Για τον Άνθρωπο του Χιονισμένου Μονοπατιού

                                                                               
                                                    του Σταμάτη Μαμούτου 

Μέσα στο απέραντο λευκό τοπίο του παγωμένου καναδικού βορρά. Με τις νιφάδες του χιονιού άλλοτε να αιωρούνται απαλά, κι άλλοτε να λικνίζονται σε αιθέριους στροβιλισμούς, ακολουθώντας τους ρυθμούς του ανέμου κάτω απ’ τις γλυκά ιριδίζουσες ανταύγειες του μολυβένιου ουρανού. Ενός ουρανού που μοιάζει με αστροκέντητο χιτώνα, απλωμένου σαν την αυλαία του κόσμου όλου, έτσι που φαντάζει λες, σαν το ύστατο όριο, ανάμεσα στο πεδίο της υλικής εμπειρίας και στο βασίλειο του Θεού. Κάπου εκεί, στο μεταίχμιο της ανθρωπινότητας και του υπερβατικού, τοποθέτησε το ξύλινο κατάλυμα λίγων ύστερων προμάχων του ευρωπαϊκού ψυχισμού, ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Λόντον, στο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Για τον άνθρωπο του χιονισμένου μονοπατιού».


Ήταν βράδυ των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Λίγοι Αμερικανοί, όλοι τους ευρωπαϊκής καταγωγής, άντρες από εκείνους που είχαν ερωτευθεί την περιπέτεια και αρέσκονταν να σηκώνουν το γάντι στις προκλήσεις, τις ανεγειρόμενες από τον μύχια του εαυτού τους, βρίσκονταν γύρω απ’ τη ζεστή σόμπα, απολαμβάνοντας την θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος. Επρόκειτο για μερικούς από τους εκείνους που βίωναν το τέλος μιας περιπέτειας, η οποία είχε αρχίσει για τον άνθρωπο της λευκής φυλής με την κατάκτηση της «άγριας δύσης».

Πριν ακόμη οι Αμερικανοί συγκροτήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, η αγγλοσαξονική κοινότητα, που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού βίου, μετέτρεπε κιόλας σε ιστορική πράξη την έμφυτη τάση των ευρωπαϊκών εθνών για κατακτήσεις και περιπέτειες. Η αμερικανική δύση ήταν ακόμη παρθένα και στα μάτια των αγγλοσαξόνων άφηνε την υπόσχεση μιας αέναης κατακτητικής επέκτασης. Οι άγνωστες γαίες έπρεπε να εξερευνηθούν και να τεθούν στην διάθεση των παιδιών εκείνης της φυλής, που απ’ την αυγή της ιστορίας είχε μάθει να κυριαρχεί. Ωστόσο, στην μακρινή δύση, η έμφυτη τάση για περιπέτεια και κατάκτηση, απογυμνωμένη καθώς ήταν από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή πολιτισμική δυναμική, και δίχως να διαθέτει την ενοποιητική ουσία που προϋποθέτει η συμβίωση στα πλαίσια μιας εθνικότητας, εκφράστηκε με έναν πρωτόγνωρο, στρεβλό και οικονομιστικό τρόπο. 


Στην Αμερική οι αγγλοσάξονες δεν έμειναν μόνοι τους αλλά πλαισιώθηκαν από ένα πολύβουο πλήθος μεταναστών, που προέρχονταν και κατάγονταν από διαφορετικές εθνότητες. Το πολυφυλετικό μωσαϊκό των Η.Π.Α ενστερνίστηκε, πάντως, το επεκτατικό όραμα των αγγλοσαξόνων. Κι έτσι, ιδίως μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, η κατάκτηση της ηπείρου απέκτησε τον λεγόμενο «δυτικό προσανατολισμό». Η πολυφυλετική μάζα των Αμερικανών άρχισε να εισχωρεί όλο και πιο δυτικά στην αμερικανική ενδοχώρα, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της τις απάτητες γαίες. Ώσπου κάποια στιγμή, ο στόχος επετεύχθη και οι Αμερικανοί έφτασαν στις ακτές του δυτικού ωκεανού. Η άγνωστη χώρα είχε κατακτηθεί. Όσοι πρόλαβαν να ιδιοποιηθούν τις νέες γαίες, εξόρυξαν μέταλλα και ορυκτά, κι αφού εξόντωσαν τους γηγενείς Ινδιάνους και μόλυναν το περιβάλλον, έγιναν οικονομικά ισχυροί.

Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που δεν τα κατάφεραν. Εκείνοι που έμειναν εργάτες, δίχως να διαθέτουν αξιοζήλευτα περιουσιακά στοιχεία. Πράγμα ιδιαίτερα άδοξο και δύσκολο σε μια χώρα αχαλίνωτα φιλελεύθερη και αδυσώπητα καπιταλιστική. Σε μια χώρα δίχως, αντινεωτερική ή τουλάχιστον σοσιαλιστική, φιλεργατική παράδοση. Εκείνοι οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν τις συνέπειες του κραχ που ταλάνισε τις Η.Π.Α κατά το 1893. Η εργατική τάξη και οι ασθενέστεροι οικονομικά αντιλήφθηκαν τι σημαίνει οικονομική καταστροφή, κοινωνική ισοπέδωση και ψυχική απόγνωση. Κι ενώ αυτή η ιστορική συγκυρία σε μια χώρα της Ευρώπης ενδεχομένως να αποτελούσε την σπίθα για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό, στις καπιταλιστικές Η.Π.Α η έξαρση του ενστίκτου της κυριαρχικής επιβίωσης, που χαρακτηρίζει ιστορικά τον λευκό άνθρωπο, εκδηλώθηκε στρεβλά με την τάση για μια νέα εκστρατεία κατάκτησης γαιών.  

Ο καναδικός βορράς αποτελούσε εκείνη την εποχή το μοναδικό σημείο της βόρειας Αμερικής που δεν είχε κατακτηθεί και τα εδάφη του παρέμεναν παρθένα. Έτσι, κάποιοι κατεστραμμένοι κοινωνικά φτωχοδιάβολοι, όντας οι τελευταίοι Ροβινσώνες, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες του βίου της εργατικής τάξης, επιχείρησαν την τελευταία έφοδο προς τον βορρά. Ήταν από το έτος 1896 έως και το 1899, όταν εκείνοι οι απόκληροι γενναίοι άντρες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, φορτώνονταν στους ώμους τα απαραίτητα για την επιβίωση και την τροφή τους και εισέβαλαν στον αρκτικό κύκλο, δίχως να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα θέρμανσης και στέγασης. 


Μεγάλοι αριθμοί από αυτούς έχασαν τις ζωές τους σε εκείνη την οδύσσεια της νεότερης ιστορίας. Ωστόσο το χειρότερο ήταν πως, σύντομα, οι καλά πληροφορημένοι άνθρωποι του αμερικανικού αστικού κατεστημένου άπλωσαν την κυριαρχία τους στις καλύτερες γαίες και στα πλουσιότερα ορυχεία του καναδικού βορρά. Για τους απόκληρους εργάτες -και μετέπειτα Ροβινσώνες- απέμειναν λίγα κοιτάσματα στα πιο επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη. Κι όμως, μολονότι η οικονομική επιτυχία έμοιαζε αμφίβολη, κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που έσπρωχνε τους αδάμαστους εκείνους άντρες προκειμένου να λάβουν μέρος στην περιπέτεια του βορρά.

Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον, όντας πρώην εργάτης, έγκλειστος σε φυλακές και ρομαντικός σοσιαλιστής, συμμετείχε σε εκείνη την εκστρατεία προς τον απάτητο καναδικό βορρά, κατά το έτος 1897. Η αλήθεια είναι ότι οικονομικά δεν κατάφερε τίποτε. Μοναχά ταλαιπώρησε τον εαυτό του με μια συνηθισμένη βαριά ασθένεια του αρκτικού κλίματος. Εντούτοις, για έναν χρόνο έζησε από κοντά και γνώρισε τους σκληροτράχηλους πολεμιστές της ζωής, στους οποίους έδωσε μυθιστορηματική υπόσταση μέσα από τα δημοφιλή, μετέπειτα, αφηγήματά του. 


Ο Μάλεμουτ Κιντ αποτελεί έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς πρωταγωνιστές των «αρκτικών διηγημάτων» του Λόντον. Και στο δικό του ξύλινο κατάλυμα είχαν βρει καταφύγιο, την νύχτα εκείνων των Χριστουγέννων, κάποιοι σκληραγωγημένοι λευκοί Αμερικανοί, προκειμένου να αναπληρώσουν την χαμένη τους οικογενειακή θαλπωρή. Βυθισμένοι στο γλυκό ημίφως, αφουγκραζόμενοι τους ήχους που ξεπηδούσαν από τα ξύλα που καίγονταν κι αδειάζοντας κούπες με βαρύ αλκοολούχο πωντς, ψυχαγωγούνταν αναπολώντας παλιές τους περιπέτειες στον παγωμένο αρκτικό κύκλο.

Ώσπου, εντελώς απρόσμενα, τα μεσάνυκτα, η όμορφη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα διαλύθηκε για μερικές στιγμές. Ένας γνωστός θόρυβος τράβηξε την προσοχή της παρέας. Ήταν σαφώς ένα έλκηθρο αυτό που είχε σταματήσει έξω από την καλύβα. Κι ο οδηγός του έδειχνε σοφός άντρας, ώριμος στον τρόπο ζωής του βορρά, καθώς πριν ζητήσει καταφύγιο στην θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος είχε παραμείνει στο δριμύ ψύχος για να ταΐσει τα σκυλιά που έσερναν το έλκηθρό του.      

Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην πόρτα όταν ο μυστηριώδης επισκέπτης έκανε την εμφάνισή του. Επρόκειτο για έναν εντυπωσιακό άντρα, πανύψηλο και ευρύστερνο. Δυο ρεβόλβερ κολτ, μια καραμπίνα κι ένα κυνηγετικό μαχαίρι αποτελούσαν τον πλήρη πολεμικό του εξοπλισμό. Κι αρκούσε απλά μια πρώτη ματιά ώστε ένας παλαιός πρόμαχος του βορρά, όπως ήταν ο Μάλεμουτ Κιντ, να καταλάβει πως ο νεοφερμένος διέθετε καλό, τίμιο κι ανοιχτόκαρδο πρόσωπο, στο οποίο διαγράφονταν εμφανώς τα ίχνη της σκληρής δουλειάς. Μέσα από τα γούνινα ρούχα του έμοιαζε με τον «Άρχοντα του Χιονιού», σύμφωνα με την περιγραφή του Λόντον.

Όταν ο ξένος εισήλθε στην θαλπωρή της καλύβας κι έγινε μέρος της συντροφιάς, οι οικοδεσπότες του άκουσαν με δέος πως είχε διανύσει εβδομήντα πέντε μίλια με το έλκηθρο, μέσα σε μόλις δώδεκα ώρες. Επρόκειτο για τρομερή επίδοση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο επιβλητικός άντρας κυνηγούσε τρεις άλλους χρυσοθήρες που του είχαν κλέψει ένα παλαιότερο έλκηθρο. Όσο αυτός μιλούσε, ο Μάλεμουτ Κιντ τον παρατηρούσε με την διαπεραστική του ματιά. Διέκρινε στο βαρύ, θεληματικό του σαγόνι, αδάμαστη θέληση αναμεμειγμένη με ίχνη ευαισθησίας, τα οποία πρόδιδαν έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Ο Κιντ είχε ήδη αντιληφθεί πως ενώ ο ξένος στην κουβέντα ήταν ήρεμος και ευχάριστος, τα ατσαλογάλαζα μάτια του βρίσκονταν διαρκώς σε εγρήγορση και μαρτυρούσαν ετοιμότητα για δράση.


Ο επιβλητικός άντρας έδειξε κάποια στιγμή στους υπόλοιπους μια φωτογραφία. Ήταν η γυναίκα και ο νεογέννητος γιος του. Είχε να τους δει τρία χρόνια και σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο γιος του θα είχε γίνει αντράκι. Στην θέα της φωτογραφίας, τα σκληρά πρόσωπα των προμάχων του βορρά απέκτησαν μια απαλότερη έκφραση. Λίγο αργότερα, ο πανύψηλος ξένος πλάγιασε και ζήτησε από τον Κιντ να τον ξυπνήσει σε μόλις τέσσερις ώρες.

Όταν κοιμήθηκε ο Μάλεμουτ Κιντ είπε στους υπόλοιπους την ιστορία του. Ήταν ο Τζακ Γουέστονταιηλ, ένας φημισμένος για την εργατικότητα και την τιμιότητά του χρυσοθήρας, που δούλευε όσο κανείς άλλος και μολονότι βρήκε δυο φορές γη με χρυσάφι, έχασε και τις δυο την ιδιοκτησία του. Οι υπόλοιποι της παρέας άκουγαν με προσοχή, κουνούσαν τα κεφάλια τους συγκαταβατικά και ευχήθηκαν η άγια νύχτα των Χριστουγέννων να έφερνε αυτή την φορά τύχη στο παλικάρι που κοιμόταν δίπλα τους.

Οι ώρες πέρασαν ευχάριστα για την παρέα κι έφτασε η στιγμή να ξυπνήσουν τον Τζακ. Στην πραγματικότητα, ο Μάλεμουτ Κιντ ήταν ο μόνος που είχε καταλάβει από την αρχή πως η ιστορία του για το κλεμμένο έλκηθρο ήταν ψεύτικη. Ωστόσο, η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα που απέπνεε το πρόσωπο του φιλοξενούμενού του έκανε τον παλαιό πρόμαχο να τον βοηθήσει με προμήθειες και πολύτιμες συμβουλές. Ο Τζακ ευχαρίστησε θερμά και αποχαιρέτισε την παρέα, ταξιδεύοντας ακόμη πιο βόρεια. Και μόλις ένα τέταρτο της ώρας αργότερα η συντροφιά της καλύβας δέχτηκε νέους επισκέπτες. Αυτή την φορά ήταν η καναδική αστυνομία, που τους ενημέρωσε ότι καταδίωκε τον Τζακ Γουέστονταιηλ, ο οποίος είχε διαπράξει μια ληστεία σαράντα χιλιάδων δολαρίων από μια χαρτοπαικτική λέσχη!   

Οι πρόμαχοι του αρκτικού βορρά είχαν μάθει να ζουν τηρώντας ευλαβικά τους κώδικες μιας, σχεδόν στρατιωτικά, ακέραιης ηθικής. Το άκουσμα αυτού του νέου, γέμισε τις καρδιές τους με οργή για τον πρόσφατο φιλοξενούμενό τους. Πόσο λυπήθηκαν, που πίσω από αυτό το έξοχο παρουσιαστικό κρυβόταν ένα παλιοτόμαρο. Όμως ο Μάλεμουτ Κιντ παρέμενε ατάραχος. Και ως ηγέτης της ομήγυρης, με ένα ανεπαίσθητο νεύμα, μήνυσε στους υπόλοιπους της συντροφιάς να μην προσφέρουν τις πληροφορίες που ζητούσε ο αστυνόμος.

 Επρόκειτο για έναν νεαρό αξιωματικό, ο οποίος, όσο και αν ρωτούσε για τον Τζακ Γουέστονταιηλ, βρισκόταν ενώπιον αμίλητων προσώπων που έμοιαζαν σμιλεμένα σε ξύλο. Όταν με τα πολλά, ο ιερέας της συντροφιάς του Μάλεμουτ Κιντ λύγισε στην πίεση του αστυνόμου και αποκάλυψε πως ο Γουέστονταιηλ προπορευόταν κατά λίγη ώρα, εκείνος φώναξε τους δυο μιγάδες που τον συνόδευαν ως οδηγοί στα δύσβατα μονοπάτια του βορρά να τον ακολουθήσουν στο κυνήγι του καταζητούμενου. Ωστόσο, οι οδηγοί ήταν έμπειροι και γνώριζαν ότι η κούραση θα τους δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στο αρκτικό κλίμα. Επιπλέον τα σκυλιά κινδύνευαν να ψοφήσουν στον δρόμο, αν δεν έπαιρναν λίγες ανάσες. Όμως ο νεαρός αστυνόμος, μολονότι ήταν κι ίδιος εξαντλημένος, έδειχνε ανυποχώρητος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να λύσει από το έλκηθρο και να παρατήσει στο δριμύ ψύχος αβοήθητη μια κατάκοπη σκύλα, καθώς επίσης και να επιτάξει περιουσιακά στοιχεία του Μάλεμουτ Κιντ.  Σε λίγα λεπτά, διατάζοντας τους οδηγούς να συνεχίσουν την πορεία τους, βρισκόταν ξανά στο κατόπι του Τζακ Γουέστονταιηλ. 

Τι παράξενη χριστουγεννιάτικη νύχτα! Η παρέα του Μάλεμουτ Κιντ είχε αναστατωθεί. Και πλέον ο παλαιός πρόμαχος του βορρά, αφού έσωσε το ετοιμοθάνατο σκυλί φέρνοντάς το μέσα στην θαλπωρή της καλύβας, έπρεπε να δώσει τις εξηγήσεις που του ζητούσαν επιτακτικά οι φίλοι του. Γιατί είχε βοηθήσει έναν καταζητούμενο; Γιατί δεν είχε πει και στους υπόλοιπους εκείνο που γνώριζε εξαρχής;

«Κρύα είναι η αποψινή νύχτα παιδιά. Πολύ κρύα..». Αυτή ήταν η φράση που αποτέλεσε την πρώτη, άσχετη φαινομενικά, υπεράσπισή του. Κι όταν τα ερωτήματα επέμειναν, ο Κιντ εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε.

Ο Τζακ Γουέστονταιηλ ήταν όντως ο πιο εργατικός και έντιμος χρυσοθήρας του Καναδά. Και πριν από μερικούς μήνες ένα εύρημα χρυσού είχε φτάσει το ύψος της περιουσίας του στα σαράντα χιλιάδες δολάρια. Με τα χρήματα αυτά ο Τζακ θέλησε να αγοράσει μετοχές. Αν το είχε κάνει θα έλυνε το οικονομικό του πρόβλημα και θα έφευγε από εκείνο το κολασμένο μέρος, όπου όλοι γερνούσαν δυο φορές γρηγορότερα απ’ οπουδήποτε αλλού. Όμως ο συνέταιρος του είχε αρρωστήσει στο Άρτικ Σέρκλ και ο Τζακ, αποδεικνύοντας έμπρακτα το πόσο σεβόταν τις ιδέες της συντροφικότητας και της φιλίας, έμεινε για να τον βοηθήσει στην δύσκολη εκείνη στιγμή. Έτσι έδωσε όλα τα χρήματά του σε έναν άλλο φίλο για να πάει εκείνος να του αγοράσει τις μετοχές. Κι αυτός, αντί να το κάνει, έπαιξε όλα τα λεφτά του Τζακ στην χαρτοπαικτική λέσχη. Ο Τζακ χρεοκόπησε και ταυτόχρονα καταδικάστηκε να μείνει επ’ αόριστον στην παγωμένη κόλαση του αρκτικού κύκλου. Όταν μετά από καιρό αποφάσισε να κάνει την έφοδο της απελπισίας στην χαρτοπαικτική λέσχη, το ποσό που λήστεψε δεν ήταν ούτε ένα σεντ περισσότερο από εκείνο που ο φίλος του είχε χάσει στα ζάρια.

Ο Μάλεμουτ Κιντ γνώριζε την ιστορία αλλά δεν είχε συναντήσει ποτέ του τον Τζακ. Όταν τον είδε να ζητά ολιγόωρη φιλοξενία στο κατάλυμα, περίμενε να διακρίνει με το έμπειρο μάτι του τι σόι άνθρωπος ήταν. Κι όταν η κρίση του βγήκε θετική, κανένας καθωσπρεπισμός και καμιά τυπική νομιμότητα δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την ηθική του άγραφου -μα και μοναδικού αληθινού- Νόμου, που βασιλεύει στο σύστημα αξιών όλων των αυθεντικών πολεμιστών της ζωής. Ενός άγραφου Νόμου που εδράζεται στην αρχέτυπη ιδέα της Δικαιοσύνης (κι όχι στο γραπτό αστικό Δίκαιο) και ζωντανεύει με την μορφή της εθιμοτυπίας σε συνθήκες όπου το Νεωτερικό πλαίσιο δεν μπορεί να  επιβληθεί. Σε συνθήκες ακραίες που υπερβαίνουν την τυπική μετριότητα της καθημερινής υλικής εμπειρίας.

Και η ζωή στον απάτητο βορρά, όπου τα μέσα τεχνολογίας δεν μπορούσαν εκείνη την εποχή να προσφέρουν στον νεωτερικό αστισμό όρους μιας απόλυτης κυριαρχίας, άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη τέτοιων υπερβατικών σχημάτων ρομαντικού βίου. Σχημάτων κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή, όπου οι αξίες της Δικαιοσύνης, ο κοινοτισμός, η φιλία και η συντροφικότητα, δεν υποχωρούσαν στην επιβεβλημένη εξουσία κανενός φιλελεύθερου καθωσπρεπισμού αλλά προσανατόλιζαν ως αλάνθαστοι οίακες τις συμπεριφορές, τους τρόπους και τις ζωές των ανθρώπων.

Όταν ο Μάλεμουτ Κιντ εξήγησε το σκεπτικό του στους υπόλοιπους της παρέας ο αρχικός θυμός τους για τον Τζακ Γουέστονταιηλ καταλάγιασε. Τότε ο Κιντ, υπενθυμίζοντας ότι μόνο μια φορά τον χρόνο γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, ύψωσε το κύπελλό του και ευχήθηκε φωναχτά.
«Στην υγειά του ανθρώπου που πορεύεται στο χιονισμένο μονοπάτι, τούτη τη νύχτα! Και είθε πάντα να του φτάνει το φαγητό που κουβαλάει, είθε πάντα τα σκυλιά του να στέκονται στα πόδια τους, είθε πάντα τα σπίρτα του να ανάβουν με την πρώτη! Ο Θεός να τον έχει καλά, η ευνοϊκή τύχη πάντα να τον συνοδεύει…»


«Και ο διάολος να πάρει την καναδική αστυνομία!», συμπλήρωσε ένας από τους υπόλοιπους άντρες της παρέας, αποσπώντας τις επευφημίες της ομήγυρης.    

Εικόνα 1: Τζακ Λόντον
Εικόνα 2: Frank Frazetta, The Silver Warrior
Εικόνα 3:Χρυσοθήρες στην πορεία προς το Άρτικ Σέρκλ.
Εικόνα 4: Χρυσοθήρες στον Καναδά
Εικόνα 5: Κατάλυμα χρυσοθήρων όπως αυτό που περιγράφει ο Λόντον. 


Σχόλια:
Ανώνυμος Ο Φίλιππος Βαβουλάκης είπε...
Απαστράπτουσα η πέννα του Σταμάτη.
Η λευκή σελίδα είναι ένας καμβάς και η πένα σου ζωγραφίζει ανεξίτηλα χρώματα αλλοτινών καιρών.
Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Φίλιππε, ευχαριστώ. Μην ξεχνάμε όμως και τον δημιουργό του διηγήματος.

Καλή χρονιά να έχουμε!
Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Κλείνουμε την χρονιά με ένα πολύ καλό άρθρο !
Καλή νέα χρονιά !
Σάββατο, 31 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο  Ανώνυμος είπε...
Ο Λoντον ηταν πατριωτης σοσιαλιστης και ρομαντικος καταπληκτικο αρθρο το χα διαβασει πριν καιρο.

Epic
Κυριακή, 01 Ιανουαρίου, 2017
 

H Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ απέκτησε εκδοτικό οίκο. Κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο των εκδόσεών μας


Οι εκδόσεις Κλέος αποτελούν την υλοποίηση μιας παλαιότερης ιδέας ορισμένων μελών της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας προκειμένου η λέσχη μας, πέρα από το περιοδικό «Φανταστική Λογοτεχνία», την ραδιοφωνική εκπομπή και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης που διαθέτει, να προχωρήσει στην δημιουργία και ενός εκδοτικού σκέλους. Ο Σταμάτης Μαμούτος αποφάσισε να αναλάβει προσωπικά αυτό το εγχείρημα... και κάπως έτσι, οι εκδόσεις Κλέος έλαβαν υπόσταση τον Δεκέμβριο του 2016.


Στόχος των εκδόσεών μας είναι η κυκλοφορία στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικών, θεωρητικών αλλά και επιστημονικών έργων με θεματικές που αφορούν το πεδίο του Ρομαντισμού. Ρομαντικοί και νεορομαντικοί συγγραφείς βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της εκδοτικής μας προσπάθειας και είναι αναμφίβολο ότι σε αυτή την προσπάθεια η παλιά, αληθινή λογοτεχνία του φανταστικού έχει περίοπτη θέση.

Ελπίζουμε πως οι κυκλοφορίες των εκδόσεών μας θα τέρψουν τους αναγνώστες και θα συμβάλουν στην προβολή της ρομαντικής βιβλιογραφίας. Μιας ρομαντικής βιβλιογραφίας η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει βρει την θέση που της αντιστοιχεί στο ελληνικό εκδοτικό στερέωμα.

Ο Ιρλανδός νομπελίστας Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς είναι ο πρώτος συγγραφέας τον οποίο επιλέξαμε να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες μας. Ο Γέητς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, έχοντας γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, θεατρικά έργα αλλά και δοκίμια. Το βιβλίο του Ιρλανδού συγγραφέα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κλέος είναι «Το Μυστικό Ρόδο».


Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων ρομαντικής φανταστικής λογοτεχνίας, που ξεκινά με ένα ποίημα. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1897 όταν ο Γέητς βρισκόταν στην ωρίμανση της πρώτης λογοτεχνικής του εποχής.  Ήταν τότε που οι ρομαντικές του καταβολές είχαν αρχίσει να μπολιάζονται με επιρροές του Συμβολισμού ενώ και τα υπόλοιπα κεντρικά γνωρίσματα της πνευματικής του συγκρότησης, όπως το ενδιαφέρον για τον αποκρυφισμό και για την ιδεολογία του ιρλανδικού εθνικισμού, αναδύονταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του. Αναμφίβολα «Το Μυστικό Ρόδο» αποτελεί ένα δείγμα της παλιάς, καλής λογοτεχνίας του φανταστικού. Μιας λογοτεχνίας του φανταστικού που τείνει να ξεχαστεί κάτω από τους ογκώδεις τόμους των «νεοfantasy» γραφιάδων, με τους οποίους γεμίζουν ράφια και τηλεοπτικούς χρόνους οι διαχειριστές της αντιρομαντικής αγοραίας ελίτ των καιρών μας. 

Όπως μαρτυρά κι ο ίδιος ο Γέητς, στον φιλοσοφικό πυρήνα του «Μυστικού Ρόδου» υφίσταται η ιδέα της σύγκρουσης μιας ιδεαλιστικής πνευματικής τάξης με τις βάρβαρες δυνάμεις του κόσμου της υλικής εμπειρίας. Μια αντιπαράθεση, δηλαδή, του ιδεαλισμού με τον υλισμό. Οι εκδηλώσεις του ιδεαλισμού μπορούν να ανιχνευτούν εντός αυτών των διηγημάτων σε ποικίλες και διαφορετικές περιπτώσεις της ιρλανδικής παράδοσης. Ο ιππότης που θυσιάζεται για το κοινό καλό, ο απαγορευμένος έρωτας ενός γενναίου παλαιστή με μια λογοδοσμένη αρχοντοπούλα, ο αγιασμένος αλαφροΐσκιωτος που κάνει θαύματα, ο πάμφτωχος και απόκληρος βάρδος. Σ’ αυτές και σ’ άλλες ακόμη περιπτώσεις η πέννα του Γέητς αναδεικνύει την αύρα των δυνάμεων του ουρανού και των αρχετύπων.

Το μυστικό Ρόδο συμβολίζει την ουσία του Θείου. Το εξομολογείται εξάλλου και ο ηλικιωμένος ιππότης του δεύτερου διηγήματος αυτής της συλλογής, που φέρει τον τίτλο «Αφήνοντας το Ρόδο». Πολλοί, βέβαια, είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ο συμβολισμός είναι τριπλός και πέρα από τον Θεό συμπεριλαμβάνει την αγαπημένη του Μαντ Γκον και την πατρίδα του την Ιρλανδία. Και μάλλον έχουν δίκιο καθώς ο Γέητς σε όλη την διάρκεια της ζωής του περιέβαλε με θεία αφοσίωση τόσο την αγαπημένη του όσο και την πατρίδα του.

Ευελπιστούμε ότι οι αναγνώστες μας, ακροβατώντας ανάμεσα στα βελούδινα πέταλα και στον αγκαθωτό κορμό του «Μυστικού Ρόδου», θα απολαύσουν ένα λογοτεχνικό ταξίδι στα μυθικά πεδία της ιρλανδικής παράδοσης και θα γνωρίσουν την «σκηνή» των Ιρλανδών νεορομαντικών των τελών του 19ου αιώνα. 



Ενημερωθείτε για τις εκδόσεις Κλέος στο ιστολόγιο kleospublications.blogspot.gr

Μπορείτε να αγοράσετε «Το Μυστικό Ρόδο» ζητώντας το στα mail flefalo@gmail.com και kleospublications@gmail.comκαθώς επίσης και στα βιβλιοπωλεία του κέντρου των Αθηνών

Solaris, Μπόταση 6

Comicon-shop, Σόλωνος 128

Tilt, Ασκληπιού 37


Η Γωνιά του Βιβλίου, Χαριλάου Τρικούπη 18

Ελεύθερη Σκέψις, Ιπποκράτους 112

Αλληλεγγύη των Φίλων, Χαριλάου Τρικούπη 14 (εντός στοάς)


Λόγχη, Πινδάρου 12 (Κολωνάκι) 2ος όροφος

της Θεσσαλονίκης

Η Άγνωστη Καντάθ, Αιμιλιανού Γρεβενών 6 (Πλατεία Ναυαρίνου)


Αριστοτέλειο, Ερμού 61

του Ναυπλίου

Αποσπερίτης, Αμαλίας 50

Ο Σταμάτης Μαμούτος μιλά ραδιοφωνικά για το ρομαντικό κίνημα του 1841-43, που πέτυχε την επαναφορά των χριστουγεννιάτικων εορτασμών στην Βρετανία και επηρέασε τον τρόπο εορτασμού τους πανευρωπαϊκά



Σ' αυτό το ραδιοφωνικό απόσπασμα ο Σταμάτης Μαμούτος εξιστορεί πως το ρομαντικό, παραδοσιοκρατικό, πολιτιστικό κίνημα του 1841-43, πέτυχε μέσω εύστοχων δράσεων την επαναφορά των χριστουγεννιάτικων εορτασμών και αργιών στην Βρετανία το 1844, κόντρα στην θέληση της διεθνιστικής καπιταλιστικής ελίτ.


Εφημερίδα δρόμου της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ που αφορά αυτό το θέμα



Σχόλια:

Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Από τα κορυφαία ραδιοφωνικά αποσπάσματα
Κυριακή, 25 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ότι δεν πρέπει να γνωρίζουμε..
Δευτέρα, 26 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Με βιβλίο, νέο τεύχος και ραδιοφωνική εκπομπή, η Λέσχη θα αφήσει το στίγμα της στα πολιτιστικά δρώμενα.Μπράβο σας παιδια!
Δευτέρα, 26 Δεκεμβρίου, 2016
 

Κυκλοφόρησε το 19ο τεύχος του περιοδικού «Φανταστική Λογοτεχνία»



Αναζητήστε το νέο τεύχος στο κέντρο των Αθηνών

Βιβλιοπωλεία:
Πολιτεία, Ασκληπιού 1-3 (στις εισόδους για το υπόγειο και για το ισόγειο στο τμήμα λογοτεχνίας)
Solaris, Μπόταση 6
Comicon-shop, Σόλωνος 128
Comicstrip, Σόλωνος 125
Tilt, Ασκληπιού 37
Ελεύθερη Σκέψις, Ιπποκράτους 112

Δισκοπωλεία:
No Remorse, Γαμβέτα 4
Metal Era, Εμμανουήλ Μπενάκη 22
Bowel of Noise, Θεμιστοκλέους 25
Le Disque Noir, Θεμιστοκλέους 29

Ο Σταμάτης Μαμούτος φιλοξενεί στην ραδιοφωνική εκπομπή "Ατσάλινο Ρόδο" τον συγγραφέα Βαγγέλη Γεωργάκη και τον διευθυντή των εκδόσεων OASIS Πάνο Κάπο



Ο συγγραφέας Βαγγέλης Γεωργάκης και ο εκδότης Παναγιώτης Κάπος μιλούν στον Σταμάτη Μαμούτο, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Ο Αγαπημένος ΉΡΩΑΣ των Παιδιών».

«Κρούσος & Γκιούλιβερ», τα πρώτα μυθιστορήματα των ταξιδιωτών

                                                         του Δημήτρη Αργασταρά

Το μυθιστόρημα είναι πλέον τόσο διαδεδομένο –ίσως το πιο διαδεδομένο είδος πεζού λόγου– που θα δυσκολευόμασταν σήμερα να σκεφτούμε πως κάποτε ήταν καινούριο, πως δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε σταδιακά, προκύπτοντας μέσα από τις βασικές πηγές των διαφόρων αφηγήσεων στις οποίες ανέκαθεν επιδίδονταν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, αρχίσαμε να γράφουμε και να διαβάζουμε μυθιστορήματα σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο της λογοτεχνικής ιστορίας, τον 18ο αιώνα.

 Γιατί όμως; Ποιοί παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή την νέα αφετηρία; Και ποιά ήταν τα πρώτα έργα που μας έδωσαν αυτή την νέα μορφή αφήγησης; Όπως θα δούμε, οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν αυτή την αρχή ταυτόχρονα με την γέννηση μιας νέας περιόδου στην ιστορία, την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και τις νέες οικονομικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν εκείνη την εποχή, ενώ δεν άργησε να εμφανιστεί και η διαλεκτική σχέση που ανέπτυξαν απέναντι σε αυτήν οι δυνάμεις της φαντασίας.


Έτσι, στην αρχή ήταν η ποίηση, κυρίως με την μορφή του μακροσκελούς έπους, κι αργότερα το θεατρικό έργο, το δράμα και η κωμωδία, σταδιακά όμως άρχισαν να παρουσιάζονται κάποια εκτεταμένα πεζά με ήρωες παρμένους από την καθημερινή ζωή που διέτρεχαν ρεαλιστικές ή πιο υπερβολικές περιπέτειες. Αυτά τα έργα δεν ήταν ακριβώς μυθιστορήματα, αλλά αισθανόμαστε ένα μυθιστόρημα να προσπαθεί να ξεπηδήσει μέσα από την αφήγηση.

Πρώτο σε αυτή την σειρά των έργων αναφέρεται, για παράδειγμα, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Σε αυτό, καθώς ο «Μαύρος Θάνατος» σαρώνει την Φλωρεντία, δέκα νέοι και νέες καταφεύγουν σε μια έπαυλη στην εξοχή και για να περάσουν τον χρόνο τους αναλαμβάνουν να αφηγηθούν κυκλικά από μία ιστορία. Ο Βοκάκιος χρησιμοποίησε πρώτος μια ενδιαφέρουσα λέξη για αυτές τις ιστορίες : novella, που σήμαινε κάτι νέο και μικρό. Τα θέματα των ιστοριών του ποίκιλλαν από το φανταστικό, στα όρια του παραμυθιού, το νεοκλασικό, βασισμένο στην λογοτεχνία των αρχαίων, μέχρι το προκλητικό και το σκαμπρόζικο. Ένα άλλο διάσημο έργο αυτής της κατηγορίας είναι ο περίφημος Δον Κιχώτης του Θερβάντες. Ο διάσημος πλέον ήρωάς του, παρασυρμένος από τα λαϊκά ρομάντζα με τις ιστορίες των περιπλανώμενων ιπποτών, μαζί με τον πιστό του ακόλουθο Σάντσο Πάντσα και το καημένο ψωράλογό του, τον Ροθινάντε, βγαίνει στον δρόμο της περιπέτειας.

Αυτά τα έργα μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε σήμερα ως «πρωτομυθιστορήματα» αλλά δεν ήταν παρά όταν άρχισε η εποχή των εμπορικών περιπετειών, του καπιταλισμού και της επιχειρηματικότητας, που εμφανίστηκαν τα πρώτα σύγχρονα μυθιστορηματικά έργα. Δύο αναφέρονται ως οι προπάτορες, αυτά με τα οποία θα ασχοληθούμε στην συνέχεια, και είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο βασίζονται στην ιδέα απίθανων ταξιδιωτικών ιστοριών και αναπάντεχων μεταστροφών της μοίρας.

                                                      Ο «homo economicus»
Ο Ντάνιελ Ντεφόε θα γράψει τον διάσημο σήμερα «Ροβινσώνα Κρούσο» το 1719 στο Σίτυ του Λονδίνου. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει και το Σίτυ ήταν τότε η εμπορική και καπιταλιστική πρωτεύουσα του κόσμου, μέσα στην ιμπεριαλιστική Βρετανική Αυτοκρατορία. Τα λογιστήρια, οι τράπεζες, τα καταστήματα, τα γραφεία, οι αποθήκες και οι αποβάθρες του Τάμεση έδιναν τον τόνο  του εμπορίου και της κοινωνικής κινητικότητας που κυριαρχούσε στην πόλη. Ενώ στον μεσαιωνικό κόσμο κάποιος χωρικός θα έπρεπε να γίνει εξαιρετικός πολεμιστής ώστε να ελπίζει στην υπέρβαση της κοινωνικής του προέλευσης σε ένα ιεραρχικά δυσκίνητο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, τώρα κάποιος μπορούσε να φτάσει απένταρος –όπως ο Ντικ Ουίττινγκτον εκείνη την εποχή– και να καταφέρει να γίνει δήμαρχος του Λονδίνου. Όμοια, ο Ροβινσώνας Κρούσος που ταξιδεύει για να εμπορευθεί και να κάνει μόνος του την περιουσία του, παρόλο που ναυαγεί σε ένα έρημο νησί, τελικά τα καταφέρνει, αποτελώντας ένα νέο είδος ανθρώπου για ένα νέο είδος οικονομικού συστήματος. Οι οικονομολόγοι της εποχής μας τον ονομάζουν «homo economicus»: ο άνθρωπος της οικονομίας.

Ας δούμε λοιπόν περιληπτικά την ιστορία του βιβλίου. Ο Ροβινσώνας Κρούσος θα έρθει σε αντίθεση με τον έμπορο πατέρα του και θα φύγει μόνος του για ένα θαλάσσιο ταξίδι. Αφού περάσει από διάφορες περιπέτειες –το πλοίο καταστρέφεται σε μια καταιγίδα, ο ίδιος αιχμαλωτίζεται από πειρατές, γίνεται σκλάβος ενός Μαυριτανού, απελευθερώνεται από ένα πορτογαλικό πλοίο, γίνεται  ιδιοκτήτης φυτείας στην Βραζιλία– τελικά θα γίνει έμπορος σκλάβων από την Αφρική, καφέ και άλλων προϊόντων, μέχρι που σε ένα ταξίδι ναυαγεί ως μοναδικός επιζών σε ένα ερημονήσι.

Στην συνέχεια, με λίγα πράγματα που θα σώσει από το κουφάρι του πλοίου, ο Κρούσος αρχίζει να αποικεί το νησί του. Θα χτίσει το σπίτι του, θα αρχίσει να καλλιεργεί την γη, μέχρι που θα αποκτήσει τον προσωπικό του υπηρέτη, τον Παρασκευά, που σώζει από μια ομάδα κανιβάλων, η οποία κάνει επιδρομές στο νησί. Τελικά καταφτάνει ένα βρετανικό πλοίο που ελέγχεται από τους στασιαστές ναυτικούς του. Ο Κρούσος και ο πρώην καπετάνιος του πλοίου έρχονται σε συμφωνία, ξαναπαίρνουν μαζί τον έλεγχο του πλοίου και φεύγουν από το νησί.


Φτάνοντας στην Αγγλία, ο Κρούσος μαθαίνει πως ο πατέρας του έχει πεθάνει χωρίς να προβλέπει τίποτα για αυτόν στην διαθήκη του. Έτσι ταξιδεύει, για ακόμη μία φορά, στην Λισαβόνα με σκοπό να διεκδικήσει τα κέρδη του από το κτήμα του στην Βραζιλία. Πράγματι, με το μεγάλο ποσό που κερδίζει εγκαθίσταται πλέον στο Λονδίνο. Η ιστορία του είναι μια ιστορία οικονομικής επιτυχίας, ένας άντρας που ναυαγεί κατεστραμμένος σε ένα νησί και καταφέρνει να φύγει από αυτό πλούσιος.

Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η επιτυχία του βιβλίου. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα κανένα βιβλίο στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας δεν είχε περισσότερες εκδόσεις, παραλλαγές και μεταφράσεις. Ταυτόχρονα, αντικείμενο συζήτησης από διάφορες πλευρές γίνεται και η διαχείριση της οικονομίας από τον Κρούσο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, κάτω από την αφηγηματική επιφάνεια, η ιστορία του Κρούσου αφορά στον πλούτο και στην δημιουργία πλούτου, όσο συναρπαστικές κι αν είναι οι περιπέτειές του. Μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου είναι όταν ο Κρούσος κολυμπά μέχρι το ναυαγισμένο πλοίο, που έχει προσκολληθεί σε κάτι ξέρες κοντά στο νησί. Καθώς διασώζει μερικά πράγματα, βλέπει το σεντούκι του καπετάνιου και ανακαλύπτει πως περιέχει 36 λίρες. Ο Κρούσος σκέφτεται πως αυτά τα χρήματα δεν θα του χρειαστούν στο νησί και αναγνωρίζει πως αν τα πάρει θα είναι σαν να τα κλέβει, ωστόσο τα παίρνει. Από οικονομική άποψη αυτό το περιστατικό είναι αποκαλυπτικό: ποιό είναι το σημαντικότερο πράγμα; Το χρήμα. Κι αυτό το περιστατικό παρεμβάλλεται για να μας το θυμίσει. 

Επιπλέον, μια άλλη οπτική γωνία βλέπει τον Ροβινσώνα Κρούσο ως μια αλληγορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη και είχε αρχίσει να κατακτά μεγάλα τμήματα της υφηλίου. Έτσι κάποιοι σχολιαστές βλέπουν τον Κρούσο ως το αληθινό σύμβολο της βρετανικής κατάκτησης: «Είναι το αληθινό πρότυπο του Βρετανού αποίκου... Όλο το αγγλοσαξονικό πνεύμα είναι στον Κρούσο: η επιμονή, η αργή αλλά αποτελεσματική νοημοσύνη, η υπολογιστική εχεμύθεια». Από την πρώτη στιγμή που φτάνει στο νησί ο Κρούσος παραμένει ανεπηρέαστος από τις φυσικές του συνθήκες, ενώ αντίθετα επιχειρεί να προσαρμόσει το άγριο περιβάλλον που συναντά στον τρόπο ζωής που γνωρίζει από το πολιτισμένο, αστικό Λονδίνο. Στο τέλος του μυθιστορήματος το νησί αναφέρεται πλέον ρητά ως «αποικία».

  
Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στο έργο του διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ «Αιμίλιος ή Περί Αγωγής» το μοναδικό βιβλίο που επιτρέπεται στον Αιμίλιο να διαβάσει πριν την ηλικία των δώδεκα ετών είναι ο «Ροβινσώνας Κρούσος». Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, μέσα από την εμπειρία του Κρούσου, ο Αιμίλιος μπορεί να ανακαλύψει ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει και ποιούς στόχους πρέπει να επιτύχει. Αυτό είναι ένα από τα κύρια θέματα του εκπαιδευτικού μοντέλου του Ρουσσώ.

                                                   Η ανακάλυψη του ρεαλισμού
 Εκτός όμως από την οικονομική του προσέγγιση, που φαίνεται να ταιριάζει στις κυρίαρχες αρχές της νεωτερικότητας, ο «Ροβινσώνας Κρούσος» ήταν και το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό έργο που η ιστορία του ήταν ανεξάρτητη από μυθολογίες, θρύλους ή προηγούμενη βιβλιογραφία. Ήταν το έργο που έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους τους αναγνώστες του με την αφηγηματική σύμβαση που είναι σήμερα γνωστή ως «ρεαλισμός», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της ρεαλιστικής μυθοπλασίας ως λογοτεχνικό είδος.

Ο τίτλος της πρώτης δημοσίευσης έγραφε με μεγάλα γράμματα «Η ζωή και οι παράξενα εντυπωσιακές περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου», και πιο κάτω την φράση «γραμμένη από τον ίδιο», χωρίς το όνομα του Ντεφόε να υπάρχει στο εξώφυλλο. Το βιβλίο παρουσιαζόταν ως μια αυθεντική ταξιδιωτική και περιπετειώδης ιστορία, κάτι που εντάθηκε από το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο με την αυτοβιογραφική ιστορία ενός ναυτικού που είχε ναυαγήσει σε ένα νησί. Έτσι ο εύπιστος αναγνώστης του 1719 δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ξέρει πως ο Ροβινσώνας Κρούσος δεν ήταν η πραγματική ιστορία ενός ταξιδιώτη.

 Ας δούμε τέλος και τον τρόπο που ξεκινά το βιβλίο, όπου με την πρώτη παράγραφο μας βάζει σε αυτό το ρεαλιστικό κλίμα: «Γεννήθηκα το 1632, στην πόλη Γιορκ, από καλή οικογένεια που όμως δεν προερχόταν από αυτά τα μέρη. Ο πατέρας μου είχε έρθει από την Βρέμη και στην αρχή εγκαταστάθηκε στο Χαλ. Έφτιαξε μια καλή περιουσία από το εμπόριο και, όταν σταμάτησε να δουλεύει, ήρθε να ζήσει στο Γιορκ, όπου παντρεύτηκε την μάνα μου. Το οικογενειακό της όνομα ήταν Ρόμπινσον και καταγόταν από καλή ντόπια οικογένεια, γι' αυτό ονόμασαν κι εμένα Ρόμπινσον Κρόιτζνερ. Εξαιτίας όμως της γνωστής παραφθοράς της γλώσσας, τώρα μας φωνάζουν, για την ακρίβεια εμείς λέμε τον εαυτό μας Κρούσο, και με τούτο το όνομα με φώναζαν ανέκαθεν οι φίλοι μου». Έτσι, με ένα άμεσο και λυτό ύφος και με πολλές λεπτομέρειες, η ιστορία μοιάζει αυθεντική. Είναι η ιστορία ενός άντρα που ονομαζόταν από τον πατέρα του Κρόιτζνερ, αλλά τώρα τον φωνάζουν Κρούσο. 

                                                Ταξίδι σε κόσμους φανταστικούς
Το νέο είδος του μυθιστορήματος, όμως, δεν θα έμενε για πολύ μέσα στα πλαίσιο ενός άκαμπτου ρεαλισμού. Την δεκαετία του 1720 ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ θα αρχίσει να γράφει το έργο για το οποίο θα μείνει γνωστός, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», χάρη στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι γίνεται ένας πρωτοπόρος του φανταστικού αφηγήματος.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το έργο γράφτηκε από τον Σουίφτ, έναν ιδιαίτερα μορφωμένο αλλά και ανήσυχο άνθρωπο, με αιρετικές απόψεις για την εποχή του και την κοινωνία όπου ζούσε. Αφού σπούδασε στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου, ο Σουίφτ ταξίδεψε στην Αγγλία όπου έγινε γραμματέας ενός αριστοκράτη και εμποτίστηκε με τις αντιλήψεις των Τόρις (των Συντηρητικών).  Ωστόσο, ως ξένος, ένας Ιρλανδός ανάμεσά τους, ο Σουίφτ δεν κέρδισε ποτέ πραγματικά την εύνοια της βασιλικής αυλής και της βρετανικής αριστοκρατίας. Αντίθετα, υπήρξε μέλος της περίφημης λέσχης Scriblerus Club, μέσω της οποίας σατίριζε την υποκριτική και διεφθαρμένη βρετανική κοινωνία, υποστήριζε την φυσική αρμονία και την αντιπαράθεση του αρχαίου έναντι του σύγχρονου πνεύματος, ενώ καταδίκαζε την συναισθηματική ξηρότητα που μπορεί να προκαλέσει η προσήλωση στην επιστήμη και τον ορθό λόγο. Τελικά, θα κάνει το διδακτορικό του στην θεολογία (συνήθως αποκαλείται «δρ. Σουίφτ») και θα χειροτονηθεί ιερέας στην Εκκλησία της Ιρλανδίας, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συμμετέχοντας ενεργά στις κοινότητες των συμπατριωτών του που υπέμειναν τον βρετανικό ζυγό. 


Ο ήρωας για τον οποίο έμεινε γνωστός, ο Γκιούλιβερ δηλαδή, ονειρευόταν από μικρό παιδί να ταξιδέψει στην θάλασσα και να γνωρίσει νέους τόπους. 'Όμως ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει σε ένα κολέγιο του Κέμπριτζ και έπειτα να μαθητεύσει χειρούργος κοντά σε έναν διάσημο γιατρό στην Αγγλία. Αφού ενηλικιώθηκε ο Γκιούλιβερ μπόρεσε να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό του δουλεύοντας ως γιατρός σε ένα πλοίο, αλλά μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, στο έλεος των κυμάτων, κατέληξε λιπόθυμος σε μια άγνωστη ακτή.

Ξυπνώντας ο Γκιούλιβερ θα διαπιστώσει πως είναι δεμένος με σχοινιά, αιχμάλωτος μιας φυλής μικροσκοπικών ανθρώπων, ύψους 15 εκατοστών. Είναι οι κάτοικοι της νησιωτικής χώρας Λιλιπούτ, που κυβερνιέται από τον βασιλιά της και το υπουργικό του συμβούλιο. Ο Γκιούλιβερ θα τους διαβεβαιώσει για την καλή του συμπεριφορά και εκείνοι θα του επιτρέψουν να μείνει ελεύθερος στην χώρα τους. Έτσι θα αρχίσει να μαθαίνει την γλώσσα τους και να παρατηρεί τις συνήθειες της βασιλικής αυλής – τα κωμικά αυτά όντα διαθέτουν λογική και έχουν ανεπτυγμένες τις επιστήμες των μαθηματικών και της μηχανικής, ενώ παρά το μικρό τους μέγεθος φαντασιώνονται πως είναι πολύ σημαντικοί. Κάποια στιγμή οι Λιλιπούτειοι του ζητούν μια χάρη, να τους βοηθήσει να νικήσουν έναν άλλο λαό που ζει απέναντί τους. Ο Γκιούλιβερ δέχεται και μετά την επίτευξη της αποστολής στήνεται ένα μεγάλο πανηγύρι. Καθώς όμως αρνείται να τους βοηθήσει σε μια ακόμη επίθεση, ο βασιλιάς και η αυλή του θα δυσαρεστηθούν. Αυτή την φορά ο Γκιούλιβερ κατηγορείται για προδοσία και καταδικάζεται να τυφλωθεί, αλλά με την βοήθεια ενός φίλου του καταφέρνει να δραπετεύσει χρησιμοποιώντας μια σχεδία και να ανοιχτεί πάλι στο πέλαγος.

Στην επόμενη χώρα που θα ξεβραστεί ο Γκιούλιβερ οι κάτοικοι θα είναι γιγάντιοι αγρότες, ύψους 22 μέτρων. Ο κτηματίας που θα τον βρει, θα τον μεταφέρει στο σπίτι του και θα αφήσει την κόρη του να τον περιποιηθεί. Αργότερα όμως θα αρχίσει να τον επιδεικνύει ως αξιοπερίεργο κερδίζοντας χρήματα, μέχρι που θα τραβήξει την προσοχή της βασίλισσας. Η βασίλισσα θα συμπαθήσει τον Γκιούλιβερ και θα τον πάρει μαζί της στο παλάτι, όπου θα τον υποδεχτούν καλά και θα παραγγείλουν ένα σπίτι στα μέτρα του για να μείνει. Μάλιστα ο βασιλιάς θα δείξει ενδιαφέρον για την κοινωνία απ' όπου προέρχεται ο Γκιούλιβερ, ζητώντας πληροφορίες για την οργάνωση της χώρας του, ενώ, μαθαίνοντας τα νέα, δυσαρεστείται πολύ από την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ιδιαίτερα για την χρήση των πυροβόλων όπλων και των κανονιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή, η Βροδιγνάγη, είναι η πιο ευχάριστη από τις τέσσερις χώρες που θα επισκεφτεί ο Γκιούλιβερ. Είναι μια χώρα αγροτική, παραδοσιακή και παλιομοδίτικη, δηλαδή μια χώρα «αντι-νεωτερική» και γι' αυτό ευνοούμενη από τον Σουίφτ!

Όμως, το σπίτι που δίνουν στον Γκιούλιβερ στην Βροδιγνάγη είναι ένα κουκλόσπιτο, ο μικρός άντρας θα έρθει αντιμέτωπος με μια επίθεση γιγάντιων σφηκών, ένας πίθηκος θα τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει στην στέγη του παλατιού, και τελικά στην διάρκεια μιας εκδρομής ένας αετός θα αρπάξει το κουκλόσπιτο και θα το ρίξει στα νερά του ωκεανού. Έτσι οι περιπέτειες του Γκιούλιβερ συνεχίζονται, με επόμενο σταθμό ένα θαυμαστό ουράνιο νησί. Το ιπτάμενο νησί λέγεται Λαπούτα και κατοικείται από ανθρώπους της Επιστήμης και των Μαθηματικών. Εξαιτίας της θεωρούμενης ανωτερότητάς τους, οι άνθρωποι αυτοί έχουν εγκαταλείψει την γη των υπόλοιπων θνητών και μακριά από τα δεινά του εδάφους ζουν αφοσιωμένοι στην επιστημονική τους ουτοπία κάνοντας αλλόκοτα πειράματα.


Και σε αυτή την χώρα είναι έντονη η σατιρική διάθεση του συγγραφέα καθώς οι επιστήμονες παρουσιάζονται ως άνθρωποι αφηρημένοι, νωθροί και απαθείς, μακριά από κάθε έννοια πρακτικής χρησιμότητας. Για παράδειγμα είναι τόσο απορροφημένοι από τις φιλοσοφικές τους ενατενίσεις που ξεχνούν πότε πρέπει να μιλήσουν ή να ακούσουν το συνομιλητή τους. Έτσι είναι αναγκασμένοι να διατηρούν ένα εξειδικευμένο υπηρέτη που έχει ως καθήκον να τους χτυπά ελαφρά στο στόμα όταν πρέπει να μιλήσουν και στο αυτί όταν τους μιλά κάποιος άλλος. Οι υπηρέτες αυτοί είναι επίσης επιφορτισμένοι να οδηγούν τους εργοδότες τους στο δρόμο για να τους εμποδίζουν από του να πέφτουν μέσα στις τρύπες ή να τρακάρουν στις κολώνες. Παρ' όλα αυτά, αυτοί οι μαθηματικοί θεωρούν τους εαυτούς τους ειδήμονες και στην πολιτική, κάτι που ο Σουίφτ σχολιάζει καυστικά: «...ίσως να νομίζουν πως επειδή τόσο οι μικροί όσο και οι μεγάλοι κύκλοι έχουν τον ίδιο αριθμό μοιρών, έτσι κι η διαχείριση και η διοίκηση του κόσμου δεν απαιτεί περισσότερες ικανότητες από τον χειρισμό και την περιστροφή μιας σφαίρας».

Αφού επιστρέψει στα θαλασσινά του ταξίδια, ο Γκιούλιβερ θα βρεθεί στην τελευταία φανταστική χώρα που θα γνωρίσει, σε μία γη που κατοικείται από δύο διαφορετικές φυλές. Στην αρχή θα βρεθεί μαζί με τους Χουινμς (Houyhnhms), λέξη που προέρχεται από το χλιμίντρισμα των αλόγων, γιατί τα όντα αυτά είναι στην μορφή άλογα που διαθέτουν όμως νοημοσύνη. Οι Χουινμς ζουν σε πόλεις, που εμφανίζουν μια πολύ ανεπτυγμένη αρχιτεκτονική, ενώ έχουν αναπτύξει μια γλώσσα που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον Γκιούλιβερ. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των Χουινμς, που ζουν σύμφωνα με την φυσική αρμονία, είναι ότι αντιμετωπίζουν με απόλυτη φυσικότητα τον θάνατο, ως ένα απλό γεγονός που δεν του πολυδίνουν σημασία και δεν το αφήνουν να διαταράξει την καθημερινότητά τους.

 Από την άλλη, στην ίδια χώρα υπάρχουν οι ανθρωπόμορφοι Γιαχού (Yahoo), μια σχεδόν άναρχη ομάδα ανόητων και βρόμικων ανθρωποειδών, που ζουν σχεδόν όπως οι πίθηκοι. Ως πλάσματα που βρίσκονται στην ταπεινότερη μορφή τους, οι Γιαχού χρησιμοποιούν τα λίγα ίχνη λογικής που διαθέτουν για να επιδεινώνουν την κατάστασή τους και να προσθέσουν ακόμη περισσότερα στα άσχημα στοιχεία που τους έχει δώσει η φύση. Έτσι, όσο ο Γκιούλιβερ θέλγεται και θαυμάζει τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής των Χουινμς τόσο αποστρέφεται τους ποταπούς και φαύλους Γιαχού.


Στο τέλος ο Γκιούλιβερ θα διασωθεί από ένα πορτογαλικό πλοίο και θα επιστρέψει στην Αγγλία. Όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει την ιδέα ότι περιβάλλεται από Γιαχού. Απομονωμένος, κλεισμένος στο σπίτι του, θα αποφεύγει ακόμη και την οικογένειά του ενώ θα περνά περισσότερο χρόνο στον στάβλο του μιλώντας με τα άλογα...

                                                 Η σύγκρουση δύο αντιλήψεων
Τελικά και το ταξίδι μας στο παρόν άρθρο υπήρξε μακρύ. Εκκινώντας από τις μυθιστορηματικές απαρχές, είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα πρώτα έργα που οι κριτικοί της λογοτεχνίας θεωρούν ότι ομοιάζουν πιο πολύ στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Παράλληλα, μπορέσουμε να ρίξουμε μια ματιά και στο θεωρητικό υπόβαθρο που ενέπνευσε τα έργα αυτά και υποκίνησε τους συγγραφείς τους να τα γράψουν.

Τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ, που εκδόθηκαν επτά χρόνια μετά τον «Ροβινσώνα Κρούσο», θα μπορούσαν να διαβαστούν ως μία συστηματική διάψευση στην αισιόδοξη άποψη του Ντεφόε για τις ανθρώπινες δυνατότητες. Εκεί όπου ο ένας έβλεπε τις νέες ευκαιρίες που δημιουργούνταν μέσα από μία επίμονη και δυναμική οικονομία, σε έναν κόσμο ουσιαστικά παγκοσμιοποιημένο, ο άλλος βρήκε την αφορμή για να εκθέσει την ανοησία και την φαυλότητα του κόσμου αυτού, την συναισθηματική του ξηρότητα και την ορθολογική του ακαμψία. Εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι ο Σουίφτ ήθελε ν' αντικρούσει την άποψη ότι το άτομο προηγείται της κοινωνίας, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Ντεφόε. Ο Σουίφτ θεωρούσε μία τέτοια σκέψη ως επικίνδυνο υπερθεματισμό της ριζοσπαστικής πολιτικής φιλοσοφίας του Τόμας Χομπς και γι' αυτό τον λόγο ο Γκιούλιβερ επανειλημμένα συναντά οργανωμένες κοινότητες αντί για έρημα νησιά όπου κυριαρχεί η έννοια του αποξενωμένου ατόμου.

Εν τέλει, αν θέλουμε να διαλογιστούμε περαιτέρω σε όσα φαίνεται να υπονοούν όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο ξεχωριστούς τύπους ανθρώπων να ξεπηδούν μέσα από τα κείμενα αυτά. Από την μία, ο «homo economicus» είναι ο άνθρωπος του υλικού υπολογισμού και της επιβολής της τεχνοκρατικής του πραγματικότητας πάνω στις δυνάμεις της φύσης, είναι αυτός που δημιουργεί και ελέγχει την δομή της καθημερινότητάς μας. Απ' την άλλη μπορούμε ίσως να διακρίνουμε τον «homo fantasticus», για τον οποίο ο κόσμος δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που πρέπει να οργανώσει την οικονομία του, αλλά μια αέναη εξερεύνηση αγνώστων περιοχών. Αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι πραγματικά ανοικτός στο ταξίδι, σε μια εξερευνητική αποστολή ιδεών και εμπνεύσεων, που καταλήγει στην προσπάθειά του να περιγράψει μια αντιληπτική μετάλλαξη, έναν κόσμο καινούριων αναλογιών...

Σχόλια:

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Για μας τους ρομαντικούς πρέπει να είναι παράδειγμα προς αποφυγή ο ροβινσωνας κρουσος που συμβολίζει τον φιλελευθερο καπιταλισμό.

Epic
Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου, 2016

Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Μόλις τώρα το είδα στο δημοτικό θέατρο Πειραιά έχει θεατρική παράσταση τα ταξίδια του γκιουλιβερ ημερομηνία δεν είδα όμως

Epic
Τρίτη, 29 Νοεμβρίου, 2016

Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Έυστοχες οι επιλογές των προσώπων της μυθιστοριογραφίας. Από την μία έχουμε την ωφελιμιστική ηθική του νεώτερου οικονομιστικού ατομικισμού, ελέω φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και στον αντίποδα ή ρομαντική ενατένιση στο οικείο και ευγενές.
Τέτοια άρθρα όπως του Δημήτρη και του Σταμάτη, θα ήταν μέγιστο καλό, να μοιραζόντουσαν σε σταθμούς μέτρο και σε σχολεία και έτσι να γίνουν ή πρώτη σπίθα εμπρησμού νεανικών συνειδήσεων.
Πέμπτη, 01 Δεκεμβρίου, 2016

Ανώνυμος Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Πράγματι, πρόκειται για ένα από τα πολύ ωραία άρθρα του Δημήτρη.

Όσον αφορά την προτροπή του ανώνυμου φίλου, θα συμφωνήσω υπενθυμίζοντας, πάντως, ότι τέτοιες δράσεις έχει οργανώσει η λέσχη μας κατά καιρούς.
Τετάρτη, 07 Δεκεμβρίου, 2016
Ακούστε τον Σταμάτη Μαμούτο ως καλεσμένο στην εκπομπή «Η Νύχτα Μέρα», που εκπέμπεται στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά FM 90.1», με θέμα την ζωή και το έργο του Ίωνα Δραγούμη


Καλεσμένοι των Γ. Λεκάκη και Α. Μαζαράκη ο υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Σταμάτης Μαμούτος, ο Γιάννης Παναγιωτακόπουλος (πρόεδρος επιτροπής μνήμης Ίωνος Δραγούμη), και ο συγγραφέας Σπύρος Δημητρίου (μέλος της Επιτροπής Ενημέρωσης επί των Εθνικών Θεμάτων).