μετάφραση Βασίλης Flammentrupp
O Stephen Leacock (1869-1944) ήταν ένας Καναδός δάσκαλος, συγγραφέας, ευθυμογράφος και πολιτικός επιστήμονας. Όπως αναφέρεται στην The Canadian Encyclopedia, ήταν ο γνωστότερος ευθυμογράφος του κόσμου κατά τα έτη 1915-1925. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγγλία ως τα επτά του χρόνια και το 1876 η οικογένεια μετακινήθηκε μόνιμα στο Οντάριο του Καναδά. Το 1899, ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο υπό τον καθηγητή Thorstein Bunde Veblen, γνωστό για την κριτική του απέναντι στον καπιταλισμό, όπου και πήρε διδακτορικό πάνω στην πολιτική επιστήμη και την πολιτική οικονομία. Αργότερα, μετακόμισε στο Κεμπέκ όπου και ανέλαβε καθηγητής πολιτικής οικονομίας καθώς και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο McGill. Το ίδρυμα Stephen Leacock Associates, ιδρυθέν το 1946, διατηρεί την συγγραφική του κληρονομιά και δίνει το ετήσιο βραβείο Stephen Leacock Memorial Medal for Humour σε Καναδούς συγγραφείς ευθυμογραφημάτων και κωμωδίας.
Η παρακάτω μικρή ιστορία γράφτηκε το 1914 και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Frenzied Fiction το 1918. Ο συγγραφέας ιδιαίτερα αναστατωμένος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμμετοχή της καναδικής νεολαίας σε αυτόν, αποφάσισε να γράψει κάτι, συναισθηματικά κινούμενος από την περίφημη χριστουγεννιάτικη ανακωχή της ίδιας χρονιάς. Ως φόρο τιμής στον αγαπημένο του συγγραφέα Κάρολο Ντίκενς, βάζει τον εαυτό του ως τον πρωταγωνιστή της ιστορίας που τον επισκέπτονται δύο πνεύματα το ίδιο βράδυ.
Αυτά τα πνεύματα αναφέρονται ως Father Time και Father Christmas. Ο «Πατέρας Χρόνος» είναι η προσωποποίηση του χρόνου που περνά, ενώ ο «Πατέρας Χριστούγεννα» είναι η προσωποποίηση του πνεύματος των Χριστουγέννων στην παλιά αγγλική παράδοση. Κατά τον 20ο αιώνα, ο Άγγλος Father Christmas και ο Αμερικάνος Santa Claus ταυτίστηκαν. Έτσι, στην μετάφραση άφησα τον όρο Πατέρας Χρόνος, μιας και δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στην σύγχρονη Ελλάδα και, αντικατέστησα το αγγλικό Father Christmas με το Άγιος Βασίλης.
Καλά Χριστούγεννα
«Νεαρέ μου φίλε,» είπε ο Πατέρας Χρόνος, ακουμπώντας απαλά το χέρι του στον ώμο μου, «είσαι εντελώς λάθος».
Γύρισα το κεφάλι μου και τον είδα. Όμως γνώριζα, ή αισθανόμουν, ότι στεκόταν κάπου δίπλα μου για τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα λεπτά.
Δεν αμφιβάλω καλέ μου αναγνώστη, πως αρκετές φορές είχες αυτήν την παράξενη, αφύσικη αίσθηση πως κάποια αόρατη ύπαρξη στέκεται δίπλα σου, ας πούμε, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, με τη φωτιά στο τζάκι να αργοσβήνει, προχωρημένη νύχτα Οκτώβρη, με τον άνεμο να φυσά απαλά, όταν μέσα από το λεπτό πέπλο που ονομάζουμε Πραγματικότητα, ο Αόρατος Κόσμος αρχίζει να αχνοφαίνεται.
Την είχες, έτσι δεν είναι; Ναι, το ξέρω πως την είχες. Αλλά δεν με νοιάζει να μου μιλήσεις για αυτήν. Σταμάτα. Δεν θέλω να ακούσω για το περίεργο κακό συναίσθημα που είχες τη νύχτα που η θεία σου η Κούλα έσπασε το πόδι της. Ας μην ασχοληθούμε με την εμπειρία σου. Θέλω να σου πω την δική μου.
«Είσαι εντελώς λάθος, νεαρέ μου φίλε», επανέλαβε ο Πατέρας Χρόνος, «εντελώς».
«Νεαρέ μου φίλε;», είπα. Το μυαλό μου, όπως του καθενός σε τέτοια περίπτωση, προσκολλήθηκε σε μια ασήμαντη λεπτομέρεια. «Γιατί με αποκαλείς νεαρό;».
«Με συγχωρείς», απάντησε ευγενικά. Είχε μια έμφυτη ευγένεια. «Το σφάλμα βρίσκεται στα αδύναμα μάτια μου. Με την πρώτη ματιά, σε πέρασα για κάτω από εκατό ετών».
«Κάτω από εκατό;», φώναξα. «Φυσικά και είμαι!».
«Με συγχωρείς ξανά», είπε ο Χρόνος, «το σφάλμα είναι στην αδύναμη μνήμη μου. Το ξέχασα. Σπανίως τα περνάτε τη σήμερον ημέρα, σωστά; Η ζωή σας είναι μικρή».
Τον άκουσα να αναστενάζει μελαγχολικά. Γέρικη και ξεθωριασμένη ένιωσα τη μορφή του καθώς στεκόταν δίπλα μου. Μα δεν γύρισα να τον αντικρύσω. Δεν χρειαζόταν. Την γνώριζα, με την εσωτερική και πιο καθαρή ματιά, όπως κάθε άνθρωπος γνωρίζει από ένστικτο, το Αθέατο πρόσωπο και τη μορφή του Πατέρα Χρόνου.
Τον άκουγα να ψιθυρίζει δίπλα μου, «σύντομη – σύντομη, η ζωή σας είναι σύντομη», ως ότου ο ήχος του έσμιξε με τον χτύπο του ρολογιού που βρισκόταν κάπου μέσα στο ήσυχο σπίτι. Έπειτα, θυμήθηκα τί είχε πει.
«Πώς γνωρίζεις ότι έχω λάθος;» ρώτησα και, «πως γνωρίζεις τί σκεπτόμουν;»
«Το είπες φωναχτά» μου απάντησε. «Αλλά, ούτως ή άλλως, δεν παίζει ρόλο. Είπες πως τα Χριστούγεννα τελείωσαν, είναι ξεπερασμένα».
«Ναι» παραδέχτηκα, «αυτό είπα».
«Και τί σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;» ρώτησε, σκύβοντας περισσότερο, ή έτσι μου φάνηκε, πάνω από τον ώμο μου.
«Λοιπόν», απάντησα, «το πρόβλημα είναι το εξής. Κάθομαι εδώ και ώρες, ένας Θεός ξέρει πόσες, προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι για να γράψω μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Και δεν μπορώ. Δεν γίνεται, σε αυτές τις απαίσιες ημέρες που περνάμε».
«Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία;»
«Ναι, Πατέρα Χρόνε» του εξήγησα, με μια ανόητη αυταρέσκεια θεωρώντας πως λέω κάτι σοφό, «οτιδήποτε χριστουγεννιάτικο -ιστορίες, αστεία, εικόνες- όλα έχουν τελειώσει μέχρι τον Οκτώβριο».
Πίστεψα πως τον εξέπληξα, αλλά είχα λάθος.
«Πω πω!» είπε, «όχι μέχρι τον Οκτώβριο! Τι βιασύνη! Θυμάμαι στην Αρχαία Αίγυπτο -έτσι νομίζω πως την λέτε- έγραφαν τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες τους, όλα σε ιερογλυφικά, δύο με τρία χρόνια πριν».
«Δύο με τρία χρόνια!», αναφώνησα.
«Σιγά» απάντησε, «αυτό δεν είναι τίποτα. Στη Βαβυλώνα ετοίμαζαν τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες τους -όλες σε ψημένο πηλό- μια ολόκληρη ηλιακή έκλειψη πριν τα Χριστούγεννα. Έλεγαν, νομίζω, ότι το κοινό τις προτιμούσε έτσι.
«Αίγυπτος;» είπα, «Βαβυλώνα; Μα δεν υπήρχαν Χριστούγεννα εκείνες τις εποχές. Εγώ … »
«Αγαπητέ μου», με διέκοψε, «δεν γνωρίζεις πως Χριστούγεννα υπήρχαν ανέκαθεν;»
Σιώπησα. Ο Πατέρας Χρόνος περπάτησε ως το τζάκι και ακούμπησε πάνω στην κορνίζα του. Τα μικρά στεφάνια καπνού από τη φωτιά που έσβηνε έσμιγαν με το αχνό του περίγραμμα.
«Λοιπόν», είπε, «ποιο είναι το λάθος με τα Χριστούγεννα;»
«Λοιπόν», απάντησα, «όλος ο ρομαντισμός, η χαρά και η ομορφιά τους χάθηκαν, συνθλίφτηκαν και θανατώθηκαν από την απληστία του εμπορίου και τον τρόμο του πολέμου. Δεν είμαι, όπως νόμιζες, εκατό ετών, αλλά μπορώ να φανταστώ, όπως ο οποιοσδήποτε, μια εικόνα των Χριστουγέννων στις παλαιές καλές ημέρες εκατό χρόνια πριν: γραφικά παλιομοδίτικα σπίτια, χτισμένα μέσα σε δάση, με το φως που βγαίνει από τα παράθυρα τους να λαμπυρίζει πάνω στο χιόνι, ζεστασιά και θαλπωρή στο εσωτερικό, μια μεγάλη φωτιά καίει στο τζάκι, χαρούμενοι επισκέπτες είναι μαζεμένοι γύρω της και τα παιδιά περιμένουν τον Άγιο Βασίλη με τη λευκοπόρφυρη στολή του να αφήσει τα δώρα του γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το βλέπω, σαν να συνέβη μόλις χθες».
«Ήταν μόλις χθες», είπε ο Πατέρας Χρόνος και η φωνή του μαλάκωσε με τη μνήμη των περασμένων ετών. «Το θυμάμαι καλά».
«Ναι», συνέχισα, «αυτά ήταν όντως Χριστούγεννα. Δώσε μου πίσω τέτοιες ημέρες, με το παλιό καλό κέφι, τις παλιές άμαξες, τα πανδοχεία με τα αετώματα, το ζεστό κόκκινο κρασί, τα εποχιακά λουλούδια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο και θα πιστέψω ξανά όχι μόνο στα Χριστούγεννα, αλλά και στον ίδιο τον Άγιο Βασίλη».
«Να πιστέψεις σε αυτόν;», είπε ήρεμα ο Πατέρας Χρόνος. «Μπορείς να το κάνεις αυτό. Τυχαίνει να βρίσκεται έξω στο δρόμο αυτή τη στιγμή».
«Έξω;», αναφώνησα. «Γιατί δεν έρχεται μέσα;».
«Φοβάται», αποκρίθηκε. «Φοβάται και δεν τολμά να εισέλθει εκτός αν του το ζητήσεις. Μπορώ να τον καλέσω;».
Έδωσα την συγκατάθεση μου και ο Πατέρας Χρόνος πήγε στο παράθυρο και έγνεψε προς τον σκοτεινό δρόμο. Τότε άκουσα βήματα. Ηχούσαν άχαρα και διστακτικά πάνω στα σκαλοπάτια και μια φιγούρα στάθηκε στην πόρτα, η φιγούρα του Αγίου Βασίλη. Στάθηκε εκεί με ένα συνεσταλμένο, απολογητικό βλέμμα στο πρόσωπο του. Πόσο αλλαγμένος ήταν!
Από την παιδική ηλικία, είχα στο μυαλό μου τη μορφή του. Όλοι τον γνώριζαν ως έναν χαρούμενο εύσωμο άνθρωπο, με ένα μεγάλο κασκόλ δεμένο στο λαιμό, έναν σάκο γεμάτο παιχνίδια στην πλάτη και εκείνα τα χαρούμενα, αστραφτερά μάτια μαζί με τα ροδοκόκκινα μάγουλα, που τα χαρίζει μόνο το ορμητικό χιόνι και το άξεστο κέφι του Βόρειου Ανέμου. Υπήρχε κάποτε μια εποχή, όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, όπου ο ήχος από τα κουδουνάκια στο έλκηθρο του, έκανε το αίμα να κυλάει ζεστό προς την καρδιά. Όμως τώρα, πόσο είχε αλλάξει!
Στεκόταν εκεί λασπωμένος και βρεγμένος από τη βροχή, σαν να μην τον είχε φιλοξενήσει κανένα σπίτι τα τελευταία τρία χρόνια. Το πορφυρό σακάκι του ήταν σκισμένο σε πολλά σημεία και το κασκόλ του ήταν ξεφτισμένο και κουρελιασμένο. Ο σάκος με τα παιχνίδια ήταν υγρός και φθαρμένος και τα χαρτόκουτα των παιχνιδιών διαλυμένα. Είμαι σίγουρος ότι υπήρχαν κουτιά που τα κουβαλούσε μαζί του αυτά τα τρία χρόνια.
Μα περισσότερο από όλα, πρόσεξα την αλλαγή στο πρόσωπο του. Η παλιά γενναία ματιά της πρόσχαρης αυτοπεποίθησης είχε χαθεί. Το χαμόγελο που καθρεφτιζόταν στα χαρούμενα μάτια αναρίθμητων παιδιών γύρω από αμέτρητα χριστουγεννιάτικα δέντρα, δεν υπήρχε πια. Στη θέση του υπήρχε ένα βλέμμα νευρικής απολογίας, σαν κάποιος να ζητούσε μάταια τη ζεστασιά και το καταφύγιο ενός σπιτιού, ένα βλέμμα σαν αυτά που η σκληρότητα του κόσμου έχει εντυπώσει στα πρόσωπα των απόκληρων του.
Έτσι στεκόταν στο κατώφλι ο Άγιος Βασίλης, παίζοντας νευρικά με τον κουρελιασμένο σκούφο του στο χέρι.
«Να περάσω μέσα;» ρώτησε, με τα μάτια καρφωμένα στον Πατέρα Χρόνο.
«Πέρασε» του απάντησε και έπειτα γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε, «το δωμάτιο σου είναι σκοτεινό. Άναψε τα φώτα. Είναι συνηθισμένος στο φως, στο έντονο φως. Το σκοτάδι τον έχει φοβίσει πολύ τα τελευταία τρία χρόνια».
Τα άναψα και η λαμπρότητα τους ανέδειξε ακόμα περισσότερο την κουρελιασμένη φιγούρα. Ο Άγιος Βασίλης έκανε ένα δειλό βήμα. Μετά σταμάτησε σαν να τον έπιασε ένας ξαφνικός φόβος.
«Έχει το πάτωμα νάρκες;», ρώτησε.
«Όχι, όχι» είπε ο Πατέρας Χρόνος καθησυχαστικά και μου είπε ψιθυριστά «φοβάται. Τινάχτηκε από μια νάρκη σε ένα πεδίο μάχης ανάμεσα σε χαρακώματα τα Χριστούγεννα του 1914. Έχασε το κουράγιο του».
«Μπορώ να αφήσω τα παιχνίδια μου σε αυτό το πολυβόλο;», ρώτησε δειλά. «Θα τα βοηθήσει να στεγνώσουν».
«Δεν είναι πολυβόλο», είπε ευγενικά ο Πατέρας Χρόνος. «Είναι μια στοίβα βιβλίων αφημένα στον καναπέ». Γύρισε και μου ψιθύρισε, «έστρεψαν πάνω του ένα πολυβόλο στους δρόμους της Βαρσοβίας. Από τότε νομίζει ότι τα βλέπει παντού».
«Όλα καλά Άγιε Βασίλη» είπα όσο πιο χαρούμενα μπορούσα και ταυτόχρονα σηκώθηκα να ανακατέψω τη φωτιά στο τζάκι. «Δεν υπάρχουν πολυβόλα ή νάρκες εδώ. Είναι μόνο το σπίτι ενός φτωχού συγγραφέα».
«Ω», απάντησε χαμηλώνοντας κι άλλο το φθαρμένο σκούφο του και κάνοντας μια κίνηση σαν ταπεινή υπόκλιση. «Συγγραφέας; Μήπως είσαι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν;».
«Όχι», απάντησα.
«Μα σίγουρα κάποιος σπουδαίος, δεν αμφιβάλω» είπε με τη σεμνότητα που είχε μάθει αιώνες πριν. «Ο κόσμος χρωστάει πολλά στα βιβλία του. Έχω πάντοτε μαζί μου μερικά. Τα έχω εδώ …»
Άρχισε να ψάχνει στα διαλυμένα πακέτα του. «Κοίτα! Το Σπίτι Που Έχτισε Ο Τζακ -ένα υπέροχο, βαθύ κείμενο- ή αυτό, Τα Μωρά Στο Δάσος. Θα το πάρετε, κύριε; Φτωχό δώρο, αλλά δώρο. Όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, έδινα χιλιάδες τέτοια κάθε Χριστούγεννα. Τώρα φαίνεται πως δεν τα θέλει κανείς».
Έριξε το βλέμμα του προς τον Πατέρα Χρόνο κοιτώντας τον έτσι όπως κοιτάει ένας αδύναμος κάποιον δυνατό, ζητώντας βοήθεια και καθοδήγηση.
«Κανείς δεν τα θέλει τώρα», επανέλαβε και μπορούσα να δω τα δάκρυα που γέμισαν τα μάτια του. «Γιατί συμβαίνει αυτό; Ξέχασαν οι άνθρωποι τη συμπαράσταση τους προς τα παιδιά που είχαν χαθεί στο δάσος;»
«Όλος ο κόσμος», άκουσα τον Πατέρα Χρόνο να ψιθυρίζει αναστενάζοντας, «είναι χαμένος στο δάσος». Όμως, είπε φωναχτά προς τον Άγιο Βασίλη νουθετώντας τον ευγενικά, «Έλα καλέ μου Άγιε Βασίλη !!! Πρέπει να ευθυμήσεις !!! Κάθισε σε αυτήν την καρέκλα, τη μεγαλύτερη, δίπλα στη φωτιά. Ας τη φουντώσουμε με μερικά ξύλα. Να, τώρα είναι καλύτερα !!! Και, παλιέ μου φίλε, άκου τον άνεμο, είναι σχεδόν χριστουγεννιάτικος. Τόσο χαρούμενος και θορυβώδης, όσο να διώξει μακριά το κακό».
Ο Άγιος Βασίλης έκατσε δίπλα στη φωτιά και τέντωσε τα χέρια του προς τις φλόγες. Κάτι από το παλιό του κέφι άρχισε να αχνοφαίνεται στο πρόσωπο του καθώς ζεσταινόταν.
«Νιώθω καλύτερα», ψιθύρισε. «Κρύωνα, κύριε, ήμουν παγωμένος ως το κόκκαλο. Παλιά, ποτέ δεν ένιωσα έτσι. Όσο κι αν φυσούσε, ο κόσμος μού φαινόταν ζεστός. Γιατί δεν είναι το ίδιο και τώρα;».
Ο Πατέρας Χρόνος μου είπε χαμηλόφωνα, «βλέπεις πόσο διαλυμένος είναι; Δεν θα βοηθήσεις;».
«Ευχαρίστως», απάντησα, «εάν μπορώ».
«Όλοι μπορούμε», είπε ο Πατέρας Χρόνος, «ο κάθε ένας από εμάς».
Εν τω μεταξύ, ο Άγιος Βασίλης με κοίταξε προβληματισμένος, αν και φαινόταν να έχει ανακτήσει λίγο από το κέφι του, ρωτώντας με ντροπαλά:
«Μήπως έχετε σναπς;»
«Σναπς;», τον ρώτησα.
«Ναι, σναπς. Ένα ποτήρι στην υγειά σας, θα μπορούσε να μου ζεστάνει την καρδιά ξανά».
«Ε…, θέλετε κάτι να πιείτε;»
«Είναι η αδυναμία του», είπε ο Πατέρας Χρόνος, «αν μπορείς να την πεις έτσι. Το έχει συνηθίσει εδώ και αιώνες. Αν έχεις, δωσ’ του».
«Έχω λίγο στο σπίτι», είπα διστακτικά, «για την περίπτωση ασθένειας».
«Χα, χα», είπε ο Πατέρας Χρόνος, με κάτι όσο κοντινότερο σε χαμόγελο να περνάει από το αχνό πρόσωπο του. «Για την περίπτωση ασθένειας!!! Έτσι το έλεγαν στην αρχαία Βαβυλώνα. Άσε με να του βάλω στο ποτήρι εγώ. Πιες, Άγιε Βασίλη, πιες!!!»
Ήταν υπέροχο να βλέπεις τον γέρο άνδρα ευχαριστιέται το ποτό του, πίνοντας το σκέτο, έτσι όπως είναι η συνήθεια στην παλιά Νορβηγία.
Ήταν θαυμάσιο, επίσης, να βλέπεις τον τρόπο με τον οποίο η ζέστη της φωτιάς και η θερμότητα του οινοπνεύματος, άλλαζαν και φώτιζαν το πρόσωπο του, ως ότου το παλιό του κέφι έλαμψε σε αυτό. Κοίταξε γύρω του, με νέο ενδιαφέρον.
«Ευχάριστο δωμάτιο», είπε. «Και τι καλύτερο, κύριε, από τον άνεμο να φυσά έξω και μια δυνατή φωτιά να καίει μέσα!»
Έπειτα η ματιά του έπεσε πάνω στην κορνίζα του τζακιού, όπου ανάμεσα στα βιβλία και στις πίπες καπνού βρισκόταν ένα μικρό ξύλινο αλογάκι.
«Ω,» είπε ο Άγιος Βασίλης χαρούμενα, «υπάρχουν παιδιά στο σπίτι!».
«Ένα,» του απάντησα, «το πιο γλυκό αγόρι στον κόσμο».
«Είμαι σίγουρος πως είναι!» και ξέσπασε σε δυνατό γέλιο που θα χαροποιούσε τον καθένα. «Όλα τα παιδιά είναι! Ο Θεός να τα έχει καλά! Έχω δει πολλά και αυτό είναι το γλυκύτερο, πόσων ετών είπες ότι είναι; Δύο και μισό παρά δύο μήνες και μία εβδομάδα; Η πιο γλυκιά ηλικία θα μου πεις, σωστά; Όλοι το λένε!». Έσκασε πάλι σε τόσο δυνατά γέλια που οι χιονόλευκες μπούκλες των μαλλιών του φαίνονταν να χορεύουν.
«Αλλά για βάστα λίγο. Αυτό το αλογάκι είναι χαλασμένο. Το πίσω πόδι έχει σχεδόν κοπεί. Δεν είναι σωστό!»
Πήρε το παιχνίδι και άρχισε να το φτιάχνει. Ήταν καταπληκτικό το πόσο επιδέξια, παρά την ηλικία, ήταν τα χέρια του.
«Χρόνε,» είπε κι ήταν διασκεδαστικό να ακούς τη φωνή του που είχε πάρει έναν επίσημο τόνο, «πιάσε μου αυτόν τον σπάγκο. Ωραία. Εδώ, κράτα αυτόν τον κόμπο. Τέλεια! Τώρα, δώσε μου λίγο κερί μέλισσας. Τι; Δεν υπάρχει; Ω, πόσα λίγα εφόδια έχουν τα σημερινά σπίτια. Πως μπορείτε να διορθώσετε, κύριε, τα χαλασμένα παιχνίδια δίχως κερί μέλισσας; Τέλος πάντων, ακόμα κι έτσι θα σταθεί».
Προσπάθησα να ψελλίσω ένα ευχαριστώ, αλλά ο ίδιος μου έκανε νόημα να σωπάσω.
«Ανοησίες,» είπε «αυτό δεν είναι τίποτα. Έτσι είναι η ζωή μου. Ίσως το μικρό αγόρι να ήθελε κι ένα βιβλίο. Έχω εδώ στον σάκο μου. Να, κύριε, Ο Τζακ Και Η Φασολιά, βαθυστόχαστο. Το διαβάζω κι εγώ συχνά. Πόσο βρεγμένο είναι! Μου επιτρέπετε, κύριε, να στεγνώσω τα βιβλία μου στο τζάκι σας;»
«Βεβαίως» απάντησα πρόθυμα. «Είναι τόσο βρεγμένα!».
Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε από την καρέκλα κι άρχισε να ψάχνει τα κατεστραμμένα πακέτα του διαλέγοντας τα, διαλυμένα από τη βροχή και τον άνεμο, παιδικά βιβλία.
«Όλα βρεγμένα και σκισμένα!» ψιθύρισε και η φωνή του βυθίστηκε στη λύπη. «Τα κουβαλούσα τα τελευταία τρία χρόνια. Κοίτα! Ήταν για τα μικρά παιδιά στο Βέλγιο και τη Σερβία. Μπορώ να τους τα δώσω, νομίζεις;»
Ο Πατέρας Χρόνος κούνησε ευγενικά το κεφάλι του.
«Όμως, προς το παρόν, ας τα στεγνώσω και ας τα διορθώσω. Κοίτα, μερικά έχουν και αφιέρωση! Δες αυτό, λέει «με αγάπη, ο πατέρας σου». Γιατί δεν έχει φτάσει στα χέρια του παιδιού; Είναι βροχή ή δάκρυα πάνω σε αυτή τη σελίδα;».
Έσκυψε πάνω από τα βιβλία, με τα χέρια του να τρέμουν καθώς γυρνούσε τις σελίδες. Ο παλιός φόβος είχε εμφανιστεί ξανά στο πρόσωπο του.
«Αυτός ο ήχος! Άκου! Είναι όπλα, τα ακούω».
«Όχι, όχι,» του είπα «δεν είναι κάτι. Ένα αυτοκίνητο περνάει το δρόμο».
«Άκου, το ακούω ξανά, είναι κραυγές!»
«Όχι, όχι,» του απάντησα «όχι κραυγές, είναι ο άνεμος ανάμεσα στα δέντρα».
«Οι κραυγές των παιδιών μου!» αναφώνησε. «Τις ακούω παντού -έρχονται σε μένα με τον άνεμο- βλέπω τα παιδιά μου καθώς περιπλανιέμαι στη νύχτα και στην καταιγίδα, διαλυμένα και πεθαμένα στα χαρακώματα, νεκρά στο έδαφος, να κλαίνε στα νοσοκομεία. Κάθε άνδρας από αυτούς ήταν ένα μικρό παιδί που κάποτε γνώρισα. Πατέρα Χρόνε δώσε μου πίσω τα παιδιά μου», φώναξε κλαίγοντας απλώνοντας τα χέρια του προς αυτόν.
«Δεν πεθαίνουν μάταια,» είπε ο Χρόνος ευγενικά. Μα ο Άγιος Βασίλης επανέλαβε γοερά:
«Δώσε μου πίσω τα παιδιά μου!»
Μετά κατέρρευσε πάνω στον σάκο του κι έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια.
«Βλέπεις,» μου είπε ο Χρόνος, «είναι τσακισμένος, θα τον βοηθήσεις, αν μπορείς;».
«Με μεγάλη μου χαρά,» απάντησα. «Αλλά τί να κάνω;»
«Θα κάνεις τούτο,» μου απάντησε.
Στάθηκε εμπρός μου, μια σοβαρή, ημι-διάφανη φιγούρα. Το τζάκι είχε σβήσει και μέσα από τις κουρτίνες έμπαινε το πρώτο φως της αυγής.
«Ο κόσμος που ήξερες, σου φαίνεται κατεστραμμένος. Αυτό δεν πρέπει να το πεις στα παιδιά. Η βία, ο τρόμος και το μίσος που κυριαρχούν, δεν πρέπει να τα αγγίξουν. Κάποια μέρα θα καταλάβει -και εδώ μου έδειξε τον Άγιο Βασίλη- ότι οι άντρες που ήταν τα παιδιά του δεν πέθαναν μάταια. Από τη θυσία τους θα ξεπροβάλλει ένας καλύτερος κόσμος για όλους, ένας κόσμος όπου αμέτρητα παιδιά θα είναι ευτυχισμένα για πάντα. Όμως, τα παιδιά του σήμερα, προστάτεψε τα από το μίσος και τον τρόμο του πολέμου. Αργότερα θα καταλάβουν. Όχι τώρα. Δώσε τους πίσω τα Χριστούγεννα με τη χαρά και τη φιλανθρωπία τους και στην πορεία θα έρθει η επί Γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Η φωνή του σίγασε. Έμοιαζε να χάνεται με το φύσημα του ανέμου.
Κοίταξα γύρω μου. Ο Πατέρας Χρόνος και ο Άγιος Βασίλης είχαν εξαφανιστεί από το δωμάτιο. Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει τελείως και η μέρα ξημέρωνε.
«Ας αρχίσω,» ψιθύρισα, «θα φτιάξω αυτό το χαλασμένο αλογάκι».
Σχόλια:
Ο Αχιλλέας είπε...Υπέροχο μικρό διήγημα το οποίο με προβλημάτισε αρκετά. Σκέφτομαι τις εκατόμβες νεκρών δύο Ευρωπαϊκών "εμφυλίων". Πολλές φορές αναρωτιέμαι και εγώ για ποιο λόγο πέθαναν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί τους στερηθηκαν οι οικογένειες τους; Κάποιοι από αυτούς, βέβαια, δεν πρόλαβαν καν να κάνουν οικογένειες. Και σίγουρα δεν ήξεραν ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος θα ήταν γεμάτος από μηχανοκίνητο θάνατο από τους ανθρώπους των μηχανών που τόσο μισούσε ο Τόλκιν...
Αλλά επαναλαμβάνω. Γιατί πέθαναν; Δεν μας φωνάζουν άραγε οι φωνές των προγόνων μας; Δεν τους χρωστάμε; Σίγουρα δεν γίνεται να πέθαναν για την Ελλάδα του 2022...
Μου αρέσει βέβαια το διήγημα και για έναν ακόμη λόγο. Δεν τελειώνει με μιζέρια και ηττοπάθεια. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ότι εάν κάποιος δεν είναι κομμάτι της λύσης, αυτομάτως, αποτελεί κομμάτι του προβλήματος. Ας παραδειγματιστούμε...
Ο/Η Ανώνυμος είπε...αγαπητοι φιλοι της φλεφαλο θα ηθελα εναν σχολιασμο (κανονικα το θεμα σηκωνει ολοκληρη αναλυση, ενα απλο σχολιο δεν φτανει..) για το παρακατω αποσπασμα (το οποιο ειναι 100% true, δεν προκειται για τρολ). woke αριστερα και πολιτισμικος μεταμοντερνισμος, τα ανθη του κακου..
''O Ελληναράς θέλει πολύ εκσυγχρονισμό ακόμη για να γίνει άνθρωπος. Και υπόψιν, ρατσισμός/σεξισμός είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω κρύβεται μπόλικος ριζωμένος κοινωνικός συντηρητισμός, μίσος για κάθε τι προοδευτικό, απέχθεια για multiculti και diversity, θρησκοληψία και σκοταδισμός. Τώρα, αυτήν την καταραμένη στιγμή, οι υπάνθρωποι Ελ ετοιμάζονται να εορτάσουν τα Χριστούγεννα, μια παραδοσιοκρατική ακροδεξιά εορτή μίσους, μια σιχαμερή μεταφυσική φιέστα που εμάς (τους φυσιολογικούς προοδευτικούς ανθρώπους) μας κάνει να θυμόμαστε με φρίκη τις χριστιανικές θηριωδίες, την ισλαμοφοβία και τις σταυροφορίες. Πολύ καλώς οι μπολσεβίκοι του Λένιν κατήργησαν όλες τις παπαδίστικες κωλογιορτές και έβαλαν μπουρλότο σε ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια. Αυτό θα κάνουμε και εμείς όταν έρθουμε με το καλό στην εξουσία... Κάτω ο σταυρός, ψηλά το σφυροδρέπανο''
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...Δεν έχει νόημα να σχολιάσουμε τις θέσεις του κάθε πολιτικού αντιπάλου. Είτε είναι ειλικρινής τοποθέτηση είτε τρολάρισμα (αυτή η παραδοχή περί εκσυγχρονισμού αφήνει υπόνοιες) πρόκειται για την μία εκδοχή του δισυπόστατου αντιπάλου. Η άλλη είναι εκείνη του εκσυγχρονιστικού φιλελευθερισμού.
Είμαστε εναντίον και των δύο.
Τα υπόλοιπα τα έχουμε γράψει και πει πολλές φορές. Δεν έχει νόημα να τα επαναλαμβάβουμε. Να τα αντιμετωπίσουμε έχει νόημα.
Ο/Η Ανώνυμος είπε...εχουν νικησει, και τα δυο κεφαλια του τερατος (μεταμοντερνα/εκσυγχρονικη αριστερα - κατεστημενος/εξουσιαστικος φιλελευθερισμος) εχουν κατισχυσει με εναν απολυτο και ολοκληρωτικο τροπο. πώς θα τα ''αντιμετωπισουμε''; ολη η κοινωνια εχει διαποτιστει μεχρι το μεδουλι με τα μεταμοντερνα εκτρωματα, για μην αναλυσουμε τι συμβαινει στην νεολαια. ειναι κατι παραπανω απο απελπιστικη η ολη κατασταση. ωρες-ωρες νιωθω οτι ζουμε στους ''εσχατους καιρους'', σε αποκαλυπτικες εποχες. καθημερινα ερχομαστε αντιμετωποι με καταστασεις, με νοηματικα περιεχομενα και ιδεολογηματα που ειναι αδιανοητα. το προβλημα ειναι βαθια ανθρωπολογικο (με την υπαρκτικη/οντολογικη διασταση, οχι την εθνοφυλετικη) και δεν ξερω με ποιον τροπο μπορει να ''αντιμετωπιστει''. η τοποθετηση που παρεθεσα ειναι πολυ ενδεικτικη, δεν ειναι τρολ, πριν 25-30 χρονια δεν θα γραφονταν πουθενα τετοια πραγματα. δεν ειμαι ουτε και θελω να ακουγομαι σαν θεουσος αλλα εχω αρχισει να πιστευω οτι ολο αυτο που ζουμε εχει μεταφυσικες διαστασεις και προεκτασεις. τα πραγματα δεν ειναι καθολου ''απλα'' οσο φαινονται. o tempora o mores..
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...
Ναι. Είναι δύσκολη η συνθήκη, σαφώς. Πάντως αν θέλουμε να προτάξουμε μια αντίδραση, έστω και για την τιμή των όπλων, ο μόνος τρόπος παιδιά (πέρα από την προσωπική στάση ζωής του καθενός) παραμένει η συλλογική οργάνωση και δράση. Αν δεν θέλετε να στελεχώσετε την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. σχηματίστε δικές σας συλλογικότητες. Η μάχη στην ανοιχτή κοινωνία είναι σίγουρα δύσκολη για μικρές ομάδες όπως η δική μας. Ωστόσο, αν καταφέρουμε να ριζώσουμε στα πανεπιστήμια και να κρατήσουμε την λέσχη ζωντανή νέες γενιές μελών, τουλάχιστον στον φοιτητικό μικρόκοσμο κάτι μπορεί να πετύχουμε.