Ανταπόκριση από την παράσταση Phantom of the Opera, 15/11/2019, Her Majesty’s Theater, Λονδίνο

                                                        του Παναγιώτη Μπουρδάκου

Με αφορμή την επικείμενη εμφάνιση του παγκοσμίως φήμης μιούσικαλ «Το Φάντασμα της Όπερας» (“The Phantom of the Opera”), το οποίο βασίζεται στο θρυλικό πλέον μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη από τις 26/1/2020 έως και στις 8/3/2020, παρουσιάζεται μιας καλή ευκαιρία να περιγράψω την εμπειρία μου από την αυθεντική παράσταση στο West End του Λονδίνου. Επισκεπτόμενος την αγγλική πρωτεύουσα δεν μπορούσα να μην παρακολουθήσω ένα από τα πιο κλασικά musical όλων των εποχών. Μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι οι περιστάσεις όπου έφυγα από μια θεατρική παράσταση, συναυλία ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τέχνης, με τέτοιο ενθουσιασμό, δέος και πλήρη ευχαρίστηση, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση.


Η εμπειρία αυτή δεν περιορίστηκε στο καθαυτό ερμηνευτικό σκέλος της παράστασης, αλλά περικλείει την ατμόσφαιρα του χώρου, το ίδιο το θέατρο, την εξυπηρέτηση και -πιο σημαντικό- την αίσθηση ενός ταξιδιού σε μια πραγματικότητα μακρινή αλλά, ταυτόχρονα, πολύ οικεία στα δικά μου μάτια.

Το «Φάντασμα της Όπερας» ξεκίνησε τις παραστάσεις του στο West End στις 27 Σεπτεμβρίου 1986 και για 34 συναπτά έτη φιλοξενείται στο Her Majesty’s Theater το οποίο, μαζί με τα διάσπαρτα στην περιοχή θέατρα, αποτελούν τη συνοικία της “Theaterland” στο West End. Το θέατρο άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες τους στις 28 Απριλίου 1897, ωστόσο το πρώτο κτίριο που θεμελιώθηκε στο συγκεκριμένο σημείο ήταν το Queen’s Theatre γύρω στο 1705. Η χωρητικότητα του θεάτρου αγγίζει τα 1216 άτομα. Εντυπωσιακή είναι η εξωτερική όψη του, με τις σκιές και το φωτισμό να τονίζουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Αξίζει να σημειώσουμε πως με αφορμή τα είκοσι πέντε χρόνια παραστάσεων, το «Φάντασμα..» επισκέφθηκε για μια και μοναδική φορά το Royal Albert Hall του Λονδίνου, πραγματοποιώντας την καλύτερή του εμφάνιση.


Η έναρξη της παράστασης είχε οριστεί στις 19:30. Απ’ ό,τι κατάλαβα απ’ την επίσκεψή μου στο Λονδίνο, αυτή θεωρείται βραδινή ώρα. Η άφιξή μας στο θέατρο έγινε γύρω στις 19:00, όπως ακριβώς συνιστούσε και η κράτηση. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στον περιβάλλοντα χώρο και κάποιοι είχαν ήδη παραλάβει το εισιτήριό τους. Η κράτησή μου έγινε ηλεκτρονικά, όπως επιτάσσουν οι τάσεις της εποχής, αλλά το εισιτήριο παραλήφθηκε από τα ταμεία του θεάτρου. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως τα εισιτήρια ήταν ονομαστικά, ήδη τυπωμένα (αναμνηστικό και όχι φύλλο Α4) και ταξινομημένα σε αλφαβητική σειρά.


Οι θέσεις μας βρίσκονταν στο 2ο Εξώστη (Grand Circle), 2η σειρά από κάτω και στο αριστερό διάζωμα, χαρακτηρισμένες ως περιορισμένης θέασης, καθώς δεν είχαμε καθαρό οπτικό πεδίο στο τμήμα της σκηνής προς το αριστερό διάζωμα. Ευτυχώς, πολύ μικρό κομμάτι της παράστασης εξελίχθηκε στο συγκεκριμένο σημείο, οπότε δεν παρουσιάστηκε ιδιαίτερη δυσκολία στη θέαση.

Ο εσωτερικός διάκοσμος του θεάτρου απέπνεε ένα συνδυασμό baroque, γοτθικής και βικτωριανής αισθητικής, η οποία συνάδει πλήρως με την ατμόσφαιρα και το χαρακτήρα της παράστασης. Πλέον το θέατρο έχει γίνει μέρος της παράστασης και το «Φάντασμα..» κατοικεί και στα υπόγεια του Her Majesty’s Theatre εκτός από αυτά της Opera Populaire.


 Η παράσταση ξεκίνησε ακριβώς στις 19:30 και τελείωσε στις 22:00, με ένα διάλειμμα 20 λεπτών μεταξύ των δύο πράξεων. Η πρώτη πράξη ήταν πιο ατμοσφαιρική ενώ η δεύτερη περισσότερο πομπώδης, καθώς παράλληλα διαπνεόταν από μια αίσθηση αγωνίας μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της κορύφωσης και να επέλθει η κάθαρση.

Βασικό παράγοντα σε όλη την παράσταση καταλαμβάνει η ορχήστρα, που βρίσκεται μεταξύ της πλατείας και της σκηνής. Πνευστά, έγχορδα, κρουστά και κύμβαλα συνετέλεσαν στη μουσική επένδυση του έργου, εκτελώντας με περίσσεια ακρίβεια και συναίσθημα το μουσικό πόνημα του μεγάλου Andrew Lloyd Webber. Κινητήριος δύναμη της ορχήστρας, ωστόσο, ήταν το εκκλησιαστικό όργανο, του οποίου κάθε χτύπος και νότα αντηχούσε ως τα πιο απομακρυσμένα σημεία του θεάτρου και μέχρι τις πλέον απόμακρες γωνιές της ψυχής.


Η παράσταση ξεκίνησε εντυπωσιακά μεταφέροντας μας στο Παρισί του 1910, στο εσωτερικό μιας εγκαταλελειμμένης όπερας όπου διάφορα αντικείμενα παλιών παραστάσεων βγαίνουν σε πλειστηριασμό. Ωστόσο, η πρώτη μνημειώδης στιγμή ήταν το άναμμα του πολυελαίου και το άκουσμα των πρώτων νοτών από το βασικό θέμα της παράστασης, που αυτομάτως μας μετέφερε στην απαρχή της ιστορίας. Βρισκόμαστε γύρω στα 1880 όταν η ιστορία του φαντάσματος και της αγαπημένης του μούσας ζωντανεύει στη γαλλική Opera Populaire. Όλη η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στα παρασκήνια και στη σκηνή της γαλλικής όπερας.

Οι συνεχόμενες εναλλαγές σκηνικών ήταν εξίσου εντυπωσιακές. Πτυσσόμενες σκάλες, λίμνες, σπηλιές, βάρκες, σκηνικά της όπερας, καμαρίνια της όπερας και εξώστες ήταν λίγα από τα στοιχεία που εμφανίστηκαν στη σκηνή του Her Majesty’s Theatre, δίνοντας μια κινηματογραφική αίσθηση στο έργο.

Εφόσον μιλάμε για έργο εποχής, δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα αντίστοιχα κουστούμια τα οποία εναλλάσσονταν πάνω στη σκηνή εν ριπή οφθαλμού. Πλούσια γυναικεία φορέματα αλλά και φανταχτερά αντρικά κουστούμια (φράκα) εμφανίζονταν στο σανίδι, ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε σκηνής. Φυσικά το πιο εντυπωσιακό και συνάμα επιβλητικό κουστούμι ήταν αυτό του Φαντάσματος, στο πρόσωπο του οποίου ξεχώριζε η λευκή – γνωστή σε όλους – μάσκα, η οποία δημιουργούσε μια αισθητικά άρτια αντίθεση με την μαύρη κάπα του χαρακτήρα.


Μάσκα, η οποία εκτός από την επιφανειακή παραμόρφωση του προσώπου του, έκρυβε θυμό, αγωνία, μοναξιά, απόγνωση και αγάπη. Αγάπη για τη μουσική και για την γυναίκα εκείνη που θα τον ενέπνεε να γράψει την καλύτερή του σύνθεση. Τη μελωδία της νύχτας. Το έργο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και η ψυχή του να ηρεμήσει μέχρι να ήταν σίγουρος ότι επιτέλους θα έβρισκε κάποια να τον αγαπήσει έστω και πλατωνικά.

Ο πολυμελής θίασος γέμιζε τη σκηνή με τις χορογραφίες ενώ οι πρωταγωνιστές μας μάγεψαν με τις φωνητικές τους ικανότητες. Το τραγούδι των ηθοποιών, σε συνδυασμό με τη μουσική της ορχήστρας, μάγεψαν το μυαλό μου κι ακόμα και σήμερα ακούω στο μυαλό μου τις νότες από εκείνη τη βραδιά.

Το παρατεταμένο χειροκρότημα στο πέσιμο της αυλαίας ήταν το λιγότερο που θα μπορούσαμε να ανταποδώσουμε στους συντελεστές αυτής της παράστασης. Η παράσταση κατάφερε να ενώσει τη μουσική, την ατμόσφαιρα της εποχής, το συναίσθημα μιας ανεκπλήρωτης αγάπης και το πάθος για ζωή και να το μεταδόσει σε όσους ήταν τυχεροί να τη δουν. Βγαίνοντας από το θέατρο τραγουδούσα τη μελωδία μέσα στο μυαλό μου και ένιωθα κι εγώ μέρος της ιστορίας.


Συμπερασματικά, συστήνω ανεπιφύλακτα την παράσταση και πιστεύω ότι είναι ευτυχής συγκυρία η επίσκεψή της στη χώρα μας. Δεν γνωρίζω τις δυνατότητες (ηχητικά και σκηνογραφικά) του Christmas Theater, αλλά ελπίζω ότι θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παράστασης. Μακάρι το «Φάντασμα…» να δείξει στο ελληνικό κοινό τις αρετές του και να το καθηλώσει μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Σημείωση: Δυστυχώς (ή ευτυχώς) φωτογραφίες και βιντεοσκόπηση δεν επιτρέπονταν κατά τη διάρκεια της παράστασης.