Γιώργος Τουρκοβασίλης-Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80: Παρουσίαση Βιβλίου

                                                               Σταμάτης Μαμούτος

Ήταν άνοιξη του 2016. Απόγευμα. Σε μια μπυραρία του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, δρόσιζα τον λαιμό μου με ξανθό βορειοευρωπαϊκό ζύθο και απολάμβανα την παρέα του Flammentrupp και του «Τσίκο». Ο τελευταίος επέμενε πειστικά ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσε τον πρώτο Έλληνα skinhead. Οι ερωτήσεις επιτηδευμένης απορίας που του θέταμε εγώ και ο «Flam» είχαν περισσότερο σκοπό να τον κεντρίσουν προκειμένου να μας μιλήσει για παλιές ιστορίες, παρά να αμφισβητήσουν τα λεγόμενά του. Ούτως ή άλλως, ήταν γνωστό εδώ και πολλά χρόνια, στους κύκλους των Ελλήνων rockers που ενδιαφέρονταν για την σκηνή του punk, ότι ο ευτραφής και μικρόσωμος συνταξιούχος που καθόταν απέναντί μας, στα νιάτα του, πηγαινοερχόταν στην Αγγλία και μετέφερε στους Έλληνες πάνκηδες τα δρώμενα της γηραιάς Αλβιώνας. Και, μολονότι, αποτελούσε γνωστό θαμώνα της Θύρας 7 το πάθος του για τους Cockney Rejects είχε κάνει έναν γνωστό του, να δώσει όνομα εμπνευσμένο από την Oi! μπάντα σε έναν από τους συνδέσμους οργανωμένων οπαδών του αιωνίου αντιπάλου.


«Ξέρεις τι θέλω από εσένα που διαβάζεις πολύ; Να μου βρεις το παλιό βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη. Τα «ροκ ημερολόγια». Έχει μια φωτογραφία από το Dragonfly, που δείχνει κι εμένα. Φόραγα μια τραγιάσκα εκείνη τη μέρα. Είναι παλιό βιβλίο. Σπάνιο. Ποιος ξέρει που μπορεί να υπάρχει σήμερα», μου είπε κάποια στιγμή.

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Υπάρχει σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Μόλις πριν λίγες μέρες ξανακυκλοφόρησε» του απάντησα. Και, μια στιγμή αργότερα, ένα τρανταχτό γέλιο του Flammentrupp ακολούθησε την φράση μου, διαλύοντας με κυνισμό την διάθεση για το ρομάντζο της βιβλιοαναζήτησης, που μόλις είχε αρχίσει να γεννιέται στο νου του καλού μας φίλου με το ιστορικό παρατσούκλι.


Και, πράγματι, το παλιό βιβλίο, που είχαν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις Οδυσσέας το 1984, βρισκόταν ξανά στους πάγκους των βιβλιοπωλών, σε μια νεότερη έκδοση, επιμελημένη αυτή την φορά από τις εκδόσεις Στο Περιθώριο.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Γιώργος Τουρκοβασίλης είναι ένας φωτογράφος, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε ζήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Έχοντας συναναστραφεί με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Σόρογκας, ο Κακογιάννης και άλλοι, άρχισε να γίνεται γνωστός για τις ποιοτικές του φωτογραφίες. Οφείλω να σημειώσω ότι οι φωτογραφίες του Τουρκοβασίλη έχουν ενδιαφέροντα θέματα και αποπνέουν ζωή. Σε καμία περίπτωση δεν μοιάζουν με τις γελοίες λήψεις από λεκάνες αποχωρητηρίων και από breakfast, τις οποίες αποθεώνουν ως παραδείγματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας οι ανόητοι avant garde τύποι, που παριστάνουν τους θεωρητικούς της φωτογραφίας στις μέρες μας. Επιστρέφοντας, μετά την σύντομη παρένθεση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι εκδόσεις Οδυσσέας ζήτησαν από τον Τουρκοβασίλη να ετοιμάσει ένα βιβλίο με φωτογραφίες και μικρά του δοκίμια για την ελληνική νεολαία της εποχής. Εκείνος, έχοντας παρακολουθήσει το νεολαιίστικο rock κίνημα της Αθήνας, διατηρώντας φιλίες με παιδιά που εξέφραζαν τις διάφορες μουσικές τάσεις και δίνοντας το παρόν σε αρκετές συναυλίες, ετοίμασε το υλικό του, το οποίο και κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο  Τα Ροκ Ημερολόγια. Ελληνική Νεολαία και Ροκ Εν Ρολ.


Το βιβλίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους Έλληνες ροκάδες της εποχής. Γρήγορα, τα 5000 αντίτυπά του εξαντλήθηκαν. Ωστόσο, η επανακυκλοφορία του καθυστέρησε είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, με αποτέλεσμα η πρώτη έκδοση να γίνει αντικείμενο πόθου δεκάδων νεαρών. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, εκατοντάδες κόπιες του βιβλίου ανατυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν ανεπίσημα, από χέρι σε χέρι, σε φωτοτυπίες αλλά και σε «παράνομες» εκδόσεις. Και σαν η θεά τύχη να συνέλαβε τον πόθο του «Τσίκο», το βιβλίο επανακυκλοφόρησε την άνοιξη του 2016, αυτή την φορά υπό τον επικαιροποιημένο τίτλο Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80.


Όσον αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου, η δομή του είναι η εξής. Μικρά αισθητικά δοκίμια του Τουρκοβασίλη, αναμνήσεις από συναυλίες και σύντομα αποσπάσματα συνομιλιών του με τους rockers της εποχής (μουσικούς, αλλά και- κυρίως- οπαδούς), εναλλάσσονται στις σελίδες των «ροκ ημερολογίων» με φωτογραφίες που είχε τραβήξει σε στέκια, συγκροτήματα, πρόσωπα και συναυλίες. Όπως προανέφερα, ο φακός του Τουρκοβασίλη συνδέει την καλλιτεχνική αντίληψη στην λήψη της φωτογραφίας με την ζωντάνια στην απεικόνιση των θεμάτων. Οι εικόνες του θυμίζουν ντοκιμαντέρ. Παράλληλα, αποτυπώνουν το αισθητικό ίχνος μιας άγριας νεολαίας που, δυστυχώς, φαίνεται πως δεν βρήκε πολλούς κληρονόμους.


Όσον αφορά το καθαρά φωτογραφικό υλικό του βιβλίου υπάρχουν εικόνες από συναυλίες όπως εκείνες των UFO στο Σπόρτινγκ το 1983, των Blues Band το καλοκαίρι του 1982 στον Λυκαβηττό, των New Order στο Σπόρτινγκ την ίδια χρονιά, των Ex Humans στην Σοφίτα το 1983 και πάρα πολλές ακόμη. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται, ακόμη, φωτογραφίες από την επίσκεψη του Bruce Dickinson με σκοπό την υπογραφή αυτόγραφων και την γνωριμία με το ελληνικό κοινό σε γνωστό στέκι της εποχής, καθώς και φωτογραφίες «σκινάδων», «νιουγουεηβάδων», και metalheads εν δράσει, σε θρυλικά νεολαιίστικα μαγαζιά, όπως τα Αρετούσα, Σοφίτα, Mad και άλλα. Τέλος, υπάρχουν φωτογραφίες ροκάδων οπαδών και hooligans στα γήπεδα του Καραϊσκάκη και της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.


Ωστόσο, πέρα από το αναμφισβήτητα ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, κατά καιρούς ασκήθηκαν κάποιες αρνητικές κριτικές που αφορούσαν τα κείμενα των «ροκ ημερολογίων». Κριτικές με αιχμές διαφορετικών προελεύσεων. Προσωπικά θεωρώ παρατραβηγμένες και αδόκιμες αυτές τις προσεγγίσεις. Χωρίς να μακρηγορήσω, θα σημειώσω ότι πράγματι τα αισθητικά κείμενα του Τουρκοβασίλη δεν καταφέρνουν πάντοτε να συλλάβουν την ουσία των όσων παρουσιάζουν. Ο συγγραφέας μπορεί να παρακολουθεί από κοντά και με ενδιαφέρον το φαινόμενο της ελληνικής rock νεολαίας, αλλά είναι σαφές ότι η γνωριμία με το πεδίο της έρευνάς του ήταν πρόσφατη όταν έγραφε το βιβλίο, πράγμα που σημαίνει ότι η συγγραφική του ματιά είναι εξωτερική και όχι αυτή ενός ανθρώπου που γνωρίζει καλά τον «κόσμο» του rock. Αυτό, όμως δεν μειώνει την αξία του έργου.


Το ίδιο πιστεύω ότι συμβαίνει και με τα αποσπάσματα από συνομιλίες με νεαρούς rockers, που φιλοξενούνται στις σελίδες του βιβλίου. Πολλοί στέκονται στο γεγονός ότι εκφράζουν απλοϊκές γενικεύσεις και περιλαμβάνουν ανακρίβειες. Νομίζω ότι μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στην απώλεια του νοήματος. Γιατί το νόημα αυτών των αποσπασμάτων είναι να αποκαλύψουν, με τον πιο ζωντανό τρόπο, την εικόνα και τις απόψεις που είχαν οι rockers της εποχής για την μουσική και το ευρύτερο κίνημα που εξέφραζαν, βάσει των λίγων πληροφοριών και της ισχνής σχετικής βιβλιογραφίας που υπήρχε στην Ελλάδα. Όχι να καταγράψουν με επιστημονικό τρόπο μια ανάλυση του rock. Και σε αυτό το πεδίο, νομίζω ότι ο Τουρκοβασίλης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Με μια πεζοδρομιακή γλώσσα και με νεανικά ορμητικό ύφος οι συνομιλητές του αποτυπώνουν ανάγλυφα την κυρίαρχη κουλτούρα των Ελλήνων rockers και metalheads της δεκαετίας του ’80.


Επίσης, ο Τουρκοβασίλης έχει κατακριθεί, μεταξύ των άλλων, γιατί παρουσίασε σε κάποια σημεία του βιβλίου του εθνικιστικές και hooligan εκδοχές του rock κινήματος στην Ελλάδα. Προφανώς, θεωρώ ότι οι εν λόγω κατακρίσεις πρέπει να γραφτούν στα παλαιότερα των υποδημάτων από τους σοβαρούς αναγνώστες του βιβλίου. Γιατί, πρώτον, το rock, κατά την δεκαετία του ’80, ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με το οπαδικό κίνημα, πράγμα που σημαίνει ότι σωστά έπραξε ο Τουρκοβασίλης με το να το παρουσιάσει. Και, δεύτερον, γιατί οι εθνικιστικές τάσεις, σε μερίδες του punk και του heavy metal κοινού, ήταν γνωστές σε όλους τους εμπλεκομένους και μόνο ως απαίτηση «πολιτικά ορθής» λογοκρισίας μπορεί να θεωρηθεί η κριτική στον Τουρκοβασίλη, επειδή επέτρεψε να δημοσιευθούν φωτογραφίες και αναφορές που τις παρουσίασαν. 




Συμπερασματικά, Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, συνιστούν μια σημαντική καταγραφή της κουλτούρας του rock κινήματος στην Ελλάδα. Για όσους αρέσκονται στις αναπολήσεις των περασμένων, όμορφων, εποχών, των οποίων, δυστυχώς, η μεταμοντέρνα παρακμή των ημερών μας, όσο περνούν τα χρόνια, σβήνει και τα τελευταία τους ίχνη, το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να αποτελέσει ένα απολαυστικό εαρινό και θερινό ανάγνωσμα.       

Εκδήλωση μνήμης της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. για τον Περικλή Γιαννόπουλο

                                                            από τον Flammentrupp

Πριν λίγες ημέρες, συμπληρώθηκαν 119 χρόνια από το θάνατο του Περικλή Γιαννόπουλου, του ελληνολάτρη στοχαστή, λογοτέχνη και μεταφραστή. Στη ΦΛΕΦΑΛΟ, πιστοί στην παρουσίαση εν πολλοίς ξεχασμένων μορφών του Ελληνισμού, προχωρήσαμε σε εκδήλωση-ομιλία για να τιμήσουμε τη, μνήμη ενός αληθινού Έλληνα.

Μέλη της Λέσχης, ορίσαμε ως τόπο συνάντησης τα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατευθυνθήκαμε στο προαύλιο του πανέμορφου νεοκλασικού κτιρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου και πραγματοποιήσαμε την εκδήλωση. Σύμμαχος μας ο καιρός, αφού παρά την αστάθεια που διακρίνει τα πρώτα βήματα της άνοιξης, οι Υάδες νύμφες επέλεξαν να στηρίξουν την προσπάθεια μας αφήνοντας τον υετό να περιπλανάται στα νέφη άνωθεν του άστεως και όχι να ξεπλένει τη μαυρίλα της σύγχρονης Αθήνας.


Πρώτος ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο Σταμάτης, ο οποίος μίλησε για την ζωή και τις ιδές του Περικλή Γιαννόπουλου. Ο Σταμάτης ανέφερες ότι ο Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα και ανατράφηκε σε μια οικογένεια που διέθετε ανθρώπους με λογοτεχνικές ανησυχίες. Όταν ενηλικιώθηκε ήρθε για σπουδές στην Αθήνα και αργότερα έφυγε για να σπουδάσει ιατρική στη Γαλλία. Εκεί διάβασε τους ρομαντικούς και μαγεύτηκε από τα κείμενα του Μπωντλαίρ και του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Γρήγορα έγινε μέλος του κύκλου των συμβολιστών, οι οποίοι έγραφαν αναμιγνύοντας τεχνοτροπικά στοιχεία του Ρομαντισμού και μοντέρνων τάσεων.

Ο Γιαννόπουλος έγινε γνωστός στους παρισινούς κοσμικούς κύκλους, λόγω της όμορφης εξωτερικής του εμφάνισης. Οι κοσμικές Γαλλίδες των παρομοίαζαν με τον Απόλλωνα. Δυστυχώς, όμως, εκείνα τα χρόνια έφυγε από την ζωή ο πατέρας του. Έτσι, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Αγγλία, ο Γιαννόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα. Κατά την επιστροφή του συνδέθηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους των Αθηνών και άρχισε να εκφράζει θέσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας. Μετέφρασε στα ελληνικά κείμενα του Καρόλου Ντίκενς, του Όσκαρ Ουάιλντ, το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε και άλλα και σύντομα κέρδισε την εκτίμηση λογοτεχνών όπως ο Ίωνας Δραγούμης, ο Κωστής Παλαμάς και ο Παύλος Νιρβάνας.


Η ιδιότυπη στάση ζωής του Γιαννόπουλου κέντρισε το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου των Αθηνών. Μοναχικός, ζούσε συνειδητά δίχως οικονομική άνεση και χωρίς πρακτικούς σκοπούς ζωής, αλλά φρόντιζε πάντα την εξωτερική του εμφάνιση και ήταν συνεχώς δοσμένος στον πνευματικό του αγώνα ενάντια στην παρακμή της νεοελληνικής πραγματικότητας, και κόντρα στον μιμητισμό των νεωτερικών ευρωπαϊκών τάσεων. Αγωνίστηκε για την πραγματοποίηση μιας αισθητικής, ηθικής και πολιτικής επανάστασης που θα έπρεπε να οργανώσει μια ελληνική πνευματική ελίτ. Το ύφος της γραφής του δεν είχε καμιά σχέση με τον Συμβολισμό, ήταν εντελώς προσωπικό και εξέφραζε έναν πληθωρικό ρομαντικό εθνικισμό.


Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε την φιλοσοφία του Γιαννόπουλου, ο Σταμάτης πρότεινε να εστιάσουμε σε δυο κεντρικές ιδέες. Την ελληνική γραμμή και την μεταφυσική του ηλιακού φωτός. Ο Γιαννόπουλος θεωρούσε ότι αυτό που αποκαλούσε «ελληνική γραμμή» είναι μια μεταφυσική δύναμη η οποία διαπερνά την υλική πραγματικότητα των ελληνικών τοπίων. Στόχος του ήταν να κάνει τους καλλιτέχνες και τους πολιτικούς να συντονίσουν το πνευματικό γίγνεσθαι της χώρας μας με την ελληνική γραμμή. Ωστόσο, την αποστολή αυτή έπρεπε να την φέρουν σε πέρας οι πνευματικοί άντρες που θα είχαν λούσει την πνευματική τους υπόσταση στο χρυσό φως του ελληνικού ήλιου. Όπως και ο Πλάτωνας, ο Γιαννόπουλος αντιλαμβανόταν τον ήλιο ως σύμβολο του Θείου.


Το ιδιαίτερο της περίπτωσης του Γιαννόπουλου είναι ότι πρόκρινε μια ρομαντική προσέγγιση έχοντας ως επίκεντρο όχι την σκοτεινή ατμοσφαιρικότητα, τα ήπια χρώματα και την μεσαιωνική αισθητική, αλλά το φως και την αρχαία ελληνική κουλτούρα. Στην ουσία επρόκειτο για έναν «Ρομαντισμό του φωτός», καθώς ο Γιαννόπουλος χρησιμοποίησε τα εργαλεία του κλασικισμού (φως, αρχαίοι ρυθμοί) με ύφος και τρόπο ρομαντικό.

Ο «ξανθός ιππότης» της ελληνικής λογοτεχνίας, νιώθοντας ότι το νόημα της ζωής του έχει ολοκληρωθεί, αποφάσισε τον Απρίλιο του 1910 να δώσει τέλος στην ζωή του. Λίγο πριν το κάνει, κατέστρεψε όλα τα έργα του και τις περισσότερες φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν. Ο Παύλος Νιρβάνας, που είχε δει κάποια χειρόγραφά του, αναφέρει ότι επρόκειτο για έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Τελικά, ο Γιαννόπουλος κάλπασε γυμνός με το άλογό του στα κύματα της θάλασσας του Σκαραμαγκά και αυτοπυροβολήθηκε, βρίσκοντας τον θάνατο στα εν μέσω των όμορφων τοπίων της ελληνικής γης. Τουλάχιστον, έμειναν τα μικρά δοκίμια και τα άρθρα που είχε γράψει στις εφημερίδες της εποχής, καθώς και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που των έζησαν, ώστε να έχουμε σήμερα μια εικόνα της προσωπικότητάς του.


Όταν ο Σταμάτης ολοκλήρωσε όσα είχε να πει ξεκίνησε μια συζήτηση στην οποία συμμετείχαμε οι παρευρισκόμενοι. Αναφέρθηκε από τον Δημήτρη Αργασταρά ότι είχαν μιλήσει με κολακευτικά σχόλια για τον Γιαννόπουλο ο Δραγούμης, ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ακόμη και ο Σεφέρης. Ο Γιώργος Α. παρέθεσε κάποια στοιχεία σχετικά με την εθνικιστική ιδεολογική συγκρότηση του Περικλή Γιαννόπουλου, ενώ εγώ και ο Ανδρέας Σκαμανδρώνυμος μιλήσαμε για τον λογοτεχνικό του αισθητισμό, για το πώς έγινε νοητή η έννοια της μεταφυσικής στην σκέψη του (αποκαλούμενου τα τελευταία χρόνια ως), «Έλληνα Τζων Ράσκιν[1]» και για το πώς την συνέδεσε με τις πολιτικές του προσεγγίσεις.          

Η εκδήλωση έκλεισε με διανομή ενημερωτικού υλικού στο πεζοδρόμιο των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου, καθώς και στο Μοναστηράκι, και με την υπόσχεση να συνεχίσουμε να θυμόμαστε και να τιμούμε με ανάλογες εκδηλώσεις μορφές του Ελληνισμού που, άλλοτε με την πένα τους και άλλοτε με τον τρόπο ζωής τους, έδωσαν σε εμάς τα οροθέσια για να πορευτούμε στον δικό μας αγώνα για τη διατήρηση του ελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής και, τελικά, της ίδιας της Ελλάδος και ό,τι αυτή πρεσβεύει ως Ιδέα.


[1] Κώστας Γιαννόπουλος, Περικλής Γιαννόπουλος, πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007. 
ΥΓ. Την δεύτερη εικόνα αλιεύσαμε από τον διαδικτυακό τόπο https://www.paideiainstitute.org/_o_tragoudistis_the_troubadour

Ο "Κόκκινος Πάπας"

                                                                     του Αχιλλέα

Πριν λίγους μήνες, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει σε μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ., ο Σταμάτης είχε αναφέρει κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον όσων μελετάμε τον πολιτικό Ρομαντισμό. Συγκεκριμένα, είχε πει ότι όπως η «σχολή της Φρανκφούρτης» αρχικά και ο «γαλλικός αποδομισμός» στην συνέχεια αλλοίωσαν την σοσιαλιστική ουσία του μαρξισμού μετατρέποντάς τον σε ουρά του φιλελευθερισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έτσι και η Νέα Δεξιά σήμερα αποψιλώνει τον εθνικισμό από τις κοινωνιστικές και ρομαντικές καταβολές του τραβώντας τον καθημερινά όλο και περισσότερο εντός των πλαισίων του φιλελεύθερου αστισμού. Νιώθοντας τον κίνδυνο αυτής της προοπτικής, σκέφτηκα λοιπόν να ανατρέξω στην ιστορία των ιδεών, καθώς και κάποιων εκ των παλαιών μορφών του εθνικιστικού χώρου, προκειμένου να αναδείξω την αλήθεια γύρω από την έννοια του εθνικισμού, την οποία η συστημική «πνευματική ελίτ» διατηρεί συνεχώς στην ασάφεια, για ευνόητους λόγους. Ασφαλώς, στόχος τέτοιων άρθρων είναι να προβάλουν την ιστορική αλήθεια και να κάνουν τους πάσης φύσεως δεξιούς, παλιούς και νέους, να αντιληφθούν ότι πολλοί μπορεί να δελεαστούν από διάφορα κίνητρα προκειμένου να αποσπάσουν τον εθνικισμό από τις ρομαντικές καταβολές του για να τον εκφυλίσουν στις φόρμες της καπιταλιστικής Νέας Δεξιάς. Εμείς, όμως, στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. δεν θα τους κάνουμε αυτή την χάρη.

Το πρώτο πρόσωπο στο οποίο θα σταθώ στα πλαίσια αυτής της αναδρομής είναι ο Nicola Bombacci. Ο Μπομπάτσι αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση Ιταλού κομμουνιστή, ο οποίος στρατεύτηκε τελικά με τους ριζοσπάστες εθνικιστές του Μουσολίνι. Πολυσχιδής και ιδιόμορφος στοχαστής, εξέφρασε την ρομαντική πολλαπλότητα σε όλες της τις εκφάνσεις. Ας δούμε αναλυτικά την περίπτωσή του.


Στις 29 Απριλίου του 1945, οι βασικοί ηγέτες του φασιστικού κινήματος δολοφονήθηκαν στα χέρια των κομμουνιστών συμπατριωτών τους. Και ανάμεσα σ' αυτούς τους φασίστες, ο Μπομπάτσι, πρώην κεντρικό πρόσωπο του ιταλικού κομμουνισμού, ιδρυτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), προσωπικός φίλος του Λένιν με τον οποίο, βρισκόταν στην ΕΣΣΔ κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Γνωστός με το παρατσούκλι «Κόκκινος Πάπας» από την αστική τάξη και, τελικά, διαπρύσιος υποστηρικτής του Μουσολίνι, στου οποίου το καθεστώς εντάχθηκε πριν το τέλος της ζωής του. Είναι η ιστορία του μια ιστορία προδοσίας ή αλλαγής; Ή ίσως, για κάποιους, η φυσική εξέλιξη του εθνικό-μπολσεβικισμού;

Ο Nicola Bombacci μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν αγρότης, πρώην στρατιώτης των παπικών κρατών) από την Ρομάνα, στην επαρχία Φορλί, στις 24 Οκτωβρίου του 1879. Ο πατέρας του Μπομπάτσι τον ανάγκασε αρχικά, να ενταχθεί σε παρακολουθήσεις σεμιναρίων για να γίνει ιερέας, αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του ο ίδιος τις εγκατέλειψε, καθώς δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτή την ατραπό. Το 1903 εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (PSI) και αποφάσισε να γίνει δάσκαλος, ώστε να υπηρετήσει τις κατώτερες τάξεις στον αγώνα τους για μια καλύτερη ζωή (αξίζει να σημειώσω ότι σπούδασε στο ίδιο κολέγιο με τον Μουσολίνι). Γρήγορα, όμως, αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στη σοσιαλιστική επανάσταση. Οι οργανωτικές ικανότητές του τον βοήθησαν να αυξήσει την επιρροή του στο εργατικό κίνημα και στη συνέχεια να γίνει Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Κόμματος. Εκεί συνάντησε τον νεαρό Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ήταν σοσιαλιστής πριν γίνει εθνικός επαναστάτης.

Όντας αντίθετοι με τη μετριοπαθή γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας, ο Μπομπάτσι με τον Αντόνιο Γκράμσι θα ιδρύσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, μετά την εσωτερική διάλυση του PSI, και θα ταξιδέψουν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην ΕΣΣΔ για να συμμετάσχουν στην μπολσεβίκικη επανάσταση. Ο Μπομπάτσι είχε βρεθεί και παλαιότερα εκεί, ως εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και είχε πειστεί πλήρως για την αναγκαιότητα της ρωσικής επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Λένιν, στον οποίο είπε για τον Μουσολίνι το εξής: «Στην Ιταλία, σύντροφοι, υπάρχει μόνο ένας σοσιαλιστής που μπορεί να οδηγήσει τον λαό στην επανάσταση: ο Μπενίτο Μουσολίνι»[1]. Λίγα χρόνια αργότερα εκείνος θα ξεκινήσει μια επανάσταση στην Ιταλία, αλλά αυτή θα οδηγήσει στην επικράτηση όχι του κομμουνισμού μα του φασισμού.

Ωστόσο, μέχρι να εξελιχθούν τα πράγματα στο ιταλικό πολιτικό στερέωμα κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Μπομπάτσι, ως ηγέτης του νεοσυσταθέντος PCI, (ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ο θεωρητικός, ενώ ο Μπομπάτσι ο οργανωτής), εξελίχθηκε σε «νούμερο ένα δημόσιο εχθρό» της ιταλικής αστικής τάξης, που τον αποκαλούσε «Κόκκινο Πάπα»[2]. Ο Μπομπάτσι προσπάθησε να σταματήσει την πορεία του φασισμού στην εξουσία, αλλά απέτυχε. Από τις σελίδες της εφημερίδας του άρχισε να καταφέρεται εναντίον του φασισμού και να υπερασπίζεται την κομμουνιστική επανάσταση. Ήταν η εποχή που οι μελανοχίτωνες τραγουδούσαν τραγούδια όπως:

«Δεν φοβάμαι τον Μπομπάτσι / Με του Μπομπάτσι την γενειάδα θα κάνουμε βούρτσες / Για να λαμπρύνει το κεφάλι του Μπενίτο Μουσολίνι».

Εκείνη την περίοδο το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα σπαρασσόταν από εσωτερικές εντάσεις κι ο Μπομπάτσι εισήλθε σε μια περίοδο προστριβών με τους συντρόφους του, καθώς υπήρχαν έντονες διενέξεις για το αν ο κομμουνισμός θα έπρεπε να είναι εθνικιστικός ή διεθνιστικός. Την περίοδο που ήταν ακόμα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα έγραψε για την  δράση του  Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο στο Φιούμε, ότι ήταν «Τέλεια και βαθιά επαναστατική, γιατί ο Ντ’Ανούντσιο είναι επαναστατικός. Ο Λένιν το είπε στο συνέδριο της Μόσχας».


Ασφαλώς, ο Ντ’Ανούτσιο είχε μικρή σχέση με τις μαρξιστικές ιδέες. Διαλεγόταν, όμως, με ένα αδιαμόρφωτο ιδεολογικά ρεύμα κοινοτιστικού σοσιαλισμού, που κυοφορείτο στα πλαίσια της νεορομαντικής σκέψης. Ο Ντ’Ανούτσιο ήταν σημαντικός συγγραφέας και σεναριογράφος, που αισθητικά προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στον decadent Ρομαντισμό και κάποιες μοντέρνες τάσεις. Διετέλεσε ανεξάρτητος βουλευτής στα τέλη του 19ου αιώνα και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε γενναία στην ιταλική πολεμική αεροπορία. Μετά το τέλος του πολέμου, εξοργισμένος από την συμπεριφορά των δυτικών και την παράδοση του Φιούμε (σημερινής Ριέκα στην Κροατία) στην Γιουγκοσλαβία, ακολουθούμενος από 2000 βετεράνους στρατιώτες, κατέλαβε την εν λόγω πόλη εκδιώκοντας τα στρατιωτικά σώματα των Αμερικανών, των Βρετανών και των Γάλλων. Στην συνέχεια κήρυξε το Φιούμε ως ένα ανεξάρτητο κράτος, με τον τίτλο ιταλική δημοκρατία του Carnaro.


Φορούσε στρατιωτική στολή και έβγαζε κάθε μέρα λόγους από το μπαλκόνι του κυβερνητικού μεγάρου, υιοθετώντας το τελετουργικό που αντέγραψε στην συνέχεια ο Μουσολίνι. Ο ΝτΆνούτσιο, ως επικεφαλής του Φιούμε, πρόλαβε να καθιερώσει πολλά γνωρίσματα του στυλ που πρόκρινε αργότερα ο φασισμός. Η υιοθέτηση των μαύρων χιτώνων, του χαιρετισμού με το δεξί χέρι υψωμένο, μυσταγωγικές τελετές και άλλα[3]. Προσπάθησε να οργανώσει μια εναλλακτική λύση στην Κοινωνία των Εθνών και για τους καταπιεσμένους λαούς  του κόσμου (όπως τον λαό της Ιρλανδίας, τον οποίο ο Ντ’Ανούτσιο προσπάθησε να εξοπλίσει το 1920). Το σύνταγμα που εγκαθίδρυσε προέβλεπε ένα κράτος συντεχνιακό, με εννέα εταιρείες για να αντιπροσωπεύουν τους διάφορους τομείς της οικονομίας και έναν δέκατο για να εκπροσωπεί τους πνευματικούς ανθρώπους (ήρωες, ποιητές, κλπ). Το σύνταγμα προέβλεπε επίσης την πολιτική ισότητα όλων των πολιτών και των δυο φύλων, την αποκέντρωση και το ότι η μουσική ήταν η θεμελιώδης αρχή του κράτους! Τελικά, το αστικό ιταλικό κράτος εκδίωξε τον Ντ’Ανούτσιο από το Φιούμε, στα τέλη του 1920. Έκτοτε, ο λεγόμενος «πρώτος Ντούτσε» είχε μια χλιαρή σχέση με το ιταλικό εθνικιστικό κίνημα. Παρέμεινε, ωστόσο, σημείο αναφοράς όλων των Ευρωπαίων ρομαντικών.

Το 1922 οι φασίστες πέρασαν από την πρωτεύουσα του Τίβερη. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον Μουσολίνι πλέον. Ο Μπομπάτσι, ως βουλευτής και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και υπεύθυνος για τις εξωτερικές σχέσεις, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. Συμμετείχε στο «IV Διεθνές Κομμουνιστικό Συνέδριο», στο οποίο εκπροσώπησε την Ιταλία και μίλησε με τους Ρώσους μπολσεβίκους ηγέτες.

Είχε ήδη αφιερώσει το μισό της ενήλικης ζωής του στους αγώνες του προλεταριάτου και δεν έδειχνε διατεθειμένος να εγκαταλείψει την προσπάθειά του για να εφαρμόσει στην πράξη το σοσιαλιστικό του όνειρο. Ο Μπομπάτσι θεωρούσε ότι οι σχέσεις με το επαναστατικό σοβιετικό κράτος θα ήταν ένα πλεονέκτημα για την Ιταλία ως έθνος που επίσης διερχόταν μια επαναστατική διαδικασία, έστω και φασιστική. Αμέσως κατηγορήθηκε ως αιρετικός και του ζητήθηκε να διορθώσει την θέση του. Πολλοί σύντροφοί του δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ένας κομμουνιστής απαιτούσε να «ξεπερνιέται το έθνος χωρίς να καταστρέφεται, γιατί το θέλουμε μεγαλύτερο, γιατί θέλουμε μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών», σοσιαλιστική, χωρίς να αρνείται ότι η πατρίδα είναι «ιερό και αναμφισβήτητο δικαίωμα κάθε προσώπου»[4]. Με λίγα λόγια ο Μπομπάτσι εξέφρασε μια καθαρά «Τρίτη Θέση», όπου ο επαναστατικός εθνικισμός του φασισμού συναντούσε τον κομμουνιστικό επαναστατικό σοσιαλισμό.


Εξάλλου, μια τάση προς αυτή την κατεύθυνση είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, στην κεντρική Ευρώπη εκείνα τα χρόνια, και από το στρατόπεδο των νεορομαντικών εθνικιστών. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γερμανός στοχαστής Όσβαλντ Σπένγκλερ, που ανανεώνοντας στα κείμενά του την θεωρητική αντιπαράθεση ανάμεσα στη γερμανική ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων και τον επιφανειακό δυτικό υλισμό, συμπέρανε ότι η γεωπολιτική συμμαχία μιας συντηρητικής Γερμανίας με την κομουνιστική Ρωσία ίσως αποτελούσε το αντίδοτο στην επέλαση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Ο Σπένγκλερ είδε στο κομουνιστικό τμήμα της ανατολικής Ευρώπης την δυνατότητα για την οικοδόμηση ενός μελλοντικού πολιτισμού,  «τη στιγμή που οι σκιές του ηλιοβασιλέματος στη Δύση[5]» μάκραιναν όλο και πιο πολύ. 


Η ιδεολογική αυτή τροπή έκανε τον Μπομπάτσι να περιθωριοποιηθεί από το PCI. Ωστόσο, δεν έπαψε να έρχεται σε επαφή με κάποιους Ρώσους ηγέτες και με την ρωσική πρεσβεία, στην οποία εργάστηκε. Ταυτόχρονα, ένας από τους γιους του ζούσε στην ΕΣΣΔ. O Μπομπάτσι εξακολούθησε να πιστεύει ειλικρινά στην μπολσεβίκικη επανάσταση και, αντίθετα με τους Ιταλούς συντρόφους του, θεωρούσε ότι οι Ρώσοι είχαν μία εθνική αίσθηση της επανάστασης τους.

Με την απομάκρυνση του από το κόμμα το 1927, ο Μπομπάτσι σιώπησε μέχρι το 1936, όταν και ίδρυσε το περιοδικό «La Verità». Οι απόψεις του άρχισαν να διαφοροποιούνται και, μετά το 1943, να αποκτούν μια σταδιακή ροπή προς τον φασισμό. Αυτή η αργή προσέγγιση, έγινε αρχικά στο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο του εθνικιστικού κορπορατισμού, το οποίο πρόκρινε ο φασισμός. Ο Μπομπάτσι, ήδη από το 1928, είχε αναφέρει ότι ο κορπορατισμός «είναι ένα πρόγραμμα σοσιαλισμού»[6].

Ο Μπομπάτσι ποτέ δεν έγινε μέλος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος - παρά την φιλία του με τον Μουσολίνι. Παρέμεινε πάντα ανεξάρτητος. Ωστόσο, ήταν πεπεισμένος ότι το κράτος που πρότεινε ο εταιρικός φασισμός ήταν μια άρτια υλοποίηση του σοσιαλισμού. Το 1936 έγραψε στο περιοδικό «La Verità»: «Ο φασισμός έκανε μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση, εξαιτίας του Λένιν και του Μουσολίνι. Το σοβιετικό και φασιστικό εταιρικό κράτος, τη Ρώμη και τη Μόσχα. Πολλά έπρεπε να διορθωθούν, και δεν πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη για τίποτε, γιατί σήμερα, όπως χθες, ένα είναι το κινητήριο ιδεώδες: ο θρίαμβος της εργασίας»[7].

Ο Μπομπάτσι είχε ξεκινήσει να ανταλλάζει επιστολές με τον Μουσολίνι, προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινωνική του πολιτική. Ο σημαντικός ιστορικός του φασισμού, Ρέντζο Ντε Φελίσε, έγραψε για αυτό ότι ο Μπομπάτσι είχε προτείνει στον Μουσολίνι περισσότερα από ένα από τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ την δεκαετία του 1930[8]. Επίσης, από τις σελίδες του περιοδικού του, πέρα από τα οικονομικά ζητήματα εξέφρασε και την γεωπολιτική του εκτίμηση για την ανεξαρτητοποίηση της Ιταλίας από την σφαίρα επιρροής των πλουτοκρατικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία και Αγγλία).

Υιοθετώντας μια παράξενη ρητορική, υποστήριξε την ιταλική παρέμβαση στην Αιθιοπία το 1935, αλλά όχι ως αποικιοκρατική εκστρατεία. Εκτιμούσε ότι αυτή η εκστρατεία αποτελούσε ένα προοίμιο της αντιπαράθεσης μεταξύ των «προλεταριακών» χωρών (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η Ιταλία) και των «καπιταλιστών», καθώς πίστευε, ότι θα υπάρξει μία «παγκόσμια επανάσταση που θα αποκαταστήσει την παγκόσμια ισορροπία». Η παραπάνω νίκη «θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πολύ σημαντική για την απελευθέρωση των έγχρωμων πληθυσμών που βρίσκονταν ακόμα κάτω από την πιο τρομερή καταπίεση του καπιταλισμού». Στην ουσία, σήμερα διαπιστώνει κανείς ότι η συγκεκριμένη θέση του Μπομπάτσι αποτελούσε μια περιτυλιγμένη με σοσιαλιστική ρητορική, υποστήριξη της γεωπολιτικής ανεξαρτησίας της Ιταλίας από το στρατόπεδο των δυτικών δυνάμεων.


Μεταξύ των ετών του 1936 και 1945, αναδύθηκαν οι πιο δύσκολες στιγμές για το σύστημα του Μουσολίνι. Ο Μπομπάτσι μολονότι διαπίστωνε ότι οι περισσότερες ιδέες του δεν υλοποιούνταν, ενεργώντας ως αμετανόητος ρομαντικός ιδεαλιστής, δεν έδειξε πρόθυμος να εγκαταλείψει τον ιδιότυπο -και δυσερμήνευτο σε ορισμένες περιπτώσεις- αγώνα του για την προώθηση του σοσιαλισμού στην Ιταλία. Υποστήριζε χαρακτηριστικά ότι στήριζε ένα έργο λύτρωσης και «οικονομικής ανάκαμψης της ιταλικού προλεταριάτου που είχαν ξεκινήσει οι πρώιμοι σοσιαλιστές»[9].

Αυτή η φάση συνέπεσε με μια αναθεωρητική του περίοδο και μια σειρά επιθέσεων κατά του σοβιετικού συστήματος. Τον Νοέμβριο του 1937 έγραψε ότι οι σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και των δημοκρατικών χωρών είχαν μόνο μία εξήγηση: «ο λόγος είναι μόνο ένας, επιπόλαιος, χυδαίος αλλά αληθής: το συμφέρον, τα χρήματα, οι επιχειρήσεις» και κατηγόρησε το σύστημα του Στάλιν ως «αποικία του διεθνούς καπιταλισμού»[10].
Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος -και ειδικά όταν άρχισαν οι μάχες στο Ανατολικό Μέτωπο- ο Μπομπάτσι συμμετείχε στις αντισοβιετικές εκστρατείες του καθεστώτος. Ως γνώστης της ΕΣΣΔ απέκτησε δημοτικότητα. Έγραψε αρκετά άρθρα για τα μέτρα που έλαβε ο Στάλιν προκειμένου να καταστρέψει όλες τις επιτυχίες του λενινιστικού σοσιαλισμού. Το 1943, λίγο πριν την πτώση του φασισμού, ο Μπομάτσι συνόψισε τη θέση του σε ένα φυλλάδιο: «Ποια από τις δύο επαναστάσεις, φασιστική ή μπολσεβίκικη, θα γράψει ιστορία στον εικοστό αιώνα και θα γίνει γνωστή ως η δημιουργός μιας νέας τάξης του κόσμου και των κοινωνικών αξιών; Ποια από τις δύο επαναστάσεις επιλύει το αγροτικό πρόβλημα ακολουθώντας πραγματικά τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες των αγροτών και τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα της εθνικής κοινότητας; Η Ρώμη έχει κερδίσει! […] η εκβιομηχάνιση που υπάρχει στην ΕΣΣΔ είναι παρόμοια με τις χώρες που κατά τον 19ο αιώνα ακολούθησαν την αστική καπιταλιστική διαδικασία. Η Μόσχα, πλέον, ολοκληρώνει το καπιταλιστικό της στάδιο. Η Ρώμη είναι κάτι διαφορετικό»[11].

To 1943, καθώς ο φασισμός στην Ιταλία αποδυναμωνόταν και η χώρα είχε χωριστεί στα δύο μετά την κατάληψη του νότιου τμήματός της από τους δυτικούς και την συνθηκολόγηση του αστικού κόσμου μαζί τους, ο Μπομπάτσι έγραφε στον Μουσολίνι: «η προδοσία του βασιλιά έφερε παντού την καταστροφή και την ντροπή στην Ιταλία. […] Αλλά για να εξασφαλιστεί η νίκη πρέπει να έχουμε με το μέρος μας τις εργατικές μάζες. Πως; Με αποφασιστικές και ριζοσπαστικές πράξεις στον παραγωγικό και συνδικαλιστικό τομέα»[12].

Ο Μουσολίνι αντιλαμβανόμενος την στενότητα των ιστορικών του περιθωρίων και θέλοντας να γράψει την τελευταία φάση του κεφαλαίου της προσωπικής του ιστορίας ως σοσιαλιστής, επιχείρησε, στην λεγόμενη «Δημοκρατία του Σαλό», να πραγματοποιήσει μια ριζοσπαστική οικονομική μεταρρύθμιση. Ο οικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός που θέσπισε ονομάστηκε, έπειτα από πρόταση του Μπομπάτσι που έγινε δεκτή, «κοινωνικοποίηση». Τα νέα μέτρα είχαν υπερβεί τον παλιότερο κορπορατισμό και αποκτούσαν πλέον σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Προέβλεπαν την δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη συνδιαχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων από τους ιδιώτες, τους εργάτες και το κράτος, τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη των εταιριών, την εθνικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών και την ίδρυση ενός, μη φασιστικού, αντιπολιτευτικού κόμματος, του Raggruppamento. Η διακήρυξη αυτής της σοσιαλιστικής μετάβασης δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της βόρειας Ιταλίας, στις 16 Ιανουαρίου του 1944.

Αναμφίβολα η «Δημοκρατία του Σαλό», από θεσμικής απόψεως, αποτέλεσε το πιο ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό σύστημα ανάμεσα στα εθνικιστικά κράτη του μεσοπολέμου. Ωστόσο, στην πράξη, οι ρυθμίσεις αυτές είτε δεν εφαρμόστηκαν εξολοκλήρου είτε καθυστέρησαν να εφαρμοστούν. Γιατί οι εμπνευστές της «Δημοκρατίας του Σαλό» είχαν ένα σοβαρό εμπόδιο. Οι Γερμανοί, που ήλεγχαν στρατιωτικά το βόρειο κομμάτι της Ιταλίας και είχαν απελευθερώσει τον Μουσολίνι από την φυλακή, εν μέσω του εξοντωτικά απαιτητικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φοβούνταν ότι οι μεταρρυθμίσεις της Ιταλίας πρώτον θα δημιουργούσαν μεταβολή στο παραγωγικό αποτέλεσμα και δεύτερον ενδεχομένως και να γοήτευαν κάποιους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές. Και σε εκείνη την ιστορική συγκυρία οι βιομηχανίες και τον δυο χωρών βρίσκονταν στην πλήρη εντατικοποίηση των εργασιών τους, προκειμένου να υποστηρίξουν τους ύστατους σχεδιασμούς του γερμανικού στρατού. Μια απλή αλλαγή του ρυθμού παραγωγής ίσως να μην ικανοποιούσε τις στρατιωτικές ανάγκες. Ο Γερμανός πρεσβευτής Ραν προσπάθησε να παρακινήσει την ηγεσία της «Δημοκρατίας του Σαλό» να αποσύρει τις κοινωνικοποιήσεις «με το χαρακτηριστικό επιχείρημα ότι στο Βερολίνο εκφράζουν κιόλας φόβους, για πολιτική σύγχυση και ισχυρό αντίκτυπο ακόμα και μέσα στις μάζες των Γερμανών, οι οποίοι […] ήταν μέχρι τότε ευχαριστημένοι με τη «Νέα Τάξη» που είχε δημιουγήσει ο εθνικοσοσιαλισμός[13]» Έτσι, ορισμένα από τα όνειρα του Μπομπάτσι, μπορεί να επικυρώνονταν ως νόμοι, αλλά καθυστερούσαν να εφαρμοστούν. Τελικά, τα «διακηρυγμένα από μήνες ήδη «Διατάγματα των Κοινωνικοποιήσεων» θα εκδοθούν στις «21 Απριλίου 1944»[14]».  


Ενώ όλοι οι οιωνοί ήταν εναντίον του νέου αδύναμου ιταλικού κράτους, ο Μπομπάτσι επέλεξε αυτήν την ιστορική περίοδο για να συσφίξει τις σχέσεις του με τους εθνικιστές. Όντας ενεργός υποστηρικτής του νέου συστήματος Μουσολίνι, συμπεριφερόταν πλέον ως ηγετική φυσιογνωμία, προκαλώντας την μοίρα του. Πράγματι, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί αυτή η στάση με εργαλειακά λογικά κριτήρια. Μόνο μια κατάδυση στο συναισθηματικό υπόβαθρο και στον αξιακό ηθικό κώδικα του Ρομαντισμού μπορεί να καταστήσει κατανοητές τέτοιες πράξεις. Παρόμοια συμπεριφορά υιοθέτησαν και κάποιοι ακόμη, μη ορθόδοξοι, νεορομαντικοί σοσιαλιστές. «Τους μήνες εκείνους φαίνεται να υπήρξαν μυστικές  συναντήσεις με σοσιαλιστές και κομουνιστές, όπου ο Μουσολίνι θα «περιοριστεί στους παλιούς […] επαναστάτες σοσιαλιστές της σχολής του Σορέλ», ενώ ακόμα διατείνεται ότι η εγκαθίδρυση της «Κοινωνικής Δημοκρατίας» δεν υπήρξε στην πραγματικότητα δικό του έργο, αλλά πραγματοποιήθηκε από άλλες προσωπικότητες»[15].    

Το καλοκαίρι του 1944, όταν η απόπειρα πραξικοπήματος του συνταγματάρχη Στάουφενμπεργκ εναντίον της ηγεσίας του Γ’ Ράιχ απέτυχε, το επιτελείο του Χίτλερ άρχισε κι εκείνο να ξαναβλέπει με συμπάθεια τις πρωτογενείς σοσιαλιστικές καταβολές της ιδεολογίας του και να αντιμετωπίζει με δυσπιστία το στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Οι ηγέτες της «Δημοκρατίας του Σαλό» έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, προωθώντας τις σοσιαλιστικές πολιτικές τους και ζητώντας από τους Γερμανούς να απομακρύνουν από την Ιταλία μεγάλο μέρος των στρατιωτικών και των γραφειοκρατών τους[16]. Κατάφεραν να μετατρέψουν τα εστιατόρια σε «κοινές καντίνες» και να ιδρύσουν εργατικούς καταναλωτικούς συνεταιρισμούς σε όλες τις αγροτικές κοινότητες.

Σε αυτό το κλίμα, ο Μπομπάτσι, αναζωογονημένος, έγραφε από την Βερόνα, στις 22 Δεκεμβρίου του 1944, μετά από αρκετές επισκέψεις σε κοινωνικοποιημένες εταιρείες: «Μίλησα για μία ώρα και τριάντα λεπτά σε ένα ενθουσιώδες θέατρο... το ακροατήριο που αποτελείται από εργάτες φώναζαν: ναι, θέλουμε να αγωνιστούμε για την Ιταλία, για τη δημοκρατία, μέσω της κοινωνικοποίησης ... το πρωί επισκέφθηκα το Μοντατόρι που ήδη κοινωνικοποιήθηκε και μίλησα στους εργαζομένους που αποτελούν το διοικητικό συμβούλιο και τους βρήκα γεμάτους ενθουσιασμό και κατανόηση για την αποστολή μας».

Όλος ο ενθουσιασμός του Μπομπάτσι δεν θα καταλήξει πουθενά, όμως, καθώς το 1945 ήρθε η οριστική πολεμική ήττα. Θα μείνει μέχρι το τέλος με τον Μουσολίνι, ακόμα κι όταν όλα είναι σίγουρα χαμένα και το τέλος του προδιαγραφόταν τραγικό. Προφητικά είπε σε κάποιους εργάτες, σε μία από τις τελευταίες του εμφανίσεις τον Μάρτιο του 1945, ότι  βρήκε τον εαυτό του στις τάξεις των χρωμάτων της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας και επέστρεψε στο επίκεντρο του πολιτικού στίβου προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πιστός στο ιδιότυπο εθνικομπολσεβικικό του όραμα και πάντα γαλήνιος, θα εκτελεστεί, στις 28 Απριλίου του 1945, από Ιταλούς κομουνιστές παρτιζάνους (μάλλον υποκινούμενους από τις αμερικανικές αρχές). Λίγο πριν πεθάνει φώναξε ένα σύνθημα υπέρ του σοσιαλιστικού εθνικισμού. Μετά τον θάνατο του κρεμάστηκε ανάποδα στην Πιατσάλε Λορέτο, σε δημόσια θέα, μαζί με τον Μουσολίνι, την Κλάρα Πετάτσι και άλλα στελέχη της «Δημοκρατίας του Σαλό».


[1] ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελ.28.
[2] Ο.π. σελ. 28.
[3] Στάνλεϊ Πέιν, Η Ιστορία του φασισμού 1914-1945, μτφρ Κώστας Γεώρμας, Αθήνα 2000, Φιλίστωρ, σελίδα143.
[4]. ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελίδα 29.
[5] Χανς Μάγκνους Έτσενσμπέργκερ, Χάμερσταϊν, ή περί ιδιορρυθμίας, μτφρ. Κώστας Κοσμάς, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, σελίδα 199.
[6] ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελίδα σελίδα 30.
[7] Ο.π., σελίδα 30.
[8] Ο.π., σελίδα 31.
[9] Ο.π., σελίδα 32.
[10] Ο.π., σελίδα 32.
[11] Ο.π., σελίδα 33.
[12] Ο.π., σελίδα 34.
[13] Γκεόργκ Σόιερ, Σύντροφος Μουσολίνι. Ρίζες και δρόμοι του πρωτογενούς φασισμού, μτφρ. Τίμος Παπακώστας, Φιλίστωρ, Αθήνα 1989, σελίδα 143.
[14] Ο.π., σελίδα 144.
[15] Ο.π., σελίδα 169.
[16] Ο.π., σελίδα 170.


Εικόνες:
1,4,6,7: Nicola Bombacci
2: Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο
3: Άντρες του Ντ'Ανούτσιο στο Φιούμε.
5: Όσβαλντ Σπένγκλερ