Κάποτε, το να μιλούσε κανείς για τη συνειδητή πρόκληση πυρκαγιών από εμπρηστές -και μάλιστα όχι από απλούς επίδοξους καταπατητές γης, αλλά από πράκτορες εγχώριων ή ξένων μυστικών υπηρεσιών-, ήταν αρκετό προκειμένου να καταταγεί από τους συνομιλητές του στην κατηγορία των συνωμοσιολόγων.
Από την εποχή της κυβέρνησης του Καραμανλή (του 2ου!!) και την πανθομολογούμενη ανάμιξη πρακτόρων (υπό τις ευλογίες της πρεσβείας των Η.Π.Α) στις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 προκειμένου να εκβιαστεί η εν λόγω κυβέρνηση να διακόψει τις σχέσεις της με την Ρωσία, αποδείχτηκε ότι κάποιες από τις ερμηνείες που παλαιότερα θεωρούνταν θεωρίες συνωμοσίας φάνηκαν τελικά αληθινές.
Σήμερα, ακούμε τον πρωθυπουργό να μιλά ανοιχτά για «παράξενα φαινόμενα», για «ασύμμετρες απειλές» και για «ανεξήγητα πολλά μέτωπα» των καταστροφικών πυρκαγιών της Αττικής. Τον βλέπουμε, ακόμη, να καλεί τον επικεφαλής της ΕΥΠ στις συνεδριάσεις για την αντιμετώπιση και τη διερεύνηση του ζητήματος των πυρκαγιών. Σήμερα, δηλαδή, η συνωμοσία πίσω από τέτοια γεγονότα τείνει να θεωρηθεί αυτονόητη.
Ασφαλώς υπάρχουν μεγάλοι και αλλά και τοπικοί γεωπολιτικοί παίχτες που θα είχαν συμφέρον να προκαλέσουν αυτή την καταστροφή, προκειμένου να στείλουν τα μηνύματά τους σε έναν ακόμη απαράδεκτο και υποχωρητικό Έλληνα πρωθυπουργό. Ωστόσο, επειδή προς το παρόν δεν έχουμε τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο οριστικό συμπέρασμα, θα αρκεστούμε να θυμίσουμε κάτι που είχαμε γράψει και στο παρελθόν.
Ένας από τους πλέον επικίνδυνους αντιπάλους για τους χαφιέδες των μυστικών υπηρεσιών που δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια καταστροφική πυρκαγιά κι ένας από τους σημαντικότερους φύλακες των ελληνικών δασών, ήταν το σώμα της Ελληνικής Αγροφυλακής. Ας θυμηθούμε ποιος ήταν ο πολιτικός αλιτήριος που αποφάσισε την διάλυσή του. Μα, βέβαια, ο Κώστας Σημίτης! Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι δεν ήταν τυχαίο πως οι μεγάλες πυρκαγιές στην Αττική ξέσπασαν αμέσως μετά από εκείνη την απόφαση.
Για τον κάθε Τσίπρα, λοιπόν, που με υποκριτική θλίψη και με τον φόβο να του κόβει τα γόνατα τολμά να ψελλίζει δυο υπονοούμενα για τον ρόλο των πρακτόρων, οι οποίοι καίγοντας τα δάση πιέζουν τις κυβερνήσεις για λογαριασμό ξένων χωρών ή αφανών επιχειρηματικών συμφερόντων, ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι ασφαλώς η ανασύσταση του σώματος της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με την παλιά ή με νεώτερη μορφή (ασφαλώς εμείς θα προτιμούσαμε μια σοβαρή, νέα και παραδοσιοκρατική εκδοχή του σώματος), πρέπει να επιστρέψουν στις θέσεις δράσης τους οι φύλακες των ελληνικών αγρών και δασών.
Οι παλαιότεροι ας θυμηθούμε και οι νεότεροι ας μάθουν κάτι για τους παλιούς αγροφύλακες μέσα από την ταινία «Η Εαρινή Σύναξις Των Αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη
Οι «The Rods» σχηματίστηκαν το 1979 στη Νέα Υόρκη από τον David "Rock" Feinstein στην κιθάρα και τα φωνητικά, τον Steven Starmer στο μπάσο και τον Carl Canedy στα τύμπανα. Ο David ήταν η πιο παλιά καραβάνα, όντας στο χώρο από το 1967 στη μπάντα «Elf» του μεγάλου Ronnie James Dio (του οποίου ήταν ξάδελφος), απ’ όπου αποχώρησε το 1973 μετά την κυκλοφορία του πρώτου ομώνυμου δίσκου τους στον οποίο έπαιξε κιθάρα.
Πριν τους «The Rods», ο David είχε φτιάξει μπάντα με το όνομα David Feinstein's Thunder στο οποίο συμμετείχε ο Carl Canedy στα τύμπανα και ο τεράστιος Joey DeMaio, πριν αποχωρήσει για να σχηματίσει τους μυθικούς Manowar. O Steven Starmer τον αντικατέστησε, και το νέο power trio μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα αυτοχρηματοδοτούμενο άλμπουμ, αφού δεν αρεσκόταν στην ιδέα του «γράφω demo και περιφέρομαι στις δισκογραφικές εταιρείες». Το Rock Hard τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα και κυκλοφόρησε το 1980.
Το άλμπουμ κίνησε την περιέργεια της εταιρείας Arista Records, η οποία τους προσέφερε συμβόλαιο και ανέλαβε να επανακυκλοφορήσει το δίσκο. Μια εισαγωγή -τρόπον τινά- σε αυτόν, υπήρξε η κυκλοφορία του ΕΡ Full Throttle που περιελάμβανε τρία τραγούδια από το Rock Hardκι ένα καινούργιο. Το ΕΡ αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του μπασίστα, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Garry Bordonaro, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την σύνθεση με την οποία θα πορεύονταν οι The Rods προς την ακμή και τη διάλυσή τους. Μέσα στο 1981 ήρθε στην κυκλοφορία το άλμπουμ με τίτλο The Rods, το οποίο περιείχε επανηχογραφημένα τα 9 από τα 12 τραγούδια του αρχικού LP, συν το καινούργιο του ΕΡ.
The Rods – 1981
Είναι μια εποχή που έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία το punk-rock των Ramones και, ασφαλώς, οι εταιρείες που έχουν σκοπό μόνο το κέρδος, προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Το εξώφυλλο έχει το ίδιο concept με αυτό των LP Ramones και Rocket to Russia. Νεαροί μακρυμάλληδες ντυμένοι με denim and leather να ποζάρουν έμπροσθεν ενός μισοκατεστραμμένου τοίχου. Τουλάχιστον δεν είχε «μοϊκάνες και παραμάνες». Ο δίσκος μας συστήνει ένα συγκρότημα στο οποίο είναι παραπάνω από εμφανείς οι επιρροές από τα supergroup του hard rock. Υπάρχουν δύο κομμάτια blues rock, τα Hungry for your love και Woman (με αυτό να είναι μπαλάντα), πέντε hard/boogie rock στο στυλ των Kiss, Aerosmith, ίσως και AC/DC με Bon Scott, τα Music man (με riff που θυμίζει το λατρεμένο man on the silver mountain των Rainbow), Get ready to rock ‘n’ roll, Ace in the hole (διασκευή από τον Robert Fleischman), Rock hard, Roll with the night, και τρεις proto-speed metal δυναμίτες, τα Power lover (που σε σημεία θυμίζει το Highway star των Deep Purple), Nothing going on in the city (φέρνει στο νου το Neon Knights των Black Sabbath, αν και είναι διασκευή από τους Ολλανδούς White Honey) και Crank it up.
Σίγουρα δεν ήταν το ντεμπούτο που έμεινε στην ιστορία, αλλά η ενέργεια που βγάζει (έγινε αντιληπτή στις συναυλίες), τα υπέροχα κιθαριστικά μέρη του βετεράνου βιρτουόζου Feinstein, αλλά και το όλο attitude που δίνει ο συνδυασμός εικόνας/ήχου/στίχων (γυναίκες, ποτά, rock ‘n’ roll), αποτελούν το εκρηκτικό κοκτέιλ βρώμικου και πεζοδρομιακού rock που τόσο αγαπάμε. Ωστόσο, η αναμενόμενη επιτυχία δεν έγινε στις ΗΠΑ αλλά στην Ευρώπη, και κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ευρωπαίοι ροκάδες/πρωτο-μεταλλάδες μαθημένοι στον ήχο του σκληρού ροκ και αρνούμενοι να παραδοθούν στη λαίλαπα της ντισκομπάλας, έδωσαν την ευκαιρία στην Arista Records να στείλει το γκρουπ ως support στην περιοδεία των Iron Maiden για την προώθηση του The number of the beast, αλλά και να παρατείνει την παραμονή του εκεί για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ.
We'll have the best damn party in town / Drink alot of booze and messin' around
So c'mon get ready to yell / We're gonna turn it up louder than hell
Wild Dogs - 1982
Με τα Άγρια Σκυλιά και μια έκδοση του τρικέφαλου αρχαιοελληνικού Κέρβερου στο εξώφυλλο, οι The Rods έδωσαν τον οβολόν τους για την ενίσχυση του heavy metal στο μακρινό 1982. Η παραγωγή του δίσκου είναι σαφώς καλύτερη και το συγκρότημα φαίνεται να βρίσκει το δρόμο του αφήνοντας πίσω του τις εμφανείς επιρροές. Οι μεταλλικοί ύμνοι συνεχίζονται με τα Waiting for Tomorrow (με riff που φέρνει στο μυαλό τοI don’t Know του Ozzy), Wild Dogs, No Sweet Talk και Honey να εξασκούν το σβέρκο με headbanging. Μια μικρή ξεκούραση έρχεται με τα mid tempo Violation και End of the Line, και ξανά όρθιοι με το hard rock Too hot to stop, το Burned by Love (που φέρνει σε ξεσηκωτικό hair metal του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80), το The Night Lives to Rock που ακολουθεί τα χνάρια των πρώτων δίσκων των Twisted Sister και Motley Crue και το Rockin' and Rollin' Again με το r’n’r riff. To LP ολοκληρώνεται με μια εξαιρετική διασκευή στο τραγούδι You Keep Me Hangin' On των Supremes (αν κι εμείς οι 40+, το θυμόμαστε μέσω μίας εκ των πιο σέξι κυριών της απέναντι πλευράς, πίσω στα 80ς).
Το παίξιμο της κιθάρας και τα φωνητικά βρίσκονται στα υψηλά επίπεδα που αρμόζουν στην περίσταση, ενώ το rhythm section αποτελεί το ισχυρό θεμέλιο του οικοδομήματος. Οι στίχοι παραμένουν στην διονυσιακή πλευρά, συνεχίζοντας να υμνούν την αντρική απόλαυση των γυναικών και την διασκέδαση. Κορυφαίαστιχουργικήστιγμή: I didn't know she was only seventeen ...
Δεν μπορούσε να φανταστεί …ποιητής, πως η κοπελιά που τον συνόδευσε ήταν μόνο 17 ετών. Ας δείξουμε κατανόηση. Είναι μια κυκλοφορία που δικαίως έφερε περισσότερους Ευρωπαίους φίλους στις τάξεις των «The Rods», αλλά δεν συγκίνησε ιδιαίτερα τους συμπατριώτες τους. Ως αποτέλεσμα, η δισκογραφική έλυσε το συμβόλαιό τους.
In The Raw - 1983
Ευτυχώς για το γκρουπ, η μικρότερη εταιρεία Shrapnel Records, τους προσέφερε συμβόλαιο, κι έτσι η περιπέτεια στην ανεξερεύνητη χώρα του heavy metal συνεχίστηκε. Τον Μάρτιο του 1983 το In the raw πήρε τη θέση του στα ράφια των δισκοπωλείων. «Ωμό», όνομα και πράγμα, αφού ουσιαστικά είναι οι demo ηχογραφήσεις των κομματιών, που ολοκληρώθηκαν σε διάστημα 48 ωρών. Αυτό δεν είναι καθόλου αρνητικό για το power trio αφού είναι μια συναυλιακή μπάντα και η live αίσθηση του δίσκου προστίθεται στα θετικά.
Συνολικά, αυτό το άλμπουμ είναι ό,τι πιο heavy metal είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Δεν υπάρχει κάποιο blues rock τραγούδι ή μπαλάντα, παρά μόνο 4 hard rock πινελιές. Οι δύο πιο αξιοσημείωτες είναι το Witches Brew σε μουσικό και στιχουργικό ύφος παρόμοιο με των Black Sabbath της πρώτης περιόδου και το Another night on the town με riff πανομοιότυπο με το Man on the silver mountain. Ξεδιάντροπη κλεψιά για κάποιους, φόρος τιμής στον άντρα με τα μαύρα που έμαθε στον κόσμο κιθάρα, για κάποιους άλλους. Το Go for broke βαδίζει σε πιο hair metal μονοπάτι, ενώ το Hot city ξεκινάει ως mid tempo για να καταλήξει speed-αριστό στο στυλ των Motorhead ή των Raven. Σε αυτό το στυλ, οι «The Rods» έχουν ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά τους και συνεχίζουν εδώ με τους δυναμίτες Hurricane και Hot love. Ο δίσκος ολοκληρώνεται με τα Street fighter και Hold on for your life που αποτελούν κλασικά δείγματα του heavy metal ήχου, που επικρατούσε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80. Στιχουργικά, δεν αλλάζει κάτι. Η πεζοδρομιακή ζωή κυριαρχεί με την εξαίρεση του «σκοτεινού» Witches Brew, ενώ η απόδοση των μουσικών παραμένει πολύ καλή. Δυστυχώς, η εταιρεία δεν είχε την εμπειρία ή τη δυνατότητα να στηρίξει το γκρουπ επικοινωνιακά, κι έτσι βρέθηκαν για μια ακόμη φορά σε αναζήτηση δισκογραφικής.
Let Them Eat Metal - 1984
Η δισκογραφική εταιρεία Combat, με εξειδίκευση στο ανερχόμενο τότε thrash metal, ήταν ο επόμενος σταθμός. Η πρώτη κυκλοφορία τους μαζί της ήταν ένα live τον Δεκέμβριο του 1983, το οποίο πέρασε απαρατήρητο ακόμα κι από τους ίδιους τους οπαδούς. Η αλήθεια είναι πως, με την εξαίρεση το Hurricane, δεν κατάφερα να εντοπίσω από πού προέρχονται τα τραγούδια. Πιθανόν να είναι δικά τους ακυκλοφόρητα, πιθανόν να είναι διασκευές που παίζονταν μόνο στις συναυλίες.
Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην καλύτερη χρονιά του heavy metal, το μυθικό 1984, όπου οι «The Rods» κυκλοφορούν το Let them eat metal. Η παραγωγή επιστρέφει σε υψηλά επίπεδα, ίσως η καλύτερη που είχαν σε άλμπουμ, ενώ ακολουθείται η συνταγή του προηγούμενου LP. Δηλαδή, ατόφιο ατσάλι δίχως blues rock πινελιές, συν το γεγονός πως δεν υπάρχουν πλέον ούτε οι hard rock πινελιές.
Τα «ελαφριά» τραγούδια του άλμπουμ είναι απλώς mid tempo κλασικό heavy metal, με άλλες δυο στιγμές που παραπέμπουν σε πρώιμους Twisted Sister. Ασφαλώς, υπάρχουν οι αγαπημένες και -σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος- speed-αριστές στιγμές, δηλαδή τα White Lightning (λες και βγήκε από δίσκο των Judas Priest) και Got the fire burnin’. Υπάρχουν επίσης τα καθαρόαιμα «μεταλλικά άτια» Rock Warriors (ίσως το καλύτερο κομμάτι τους, σίγουρα το αγαπημένο μου) και Bad blood.
Γενικώς, ο δίσκος αποπνέει ένα μεταλλικό άρωμα Judas Priest. Στιχουργικά, το μόνο που αλλάζει σε σχέση με το In the raw είναι πως το σκοτεινό Witches Brew έχει αντικατασταθεί από τον προβληματισμό για το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που εκφράζεται στο κομμάτι Nuclear skies. Κατά τα άλλα, γυναίκες, ποτά και rock and roll σε όλες τις εκφράσεις με την απόδοση των μουσικών στα υψηλά, όπως πάντα, επίπεδα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στο προβοκατόρικα φαλλοκρατικό εξώφυλλο, που στην φιλελεύθερα μοταμοντέρνα συνθήκη της εποχής μας, μάλλον θα κόστιζε στο συγκρότημα μια καταδίκη για την πρόκριση «σεξιστικών» προτύπων. Το άλμπουμ υπήρξε το κύκνειο άσμα του γκρουπ, ως power trio, μέχρι την επανασύνδεσή τους το 2010.
Heavier Than Thou - 1986
Η πολυπόθητη επιτυχία στα charts δεν ερχόταν, ενώ, το MTV σε ό,τι αφορά τη σκληρή μουσική, έδινε βάση σε πιο χαρούμενα, καθαρά πρόσωπα, που άρεσαν στον γυναικείο πληθυσμό.
Από το 1984 η κατάσταση στο συγκρότημα έχει βαρύνει. Ο ντράμερ Carl Canedy άρχισε να δίνει σημασία στον χώρο της παραγωγής με μεγάλη, μάλιστα, επιτυχία. Παρότι οι «The Rods» δεν έπαιζαν thrash metal, εκείνος έκανε την παραγωγή σε διαμάντια του χώρου όπως τοSpreading the disease των Anthrax, Violence and force των Exciter και Feel the fire των Overkill. Παρόλα αυτά, δεν είναι εκείνος που αποχώρησε για μια νέα καριέρα, αλλά ο μπασίστας Garry Bordonaro. Επίσης, για μια ακόμη φορά, έπρεπε να βρεθεί δισκογραφική εταιρεία για το γκρουπ.
Τελικά, το 1986 βρίσκει το δρόμο για τα ράφια των δισκοπωλείων το Heavier than Thou μέσω της μικρής και ανεξάρτητης Passport Records. Η σύνθεση του συγκροτήματος είναι πλέον τετραμελής. Στο μπάσο έχει έρθει ο Graig Gruber, βετεράνος με τους Elf και τους Rainbow, ενώ στα φωνητικά έχει προσληφθεί ο Ολλανδός Sammy “Shmoulik” Avigal με εμπειρία στους Picture και τους Horizon. O David Feinstein κρατάει το πόστο της κιθάρας. Το LP είναι παρόμοιο σε παραγωγή και ύφος τραγουδιών με το Let them eat metal.
Ο νέος τραγουδιστής δίνει μια άλλη διάσταση αφού η φωνή του σε πολλά σημεία θυμίζει τόσο τον Ronnie James Dio όσο και τον David Coverdale. Το εξώφυλλο δε, με ιππότες και σπαθιά! Ο δίσκος ξεκινά με το ομώνυμο κομμάτι το οποίο είναι μια μικρή επική εισαγωγή και στη συνέχεια έρχεται ο speed-αριστός ύμνος Make me a believer, με riff που μου θύμισε το Let there be rock των AC/DC παιγμένο σε μεγαλύτερη ταχύτητα. Ακολουθεί το Angels never run, ένα εξαιρετικό κλασικό μέταλλο της εποχής με όλον τον υπόλοιπο δίσκο στο ίδιο μοτίβο, και με μόλις ένα-δυο τραγούδια να κάνουν την εξαίρεση ως mid tempo. Επίσης, για πρώτη φορά μετά το 1982 και το Wild Dogs, υπάρχει μια διασκευή και συγκεκριμένα το Communication Breakdown των Led Zeppelin.
Κατά τη γνώμη μου, τα δύο τελευταία άλμπουμ είναι τα κορυφαία στην πορεία των «The Rods». Το Let them eat metal είναι το καλύτερο ως power trio, ενώ το Heavier than thou ίσως να είναι ακόμα καλύτερο ως σύνολο, αλλά δίνει την αίσθηση ενός άλλου συγκροτήματος, πιο κοντινού στα γούστα εμάς των νεορομαντικών επκάδων. Όπως έχουμε να λέμε για πολλά γκρουπ που έβγαλαν έναν εξαιρετικό δίσκο και μετά διαλύθηκαν, έτσι θα μπορούσαμε να μιλάμε και γι αυτόν. Ατόφιο ατσάλι, χαρακτηριστικό της εποχής του, που αδυνατώ να κατανοήσω πως πέρασε απαρατήρητο.
Επίλογος
Η μπερδεμένη κατάσταση στο συγκρότημα εκφράστηκε και με άλλον ένα τρόπο μέσα στο ίδιο έτος (1986). Μέσω της Passport Records βγήκε στην κυκλοφορία ένα άλμπουμ με τίτλο Hollywood, χωρίς όνομα συγκροτήματος παρά μόνο τα ονόματα των μελών. Σε αυτά έχουμε το power trio που γνωρίσαμε με την προσθήκη του Rick Caudle στα φωνητικά και της Emma Zale στα πλήκτρα. Η μουσική του κινείται σε περισσότερο soft για τα μέτρα του γκρουπ μονοπάτια (θα τολμούσα να πω πως θυμίζει soundtrack ταινιών τύπου Top Gun με πιο ραδιοφωνικό ύφος) με την εξαίρεση ενός-δύο κομματιών που θυμίζουν τους «The Rods» από το In the raw και μετά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ακούμε το συγκρότημα κατά την δεκαετία του ’80.
Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια και φτάσαμε στο 2011, όπου το power trio ενώθηκε ξανά για συναυλίες κι ένα καινούργιο άλμπουμ με τίτλοVengeance. Προσωπικά, δεν διακρίνομαι για την πίστη μου στο σύγχρονο heavy metal και τις επανασυνδέσεις συγκροτημάτων της χρυσής εποχής, οπότε δεν έχω άποψη για το δίσκο.
Οι «The Rods» αποτελούν ένα από τα πολλά συγκροτήματα που στάθηκαν τίμια στο χώρο που αγαπάμε, δίνοντας ατόφιο hard rock και heavy metal, αλλά δεν έτυχαν της αναγνώρισης που άξιζαν. Δεν έδωσαν ποτέ κακό δίσκο και δεν άλλαξαν τη μουσική/τρόπο ζωής τους προς το glam ή το thrash metal, που ανέβαιναν ραγδαία εκείνη την περίοδο. Σίγουρα δεν υπήρξαν πρωτοπόροι στην κατάκτηση νέων μουσικών τόπων, αλλά το «αλήτικο», πεζοδρομιακό ατσάλι τους θα λαμποκοπά πάντα στα σκοτάδια της σύγχρονης πραγματικότητας για όλους εμάς τους θιασώτες της βαρυμεταλλικής φαντασίας.
Παραθέτω κάποια ακόμη στοιχεία για τους αγαπημένους και για μένα The Rods. Το Vengeance του 2011 είναι ένας εξαιρετικός δίσκος που ηχητικά κινείται προς τη περίοδο των Wild Dogw και In the Raw. Με την αυθεντική σύνθεση και με κάποια εξαιρετικά τραγούδια μέσα από από ένα συνολικά πολύ δυνατό δίσκο, που πέρασε σχετικά απαρατήρητος. Ο David Rock Feinstein, πιστός απόλυτα στο μουσικό του όραμα και μακριά από κάθε είδους trends και μόδες εποχών, έχει κυκλοφορήσει καταπληκτικούς solo δίσκους με αποκορύφωμα το υπέροχο Clash of Armor. Τσεκάρετε οπωσδήποτε και το πιο hard rockin, Α Night in the jungle του 2000. Βασίλη, ευχαριστώ που έγραψες για μία απο τις πλέον αγαπημένες μου μπάντες. Hail the Rods!
Να προσθέσω επίσης ότι το ντεμπούτο των Rods (και με τις 2 εκδοχές του Rock Hard - κυρίως - και ομώνυμο), σφύζει από ωμή ενέργεια, και πάθος, που δύσκολα συναντάς σήμερα, στις πιο αποστειρωμένες παραγωγές. Tέλος, οι Carl Cannedy και Gary Bordonaro, καθώς και η Emma Zale, συμμετείχαν στον αριστουργηματικό δίσκο του μεγάλου Jack Starr "Out of the Darkness"!
Παρασκευή, 06 Ιουλίου, 2018
Ο Epic fantasy είπε...
Αμα γίνεται καντε αφιερωμα στο δίσκο αστρονειρα του τουρνα
the rods φοβερη μπάντα αν και ακουω doom metal περισσότερο
Σάββατο, 07 Ιουλίου, 2018
Ο Flammentrupp είπε...
Καλημέρα και καλή εβδομάδα Χρήστο. Ευχαριστώ για τα συμπληρωματικά σχόλια. Μου είχε διαφύγει η συμμετοχή τους στον δίσκο του Jack Starr (που επίσης συμμετέχει και ο μοναδικός Rhett Forester). Δεν έχω ακούσει τα solo album, αλλά δεν αμφιβάλω για την ποιότητα, καθώς, αυτοί που αγάπησαν το metal ως τρόπο ζωής (και όχι τη δημοσιότητα) σπάνια διάλεξαν "εύκολους" δρόμους. Είναι, πάντως, μεγάλο κρίμα που πολλοί αυθεντικοί έμειναν σε -σχετική ή όχι- αφάνεια. Αν είχαν τη δυνατότητα για τα προς το ζην από τη μουσική, το heavy metal θα είχε πατήσει ακόμα μεγαλύτερες κορυφές και, ίσως, να είχε διαφορετική και καλύτερη πορεία κατά τη δεκαετία του 90 και αργότερα.
Epic Fantasy, δεν έχω ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο δίσκο, αλλά θα το κάνω στο μέλλον. Για αφιέρωμα, θα πρέπει να απευθυνθείς στον Σταμάτη που τον γνωρίζει καλύτερα.
Δευτέρα, 09 Ιουλίου, 2018
Ο Epic fantasy είπε...
Οκ ευχαριστω flammetrupp ενα συγκρότημά που εχει σχεση με το sci-fi ειναι οι scanner
Ένα από τα γνωρίσματα της ρομαντικής σκέψης, στην αντιπαράθεσή της με τον υλιστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού, ήταν και η υπεράσπιση των προκαταλήψεων. Για τους φιλελεύθερους διαφωτιστές του 17ου και του 18ου αιώνα, οι προκαταλήψεις θεωρούνταν πνευματικές αγκυλώσεις σε ξεπερασμένους τρόπους σκέψης του παρελθόντος. Αντίθετα, για τους παραδοσιοκράτες ρομαντικούς οι προκαταλήψεις θα έπρεπε να εξεταστούν με πιο προσεκτικό τρόπο, ως συνοψισμένα συμπεράσματα μιας λαϊκής και παραδοσιακής σοφίας. Η αντιπαράθεση των ρομαντικών με τους φιλελεύθερους διαφωτιστές πάνω στο θέμα των προκαταλήψεων, εκδηλώθηκε ξεκάθαρα στο πεδίο του πολιτικού στοχασμού από τον 18ο αιώνα. Και, ασφαλώς, συνεχίζεται από τους επιγόνους τους μέχρι και σήμερα.
Ένας εκ των σημαντικότερων θεωρητικών του πολιτικού Ρομαντισμού, ο Έντμουντ Μπερκ, χτυπώντας τον ατομικιστικά ορθολογιστικό πυρήνα της αντίληψης των φιλελεύθερων διαφωτιστών, υποστήριξε στο μνημειώδες έργο του ReflectionsOnTheFrenchRevolution οf 1789ότι «η προκατάληψη παρέχει το πρότυπο απόφασης και δράσης, ανατρέχοντας στην κεκτημένη εμπειρία του παρελθόντος. Μας δίνει κατεύθυνση και προσανατολισμό την ίδια στιγμή που ο αφηρημένος στοχασμός θα μας εγκλώβιζε σε μια απροσδιόριστη κατάσταση και θα μας κατηύθυνε σε λάθος απόφαση […] Η προκατάληψη είναι αυτή που δεσμεύει τους ανθρώπους όχι μόνο νοητικά, αλλά και συναισθηματικά, και κατά προέκταση θα λέγαμε ότι καθιστά την κοινή λογική ταυτόσημη με το κοινό αίσθημα[1]».
Ωστόσο, καθώς ο Ρομαντισμός υπήρξε μια πολυσχιδής κοσμοαντίληψη, η ανάλυση της σημασίας των προκαταλήψεων δεν περιορίστηκε στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας. Πολύ ενδιαφέροντα θέματα, που σχετίστηκαν με την ρομαντική αντίληψη σχετικά με τις προκαταλήψεις, παρουσιάστηκαν και στο πλαίσιο του λογοτεχνικού Ρομαντισμού, Ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα του 19ου αιώνα που διαλέγεται με αυτό το θέμα είναι το Jettatura του Θεόφιλου Γκωτιέ. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε κυκλοφορήσει αρχικά στα ελληνικά το 1919 από τις εκδόσεις του Πέτρου Στωικού, με τον τίτλο Το Κακό Μάτι.
Επρόκειτο για μια μνημειώδη δουλειά που είχε ξεχαστεί, μέχρι που οι εκδόσεις του βιβλιοπωλείου Λαβύρινθος (το οποίο βρίσκεται στην οδό Ιπποκράτους 108, στο κέντρο των Αθηνών) την ανακάλυψαν και αποφάσισαν να την επανακυκλοφορήσουν πριν λίγους μήνες, κάνοντας μια απαραίτητη προσαρμογή σε μια πιο σύγχρονη ορθογραφία, αλλά διατηρώντας κατά τα άλλα την εξαιρετική μετάφραση του Στωικού απαράλλαχτη.
Το Jettatura είναι μια νουβέλα ρομαντικού, υπερφυσικού τρόμου. Η υπόθεση του έργου μας μεταφέρει στη Νάπολη του 19ου αιώνα. Εκεί όπου ένας νεαρός Γάλλος, καλής καταγωγής, καταφθάνει για θερινές διακοπές συνοδεύοντας την Αγγλίδα αρραβωνιαστικιά του και τον θείο της. Οι τρεις βορειοευρωπαίοι είναι καλλιεργημένοι και υιοθετούν την ορθολογική αντίληψη του επιστημονικού Διαφωτισμού. Ωστόσο, οι Ναπολιτάνοι ζουν μακριά από το επίκεντρο του Διαφωτισμού και διατηρούν πολλές από τις παραδοσιακές τους δοξασίες.
Σύντομα, το παρουσιαστικό του Γάλλου επισκέπτη προκαλεί ανησυχία στον τοπικό ιταλικό πληθυσμό. Ο νεαρός διαθέτει χαρακτηριστικά προσώπου, τα οποία η τοπική παράδοση έχει συνδέσει με τους ανθρώπους που «έχουν το κακό μάτι». Η ναπολιτάνικη παράδοση θέλει τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί με το «κακό μάτι», να προξενούν άθελά τους καταστροφές σε οτιδήποτε κοιτάξουν επίμονα. Μια σειρά ατυχών γεγονότων, καθώς και η σοβαρή ασθένεια της αρραβωνιαστικιάς του, καθιστούν τον Γάλλο επισκέπτη ανεπιθύμητο στην περιοχή και τον εντάσσουν σταδιακά σε έναν ψυχικό εφιάλτη.
Ο Γκωτιέ περιγράφει με την εξαίσια πένα του την σπονδυλωτή ψυχολογική μετάβαση του νεαρού Γάλλου, από την αρχική ειρωνεία με την οποία αντιμετώπισε αυτές τις κατηγορίες στην δραματική συνειδητοποίηση ότι είναι ανίκανος να αντιπαρέλθει την επιρροή των τοπικών προκαταλήψεων. Σταδιακά, ο πρωταγωνιστής του έργου αρχίζει να ψάχνει το νόημα της παράδοσης του «κακού ματιού». Μετά από την ανακάλυψη ενός σχετικού συγγράμματος σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο, αρχίζει να αμφιταλαντεύεται για την αλήθεια που μπορεί να εμπεριέχει αυτή η τοπική προκατάληψη. Σε κανένα σημείο δεν πείθεται εξολοκλήρου. Ωστόσο, η αμφιταλάντευση είναι ότι χειρότερο μπορεί να του συμβεί, γιατί τον κρατά σε μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στον εφιάλτη και την λύτρωση. Και ο Γκωτιέ γνώριζε καλά πώς να μετατρέπει σε υψηλού επιπέδου λογοτεχνία τρόμου, αυτή την συναισθηματική ρευστότητα.
Τελικά, η επιδείνωση της υγείας της αρραβωνιαστικιάς του και η αντιμετώπιση που του επιφυλάσσουν οι ντόπιοι με φυλαχτά και κατάρες μόλις τον αντικρύσουν, οδηγούν το νεαρό στην σταδιακή ψυχολογική κατάρρευση. «Μπορεί κανείς να πιστεύει ή να αρνιέται το παν: από μια άποψη το όνειρο είναι αληθινό όσο και η πραγματικότητα»[2], σημειώνει ο Γκωτιέ. Ο πρωταγωνιστής του έργου νιώθει να ασφυκτιά ενώ και τα οικεία του πρόσωπα τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Μέχρι και οι ακαδημαϊκά καλλιεργημένοι πλούσιοι Ναπολιτάνοι δεν έχουν αμφιβολία για την ισχύ των προκαταλήψεων.
Σε ένα απόσπασμα που θυμίζει πολύ την παραδοσιοκρατική κριτική που άσκησε ο Έντμουντ Μπερκ στον φιλελεύθερο, ατομικιστικό ορθολογισμό, ο Γκωτιέ βάζει στο στόμα ενός Ιταλού αριστοκράτη τα εξής λόγια: «Όταν χιλιάδες άνθρωποι διαμέσου χιλιάδων ετών συμμερίζονται μία άποψη, θα πει προφανώς πως η τόσο γενικά αποδεκτή αυτή άποψη στηρίζεται πάνω σε επαληθευμένα γεγονότα, πάνω σε μία μεγάλη σειρά παρατηρήσεων που τα πράγματα δεν μπόρεσαν να διαψεύσουν…δύσκολα μπορώ να πιστέψω, όσο κολακευτική κι αν είναι η γνώμη που πιθανόν να έχω για τον εαυτό μου τον ίδιο, πως τόσοι άνθρωποι, που οι περισσότεροί τους μάλιστα ήταν διάσημοι, μορφωμένοι, σοφοί, έσφαλαν ασυγχώρητα και πως μόνο εγώ δε σφάλλω…»[3] .
Στο τέλος, μετά από έντονη ψυχολογική πάλη, έπειτα από συζητήσεις, περιπέτειες στους δρόμους της Νάπολης και μονομαχίες με αντιπάλους μέχρι θανάτου, ο Γάλλος αποδέχεται την ισχύ των προκαταλήψεων. Σε εκείνο το σημείο είναι προφανής η συσχέτισή του με το βυρωνικό πρότυπο του καταραμένου ήρωα. Αλλά και η επιρροή των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών είναι εμφανής, όταν ο Γάλλος αποφασίζει να καθαρθεί με τον πιο επώδυνο τρόπο από την κατάρα του «κακού ματιού», που κουβαλά εκ γενετής άθελά του. Η μοίρα έχει τα δικά της σχέδια και η θυσία, όσο μεγάλη κι αν είναι, πολλές φορές δεν αρκεί.
Ασφαλώς, εκτός από την ενδιαφέρουσα υπόθεση, ο Γκωτιέ αξίζει να διαβαστεί και για το ύφος του. Πρόκειται για το στυλ γραψίματος με τις γλαφυρές περιγραφές τοπίων και φυσικών μοτίβων, που υιοθέτησαν αργότερα όλοι οι συγγραφείς φανταστικής λογοτεχνίας κατά τον 20οαιώνα. Όπως είχα πει και στην ραδιοφωνική εκπομπή που παρουσίαζα παλαιότερα, θέλοντας να κάνω μια άτυπη αντιστοίχιση, θεωρώ ότι σε όσους αρέσουν συγγραφείς υπερφυσικού τρόμου όπως ο Λάβκραφτ και ο Μάχεν, αν δεν έχουν διαβάσει ρομαντικούς λογοτέχνες όπως ο Χόφμαν και ο Γκωτιέ, είναι σα να ακούνε νεώτερο heavymetalχωρίς να γνωρίζουν τους BlackSabbath, τους UriahHeepκαι τους Rainbow. Στα συν του βιβλίου και η υπέροχη εικονογράφηση ορισμένων σελίδων από τον F. Courboin.
Ο Ρομαντισμός υπήρξε το κίνημα που προκάλεσε έναν πολιτισμικό σεισμό στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Και, μολονότι, η «πολιτική ορθότητα» της εποχής μας επιχειρεί συχνά να σκιάσει τη σημασία της πολιτικής του θεωρίας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του Ρομαντισμού για το παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Η δυναμική του Ρομαντισμού υπήρξε κοσμογονική για την ευρωπαϊκή ιστορία. Και περιγραφές όπως η παρακάτω του Γκωτιέ, φαίνεται πως είναι εμβαπτισμένες σε αυτή την κοσμογονία.
«Τα μαύρα σύννεφα, σαν τείχη της κόλασης, ράγιζαν και άφηναν ανάμεσα από τις σχισμές τους να φαίνεται το φλογισμένο καμίνι των αστραπών. Θειάφινες λάμψεις, αποτυφλωτικές φώτιζαν το άπειρο [..] Οι αραγμένες βάρκες χτυπούσαν η μία την άλλη, αναδίνοντας πένθιμους κρότους, και τα τεντωμένα σκοινιά έτριζαν θρηνητικά. Σε λίγο ξέσπασε κι η βροχή και τα υδάτινα νήματά της σφύριζαν σαν βέλη. Θα ‘λεγε κανείς πώς το χάος ήθελε να πάρει πίσω την πλάση και ν’ ανακατέψει εκ νέου τα στοιχεία[4]».
Διαβάστε το Jettaturaτου Θεόφιλου Γκωτιέ και απολαύστε μια ατμοσφαιρική περιήγηση στο σκοτεινό βασίλειο της ρομαντικής φανταστικής λογοτεχνίας.
[1]Σωτήρης Βανδώρος, Εισαγωγή στις Πολιτικές Ιδεολογίες, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, kallipos.gr, ΣΕΑΒ, 2015, σελ. 58.
Ο δημιουργός ψηφιακών έργων ζωγραφικής Κώστας Νικέλλης μιλά στον Σταμάτη Μαμούτο και στον Γιάννη Παπαδημητρόπουλο για το έργο του, για τις καλλιτεχνικές του επιρροές και για τη σχέση του με τον σκληρό ήχο
Εδώ και κάποια χρόνια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, διακατέχομαι συχνά από την τάση να ανατρέχω στα δρώμενα των εποχών του παλαιού rock κινήματος. Συνέπεια αυτής μου της τάσης είναι να εστιάζω στην ανάγνωση βιβλίων που έχουν περιεχόμενο σχετιζόμενο με τηνrock κουλτούρα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και Η Μπαλάντα της Πλατείας, του Χρήστου Ζυγομαλά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ComiconRenieri.
Ο Χρήστος Ζυγομαλάς είναι μουσικός, ποιητής και καλλιτέχνης. Εδώ και δεκαετίες αποτελεί ένα από τα πρόσωπα των κύκλων που συγκροτούν τα ολιγομελή avantgarde καλλιτεχνικά ρεύματα της χώρας μας. Ασφαλώς, στον χώρο της ελληνικής μουσικής έγινε κυρίως γνωστός ως ο βασικός συνεργάτης του Νικόλα Άσιμου. Μολονότι οι τακτικοί αναγνώστες των εντύπων της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας θα έχουν ήδη αντιληφθεί ότι ο Ζυγομαλάς κινείται ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε ατραπούς αντίθετες απ’ τις δικές μου, η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να γνωριστούμε μια βραδιά.
Ήμουν ακόμη ραδιοφωνικός παραγωγός του rockmachine.gr κι όπως είχα πει σε κάποιες εκπομπές, οι τακτικοί ακροατές και οι αναγνώστες μου καλό θα ήταν να λάμβαναν υπόψη τους τον δεύτερο προσωπικό δίσκο του Κώστα Τουρνά, που φέρει τον τίτλο Αστρόνειρα. ΤαΑστρόνειρα βασίζονται στιχουργικά εξολοκλήρου σε θεματικές της επιστημονικής φαντασίας. Αλλά και σε ό,τι αφορά το μουσικό του ύφος, αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει ορισμένες συνθετικές στιγμές στις οποίες το progrock ρίχνει γέφυρες προς αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως hardrock ή προδρομικό heavymetal. Θέλησα, λοιπόν, να φέρω στην εκπομπή μου τον Κώστα Τουρνά για μια συνέντευξη, η οποία θα επικεντρωνόταν σ’ αυτή την κυκλοφορία. Και συγκεκριμένα, σκέφτηκα να του το προτείνω έπειτα από μια συναυλία που θα έδινε στο Κύτταρο. Δεν γνώριζα, όμως, πως θα έπρεπε να κινηθώ για να προσεγγίσω έναν τόσο αναγνωρισμένο μουσικό, τον οποίο μάλιστα οι πληροφορίες μου ήθελαν να αποφεύγει τις συνεντεύξεις τα τελευταία χρόνια.
Σκέφτηκα λοιπόν να ζητήσω τη γνώμη του φίλου μου του Σάκη, ο οποίος έχει ζήσει τα δρώμενα του ελληνικού rock κινήματος απ’ τη δεκαετία του ‘60. Εκείνος βρισκόταν σ’ ένα ουζερί και μου πρότεινε να περάσω από εκεί προκειμένου να του εξηγήσω τι ακριβώς ήθελα. Σε λίγη ώρα είχα φτάσει. Διαπίστωσα τότε ότι στην παρέα του κάθονταν κι άλλοι «μεγάλοι παλαιοί» της ελληνικής κοινότητας του rock. Μάλιστα, ήταν άνθρωποι με ιστορία στο αναρχικό κίνημα. Όταν τους είπα τι σκεφτόμουν μου έδωσαν οδηγίες για τα πρόσωπα που θα έπρεπε να συναντήσω στο Κύτταρο, ώστε να εξασφαλίσω μια προσωπική επαφή με τον δημοφιλή μουσικό που αναζητούσα.
Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αλλά έχω τη συνήθεια να μην κρύβω την ιδεολογική μου ταυτότητα. Ακόμη κι αν όλος ο κόσμος πειστεί περί του αντιθέτου εγώ, μέσα απ’ την προσωπική μου ματιά, θα αναγνωρίζω στον ρομαντικό εθνικισμό -έτσι όπως πρωτοπαρουσιάστηκε ως πολιτική θεωρία κατά τον 18ο αιώνα από τον Γ.Γ. Χέρντερ κι όπως αναπτύχθηκε από μεταγενέστερους στοχαστές σαν τον Άνταμ Μύλλερ, τον Μωρρίς Μπαρρές και τον Ίων Δραγούμη- την αρτιότερη πρόταση οργάνωσης του δημόσιου βίου, η οποία εμπεριέχει την πιο ειλικρινή κατάφαση της ανθρώπινης ουσίας. Όταν, λοιπόν, η κουβέντα τα έφερε έτσι ώστε να αναπτύξω αυτές μου τις θέσεις στην ομήγυρη, είδα ματιές να στρέφονται πάνω μου γεμάτες ερωτηματικά και θυμάμαι ότι η συζήτηση συνεχίστηκε με πολύ ενδιαφέρον.
Κατά την εξέλιξή της αναπτύχθηκε μια αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα σ’ εμένα και στον Γιάννη Π., έναν από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν στην κατάληψη του χημείου το 1985. Ως πολιτικό επιστήμονα με εντυπωσίασε το εξής. Έχοντας ζήσει μια δύσκολη ζωή και δίχως να διαθέτει ακαδημαϊκή θεωρητική κατάρτιση, ο Γιάννης όντας μεσήλικας, ήταν σε θέση να αναπτύξει μαζί μου μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για θέματα της πολιτικής ανθρωπολογίας του Ρουσώ ενώ συνάμα παρέμενε αταλάντευτα συνεπής αγωνιστής του πολιτικού του χώρου.
Λίγο αργότερα ήρθε στο τραπέζι μας ένας ακόμη παλιός ροκάς. Ήταν ο Χρήστος Ζυγομαλάς, τον οποίο μου σύστησαν ως συνεργάτη του Νικόλα Άσιμου. Ο Χρήστος μας ενημέρωσε ότι είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο, στο οποίο ανέτρεχε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 προκειμένου να περιγράψει πως η πλατεία των Εξαρχείων έγινε το επίκεντρο του αθηναϊκού αναρχικού κινήματος, αλλά και με ποιο τρόπο το αναρχικό κίνημα συνδέθηκε με καλλιτεχνικές και μουσικές ομάδες. Στην ουσία επρόκειτο για ένα βιβλίο, που θα αποτελούσε μια αυτοβιογραφική πολιτισμική χαρτογράφηση της ιστορίας των Εξαρχείων από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τις αρχές εκείνης του ’90.
Γρήγορα διαπίστωσα πως ο Χρηστάρας ήταν ένας πολύ φιλικός, «αιώνιος έφηβος», που γούσταρε τον ξέφρενο τρόπο ζωής των παλιώνrockstars. Αν και δεν ήταν αυστηρός με τις πολιτικές διαστάσεις των ιδεολογικών του αναφορών κι έδειχνε να εστιάζει περισσότερο στην ελευθεριότητα της προσωπικής του ζωής, αποτέλεσε κι αυτός έναν ιστορικό ακτιβιστή με διαρκή παρουσία στον αναρχικό χώρο. Θα έλεγα ότι ο Χρήστος μάλλον αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό περισσότερο ως πολιτική κουλτούρα, παρά ως ιδεολογία. Ενδεχομένως γι αυτό, προσεγγίζει με πολύ σεβασμό πτυχές της ελληνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Εκείνο το βράδυ, έχοντας έρθει με χρονική καθυστέρηση στην παρέα μας, δεν είχε ακούσει την αρχική ιδεολογική μου τοποθέτηση. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα της συζήτησης που συνεχιζόταν, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι παράξενο συνέβαινε με την περίπτωσή μου. Τον θυμάμαι, λοιπόν, να μου μιλά με περιέργεια προκειμένου να διαπιστώσει «που την πήγαινα τη δουλειά». Δεν ξέρω αν τελικά τα κατάφερε. Σε μεγάλες παρέες συχνά ο λόγος περνά γρήγορα από τον έναν στον άλλο και η εστίαση της συζήτησης αλλάζει συνεχώς κέντρα. Κι εκείνο το βράδυ είχαμε να πούμεπολλά.
Λίγες ώρες αργότερα αποχαιρέτησα την όμορφη παρέα. Γύρισα στην Καλλιθέα συνοδευόμενος απ’ τον Χρήστο, ο οποίος ζει στην ίδια συνοικία με μένα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον θυμάμαι να μου μιλά για την οικογένειά του, για μια φορά που είχε πλακωθεί στο ξύλο με τον Άσιμο σε ένα party γεμάτο με «πανκιά» και skinheads, καθώς επίσης και για έναν παλιό του έρωτα που άκουγε στο όνομα Ιωάννα. Όταν χωριστήκαμε συμφωνήσαμε να ξανασυναντηθούμε για μια ακόμη οινοποσία, αλλά δυστυχώς αυτό δεν έγινε εφικτό.
Την επόμενη μέρα, ακολουθώντας τις συμβουλές των «μεγάλων παλαιών», κατάφερα να συναντήσω τον Κώστα Τουρνά στα καμαρίνια του Κυττάρου. Μετά από μια ολιγόλεπτη συζήτηση ανταλλάξαμε τηλεφωνικούς αριθμούς. Θυμάμαι ότι μιλήσουμε μια-δυο φορές στο τηλέφωνο. Δεν κατάφερα, όμως, να τον πείσω να έρθει για μια ραδιοφωνική συνέντευξη στο studio του rockmachine.gr. Τουλάχιστον, ενάμιση χρόνο αργότερα, ενημερώθηκα ότι ο Χρήστος Ζυγομαλάς είδε το βιβλίο για το οποίο μας είχε μιλήσει εκείνη τη βραδιά να κυκλοφορεί. Ασφαλώς, φρόντισα να το προμηθευτώ άμεσα.
Εισερχόμενος στα του βιβλίου το πρώτο σχόλιο που μπορώ να κάνω για την Μπαλάντα της Πλατείας είναι ότι αποτελεί ένα αυτοβιογραφικό έργο, το οποίο έχει γραφτεί με πάθος και θέρμη που κάνουν τον αναγνώστη να το διαβάσει απνευστί. Μολονότι είναι σχετικά πολυσέλιδο διαβάζεται πολύ γρήγορα και το κόστος του είναι σε λογική τιμή. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσω ότι ο Ζυγομαλάς δεν κάνει μια καταγραφή των πολιτιστικών δρώμενων που είχαν ως επίκεντρο την πλατεία Εξαρχείων, βασιζόμενος σε μια επιστημολογικά επεξεργασμένη μέθοδο. Αυτό έχει ως συνέπεια το κείμενο να αποκτά έναν πολύ προσωπικό περιγραφικό τόνο. Οι διάφορες ιδεολογικές ομαδώσεις του αθηναϊκού αναρχισμού, τα καλλιτεχνικά και τα μουσικά ρεύματα, φανερώνονται στο γραπτό του όχι υπό τη μορφή μιας λεπτομερούς ιστορικής ή κοινωνιολογικής μελέτης, αλλά μέσα από το πρίσμα της δικής του οπτικής, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα προσωπικά του βιώματα. Ωστόσο, αυτό είναι το γνώρισμα της γραφής του που κάνει το κείμενο να πάλλεται από ζωντάνια. Κι όσον αφορά την ιστορική γνώση που προσφέρει είναι δεδομένη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ασχέτως αν ρέει χωρίς αυστηρές οριοθετήσεις μέσα απ’ τη ζωντάνια της αφήγησης.
Αν θα έπρεπε να αναφέρω κάποια στοιχεία του βιβλίου που είναι υπό συζήτηση, θα στεκόμουν αρχικά στο λεξιλόγιο κι έπειτα στην έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στο «εγώ» του. Το λεξιλόγιο του Ζυγομαλά ενσωματώνει πολλές φράσεις του συρμού και του «δρόμου». Αυτό κάνει το κείμενο να δείχνει πολύ ζωντανό σε όσους έχουμε ζήσει τα πεζοδρομιακά δρώμενα του rock κινήματος. Δεν ξέρω, όμως, αν μπορεί να αφομοιωθεί εύκολα από τον μέσο αναγνώστη. Οφείλω, πάντως, να διευκρινίσω ότι το θέμα του πεζοδρομιακού λεξιλογίου αντισταθμίζεται απ’ την εγκαρδιότητα που αποπνέει ο γραπτός λόγος του Χρήστου. Από την άλλη, σε ότι έχει να κάνει με την έμφαση στο «εγώ», ο Ζυγομαλάς θα μπορούσε να αποφύγει κάποιες από τις αναφορές σε πολύ προσωπικά περιστατικά, σε ερωτικές περιπέτειες και άλλα σχετικά. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία δεν μειώνουν επ’ ουδενί την τέρψη που προκαλεί η ανάγνωση της Μπαλάντας.
Όσον αφορά τα περιεχόμενα του βιβλίου, οι παλαιότεροι θα θυμηθούν και οι νεότεροι θα μάθουν πως ένα τμήμα της αθηναϊκής νεολαίας των 70’s που εστίαζε στις μουσικές φόρμες του art, progressive και ψυχεδελικού rock, του rhythmandblues και της country, συνοδευόμενο από κάποιους underground ντανταϊστές και σουρεαλιστές λογοτέχνες, μετακινήθηκε απ’ τα στέκια της Πλάκας στην πλατεία των Εξαρχείων. Ο Ζυγομαλάς αναφέρεται επίσης στους «κύκλους» των Χρήστου Κωνσταντινίδη, Νίκου Μπαλή, Τεό Ρόμβου και Νικόλα Άσιμου, που αποτέλεσαν τις πρώτες ομάδες των αναρχικών οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα καφενεία και τα πεζοδρόμια της πλατείας Εξαρχείων. Παραθέτει λεπτομέρειες για συναυλίες της εποχής, αναφέρεται στη σχέση του με μουσικούς όπως ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Γιάννης Γιοκαρίνης και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, περιγράφει τον κοινοβιακό τρόπο ζωής των ελευθεριακών της δεκαετίας του ’70 και κάνει λόγο για πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα πεζοδρομιακά δρώμενα της εποχής όπως ο «Ντάτουρας», ο «Βαρώνος» και ο «Καρχαρίας». Ακόμη μνημονεύει underground καλλιτέχνες και μουσικούς, όπως ο αείμνηστος φίλος μου από την ελληνική κοινότητα του φανταστικού ο Μάριος Μεγαπάνος (η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα γιατί ο Χρήστος δεν ανέφερε και το επώνυμο του Μάριου στις σελίδες του βιβλίου) και ο Άρης το «βαμπίρ», σχολιάζει το ζήτημα των ναρκωτικών και το πώς συνδέθηκαν με την rock κουλτούρα, θυμίζει τις πρώτες καταλήψεις αθηναϊκών κτιρίων απ’ τους αναρχικούς, περιγράφει την αλλαγή φρουράς στα δρώμενα της πλατείας κατά τη δεκαετία του ’80 και την επακόλουθη ανάπτυξη της κουλτούρας της βίας, αναφέρεται στην έλευση του punk και του newwave ενώ κάνει λόγο ακόμη και για την εμφάνιση των εθνικιστών skinheads.
Ο Χρήστος περιγράφει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους εθνικιστές punksμε μελανά χρώματα, ωστόσο δεν θέλει να αδικήσει κανέναν. Παραδέχεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις είχαν κερδίσει σε συμπλοκές τους αναρχικούς και τους αριστερούς μέσα στα Εξάρχεια. Επίσης, αποφεύγοντας να τσουβαλιάσει πρόσωπα και καταστάσεις δεν διστάζει να περιγράψει έντιμα έναν skinhead, τον οποίο θεωρούσε ικανό να συγκρατεί τους υπόλοιπους από πεζοδρομιακές βιαιότητες. Η συγκεκριμένη αναφορά ομολογώ ότι με χαροποίησε, καθώς γνωρίζω αυτό τον «σκινά» κοντά τριάντα χρόνια.
Ωστόσο, το θέμα του βιβλίου που νομίζω ότι θα προκαλέσει συζητήσεις είναι η περιγραφή της ζωής του Νικόλα Άσιμου. Όντας μέλος τωνExarchiaSquareBandκι έχοντας ζήσει την καθημερινότητα του «καπετανάτου της Αραχώβης», ο Ζυγομαλάς αναφέρεται στη ζωή του Άσιμου με τις αντιφάσεις και τις κορυφώσεις της. Ο Άσιμος που περιγράφει ο Ζυγομαλάς πόρρω απέχει απ’ το σύμβολο του «καταραμένου ποιητή-τροβαδούρου», το οποίο κατασκεύασε η αριστερή πτυχή της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας μετά τον θάνατό του. Αντιθέτως ο Νικόλας Άσιμος στις σελίδες ετούτου του βιβλίου περιγράφεται ως ένας άνθρωπος με βαθιές αναζητήσεις στις οποίες σπανίως βρίσκει τους προορισμούς που αναζητά, αλλά που στις ατέρμονες διαδρομές αυτών των αναζητήσεων αφήνει τα διαχρονικά μουσικά του ίχνη.
Ο Ζυγομαλάς αποτελεί έναν από τους Έλληνες μουσικούς της δεκαετίας του’70, που ξεκίνησε από το rock αλλά συνδέθηκε με πολλά μουσικά ρεύματα. Εντελώς κόντρα στην δική μου αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο ο οποίος λαμβάνει μέρος ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα να αφοσιώνεται σε συγκεκριμένα πεδία, ο Χρήστος, όντας συμβατός με την ελευθεριακή του οπτική, έπαιξε blues-rock, ρεμπέτικο, μπαλάντες με πολιτικό περιεχόμενο, ακόμη και newwave. Όλα αυτά αναφέρονται στο βιβλίο του, ανάμεσα στα πολλά που χαρακτήρισαν εκείνες τις περασμένες εποχές.
Συμπερασματικά προτείνω ανεπιφύλακτα την Μπαλάντα της Πλατείας ως ένα από τα πιο απολαυστικά αναγνώσματα του φετινού καλοκαιριού. Ασφαλώς, τα παιδιά του κύκλου της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας θα συναντήσουν στις σελίδες του εν λόγω βιβλίου αναφορές σε ιδέες και συμπεριφορές διαφορετικές απ’ τις δικές μας. Αυτό, όμως, δεν μειώνει την αξία του ως αναγνώσματος. Στην τελική, είμαι σίγουρος ότι μέσα απ’ τις σελίδες αυτού του βιβλίου θα καταστεί σαφές ότι σε ένα πεδίο βαθύτερο από εκείνο των ιδεολογικών διαφορών υπάρχει μια κοινή ρομαντική ψυχική ορμή προς τη ζωή, η οποία χαρακτήριζε εκείνες τις παλαιότερες γενιές και την οποία οι τελευταίοι «αέναοι έφηβοι» προσπαθούμε να μεταδώσουμε στους νεότερους, μέσω της μύησης στον μαγικό κόσμο του rock’n’ roll.