
Λίγο πριν τα μισά των 80’s έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους και κάποια συγκροτήματα, που ενώ στη μελωδία και την αισθητική τους διατηρούσαν τα heavy metal χαρακτηριστικά, ο ήχος τους ήταν αρκετά ελαφρύς ώστε να χωράει στα ραδιοφωνικά προγράμματα. Τα συγκροτήματα αυτά δημιούργησαν το ρεύμα που εκείνη την εποχή ονομάστηκε pop metal. Οι περισσότεροι ακροατές του heavy metal αντιλήφθηκαν την ύπαρξη αυτού του ρεύματος ως ένδειξη παρακμής. Κάποιοι άλλοι διαφώνησαν. Προσωπικά, εκτιμώ ότι η γέννηση αυτού του «μεταλλικού» παρακλαδιού αποτέλεσε απόδειξη της πληρότητας και του ολισμού που χαρακτήρισε το heavy metal ως μουσικό είδος. Μπορεί τα «παραδοσιακά» μεταλλικά ακούσματα να προσέφεραν και να προσφέρουν αληθινή ψυχαγωγία, ωστόσο στη μουσική ανέκαθεν υπήρχε χώρος και για τη διασκέδαση. Κι αυτή εκτιμώ ότι προσφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία από το pop metal.
Το υπόβαθρο του pop metal είχε ιδιαιτερότητες σε σχέση με εκείνο του κύριου «μεταλλικού» μουσικού ιδιώματος. Ο τρόπος ζωής των μουσικών και των ακροατών του κινήθηκε γύρω από το πρότυπο του rock star. Μηχανές, εύκολες γυναίκες, διασκέδαση, ερωτισμός και ανέμελη ζωή αποτέλεσαν τα ζητούμενά του. Το πρόταγμα της απελευθέρωσης του παλαιού rock επανήλθε στο προσκήνιο, μετασχηματισμένο όμως σε ένα μοντέλο αριστοκρατικής αλητείας (δανείζομαι αυτό τον όρο από τον φίλο συγγραφέα Λιάκο Μπουρνόβα ) και ακατάσχετου νέο-δανδισμού, ο οποίος στις πλείστες των περιπτώσεων κατέληγε στην προβολή ενός αδιαμφισβήτητου φαλλοκρατισμού. Κοντολογίς, μπορεί οι posers του pop metal να μην ήταν επικοί και να στερούνταν την πολεμική αύρα των παραδοσιακών metalheads, υπήρξαν όμως και αυτοί αναμφίβολα ρομαντικοί.
Προσωπικά έγινα μέλος της «μεταλλικής αδελφότητας» στο κλείσιμο της δεκαετίας του ’80. Υπήρξα τυχερός γιατί τα παιδιά μιας φιλικής οικογένειας, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερά μου και είχαν αφομοιώσει την κουλτούρα του σκληρού ήχου εκείνης της εποχής, με έβαλαν στην παρέα τους και με μύησαν στον «μεταλλικό κόσμο του μαύρου ήλιου». Τότε για να μπορέσει κάποιος να σηκώσει το βάρος της ταυτότητας μιας «σκληρής μουσικής κουλτούρας» έπρεπε πέρα από την απαραίτητη αγάπη για αυτήν να είχε τις ψυχικές δυνάμεις για να αντέξει την περιθωριοποίηση και τις σωματικές δυνάμεις για να επιβιώσει στο πλαίσιό της. Ήταν εκ των πραγμάτων αδιανόητο ότι κάποιος κάτω των δεκαέξι ετών –και μάλιστα των δεκαέξι ετών εκείνης της εποχής, που αντιστοιχούν σε ανδρική ωρίμανση είκοσι και πλέον της σημερινής- θα μπορούσε να βρεθεί έστω και για ένα λεπτό εντός της ιδιαίτερης αυτής κοινότητας.
Κι όμως, εγώ χάρη στην κάλυψη των φίλων μου, έγινα κάτι σαν τον μικρό που παίζει στην κινηματογραφική ταινία «This is England». Όταν φοιτούσα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου είχα ήδη καταστεί τακτικός θαμώνας των μουσικών μας στεκιών και της Θύρας 7 (το ποδόσφαιρο αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο του τρόπου ζωής μας). Και σα να μην έφτανε αυτό, λες και δεν υπολόγιζα τη χάρη και την τιμή που μου έκαναν οι metalheads να με αποδεχτούν στην κοινότητά τους, είχα το θράσος να απαξιώνω το thrash και το ανατέλλον τότε death, που αποτελούσαν τα κυρίαρχα μεταλλικά ακούσματα της εποχής, προτιμώντας συγκροτήματα του κλασικού heavy metal ήχου, όπως οι Maiden, οι Priest, οι Saxon και οι Manowar, και δηλώνοντας παράλληλα τη συμπάθειά μου για το pop metal και groups όπως οι Quiet Riot, οι Def Leppard, οι Scorpions και οι Fastway. Τα συγκροτήματα του pop metal αποτέλεσαν τα σημεία επαφής της «μεταλλικής κοινότητας» με τον «έξω» κόσμο, τα σημεία αναφοράς των parties και οι «γέφυρες» που συνέδεαν τους χεβυμεταλλάδες με τα κορίτσια που μας άρεσαν.
Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική των Bon Jovi ήταν το άκουσμα κάποιων κομματιών από τον δίσκο New Jersey. Μου φάνηκαν καλά, χωρίς όμως να με ενθουσιάσουν. Έτσι, δεν ασχολήθηκα μαζί τους για κάποιο καιρό. Διατήρησα, πάντως, μια σταθερή οπτική επαφή με αυτούς, καθώς θυμάμαι χαρακτηριστικά την αφίσα του τραγουδιστή με την περμανάντ και το μπλουζάκι με το σήμα του Superman, να βρίσκεται συνεχώς στον τοίχο του δωματίου μιας φίλης μου. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο εν λόγω κύριος τραγούδησε το Blaze of Glory για την ταινία Young Guns 2. Η εικόνα του καστανόξανθου δανδή με την (ακόμη) ξασμένη και κυματίζουσα χαίτη, το ονειροπόλο βλέμμα, το ινδιάνικο κολιέ και την ακουστική κιθάρα στη μέση της αμερικανικής ερήμου, να τραγουδά έναν ύμνο για τη ζωή της άγριας δύσης, απέσπασε την προσοχή ολόκληρου του κόσμου. Το κομμάτι καρφώθηκε στις πρώτες θέσεις των charts παγκοσμίως και αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας σειράς ανάλογων επιτυχιών του ευρύτερου σκληρού ήχου, που είχε ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν με τους Def Leppard, τους Whitesnake, τους Europe, τον Alice Cooper και άλλους. Εκείνος ο Jon Bon Jovi αποτέλεσε το πρότυπο του άντρα που οι περισσότερες «ροκούδες», καθώς επίσης και κορίτσια διαφορετικών μουσικών ακουσμάτων, ονειρεύονταν. Οφείλω να ομολογήσω ότι ως οπαδοί του σκληρού ήχου χρωστάμε αρκετή από την ερωτική προσοχή που αποσπάσαμε από κορίτσια της εποχής στο πρότυπο του ανδρός που αυτή η εικόνα δημιούργησε. Δυστυχώς, τα χρόνια που ακολούθησαν μας επιφύλαξαν τον εφιάλτη της παγκοσμιοποίησης. Οι εποχές άλλαξαν, το ίδιο και η χώρα μας. Ο σκληρός ήχος πλήχθηκε από νεοαριστερίζουσες μόδες της μουσικής βιομηχανίας όπως το grunge και το rap metal (όταν αναφέρω τον όρο «Αριστερά» δεν αναφέρομαι στην αυστηρή πολιτική τοποθέτηση του κάθε καλλιτέχνη, αλλά στην ευρύτερη κουλτούρα του κάθε μουσικού ιδιώματος), η αριστοκρατική αλητεία του πεζοδρομιακού βίου έδωσε τη θέση της στο οργανωμένο έγκλημα και το κοινωνικό χάος, τα παλιά στέκια των οπαδών του σκληρού ήχου έπαψαν να υπάρχουν, ο τρόπος ζωής ομογενοποιήθηκε κάτω από τις προσταγές των δημοσιογραφικών όρνεων και των τσουλιών του κυρίαρχου life style που έφερε στη ζωή μας η ιδιωτική ελλαδική τηλεόραση. Οι δανδήδες του σκληρού ήχου εξαφανίστηκαν Οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν πια για αυτούς, αλλά για εκθηλυσμένα αθύρματα της μουσικής βιομηχανίας. Οι Bon Jovi επιδεικνύοντας έναν «αισθητικό χαμαιλεοντισμό», μετά το Keep the faith του 1992 μετατράπηκαν σταδιακά σε ένα ξεφτισμένο προϊόν της κουλτούρας των 90’s. Το pop metal έσβησε και μαζί του τα βιώματα μιας ολόκληρης εποχής.
Φρονώ ότι τα παιδιά της δικής μου γενιάς βίωσαν την μετάβαση στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης με πολύ έντονο τρόπο. Γι αυτό και είναι σύνηθες να αναπολούμε συχνά την παλαιότερη εποχή. Κάποιοι μεγαλύτεροι μπορεί να κάνουν το ίδιο, ωστόσο η νοσταλγία τους είναι συνήθως πιο χλιαρή. Κι αυτό γιατί πρόλαβαν να ζήσουν στο έπακρο τον κόσμο που αφήσαμε πίσω μας. Από την άλλη, οι μικρότεροι είναι δύσκολο να συνδεθούν με κάτι που δεν έζησαν και μόνο η φαντασία τους μπορεί να τους κάνει να αποκτήσουν μια κάποια εικόνα του παρελθόντος. Όσοι, όμως, γεννηθήκαμε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές εκείνης του ’80 βρεθήκαμε στο επίκεντρο της τομής. Ξεκινήσαμε την εφηβεία μας στον «παλαιό» και την ολοκληρώσαμε στο «νέο κόσμο». Ξεκινήσαμε να ζούμε τον βρασμό των ’80’s και καταλήξαμε στο παγκοσμιοποιημένο τίποτα των ’90’s. Για όλους εμάς οι αναμνήσεις του παρελθόντος αποτελούν συχνά αντίδοτο στο νεκρό παρόν. Ο καθένας, βέβαια, εστιάζει σε ιδιαίτερα σημεία του παλαιού πεδίου. Στη δική μου συνείδηση η υπόθεση pop metal χαράχτηκε με θετικό πρόσημο.
Κατά συνέπεια, η είδηση ότι οι Bon Jovi θα έπαιζαν για πρώτη φορά στη χώρα μας με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι αν θα πήγαινα να τους παρακολουθήσω ζωντανά ή όχι. Η ανακοίνωση της σκέψης αυτής κάποιους μήνες πριν, ομολογώ ότι προκάλεσε την έκπληξη του Guardian Lord, τη θυμηδία του Κιμμέριου και άλλων συμπολεμιστών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Ωστόσο, σε όσους μου υπενθύμιζαν ότι το συγκρότημα στου οποίου τη συναυλία σκεφτόμουν να παραβρεθώ είχε φτάσει στο σημείο να προωθεί τον Ομπάμα, απαντούσα ότι το συγκρότημα που εγώ ήθελα να δω ήταν εκείνο του τραγουδιστή με το μπλουζάκι του Superman. Σε όσους μου τόνιζαν ότι το συγκρότημα αυτό είχε συνεργαστεί με τη Ριάνα και έπαιζε στα παρτάκια του MTV, απαντούσα ότι το συγκρότημα που εγώ ήθελα να δω ήταν εκείνο του οποίου το τραγούδι συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία τον Ian.
Έτσι, μια μέρα πριν τη συναυλία πήρα τελικά εισιτήριο, έπειτα από προτροπή (ποιου άλλου;) του φίλου μου του Στέλιου Μανιάτη, του ανθρώπου δηλαδή που όσοι τον γνωρίζουμε ξέρουμε ότι δίνει πάντα το παρόν σε οποιοδήποτε γεγονός σκληρού ήχου πραγματοποιείται στη χώρα μας. Όπως γίνεται κατανοητό, αυτό που ήθελα ήταν να ακούσω ζωντανά κομμάτια του συγκροτήματος που γράφτηκαν μέχρι το 1992, και κυρίως των τριών πρώτων δίσκων. Η επιθυμία μου τελικά ικανοποιήθηκε μερικώς. Οι Bon Jovi μπροστά σε ένα κοινό που πλησίαζε τις 60.000, με εξαιρετική τεχνική υποστήριξη και καλό ήχο, έπαιξαν ένα set παλαιών και νεότερων κομματιών.
Η απόδοσή τους ήταν πολύ καλή. Ο ξανθός δανδής, αν και σε κάποια σημεία προδόθηκε από τη φωνή του, έκανε μια εξαιρετική εμφάνιση και έδειξε ότι παραμένει σε φόρμα, όντας άξιος να διατηρεί διαχρονικά τον τίτλο του rock star. Ο Sambora ήταν σε άριστη κατάσταση αποδίδοντας τα solos του με κρυστάλλινη διαύγεια και ο Torres, όπως πάντα, αγκομαχούσε πίσω από τα τύμπανα, έχοντας καλή απόδοση αλλά και την όψη του ταλαιπωρημένου! Ο συνδυασμός της εμφάνισης των Jovi με την εκπληκτική ατμόσφαιρα ενός σχεδόν κατάμεστου Ολυμπιακού Σταδίου σε μια θερινή αθηναϊκή νύχτα, ομολογώ ότι μου άφησε τελικά μια πάρα πολύ καλή εντύπωση και με έκανε να νιώσω ότι πραγματικά άξιζε που βρέθηκα σε αυτή τη συναυλία.


I'm a cowboy - On a steel horse I ride - And I'm wanted - Dead or alive!
Jon Bon Jovi.... αστέρι των media
David Coverdale.... Ήλιος του Καλοκαιριού
Καλές διακοπές στους FLEFALO WARRIORS!
Τρίτη, 26 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ωραίο κείμενο με μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση. Πολύ εύστοχος και ο όρος "αριστοκρατική αλητεία", περιγράφει πολύ καλά τον τρόπο που βλέπω πολλά Hard 'n' Heavy συγκροτήματα. Καλοί και διαχρονικοί οι Bon Jovi, αν και όπως γράφεις και εσύ τα συγκροτήματα αυτού του είδους είναι αποκλειστικά για διασκέδαση. Αυτή η φωτογραφία του Μπον Τζόβη με τις γυμνές γκόμενες μεγάλο ντοκουμέντο, πρώτη φορά την βλέπω. Αθάνατα '80s!!! Κρίμα που δεν θα ξαναδούμε τόσο ηρωϊκές εποχές.
ΚΙΜΜΕΡΙΟΣ
Τετάρτη, 27 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Guardian "D" Lord είπε...
Κιμμέριε το περίμενα ότι θα εστίαζες στην αποκαλυπτική φωτογραφία...
Αλλά αυτό το "Μπον Τζόβη" μόλις προκάλεσε ρωγμή στο χρονικό συνεχές...
Χα χα χα χα
Τετάρτη, 27 Ιούλιος, 2011
Ο/Η καλλίμαχος είπε...
Η μουσική μας άρχισε να βιομηχανοποιείται γύρω στα μέσα με τέλη της 10ετίας του '80.
Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Guardian Lord και Κιμμέριε, θα παραμείνουμε για πάντα υποστηρικτές της "ομηρικής" ιδέας του ανδρισμού.
Παρασκευή, 29 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Γιώργος Doomsword είπε...
1) Το ότι το thrash (δηλαδή η ρίζα της παρακμής) γεννήθηκε στις Η.Π.Α, λέει πολλά.
Σάββατο, 30 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Στυλιανός είπε...
Παρατειρώ τα σχόλια σας και κανείς δεν έχει θήξει το θέμα του σκυλομέταλ...
http://www.youtube.com/watch?v=OGtiqUz-1L0&feature=related
για πολλά γέλια!!
Από την άλλη παίδες,διαφωνώ με την οπτική ότι το μέταλ ουσιαστικά σταματά στα 80's.Πολύ μεγάλες μπάντες ξεπηδούν, στο χώρο του power κυρίως, στα 90's edguy, angra, rhapsody, domine είναι λίγα από τα ονόματα που συνεχίζουν να προάγουν τον ήχο και να παράγουν μουσική,όπως ακόμα και οι μεγάλες μπάντες των 80's εξακολουθούν να παράγουν καλούς και δυνατούς δίσκους.Brave New World - Iron Maiden,Nightfall in Middle-Earth - Blind Guardian,Time of the Oath - Helloween, Black Hand Inn - Running Wild, Visions - Stratovarius etc είναι ενδεικτικά κάποια διαμάντια που κοσμόυν το χώρο του μέταλ στα 90's.Το σίγουρο είναι ότι η μουσική εξελίσσεται και τα δεδομένα του επικού και ρομαντικού χώρου στο μέταλ βαδίζουν και βάδιζαν προς το black και στο goth.Προσωπικά ως ακροατής του power metal και λάτρης της μελωδίας βρίσκω ακόμα διαμάντια στον χώρο μου αλλά ανακαλύπτω και άλλους όπως το μελωδικό death μέταλ,το οποίο την δεδομένη εποχή είναι αυτό που παράγει μουσική στην ουσία και βρίσκει κάτι καινούργιο να δώσει στον χώρο.
Σάββατο, 30 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Γιώργο, γνωρίζουμε και οι δυο το πόσο εκτιμώ τις δημιουργίες του γερμανικού πνεύματος.
Κοντολογίς, ακούω ένα album τους -ακόμη κι απο΄εκείνα που θεωρούνται δημοφιλή- και την επόμενη μέρα έχω ξεχάσει τα κομμάτια του. Ενώ εκείνα των '80's τα ακούμε και θα τα ακούμε για πάντα, με την ίδια ευχαρίστηση.
Κυριακή, 31 Ιούλιος, 2011
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Περί heavy metal....
Ο/Η καλλίμαχος είπε...
Εξαιρετικές δημιουργίες σαφώς και συνέχισαν να βγαίνουν μετά την 10ετία του '80. Έχω κατά νου το Predator in disguise των Praying Mantis το '91 μέχρι το The tower του Bob Catley το '98, δουλειές σχεδόν γεμάτες με στιγμές βαρυμεταλλικής απόλαυσης... Είναι βέβαιο πως η Μούσα δεν άφησε ποτέ ολομόναχους τους βαρυμεταλλάδες. Σκόρπια διαμαντάκια μπορούσαν να βρεθούν και την προηγούμενη 10ετία, μέσα σε καλούς ή αδιάφορους δίσκους, π.χ το ομώνυμο από το Golden dawn των Ιταλών Arthemis (η Μεσόγειος είχε καιρό να βγάλει τέτοιο έπος). Για να μην αμελήσω να αναφέρω μια προσωπική μου προτίμηση, το είδος του progressive metal που άνθησε στη 10ετία του '90 και συνεχίζει μέχρι σήμερα (Threshold, Andromeda, Agora) να αποτελεί μια όαση μελωδίας και μουσικής ευφυίας μέσα στον ορυμαγδό της τυποποίησης και των 'ετερόκλητων επιρροών'. Αυτό όμως που διαφοροποιεί την 10ετία του '80 και πιστεύω θα συμφωνήσετε, είναι πως τότε το καλό βαρυμέταλλο ήταν ο κανόνας ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν, η εξαίρεση. Βέβαια παίζει ρόλο και το γεγονός πως τα μεγέθη (ο αριθμός των κυκλοφοριών ανά έτος) είναι διαφορετικά.
Δευτέρα, 01 Αύγουστος, 2011
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Όντως και στη δεκαετία του '90 κυκλοφόρησαν πολύ καλές Hard 'n' Heavy κυκλοφορίες και αναδείχτηκαν πολλές καλές μπάντες. Απλά, πιστεύω πως το ενδιαφέρον του μουσικού τύπου και της πλειοψηφίας του κοινού είχε μετατοπιστεί προς πιο ακραία ιδιώματα (πχ death και black) με αποτέλεσμα οι πιο παραδοσιακές κυκλοφορίες να χάνονται. Κάποια στιγμή έσκασε και η έκρηξη του power οπότε το Metal ανέκαμψε πλήρως. Πάντως οι καρακλασικούρες της μουσικής μας κυκλοφόρησαν την δεκαετία του '80 και γι' αυτό οι επόμενες δεκαετίες είναι καταδικασμένες να φαίνονται υποδεέστερες. Και στις μέρες μας κυκλοφορεί πολύ πράγμα στον χώρο του Hard 'n' Heavy, από παλιές και νέες μπάντες. Βέβαια η έμπνευση των αθάνατων '80s απουσιάζει τις περισσότερες φορές αλλά η φωτιά συνεχίζει να καίει...