Η επικοινωνιακή απάτη των εν Ελλάδι φιλελευθέρων βάσει πρόσφατου δημοσιεύματος του Economist


Σχόλιο του Γιώργου Σιβρίδη για την κυβερνητικά κατευθυνόμενη ειδησεογραφία που παρουσιάζουν οι καλικάντζαροι των κραταιών (και όχι μόνο) ΜΜΕ τις τελευταίες μέρες, υποστηρίζοντας ότι αναβαθμίστηκε η ελληνική οικονομία λόγω του άρθρου ενός ιδεολογικά στρατευμένου εντύπου.

Ο Economist δεν είναι οικονομικό περιοδικό αλλά προπαγανδιστικό του Λιβεραλισμού άμα με την ίδρυσή του το 1843 από Σκώτο Κουακέρο επιχειρηματία (και βουλευτή αργότερο του Liberal κόμματος) τον James Wilson, και δεν το έκρυψε ποτέ του. Οι Bagehot και Hirst ήσαν γνωστοί διευθυντές του. Ήταν το περιοδικό που σχημάτισε τον μύθο που ονομάζουν κάποιοι σήμερα «κλασικό φιλελευθερισμό» με την «σχολή της Μαγχεστέρης (Manchester)», την πολεμική δηλαδή του "sensitive agitator" R. Cobden υπέρ μιας ουτοπίας ελευθέρου εμπορίου και παγκοσμίου ειρήνης. Το εν λόγω έντυπο είναι, εν πολλοίς, υπεύθυνο για τον σχηματισμό της αντίληψης περί Adam Smith ως υπέρμαχου των θέσεων αυτών.

Ο σημερινός Economist προπαγανδίζει την παγκοσμιοποίηση και τον μύθο της φιλελεύθερης δύσης. Εκεί που το είχε γυρίσει σε κριτικές ταινιών, ξάφνου μας λέει περί ελληνικού θαύματος (που κανείς άλλος δεν βλέπει). Όπως είπε φίλος, ο Μητσοτάκης είναι ο μόνος στο δυτικό στρατόπεδο που την στιγμή τούτη δεν τρώει ξύλο, γιατί απλούστατα είναι ένας φύλαρχος πελατειακής οικογενείας και κόμματος που μοιράζει χρήμα σε ημετέρους, ελέγχει τον τύπο, την δικαιοσύνη κτλ., τι κι αν έχει διαλύσει την χώρα και μετράει τον πληθωρισμό ως ανάπτυξη.

Συνεπώς, το να πανηγυρίζει η θλιβερή μειοψηφία των παλιών Εκσυγχρονιστών (νυν Φιλελευθέρων) είναι σαν να σου δείχνει Κομμουνιστής το πρωτοσέλιδο της Πράβδας το 1988. Είναι όπως οι διάφορες οργανώσεις βραβείων που υπάρχουν για να βραβεύουν τους φίλους τους ή όποιους τους πληρώνουν. Κάτι σύνηθες στην εποχή τούτη του ψεύδους και του σχηματισμού αξίας από τον αέρα. 

Το βιβλίο είναι ένα από τα καλύτερα εορταστικά δώρα. Προσφέρετέ το στους φίλους σας, συνοδευόμενο με ευχές για μια καλή χρονιά


Τίτλοι των εκδόσεων Κλέος

-Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Το Μυστικό Ρόδο

-Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Κελτικό Λυκόφως

-Ρόμπερτ Χάουαρντ, Μπραν Μακ Μορν

-Περιοδικό Φανταστική Λογοτεχνία περίοδος Β, τεύχος 2 (23), Δεκέμβριος 2022, τίτλος τεύχους: «Η Ιδεολογία του Μύθου»

-Περιοδικό Φανταστική Λογοτεχνία, περίοδος Β, τεύχος 1 (22), Οκτώβριος 2018, τίτλος τεύχους: «Φωνές μέσα στην Νύχτα»

Μπορείτε να προμηθευτείτε τα βιβλία των εκδόσεων Κλέος και το περιοδικό Φανταστική Λογοτεχνία από τα παρακάτω καταστήματα.


Αθήνα

Πολιτεία (Ασκληπιού1-3)

Πρωτοπορία (Γραβιάς 3)

Comiconshop (Σόλωνος 128)

Αλληλεγγύη των φίλων (Χαριλάου Τρικούπη 14)

Metal Era, Εμμανουήλ Μπενάκη 22

Περίπτερο διανομής τύπου

Πανεπιστημίου 39, ακριβώς απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη και μπροστά από την στοά Νικολούδη

Θεσσαλονίκη

Πρωτοπορία (Λεωφ. Νίκης 3)

Πάτρα

Πρωτοπορία (Γεροκωστοπούλου 




Σχόλια:
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Καλή χρονιά σε όλους. Με υγεία και αγωνιστική διάθεση.

Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου, 2023


Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Καλή χρονιά και σε σένα φίλε.

Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου, 2023

Η Νύχτα των Χριστουγέννων, του Νικολάι Γκόγκολ


                                                              Σταμάτης   Μαμούτος

Ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα της ρομαντικής λογοτεχνίας του φανταστικού που σχετίζονται με το κλίμα των χριστουγεννιάτικων εορτών είναι αναμφίβολα η νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ, η οποία φέρει τον τίτλο Η Νύχτα των Χριστουγέννων. Γράφτηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα και αποτελεί ένα κείμενο που θα συνεχίσει να προσφέρει τέρψη εσαεί σε όσους το διαβάσουν. Πρόκειται για κείμενο κλασικό όσον αφορά την ποιότητα (αλλά καθόλου κλασικιστικό όσον αφορά το ύφος). Για να γράψει την συγκεκριμένη νουβέλα ο Γκόγκολ βασίστηκε στις λαϊκές παραδόσεις των επαρχιών της Ουκρανίας προκειμένου να συλλέξει πραγματολογικό υλικό και άντλησε επιρροές από τα ρομαντικά μυθιστορήματα του Ουώλτερ Σκοτ για να συγκροτήσει την λογοτεχνική τεχνική του. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει ένα μικρό λογοτεχνικό αριστούργημα του ρωσικού Ρομαντισμού.   


Μέσα από τις σελίδες της εξαιρετικής αυτής νουβέλας αναβιώνει η καθημερινή ζωή των ανθρώπων της ουκρανικής υπαίθρου και της τότε ρωσικής πρωτεύουσας, κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων. Και, παράλληλα, το υπερφυσικό στοιχείο της λογοτεχνίας του φανταστικού βρίσκει εύφορους τόπους και γονιμοποιείται στο, συνηθισμένο για τους ρομαντικούς συγγραφείς και δυσνόητο για όλους τους μη ρομαντικούς, πάντρεμα θεματικών της χριστιανικής θεολογίας με τις μυθικές παγανιστικές λαϊκές παραδόσεις. Μάγισσες με ιπτάμενες σκούπες και άλλα ξωτικά του ουρανού συναντούν τον κερασφόρο διάβολο της χριστιανικής θεολογίας και επιχειρούν να χαλάσουν την εορταστική παραμονή των Χριστουγέννων, κλέβοντας το φεγγάρι από τον ουρανό και βυθίζοντας την γη στο σκοτάδι, κατά την περίοδο που ηγεμόνευσε στην Ρωσία η Μεγάλη Αικατερίνη. Ωστόσο σε ένα ουκρανικό χωριό οι κάτοικοι της υπαίθρου, όντας βυθισμένοι στα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας, με την απλοϊκότητά τους εμπλέκονται ασυναίσθητα στους σχεδιασμούς των κακών πνευμάτων και πυροδοτούν μια σειρά από περιπέτειες και ξεκαρδιστικά γεγονότα. Στο φόντο όλων αυτών ο Γκογκόλ περιέγραψε με αρχετυπική ακρίβεια τις ψυχικές μεταπτώσεις και την εναλλαγή συναισθημάτων ή διαθέσεων, που σχετίζονται με το προαιώνιο ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα.


Η υπόθεση του έργου αφορά τον παθιασμένο έρωτα του στιβαρού και όμορφου σιδερά ενός ουκρανικού χωριού για την πιο όμορφη κοπέλα της περιοχής. Η κοκέτα και ψηλομύτα νεαρή αγνοεί επιδεικτικά τον σιδερά, φέρνοντάς τον στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης. Μάλιστα, την νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, του λέει περιπαικτικά ότι μόνο αν της φέρει τα μποτάκια που φορά η αυτοκράτειρα Αικατερίνη θα δει με κάποιο ενδιαφέρον τις ερωτικές του εκκλήσεις. Ωστόσο την ίδια νύχτα ο διάβολος αποφασίζει να κλέψει το φεγγάρι, να σβήσει τα άστρα και να στείλει μια χιονοθύελλα στο θεοσκότεινο χωριό. Πράγμα που αναγκάζει πολλούς διαβάτες να χάσουν τον δρόμο τους και να καταφύγουν για βοήθεια σε γειτονικά σπίτια. Ανάμεσα σε αυτούς και οι μεγαλόσχημοι πολιτικοί, οικονομικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες της περιοχής, οι οποίοι θεωρούν ότι το απόλυτο σκοτάδι τους παρέχει μια μεγάλη ευκαιρία για να επισκεφθούν τις ερωμένες τους. Όμως, για κακή τους τύχη, και ο διάβολος κάνει την ίδια σκέψη. Μόνο που προσπαθώντας να επισκεφθεί μια ερωμένη του μάγισσα, στριμώχνεται στην καμινάδα του σπιτιού της, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει το φεγγάρι από την τσέπη του και να επιστρέψει στην θέση του.

Το αργυρό φως του φεγγαριού λούζει ξανά την παγωμένη Ρωσία και ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους για να πει τα κάλαντα. Οι παράνομοι εραστές πρέπει να βρουν τρόπο να κρυφτούν και ο σιδεράς να φτάσει στο παλάτι της αυτοκράτειρας για να φέρει τα μποτάκια της αγαπημένης του. Ο διάβολος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις για να τους πάρει με το μέρος του σαν άλλος Μεφιστοφελής αλλά υποπίπτει από την μια γκάφα στην άλλη, χωρίς να μπορέσει να λάβει βοήθεια από μάγισσες και στοιχειά του νυχτερινού ουρανού.


Η νουβέλα του Γκόγκολ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ερατώ σε πολύ καλή τιμή και όμορφη βιβλιοδεσία. Διαβάστε την και θα απολαύσετε ένα εξαιρετικό δείγμα φανταστικής λογοτεχνίας του ρωσικού Ρομαντισμού.     

Εικόνα 2: Κωνσταντίν Τρουτόφσκι, Κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων 

Ισαάκ Ασίμωφ : Χριστούγεννα στον Γανυμήδη


                                                     μετάφραση Βασίλης Flammentrupp

Το συγκεκριμένο διήγημα, γράφτηκε από τον Ασίμωφ τον Δεκέμβριο του 1940 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Startling Stories στο Ιανουαρίου του 1942

O Όλαφ Τζόνσον ονειροπολούσε έχοντας τα γαλάζια μάτια του καρφωμένα στο μεγαλοπρεπές έλατο στη γωνία ης βιβλιοθήκης. Αν και η βιβλιοθήκη ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο στον Θόλο, ο Όλαφ δεν την έβρισκε ιδιαίτερα ευρύχωρη για την περίσταση. Με χαρά έσκυψε προς το μεγάλο τελάρο που βρισκόταν δίπλα του και τράβηξε έξω το πρώτο ρολό πρασινο-κόκκινο γκοφρέ χαρτιού. Μα πώς το σκέφτηκε η «Γανυμήδεια Προϊόντα ΑΕ» να τους στείλει μία ολοκληρωμένη συλλογή χριστουγεννιάτικων στολιδιών, αναρωτήθηκε. Ωστόσο, δεν ασχολήθηκε περισσότερο και, χαρούμενος με το δέμα που είχε παραλάβει, έχρισε τον εαυτό του επικεφαλής της χριστουγεννιάτικης διακόσμησης.  Ξάφνου, ο φωτεινός σηματοδότης της Γενικής Κλήσης άρχισε να αναβοσβήνει υστερικά. Εκείνος θύμωσε και σιγοψιθύρισε μια βρισιά. Απογοητευμένος, άφησε κάτω το σφυρί που μόλις είχε πάρει στα χέρια του μαζί με το ρολό χαρτιού, αφαίρεσε ένα κομμάτι γιρλάντας που είχε σταθεί στα μαλλιά του και κίνησε προς το γραφείο διεύθυνσης.

Ο Διευθυντής Σκοτ Πέλχαμ καθόταν στην πολυθρόνα, στην κεφαλή της τραπεζαρίας του γραφείου συνεδριάσεων, χτυπώντας νευρικά τα κοντόχοντρα δάκτυλα του πάνω στην γυάλινη επιφάνειά της. Ο Όλαφ κατάλαβε πως ήταν εξαγριωμένος αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, αφού τίποτα δεν είχε πάει στραβά στο τμήμα του εδώ και είκοσι περιστροφές του Γανυμήδη. Το γραφείο γέμισε γρήγορα με άνδρες και ο Πέλχαμ με μια αυστηρή ματιά, μέτρησε κεφάλια.

-Είμαστε όλοι εδώ. Άνδρες, αντιμετωπίζουμε μία κρίση!!!

Υπήρξε μια αμυδρή αναταραχή. Ο Όλαφ κοίταξε προς το ταβάνι και χαλάρωσε. Οι κρίσεις, κατά μέσο όρο, χτυπούσαν τον Θόλο μία φορά ανά περιστροφή. Συνήθως, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ξαφνική αύξηση στην ποσόστωση του οξίτη που έπρεπε να συλλεχθεί, ή μια παρτίδα φύλλα Karen κατώτερης ποιότητας. Ωστόσο, τα επόμενα λόγια του διευθυντή τον έκαναν να σφιχτεί.

-Έχω μία ερώτηση να κάνω, σχετικά με την κρίση. Η φωνή του Πέλχαμ ήταν χοντροκομμένη κι έβγαζε μια δυσάρεστη βραχνάδα όταν ήταν θυμωμένος. Ποιος ηλίθιος είπε παραμύθια στους αναθεματισμένους τους Στρουθό;

Ο Όλαφ ξερόβηξε νευρικά και τα βλέμματα έπεσαν επάνω του. Ξεροκατάπιε και ανατρίχιασε.

-Εγώ … τραύλισε αλλά αμέσως σώπασε. Θέλω να πω, ήμουν έξω χθες κατά την τελευταία παραλαβή φύλλων karen, καθώς οι Στρουθό ήταν αργοί και …

Με μια παραπλανητική γλυκύτητα στη φωνή κι ένα χαμόγελο, ο Πέλχαμ τον διέκοψε λέγοντας: μίλησες στους αυτόχθονες σχετικά με τον Άγιο Βασίλη, Όλαφ;

Το χαμόγελο ήταν παράξενα μοχθηρό και ο Όλαφ έσπασε, γνέφοντας σπασμωδικά.

-Ώστε το έκανες; Τους είπες για τον Άγιο Βασίλη! Που διασχίζει τους αιθέρες με ένα έλκηθρο που το σέρνουν οκτώ τάρανδοι, σωστά;

-Εεμμ, μα αυτό δεν κάνει; Αποκρίθηκε ο Όλαφ, νιώθοντας κάπως άβολα.

-Και ζωγράφισες εικόνες με τάρανδους, για να σιγουρέψεις πως δεν κατάλαβαν κάτι λάθος. Και πως έχει λευκή μακριά γενειάδα και φοράει κόκκινη στολή.

-Ναι σωστά, είπε ο Όλαφ με μια έκφραση απορίας.

-Και έχει έναν μεγάλο σάκο γεμάτο δώρα για όλα τα καλά αγόρια και κορίτσια. Και κατεβαίνει από την καμινάδα και τα αφήνει μέσα σε κρεμασμένες κάλτσες.

-Σαφώς.

-Επίσης, τους είπες πως πρόκειται να μας επισκεφτεί. Άλλη μία περιστροφή και θα είναι εδώ.

Ο Όλαφ χαμογέλασε αδύναμα. Ναι, θα σας το έλεγα. Στολίζω το δέντρο και …

-Σκάσε! Ο Διευθυντής βαριανάσαινε, σχεδόν σαν να σφύριζε. Ξέρεις τι θέλουν τώρα οι Στρουθό;

-Όχι, κύριε διευθυντή.

Ο Πέλχαμ έγειρε προς τον Όλαφ και ούρλιαξε: Θέλουν να τους επισκεφτεί ο Άγιος Βασίλης!

Κάποιος γέλασε, αλλά αμέσως έκανε πως έβηξε όταν ο διευθυντής τον κοίταξε άγρια.

-Και αν δεν τους επισκεφτεί, θα σταματήσουν να εργάζονται! Θα απεργήσουν!

Δεν υπήρξε άλλο γέλιο, πνιχτό ή κανονικό, μετά από αυτό. Και να υπήρχε κάποια σκέψη στο μυαλό των ανδρών, κανείς δεν την εξέφρασε. Τελικά, ο Όλαφ είπε:

-Και τί θα γίνει με τα προϊόντα;

-Τί λες να γίνει; γρύλισε ο Πέλχαμ. Πρέπει να στο ζωγραφίσω; Η εταιρεία Γανυμήδεια Προϊόντα ΑΕ, πρέπει να λαμβάνει εκατό τόνους βολφραμίτη, ογδόντα τόνους φύλλων Karen και πενήντα τόνους οξίτη κάθε χρόνο, αλλιώς θα χάσει το συμβόλαιο. Υποθέτω ότι όλοι το γνωρίζετε. Αυτό το έτος ολοκληρώνεται σε δύο περιστροφές του δορυφόρου μας και είμαστε πέντε τοις εκατό πίσω στο πρόγραμμ ως τώρα.

Στο γραφείο έπεσε μια σιωπή τρόμου.

-Και τώρα οι Στρουθό δεν θα εργαστούν, αν δεν έρθει ο Άγιος Βασίλης. Όχι εργασία, όχι προϊόντα, όχι συμβόλαιο, όχι δουλειές! Το καταλάβατε ηλίθιοι;!;! Όταν η εταιρεία χάσει το συμβόλαιο, εμείς θα χάσουμε τις πιο καλοπληρωμένες δουλειές στο Ηλιακό Σύστημα. Θα τις φιλήσουμε σταυρωτά και αντίο σας, εκτός αν …

Σταμάτησε, κοίταξε τον Όλαφ και είπε:

-Εκτός αν, μέχρι την επόμενη περιστροφή, βρούμε ένα ιπτάμενο έλκηθρο, οκτώ τάρανδους και έναν Άγιο Βασίλη. Και, μα τους δακτύλιους του Κρόνου, θα τα έχουμε όλα αυτά, ειδικά τον Άγιο Βασίλη!!!

Μονομιάς, δέκα πρόσωπα χλόμιασαν.

-Έχεις κάποιον στο μυαλό σου, Διευθυντή; Ρώτησε κάποιος με φωνή που έμοιαζε με κόασμα βατράχου.

-Ναι, η αλήθεια είναι ότι έχω.

Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του. Ο Όλαφ Τζόνσον ίδρωσε βλέποντας ένα δάκτυλο να τον δείχνει.

-Ω, Διευθυντή! Είπε με τρεμάμενη φωνή.

Το τεντωμένο, προς αυτόν δάκτυλο, δεν κουνήθηκε ποτέ.

 


Ο Σαμ Πιρς σταμάτησε τον προσεκτικό του έλεγχο στην τελευταία παρτίδα φύλλων karen και σήκωσε το βλέμμα του πάνω από τα γυαλιά του.

-Λοιπόν; Ρώτησε.

Ο Πέλχαμ ανασήκωσε τους ώμους του. Τους υποσχέθηκα τον Άγιο Βασίλη, τι άλλο μπορούσα να κάνω; Διπλασίασα και τις μερίδες ζάχαρης κι έτσι, προς στιγμήν, επέστρεψαν στην δουλειά τους.

-Εννοείς, μέχρι ο Άη Βασίλης που τους υποσχεθήκαμε να μην εμφανιστεί, είπε ο Πιρς και κούνησε ένα φύλλο karen εμπρός στο πρόσωπο του διευθυντή. Αυτό είναι ό,τι πιο ανόητο έχω ακούσει. Δεν μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει Άη Βασίλης!

-Άντε πες το στους Στρουθό, είπε με σκυθρωπό ύφος ο Πέλχαμ και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Τι κάνει ο Μπένσον;

-Ρωτάς για το ιπτάμενο έλκηθρο που λέει ότι μπορεί να σκαρώσει; Ο Πιρς σήκωσε ένα φύλλο προς το φως και το κοίταξε εξεταστικά. Αν θέλεις την γνώμη μου, ο τύπος είναι βαρεμένος. Έχει κατέβει στο υπόγειο από το πρωί και δεν έχει ανέβει. Ξέρω ότι έχει αποσυναρμολογήσει τον εφεδρικό ηλεκτροδιαχωριστή. Αν πάθει κάτι ο κανονικός, θα μείνουμε χωρίς οξυγόνο.

-Κοίτα να δεις, σε ό,τι αφορά εμένα, ελπίζω να πεθάνουμε από ασφυξία. Θα είναι ένας εύκολος τρόπος να ξεφύγουμε από όλο αυτό το χάος. Πηγαίνω κάτω, είπε και χτύπησε την πόρτα πίσω του.

Φτάνοντας στο υπόγειο, κοίταξε γύρω του σαστισμένος. Ο χώρος ήταν κατάσπαρτος με διάφορα γυαλιστερά μηχανικά μέρη. Του πήρε κάποιον χρόνο μέχρι να καταλάβει ότι όλο αυτό το αχούρι ήταν τα απομεινάρια ενός καλοφτιαγμένου ηλεκτροδιαχωριστή. Στο κέντρο αυτής της ακαταστασίας, σαν ένα χρονικό παράδοξο, στεκόταν ένα σκονισμένο ξύλινο έλκηθρο πάνω σε ολισθητήρες, βαμμένο στο χρώμα της σκουριάς. Κάτω από αυτό, ακουγόταν ένας ήχος σφυρηλάτησης.

-Έι, Μπένσον, φώναξε ο Πέλχαμ.

Μουτζουρωμένος και ιδρωμένος, εμφανίστηκε ο Μπένσον, φτύνοντας ένα κομμάτι ταμπάκο προς το πτυελοδοχείο που έσερνε πάντα μαζί του.

-Τι φωνάζεις μωρέ; Δεν βλέπεις ότι κάνω μια λεπτεπίλεπτη δουλειά;

-Τί στο διάβολο είναι αυτό το αλλόκοτο μαραφέτι; απαίτησε να μάθει ο Πέλχαμ.

-Ένα ιπτάμενο έλκηθρο. Δική μου ιδέα, είπε ενθουσιασμένος ενώ ένα δεύτερο κομμάτι ταμπάκο γυρνούσε μέσα στο στόμα του, όσο μιλούσε. Το ίδιο το έλκηθρο βρίσκεται εδώ από τους παλιούς καιρούς, όταν νόμιζαν πως ο Γανυμήδης είναι καλυμμένος με χιόνι, όπως τα άλλα φεγγάρια του Δία. Το μόνο που έχω να κάνω, είναι να στερεώσω στο κάτω μέρος του μερικούς απωθητήρες βαρύτητας, που πήρα από τον ηλεκτροδιαχωριστή, οι οποίοι θα το ανυψώσουν μόλις ενεργοποιηθούν. Οι αεροστρόβιλοι θα κάνουν τα υπόλοιπα.

Ο διευθυντής δάγκωσε τα χείλια του γεμάτος αμφιβολία.

-Θα δουλέψει;

-Και βέβαια θα δουλέψει. Ένα σωρό άνθρωποι έχουν σκεφτεί να χρησιμοποιήσουν τους απωθητήρες στα εναέρια ταξίδια, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι αποτελεσματικό, ιδιαίτερα σε πεδία μεγάλης βαρύτητας. Εδώ στον Γανυμήδη, µε το ένα τρίτο της βαρύτητας και µε αραιή ατμόσφαιρα, ακόμα και ένα παιδί θα μπορούσε να το πετάξει. Ακόμα και ο Τζόνσον θα μπορούσε να το χειριστεί, αν και δεν θα τα έβαφα µαύρα, αν έπεφτε και έσπαγε τον καταραμένο τον σβέρκο του.

-Λοιπόν, άκου τί θα γίνει. Έχουμε πολύ από αυτό το ντόπιο κοκκινόξυλο. Βρες τον Τσάρλι Φιν και πες του να τοποθετήσει το έλκηθρο πάνω σε μια πλατφόρμα καμωμένη από αυτό. Αυτή να είναι μεγαλύτερη κατά έξι μέτρα, να προεξέχει του έλκηθρου στο μπροστινό μέρος και να έχει κάγκελα γύρω από την προεξοχή.

Ο Μπένσον έφτυσε και τον στραβοκοίταξε μέσα από τα λαδωμένα μαλλιά που έπεφταν στα µάτια του. -Τι σκαρώνεις, διευθυντή;

Το γέλιο του Πέλχαµ ακούστηκε σαν μικρά, κοφτά, βραχνά γαυγίσματα.

-Αυτοί οι Στρουθό, τάρανδους περιμένουνε και τάρανδους θα έχουνε. Και τα ζώα αυτά θα πρέπει να στέκονται πάνω σε κάτι, σωστά;

-Το δίχως άλλο ... αλλά για μια στιγμή! Στον Γανυμήδη δεν βρίσκεται ούτε μισός τάρανδος.

Ο διευθυντής έκανε να φύγει, μα κοντοστάθηκε. Πήρε μια δυσάρεστη όψη, όπως έκανε πάντα, όταν σκεφτόταν τον Όλαφ Τζόνσον.

-Ο Όλαφ είναι έξω προσπαθώντας να πιάσει οχτώ ακανθοφόρους. Έχουν τέσσερα πόδια, ένα κεφάλι από τη μια πλευρά και μια ουρά από την άλλη. Αυτά αρκούν για τους Στρουθό.

Ο γερο - μηχανικός σκέφτηκε αυτό που άκουσε και χαχάνισε με κακία.

-Άψογα! Εύχομαι στον βλάκα να απολαύσει τη δουλειά του.

-Κι εγώ το ίδιο, είπε μέσα από τα δόντια του ο Πέλχαµ και αποχώρησε ενώ ο Μπένσον με το χαιρέκακο ύφος ακόμη στο πρόσωπο του, τρύπωσε κάτω από το έλκηθρο.

Η περιγραφή που έκανε ο διευθυντής για τον ακανθοφόρο, ήταν περιεκτική και ακριβής, αλλά παρέλειπε μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Καταρχάς, ένας ακανθοφόρος έχει μία μακρόστενη ευκίνητη μουσούδα, δύο μεγάλα αυτιά που κινούνται µπρος – πίσω όλο χάρη και δυο υγρά μαβιά µάτια. Τα αρσενικά, κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς τους, έχουν ευλύγιστα αγκάθια σε χρώμα πορφυρό, που φαίνεται να  γοητεύουν τα θηλυκά του είδους. Συνδυάστε όλα αυτά µε μια φολιδωτή μυώδη ουρά και ένα μυαλό που δεν το λες μέτριο και έχετε έναν ακανθοφόρο - ή καλύτερα, έχετε έναν ακανθοφόρο αν μπορείτε να τον πιάσετε.


Ακριβώς μια τέτοια σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό του Όλαφ Τζόνσον, καθώς σερνόταν κρυφά από ένα βραχώδες ύψωμα προς ένα κοπάδι από καμιά εικοσιπενταριά ακανθοφόρους που έβοσκαν στην αραιή, τραχιά, χαμηλή βλάστηση. Οι ακανθοφόροι που βρίσκονταν πιο κοντά του, κοίταξαν προς το μέρος του, καθώς αυτός, τυλιγμένος στις γούνες µε την μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο, ένα θέαμα γκροτέσκο, τους κοντοζύγωνε. Ωστόσο, οι ακανθοφόροι δεν έχουν φυσικούς εχθρούς, για αυτό δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την φιγούρα με το αποχαυνωμένο βλέμμα, και επέστρεψαν στο τραγανό και θρεπτικό φαγητό τους.

Οι ιδέες του Όλαφ για το πώς θα είχε ένα επιτυχημένο κυνήγι, ήταν ασαφείς. Ψαχούλεψε την τσέπη του για έναν κύβο ζάχαρης, το κράτησε μπροστά του και είπε:

-Έλα ψιψίνα μου! Έλα ψιψίνα μου!

Τα αυτιά του πιο κοντινού ακανθοφόρου τινάχτηκαν ενοχλημένα. Ο Όλαφ προχώρησε πιο κοντά και πρότεινε πάλι τη ζάχαρη προς το ζώο.

«Έλα, καλό μου μοσχαράκι!»

Ο ακανθοφόρος έπιασε με το βλέμμα του τη ζάχαρη και γούρλωσε τα µάτια του. Η μουσούδα του τινάχτηκε απότομα καθώς έφτυνε την μπουκιά από τα χόρτα που έτρωγε και κινήθηκε αργά προς τη ζάχαρη. Με τον λαιμό τεντωμένο, τη μύρισε. Μετά, κάνοντας μια γοργή, επιδέξια κίνηση, χτύπησε την τεντωμένη παλάμη και έχωσε τη ζάχαρη στο στόμα του. Το άλλο χέρι του Όλαφ κατέβηκε με ορμή σχίζοντας τον αέρα, αλλά δεν έπιασε τίποτα. Πληγωμένος ο Όλαφ, έπιασε έναν άλλο κύβο.

«Έλα, καλέ μου πρίγκιπα! Έλα, ομορφούλη!»

Ο ακανθοφόρος έβγαλε έναν ήχο από το λαιμό του σαν χαμηλόφωνη γαργάρα. Ήταν ο ήχος της ευχαρίστησης. Κατά τα φαινόμενα, αυτό το παράξενο τέρας που βρισκόταν μπροστά του, είχε παραφρονήσει και σκόπευε να τον ταΐζει µε αυτά τα κομμάτια της συμπυκνωμένης ζουμεράδας όλη την ημέρα. Με μία απότομη κίνηση, άρπαξε τον κύβο και πήγε να φύγει γρήγορα. Αλλά, ο Όλαφ κρατούσε τον κύβο σφιχτά αυτή τη φορά, κι έτσι ο ακανθοφόρος πήγε να του κόψει το μισό δάκτυλο.

Η κραυγή του Όλαφ, δεν περιείχε βεβαίως την αδιαφορία που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις. Παρόλα αυτά, μια δαγκωματιά που μπορείς να τη νιώσεις μέσα από χοντρά γάντια, είναι πάντα μια δαγκωματιά! Προχώρησε με τόλμη ενάντια στον ακανθοφόρο. Υπάρχουν μερικά πράγματα που φουντώνουν το αίμα των Τζόνσον και φέρνουν στην επιφάνεια το πανάρχαιο πνεύμα των Βίκινγκς. Το να τους δαγκώσουν το δάκτυλο, ιδίως ένα εξωγήινο ζώο, ήταν ένα από αυτά.

Ένα βλέμμα αβεβαιότητας φάνηκε στα µάτια του ακανθοφόρου καθώς πισωπατούσε αργά. ∆εν του προσφέρονταν πια άλλοι λευκοί κύβοι, και δεν ήταν και τόσο σίγουρος για το τί θα ακολουθούσε. Η αβεβαιότητα εξαφανίστηκε µε αιφνίδιο τρόπο, όταν δυο γαντοφορεμένα χέρια άρπαξαν τα αυτιά του και τα τράβηξαν με δύναμη. Άφησε ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό και επιτέθηκε.

Ένας ακανθοφόρος έχει μια κάποια αίσθηση αξιοπρέπειας. ∆εν του αρέσει να του τραβάνε τα αυτιά, ιδιαίτερα όταν άλλοι ακανθοφόροι, παρέα με αρκετά αδέσμευτα θηλυκά, έχουν σχηματίσει κύκλο γύρω του και κοιτάζουν.

Ο Γήινος έπεσε προς τα πίσω και έμεινε σε αυτή τη στάση για λίγο. Στο μεταξύ, ο ακανθοφόρος, µε ύφος τζέντλεμαν, οπισθοχώρησε μερικά μέτρα και επέτρεψε στον Τζόνσον να σταθεί στα πόδια του. Το παλιό αίμα των Βίκινγκς άφρισε ακόμα περισσότερο μέσα του. Αφού έτριψε το πονεμένο του σημείο, εκείνο πάνω στο οποίο είχε πέσει με την μπουκάλα οξυγόνου, πήδηξε ψηλά με δύναμη, ξεχνώντας να υπολογίσει την γανυµήδεια βαρύτητα. Έτσι, πέρασε πέντε μέτρα πάνω από τη ράχη του ακανθοφόρου.

Το ζώο, είδε με δέος το επιβλητικό άλμα του Όλαφ, αλλά και με μια αμηχανία καθώς δεν υπήρχε κάποιος προφανής λόγος για μια τέτοια κίνηση.

Ο Όλαφ προσγειώθηκε πάλι πάνω στην πλάτη του και η μπουκάλα οξυγόνου χτύπησε στο ίδιο σημείο. Ένιωσε κάπως ντροπιασμένος. Τα ζώα που τους παρακολουθούσαν, έβγαζαν ήχους σαν ειρωνικό γέλιο.

«Γελάτε!» μουρμούρισε με πίκρα, «μα εγώ δεν άρχισα ακόμα τη μάχη µου».

Πλησίασε τον ακανθοφόρο αργά και με προσοχή, κάνοντας κινήσεις περικύκλωσης προσπαθώντας να τον τσακώσει απροετοίμαστο. Το ίδιο έκανε και ο ακανθοφόρος. Ο Όλαφ προσποιήθηκε πως επιτίθεται και ο ακανθοφόρος έσκυψε. Μετά ο ακανθοφόρος σηκώθηκε στα δύο πόδια και ο Όλαφ έσκυψε.

Ο Όλαφ είχε στο μυαλό του συνεχώς την χυδαιότητα την οποία ζούσε εκείνη την στιγμή. Το βραχνό «γρρρρ» που έβγαινε από το λαρύγγι του ζώου, φαινόταν ότι δεν είχε το πνεύμα αδελφοσύνης που συνήθως σχετίζεται με τα Χριστούγεννα.

Ξαφνικά ακούστηκε κάτι σαν σφύριγμα. Ο Όλαφ ένιωσε κάτι να τον χτυπά στο κεφάλι, ακριβώς πίσω από το αριστερό του αυτί. Έκανε μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και προσγειώθηκε στον σβέρκο του. Ένα ομαδικό χλιμίντρισμα ακούστηκε από τα ζώα που τους παρακολουθούσαν και ο ακανθοφόρος κούνησε την ουρά του θριαμβευτικά.

Ο Όλαφ ένιωσε ότι επέπλεε στο αχανές διάστημα βλέποντας αστεράκια, αλλά συνήλθε γρήγορα και σηκώθηκε όρθιος.

«Για άκου εδώ!» διαμαρτυρήθηκε, «σε αυτό το άθλημα, η χρήση της ουράς είναι φάουλ!»

Πήδηξε προς τα πίσω, καθώς η ουρά κινήθηκε προς αυτόν για να τον χτυπήσει πάλι και, αμέσως βούτηξε εμπρός. Άρπαξε τα πόδια του ακανθοφόρου και το ζώο έπεσε κάτω βγάζοντας µια κραυγή αγανάκτησης.

Πλέον, η υπόθεση αφορούσε μια μάχη ανάμεσα στα γήινα και τα γανυµήδια μούσκουλα και ο Όλαφ είχε εξελιχθεί σε άνθρωπο µε κτηνώδη δύναμη. Με κόπο σηκώθηκε και ο ακανθοφόρος βρέθηκε καθισμένος στους ώμους του. Το ζώο αντέδρασε άγρια και δοκίμασε να δώσει ένα καλό χτύπημα με την ουρά του. Όμως, βρισκόταν σε άβολη θέση και το ράπισμα πέρασε πάνω από το κεφάλι του Όλαφ δίχως να τον πετύχει.

Οι άλλοι ακανθοφόροι παραμέρισαν µε θλίψη, για να περάσει ο γήινος. Προφανώς, ήταν όλοι καλοί φίλοι του αιχμαλωτισμένου ζώου και δεν τους άρεσε που έχασε την μάχη. Επέστρεψαν στο φαγητό τους πεπεισμένοι, το δίχως άλλο, πως αυτή ήταν η μοίρα.

Στην άλλη μεριά της βραχώδους προεξοχής, ο Όλαφ είχε έτοιμο το κλουβί. Μετά από μια ασήμαντη πάλη, κατάφερε να καθίσει με δύναμη πάνω στο κεφάλι του ακανθοφόρου και να δέσει κάμποσους κόμπους στο σκοινί, για να τον κρατήσει εκεί.

Μερικές ώρες αργότερα, αφού είχε μαντρώσει τους οκτώ ακανθοφόρους που ήθελε, ήταν ένας τόσο έμπειρος καουμπόη, που θα μπορούσε να δώσει πολύτιμες συμβουλές σε έναν καουμπόη της Γης για το πως να πιάσει έναν άγριο βούβαλο. Θα μπορούσε, επίσης, να δώσει σε έναν Γήινο λιμενεργάτη μαθήματα απλής και σύνθετης βλαστήμιας.


Ήταν η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα και σε ολόκληρο τον Θόλο του Γανυμήδη ακουγόταν ένας εκκωφαντικός θόρυβος και υπήρχε μια χαοτική κατάσταση, λες και είχε σκάσει εκεί μέσα ένα σούπερ-νόβα. Γύρω από το σκουριασμένο έλκηθρο, που ήταν πάνω στην πλατφόρμα του, πέντε γήινοι έδιναν μεγάλη μάχη µε έναν ακανθοφόρο.

Ο ακανθοφόρος είχε ξεκάθαρες απόψεις για τα περισσότερα πράγματα της ζωής του. Μια από τις πιο πεισματάρικες και απόλυτες ήταν ότι δεν θα πήγαινε ποτέ, κάπου που δεν ήθελε. Και για να κάνει ξεκάθαρη αυτήν την άποψη στους γήινους, τίναζε με μανία προς κάθε δυνατή κατεύθυνση ένα κεφάλι, μια ουρά, τρία αγκάθια και τέσσερα ποδάρια. Μα και οι γήινοι δεν το έβαζαν κάτω, και μάλιστα με καθόλου ευγενικό τρόπο. Παρ' όλες τις εκκωφαντικές, αγωνιώδεις κραυγές, ο ακανθοφόρος ανέβηκε στην πλατφόρμα, μπήκε στην προκαθορισμένη θέση και χαμουρώθηκε χωρίς ελπίδα διαφυγής.

-Εντάξει! γρύλισε ο Πίτερ Μπένσον. Πέρνα µας το μπουκάλι. Έπειτα, με το ένα χέρι κράτησε την μουσούδα του ζώου και µε το άλλο κούνησε πέρα-δώθε το μπουκάλι κάτω από αυτήν. Ο ακανθοφόρος ανατρίχιασε και χλιμίντρισε. Στη συνέχεια, ο Μπένσον έριξε λίγο από το υγρό στον λαιμό του ζώου. Ακούστηκε κάτι σαν γαργάρα και μετά ένα χλιμίντρισμα ικανοποίησης. Ο λαιμός του ζώου τεντώθηκε ζητώντας περισσότερο. Ο Μπένσον αναστέναξε λέγοντας, «είναι το καλύτερο μπράντι µας…».

Αναποδογύρισε το μπουκάλι και το τράβηξε πίσω μισοάδειο. Ο ακανθοφόρος, µε τα µάτια του να στριφογυρίζουν σαν τρελά, έκανε κάτι που έμοιαζε µε απόπειρα εύθυμου χορού. ∆εν κράτησε για πολύ, όμως, καθώς ο γανυµήδιος μεταβολισμός επηρεάζεται σχεδόν αμέσως από το αλκοόλ. Οι μύες του σφίχτηκαν σαν σε νεκρική ακαμψία και, µε έναν δυνατό λόξυγγα, έχασε τις αισθήσεις του.

-Φέρε τον επόμενο!» ούρλιαξε ο Μπένσον. Σε μία ώρα, οι οκτώ ακανθοφόροι ήταν σαν αγάλματα σε καταληψία με διχαλωτά κλαδιά δεμένα γύρω από το κεφάλι τους, σαν κέρατα. Η εικόνα φαινόταν ατελής και χοντροκομμένη, αλλά η δουλειά θα γινόταν.

Καθώς ο Μπένσον άνοιγε το στόμα του να ρωτήσει που ήταν ο Όλαφ Τζόνσον, εκείνος εμφανίστηκε σηκωτός, στα μπράτσα τριών συναδέλφων του, παλεύοντας να ξεφύγει.

-∆εν πάω πουθενά µ' αυτό το κουστούμι! ούρλιαζε θυμωμένα. Με ακούτε;

Προφανώς, υπήρχε λόγος για τις αντιρρήσεις του. Ακόμα και στα καλύτερα του, ο Όλαφ δεν είχε υπάρξει ποτέ καρδιοκατακτητής. Αλλά στην τωρινή του κατάσταση, έδειχνε σαν υβρίδιο φτιαγμένο από τον εφιάλτη που θα έβλεπε ένας ακανθοφόρος και την αντίληψη που θα είχε ο Πικάσο για έναν Πατριάρχη.

Φορούσε το παραδοσιακό κουστούμι του Άη Βασίλη. Τα ρούχα του ήταν τόσο κόκκινα, όσο μπορούσε να τα κάνει το κόκκινο τσιγαρόχαρτο που ήταν ραμμένο πάνω στη διαστημική στολή του. Η γούνινη ερμίνα του ήταν σαν ολόλευκο βαμβάκι. Η γενειάδα του, φτιαγμένη από άφθονο βαμβάκι κολλημένο σε βάση από λινό ύφασμα, κρεμόταν λάσκα από τα αυτιά του. Με όλα αυτά στο κορμί και τη μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο, ακόμα και οι πιο θαρραλέοι θα αναγκάζονταν να αποστρέψουν το βλέμμα τους από τέτοιο θέαμα. Ο Όλαφ δεν είχε δει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Αλλά, σύμφωνα με εκείνο που μπορούσε να δει και με εκείνο που του έλεγε το ένστικτό του, θα προτιμούσε να τον χτυπήσει ένας κεραυνός, παρά να κυκλοφορήσει έτσι. Με τα χίλια ζόρια, τον χώσανε στο έλκηθρο και μπήκαν μαζί του σε αυτό για να τον κρατήσουν εκεί. Ο Όλαφ έβγαλε μια πνιχτή φωνή.

-Άστε µε! Άστε µε κάτω κι ελάτε ένας-ένας, αν σας βαστάει! Άντε!

Προσπάθησε λίγο να παλέψει, να δείξει την τόλμη του. Αλλά τα πολλά χέρια πάνω του, δεν τον άφηναν να κουνήσει ούτε δάχτυλο.

-Έµπα µέσα, διέταξε ο Μπένσον.

-Άει στο διάολο!, φώναξε ο Όλαφ. ∆εν μπαίνω σε κανένα αυτοσχέδιο μαραφέτι για να αυτοκτονήσω μίαν ώρα αρχύτερα. Μπορείς να πάρεις το βρωµο - ιπτάμενο έλκηθρό σου και να...

-Άκου εδώ, τον έκοψε ο Μπένσον. Ο Πέλχαμ σε περιμένει στην άλλη μεριά. Θα σε γδάρει ζωντανό έτσι και δεν παρουσιαστείς σε μισή ώρα.

-Ο Πέλχαμ μπορεί να πάρει το έλκηθρο και να ...

-Σκέψου την δουλειά σου! Σκέψου τα εκατόν πενήντα την εβδομάδα. Σκέψου τα υπόλοιπα χρόνια σου χωρίς λεφτά. Σκέψου τη Χίλντα, στην γη, που δεν πρόκειται να σε παντρευτεί άμα είσαι άνεργος. Σκέψου τα όλα!

Ο Τζόνσον σκέφτηκε και μούγκρισε. Σκέφτηκε λίγο ακόμα, μπήκε στο έλκηθρο, έδεσε τον σάκο και άναψε τους απωθητήρες βαρύτητας. Με µια φριχτή βρισιά, άνοιξε τον οπίσθιο στρόβιλο.Το έλκηθρο τινάχτηκε μπροστά και εκείνος έφυγε προς τα πίσω, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή το να πεταχτεί έξω από αυτό. Κρατήθηκε από τα πλαϊνά του μέρη και εμπρός του οι γύρω λόφοι ανεβοκατέβαιναν σε κάθε σκαμπανέβασμα που έκανε το ετοιμόρροπο όχημα. Καθώς η ταχύτητα αυξανόταν, τα τραντάγματα γίνονταν όλο και πιο αισθητά. Ο Δίας μισοπρόβαλε στον ορίζοντα και το κίτρινο φως του φώτισε κάθε πτυχή του βραχώδους εδάφους, προς το οποίο φαινόταν να κατευθύνεται το έλκηθρο. Όταν ο γιγάντιος πλανήτης ξεπρόβαλε ολόκληρος, η κατάρα του ποτού -που εγκαταλείπει τον γανυµήδιο οργανισμό το ίδιο γρήγορα όσο τον κατακτά- άρχισε να εξαφανίζεται από τους ακανθοφόρους.

Ο τελευταίος ακανθοφόρος ήταν αυτός που συνήλθε πρώτος. Γεύτηκε το εσωτερικό του στόματος του, στράβωσε τα μούτρα του και ορκίστηκε να µην ακουμπήσει ξανά ποτό. Με νωθρό βλέμμα κοίταξε γύρω του. Τίποτα δεν του έκανε ζωηρή εντύπωση. Όμως, σιγά – σιγά, αντιλήφθηκε ότι αυτό που πατούσε, ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν το συνηθισμένο σταθερό έδαφος του Γανυμήδη. Αυτό το πράγμα κουνιόταν πέρα-δώθε, πράγμα τελείως ασυνήθιστο. Παρ' όλα αυτά, θα μπορούσε να έχει αποδώσει τούτη την αστάθειά στο πρόσφατο αλκοολικό όργιό του, αν δεν είχε φανεί τόσο απρόσεκτος ώστε να ρίξει μία ματιά πέρα από το κάγκελο στο οποίο ήταν δεμένος. Κανένας ακανθοφόρος δεν πέθανε ποτέ από καρδιακή ανεπάρκεια, τουλάχιστο σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα αρχεία, αλλά ετούτος εδώ, κοιτάζοντας προς τα κάτω, σχεδόν το έπαθε.

Η σπαραχτική του τσιρίδα, γεμάτη φρίκη και απελπισία, επανάφερε τους άλλους ακανθοφόρους στα συγκαλά τους, αν και µε πονοκέφαλο. Για λίγη ώρα, ακουγόταν μία ασυνάρτητη χάβρα από βραχνές κραυγές, καθώς τα ζώα πάσχιζαν να βγάλουν έξω από το κεφάλι τους τον πόνο και να χώσουν τα γεγονότα μέσα σε αυτό. Και οι δυο στόχοι  επιτεύχθηκαν και μια άτακτη φυγή πήγε να οργανωθεί. Βέβαια, δεν ήταν ακριβώς φυγή, καθώς οι ακανθοφόροι ήταν δεμένοι γερά. Αλλά, αν εξαιρέσει κανείς το ότι δεν πήγαν πουθενά, έκαναν όλες τις προβλεπόμενες κινήσεις. Και το έλκηθρο τρελάθηκε.

Ο Όλαφ άρπαξε τη γενειάδα του ένα δευτερόλεπτο πριν του φύγει από τα αυτιά.

-Έι!, ξεφώνισε.  Ήταν περίπου σαν να έλεγε «Σουτ! Ησυχία!» σε μια καταιγίδα.

Το έλκηθρο κουνιόταν πάνω-κάτω, τρανταζόταν και χόρευε ένα υστερικό τανγκό. Έκανε ξαφνικές εκρήξεις, σαν να ήθελε να τινάξει τα ξύλινα μυαλά του πάνω στον φλοιό του Γανυμήδη. Στο μεταξύ ο Όλαφ προσευχόταν, βλαστήμαγε έκλαιγε και με μία κίνηση άνοιξε όλους τους στροβίλους πεπιεσμένου αέρα. Ο Γανυμήδης στροβιλίστηκε και ο Δίας έγινε μια θολή εικόνα. Ίσως το θέαμα του ∆ία που «χόρευε», να έκανε τους ακανθοφόρους να σταθεροποιηθούν. Πιο πιθανό, βέβαια, ήταν πως είχαν πάψει να δίνουν δεκάρα για ό,τι συνέβαινε. Ό,τι και να ήταν πάντως, σταμάτησαν, έβγαλαν μεγαλόπρεπους αποχαιρετιστήριους λόγους ο ένας στον άλλον, εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους και περίμεναν τον θάνατο. Το έλκηθρο ισορρόπησε και ο Όλαφ ξαναβρήκε την ανάσα του, την οποία και έχασε αμέσως, όταν είδε ένα περίεργο θέαμα. Οι λόφοι και το σταθερό έδαφος ήταν πάνω από το κεφάλι του, ενώ ο μαύρος ουρανός και ο θεόρατος ∆ίας από κάτω του. Σε αυτό το σημείο, και αυτός συμφιλιώθηκε µε την αιωνιότητα και απλώς περίμενε το τέλος.

«Στρουθό» είναι η συντομογραφία του στρουθοκάμηλος και έτσι μοιάζουν οι ιθαγενείς Γανυµήδιοι, εκτός του ότι ο λαιμός τους είναι πιο κοντός, το κεφάλι τους μεγαλύτερο και τα φτερά τους που φαίνονται έτοιμα να πέσουν από τη ρίζα τους. Σε αυτά, προσθέστε ένα ζευγάρι κοκαλιάρικα πουπουλένια χέρια µε τρία κοντόχοντρα δάχτυλα το καθένα. Μπορούν να μιλήσουν αγγλικά, αλλά όταν τους ακούσεις, θα ευχόσουν να µην μπορούσαν.

Καμιά πενηνταριά από δαύτους, βρίσκονταν σε ένα χαμηλό οίκημα φτιαγμένο από κοκκινόξυλο που ήταν η αίθουσα συναντήσεων τους. Σε ένα βουναλάκι από βρωμιές που υπήρχε στο μπροστινό μέρος της αίθουσας -σκοτεινή από τους δύσοσμους καπνούς των αναμμένων δαυλών- καθόταν ο διευθυντής Σκοτ Πέλχαµ και πέντε από τους άντρες του. Μπροστά τους, πηγαινοερχόταν καμαρωτός ο πιο λέτσος από όλους τους Στρουθό, φουσκώνοντας το πελώριο στήθος του µε ρυθμικούς, δυνατούς ήχους.

Για μια στιγμή σταμάτησε και έδειξε προς μια ακανόνιστη τρύπα στο ταβάνι.

-Κοίτα, έκρωξε. Καμινέδα. Κάναμε. Έλθει Αγοβαθίλη.

Ο Πέλχαµ επιδοκίμασε γρυλίζοντας. Ο Στρουθό κακάρισε χαρούμενος. Έδειξε τις μικρές σακούλες από πλεγμένα χόρτα που κρέμονταν στους τοίχους.

-Κοίτα! Κάτσες. Αγοβαθίλη βάλει δώλα!

-Μάλιστα, είπε ο Πέλχαµ δίχως ενθουσιασμό. Καμινάδα και κάλτσες. Πολύ ωραία. Και µε την άκρη του στόματός του είπε στον Σιµ Πηρς, που καθόταν δίπλα του: «Άλλο ένα μισάωρο σε αυτό το αχούρι θα µε σκοτώσει. Πότε θα έρθει αυτός ο ηλίθιος;» Ο Πηρς κουνήθηκε νευρικά. --Ακούστε, είπε. Έχω κάνει μερικούς υπολογισμούς. Είμαστε εξασφαλισμένοι για όλα εκτός από τα φύλλα Karen, που εξακολουθούμε να έχουμε έλλειμμα τέσσερις τόνους. Αν καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε με αυτή την ανοησία μέσα στην επόμενη ώρα και ξεκινήσουμε την επόμενη βάρδια βάζοντας τους Στρουθό να δουλέψουν δυο-δυο, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Γέρνοντας πίσω, επανέλαβε, ναι νομίζω πως μπορούμε να τα καταφέρουμε.

-Τσίμα-τσίμα, αποκρίθηκε ο Πέλχαµ απαισιόδοξα. Δηλαδή, αν καταφτάσει ο Τζόνσον, χωρίς να κάνει πάλι καμία γκάφα.

Ο Στρουθό μίλησε πάλι, καθώς στους Στρουθό αρέσει το κουβεντολόι. «Κάθε χλόνο έλθει Χλισούγεννα. Χλισούγεννα ωλαία. Όλοι φίλοι. Στλουθό αλέσει Χλισούγεννα, Εσένα αλέσει Χλισούγεννα;»

-Ναιαι, πολύ, γρύλισε ευγενικά ο Πέλχαµ. Ειρήνη στο Γανυμήδη, ας είναι καλά όλοι, ιδιαίτερα ο Τζόνσον. Αλήθεια, που στο διάβολο είναι αυτός ο ηλίθιος;

Και ενώ ο διευθυντής καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, ο Στρουθό χοροπήδησε με κάπως πιο ανάλαφρο τρόπο, προσθέτοντας στην -τρόπον τινά- χορογραφία του και κάποια αδέξια χορευτικά βήματα. Πλέον οι γροθιές του Πέλχαµ άρχισαν να κάνουν κινήσεις στραγγαλισμού. Αυτό που τον συγκράτησε από το να διαπράξει Στρουθό -µακελειό, ήταν ένα δυνατό κρώξιμο που ήρθε από την τρύπα στον τοίχο, η οποία σύστηνε τον εαυτό της ως «παράθυρο». Οι Στρουθό όρμησαν προς τα εκεί ενώ και οι Γήινοι πάλευαν μεταξύ τους για το ποιος θα δει πρώτος προς τα έξω. Κόντρα στην απέραντη κιτρινίλα του ∆ία διαγραφόταν ένα ιπτάμενο έλκηθρο µε τους ταράνδους του. Φαινόταν μικροσκοπικό ακόμα, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία περί τίνος επρόκειτο. Ο Άγιος Βασίλης ερχόταν. Μόνο ένα λάθος υπήρχε στην εικόνα. Το έλκηθρο, οι τάρανδοι και όλα τα σχετικά, ενώ έτρεχαν µε τρομακτική ταχύτητα, πετούσαν ανάποδα.  Οι Στρουθό έκρωξαν με κακόφωνες τσιρίδες. «Αγοβαθίλη! Αγοβαθίλη! Αγοβαθίλη!» Τσακίστηκαν να βγουν από το παράθυρο, μοιάζοντας με ένα τσούρμο ζωντανεμένα, σχιζοφρενή ξεσκονόπανα. Ο Πέλχαµ και οι άντρες του βγήκαν από το πορτάκι.

Το έλκηθρο πλησίαζε, το μέγεθος του μεγάλωνε, μπατάροντας από τη μια πλευρά στην άλλη και τρέμοντας σαν ξεχαρβαλωμένος σφόνδυλος. Ο Όλαφ Τζόνσον ήταν µια μικροσκοπική φιγούρα που κρατιόταν απεγνωσμένα και µε τα δυο του χέρια από τα πλαϊνά του έλκηθρου Ο Πέλχαµ ούρλιαζε ασυνάρτητα και πνιγόταν λόγω της αραιής ατμόσφαιρας κάθε φορά που ξεχνούσε να αναπνεύσει από τη μύτη. Όμως σταμάτησε και κοίταξε με τρόμο. Το έλκηθρο, σε φυσικό μέγεθος πια, βυθιζόταν προς τα κάτω. Και βέλος να ήταν που το είχε ρίξει ο Γουλιέλμος Τέλος, δεν θα σημάδευε τον Πέλχαµ ανάμεσα στα µάτια, µε μεγαλύτερη ακρίβεια.

-Όλοι κάτω! τσίριξε, και έπεσε στο έδαφος.

Από το πέρασμα του ελκήθρου, ο αέρας τον φύσηξε στο πρόσωπο. Για μια στιγμή, ακούστηκε συγκεχυμένα η τσιριχτή φωνή του Όλαφ. Ο πεπιεσμένος αέρας ξεπετιόταν, αφήνοντας πίσω του συμπυκνωμένους υδρατμούς. Ο Πέλχαµ κείτονταν πάνω στην παγωμένη επιφάνεια ριγώντας. Με τα γόνατα του να τρέμουν λες και ήταν Χαβανέζα χορεύτρια, σηκώθηκε αργά. Οι Στρουθό που είχαν σκορπίσει τριγύρω, είχαν ξανασυγκεντρωθεί.

Μακριά στον ορίζοντα, το έλκηθρο έστριβε για να επιστρέψει. Ο Πέλχαµ το είδε να ταλαντεύεται, να στρέφεται προς τον Θόλο, να γέρνει μονόπαντα και αναπτύσσει ταχύτητα.Μέσα σε αυτό, ο Όλαφ δούλευε σαν δαιμονισμένος. Με τα σκέλια ανοιχτά και στυλωμένα, έριχνε όλο του το βάρος προς τη μια μεριά. Ιδρώνοντας και βλαστημώντας, βάζοντας όλα του τα δυνατά να µην κοιτάξει «κάτω» προς το ∆ία, ωθούσε το έλκηθρο να κάνει ολοένα και πιο ανεξέλεγκτες στροφές. Τώρα αυτό παράπαιε σε γωνιά 180 μοιρών και εκείνος ένιωσε το στομάχι του να διαμαρτύρεται έντονα. Κρατώντας την ανάσα του, στηρίχτηκε στο δεξί του πόδι κι αισθάνθηκε το έλκηθρο να γέρνει ακόμα περισσότερο. Στο ζενίθ αυτής της στροφής, απενεργοποίησε τους απωθητήρες βαρύτητας και, µε την μικρή βαρύτητα του Γανυμήδη, το έλκηθρο άρχισε να πέφτει, ενώ, αφού είχε το μεγαλύτερο βάρος στο κάτω μέρος του, ήρθε και ίσιωσε. Όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν ανακούφισε τον Πέλχαµ, που βρέθηκε για άλλη μια φορά ακριβώς στη τροχιά του έλκηθρου.

-Κάτω! ούρλιαξε και ξανάπεσε στο έδαφος.

Το έλκηθρο έσκισε τον αέρα πάνω από το κεφάλι τους, χτύπησε πάνω σε έναν πελώριο βράχο, τινάχτηκε γύρω στα επτά μέτρα ψηλά και έσκασε στο έδαφος. Ο Όλαφ πετάχτηκε έξω από τα κάγκελα. Ο Άγιος Βασίλης είχε φτάσει. Με κοφτή ανάσα, ο Όλαφ έριξε τον σάκο στον ώμο του, τακτοποίησε τη γενειάδα του και χάιδεψε στο κεφάλι έναν από τους ακανθοφόρους, που υπόφεραν σιωπηλά. Ο θάνατος μπορεί να ερχόταν -και εδώ που τα λέμε, ο Όλαφ τον περίμενε πώς και πώς- αλλά λογάριαζε να πεθάνει όρθιος, με αξιοπρέπεια, σαν ένας Τζόνσον.

Μέσα στο χαμόσπιτο, όπου είχαν ξαναμαζευτεί σαν τα τσαμπιά οι Στρουθό, ένας υπόκωφος κρότος ανάγγειλε την άφιξη του σάκου με τα δώρα στη σκέπη, και ένας γδούπος την άφιξη του ίδιου του Αγίου. Ένα απαίσιο πρόσωπο ξεπρόβαλε μέσα από την πρόχειρη τρύπα στο ταβάνι. «Καλά Χριστούγεννα!» έκρωξε και κουτρουβαλιάστηκε κάτω. Ο Όλαφ, ως συνήθως, προσγειώθηκε πάνω στις μπουκάλες οξυγόνου και χτύπησε στο γνωστό σημείο. Οι Στρουθό χοροπήδαγαν σαν λαστιχένιες μπάλες, από τη λαχτάρα.


Ο Όλαφ, κουτσαίνοντας άσχημα, πλησίασε την πρώτη κάλτσα και έχωσε μέσα μια πολύχρωμη και φανταχτερή µπάλα που πήρε από τη σακούλα του, μια από τις πολλές µπάλες που αρχικά προορίζονταν για στολίδια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μία-µία τις έβαλε όλες μέσα στις κρεμασμένες κάλτσες. Μόλις τελείωσε, κάθισε ξεθεωμένος στο πάτωμα, παρακολουθώντας ό,τι ακολούθησε µε θολό και καχύποπτο ύφος. Η ευθυμία και τα ξεκαρδιστικά αστεία, που η παράδοση τα θεωρεί χαρακτηριστικά του Άη Βασίλη, απουσίαζαν ολότελα από τούτον εδώ.

Οι Στρουθό έφτιαξαν κάπως την ατμόσφαιρα, µε την άγρια έκστασή τους. Μέχρι να τοποθετήσει ο Όλαφ και την τελευταία µπάλα, είχαν κρατηθεί σιωπηλοί στις θέσεις τους. Αλλά όταν τελείωσε, γέμισε ο τόπος από τις φάλτσες στριγκλιές τους. Σε κλάσμα δευτερολέπτου, σε κάθε χέρι του ο Στρουθό κρατούσε και από µία µπάλα.  Κουβέντιαζαν ξέφρενα αναμεταξύ τους, κρατώντας τις µπάλες προσεχτικά κοντά στο στήθος τους. Μετά σύγκριναν την µία µε την άλλη και μαζεύονταν σε παρέες για να περιεργαστούν τις πιο καλές. Ο πιο λέτσος από τους Στρουθό πλησίασε τον Πέλχαµ και τον τράβηξε από το µανίκι.

-Αγοβαθίλη καλό. Κοίτα, αφήνει αυγά! Κοίταξε ευλαβικά την µπάλα του και είπε. Πιο ωλαία από Στρουθό αυγά. Είναι Αγοβαθίληκα αυγά, ε;

Το κοκκαλιάρικο δάκτυλο του χώθηκε στο στομάχι του Πέλχαµ.

-Όχι! ούρλιαξε θυμωμένος ο Πέλχαµ. Που να πάρει ο διάβολος, όχι!

Αλλά ο Στρουθό δεν άκουγε. Έβαλε την µπάλα ακόμα πιο μέσα στα ζεστά φτερά του και είπε:

-Ωλαία χλώµατα. Πόσο θέλει µικλό Αγοβαθίλη βγει έξω; Και τι τλώει µικλό Αγοβαθίλη; Εμείς φλοντίσουµε καλά. Κάνουμε έξυπνο µικλό Αγοβαθίλη, μάθουμε πλάµατα, έχει μυαλό σαν Στρουθό.

Ο Πηρς άρπαξε το χέρι του Πέλχαµ.

-Μην τσακώνεστε µαζί τους! ψιθύρισε έξαλλος. Τι σας νοιάζει αν νομίζουν πως είναι αυγά του Άη Βασίλη; Αν δουλέψουμε σαν μανιακοί, θα τα βγάλουμε πέρα µε τις ποσότητες. Ας ξεκινήσουμε. Πάμε!

-Σωστά» παραδέχτηκε ο Πέλχαµ. Στράφηκε στον Στρουθό και είπε δυνατά. Πες σε όλους να ξεκινήσουν. Δουλειά τώρα. Καταλάβατε; Πάμε! Πάμε! Πάμε! Εμπρός! Και τους παρότρυνε µε τα χέρια του. Αλλά ο βρωμιάρης Στρουθό δεν κουνήθηκε από τη θέση του.

-Εμείς δουλέψουμε είπε αργά, αλλά Τζόνσον λέει Χλισούγεννα έχεται κάθε χλόνο.

-∆εν σας φτάνουν τα Χριστούγεννα μια φορά; ρώτησε με βραχνή φωνή ο Πέλχαµ.

-Όχι! κόαξε ο Στρουθό. Θέλουμε Αγοβαθίλη άλλο χλόνο. Πιο πολλά αυγά. Και άλλο χλόνο, κι άλλα αυγά. Και άλλο χλόνο. Και άλλο. Και άλλο. Και άλλα µικλά αυγά Αγοβαθίλη. Αν δεν έλθει Αγοβαθίλη, εμείς όχι ντουλειά.

-Θέλει πολύ καιρό ακόμα, είπε ο Πέλχαµ. Θα τα ξαναπούμε. Μέχρι τότε ή θα έχω τρελαθεί τελείως ή εσείς θα τα έχετε ξεχάσει όλα.

Ο Πηρς άνοιξε το στόμα του, το έκλεισε, το ξανάνοιξε, το  ξαναέκλεισε, το άνοιξε τρίτη φορά και τελικά κατάφερε να μιλήσει.

-Κύριε διευθυντή, θέλουν να έρχεται κάθε χρόνο.

-Το ξέρω. Αλλά ούτε που θα το θυμούνται την άλλη χρονιά.

-Μα δεν καταλάβατε. Γι' αυτούς ένας χρόνος είναι μια περιστροφή του Γανυμήδη γύρω από τον ∆ία. Στο χρόνο της Γης, σημαίνει επτά ημέρες και τρεις ώρες. Θέλουν να τους έρχεται ο Άγιος Βασίλης κάθε εβδομάδα.

-Κάθε εβδομάδα! ξεροκατάπιε ο Πέλχαµ. Ο Τζόνσον τους είπε...

Για μια στιγμή όλα αναποδογύρισαν αστράφτοντας μπροστά στα µάτια του. Ένιωσε να πνίγεται και αυτόματα τα µάτια του γύρεψαν τον Όλαφ. Ο Όλαφ πάγωσε μέχρι το μεδούλι. Σηκώθηκε φοβισμένος και περπάτησε τοίχο-τοίχο προς την πόρτα. Εκεί κοντοστάθηκε, σαν να τον χτύπησε μια ξαφνική ανάμνηση. Με τη γενειάδα να κρέμεται έκρωξε:

-Καλά Χριστούγεννα σε όλους! Καλή σας νύχτα!

Έφυγε τρέχοντας προς το έλκηθρο σαν να τον κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της Κόλασης.

Οι δαίμονες δεν τον κυνηγούσαν, αλλά ο Διευθυντής Σκοτ Πέλχαµ οπωσδήποτε. 


Σχόλια

 Ο/Η The glory that was είπε...

Έχετε μήπως διαβάσει τη συλλογή διηγημάτων "οι ονειροτοποι της γης" του Γιώργου Μπαλάνου που πρωτοεκδόθηκε το 1979;Εκεί να δείτε την παροιμιώδη αιχμηρή σάτιρα του πρωτοπόρου,όσον αφορά τη χώρα μας,στο λογοτεχνικό είδος της scifi.Προβλεψεις εμβολιων mrna και..."τηλεοράσεων χειρός" μεταξύ άλλων...
Στα του οίκου σας τώρα,εξαιρετικη η έκδοση σας βιβλίο σας
με τον Μπραν Μακ Μορν του Ρ.Ε.Χαουαρντ.Αναμενουμε συνέχεια,καλή επιτυχία σε κάθε σας προσπάθεια.
Καλά Χριστούγεννα,με υγεία.

Παρασκευή, 22 Δεκεμβρίου, 2023

ΑνώνυμοςΟ Σταμάτης είπε...

Όχι εγώ δεν την έχω διαβάσει. Τα υπόλοιπα παιδιά ας απαντήσουν αν έχουν διαβάσει τα συγκεκριμένα κείμενα. Το σίγουρο είναι ότι μου έδωσες κίνητρο να την ψάξω.

Ευχαριστούμε για τον Ρόμπερτ Χάουαρντ. Προς το παρόν επανήλθαμε με Γεητς. Το Μυστικό Ρόδο. Κι αυτό πολύ καλό είναι. Διηγήματα φαντασίας εξαιρετικής λογοτεχνικής ποιότητας.

Ευχές και από εμένα. Καλά Χριστούγεννα με υγεία και ό,τι καλό.

Παρασκευή, 22 Δεκεμβρίου, 2023

 
ΑνώνυμοςΟ/Η Ανώνυμος είπε...

Αν και δεν είμαι και ο μεγαλύτερος λάτρης της επιστημονικής φαντασίας ( σε αντίθεση λατρεύω την λογοτεχνία του φανταστικού) μου άρεσε αρκετά το συγκεκριμένο διήγημα.
Να είστε πάντα καλά παιδιά για την αξιόλογη προσπάθεια προσπάθεια που κάνετε . Με τις καλύτερες ευχές για Χαρούμενα Χριστούγεννα σε όλη την συντακτική ομάδα της ΦΛΕΦΑΛΟ. Υγιεία και ευτυχία και σε εσάς και στις οικογένειές σας.
C.Φ.
ΥΓ Τις ευχές μου και στον Μπαντριαρχη του "ελληνικού εθνικισμού" για τον γάμο του. Βίον ανθοσπαρτο και καλούς απογόνους!😜

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου, 2023

 
Ο Σταμάτης είπε...

Καλά Χριστούγεννα συναγωνιστή. Υγεία και ό,τι καλύτερο για εσένα και όσους αγαπάς.

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου, 2023

 
Ο Ρεμπούτζουλος είπε...

Καλά Χριστούγεννα και από εμένα.

Αναφορικά με το υστερόγραφο του C.Φ. εγώ προσθέτω ότι έφτασε πια ο καιρός να γίνει πράξη το αποτέλεσμα του περσινού δημοψηφίσματος που είχε πραγματοποιηθεί σε αυτό το ιστολόγιο. Οι αναγνώστες του "χώρου" απαιτούν να αρχίσει η αρθρογραφία του "Πατριάρχη" στις στήλες του παρόντος ιστολογίου.

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου, 2023

 
ΑνώνυμοςΟ Earendil είπε...

Ένα ωραίο διήγημα γεμάτο χιούμορ και επίκαιρα μηνύματα. Καλά Χριστούγεννα σε όλους με υγεία, ευτυχία και δύναμη για το έτος που έρχεται!

Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου, 2023

 
ΑνώνυμοςΟ Αχιλλέας είπε...

Καλημέρα Βασίλη και χρόνια πολλά! Πολύ ωραία μετάφραση. Ένα από τα ωραιότερα στοιχεία της ιστορίας είναι η τρομάρα και το άγχος του κ. Πέλχαμ για… ευνόητους λόγους. Αλλά πέρα από την πλάκα, η παιδικότητα των Στρουθ είναι αναζωογονητική και συγκινητική, η απλοϊκότητα της σκέψης τους, τους σώζει από την καθημερινή φθορά. Μάλλον είναι οι πιο αξιοζήλευτοι της όλης ιστορίας! Χα χα!!!

ΥΓ 1. Καλά Χριστούγεννα Σλάβκο! Αυτός ο χώρος έχει δει πολλά και θα δει ακόμη περισσότερα. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.

ΥΓ 2. Eärendil! nai lye hiruva airea amanar!

Τετάρτη, 27 Δεκεμβρίου, 2023

 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

«H αλήθεια του Αφέντη», παρατηρεί σκοτεινά ο Χέγκελ, «είναι ο Δούλος· ενώ η αλήθεια του Δούλου, από την άλλη, είναι ο Αφέντης.» Αλλά υπάρχει και μια δεύτερη εν εξελίξει ανατροπή: γιατί ο δούλος εξαναγκάζεται στην εργασία για χάρη του αφέντη, ώστε να του προσφέρει όλα τα υλικά αγαθά που αρμόζουν στην ανωτερότητά του. Όμως αυτό σημαίνει πως στο τέλος της υπόθεσης, μόνον ο δούλος γνωρίζει τι είναι η πραγματικότητα και η αντίσταση της ύλης· μόνον ο δούλος μπορεί να φτάσει σε μια πραγματική υλιστική συνείδηση της κατάστασής του, αφού αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι αυτό στο οποίο είναι καταδικασμένος. Ο Αφέντης, από την άλλη, καταδικάζεται σε ιδεαλισμό—στην πολυτέλεια μιας χωρίς βάση ελευθερίας στην οποία οποιαδήποτε συναίσθηση της απτής του κατάστασης τού διαφεύγει σαν όνειρο, σαν μια λέξη που έχει στην άκρη της γλώσσας αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί, μια επίμονη αμφιβολία που ο συγχυσμένος νους αδυνατεί να διατυπώσει.

Μου φαίνεται πως εμείς οι Αμερικανοί, εμείς οι αφέντες του κόσμου, βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Η θέα από την κορυφή σε παραλύει επιστημολογικά. Αναγάγει τα υποκείμενά της στις ψευδαισθήσεις μιας σειράς από κατακερματισμένες υποκειμενικότητες, στη φτώχεια της ατομικής εμπειρίας απομονωμένων μονάδων, σε θνήσκοντα ατομικά σώματα που δεν έχουν ούτε συλλογικό παρελθόν ούτε συλλογικό μέλλον και που δεν έχουν καμία δυνατότητα να συλλάβουν την κοινωνική ολότητα. Αυτή η χωρίς βάση ατομικότητα, αυτός ο δομικός ιδεαλισμός […] καταδικάζει την κουλτούρα μας στον ψυχολογισμό και στις «προβολές» της ιδιωτικότητας του υποκειμένου. Όλα αυτά απαγορεύονται στην κουλτούρα του τρίτου κόσμου, που είναι αναγκασμένη να είναι απτά τοποθετημένη και υλιστική, είτε το θέλει είτε όχι.

Fredric Jameson, "Η λογοτεχνία του τρίτου κόσμου στην εποχή του πολυεθνικού καπιταλισμού", 1986.

Με λίγα λόγια ο Αφέντης απολαμβάνει μία “ελευθερία” απ' την οποία απουσιάζει, έχει χαθεί, κάθε ίχνος αναγκαιότητας σε αντίθεση με το Δούλο που τελικά, κάποια στιγμή, θα συνειδητοποιήσει την ανάγκη που θα τον απελευθερώσει.

Το παραπάνω ήταν, ας πούμε, μια κάποια απάντηση σε αυτούς που, από την αφ' υψηλού καθέδρα της δυτικής "ελευθερίας" τους, βλέπουν (και κατακρείνουν) τον Παλαιστινιακό αγώνα ως "θρησκευτικό πόλεμο" και όχι ως αυτό που αντικειμενικά είναι: αγώνας για την κατάκτηση της απτής ελευθερίας του λαού της Παλαιστίνης. Ο Χάντινγκτον, ξέρετε, δεν έπεσε από τον ουρανό: τον γέννησε η επιστημολογική παράλυση του δυτικού κόσμου στον αιώνα της μεταστροφής του σε Αφέντη.

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου, 2023

 
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Καλά Χριστούγεννα!!

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου, 2023