Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΓΟΛΑΝΔΗΣ


                                                        του Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου

Η Λογοτεχνία του Φανταστικού, αλλά και το σύνολο των προφορικών παραδόσεων, θρύλων, παραμυθιών και επών, μας δίνουν την δυνατότητα να συλλάβουμε μια σπίθα από τη ζωή "όπως θα έπρεπε να είναι, και όχι όπως πραγματικά είναι" - Θερβάντες.

Πλείστες φορές, πραγματικά γεγονότα που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο συλλογικό υποσυνείδητο και συνειδητό ενός λαού, διανθίζονται με στοιχεία που τα κάνει να ισορροπούν μεταξύ Φανταστικού και Πραγματικού, δημιουργώντας μια δεξαμενή ιδανικών και εξιδανικευμένων προσωπικοτήτων. Μια τέτοια περίπτωση, άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό, εκφράζεται μέσα από την ιστορική δράση του Klaus Störtebeker, η οποία και καταδεικνύει το πώς οι παραδόσεις του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού ισορροπούν μεταξύ Πρωτογενούς Βαρβαρισμού και Ιπποτικού ιδεώδους- Chivalry.

Βόρεια και Βαλτική θάλασσα 1422-1441: H εμπορική ένωση της Βορείου Γερμανίας, η επονομαζόμενη «Χανσεατική Ενωση» (Αμβούργο, Λούμπεκ, Λούντενμπουργκ, Ροστόκ, Στραουσλάνδη, Βαϊσμάρη, κ.α), εμπλέκεται σε διαδοχικούς πολέμους με την Ολλανδία, και την Ένωση του Κάλμαρ (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία) υπό Δανική κυριαρχία, που προέκυψε μετά τη νίκη των Δανών επί των Σουηδών το 1398.

 

                                                

Κατά τη διάρκεια αυτής της, προ-Χανσεατικών πολέμων, σύρραξης, η Χανσεατική Ένωση προσέλαβε την γερμανική ναυτική συντεχνία "Vitalienbruder", (το όνομα στα ελληνικά σημαίνει «προμηθευτική αδελφότητα»), για την προάσπιση των εμπορικών της συμφερόντων. Αποστολή της συντεχνίας ήταν η καταβύθιση πλοίων του Νορβηγο-Δανικού συνασπισμού, της Ολλανδίας, και η τροφοδοσία της πολιορκούμενης από την Δανία, Στοκχόλμης. Με το τέλος του πολέμου και τη δημιουργία της Ένωσης του Κάλμαρ, ο στόλος της αδελφότητος έμεινε ουσιαστικά  άνεργος. Η αδελφότητα πλέον με αρχηγούς τους Gödeke Michels, Klaus Störtebeker, Hennig Wichmann, και Magister Wigböld, άρχισε να επιδίδεται σε πειρατική δράση, μη διστάζοντας να κουρσεύει και Χανσεατικά πλοία των πρώην εργοδοτών της. Κρατούσε το πλιάτσικο για τα μέλη της, τα οποία το μοιράζονταν εξ' ίσου. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα μέλη της πειρατικής πια συντεχνίας έδωσαν στην οργάνωσή τους το προσωνύμιο  "Likedeelers" (δηλαδή, αυτοί που διαμοιράζουν εξ' ίσου). Κάπου εδώ αρχίζουν και τα θρυλικά στοιχεία της ιστορίας μας, καθώς γεννήθηκε η φήμη ότι οι πειρατές έστελναν μέρος της λείας σε φτωχές κοινότητες. Πράγμα που τους προσέδωσε ιδιότητες θαλασσινών Ρομπέν των Δασών.

Το 1400-1401, ο πολεμικός στολίσκος του Αμβούργου, υπό τον Σίμωνα του Αμβούργου, εντόπισε την πειρατική μοίρα του Störtebeker, που ενέδρευε τον πλουν αγγλικών εμπορικών, έξω από το πειρατικό ορμητήριο της νήσου Ελιγολάνδης. Θρυλείται, ότι κάποιος προδότης αχρήστευσε το πηδάλιο του Störtebeker, και οι πειρατές ηττήθηκαν μετά από μια λυσσώδη ναυμαχία.

                                                       

Ο καπετάνιος οδηγήθηκε δέσμιος μαζί με εβδομήντα τρεις συντρόφους του στο Αμβούργο, όπου και καταδικάστηκε σε θάνατο. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Störtebeker προθυμοποιήθηκε να προσφέρει στην πόλη μια χρυσή αλυσίδα που θα περιέκλειε ολόκληρο το Αμβούργο, αν οι αρχές χάριζαν τη ζωή και την ελευθερία σε αυτόν και τους συντρόφους του. Η πρότασή του δεν έγινε αποδεκτή. Τότε εκείνος επανήλθε με μια νέα πρόταση. Ο ίδιος θα εκτελούταν κανονικά, αλλά θα απελευθερώνονταν κάποιοι ή όλοι από τους συντρόφους του, υπό την εξής συνθήκη: Αν μετά την εκτέλεση του κατάφερνε να σηκωθεί και να περάσει παράλληλα από τους συντεταγμένους σε γραμμή συντρόφους του, απ' όσους κατάφερνε να περάσει, θα απελευθερώνονταν. Η δεύτερη αυτή πρότασή του έγινε δεκτή από τον Δήμαρχο της πόλης.

Υπήρξαν μαρτυρίες που ανέφεραν ότι το αποκεφαλισμένο πτώμα του Störtebeker σηκώθηκε και πέρασε παράλληλα από έντεκα στοιχημένους συντρόφους του (στην Οδύσσεια η επιτυχία είναι στα δώδεκα), μέχρι που δέχτηκε τρικλοποδιά από τον δήμιο και κατέρρευσε. Και ότι αθετώντας τη συμφωνία, η πόλη του Αμβούργου εκτέλεσε και τους έντεκα πειρατές.

Το νεαρότερο μέλος της αμβουργικής συγκλήτου αποκεφάλισε και τον δήμιο, ο οποίος όταν ρωτήθηκε «δεν κουράστηκες με όλα αυτά» απάντησε ότι είχε αρκετές δυνάμεις για να εκτελέσει και όλα τα μέλη της Συγκλήτου! Στα αρχεία της πόλης του Αμβούργου υπάρχει αρχειοθετημένο κοστολόγιο για την προετοιμασία τριάντα τάφων (και όχι εβδομήντα τριών) για τους "Vitalienbruder".

                                 

Η αφήγηση αυτού του θρύλου υπάρχει στο τραγούδι "Der Störterbeker ist unser Herr". Οι στίχοι πάρθηκαν από το ποίημα "Die hölle von Helgoland" του Walter Göttke, για τον οποίον δυστυχώς δεν κατάφερα να συγκεντρώσω περισσότερες πληροφορίες. Έγραψε το ποίημα το 1924 και το επένδυσε μουσικά ο ίδιος, διασκευάζοντας έναν παλαιό γερμανικό ύμνο τον οποίο και δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε. Αυτή η παλαιά μελωδία έχει την χαρακτηριστική μουσική δομή των αναγεννησιακών γερμανικών εμβατηρίων και ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τους μισθοφόρους Landsknechts του 15ου-16ου αιώνα.

Για όποιον έχει ασχοληθεί με τα τραγούδια αυτά είναι σκανδαλωδώς προφανές ότι ο παλαιός γερμανικός ύμνος έχει δανείσει «περάσματα», «γέφυρες» και «ρεφραίν»  όχι μόνο στο συγκεκριμένο "Der Störtebeker ist unser Herr" αλλά και σε άλλες συνθέσεις, όπως τα περίφημα "Wir sind des Geyers Schwarzer Haufen" και "Pa Vikintog" που ίσως αποτελέσουν το έρεισμα για το επόμενο άρθρο. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το τραγούδι και ο θρύλος που περιγράφει συμπεριελήφθησαν στις επιλογές της Εθνικοσοσιαλιστικής Νεολαίας της Γερμανίας. Μορφές όπως οι Florian Geyer και Störtebeker αντιμετωπίστηκαν από το κόμμα ως ηρωικά σύμβολα λαϊκών προτύπων. Οι δράσεις που ανέπτυξαν οι πειρατές ερμηνεύτηκαν από τους εθνικοσοσιαλιστές ως πρακτικές λαϊκής αντίδρασης σε περιπτώσεις όπου η άρχουσες τάξεις επιδείκνυαν πλουτοκρατική βουλιμία.

Το καθαρά στιχουργικό κομμάτι του τραγουδιού αποτελεί έναν θησαυρό πολιτισμικών στοιχείων και λαϊκών δοξασιών, όπως η αναφορά στα μυθικά "Klabautermann", τα θαλάσσια πλοιοξωτικά που υπερασπίζονταν τους ναυτικούς. Στα "Klabautermann" μπορούμε να δούμε ένα καθρέφτισμα της ομιλούσας αργούς, αλλά και στους Falkenberg και Störtebeker να αναγνωρίσουμε το οδυσσειακό συλλογικό υποσυνείδητο της Ευρωπαϊκής ναυτοσύνης. Επίσης, στους στίχους γίνεται  αναφορά και στον μεταγενέστερο θρύλο του «Ιπτάμενου Ολλανδού», όπου παρουσιάζεται ως επηρεασμένος από τους γερμανικούς θαλασσινού θρύλους των Vitalien Bruder. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο θρύλος αυτός μπορεί να σχετίζεται με την, προγενέστερη των Χανσεατικών πολέμων, ιστορία του καπετάνιου Falkenberg, που καταραμένος να μην μπορεί να πιάσει λιμάνι διέσχισε τις βόρειες θάλασσες παίζοντας ζάρια με τον Διάβολο. Ωστόσο οι εκδοχές για τον θρύλο του «Ιπτάμενου Ολλανδού» είναι τόσες πολλές που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ενός άλλου άρθρου.  

 

                                   

Το όνομα Störtebeker είναι ταυτόχρονα προσωνύμιο και επίθετο, και σημαίνει «αυτός που αδειάζει ένα  ποτήρι μπύρα μονοκοπανιά». Ας πιούμε και εμείς ένα ποτήρι στη μνήμη του θρυλικού πειρατή τραγουδώντας:

«Ο Störtebeker είναι ο Κύριός μας,

με την συμβουλή του Gödeke Michels !

Κυνηγούμε με την ταχύτητα της καταιγίδας πάνω από τη θάλασσα,

οι Νονοί του Ιπτάμενου Ολλανδού !

Αδελφός μας είναι το ξωτικό του πλοίου,

πλήρωμα βίρα !

Η ζωή είναι μάταια !

Είμαστε η Κόλαση της Ελιγολάνδης !»

 

Βιβλιογραφία

1.. Angus Konstam - Piracy, the Complete Story.

2. Donald J Harreld - A Companion to the Hanseatic League.

3. Nicolle David - Forces of the Hanseatic League.

4.Gustav Schalk - Klaus Störtebeker

5.Reinhard J Buss - Klabautermann of the Northern Seas: An Analysis of the Protective Spirit of Ships 

   and Sailors in the Context of Popular Belief, Christian Legend, and Indo-European Mythology.

6.Ιστότοπος ingeb.org  http://ingeb.org/Lieder/klaussto.html

 

Εικόνα 2: Ρομαντικός πίνακας του Hans Börhdt (1857-1945) του 1901, όπου απεικονίζεται η ναυαρχίδα του Χανσεατικού στόλου του Αμβούργου "Die Bunte Kuh " να επιστρέφει νικηφόρα από την Ελιγολάνδη.

Εικόνα 3: Ανάπλαση από κρανίο που αποδίδεται στον Störterbeker

 

 

Ιδεολογική Απεμπλοκή


Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μεταπολεμικές γενιές της Ευρώπης εκπαιδεύτηκαν σε μια αντιεθνικιστική συναίνεση. Μέσα από την δημόσια εκπαίδευση, μέσα από την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε, μέσα από τις συνδηλώσεις της τέχνης, ο εθνικισμός μπήκε στο στόχαστρο και παρουσιάστηκε ως η υποτιθέμενη μήτρα πολλών κοινωνικών παθογενειών. Από την δεκαετία του 1960 και έπειτα ο συστημικός ιδεολογικός πόλεμος κατά του εθνικισμού απέκτησε νέες εκδοχές. Φροϋδικές πομφόλυγες επιστρατεύτηκαν από την εξουσιαστική πολιτική προπαγάνδα. Μετα-μαρξιστές, νεομαρξιστές και φιλελεύθεροι διανοητές ανάμιξαν αυτά τα απαχθέντα φροϋδικά στοιχεία με άλλα δεδομένα της μεταμοντέρνας χύτρας του εξουσιαστικού διεθνισμού και δημιούργησαν, εν τέλει, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη τον οποίο παρουσίασαν ως εργαλείο της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης. Όπως αποδείχτηκε ο καθρέφτης αυτός βοήθησε στην αναπαραγωγή της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού. Γιατί μέσω της χρήσης του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μπορούσε πλέον να χρεώνει στον εθνικισμό δικές του παθογένειες, ανάμεσα στα άλλα, και με το να εισάγει στην πολιτική ανάλυση αυθαίρετους ψυχολογικούς όρους.

Σύμφωνα με αυτούς τους αναλυτικούς όρους κάθε μορφή αυταρχισμού θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκπηγάζει από, ή να συνδέεται με, εθνικιστικά σχήματα. Αυτή η χοντροκομμένη αυθαιρεσία παρουσιάστηκε ως εργαλείο πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μασκαρεύτηκε με την «τήβεννο» της επιστημονικής αλήθειας και αναπαράχθηκε από τα πανεπιστήμια και τα Μ.Μ.Ε, παραπλανώντας τον κόσμο με το εξής φαιδρό συμπέρασμα: Εφόσον κάθε μορφή αυταρχισμού πρέπει αναγκαστικά να είναι εθνικιστική και φασιστική, άρα και κάθε παθογένεια με αυταρχικά γνωρίσματα που παρουσιάζεται στις συνθήκες μια φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι κατάλοιπο κάποιας απροσδιόριστης παραδοσιοκρατικής συνήθειας του παρελθόντος και έχει ριζώσει ως υποτιθέμενη ψυχολογική «φασιστική» προδιάθεση σε κάποιο βαθύ σημείο του ψυχισμού.


Πόσο βολικό συμπέρασμα για την εξουσία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης!! Μονομιάς έβγαλε έξω απ’ το κάδρο της όποιας ευθύνης όλες τις υπόλοιπες ιδεολογίες (ή πολιτικές θεωρίες) και φόρτωσε μια σειρά παθογενειών σε κάποιο αόριστο φασιστικό κατάλοιπο. Ασχέτως, βέβαια, αν μια αναδρομή στην πολιτική ιστορία ή στην ιστορία των ιδεών οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα και καταδεικνύει ότι ο αυταρχισμός δεν υπήρξε γνώρισμα μόνο κάποιων εθνικιστικών και παραδοσιοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων, αλλά πολύ περισσότερο του φιλελευθερισμού (από τις γκιλοτίνες της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τις σφαγές πληθυσμών που δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό των φιλελεύθερων αμερικανικών κυβερνήσεων) και του διεθνιστικού σοσιαλισμού (αυταρχισμός και εγκλήματα κομμουνιστικών ή διεθνιστικά σοσιαλιστικών κυβερνήσεων). Εκείνο που έχει σημασία για την ιδεολογική ηγεμονία της εξουσιαστικού φιλελευθερισμού είναι ότι με τέτοιους τρόπους καταφέρνει και υπερβαίνει την όποια κρίση του καπιταλισμού προκύπτει κρατώντας όλες τις συζητήσεις που θα μπορούσαν να γεννήσουν εναλλακτικές προοπτικές εντός του ιδεολογικού φάσματος που ελέγχει.

Στην υπηρεσία αυτής της ιδεολογικής στρατηγικής τέθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια και ο κινηματογράφος. Όλοι οι σινεφίλ θυμόμαστε τις ερμηνείες κινηματογραφικών αφηγήσεων επιτυχημένων σκηνοθετών, όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και η Λιλίανα Καβάνι, σύμφωνα με τις οποίες ο αυταρχισμός υποτίθεται ότι έχει αρχετυπική σχέση με τον φασισμό και βρίσκει υπόγειους τρόπους να επιβιώνει στην δημοκρατία του, πάντοτε άμεμπτου και αθώου, φιλελευθερισμού. Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις, η ερμηνευτική αυθαιρεσία προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Γιατί υπαινίχθηκε ότι εφόσον κάποιες αυταρχικές προσωπικότητες εκφράζουν τα συμπλέγματά τους και μέσα από σεξουαλικές διαστροφές, ο φασισμός και η πολιτική παραδοσιοκρατία πρέπει να θεωρηθούν, τρόπον τινά, ως υπαίτιοι και για την ατομική σεξουαλική διαστροφή αυτών των προσώπων.


Όμως, η ιστορία είναι πάντοτε αμείλικτη και αργά ή γρήγορα σαρώνει τις αγυρτείες των σοφιστών. Σήμερα βιώνουμε στην Ελλάδα μια τέτοια συγκυρία. Η αυλαία σηκώθηκε και αποκάλυψε με εμφατικό τρόπο την σήψη ενός καλλιτεχνικού κατεστημένου που γεννήθηκε, ρίζωσε και ευδοκίμησε σε συνθήκες άκρατου «ευρωπαϊσμού» και αδιαπραγμάτευτου φιλελευθερισμού. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι οι εξουσιαστές θα παπαγαλίσουν ξανά την γνωστή επιχειρηματολογία. Ότι, δηλαδή, όλα τα ευτελή ανθρωπάρια του δημόσιου βίου που καταγγέλλονται καθημερινά για σεξουαλικούς εκβιασμούς, διαστροφές και αυταρχικές συμπεριφορές έχουν υποσυνείδητες φασιστικές ροπές. Και, δυστυχώς, υπάρχουν πολλά αργοκίνητα μυαλά που θα πιστέψουν αυτή την ανοησία.

Για τους «Όσους Ζωντανούς» Έλληνες, όμως, που διατηρούν ακόμη το προνόμιο της σκέψης και της αντίληψης, όλο αυτό που συμβαίνει αποτελεί μια ακόμη δικαίωση. Γιατί γνωρίζουν ότι ο φασισμός, ο εθνικισμός και η παραδοσιοκρατία δεν είναι ψυχικές καταστάσεις ούτε συμπεριφορές, αλλά μια πολιτική ιδεολογία ο πρώτος, μια πολιτική θεωρία ο δεύτερος και μια πολιτική τάση η τρίτη. Και αντιλαμβάνονται ότι το επιχείρημα της συσχέτισής τους με ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα, όπως αυτά της αυταρχικής προσωπικότητας, της σεξουαλικής διαστροφής και της βάναυσης χρήσης μιας «κοινωνικής εξουσίας», την οποία μπορεί να διαθέτουν ορισμένα πρόσωπα, είναι αποδεδειγμένα σαθρή, ακόμη και αν λανσάρεται επενδυμένη με επιστημολογικό περιτύλιγμα.


Το συμπέρασμα είναι ότι η σεξουαλική διαστροφή, ο αυταρχισμός και ο εκβιασμός αποτελούν ιστορικά καταγεγραμμένα φαινόμενα που υπήρχαν πολύ πριν την γέννηση του φασισμού, σε περιβάλλοντα που μπορεί κάλλιστα να ευδοκιμούσαν προοδευτικές αντιλήψεις, από πρόσωπα τα οποία δεν είχαν ούτε την παραμικρή υποψία σχετικά με το τι θα μπορούσε να είναι ο εθνικισμός. Αν, τώρα, εστιάσουμε στα πρόσωπα του ελληνικού δημόσιου βίου, που φαίνεται ότι υιοθέτησαν τέτοιου τύπου συμπεριφορές κατά τα τελευταία χρόνια, το συμπέρασμα αυτό θα γίνει ακόμη πιο ισχυρό. Όσο και αν αναμασούν τις ανοησίες περί των «φασιστικών συμπεριφορικών καταβολών» οι σοφιστές της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού, η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα πρόσωπα που φέρονται ως πρωταγωνιστές τέτοιων αποτρόπαιων συμπεριφορών δεν είχε σχέση με την παραδοσιοκρατία και τον φασισμό. Τουναντίον τίποτε δεν τα εμπόδισε από το να συνδυάσουν τις αρρωστημένες τους ορέξεις με την υιοθέτηση ιδεολογικών εκδοχών του φιλελευθερισμού. 

Αν μη τι άλλο μια απλή αναδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών θα καταδείξει ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο των προκρινόμενων αξιών, τα παραδοσιοκρατικά σχήματα τονίζουν την ηθική τους αντίθεση στα εν λόγω φαινόμενα. Και, μάλιστα, η κάθετη καταδίκη τους, στα δικά μου μάτια, αποτελεί μια προϋπόθεση που μάλλον δύναται να οδηγήσει σε μια ηθική ασπίδα εναντίον τους παρά στην ευδοκίμησή τους, κατά τις περιπτώσεις που οι παραδοσιοκρατικές ιδεολογίες εκδηλώνονται στο πεδίο των εφαρμόσιμων πολιτικών και κυριαρχούν ιδεολογικά. Η ερωτική διαστροφή και ο αυταρχισμός είναι αποτελέσματα της έλλειψης ηθικών φραγμών. Και αν υπάρχει ένας ιδεολογικός δρόμος που μπορεί να ευνοήσει την έλλειψη ηθικών αρχών ίσως πρέπει να αναζητηθεί στα πεδία που επικαλούνται την ατομική ελευθεριότητα. Όχι στα σχήματα που υιοθετούν την παραδοσιακή αντίληψη της ελευθερίας, ως συνάρτησης του οργανικού συλλογικού βίου.


Ας ελπίσουμε ότι κάποτε αυτό θα γίνει κατανοητό από περισσότερους Έλληνες. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα υπάρξουν περισσότεροι άνθρωποι που θα μπορούν να ατενίσουν τον πλατύ ορίζοντα της ελευθερίας απελευθερωμένοι από την ιδεολογική τους εμπλοκή στις παγίδες του φιλελευθερισμού.  

Σχόλια:

Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Πολύ δυνατό άρθρο,από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί τον τελευταίο καιρό. Δυστυχώς σε αυτή την διαστροφή συνεισφέρουν άθελά τους και διάφοροι που υιοθετούν αμάσητη την προπαγάνδα του συστήματος.

Έχω μόνο μια διαφωνία. Θεωρώ ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε πχ τον φασισμό ή πόσο μάλλον την Παραδοσιοκρατία ως απλές πολιτικές ιδεολογίες και τάσεις. Η Παραδοσιοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι κοσμοθέαση βασισμένη σε συγκεκριμένες αρχές και αντιστοιχεί σε έναν τύπο ανθρώπου τόσο πνευματικά όσο και "ψυχικά" ή κοινωνικά. Το ίδιο και ο φασισμός, στον βαθμό που αποτέλεσε έκφραση στο ιστορικό γίγνεσθαι τέτοιων αρχών.

Όπως έδειχνε και ο Πλάτωνας στην πολιτεία του υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ ενός "πολιτεύματος", μιας πολιτικής ιδεολογίας και τον τύπο ανθρώπου που αυτή καλλιεργεί και ευνοεί.

Κυριακή, 21 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Αγαπητέ φίλε, ευχαριστώ για το σχόλιό σου.

Όσον αφορά τους όρους "ιδεολογία" και "τάση", δεν τους χρησιμοποίησα τυχαία.
Ούτε με τους όρους της πολιτικής επιστήμης αλλά ούτε και βάσει του πως αντιμετωπίζω εγώ τα πράγματα θα μπορούσε να σταθεί ο χαρακτηρισμός "κοσμοθέαση" για τα πλαίσια που παραθέτεις. Αν θέλουμε να κάνουμε μια αντιστοίχιση που να είναι σύμφωνη με τους όρους της πολιτικής ανάλυσης θα πρέπει να την δούμε ως εξής:

Ο Ρομαντισμός είναι η κοσμοθέαση. Το κέντρο από το οποίο ξεπηδούν τα υπόλοιπα. Η αρχική πνευματική εκδήλωση.
Ο εθνικισμός εκπήγασε από τον Ρομαντισμό ως μία από τις πολιτικές του θεωρίες (θεάσεις των πραγμάτων).
Η πρωταρχική ρομαντική εθνικιστική θεωρία διαιρέθηκε σε δυο ιδεολογικά σκέλη, το συντηρητικό και το ριζοσπαστικό.
Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός, ακόμη και ο εθνικομπολσεβικισμός με τον εθνοαναρχισμό, αποτελούν ιδεολογικές εκφάνσεις του ριζοσπαστικού σκέλους της εθνικιστικής θεωρίας του Ρομαντισμού. (Φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεσαι πως είναι απλώς γελοίες οι διάφορες σοφιστείες του διαδικτύου που παρουσιάζουν τα μεσοπολεμικά εθνικιστικά κινήματα να έχουν ως άμεσους ιδεολογικούς προδρόμους την αρχαία Σπάρτη, την αρχαία Ελλάδα κλπ γι' αυτό δεν επεκτείνομαι σε αυτό το πεδίο).

Αυτή είναι η αντιστοίχιση. Μην μένεις στο ότι κάποια στελέχη ή προσωπικότητες κινημάτων αυτοπροσδιορίζονταν και περιέγραφαν τον φασισμό ή τον εθνικοσοσιαλισμό ως κοσμοθεάσεις. Γιατί πρώτον τα στελέχη δεν είναι απαραίτητο να γνώριζαν πολιτική θεωρία. Και δεύτερον γιατί, πάντοτε, οι εκφραστές ιδεολογιών κάνουν επιλεκτικές συνθέσεις προσεγγίσεων προκειμένου να δώσουν κύρος και να παρουσιάσουν όσο πιο δυνατή γίνεται την εικόνα των κινημάτων τους προς τα έξω. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταγράψουμε την εικόνα που περνούν ως απόλυτα αδιαπραγμάτευτη.

Αν θέλουμε να έχουμε μια βαθύτερη κατανόηση των πολιτικών φαινομένων επιλέγουμε την εποπτική ματιά. Ασφαλώς σε πολλά μέλη και στελέχη μεσοπολεμικών κινημάτων υπήρχε μια βιωματική ταύτιση και μια σχεδόν βαθύτερη εσωτερίκευση τρόπων, αξιών και συμπεριφορικών σχημάτων που βασίζονταν στις ιδεολογικές τους αρχές. Αλλά αυτή η βιωματική εσωτερίκευση ήταν προϊόν της ρομαντικής δυναμικής που εμπεριείχε η πνευματικότητα των εν λόγω κινημάτων. Όχι η απλή προσήλωση στις πολιτικές τους θέσεις.

Και αν μη τι άλλο, τα μεσοπολεμικά ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα γεννήθηκαν από την μήτρα της ρομαντικής κοσμοαντίληψης. Δεν συνέβη το αντίθετο. Χοντρικά λοιπόν, ο Ρομαντισμός γέννησε τον ριζοσπαστικό εθνικισμό. Αυτός είναι η κοσμοθέαση.

Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ήταν οι άξιοι άνθρωποι του παραδοσιακού κόσμου που γνώριζαν ότι το νόημα της ζωής είναι η ανάπτυξη του πνεύματος και μέσω της αναγνώρισης της ταυτότητας του Αγαθού, του Θεού, της Αρετής, διατηρούσαν τη γέφυρα μεταξύ Ουρανού και Γης.
Στο Μεσαίωνα σε έναν μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε αυτή η ταυτότητα.
Στο Μοντέρνο κόσμο του Υλισμού έχει χαθεί και η ουσία της Ύπαρξης.

Ζούμε σαν σκιές εν μέσω ερειπίων.

Τρίτη, 23 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Σταμάτη, με αφορμή αυτή την σύντομη νύξη που έκανες, θέλω να εκφράσω μία απορία που ίσως να την έχουν και άλλοι. Ξέρεις ποιος έκανε πρώτος αυτή την γραφική σύνδεση εθνικοσοσιαλισμού και αρχαίας Σπάρτης; Εγώ προσωπικά μπορώ να την εντοπίσω μέχρι τον αείμνηστο Ανδρέα Δενδρινό, αλλά σίγουρα όλο και κάποιος θα το είχε πει πιο πριν.

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Draug είπε...

Ευχαριστώ για την απάντησή σου Σταμάτη, έχει πολύ ενδιαφέρον.
Έχεις δίκιο στις παρατηρήσεις σου, ειδικά αν αναφερόμαστε στον φασισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο, εκεί ήμουν υπερβολικός στην διαφωνία μου. Είναι και πολύ σωστή η διάκριση που κάνεις αναφορικά με την σχέση μεταξύ των πολιτικών κινημάτων του μεσοπολέμου και της "κοσμοθέασης" που βρισκόταν από πίσω, ειδικά στην περίπτωση του φασισμού σε αυτό ήθελα και εγώ να αναφερθώ λέγοντας πως αποτελεί έκφραση (συγκεχυμένη και ατελή ενδεχομένως) συγκεκριμένων αρχών στο ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Αλλά μου φαίνεται πως ακόμη και έτσι μια πολιτική θέση δεν μπορεί ποτέ να διαχωριστεί πλήρως από το εσωτερικό και βιωματικό επίπεδο. Δηλαδή μια πολιτική θεωρία που βασίζεται στις αρχές του Διαφωτισμού πάντοτε θα καλλιεργεί έναν συγκεκριμένο "τύπο" ανθρώπου και συγκεκριμένα ψυχικά γνωρίσματα στο άτομο. Ομοίως και μια πολιτική θεωρία που θα βασίζεται στις Παραδοσιακές αρχές. Δεν πιστεύω δηλαδή πως μια πολιτική ιδεολογία μπορεί να διαχωριστεί από την ατομική, κοινωνική και πνευματική ζωή και να αντιμετωπισθεί ως ένα μεμονωμένο φαινόμενο, ακριβώς διότι εδράζεται σε μια κοσμοθέαση και μια συγκεκριμένη αξιακή αντίληψη (που προφανώς την υπερβαίνει και δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο πολιτικό πεδίο). Διαφωνείς με αυτή την διαπίστωση;

Τέλος ήθελα να σε ρωτήσω για το πως ακριβώς εννοείς τον Ρομαντισμό. Θεωρείς ότι αυτή η κοσμοθέαση του Ρομαντισμού αποτελεί κάτι αυθύπαρκτο που εκδηλώνεται για πρώτη φορά τον 18ο και 19ο αιώνα ή ότι αυτή η εκδήλωση αποτελεί απλώς μια αναβίωση στην ιστορία των Παραδοσιακών αρχών και αξιών που προυπήρχαν; Έχει σημασία αυτό το σημείο στο μυαλό μου γιατί καθορίζει την σχέση μεταξύ του Ρομαντισμού ως κίνημα και της Παραδοσιοκρατίας.
Πιθανώς να έχεις διασαφηνίσει αλλού αυτό το ζήτημα αλλά πολύ πρόσφατα ξεκίνησα να ακολουθώ την σελίδα και εσένα προσωπικά οπότε θα εκτιμούσα μια απάντηση ή μια παραπομπή!

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Ανώνυμε, κι εγώ δεν γνωρίζω πολλά παραπάνω σε αυτό που ρωτάς. Πιο πολύ έχω στο νου εκείνους που εξακολουθούν να αναπαράγουν σήμερα τέτοιες αστειότητες.

Έχω βέβαια μια εικόνα για τον μεσοπόλεμο, αν και δεν είναι πλήρης. Υπήρχαν, για παράδειγμα, άρθρα και δηλώσεις μεταξικών κύκλων στα οποία γίνονταν αισθητικές και "ιδεολογικές" αναζητήσεις στην σχέση του πολιτεύματος της 4ης Αυγούστου με την αρχαία Ελλάδα. Αλλά εκείνες ήταν προτάσεις σχηματικές, που στόχευαν σε μια προπαγάνδα η οποία απευθυνόταν στο ευρύ κοινό. Δεν ήταν αναλύσεις που είχαν αξιώσεις επιστημολικές. Ήταν δηλώσεις των πρωταγωνιστών της εποχής, προκειμένου να δώσουν μια γραμμή στο ακροατήριό τους.

Το πρόβλημα είναι ότι -κυρίως οι μεταγενέστεροι- δεν κατάλαβαν πως άλλο πράγμα είναι η πολιτική επικοινωνία και προπαγάνδα ενός κινήματος και άλλο η πολιτική ανάλυση των ιδεών του. Για να το προσωποποιήσω και να γίνει πιο κατανοητό θα αναφέρω το εξής παράδειγμα:
Αλλιώς μιλούσε στην Γαλλία για τον εθνικισμό ο Ζαν Μαρίν Λεπέν, που είχε θεωρητικές γνώσεις αλλά ήταν πολιτικός κι έπρεπε να ηγηθεί σε ένα κόμμα. Αλλιώς μιλούσε ο Ντομινίκ Βενέρ, που ήταν ιστορικός και διανοητής. Και οι δύο απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Αλλά είχαν διαφορετικό πεδίο λόγου.

Στην Ελλάδα αυτό δεν έγινε ποτέ κατανοητό (και ασφαλώς φρόντισε το σύστημα εξουσίας να συνεχιστεί η σύγχυση). Πρόσωπα όπως ο Δενδρινός, ο Πλεύρης κλπ. δεν κατάλαβαν αυτή την διαφορά και κυρίως δεν κατάλαβαν ότι η ημιμάθειά τους δεν θα τους επέτρεπε ποτέ να ενσαρκώσουν ταυτόχρονα και τους δυο ιστορικούς ρόλους (του ενεργού πολιτικού και του διανοητή). Ούτε ιστορικοί ήταν, ούτε πολιτικοί επιστήμονες με εξειδίκευση στην γεωπολιτική ήταν, ούτε σοβαροί διανοητές υπήρξαν, (εν τέλει, ούτε και πολιτικοί έγιναν). Έγραφαν για όλα και ήξεραν ελάχιστα απ' όλα, δημιουργώντας αστεία αφηγήματα μέσω συρραφών από διάφορα επιστημολογικά και διανοητικά πεδία.

Κυρίως, όμως, το αρνητικό τους στίγμα ήταν ότι όχι μόνο έπεισαν γενιές αναγνωστών πως οι επιδερμικές τους συρραφές ήταν στ' αλήθεια εθνικιστική θεωρία, αλλά και καλλιέργησαν την αντίληψη των ιδιότυπων "τυραννίσκων" του χώρου που τους διαδέχθηκαν μέσα από κόμματα (κοινοβουλευτικά ή μη) και τις διασπάσεις τους. Αυτοί οι τυραννίσκοι επιχείρησαν επί χρόνια να επιβληθούν όχι μόνο ως πολιτικοί εκφραστές του χώρου αλλά ταυτόχρονα και ως θεωρητικοί καθοδηγητές του. Αντί να έχουν ευήκωα ώτα προς διανοητές που ήταν διακείμενοι ευνοϊκά προς τον εθνικισμό και να τροφοδοτήσουν τις κομματικές τους αφηγήσεις με τα όσα άκουγαν, αντιμετώπισαν τους διανοητές ανταγωνιστικά! Θέλησαν να μονοπωλήσουν ταυτόχρονα και την πολιτική έκφραση και την πολιτική ανάλυση!! Τελικά, εφόσον δεν είχαν τις δυνατότητες να πετύχουν και τα δύο, εκφύλισαν την πολιτική ανάλυση σε επιδερμικά δόγματα μικρο-οργανώσεων και κομμάτων.

Αυτό είναι το κλειδί κατανόησης της όλης υπόθεσης. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που ο ελληνικός εθνικισμός και ο πολιτικός του λόγος, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούν να υπερβούν την παρακμή που συμβατικά αποκαλούμαι "ακροδεξιά". Γιατί πολύ απλά αιχμαλωτίστηκε στη γλώσσα τέτοιων φτωχών μυαλών.

Από εκεί και πέρα, εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, μπορείς να ακούσεις το οτιδήποτε (για την αρχαία Σπάρτη, για υποτιθέμενα μεταφυσικές -στην πραγματικότητα εξωφρενικά παραφυσικές- απαντήσεις που τάχα μας δίνει για διοικητικά θέματα της καθημερινότητας κάποιος ενσαρκωμένος ημίθεος, για λύσεις πολιτειακών ζητημάτων που υπαγορεύει η "φωνή του αίματος" , ότι ο εθνικισμός είναι απλά μια "ενεργός κατάφασις" και άλλα τέτοια). Ο κάθε decadent εθνοσωτήρας, προκειμένου να συγκροτήσει μια γκρούπα κατασκευάζει κι από μια αφήγηση που την λανσάρει ως "πολιτική θεωρία". Το θέμα είναι ότι όχι μόνο αποτυγχάνει και απομακρύνει κάθε σοβαρό άνθρωπο οποιαδήποτε τέτοια νοητική αναπηρία, αλλά και ότι προκαλεί ασταμάτητο γέλιο στους ιδεολογικούς αντιπάλους.

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Draug, συμφωνώ με αυτό που γράφεις στην δεύτερη παράγραφο του σχολίου σου. Είναι σωστή η προσέγγισή σου. Κράτα μόνο μια επιφύλαξη στο εξής σημείο. Ανάμεσα στην θεωρία και την πρακτική εφαρμογή της μεσολαβεί ένα διάστημα. Και στο διάστημα αυτό μπορεί να φανερωθούν διαφορετικές περιπτώσεις. Ασφαλώς, η πολιτική θεωρία και οι αρχές των ιδεολογιών που βασίζονται σε αυτήν προϋποθέτουν ένα πλαίσιο ζωής με συγκεκριμένα γνωρίσματα (αξιακά, συμπεριφορικά κλπ). Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που, τρόπον τινά, αντιστοιχούν με ακρίβεια (ή τουλάχιστον σε πολύ κοντινή προσέγγιση) με το συγκεκριμένο πλαίσιο ζωής, όπως πολύ σωστά γράφεις. Υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις αποκλίσεων. Παντού και πάντοτε, σε όλα τα πολιτικά πλαίσια.

Για παράδειγμα είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όταν ο φασισμός εγκαθιδρύθηκε υπήρξε πολύ μεγάλος αριθμός Ιταλών που έσπευσαν να γίνουν μέλη του φασιστικού κόμματος, απλά και μόνο για να εκμεταλλευτούν την συγκυρία (να βρουν δουλειά, να έχουν πρόσβαση στην εξουσία κλπ). Επίσης, η μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία του φασιστικού κόμματος φάνηκε ότι έκανε μαλθακούς ακόμη και κάποιους που στην αρχή το είχαν υποστηρίξει πιστεύοντας τις θέσεις και τις αρχές του. Έτσι όταν ανατράπηκε ο Μουσολίνι από τους στρατηγούς και τον βασιλιά, και μάλιστα εν μέσω πολέμου, ελάχιστοι αντέδρασαν (υπήρξαν δυο-τρεις αυτοκτονίες διαμαρτυρίας, αλλά στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν κουνήθηκε φύλλο). Επιπλέον "ιεράρχες" του κόμματος, όπως ο Γκράντι, συμμετείχαν στην ανατροπή!
Επίσης, ο Λένιν θεωρούσε ότι από την μάζα των προλετάριων που υποστήριξαν τον κομμουνισμό στην Ρωσία ελάχιστοι ήταν συνειδητοί-αληθινοί μπολσεβίκοι. Σε γενικές γραμμές το ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις (ακόμη περισσότερο στις φιλελεύθερες ιδεολογίες, που έχουν το "ωφελιμιστικό" υπόβαθρο που ανέφερες).

Η ουσία, όμως, δεν αλλάζει. Θα υπάρχει πάντοτε μια μάζα ανθρώπων που θα προσεγγίζει την πολιτική από απόσταση, επιφανειακά, σαν προϊόν. Και θα ακολουθεί το ρεύμα. Σε αυτό το σημείο αν θέλουμε να βρούμε κάποιο αντίδοτο θα έπρεπε να μεταβούμε από μια συζήτηση πολιτικών θεωριών-ιδεολογιών σε μια συζήτηση πολιτειακών πλαισίων.

Για να μην σε κουράζω μακρυγορώντας, το συμπέρασμα είναι το εξής. Στην πολιτική ανάλυση δίνουμε έμφαση στην θεωρία και τις ιδεολογίες. Αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε και το πως τις υιοθετούν και πως τις εκφράζουν τα πολιτικά υποκείμενα (τα πρόσωπα). Πρόκειται για πολύ σημαντικό σημείο αυτό, ιδίως σήμερα στον εθνικιστικό χώρο που διάφοροι αυτοπαρουσιάζονται ως εκφραστές παραδοσιοκρατικών ιδεών αλλά οι συμπεριφορές τους και οι λόγοι τους αποδεικνύουν παθογένειες.

Όσον αφορά τον Ρομαντισμό, για να το πω σχηματικά και περιγραφικά, αν τον δούμε ως κοσμοθέαση και όχι ως απλή αισθητική τάση, πρόκειται για ένα φαινόμενο αυθύπαρκτο, που εκδηλώνεται για πρώτη φορά τον 18ο και 19ο αιώνα, για να εκφράσει στην νεωτερική συνθήκη αξίες και ιδέες του παρελθόντος. Ασφαλώς και είναι μέρος μιας συνέχειας ιδεών. Ασφαλώς και "ενσωμάτωσε" ένα σύνολο από αρχαίες, μεσαιωνικές, παγανιστικές, χριστιανικές, ιδεαλιστικές κλπ προτάσεις. Αλλά το έκανε με έναν πρωτότυπο τρόπο και με την προοπτική αυτές οι παραδοσιακές προτάσεις να συγκροτήσουν μια συνολική πρόταση αντίθετη στην ωφελιμιστική κυριαρχία της νεωτερικής εποχής. Μια συνολική πρόταση που ταυτόχρονα θα είναι εφαρμόσιμη στον κόσμο που γεννήθηκε μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση.

Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην παραδοσιοκρατία και την παράδοση. Παραδοσιακό είναι κάτι που ανήκει στην παράδοση. Παραδοσιοκρατικό είναι κάτι που αφομοιώνει κάποια παραδοσιακά σχήματα, με τρόπο που τα κάνει εφαρμόσιμα στη νεωτερική συνθήκη, ως αντιπροτάσεις στην κυριαρχία των ιδεών της "προόδου".

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Draug είπε...

Πολύ εύστοχο και ουσιώδες είναι αυτό που αναφέρεις για τα πολιτικά υποκείμενα, δυστυχώς τείνει σήμερα να ξεχαστεί εντελώς. Και πιστεύω είναι εν τέλει ένας μικρός αριθμός προσώπων που φέρουν ζωντανά και βιωματικά συγκεκριμένες αρχές που δίνουν στην πολιτική έκφραση μιας ιδεολογίας ή θεωρίας τον χαρακτηριστικό της "τόνο".

Συμφωνώ με τις τελευταίες δύο παραγράφους, με κάλυψες πλήρως!

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

ΥΓ. Draug, ξέχασα την βιβλιογραφία. Γράψε μου ποιο ακριβώς θέμα θες να αφορά.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το αν εξετάζουμε τον Ρομαντισμό ως αυθύπαρκτο κίνημα του 18ου-190υ αιώνα ή ως μια διαχρονική τάση, ο Μπερλίν προτείνει την πρώτη εκδοχή στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου "οι Ρίζες του Ρομαντισμού" (https://www.politeianet.gr/books/9789607909220-berlin-isaiah-scripta-oi-rizes-tou-romantismou-72520).

Γενικότερα για την αντίθεση του Ρομαντισμού, ως κοσμοαντίληψης, στην φιλελεύθερη καπιταλιστική νεωτερικότητα, το πιο ενδεικτικό βιβλίο είναι το "Εξέγερση και Μελαγχολία". Κατέβασέ το από τον παρακάτω σύνδεσμο.

https://www.scribd.com/document/381858623/ΕΞΕΓΕΡΣΗ-ΚΑΙ-ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ-pdf

Ο συγγραφέας του είναι αριστερός και δίνει έμφαση στα ελευθεριακά ρομαντικά ρεύματα. Αναφέρει, όμως, και τα συντηρητικά-εθνικιστικά και παραθέτει εξαιρετικά και πολλά πραγματολογικά στοιχεία.

Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Είναι αλήθεια, Σταμάτη, πως στον ελληνικό χώρο των εθνικών ή ρομαντικών ιδεών υφίσταντο διάφορες μεγαλοιδεατικές τάσεις, ακόμη και γραφικές, όμως και χωριστικές επίσης.

Η κυρίαρχη μάλλον ήταν ο ελληνοκεντρισμός, η άποψη ότι όλα ξεκίνησαν από κάποιους πανάρχαιους πρωτοέλληνες και όλα προέρχονταν από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι πολιτισμοί υπήρξαν κατά πολύ υποδεέστεροι. Η τάση αυτή έφτασε μέχρι σημείου υπερβολής με την θεωρία της "ομάδας Ε".

Θεωρείς πως στην χώρα μας (μεσοπολεμικά* αλλά κυρίως μεταπολεμικά) υπήρξαν κάποιοι άξιοι λόγου διανοούμενοι-θεωρητικοί και κάποιοι πολιτικοί (έστω σε μικρής εμβέλειας), ή δεν ανεφάνησαν καθόλου; *εκτός του Δραγούμη

Ποια η γνώμη σου για το φιλοσοφικό έργο του Γεωργαλά (Άνοδος & Πτώση των αστών, Δημοκρατία των αρίστων, Προπαγάνδα, Η κρίσης της καταναλωτικής κοινωνίας);
Αλλά και γενικότερα επί του έργου του Δενδρινού π.χ. «Οικουμενιστική εισβολή και ιστορικά σύνδρομα».

Τετάρτη, 03 Μαρτίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Γεια σου φίλε. Η γνώμη μου είναι πως δεν υπήρχαν ουσιαστικά σημεία αναφοράς μιας παραδοσιοκρατικής σκέψης στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Γενικά είμαι επιφυλακτικός για περιπτώσεις ανθρώπων που σχετίστηκαν με μυστικές υπηρεσίες και δομές της ελλαδικής (αντιπνευματικής) Δεξιάς. Σε αυτούς κατατάσσω τον Γεωργαλά. Μπορεί για την εποχή τους ορισμένα βιβλία του να έχουν ένα ενδιαφέρον ως ενημερωτικά-προπαγανδιστικά αναγνώσματα. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν συνιστούσαν έργα σοβαρής πολιτικής ανάλυσης. Δεν είναι σωστό να αποδίδουμε στα έργα του τον όρο "φιλοσοφικές αναλύσεις". Απλά, ελαφρά, αναγνώσματα πολιτικού περιεχομένου ήταν.

Τον Δενδρινό τον θυμάμαι, όταν ήμουν νεαρός, να παρουσιάζει εκπομπές στον τηλεοπτικό σταθμό ΤΗΛΕΤΩΡΑ του, καταδικασμένου για σχέσεις με μυστικές υπηρεσίες και τρομοκρατικές ομάδες, δεξιού "δημοσιογράφου" Γρηγόρη Μιχαλόπουλου. Επρόκειτο για εκπομπές που κινούνταν στο όριο της ακροδεξιάς γραφικότητας, με συχνά νευρικά ξεσπάσματα του παρουσιαστή και ξεκαρδιστικούς τσακωμούς του με συμπαρουσιαστές. Το καρατζαφερικό telecity φάνταζε τηλεοπτικό έντυπο επιπέδου Γαβριηλίδη σε σχέση με όσα παρουσίαζε το ΤΗΛΕΤΩΡΑ (με εξαίρεση έναν συμπαθή ηλικιωμένο που παρουσίαζε εκπομπή με δημοτικά τραγούδια). Αστείες καταστάσεις και γραφικές δημόσιες εικόνες από πρόσωπα που δεν θα μπορούσε κανείς σώφρονας να πάρει στα σοβαρά.

Σε γενικές γραμμές, μεταπολεμικά, δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ αρκετούς ανθρώπους που προσέγγισαν με σοβαρότητα εθνικιστικά και παραδοσιοκρατικά σχήματα στην Ελλάδα, όντας σχετιζόμενοι με τον λεγόμενο "χώρο". Υπήρξαν, όμως και κάποιοι που ξεχώρισαν, όπως ο Φαλτάιτς, ο Δημήτρης Δημόπουλος, ο Λαζογιώργος και ελάχιστοι ακόμη). Μπορώ, όμως να διακρίνω ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους που υπήρξαν φορείς τέτοιων ιδεών και παρέμειναν άγνωστοι στον "χώρο". Για παράδειγμα ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας. Επίσης, σε ότι έχει να κάνει με το νεανικό αναγνωστικό κοινό δεν θα λησμονήσω να αναφέρω τον αρθρογράφο που με παρακίνησε να μελετήσω τον Ρομαντισμό, τον Χάρη Πρασούλα (γνωστό ως αρχισυντάκτη και συντάκτη του περιοδικού Metal Hammer κατά τις δεκαετίες του 1980-90, με το ψευδώνυμο Sun Knight).

Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Πέρα από τους πασίγνωστους Δραγούμη, Γιαννόπουλο κλπ υπήρξαν πολλοί σημαντικοί παραδοσιοκράτες στοχαστές και δημοσιογράφοι. Ευάγγελος Λεμπέσης, Πέτρος Ωρολογάς, Λίνος Καρζής και πάρα πολλοί άλλοι. Ασφαλώς, δεν είχαν την εμβέλεια των δυτικών. Αλλά διέθεταν σεβαστό πνευματικό διαμέτρημα. Οφείλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη.

Τετάρτη, 03 Μαρτίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Κατά την γνώμη μου, ένα βασικό νεοελληνικό ελάττωμα είναι η παρανόηση της εθνικοφροσύνης ως φιλοπατρίας αλλά και η σύγχυση της ακροδεξιάς με τον συντηρητισμό. Αυτό ίσως να απορρέει, να είναι μια άλλη όψη του ορθόδοξου ζηλωτισμού με νεοελληνικό ένδυμα. Ήταν ένα αίσθημα που σε κάποιο βαθμό και η χούντα το καλλιέργησε.

Με ικανοποιούν κάποιες κριτικές του Γεωργαλά διότι αναδεικνύει την ηθικοπνευματική ουσία της αριστείας.

Τον Φαλτάιτς (Μάνο?) δεν τον γνώριζα. Φαίνονται ενδιαφέροντα τα έργα του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Δημόπουλου στην Βιοπολιτική, αλλά και προβληματισμό και ερωτήματα ως προς την κληρονομικότητα και την πνευματικότητα..
Υποθέτω πως ανάλογη εκτίμηση τρέφεις και για τον Βεζανή.

Πάντως για να μην αδικούμε τα εν ημών, σε κάποιο βαθμό και στας Ευρώπας προτασσόταν μια μεγαλαυχία, μια μεγαλοστομία ή απερισκεψία από εθνικιστές ή συντηρητικούς πολιτικούς όπως ο Λεπέν λ.χ.

Παρασκευή, 05 Μαρτίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Στο θέμα του ορθόδοξου ζηλωτισμού και στο πως σχετίζεται με την ακροδεξιά (αν βέβαια αντιλήφθηκα σωστά τι εννοείς -αν όχι, απολογούμαι προκαταβολικά) δεν θα συμφωνήσω.
Γιατί η ακροδεξιά αφήγηση διατηρεί μπόλικο κλασικισμό στις ατάκες και στο σκεπτικό της. Κλασικισμό όπως μας τον δίδαξαν από την εποχή του Διαφωτισμού οι δυτικοί. Ατάκες του τύπου "εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγανε βαλανίδια", εμμονές με τον "ελεύθερο κόσμο της Δύσης έναντι των βάρβαρων σοβιετικών μπολσεβίκων" κλπ είχαν καθαρό ρεπουμπλικανικό και φιλελεύθερα κλασικιστικό υπόβαθρο (στην βαλκάνια στρέβλωσή του, ασφαλώς), παρά χριστιανικό. Πλεύρηδες και σια, αναπαρήγαγαν αυτές τις βλακείες και τις παρουσίασαν ως "εθνικιστική" θεωρία, εκπαιδευόμενοι από κέντρα που δεν διακρίνονταν για την θρησκευτικότητά τους (πόσο μάλλον την ορθόδοξη). Ασχέτως της προμετωπίδας του "ευσεβούς χριστιανού" που διατηρούσαν υποκριτικά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Δεν νομίζω ότι οι τρόποι τους εκπήγαζαν από την ορθόδοξη παράδοση ή από τους ζηλωτές. Αλλά από την (άκρα)Δεξιά αφήγηση του δυτικού φιλελευθερισμού και του κλασικιστικού στυλ του.

Τον Βεζανή τον εκτιμώ, βεβαίως.

Τώρα όσον αφορά την μεγαλοστομία, έχω την εντύπωση ότι στον Λεπέν ήταν θέμα καθαρά ύφους. Όχι περιεχομένου. Ήταν το στυλ του να μιλά με μια επαρχιώτικη αλαζονεία. Αλλά, πρώτον, για την γαλλική πολιτική κουλτούρα είχε νόημα αυτό που έκανε. Αναφερόμαστε σε ένα έθνος που ηγεμόνευσε πρόσφατα στην Ευρώπη, όχι πριν χιλιάδες χρόνια στην ανατολή, όπως εμείς. Η αλαζονεία είναι κάτι που έχει εγγραφεί στο παλιό γαλλικό ύφος. Παραπέμπει στον Ναπολέοντα, στον γαλλικό πολιτισμό, στην αριστοκρατία των Βερσαλλιών. Σε πρόσφατες ιστορικές συνθήκες, δηλαδή. Όχι στην αρχαιότητα. Επιπλέον, ο επαρχιωτισμός στην κουλτούρα της Γαλλίας μπορεί να γίνει νοητός και ως αντίδραση στον μπουρζουαζισμό των φιλελεύθερων αστών. Δεν διαβάστηκε άσχημα στο γαλλικό κοινό, δηλαδή. Και, δεύτερον, ο Λεπέν όταν παρέθετε επιχειρήματα δεν έλεγε βλακείες, ακόμη και αν το ύφος του ήταν τραχύ.

Αντιθέτως, ο Πλεύρης δεν είχε τραχύ ύφος. Γνώριζε τους κανόνες της τηλεοπτικής αντιδικίας και πως να εκνευρίζει τον αντίπαλο και να κερδίζει εντυπώσεις. Μόνο που τα επιχειρήματά του ήταν αστεία. Κατά την δεκαετία του 1990 μιλούσε και έγραφε υπέρ της Μεγάλης Ιδέας, υπέρ της δικτατορίας (και ασφαλώς ποτέ κατά της διεφθαρμένης αστικής τάξης, ποτέ κατά της ευρωπαϊκής ένωσης του κεφαλαίου και της παγκοσμιοποίησης, ποτέ κατά του κόσμου που δημιουργούσε η συνθήκη του Μααστριχτ-θέματα στα οποία ο Λεπέν πρωτοστατούσε). Πως να πάρει κανείς στα σοβαρά μια τέτοια φιγούρα;

Ο Μιχαλολιάκος, από την άλλη, είχε τραχύ ύφος ομιλίας σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που δεν ταίριαζε καθόλου στην πολιτική της κουλτούρα. Άλλο πράγμα να απευθύνεσαι σε γαλλικό κοινό και άλλο σε ελληνικό (και μάλιστα σε μια Ελλάδα που το πατριωτικό στοιχείο γίνεται, τους δυο τελευταίους αιώνες, νοητό όχι ως όχημα κάποιας ηγεμονικής αυτοκρατορίας (αφού δεν είχαμε ιμπεριαλιστικό παρελθόν) αλλά ως όχημα απελευθέρωσης από τα δεσμά της υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις. Το στρατιωτικό στυλ, επίσης, δεν είναι στην κουλτούρα της νεότερης Ελλάδας. Η μνήμη του μέσου Έλληνα όταν ανατρέχει σε θετικά γεγονότα στρατιωτικού περιεχομένου καταλήγει στην κλεφτουριά, στα αντάρτικα σώματα ή στον στρατό του ΟΧΙ που και πάλι δεν ήταν καλογυαλισμένα ιμπεριαλιστικός.

Αλλά και αυτός μαθητής του Πλεύρη ήταν και, λόγω της ψευδοκλασικιστικής τύφλωσης, πίστευε ότι μπορούσε να συρράψει αφηγήσεις και στυλ, που εμπεριείχαν την κλασική αρχαιότητα (στρατιωτική δομή αρχαίας Σπάρτης), την εκστρατεία του μεγάλου Αλεξάνδρου και τον φασισμό (όχι τον νεο-φασισμό, αλλά εκείνον της δεκαετίας του '30) σε μια σύγχρονη πολιτική αφήγηση. Τα είδαμε τα αποτελέσματα με τα "τάγματα" που εκτελούσαν ασκήσεις πυκνής τάξεως μπροστά σε βουλευτές (!!) αλλά εξαφανίστηκαν με την πρώτη στραβή. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχει κανείς να τα αναλύει ως πολιτικές προτάσεις ή ως φαρσοκωμωδίες αυτά τα σχήματα. Σε εμένα πάντως φαίνονταν ανέκαθεν γελοία.

Παρασκευή, 05 Μαρτίου, 2021

 

Ιστορικές Αναδρομές: 17η Φεβρυαρίου1914

 


Με τους Βαλκανικούς Πολέμους την περίοδο 1912-1913, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε  τις βόρειες περιοχές της Ηπείρου, την Κορυτσά, τη Χειμάρρα, το Αργυρόκαστρο, φτάνοντας λίγο έξω από τον Αυλώνα.

Στις περιοχές αυτές κατοικούσαν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί, που δέχτηκαν τον ελληνικό στρατό ως απελευθερωτή από τον οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν  επέτρεψαν να ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος ολόκληρη η Ήπειρος. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913 αναγνωρίστηκε η Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος. Λίγους μήνες αργότερα, με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στις 17 Δεκεμβρίου 1913, η περιοχή που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες χριστιανούς ονομάστηκε «Βόρεια Ήπειρος» και προσαρτήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις για να εξαναγκάσουν την ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί το Πρωτόκολλο της Φλωρεντία εκβίασαν το ελληνικό κράτος ότι θα χάσει νησιά του Αιγαίου. Τα νησιά που είχαν απελευθερωθεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους θα προσαρτούνταν επίσημα στην Ελλάδα μόνο εάν υποχωρούσαμε στο ζήτημα της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση των φιλελευθέρων (προγόνων της σημερινής κυβερνητικής δυναστείας) του Ε. Βενιζέλου δέχθηκε να υποχωρήσει από τη διεκδίκηση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου.


Ωστόσο οι βορειοηπειρώτες δεν συντονίστηκαν με τις υποχωρητικές διαθέσεις του Βενιζέλου. Πρώτοι οι κάτοικοι της Χειμάρρας, με αρχηγό τον Σπυρομήλιο, πήραν τα όπλα και ύψωσαν τη σημαία της αυτονομίας. Οι κάτοικοι της Χειμάρρας συγκρότησαν δική τους κυβέρνηση του «Αυτόνομου Κράτους της Χειμάρρας». Το παράδειγμα της Χειμάρρας ακολούθησαν και άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου, ιδρύοντας τελικά την «Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου» στο Αργυρόκαστρο. Ήταν 17 Φεβρουαρίου του 1914. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάληψης της περιοχής από αλβανικά σώματα ενόπλων ατάκτων και να προστατευθεί ο πληθυσμός της περιοχής, ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, (πρώην υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας με καταγωγή από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου) ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου» στο Αργυρόκαστρο, στις 28 Φεβρουαρίου.


Ο Βενιζέλος πάντοτε πιστός στα κελεύσματα των Μεγάλων Δυνάμεων διέταξε τον ελληνικό στόλο να αποκλείσει το λιμάνι των Αγίων Σαράντα και τις επόμενες μέρες απαγόρεψε διαδήλωση στην Αθήνα υπέρ του βορειοηπειρωτικού ζητήματος.

Τα αλβανικά ένοπλα σώματα επιτέθηκαν στην αυτονομημένη βόρεια Ήπειρο αλλά οι Έλληνες αυτονομιστές, μετά από σφοδρές συγκρούσεις νίκησαν. Οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να δεχτούν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, σύμφωνα με το οποίο η Βόρειος Ήπειρος θα παρέμενε στο αλβανικό κράτος αλλά ως αυτόνομη περιφέρεια με δική της χωροφυλακή αποτελούμενη μόνο από Έλληνες και την απαγόρευση παρουσίας αλβανικού στρατού στα εδάφη της. Προβλέπονταν επίσης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, αν και στις τρεις πρώτες τάξεις η αλβανική θα διδάσκονταν παράλληλα με την ελληνική. Η θρησκευτική διδασκαλία, όμως, θα γίνονταν μόνο στα ελληνικά. Κατά τους επόμενους μήνες ο αυτονομιστικός στρατός των βορειοηπειρωτών κατέλαβε και την Κορυτσά και το Τεπελένι ενώ το Σεπτέμβρη του 1914 κατελήφθη και το Βεράτιο.


Τελικά, στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους, και ενώ είχε ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, μετά από την συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο ελληνικός στρατός εισήλθε για δεύτερη φορά στην περιοχή, ως παράγοντας σταθεροποίησης και προστασίας του πληθυσμού. Έτσι η προσωρινή κυβέρνηση τυπικά έπαψε να υπάρχει και η Βόρεια Ήπειρος βρίσκονταν ξανά υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Τον Μάρτιο του 1916 με βασιλικό διάταγμα ο Κωνσταντίνος ανακήρυξε την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.

Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν άλλη γνώμη. Μετά από βρώμικες μεθοδεύσεις του ιταλικού παράγοντα, κι έπειτα από την λήξη του Α'ΠΠ, η ελληνική αυτή περιοχή χαρίστηκε τελικά στην Αλβανία. Ο γολγοθάς των βορειοηπειρωτών είχε μόλις αρχίσει....

Ο Joker και το P.L.C (παθολογικό γέλιο και κλάμα)

        

                                                      του Κωνσταντίνου Γαβρόγλου

Πρόκειται για μια από τα σοβαρότερες ψυχικές παθήσεις. Τα θύματα της συγκεκριμένης ψυχικής πάθησης συχνά δίνουν την εντύπωση πως κλαίνε χωρίς να είναι στεναχωρημένα, η να γελάνε χωρίς να είναι χαρούμενα. Εμφανίζεται σε διάφορες νευρολογικές ασθένειες, όπως την επιληψία, στην σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά και στην άνοια. Συχνότερα όμως εμφανίζεται στην αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση. Σημαδεύεται από ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα γέλιου η κλάματος τα οποία συχνά είναι ασυνάρτητα με τα συναισθήματα που νιώθει το θύμα. Εν τέλει πρόκειται για μια διαταραχή της συναισθηματικής έκφρασης των συγκεκριμένων ανθρώπων. Η συγκεκριμένη αναπηρία προκαλείται από το υψηλότερο στέλεχος του εγκεφάλου το οποίο ενοποιεί όλες τις εγκεφαλικές δραστηριότητες όπως είναι το γέλιο και το κλάμα.

Σίγουρα η ταινία Joker, με τον Χόακιν Φίνιξ στον ομώνυμο ρόλο μας έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε πόσο άσχημο είναι να στιγματίζονται από την κοινωνία άνθρωποι που διακατέχονται από σοβαρές ψυχικές παθήσεις, όπως  παθολογικό γέλιο και κλάμα. Κι αυτό γιατί ο Χόακιν Φίνιξ εμβάθυνε πολύ στον συγκεκριμένο χαρακτήρα με αποτέλεσμα να μας αγγίξει όλους.  Ο συγκεκριμένος ρόλος χάρισε στον Χόακιν Φίνιξ το βραβείο όσκαρ και έκανε πολύ κόσμο να καταλάβει πως ένα άτομο με ψυχική πάθηση είναι πολλές φορές εύκολο φτάσει σε αποτρόπαιες πράξεις όταν η κοινωνία δεν μπορεί να τον αποδεχτεί έτσι όπως είναι και να τον βοηθήσει να τις υπερβεί.


Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο Χόακιν Φίνιξ περιέγραψε πως ένα ψυχικά νοσούμενο άτομο απλά ζει διάφορες καταστάσεις στην ζωή του, την καθημερινότητα π.χ, πως αντιδρά όταν τον χρησιμοποιούν για να πουν ψέματα, πως αντιδρά όταν μαθαίνει ότι συγγενικό του πρόσωπο είχε ερωτική σχέση με τον αντίπαλο του, πως αντιδρά όταν τον πλησιάζουν και τον χλευάζουν χωρίς να ξέρουν τι έχει ζήσει. Η συγκεκριμένη φράση του Joker «Everybody is awful these days», δηλαδή «Σήμερα ο κάθε άνθρωπος έχει την άσχημη του πλευρά», ίσως αποκτήσει αξία αν όλοι καταλάβουμε ότι είναι πολύ σημαντικό απέναντι στον συνάνθρωπο μας να δείξουμε κατανόηση, αλλά και να αντιληφθούμε ότι ο κόσμος ίσως ήταν καλύτερος αν είχαμε μάθει να συναισθανόμαστε πριν στοχοποιήσουμε τον συνάνθρωπο μας για τις πράξεις του.

Ασφαλώς το σενάριο δεν μένει στο ψυχικό υπόβαθρο του ήρωα. Προχωρά στην δράση του ως αισθαντικού ανατροπέα. Ως κάποιου που στην επιδερμικότητα και τον καθωσπρεπισμό του αστικού περίγυρου αντιτάσσει την αλήθεια. Μόνο που είναι η αλήθεια μιας τραυματισμένης ψυχής. Μιας ψυχής που ζητά την λύτρωση μέσα από την κοινωνική διασάλευση ενός κούφιου κόσμου για να οδηγηθεί στην κάθαρση.

Πηγές

Περιοδικό Brain, «Behaviour, physiology and experience of pathological laughing and crying in amyotrophic lateral sclerosis»

https://neuro.psychiatryonline.org/doi/pdf/10.1176/jnp.16.4.426

https://www.mayoclinic.org/diseases-conditions/pseudobulbar-affect/symptoms-causes/syc-20353737?p=1

https://www.healio.com/psychiatry/journals/psycann/2019-12-49-12/%7B255a2e4e-9890-4681-9bc4-439d093cb1a2%7D/the-joker-movie-and-the-stigma-of-psychiatric-disorders.pdf?fat=undefined

 

Πνευματική τροφή


                                                                 του Ιωάννη Μπαχά     

Γιατί πρέπει να τρώνε τα ζόμπι; Τόσες άλλες λειτουργίες μας έχουν καταρρεύσει. Η διάβρωση και η αποσύνθεση κατατρώει τις σάρκες μας και οι ιστοί μας κηλιδώνουν τους δρόμους όπου βαδίζουμε ή σερνόμαστε. Δεν μιλάμε, δεν βλέπουμε, δεν ακούμε. Καμιά φορά οι σάρκες των ζωντανών, που με τόση βουλιμία καταβροχθίζουμε, πέφτουν στο έδαφος αφού το καταπληγιασμένο μας κορμί δεν μπορεί να τις συγκρατήσει. Όσοι ήταν τυχεροί και έγιναν νεκροζώντανοι μόνο με ένα δάγκωμα ή μια γρατζουνιά πριν προλάβουν να τους ξεσκίσουν εκείνες τις λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσουν, έχουν έναν αγώνα «επιβίωσης» να δώσουν: Πριν η σήψη καταφάει τους ιστούς μας πρέπει να τραφούμε για να ζωντανέψουν ξανά τα σάπια μυαλά μας. Έτσι μπορούν να βάλουν μπρος ξανά την ανθρωπιά μας. Απάνθρωπο, έ;


Κάποιοι από εμάς τρεφόμαστε καλά και μπορούμε μέχρι και να γράφουμε. Και λένε πως δεν πρέπει να τρώμε και να διαβάζουμε.

Είδατε: εάν φάω κάνω ακόμη και χιούμορ.    

Ιστορικές αναδρομές: Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σπέρα. Από τον διεθνιστικό αναρχισμό στον εθνικό συνδικαλισμό


                                                          του Αριστείδη Χριστοφοράκη

Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.

Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό «BrotherCollege». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.


Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός, καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.

Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς. Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914 συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή η απεργίες ήταν παράνομες.

                                                             Η εξέγερση της Σερίφου

Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού διχασμού.  Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς).  Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».

Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία, δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2% του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής, για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.

Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες, κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα, ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας.


Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον αγώνα τους.  Στις 21 Αυγούστου αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους. Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία. Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον Γρόμαν.

Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη διακοσίων πενήντα  ανδρών και ενός ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος.  Τότε  ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.

Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας, απολύθηκαν  όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες, καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.

                                                           Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. – Σ.Ε.Κ.Ε.

Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς εκείνης της εποχής.

Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα εργατικά δικαιώματα, τον  βοήθησαν να κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.

Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του, για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές συνδικαλιστές από την άλλη[1] .

Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.


Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.

Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το 1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών φασμάτων.

Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες, εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή. Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ.Ε.).

Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού. 

                                                                      Δολοφονία

Μετά την διαγραφή του, ο Σπέρας θα προσπαθήσει θα πολεμήσει το Κ.Κ.Ε. και όλα τα σωματεία τα οποία ήλεγχε, είτε οργανώνοντας απεργοσπαστικές κινήσεις σε πρωτοβουλίες κομμουνιστών, είτε ιδρύοντας εθνικοσυνδικαλιστικά σωματεία, είτε οργανώνοντας ο ίδιος απεργίες. Σαν απάντηση, σύμφωνα με τον ίδιο, το Κ.Κ.Ε. θα αποτύχει δύο φορές να τον δολοφονήσει στήνοντάς του ενέδρες[2].

Το 1934 συνδέθηκε με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμματος Ελλάδος του Γεωργίου Μερκούρη και έδωσε το παρόν στα εγκαίνια των γραφείων του κόμματος. Αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα του συγκεκριμένου κόμματος αλλά, παράλληλα, είχε σχέσεις και με την Εθνική Συντηρητική Οργάνωση του Άγγελου Κανελλόπουλου. Το 1938 συνελήφθη για κάποιο ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχουν εναπομείναντα στοιχεία ώστε να εξακριβωθεί αν και πως έγινε. Φυλακίστηκε στην Σκόπελο και αφέθηκε ελεύθερος λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με κλονισμένη και επιβαρυμένη υγεία.


Την περίοδο της κατοχής ο Σπέρας έγραψε την ιστορία του εργατικού κινήματος και συνέχισε τον αγώνα του, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ενάντια στους κατακτητές και τους κομμουνιστές, καλώντας τον λαό να μποϊκοτάρει τα συσσίτια του Ε.Α.Μ. και να στραφεί σε αυτά των δήμων. Παράλληλα συνέχισε να έχει επαφές σε ένα ευρύ φάσμα συντηρητικών κύκλων που ξεκινούσε από τον Ε.Δ.Ε.Σ. Αθηνών και συμπεριελάμβανε μέχρι και συνεργάτες των ελληνικών κυβερνήσεων του Τρίτου Ράιχ. Διατηρούσε επικοινωνία με τον Ανδρέα Κονδάκη, ανώτερο αξιωματικού του στρατού, με τον Νικόλαο Καλύβα, διορισμένο πρόεδρο της Γ.Σ.Ε.Ε., και με  τον Γεώργιο Μερκούρη.

Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου 1943, ο Σπέρας ξεκίνησε για την Ελευσίνα μαζί με έναν φοιτητή της Νομικής και τον Απόστολο Κοκμάδη, ανθυπολοχαγό του στρατού, με σκοπό να συναντήσουν μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. Ο Σπέρας, συνεργαζόταν με τους δυο συνοδοιπόρους του και με τον γιατρό Ιωάννη Λαζαρή, μέλος του Ε.Δ.Ε.Σ. με σκοπό την ίδρυση εθνικών αντάρτικων ομάδων. Ωστόσο, στην Μάνδρα έπεσαν θύματα ενέδρας του κομμουνιστικού 1/34 τάγματος υπό τον Γεώργιο Μπουτσίνη, γνωστό ως «καπετάν Νικήτα». Η εφημερίδα Ριζοσπάστης με χαρά ανέφερε ότι το «κάθαρμα ο Σπέρας» έχει συλληφθεί ως κατάσκοπος. Στη συνέχεια ο Σπέρας οδηγήθηκε στα Δερβενοχώρια και μόλις εξακριβώθηκε η ταυτότητά του μέλη των Ε.Λ.Α.Σ. και Ο.Π.Λ.Α. τον αποκεφάλισαν και τον πετάξαν σε χαράδρα της περιοχής, τοποθεσία άγνωστη μέχρι σήμερα. Επρόκειτο για ένα από τα πολλά επεισόδια κατά τα οποία ορισμένα μέλη του Κ.Κ.Ε εκμεταλλεύτηκαν το αντάρτικό όχι για εθνικούς σκοπούς αλλά για να προβούν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Είναι εν γένει γνωστό το πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια «έθνος» και «εθνικό συμφέρον» ηγετικά στελέχη του τότε Κ.Κ.Ε., αλλά δεν θα επεκταθώ.  

                                                                      Συμπέρασμα

Ο Σπέρας, αδιαμφισβήτητα κατείχε ηγετικά χαρακτηριστικά, δεινή ρητορικότητα, πάθος για οτιδήποτε έκανε και δυναμική παρουσία. Είχε το χάρισμα να κερδίζει τα πλήθη, φίλους και εχθρούς, μιλώντας απλά και κατανοητά. Ήταν ανήσυχο πνεύμα γεγονός που τον οδήγησε σε ένα πέρασμα από πολλές ιδεολογίες. Αν παρατηρήσουμε τη διαδρομή του σε μια στεγνή διανοητική ιστορία θα συμπεράνουμε τα εξής. Στα νεανικά του χρόνια ασπάστηκε τον αναρχισμό. Στη συνέχεια πέρασε στον αναρχοκομμουνισμό, ενώ στο ωρίμασμα της ζωής του μυήθηκε στον σοσιαλισμό του Σορέλ και ασπάστηκε τον εθνικισμό.

Ο Σπέρας σε όλες τις ιδεολογικές του φάσεις δεν σταμάτησε να προασπίζεται τα εργατικά δικαιώματα και κατάφερε να πετύχει περισσότερα, ίσως από κάθε άλλο εγχώριο συνδικαλιστή, με αποκορύφωμα την, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εφαρμογή του οκταώρου μετά την απεργία της Σερίφου. Εξαιτίας των ιδεολογικών μεταβάσεων σήμερα δοξάζεται και κατηγορείται ταυτόχρονα από ανθρώπους όλων των ιδεολογικών χώρων. Το σίγουρο είναι ότι έχουν γραφτεί για αυτόν βιβλία, ποιήματα αλλά και μια ταινία για τα γεγονότα του 1916.

Το Κ.Κ.Ε παραμένει στην εκτίμηση των περασμένων δεκαετιών και οι ιστορικοί του κόμματος εκτιμούν ότι ο Σπέρας υπήρξε άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών. Κάποιοι αναρχικοί ακολούθησαν την ίδια γραμμή, ωστόσο οι περισσότεροι διαφοροποιήθηκαν εκτιμώντας ότι ο Σπέρας υπήρξε πρότυπο αγωνιστή. Το ίδιο έκαναν και κύκλοι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Όσο για τους εθνικιστές, εκτός απ’ τις ελάχιστες εξαιρέσεις σοβαρών ανθρώπων, οι περισσότεροι, όντας βουλιαγμένοι στην επιρροή της γραφικής αμορφωσιάς ακροδεξιών ανδρείκελων που υποδύονται τους «Πατριάρχες» και τους πρωθιερείς του «Αδόλφου Άβαταρ», αγνοούν την πολιτική ιστορία του τόπου και ιστορικά πρόσωπα όπως ο Σπέρας. Η Δεξιά προφανώς δεν είναι σε θέση να υπερασπίζεται τον Σπέρα, έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε σε όλη του την ζωή ενάντια στην βουλιμία των εξουσιαστών του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.


Προσωπικά δεν μπορώ να τοποθετηθώ με βεβαιότητα για το τι ήταν τελικά ο Σπέρας. Αναρχικός εθνικιστής; Πρότυπο αγωνιστή ή άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις; Μπορώ, όμως, να δηλώσω ότι η εις βάθος ιστορική έρευνα παρεμποδίζεται συστηματικά όταν υπάρχει περίπτωση να οδηγήσει σε συμπεράσματα που δεν θα αρέσουν σε εξουσιαστικούς κύκλους. Και οι εξουσιαστικοί κύκλοι δεν περιορίζονται μόνο στα πεδία των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων. Απλώνονται και, μέσω εγκάθετων, σε πολιτικούς χώρους που εμφανίζονται ως ανατρεπτικοί.

Από εκεί και πέρα είναι επιτακτική ανάγκη ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος να αποτινάξει τους δεξιούς και ακροδεξιούς καρνάβαλους που τον δυναστεύουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Να σπρώξει εκτός των πλαισίων του όλους εκείνους τους που απλώς γαυγίζουν ότι δεν συμφωνούν με την μεταναστευτική πολιτική των φιλελεύθερων εξουσιαστών, (κατά τα άλλα) ομοϊδεατών τους. Να καταστήσει σαφές ότι Βελόπουλοι, Λιακόπουλοι, «Πατριάρχες», συνωμοσιολόγοι, γραβατάκηδες  νεοεθνικιστές και κάθε λογής ημίτρελοι, δεν ανήκουν στον χώρο. Όταν όλοι αυτοί αφήσουν τον εθνικιστικό χώρο στην ησυχία του, ίσως μπορέσει να γίνει από τους κανονικούς εθνικιστές κατανοητή η ιστορία των ιδεών και να πραγματοποιηθούν σοβαρές συζητήσεις μέσα από τις οποίες θα αποτιμηθούν ιστορικά πρόσωπα όπως αυτό του Σπέρα. Αλλά αυτή η ώρα αργεί. Και μέχρι να έρθει είναι σαφές ότι ο ελληνικός εθνικισμός θα χάνει την χρυσή ευκαιρία να αποτελέσει ένα αγκάθι στα σπλάχνα της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος.



[1] Την περίοδο αυτή υπήρξαν πολλές διαμάχες στο εσωτερικό του οργάνου, που ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών παρεμβάσεων της εκάστοτε εξουσίας, ακόμη και εξορίες. Ως αποτέλεσμα ήρθε η διάσπαση της Γ.Σ.Ε.Ε. σε μικρότερα ανεξάρτητα κομμάτια μέχρι την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπου έγινε μία μεγάλη επέμβαση στο εσωτερικό της. Σ’ εκείνο το γιορτασμό του ‘19 σημειώθηκε και η πρώτη διάσπαση της ΓΣΕΕ. Τα 5 από τα 11 μέλη της διοίκησής της πρόσκεινταν στο ΣΕΚΕ, ενώ τα υπόλοιπα 6 ήταν με το κυβερνητικό κόμμα του Βενιζέλου. Η σύγκρουση των δύο πλευρών ξεκίνησε με το περιεχόμενο του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς: Η τάση του ΣΕΚΕ σε αντίθεση με την πλειοψηφία ήθελε να προσδώσει στο γιορτασμό αντικυβερνητικό περιεχόμενο, ενώ αντίθετα οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές επιδίωκαν την πρόσδεση του εργατικού κινήματος στο άρμα της κυρίαρχης πολιτικής και τον ταξικό συμβιβασμό. Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και τον Ιούνιο του 1919 η κυβερνητική πλειοψηφία στη Γενική Συνομοσπονδία καθαίρεσε αυθαίρετα τους 5 της μειοψηφίας, ενώ στη συνέχεια η κυβέρνηση του Βενιζέλου τους έστειλε εξορία στη Φολέγανδρο. Ενα χρόνο αργότερα, το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ καθαίρεσε τους ρεφορμιστές και ανέθεσε τη διοίκηση στους συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ 24. ( 24. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α` (1918-1949), σελ. 97-98.) (https://web.archive.org/web/20080501075450/http://ninac.wordpress.com/2008/05/01/protomagia/)

[2] Κατά τον Σπέραν ο δράστης της κατ’ αυτού απόπειρας είναι κομμουνιστής. Ούτος προσέθεσε ότι και προ διετίας εγένετο κατ’ αυτού τοιαύτη απόπειρα υπό κομμουνιστών καθ’ όσον μεταξύ αυτού και τούτων υφίσταται πλήρης διάστασης λόγω αρχών, ούτοι δε τον θεωρούν ως αποστάτη διότι προΐσταται του συνδέσμου των συντηρητικών εργατών. Εφημερίδα «Εμπρός» 27 Οκτωβρίου 1927. 

Σχόλια:

Ο Πατριάρχης είπε...

Είσθε αναρχικά στοιχεία κύριοι.
Ουχί μόνο προβάλλετε κομμουνιστάς αλλά και τολμάτε να υβρίζετε την αστική ημών τάξιν. Αντί να υπερασπισθείτε με σθένος το νέο φάρμακο κατά του κορωνοϊού (αγγλιστί Covid), το οποίο εδημιούργησαν αι πατριώται πολιτικοί και επιστήμονες συμμαχικής ημών χώρας, πυροδοτείτε κοινωνικές εξεγέρσεις, ρίχνοντας ύδωρ εις τον μύλον των ανατροπέων.

Δεν θα περάσει ο στρασεροδραγουμισμός! Ημείς, οι γνήσιοι πατριώται, εις το όνομα του μετενσαρκωθέντος Αδόλφου Άβαταρ, προετοιμάζουμε την ένωσιν του χώρου, η οποία θα σημάνει και την οριστική σάρωσιν αφρόνων νεανίσκων, ωσάν υμάς που αρθρογραφείτε εις τον ιστότοπον της φλεφαλο!

Τρίτη, 09 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

αυτά τα άρθρα βάζετε και κάνετε πολλούς να παθαίνουν εγκεφαλικά σε πεύκη και εξάρχεια!

Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Η Πεύκη άδειασε προσφάτως

Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

ναι αλλά γέμισε ο δομοκός. και έμεινε μόνη και ορφανή να απειλεί στα πληκτρολόγια. μόνο το τικ τοκ της έμεινε.

Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Υπάρχουν όμως και πολλοί μικρομαγαζάτορες "Ισνογκούντηδες". Μην παραβλέπουμε και αυτές τις περιπτώσεις. Έχουν υπάρξει περισσότερο πιστοί στα κελεύσματα της Δεξιάς.

Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα σας και καλή Κυριακή. Θίγεται ένα θέμα που μπορούν να βρεθούν από λίγες έως ελάχιστες ιστορικές πηγές αλλά και αντίστοιχα θεωρητικά βιβλία. Αυτό του Εθνικού Συνδικαλισμού. Δυστυχώς η εργατική τάξη έχει καταντήσει συνώνυμο της αριστεράς κ του ΚΚΕ. Εάν έχετε υπόψιν σας βιβλιογραφία κ πηγές επί του θέματος θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να τις δημοσιεύσετε για όσους από εμάς ενδιαφέρονται να μάθουν κάτι παραπάνω. Το blog σας μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον τα τελευταία 2 χρόνια που το ανακάλυψα. Και σίγουρα υπάρχουν και άλλοι που ψάχνουν τέτοιες οάσεις ποιότητας του χώρου μας. Σας ευχαριστώ πολύ. Με εκτίμηση, Γιάννης

Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Γεια σου φίλε. Δυστυχώς η αλήθεια είναι ότι μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά και την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπήρξε εθνικιστικός χώρος. Με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις προσώπων ή μικροπυρήνων, οι οποίοι δεν είχαν μαζική κοινωνική απήχηση, ούτε καθαρό ιδεολογικό υπόβαθρο μέσω του οποίου θα μπορούσαν να αποτινάξουν την επιρροή της μεταπολεμικής Δεξιάς.

Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει εθνικιστικός συνδικαλισμός, ο οποίος να μπορεί να μετρηθεί ερευνητικά. Έτσι, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλάμε για βιβλιογραφία που να αφορά το συγκεκριμένο πεδίο μεταπολεμικά, γιατί στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως να υπάρχουν περιπτώσεις μικρών και μεμονωμένων κινήσεων, που δεν έχουμε υπόψη. Αλλά η γενική εικόνα είναι ότι δεν υπήρξε στην Ελλάδα τέτοιο ιστορικό φαινόμενο. Ευχόμαστε να αλλάξει αυτή η εικόνα στο μέλλον.

Αλλά και για αντίστοιχες περιπτώσεις του εξωτερικού δεν είναι εύκολο να βρεθεί μεγάλη και σοβαρή βιβλιογραφία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η συνδικαλιστική δράση των εκεί εθνικιστών ήταν μηδαμινή όπως η ελληνική.

Τα πράγματα αλλάζουν για την πριν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εποχή. Στην Ελλάδα είναι λίγα τα παραδείγματα και η βιβλιογραφία που υπάρχει είναι γραμμένη κυρίως για τα αριστερά συνδικαλιστικά κινήματα (σε ορισμένα τέτοια βιβλία υπάρχουν πληροφορίες και για περιπτώσεις, όπως εκείνη του Σπέρα.

https://www.protoporia.gr/noytsos-panagiwths-x-h-sosialistikh-skepsh-sthn-ellada-apo-to-1875-1974-iii-9789602354810.html)

https://opencourses.auth.gr/modules/document/file.php/OCRS287/Παρουσιάσεις%20Μαθήματος/02.%20Σοσιαλισμός%20και%20εργατικό%20κίνημα.pdf

στο δεύτερο λινκ, εκεί που αναφέρεται στις "συντεχνίες" θα έπρεπε να υπάρχει ένα κεφάλαιο για τον συντηρητικό-εθνικιστικό συνδικαλισμό, αλλά ο συγγραφέας δεν το κάνει για ευνόητους λόγους).

Όσον αφορά τον προπολεμικό ευρωπαϊκό εθνικιστικό συνδικαλισμό υπάρχουν ενδιαφέροντα βιβλία. Αλλά δεν είναι μεταφρασμένα στην ελληνική. Δες για παράδειγμα τα ακόλουθα.
-Paul Mazgaj, "The Action Française and Revolutionary Syndicalism"
-David D. Roberts, "The Syndicalist Tradition and Italian Fascism", Manchester, Manchester University Press, 1979
- A. James Gregor, "Sergio Panunzio Il sindacalismo ed il fondamento razionale del fascismo" (αναφέρεται σε έναν θεωρητικό του επαναστατικού συνδικαλισμού που εξελίχθηκε σε θεωρητικό του ιταλικού φασισμού)
-Pierangelo Lombardi, "Per le patrie libertà : la dissidenza fascista tra "mussolinismo" e Aventino (1923-1925)" (έχει θέμα μια "ακροαριστερή" πτέρυγα του φασισμού)
-Michael Potashnik, "Nacismo: National Socialism in Chile, 1932-1938" (αναφέρεται σε ένα φιλειρηνικό και εργατικό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα της Χιλής)

Υπάρχουν πολλά ακόμη. Ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα οργανώσουμε καλύτερα τον εκδοτικό οίκο της λέσχης ώστε να αρχίσουμε να τα κυκλοφορούμε στα ελληνικά. Εννοείται, σε αυτή την προσπάθεια η κάθε βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη.

Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου, 2021

 Ο Ανώνυμος είπε
Ἐπιτρέψτε μου μία παρατήρηση.

Ὁ Κώστας Σπέρας οὐδέποτε ὑπῆρξε ἀναρχικὸς ἤ ἀναρχοσυνδικαλιστής. Πολλῶ δὲ μᾶλλον, δὲν ὑπῆρχαν ἀναρχοσυνδικαλιστὲς στὴν ΓΣΕΕ τὴν δεκαετία τοῦ 1920. Ἡ μόνη ἀναφορὰ ποὺ γνωρίζω περὶ τοῦ ὑποτιθέμενου ἀναρχισμοῦ ἤ ἀναρχοσυνδικαλισμοῦ τοῦ Σπέρα βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ παλαίμαχου ἀντισταλινικοῦ κομμουνιστὴ Ἄγι Στῖνα (Σπύρος Πρίφτης) «Ἀναμνήσεις» (ἐκδόσεις «Ὕψηλον», Ἀθήνα, 1985), ἡ ὁποία, ὡστόσο, στερεῖται πραγματικῆς βάσεως. Ἐν τούτοις, ἡ φήμη αὐτὴ περὶ τοῦ «ἀναρχοσυνδικαλιστὴ Σπέρα» ἔκτοτε ἔχει διαδοθεῖ καὶ ἀναπαράγεται διαρκῶς, εἰδικὰ στὸν χῶρο τῶν ἀναρχικῶν.

Ὁ Σπέρας ἦταν στέλεχος τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος Ἑλλάδος (ΣΕΚΕ) -τοῦ πρώτου ἐργατικοῦ μαρξιστικοῦ κόμματος στὴν Ἑλλάδα-, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε τὸ 1918, ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς ΓΣΕΕ.

Τὸ 1920 ξέσπασε μία ἔντονη διαμάχη στοὺς κόλπους τοῦ ΣΕΚΕ, μὲ ἐπίδικο ζήτημα τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ Κόμματος καὶ τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας.

Σχηματίστηκαν δύο τάσεις: ἡ πρώτη ὑποστήριζε τὴν ὑποταγῆ τῆς ΓΣΕΕ στὸ ΣΕΚΕ καὶ ἡ δεύτερη τὴν ἀνεξαρτησία τῆς ΓΣΕΕ καὶ τὴν συνεργασία της ἐπὶ ἴσοις ὅροις μὲ τὸ Κόμμα.

Ἐπικεφαλῆς τῆς δεύτερης τάσης (στὴν ὁποῖα συμμετείχε ὁ Φανουράκης, ὁ ὁποῖος ἐπίσης δὲν ἦταν ἀναρχοσυνδικαλιστής) ἦταν ὁ Κώστας Σπέρας. Ἡ τάση αὐτὴ ἀποπέμφθη στὸ Β΄ Συνέδριο τοῦ ΣΕΚΕ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1920, καὶ ὁ Σπέρας (ὅπως καὶ ὁ Φανουράκης) διεγράφησαν ἀπὸ τὸ Κόμμα.

Στὸ Β΄ Συνέδριο τῆς ΓΣΕΕ (Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 1920) ἡ τάση τοῦ Σπέρα ἀποτελοῦσε τὸ 1/3 τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Συνεδρίου.

Τὸν χειμώνα τοῦ 1922 ἡ ἀποπεμφθεῖσα τάση ὑπὸ τὸν Σπέρα συγκροτεῖ τὸ Ἀνεξάρτητο Ἐργατικὸ Κόμμα (ΑΕΚ). Τὸ ΑΕΚ ἦταν ἕνα κόμμα μαρξιστικὸ καὶ ἐντάσσεται στὴν χορεῖα τῶν ἀριστερῶν ἀντιπολιτευτικῶν πρὸς τὸ ΣΕΚΕ ὀργανώσεων ποὺ προήλθαν ἀπὸ τὶς γραμμές του καὶ ἀποπέμφθηκαν ἀπὸ αὐτό.

Ἡ βασικὴ θέση τοῦ ΑΕΚ ἦταν ἡ πρόταξη τοῦ ἑνιαῖου ἐπαγγελματικοῦ ἀγῶνα τῆς ἐργατικῆς τάξης καὶ ἡ πλήρης ἀνεξαρτησία τῶν συνδικαλιστικῶν ὀργανώσεων ἀπὸ τὰ ἐργατικὰ κόμματα.

Πράγματι, ἡ πρόταξη τοῦ οἰκονομικοῦ ἀγῶνα σὲ σχέση μὲ τὸν πολιτικὸ ἀποτελεῖ βασικὴ θέση τοῦ ἀναρχοσυνδικαλισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅποιος τὴν ὑποστηρίζει εἶναι αὐτομάτως καὶ ἀναρχοσυνδικαλιστής.

Διότι γιὰ νὰ εἶναι τέτοιος θὰ πρέπει νὰ ἀποδέχεται καὶ τὶς βασικὲς θέσεις τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀναρχισμοῦ, τὴν ὁποία δὲν ἀσπάζονταν ἐπ’ οὐδενὶ οὔτε ὁ Σπέρας οὔτε τὸ ΑΕΚ, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε ἦταν κόμμα -καὶ ὁ ἀναρχισμὸς εἶναι συλλήβδην ἐναντίον τῶν πολιτικῶν κομμάτων. Τὸ ΑΕΚ διαλύθηκε τὸ 1925 κατὰ τὴν περίοδο τῆς δικτατορίας τοῦ Πάγκαλου, ὅταν ἤδη ἔχει δημιουργηθεῖ τὸ ΚΚΕ, τὸ 1924, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκκαθάριση τῶν ἀντιπολιτευομένων δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν του τάσεων, καθὼς καὶ τὴν ἀποπομπὴ τῶν ἱδρυτικῶν του στελεχῶν.

Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ πουθενὰ δὲν προκύπτει ὅτι ὁ Σπέρας ἦταν ἀναρχικὸς ἤ ἀναρχοσυνδικαλιστὴς ἤ ὅτι ὑπῆρχε ἀναρχοσυνδικαλιστικὴ τάση στὴν ΓΣΕΕ.

Ἄλλωστε, ὁ ἀναρχισμός, ὁ ὁποῖος ἐμφανίσθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ διάφορες τοπικὲς ὁμάδες στὴν Πελοπόννησο περὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἐκλείψει ἀπὸ τὴν χώρα.