοινή πίστη στη βία ως αποδεκτό πολιτικό εργαλείο επιβολής ιδεών», θα είχε ενδιαφέρον να απαντούσε σε μια σειρά ερωτημάτων.

Για παράδειγμα, ποιες ήταν οι ιδεολογίες που συμμάχησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ποια παράταξη ενήργησε βασισμένη στην βίαιη επιβολή ιδεών και ποια στο θεσμικό δημοκρατικό της δικαίωμα, κατά τον αμερικανικό εμφύλιο; Ποια ήταν η ιδεολογία στην οποία βασίστηκε η «εκπολιτιστική» βαναυσότητα της αποικιοκρατίας (ο συντηρητισμός, ο φασισμός  ή μήπως ο ιμπεριαλιστικός φιλελευθερισμός της αστικής δύσης); Ποια ήταν η παράταξη που οργάνωσε την γενοκτονία των ιθαγενών της Αμερικής, οι συντηρητικοί παραδοσιοκράτες ή μήπως οι φιλελεύθεροι (κουακέροι και άλλοι) καπιταλιστές; Αλλά και σε ό,τι αφορά την χώρα μας, εφόσον επικαλέστηκε την κατάληψή της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να είμαστε δίκαιοι οφείλουμε να τον ρωτήσουμε μήπως θυμάται ποιοι ήταν εκείνοι που την κατέλαβαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο και κατά τον κριμαϊκό Πόλεμο, καθώς και ποια ήταν η θέση των Ελλήνων συντηρητικών σε εκείνα τα γεγονότα.

Συμπερασματικά, όπως είπε κάποτε ο παλαιός, συντηρητικός, πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν καταγγέλλοντας τις πολιτικές της Θάτσερ, «νεοδεξιοί, είστε το ξεπούλημα το ασημικών του έθνους!»



[1] Michael Lowy-Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, μετάφραση Δέσποινα Καββαδία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999, σελίδα 203.

Εικόνα 1: Νικόλαος Γύζης: Η αράχνη
Εικόνα 2: Νικόλαος Γύζης: Ιστορία
Εικόνα 3: Άλμπρεχτ Ντύρερ: Ιππότης, θάνατος και διάβολος


                                   …Και μετά από λίγες μέρες, Ιδεολογικές αποσαφηνίσεις 2


Δεν γνωρίζουμε αν η φήμη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ έχει φτάσει στις «ανήλιαγες στοές» της πολιτικής ελίτ, ώστε πρόσωπα του δημόσιου βίου της χώρας να παρακολουθούν την αρθρογραφία μας. Ωστόσο, ανατρέχοντας στο άρθρο που αναρτήσαμε πρόσφατα στο ιστολόγιο της λέσχης υπό τον τίτλο Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις και παρακολουθώντας, παράλληλα, την αρθρογραφία των εφημερίδων μαζικής κυκλοφορίας, διαπιστώνουμε ότι –ασχέτως αν μας έχουν διαβάσει ή όχι- εκείνοι που στηλιτεύσαμε στο εν λόγω άρθρο απαντούν με έναν τρόπο που, κατά κάποιον τρόπο, μας αφορά.


Συγκεκριμένα, ο αρθρογράφος του οποίου την προβοκατόρικη τακτική κατά του εθνικισμού είχαμε απογυμνώσει, επανήλθε με ένα νέο άρθρο, το οποίο μοιάζει με απάντηση –ιδίως στον τρόπο που ολοκληρώνεται. Ασφαλώς, ο εν λόγω κύριος έχει αποφύγει να αναφερθεί στην ουσία όσων υποστηρίζει το δικό μας άρθρο, καθώς και στο υπόβαθρο των απόψεών του. Γιατί αν το κάνει θα αποκαλυφθεί η ιδεολογική ανεπάρκεια και η θεωρητική γύμνια των υποτιθέμενων ιδεών που θέλει να προβάλει. Έτσι, επιλέγει να συνεχίσει την αρθογραφία του βασιζόμενος στην γνωστή, κούφια επικοινωνιακή τακτική του να ταυτίζει αρχικά τον εθνικισμό με κάποιες μεσοπολεμικές του εκδοχές κι έπειτα, μέσω χοντροκομμένων γενικεύσεων, να τον παρουσιάζει ως παρακλάδι της μαρξιστικής Αριστεράς.

Αλλά, όπως γράψαμε και στις Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις, αυτά τα επιχειρήματα μπορεί να τα εκθέτει στους πολιτικούς περίβολους των διαχειριστών του διεθνούς κεφαλαίου, μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά. Έξω απ’ αυτούς τους χώρους, δυστυχώς, γι αυτόν, υπάρχουμε ακόμη Έλληνες που θα ξεγυμνώνουμε τις δεξιές προβοκάτσιες και θα αναφερόμαστε στον εθνικισμό με όρους ιστορικής αλήθειας.

Στο νέο του άρθρο, λοιπόν, ο συγκεκριμένος τύπος έδωσε τον τίτλο «Ο αντιχριστιανισμός Αριστεράς, φασισμού». Καταρχάς, από τον τίτλο και μόνο, αποκαλύπτεται ο φτωχός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα. Κατά τα άλλα, επανέλαβε ότι ο εθνικισμός και τα ριζοσπαστικά του ρεύματα είναι παρακλάδια της μαρξιστικής Αριστεράς, γιατί κάποιοι εθνικιστές πολιτικοί, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, είχαν υιοθετήσει παγανιστικές απόψεις και ψαλίδισαν τον κοινωνικό ρόλο της χριστιανικής εκκλησίας. Ολοκληρώνοντας, μάλιστα, το άρθρο του αναφέρθηκε σε μια φράση μιας καθολικής Γερμανίδας, η οποία απευθυνόμενη σε ένα στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του είπε ότι «μπορεί να φορούσε φαιό πουκάμισο, αλλά κατά βάθος (αυτός και οι ομοϊδεάτες του), ήταν μπολσεβίκοι».   

Από την πλευρά μας θα κάνουμε κάποιες σύντομες παρατηρήσεις στον αρθογράφο-συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά, υποστηρικτή των μνημονίων της Μέρκελ και νυν πρόεδρο κοινωνικά ανύπαρκτου νεοδεξιού (από)κόμματος. Σύντομες, γιατί η κεντρική αποδόμηση της ιδεολογικής προβοκάτσιας, τόσο αυτού του αρθρογράφου όσο και των υπολοίπων ορφανών του Σαμαρά, έχει πραγματοποιηθεί στο άρθρο Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις.   


Έχουμε, λοιπόν, και λέμε:

Α) Πράγματι, κατά τον μεσοπόλεμο υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που υιοθετούσαν παγανιστικές απόψεις και αποτελούσαν στελέχη ριζοσπαστικά εθνικιστικών κομμάτων. Αλλά, δυστυχώς, για τους νεοδεξιούς προβοκάτορες της εποχής μας, αυτές οι περιπτώσεις ήταν ισχνά μειοψηφικές. Δεν θα ανατρέξουμε στις δηλώσεις του Πάπα σχετικά με το ποιος έφερε τον Θεό στην Ιταλία και άλλα σχετικά. Θα αρκεστούμε στο να αναφέρουμε περιπτώσεις όπως εκείνης του ευσεβούς ποιητή και πολιτικού Χοσέ Αντόνιο στην Ισπανία ή του ορθόδοξου Κοντρεάνου στην Ρουμανία, προκειμένου να γκρεμίσουμε άλλη μια πρόχειρη προβοκάτσια των δεξιών προβοκατόρων.

Και στην τελική θα απαντήσουμε ότι, κατά την δική μας εκτίμηση, πολύ καλά έκανε ο κάθε σχηματισμός ή η κάθε πολιτική παράταξη κι ενέταξε στις τάξεις του ορισμένους παγανιστές ή άθρησκους ακτιβιστές, εάν αυτοί πληρούσαν τις κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις. Ο στόχος ήταν να συγκροτηθούν παραδοσιοκρατικές κοινωνικές συμμαχίες ενάντια στον υλιστικό και άπληστο κόσμο της νεωτερικότητας, του οποίου η ελεύθερη αγορά κι ο καπιταλισμός αποτελούν την καρδιά του.

Ωστόσο, το αστείο της υπόθεσης είναι ότι καταγγέλλονται οι παγανιστές από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως νεοδεξιοί. Μήπως θέλετε, λοιπόν, κύριοι να μιλήσουμε για την σχέση που έχει, στην σημερινή συγκυρία, πανευρωπαϊκά η νέα δεξιά με κάποιους παγανιστικούς κύκλους και με τον τεκτονισμό; Λέμε, μήπως θέλετε..;

Β) Ο «παραγωγικότατος» αυτός αρθρογράφος αναφέρεται στην αντίσταση κάποιων καθολικών χριστιανών προς τις πολιτικές του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Ξεχνά, όμως, να αναφέρει πως την κομβική υποστήριξη για την πρώτη άνοδο αυτού του κόμματος στην εξουσία έδωσαν ισχυροί πολιτικοί παράγοντες του καθολικού κέντρου.

Γ) Και μόνο το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τύπος, που έχει το θράσος να καπηλεύεται τον εθνικισμό, ανάμεσα σε τόσους αξιόλογους ιστορικούς επιλέγει να παραπέμψει σε κείμενα του Κέρσοου, (αν υπήρχε σοβαρός παραδοσιοκρατικός χώρος στην Ελλάδα) θα ήταν αρκετό προκειμένου να τον στείλει οριστικά στην θέση που του αξίζει, δηλαδή στα πολιτικά σκουπίδια. Αλλά, δυστυχώς, σοβαρός παραδοσιοκρατικός χώρος στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Και μέχρι να δημιουργηθεί ενδέχεται ο συγκεκριμένος πολιτικός καρνάβαλος να αναζητά την στήριξη των εθνικιστών, παραπέμποντας ακόμη και σε κείμενα του..Αντώνη Λιάκου!

Δ) Εκείνο που έχει πλάκα είναι ότι κατηγορούν κάποιους εθνικιστές ως φιλικά προσκείμενους προς την Αριστερά, εκείνοι που συγκυβέρνησαν με το κόμμα του Φώτη Κουβέλη. Αλλά ξέρουμε, όταν τους το θυμίζουμε απαντούν πως εκείνοι διαφωνούσαν, αλλά τελικά συμφώνησαν για λόγους κομματικής πειθαρχίας...

Ε) Πάντως, πέρα απ’ όλη την προβοκατόρικη σκοπιμότητα, μέσα σε αυτό το κείμενο ο αρθρογράφος παραθέτει (μάλλον ασυνείδητα) και μια αλήθεια. Με το να αναφέρεται εγκωμιαστικά στον πολιτικό χώρο του κέντρου αποκαλύπτει την ιδεολογική του προέλευση και τις πολιτικές του προθέσεις.

Ολοκληρώνοντας τις παρατηρήσεις μας έχουμε, λοιπόν, να του πούμε το εξής: «Μπορεί να φοράς τον πλουμιστό χιτώνα του συντηρητισμού, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρεις να κρύψεις από κάτω του την δυσμορφία της πολιτικής ταυτότητας και την ασχήμια του λόγου που σου ενέπνευσε ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος».      

Εικόνα 4: Νικηφόρος Λύτρας, Η Αντιγόνη μπροστά στο νεκρό Πολυνείκη