Συνέντευξη με την Ευρυδίκη Μαντέλη

του Δημήτρη Αργασταρά
 
 Δύο δημοσιογράφοι από την Αγγλία ταξιδεύουν στη Σερβία για να καλύψουν µια ελληνική αρχαιολογική αποστολή. Προορισµός τους, µια παλιά ερειπωμένη ορθόδοξη εκκλησία που σχετίζεται µε µια σειρά από θρύλους και περίεργα περιστατικά. Οι ντόπιοι ισχυρίζονται ότι κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου, από την εκκλησία αυτή βγαίνουν οι μυστηριώδεις Βολέγκαροι, οι απεσταλμένοι του Αγίου Βλάσιου, που φέρνουν τον θάνατο και την αναγέννηση. Καθώς οι ήρωες επιχειρούν να ρίξουν φως στην υπόθεση των περίεργων αυτών πλασµάτων, παλιά µυστικά έρχονται στην επιφάνεια, που τους αναγκάζουν να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους και όλα εκείνα που προσπαθούσαν να αποφύγουν µια ολόκληρη ζωή.

Αυτά διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της Ευρυδίκης Μαντέλη ‘‘Βολέγκαροι’’, ενός ιδιαίτερα καλογραμμένου urban fantasy μυθιστορήματος με έντονη ατμόσφαιρα, ενδιαφέρουσα πλοκή και καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες. Το βιβλίο τράβηξε την προσοχή μας και η ίδια είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει την παρακάτω συνέντευξη.
 
κ. Μαντέλη, ο τίτλος του πρώτου σας μυθιστορήματος ομολογουμένως προκαλεί την περιέργεια του αναγνώστη. Τί είναι οι Βολέγκαροι ; Πώς ήρθατε σε επαφή με αυτά τα μυθικά πλάσματα ;

Οι Βολέγκαροι αρχικά γεννήθηκαν στην φαντασία μου, αλλά, προς μεγάλη μου έκπληξη, σύντομα διαπίστωσα ότι υπήρχαν, κατά κάποιο τρόπο, και στην πραγματικότητα. Σε ένα ταξίδι στη Σερβία που έκανα τον Δεκέμβρη του 2008 και ενώ ήδη έγραφα τους Βολέγκαρους έμαθα ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών κατοίκων κυρίως αγροτικών περιοχών εμφανίζονταν κατά καιρούς κάποια μυστηριώδη όντα που έμοιαζαν πάρα πολύ με τους Βολέγκαρους της δικής μου φαντασίας. Βέβαια τα πλάσματα των Σέρβων ονομάζονται Ντρέκαβατς, δηλαδή «ουρλιαχτές», λόγω της χαρακτηριστικής και πολύ ανατριχιαστικής φωνής που υποτίθεται ότι έχουν, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, θα ήμουν ασυγχώρητη αν δεν ενσωμάτωνα κατά κάποιο τρόπο τον μύθο αυτών των πλασμάτων στην πλοκή των «Βολέγκαρων».

Προχωρήσατε σε κάποια εκτενή έρευνα πριν την συγγραφή ή στηριχθήκατε περισσότερο στην φαντασία σας ;

Κάτι που μου αρέσει στα βιβλία που διαβάζω είναι όταν, παράλληλα με την φανταστική πλοκή, ο συγγραφέας περιλαμβάνει και πραγματικά ιστορικά, μυθολογικά ή επιστημονικά στοιχεία. Με αυτόν τον τρόπο η ιστορία γίνεται πιο «πραγματική» και πιο ενδιαφέρουσα. Αυτό, λοιπόν, προσπάθησα να κάνω και με τους «Βολέγκαρους» ενσωματώνοντας στην ιστορία μου πολλά στοιχεία για την μυθολογία και την ιστορία των σλάβων, όπως επίσης και διάφορα λιγότερο γνωστά στοιχεία σχετικά με την θρησκεία που συγκέντρωσα μετά από σχετική έρευνα. Φυσικά, στο βιβλίο συμπεριέλαβα μόνο όσα χρειάζονταν για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, δηλαδή να ειπωθεί η ιστορία. Επομένως, κράτησα μόνο τα απολύτως απαραίτητα, αλλά ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται μπορεί να βρει πολλούς «σπόρους» στο βιβλίο για περισσότερη έρευνα.
 
Μιλήστε μας λίγο για το πώς προχώρησε το ‘‘κτίσιμο’’ της ιστορίας σας και ποιά ήταν τα θέματα που θέλατε κυρίως να θίξετε ;

Όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, η ιστορία ξεκίνησε με τελείως διαφορετικό τρόπο και κατά τη διάρκεια της συγγραφής της άλλαξε πολλές φορές, εξελίχθηκε και τελικά κατέληξε στη μορφή που υπάρχει σήμερα στο βιβλίο. Ακόμα και οι πρωταγωνιστές αρχικά ήταν διαφορετικοί όπως και πολλοί δευτερεύοντες ήρωες απέκτησαν σημαντικότερο ρόλο στην τελική ιστορία. Εκείνο, όμως, που ήταν σαφές στο μυαλό μου από την αρχή ήταν το κεντρικό θέμα της ιστορίας που περιστρέφεται γύρω από την έννοια του παρελθόντος και της «μοίρας» καθώς, επίσης, και τα ασαφή όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό. Από τη μία μεριά έχουμε την πάλη ανάμεσα στα αντίθετα, το φως και το σκοτάδι, το πάνω και το κάτω. Ακόμα και οι ήρωες από την αρχή της ιστορίας συντάσσονται κατά κάποιο τρόπο με ένα από αυτά τα δύο στρατόπεδα. Πολύ γρήγορα, όμως, τα πράγματα σταματούν να είναι όπως φαίνονται και τότε το καλό και το κακό μπερδεύονται. Επίσης, το παρελθόν είναι με τον δικό του αθόρυβο και διακριτικό τρόπο η κινητήριος δύναμη πίσω από όλη την ιστορία. Όλοι οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν και να αποκοπούν από ένα δραματικό και συχνά τραυματικό παρελθόν ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο μέλλον μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι αυτό είναι αδύνατο. Οι κεντρικοί ήρωες αλλάζουν περιβάλλον σε φυσικό επίπεδο, ταξιδεύοντας σε μια ξένη και πολιτισμικά διαφορετική χώρα ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να αφήσουν πίσω τους έστω και για λίγο την προβληματική ζωή τους, αλλά με έναν αναπάντεχο για αυτούς τρόπο, το παρελθόν τους βρίσκει ακόμα και εκεί και μέσα σε αυτό το παράξενο, για να  μην πω παράδοξο, περιβάλλον όπου βασιλεύει ο μύθος, η μαγεία, ο κίνδυνος και οι αλλόκοτοι Βολέγκαροι, καλούνται να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους, να συναντήσουν τη μοίρα τους και τελικά να αποδεχθούν ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που είμαστε σήμερα οφείλεται στο παρελθόν και σε όλα τα «μαθήματα» που έχουμε πάρει από αυτό.

Το θέμα των ‘‘Βολέγκαρων’’ συνδέεται επίσης με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των αρχαίων σλάβων πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού, και οι κάτοικοι της επαρχίας, εκτός από το να τους φοβούνται, εμφανίζονται να τους σέβονται, ακόμη και να διοργανώνουν γιορτές προς τιμή τους. Μιλήστε μας λίγο για αυτή την σχέση.

Όπως είπα, ένα κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η αντίθεση ανάμεσα στο καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι. Οι χριστιανικές πεποιθήσεις θέλουν αυτές τις ακραίες δυνάμεις να συγκρούονται με ασυμβίβαστο τρόπο και καλούν τους ανθρώπους να επιλέξουν την πλευρά με την οποία θέλουν να συνταχθούν σε αυτόν τον «πόλεμο». Ο λαϊκός πολιτισμός, όμως, πολλών λαών, όπως είναι οι Σέρβοι και οι Έλληνες, εξακολουθεί να επηρεάζεται και να συντηρεί στοιχεία από προχριστιανικές εποχές όπου η έννοιες του καλού και του κακού δεν ήταν ευκρινώς προσδιορισμένες. Τότε οι άνθρωποι αναγνώριζαν την καταστροφική αλλά και δημιουργική δύναμη της φύσης και την λάτρευαν ως μια οντότητα που τους ξεπερνούσε και τους όριζε, δηλαδή ως θεότητα. Όλες οι φυσικές διαδικασίες που ήταν άμεσα παρατηρήσιμες και κρίσιμες για την καθημερινότητά τους όπως η γέννηση και το αναπόφευκτο του θανάτου, η αλληλουχία των εποχών και το αναπάντεχο της ζωής ήταν εκφράσεις της ίδιας θεότητας που μπορούσε ταυτόχρονα να ευεργετήσει αλλά και να καταστρέψει. Οι κερασφόρες θεότητες πολλών ινδοευρωπαϊκών λαών εκφράζουν αυτόν ακριβώς τον αδάμαστο και επικίνδυνο χαρακτήρα της φύσης που ξεπερνά τον άνθρωπο και που δεν έχει νόημα να τον χαρακτηρίσει κανείς «καλό» ή «κακό» αλλά δεν μπορεί παρά να τον σεβαστεί. Ακόμα και σήμερα σε πολλά δημοτικά τραγούδια ή παραδοσιακές γιορτές επικαλούμαστε σκοτεινές δυνάμεις για προστασία και καλοτυχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή είναι οι ζωόμορφοι «μασκαράδες» που ντύνονται με προβιές ζώων και κουδούνια και τριγυρνάνε στους δρόμους των χωριών κατά την διάρκεια ορισμένων εθίμων με σκοπό να τιμήσουν αυτή ακριβώς την χαοτική και απρόβλεπτη διάσταση της ζωής.
 
Πιστεύετε ότι οι λαογραφικές παραδόσεις και τα παλιά παραμύθια μπορούν να ‘‘μιλήσουν’’ σε μας σήμερα ; Μπορούν ακόμη να μεταπλασθούν δημιουργικά και να δώσουν γοητευτικούς λογοτεχνικούς καρπούς ;

Οι λαϊκές παραδόσεις στηρίζονται σε μία πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτή που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Στο παρελθόν οι άνθρωποι έπρεπε να ζήσουν σε ένα κατά κύριο λόγο αγροτικό περιβάλλον όπου η παρουσία της φύσης και ο χαοτικός της χαρακτήρας ήταν πολύ έντονα. Σήμερα, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι ζούνε σε γεωμετρικά δομημένα αστικά περιβάλλοντα με πολύ έντονα τα στοιχεία της τάξης, της οργάνωσης και της τεχνολογίας, οι φόβοι και οι ανάγκες των ανθρώπων τους παρελθόντος μοιάζουν παρωχημένα. Γι’ αυτό και οι λαϊκές παραδόσεις, αν και είναι ανεκτίμητης αξίας, στον βαθμό που στηρίζονται στην εμπειρία και την καθημερινότητα του παρελθόντος, συχνά αργοπεθαίνουν και εξαφανίζονται σταδιακά, ενώ οι περισσότερες προσπάθειες αναβίωσής τους ή έστω διατήρησής τους έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και αφορούν λίγους. Αντίθετα, το στοιχείο εκείνο της λαϊκής παράδοσης που στηρίζεται σε εκείνο που έχει παραμείνει ίδιο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, δηλαδή την έλξη για το μυστήριο και το άγνωστο και την ανάγκη των ανθρώπινων όντων να νιώσουν δέος και θαυμασμό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά και σήμερα με μεγάλη επιτυχία. Η ειρωνεία είναι ότι η σύγχρονη εποχή, όπου η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν στερήσει σε μεγάλο βαθμό το απρόβλεπτο και το μυστηριώδες από τη ζωή μας, ενδείκνυται για τέτοιου είδους «διασκευές» παλαιότερων μύθων έτσι ώστε να αφορούν τη σύγχρονη ζωή και να μας δίνουν αυτό που ψάχνουμε ασυναίσθητα, λίγη «μαγεία».

Είναι αλήθεια πως το βιβλίο σας είναι πολύ καλογραμμένο και δείχνει μια ώριμη αφηγηματικά γραφή. Πόσο καιρό ασχολείστε με το γράψιμο και ποιές είναι οι βασικές λογοτεχνικές σας επιρροές ;

Γράφω από μικρή. Από το Δημοτικό ξεκίνησα να γράφω παιδικές ιστορίες και μάλιστα κάποια στιγμή κέρδισα και σε έναν παιδικό διαγωνισμό συγγραφής που είχε διοργανώσει τότε το παιδικό περιοδικό «Δύο». Γύρω στα δεκαεπτά έγραψα ένα μυθιστόρημα μυστηρίου σε στυλ Αγκάθα Κρίστι η τύχη του οποίου αγνοείται σήμερα. Οι «Βολέγκαροι», όμως, είναι το πρώτο μου κείμενο σε μέγεθος μυθιστορήματος που εκδίδεται. Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου μου άρεσε να διαβάζω βιβλία. Μεγάλωσα με κλασική παιδική λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ», «Οι τρεις σωματοφύλακες», δηλαδή κυρίως ιστορίες δράσης, περιπέτειας και μυστηρίου, και φυσικά τα άπαντα του Ιουλίου Βερν και της Αγκάθα Κρίστι. Σημαντική επίδραση άσκησαν πάνω μου, όπως και σε πολλούς ανθρώπους της δικής μου γενιάς, η σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος» και το έργο του Καρλ Σάγκαν και με έστρεψαν κυρίως προς τις επιστήμες και το φανταστικό. Ειδικά το βιβλίο του τελευταίου «Επαφή» που έγινε και ταινία μπορώ να πω ότι με επηρέασε ιδιαίτερα όπως επίσης και ο κινηματογράφος. Μπορώ να αναφέρω ως κύριες πηγές έμπνευσης τις ασπρόμαυρες τανίες τρόμου της δεκαετίας του `30 καθώς και ταινίες επιστημονικής φαντασίας όπως το «Άλιεν» και το «Μπλέιντ Ράνερ». Γι’ αυτό και η γραφή μου είναι περισσότερο «κινηματογραφική». Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια, ανακάλυψα τους αμερικάνους συγγραφείς της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, της επιστημονικής φαντασίας και του θρίλερ, όπως ο Στήβεν Κινγκ, ο Ρόμπερτ Λάντλαμ και η Ούρσουλα Λε Γκιν. Στις επιρροές μου θα μπορούσα να προσθέσω τα βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης που διαβάζω μέχρι σήμερα μανιωδώς καθώς και τα anime. Γενικά τα ενδιαφέροντά μου κλίνουν περισσότερο προς τις επιστήμες, το φανταστικό, την επιστημονική φαντασία και το μυστήριο και γι’ αυτό, αν και οι «Βολέγκαροι» κινούνται περισσότερο στα πλαίσια του μυστηρίου, δεν θα ήταν παράξενο αν κάποια στιγμή στο μέλλον έγραφα ένα βιβλίο «σκληρής» επιστημονικής φαντασίας.
 
Για το τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν υπάρχουν ήδη μελλοντικά συγγραφικά σχέδια που να σας απασχολούν ;

Πάντα υπάρχουν δύο τρία σχέδια, συγγραφικά ή μη, που «τρέχουν» στη ζωή μου. Όσον αφορά το γράψιμο, έχω κάποιες ιδέες που δουλεύω προς το παρόν και ελπίζω κάποια στιγμή να μεγαλώσουν και να εξελιχθούν σε κανονικά βιβλία. 
 
- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :
ΑνώνυμοςΟ/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Μπράβο Δημήτρη.