Ανταπόκριση από την συναυλία των Jethro Tull στο Ηρώδειο (Σάββατο 15 Ιουνίου 2019)

                                                              Σταμάτης Μαμούτος

Οι Jethro Tull αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα rock συγκροτήματα. Σχήμα-σταθμός του progressive rock, που διαλέγεται με τις ευρωπαϊκές μουσικές παραδόσεις, μολονότι υφολογικά συγκέρασε στοιχεία ενός φάσματος που κυμαίνεται από το hard rock ως την pop, κατάφερε, κάτω από τις ποικίλες επιρροές ήχων που υιοθέτησε, να εκφράσει μια αυθεντικά ρομαντική και επική αύρα σε πολλές του συνθέσεις. Όπως είχα πει και σε αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές, νομίζω ότι ίσως να μην υπήρχαν πολλά από τα συγκροτήματα του επικούheavy metal που έχουμε αγαπήσει, αν δεν είχαν προϋπάρξει οι Jethro Tull.

                                                                 «Ποιο Sold Out
Όταν, λοιπόν, ενημερώθηκα, πριν από μερικούς μήνες, ότι θα εμφανίζονταν στο Ηρώδειο, το Σάββατο 15 Ιουνίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, χάρηκα ιδιαιτέρως. Ο χώρος που θα φιλοξενούσε την παρέα του Ian Anderson άφηνε να γεννηθούν στην φαντασία μου μεγάλες προσδοκίες για μια απολαυστική βραδιά. Στα θετικά συμπεριέλαβα, επίσης, και το ότι οι διοργανωτές φρόντισαν να κοστολογήσουν όλα τα εισιτήρια του επάνω διαζώματος στις, κάπως προσιτές, τιμές των 40 και 30 ευρώ. Αντίθετα, τα εισιτήρια του κάτω διαζώματος κυμάνθηκαν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.


Αναφέρομαι στα εισιτήρια της συναυλίας, μεταξύ των άλλων και, γιατί έγιναν μέρος της χρόνιας ελλαδικής τάσης, που θέλει την κυκλοφορία φουσκωμένων φημών όταν ένα γεγονός (μουσικό, αθλητικό κλπ) δείχνει να συγκεντρώνει αυξημένο ενδιαφέρον. Εν προκειμένω, μολονότι οι πωλήσεις των εισιτηρίων για την συναυλία των Jethro Tull φαίνονταν, ανά πάσα στιγμή, στο site του Φεστιβάλ Αθηνών, την τελευταία εβδομάδα κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχαν εξαντληθεί.

Προσωπικά ενημερώθηκα για την φήμη αυτή από τον Χρήστο Νάστο, όταν συναντηθήκαμε λίγο πριν την συναυλία. Αλλά και καθώς στεκόμουν στην σειρά προκειμένου να εισέλθω στο Ηρώδειο, η παρέα που βρισκόταν μπροστά μου μιλούσε κι εκείνη για το υποτιθέμενοsold out. Το ίδιο και αρκετοί θεατές μέσα στις κερκίδες. Τελικάκανένα sold out δεν υπήρξεΟ κόσμος ήταν αρκετόςΓύρω στις 4500 με 4700 χιλιάδεςΩστόσο, υπήρχαν ακόμη απούλητα γύρω στα 70 εισιτήρια στο επάνω διάζωμα, κι άλλα 150 με 200 στο κάτω. 


Θεωρώ, λοιπόν, ότι η χρόνια συνηθισμένη φημολογία, για την υποτιθέμενη εξάντληση των εισιτηρίων σε τέτοιες περιπτώσεις, το μόνο που κάνει είναι να αποθαρρύνει ορισμένους θεατές, που περιμένουν τις τελευταίες ημέρες προκειμένου να ελέγξουν το πρόγραμμά τους, από το να παραβρεθούν.

                                                            Οι «φυλές» των θεατών
Ιδιαίτερη σημασία φρονώ πως είχε η «πολιτιστική ανθρωπολογία» των θεατών της συναυλίας. Περίπου το 1/4  ήμασταν ακροατές του heavymetal και του hard rock. Το γεγονός ότι έβλεπα μαυροντυμένους μακρυμάλληδες -με καρφιά στις ζώνες, αλυσίδες, αρβύλες και μπλούζες τωνManowar, του Dio και άλλων συγκροτημάτων- να περιφέρονται στους διαδρόμους του Ηρωδείου, μου προκάλεσε ασφαλώς ένα αισθητικό ενδιαφέρον. Το οστεώδες λευκό των κλασικιστικών μαρμάρων συναντούσε το υποβλητικό έρεβος του βάρβαρου Ρομαντισμού. 

Ωστόσο, μεγαλύτερη ομάδα θεατών αποτελούσαν οι rockers. Ανάμεσά τους υπήρχαν εξηντάχρονοι παλαίμαχοι με γκρίζες χαίτες. Αλλά και νεαροί με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα (δυο από αυτούς κάθονταν πίσω μου και πριν αρχίσει η συναυλία απολάμβαναν μια παρτίδα σκάκι!) που διακρίνονταν από τα ρούχα και τα κουρέματά τους, τα οποία ήταν σε στυλ φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών και παρέπεμπαν στα early70’s. Καθώς, επίσης, και μεσήλικες rockers με μπλούζες Iggy PopLed ZeppelinDeep Purple, κ.α.


Το υπόλοιπο κοινό, το μεγαλύτερο μέρος δηλαδή των θεατών, αποτελείτο από ξεχασμένους rockers μεγάλων ηλικιών, οι οποίοι ενδυματολογικά και νοοτροπιακά έχουν αφομοιωθεί στην αστική καθημερινότητα. Γράφοντας την ανταπόκριση θέλησα να εμβολιάσω με μια δόση μαύρου χιούμορ το κείμενο και να αναφέρω ότι οι υπόλοιποι θεατές, έδειχναν σαν να έκαναν ένα σαββατιάτικο διάλειμμα από την προετοιμασία της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενοι να δουν το αγαπημένο συγκρότημα της εφηβείας τους λίγο πριν την καταβαράθρωση του κόμματός τους. Και σα να θέλησε να με ειρωνευτεί το Σύμπαν, διάβασα ότι ανάμεσα σε αυτή την μερίδα του κοινού βρέθηκε κι ο πρόεδρος της Ν.Δ, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, μάλιστα, επισκέφθηκε την μπάντα στα καμαρίνια μετά το τέλος της συναυλίας!!!

                                                                  Το «τρολάρισμα»!
Αν ήμουν συνωμοσιολόγος θα υπέθετα πως κάποιοι από τον ηγετικό πυρήνα του εχθρικού προς τις ιδέες μας κόμματος της Ν.Δ. διαβάζουν όσα τους καταλογίζουμε για την δυσμενή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η πατρίδα στην σελίδα της λέσχης στο facebook ή σ’ αυτό το ιστολόγιο και αποφάσισαν να μας «τρολάρουν»! Ωστόσο, επειδή δεν έχω τέτοιες τάσεις, φαντάζομαι ότι το επικοινωνιακό επιτελείο της απαράδεκτης αυτής παράταξης έστειλε τον πρόεδρό της στην συναυλία, προκειμένου να του προσδώσει ένα δήθεν «ψαγμένο» μουσικά προφίλ. Δυσκολεύομαι, πάντως, να φανταστώ τι μπορεί να είπε μαζί του ο Ian Anderson. Ο Βρετανός μουσικός, πέρα από τις ρομαντικές και παραδοσιακές αισθητικές καταβολές που εκφράζει μέσα από την δισκογραφία του, έχει μιλήσει σε συνεντεύξεις για τις συντηρητικές και αντινεωτερικές πολιτικές του θέσεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι θα είχε να συζητήσει με τον ελλαδίτη πολιτικό; Για την επταήμερη εργασία; Για τις τεχνοκρατικές απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης αγοράς; Ή, μήπως, για την Ευρωπαϊκή Ένωση των λογιστών της Μέρκελ;


Όπως και να έχει, πάντως, μάλλον σε καλό μας βγήκε, και των δύο, το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκα την παρουσία του εν λόγω πολιτικού το Σάββατο. Γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να συγκρατηθώ από το να του απευθυνθώ με τον τρόπο που θεωρώ ότι αρμόζει στους υπαλλήλους της παγκοσμιοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

                                                            Η μουσική της συναυλίας
Όσον αφορά το καθαρά μουσικό μέρος, τώρα, η απόδοση των Jethro Tull ήταν άριστη. Ο ήχος δυνατός, αλλά καθαρός και γλυκός, ήταν αυτός που έπρεπε ώστε να σε παρασύρει στους ρυθμούς του και ταυτόχρονα να φύγεις από τον συναυλιακό χώρο δίχως να βουίζουν τα’ αυτιά. Ο Anderson βρισκόταν σε εξαιρετική φόρμα. Αεικίνητος, θεατρικός, έμοιαζε σαν αρχαίος Φαύνος που καλούσε με το σουραύλι του σε μια αείρροη rock μυσταγωγία. Ασφαλώς και η φωνή του δεν είναι αυτή των περασμένων ετών. Εντούτοις, με τις έξυπνες φωνητικές του τοποθετήσεις, μπορεί να καλύπτει την απόκλιση.

Αν θα έπρεπε να σταθώ σε κάποια συζητήσιμα θέματα, θα εστίαζα αρχικά στην χρονική διάρκεια της συναυλίας. Για όσους πληρώσαμε 40 και 30 ευρώ, η βραδιά ήταν εξαιρετική. Για όσους, όμως, πλήρωσαν 80 ευρώ (και εν γένει ακριβά εισιτήρια) θεωρώ ότι η μιάμιση ώρα που έπαιξαν οι Jethro Tull ήταν λίγη. Αντιλαμβάνομαι πως η ηλικία του Anderson είναι τέτοια που δεν αφήνει περαιτέρω περιθώρια. Εκτιμώ, όμως, ότι ένα με δυο τραγούδια επιπλέον, θα μπορούσε να τα αποδώσει στο ίδιο ύφος και να μας επιτρέψει να τα απολαύσουμε.  


Το δεύτερο θέμα που φρονώ ότι έχει νόημα να σχολιαστεί είναι η επιλογή των τραγουδιών. Μολονότι ο τίτλος της περιοδείας αναφέρεται στα πενήντα χρόνια της παρουσίας του συγκροτήματος, αν παρατηρήσουμε την λίστα των τραγουδιών που έπαιξαν θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε ότι ένας τίτλος του τύπου «First Ten Years» μάλλον θα ταίριαζε καλύτερα.

Σε γενικές γραμμές οι Jethro Tull, στην σαββατιάτικη συναυλία, έδωσαν έμφαση στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας τους. Τόσο σε ό,τι είχε να κάνει με τις επιλογές των τραγουδιών όσο και στα σχόλια πάνω στα τραγούδια ή στις παλαιότερες αναμνήσεις, ο Anderson εστίασε σε μια σειρά κομματιών όπως τα «My Sunday Feeling», «Some Day the Sun Won't Shine for You», «Beggar's Farm», «Dharma for One» από το πρώτο τους album This Was, που κυκλοφόρησε το 1968, στα «Sweet Dream», «Love Story» και «A Song for Jeffrey» από singles της δεκαετίας του ’60, στην διασκευή του «Bourrée (in E minor)» του Johann Sebastian Bach που παρουσίασαν στον δεύτερο τους δίσκο, τοStand Up του 1969 και στο  «My God» από το Aqualung, τον θρυλικό τέταρτο δίσκο τους που κυκλοφόρησε το 1971.

Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της συναυλίας, ακολούθησε το γνωστό διάλειμμα που γίνεται στις συναυλίες στο Ηρώδειο και όταν η μπάντα επανήλθε, ακολούθησαν ένα μέρος του «Thick as a Brick», το «Too Old to Rock 'n' Roll: Too Young to Die» από τον ομώνυμο δίσκο, τα «Ring Out, Solstice Bells» και «Songs from the Wood» από το υπέροχο ομώνυμο album, το «Heavy Horses», το διασκευασμένο αγγλικό παραδοσιακό «Pastime with Good Company» από την remastered εκδοχή του δίσκου Stormwatch και το καταπληκτικό «Farm onthe Freeway» απ’ ολόκληρη την δεκαετία του ’80. Η βραδιά έκλεισε, όπως αναμενόταν, με τα «Aqualung» και «Locomotive Breath».


Δυστυχώς, για εμένα και για τους υπόλοιπους λάτρεις των 80’s και του πιο σκληρού ήχου, δεν έδωσαν την σημασία που θα θέλαμε σε εκπληκτικούς δίσκους όπως τα Rock Island και Broadsword and the Beast, πράγμα που μας στέρησε την χαρά να ακούσουμε ύμνους σαν τα «Heavy Water», «Big Riff and Mando», «Pussy Willow» και άλλα. Εντούτοις, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρακολουθήσαμε μια πολύ δυνατή συναυλία από μια αειθαλή μπάντα. Είθε η δύναμη του Ian να είναι ανεξάντλητη και να τον ξαναδούμε, μαζί με την παρέα του, σύντομα στα μέρη μας. Αν και η επιλογή του να δώσει χειραψία σε μέλος της οικογένειας Μητσοτάκη μάλλον δεν αποτελεί και την καλύτερη εγγύηση επ’ αυτού.