Keep the faith

Όπως έχω αναφέρει και σε παλαιότερα άρθρα, το γεγονός ότι έχω ζήσει, και μάλιστα στην παιδική και στην αρχή της εφηβικής μου ηλικίας, την εμπειρία της δεκαετίας του ’80, αποτελεί έναν από τους λόγους που με κάνει να νιώθω χαρά και ικανοποίηση. Και μόνο το ότι οι διαμορφωτές της μαζικής κουλτούρας του κόσμου της εποχής μας, οι οποίοι έχουν καταλάβει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους περισσότερους πνευματικούς χώρους, αντιμετωπίζουν αυτή τη δεκαετία ως μια χρονική περίοδο κατά την οποία επικράτησαν «ξεπερασμένα» και «κακόγουστα» στυλ, καταδεικνύει ότι κάτι πιο ποιοτικό και αυθεντικό εμπεριείχε σε σχέση με την υβριδική και εκφυλισμένη (μετα)μόδα των ημερών μας.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που καθιστά σημαντική στη συνείδησή μου τη δεκαετία του ’80 είναι η μουσική της κληρονομιά και κυρίως ο προσανατολισμός του σκληρού ήχου. Το rock, το hard rock, ακόμη και οι πρώτες εκφράσεις του heavy metal, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70, βρίσκονταν σε μεγάλο βαθμό εναγκαλισμένα με μια κουλτούρα Αριστερού προσανατολισμού, η οποία αντλούσε επιρροή από το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ και τον γαλλικό Μάη του ’68. Ο σκληρός ήχος, που εν τη γενέσει του ως rock’n’roll αποτέλεσε τη βάση μιας αντισυμβατικής θεώρησης προκρίνοντας έναν τρόπο ζωής αποδεσμευμένο από τα κυρίαρχα αστικά πρότυπα, εντός του Αριστερού αυτού κλίματος συνδέθηκε με τα αιτήματα για κοινωνική χειραφέτηση και πρόοδο. Τελευταία εκδίπλωση αυτού του προσανατολισμού αποτέλεσε η ανάπτυξη του punk, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70. Ωστόσο, η έλευση της δεκαετίας του ’80 σήμανε την αλλαγή αυτού του προσανατολισμού. Βασιζόμενα στις επιρροές των παλαιότερων heavy metal και hard rock συγκροτημάτων και δραστηριοποιούμενα σε τοπικό επίπεδο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια ομάδα βρετανικών σχημάτων συγκρότησε το «μουσικό κίνημα» που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal. Την ίδια εποχή στις Η.Π.Α αρκετοί μουσικοί άρχισαν να δημιουργούν ακολουθώντας το νέο αυτό προσανατολισμό.

Στο heavy metal της δεκαετίας του ’80 ο αντιπολεμικός και αριστερός τόνος αντικαταστάθηκε από ένα ρομαντικό υπόβαθρο. Μυθολογικά θέματα στη στιχουργική και στην αισθητική των δίσκων, εφαρμοστά παντελόνια, μακριά μαλλιά και κουρέματα μεσαιωνικού τύπου, γοτθικά σύμβολα, μαύρα ρούχα, μυστικισμός, οπαδική ταύτιση των ακροατών με τα συγκροτήματα, μουσική πιο δυνατή από εκείνη του punk και εξίσου μελωδική με εκείνη του παλαιού hard rock. Από τις αρχές κιόλας της εν λόγω δεκαετίας η ρομαντική αυτή τάση επικράτησε και κατέστησε το heavy metal κυρίαρχο ρεύμα στα πλαίσια του σκληρού ήχου, παρότι βρέθηκε σύντομα αποκλεισμένο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δέχτηκε πολεμική από πολλές κατευθύνσεις.



Λίγο πριν τα μισά των 80’s έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους και κάποια συγκροτήματα, που ενώ στη μελωδία και την αισθητική τους διατηρούσαν τα heavy metal χαρακτηριστικά, ο ήχος τους ήταν αρκετά ελαφρύς ώστε να χωράει στα ραδιοφωνικά προγράμματα. Τα συγκροτήματα αυτά δημιούργησαν το ρεύμα που εκείνη την εποχή ονομάστηκε pop metal. Οι περισσότεροι ακροατές του heavy metal αντιλήφθηκαν την ύπαρξη αυτού του ρεύματος ως ένδειξη παρακμής. Κάποιοι άλλοι διαφώνησαν. Προσωπικά, εκτιμώ ότι η γέννηση αυτού του «μεταλλικού» παρακλαδιού αποτέλεσε απόδειξη της πληρότητας και του ολισμού που χαρακτήρισε το heavy metal ως μουσικό είδος. Μπορεί τα «παραδοσιακά» μεταλλικά ακούσματα να προσέφεραν και να προσφέρουν αληθινή ψυχαγωγία, ωστόσο στη μουσική ανέκαθεν υπήρχε χώρος και για τη διασκέδαση. Κι αυτή εκτιμώ ότι προσφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία από το pop metal.

Το υπόβαθρο του pop metal είχε ιδιαιτερότητες σε σχέση με εκείνο του κύριου «μεταλλικού» μουσικού ιδιώματος. Ο τρόπος ζωής των μουσικών και των ακροατών του κινήθηκε γύρω από το πρότυπο του rock star. Μηχανές, εύκολες γυναίκες, διασκέδαση, ερωτισμός και ανέμελη ζωή αποτέλεσαν τα ζητούμενά του. Το πρόταγμα της απελευθέρωσης του παλαιού rock επανήλθε στο προσκήνιο, μετασχηματισμένο όμως σε ένα μοντέλο αριστοκρατικής αλητείας (δανείζομαι αυτό τον όρο από τον φίλο συγγραφέα Λιάκο Μπουρνόβα ) και ακατάσχετου νέο-δανδισμού, ο οποίος στις πλείστες των περιπτώσεων κατέληγε στην προβολή ενός αδιαμφισβήτητου φαλλοκρατισμού.

Κοντολογίς, μπορεί οι posers του pop metal να μην ήταν επικοί και να στερούνταν την πολεμική αύρα των παραδοσιακών metalheads, υπήρξαν όμως και αυτοί αναμφίβολα ρομαντικοί.

Προσωπικά έγινα μέλος της «μεταλλικής αδελφότητας» στο κλείσιμο της δεκαετίας του ’80. Υπήρξα τυχερός γιατί τα παιδιά μιας φιλικής οικογένειας, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερά μου και είχαν αφομοιώσει την κουλτούρα του σκληρού ήχου εκείνης της εποχής, με έβαλαν στην παρέα τους και με μύησαν στον «μεταλλικό κόσμο του μαύρου ήλιου». Τότε για να μπορέσει κάποιος να σηκώσει το βάρος της ταυτότητας μιας «σκληρής μουσικής κουλτούρας» έπρεπε πέρα από την απαραίτητη αγάπη για αυτήν να είχε τις ψυχικές δυνάμεις για να αντέξει την περιθωριοποίηση και τις σωματικές δυνάμεις για να επιβιώσει στο πλαίσιό της. Ήταν εκ των πραγμάτων αδιανόητο ότι κάποιος κάτω των δεκαέξι ετών –και μάλιστα των δεκαέξι ετών εκείνης της εποχής, που αντιστοιχούν σε ανδρική ωρίμανση είκοσι και πλέον της σημερινής- θα μπορούσε να βρεθεί έστω και για ένα λεπτό εντός της ιδιαίτερης αυτής κοινότητας.

Κι όμως, εγώ χάρη στην κάλυψη των φίλων μου, έγινα κάτι σαν τον μικρό που παίζει στην κινηματογραφική ταινία «This is England». Όταν φοιτούσα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου είχα ήδη καταστεί τακτικός θαμώνας των μουσικών μας στεκιών και της Θύρας 7 (το ποδόσφαιρο αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο του τρόπου ζωής μας). Και σα να μην έφτανε αυτό, λες και δεν υπολόγιζα τη χάρη και την τιμή που μου έκαναν οι metalheads να με αποδεχτούν στην κοινότητά τους, είχα το θράσος να απαξιώνω το thrash και το ανατέλλον τότε death, που αποτελούσαν τα κυρίαρχα μεταλλικά ακούσματα της εποχής, προτιμώντας συγκροτήματα του κλασικού heavy metal ήχου, όπως οι Maiden, οι Priest, οι Saxon και οι Manowar, και δηλώνοντας παράλληλα τη συμπάθειά μου για το pop metal και groups όπως οι Quiet Riot, οι Def Leppard, οι Scorpions και οι Fastway. Τα συγκροτήματα του pop metal αποτέλεσαν τα σημεία επαφής της «μεταλλικής κοινότητας» με τον «έξω» κόσμο, τα σημεία αναφοράς των parties και οι «γέφυρες» που συνέδεαν τους χεβυμεταλλάδες με τα κορίτσια που μας άρεσαν.

Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική των Bon Jovi ήταν το άκουσμα κάποιων κομματιών από τον δίσκο New Jersey. Μου φάνηκαν καλά, χωρίς όμως να με ενθουσιάσουν. Έτσι, δεν ασχολήθηκα μαζί τους για κάποιο καιρό. Διατήρησα, πάντως, μια σταθερή οπτική επαφή με αυτούς, καθώς θυμάμαι χαρακτηριστικά την αφίσα του τραγουδιστή με την περμανάντ και το μπλουζάκι με το σήμα του Superman, να βρίσκεται συνεχώς στον τοίχο του δωματίου μιας φίλης μου. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο εν λόγω κύριος τραγούδησε το Blaze of Glory για την ταινία Young Guns 2. Η εικόνα του καστανόξανθου δανδή με την (ακόμη) ξασμένη και κυματίζουσα χαίτη, το ονειροπόλο βλέμμα, το ινδιάνικο κολιέ και την ακουστική κιθάρα στη μέση της αμερικανικής ερήμου, να τραγουδά έναν ύμνο για τη ζωή της άγριας δύσης, απέσπασε την προσοχή ολόκληρου του κόσμου. Το κομμάτι καρφώθηκε στις πρώτες θέσεις των charts παγκοσμίως και αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας σειράς ανάλογων επιτυχιών του ευρύτερου σκληρού ήχου, που είχε ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν με τους Def Leppard, τους Whitesnake, τους Europe, τον Alice Cooper και άλλους. Εκείνος ο Jon Bon Jovi αποτέλεσε το πρότυπο του άντρα που οι περισσότερες «ροκούδες», καθώς επίσης και κορίτσια διαφορετικών μουσικών ακουσμάτων, ονειρεύονταν. Οφείλω να ομολογήσω ότι ως οπαδοί του σκληρού ήχου χρωστάμε αρκετή από την ερωτική προσοχή που αποσπάσαμε από κορίτσια της εποχής στο πρότυπο του ανδρός που αυτή η εικόνα δημιούργησε.

Δυστυχώς, τα χρόνια που ακολούθησαν μας επιφύλαξαν τον εφιάλτη της παγκοσμιοποίησης. Οι εποχές άλλαξαν, το ίδιο και η χώρα μας. Ο σκληρός ήχος πλήχθηκε από νεοαριστερίζουσες μόδες της μουσικής βιομηχανίας όπως το grunge και το rap metal (όταν αναφέρω τον όρο «Αριστερά» δεν αναφέρομαι στην αυστηρή πολιτική τοποθέτηση του κάθε καλλιτέχνη, αλλά στην ευρύτερη κουλτούρα του κάθε μουσικού ιδιώματος), η αριστοκρατική αλητεία του πεζοδρομιακού βίου έδωσε τη θέση της στο οργανωμένο έγκλημα και το κοινωνικό χάος, τα παλιά στέκια των οπαδών του σκληρού ήχου έπαψαν να υπάρχουν, ο τρόπος ζωής ομογενοποιήθηκε κάτω από τις προσταγές των δημοσιογραφικών όρνεων και των τσουλιών του κυρίαρχου life style που έφερε στη ζωή μας η ιδιωτική ελλαδική τηλεόραση. Οι δανδήδες του σκληρού ήχου εξαφανίστηκαν Οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν πια για αυτούς, αλλά για εκθηλυσμένα αθύρματα της μουσικής βιομηχανίας. Οι Bon Jovi επιδεικνύοντας έναν «αισθητικό χαμαιλεοντισμό», μετά το Keep the faith του 1992 μετατράπηκαν σταδιακά σε ένα ξεφτισμένο προϊόν της κουλτούρας των 90’s. Το pop metal έσβησε και μαζί του τα βιώματα μιας ολόκληρης εποχής.

Φρονώ ότι τα παιδιά της δικής μου γενιάς βίωσαν την μετάβαση στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης με πολύ έντονο τρόπο. Γι αυτό και είναι σύνηθες να αναπολούμε συχνά την παλαιότερη εποχή. Κάποιοι μεγαλύτεροι μπορεί να κάνουν το ίδιο, ωστόσο η νοσταλγία τους είναι συνήθως πιο χλιαρή. Κι αυτό γιατί πρόλαβαν να ζήσουν στο έπακρο τον κόσμο που αφήσαμε πίσω μας. Από την άλλη, οι μικρότεροι είναι δύσκολο να συνδεθούν με κάτι που δεν έζησαν και μόνο η φαντασία τους μπορεί να τους κάνει να αποκτήσουν μια κάποια εικόνα του παρελθόντος. Όσοι, όμως, γεννηθήκαμε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές εκείνης του ’80 βρεθήκαμε στο επίκεντρο της τομής. Ξεκινήσαμε την εφηβεία μας στον «παλαιό» και την ολοκληρώσαμε στο «νέο κόσμο». Ξεκινήσαμε να ζούμε τον βρασμό των ’80’s και καταλήξαμε στο παγκοσμιοποιημένο τίποτα των ’90’s. Για όλους εμάς οι αναμνήσεις του παρελθόντος αποτελούν συχνά αντίδοτο στο νεκρό παρόν. Ο καθένας, βέβαια, εστιάζει σε ιδιαίτερα σημεία του παλαιού πεδίου. Στη δική μου συνείδηση η υπόθεση pop metal χαράχτηκε με θετικό πρόσημο.

Κατά συνέπεια, η είδηση ότι οι Bon Jovi θα έπαιζαν για πρώτη φορά στη χώρα μας με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι αν θα πήγαινα να τους παρακολουθήσω ζωντανά ή όχι. Η ανακοίνωση της σκέψης αυτής κάποιους μήνες πριν, ομολογώ ότι προκάλεσε την έκπληξη του Guardian Lord, τη θυμηδία του Κιμμέριου και άλλων συμπολεμιστών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Ωστόσο, σε όσους μου υπενθύμιζαν ότι το συγκρότημα στου οποίου τη συναυλία σκεφτόμουν να παραβρεθώ είχε φτάσει στο σημείο να προωθεί τον Ομπάμα, απαντούσα ότι το συγκρότημα που εγώ ήθελα να δω ήταν εκείνο του τραγουδιστή με το μπλουζάκι του Superman. Σε όσους μου τόνιζαν ότι το συγκρότημα αυτό είχε συνεργαστεί με τη Ριάνα και έπαιζε στα παρτάκια του MTV, απαντούσα ότι το συγκρότημα που εγώ ήθελα να δω ήταν εκείνο του οποίου το τραγούδι συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία τον Ian.

Έτσι, μια μέρα πριν τη συναυλία πήρα τελικά εισιτήριο, έπειτα από προτροπή (ποιου άλλου;) του φίλου μου του Στέλιου Μανιάτη, του ανθρώπου δηλαδή που όσοι τον γνωρίζουμε ξέρουμε ότι δίνει πάντα το παρόν σε οποιοδήποτε γεγονός σκληρού ήχου πραγματοποιείται στη χώρα μας. Όπως γίνεται κατανοητό, αυτό που ήθελα ήταν να ακούσω ζωντανά κομμάτια του συγκροτήματος που γράφτηκαν μέχρι το 1992, και κυρίως των τριών πρώτων δίσκων. Η επιθυμία μου τελικά ικανοποιήθηκε μερικώς. Οι Bon Jovi μπροστά σε ένα κοινό που πλησίαζε τις 60.000, με εξαιρετική τεχνική υποστήριξη και καλό ήχο, έπαιξαν ένα set παλαιών και νεότερων κομματιών.



Η αρχή ήταν ιδεώδης με δυο κομμάτια του Slippery when wet (Raise your hands και You give love a bad name). Η συνέχεια περιελάμβανε δυο ανούσια αλλά αναμενόμενα κομμάτια (Born to be my baby και We weren’t born to follow) στο δεύτερο εκ των οποίων η προβολή του Ομπάμα συνεχίστηκε, αλλά ευτυχώς αντιμετωπίστηκε με έκδηλη ψυχρότητα από το κοινό (φαίνεται τελικά ότι ήταν πολλοί αυτοί που ήρθαν να δουν το ίδιο συγκρότημα που ήθελα να δω κι εγώ). Συνολικά έπαιξαν δυο ώρες μέχρι το encore, όπου επανήλθαν με τρία τραγούδια. Από αυτά που ήθελα να ακούσω έπαιξαν επίσης τα Blaze of glory, Bad medicine, Keep the faith, Wanted dead or alive και Living on a prayer. Από τα αναμενόμενα έπαιξαν τα It’s my life, Have a nice day, Always και άλλα. Δυστυχώς, αγνόησαν τους δυο πρώτους δίσκους.

Η απόδοσή τους ήταν πολύ καλή. Ο ξανθός δανδής, αν και σε κάποια σημεία προδόθηκε από τη φωνή του, έκανε μια εξαιρετική εμφάνιση και έδειξε ότι παραμένει σε φόρμα, όντας άξιος να διατηρεί διαχρονικά τον τίτλο του rock star. Ο Sambora ήταν σε άριστη κατάσταση αποδίδοντας τα solos του με κρυστάλλινη διαύγεια και ο Torres, όπως πάντα, αγκομαχούσε πίσω από τα τύμπανα, έχοντας καλή απόδοση αλλά και την όψη του ταλαιπωρημένου! Ο συνδυασμός της εμφάνισης των Jovi με την εκπληκτική ατμόσφαιρα ενός σχεδόν κατάμεστου Ολυμπιακού Σταδίου σε μια θερινή αθηναϊκή νύχτα, ομολογώ ότι μου άφησε τελικά μια πάρα πολύ καλή εντύπωση και με έκανε να νιώσω ότι πραγματικά άξιζε που βρέθηκα σε αυτή τη συναυλία.




Και αν προηγουμένως δήλωσα ότι ο «αισθητικός χαμαιλεοντισμός» αποτέλεσε μια επιλογή η οποία με απογοήτευσε ως παλιό ακροατή τους, οφείλω να συμπληρώσω ότι το γεγονός πως μετά από τριάντα χρόνια καριέρας καταφέρνουν –και μάλιστα με την ίδια σχεδόν σύνθεση- να ενθουσιάζουν το κοινό όπως παλιά, σημαίνει ότι οι Bon Jovi αποτελούν ένα ιστορικό συγκρότημα, που μόνο τυχαία δεν είχε αυτή τη διάρκεια.

Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.



- Σχόλια σε αυτή την συνάρτηση :

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
I'm a cowboy - On a steel horse I ride - And I'm wanted - Dead or alive!
Jon Bon Jovi.... αστέρι των media
David Coverdale.... Ήλιος του Καλοκαιριού
Καλές διακοπές στους FLEFALO WARRIORS!


GUARDIAN LORD
Τρίτη, 26 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ωραίο κείμενο με μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση. Πολύ εύστοχος και ο όρος "αριστοκρατική αλητεία", περιγράφει πολύ καλά τον τρόπο που βλέπω πολλά Hard 'n' Heavy συγκροτήματα. Καλοί και διαχρονικοί οι Bon Jovi, αν και όπως γράφεις και εσύ τα συγκροτήματα αυτού του είδους είναι αποκλειστικά για διασκέδαση. Αυτή η φωτογραφία του Μπον Τζόβη με τις γυμνές γκόμενες μεγάλο ντοκουμέντο, πρώτη φορά την βλέπω. Αθάνατα '80s!!! Κρίμα που δεν θα ξαναδούμε τόσο ηρωϊκές εποχές.

ΚΙΜΜΕΡΙΟΣ
Τετάρτη, 27 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Guardian "D" Lord είπε...
Κιμμέριε το περίμενα ότι θα εστίαζες στην αποκαλυπτική φωτογραφία...
Αλλά αυτό το "Μπον Τζόβη" μόλις προκάλεσε ρωγμή στο χρονικό συνεχές...
Χα χα χα χα
Τετάρτη, 27 Ιούλιος, 2011

Ο/Η καλλίμαχος είπε...
Η μουσική μας άρχισε να βιομηχανοποιείται γύρω στα μέσα με τέλη της 10ετίας του '80.

Καθώς η Βιομηχανία της Προβολής απαιτούσε συνεχώς 'καινούριο προϊόν' με 'βελτιωμένα χαρακτηριστικά', νέες και αλλότριες τάσεις επιβλήθηκαν στο ακουστικό φάσμα της βαριάς μουσικής. Οι επιρροές από άλλα είδη (π.χ Punk, Dark Wave) πλέον δεν μετασχηματίζονταν σε Heavy Metal από μουσικούς που αγαπούσαν το είδος, αλλά εισάγονταν αυτούσιες από επαγγελματίες οργανοπαίχτες δεν κάθονταν να την πολυψάξουν την υπόθεση. Η μελωδία άρχισε να σπανίζει, ο ρυθμός να κυριαρχεί, ο ήχος να γίνεται αποστειρωμένος και το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα να γίνεται περισσότερο 'ακραίο' (αυτό το παρακολουθήσαμε και στον μουσικό τύπο, όπου ο όρος Heavy Metal σταδιακά αντικαταστάθηκε από τον όρο 'Ακραίος Ήχος').

Η ακραιοποίησή του Heavy Metal καθώς και η πρόχειρη διασταύρωσή του με άλλα μουσικά είδη, είναι τα 2 hypes που εξάσκησε η Βιομηχανία της Προβολής πάνω στη μουσική μας. Το 90% της παραγωγής από τα τέλη της 10ετίας του '80 βασίζεται πάνω σε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα οι βαρυμεταλλάδες μουσικοί να σπανίζουν και να έχουν αντικατασταθεί είτε από κουλούς true metal warriors, είτε από θορυβοποιούς καλικάντζαρους, είτε από ακραία και πολιτικοποιημένα ζωντόβολα, με μηδέν αισθητική και μηδέν καλλιτεχνικό εκτόπισμα.... ΄Κιθαρίστες' ανίκανους να συνθέσουν ένα σόλο 5 δευτερολέπτων ή ένα ριφ της προκοπής, 'μπασίστες' πιο προβλεπόμενους από τον Πάπα, 'τραγουδιαστές' που δεν μπορούν να τραγουδήσουν και 'ντραμερς' που αναπαράγουν πάνω στη σύνθεση τον καινούριο ρυθμό που έμαθαν στη σχολή.

Πέμπτη, 28 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Guardian Lord και Κιμμέριε, θα παραμείνουμε για πάντα υποστηρικτές της "ομηρικής" ιδέας του ανδρισμού.

Καλλίμαχε, εκτιμώ ότι η παρατηρήσεις σου είναι σωστές, ωστόσο η γνώμη μου είναι ότι το θέμα δεν εξαντλείται στα τεχνικά χαρακτηριστικά και στις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας.

Πεποίθησή μου είναι ότι από την πρωταρχική ήδη φάση της παρακμής -που ενδεχομένως να τοποθετείς σωστά στο δεύτερο μισό των '80's- θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη μαζική κουλτούρα και την πολιτιστική πολιτική.

Κοντολογίς, θα ήταν αδιανόητο για τον κόσμο..που όλοι γνωρίζουμε, να εμπεριείχε μια "ανεξάρτητη πολιτιστική ζώνη Ρομαντισμού", εντός των πλαισίων του. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε ως ιός στον οργανισμό του. Συνεπώς, το συμπέρασμά μου είναι ότι η υπόθεση ελέγχου του Heavy Metal δεν είχε να κάνει μοναχά με τις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας, αλλά και με επιπλέον παράγοντες..

Όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανιχνεύονται οι ρίζες της παρακμής, όπως προανέφερα, έχεις δίκιο ότι είναι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80. Ωστόσο, η αποτύπωση της παρακμής αυτής εκτιμώ ότι έλαβε χώρα αργότερα. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά το δεύτερο μισό των '80's κυκλοφόρησαν κάποια από τα πιο ποιοτικά albums της ιστορίας του Metal όπως τα Seveth Son, Somewhere in time, Painkiller, αλλά και τα Kings of Metal, Surpens Albus, Ultimate Sin, Slippery when wet, Hysteria κλπ.

Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η αποτύπωση της αλλαγής στην οποία αναφέρομαι, την αλλαγή της συνολικής κουλτούρας του σκληρού ήχου δηλαδή, έλαβε χώρα στα '90's
Παρασκευή, 29 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Γιώργος Doomsword είπε...
1) Το ότι το thrash (δηλαδή η ρίζα της παρακμής) γεννήθηκε στις Η.Π.Α, λέει πολλά.

2) Σαφώς και δεν είναι κουλά όλα τα true metal groups σήμερα...

3) Άλλο ένα εξαιρετικό άρθρο, αλλά θα ήθελα και μια αναφορά στο γερμανικό metal των '80's, που συνέβαλε τα μέγιστα στήν ιστορία του μεταλλικού ήχου.
Σάββατο, 30 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Στυλιανός είπε...
Παρατειρώ τα σχόλια σας και κανείς δεν έχει θήξει το θέμα του σκυλομέταλ...
http://www.youtube.com/watch?v=OGtiqUz-1L0&feature=related
για πολλά γέλια!!


Από την άλλη παίδες,διαφωνώ με την οπτική ότι το μέταλ ουσιαστικά σταματά στα 80's.Πολύ μεγάλες μπάντες ξεπηδούν, στο χώρο του power κυρίως, στα 90's edguy, angra, rhapsody, domine είναι λίγα από τα ονόματα που συνεχίζουν να προάγουν τον ήχο και να παράγουν μουσική,όπως ακόμα και οι μεγάλες μπάντες των 80's εξακολουθούν να παράγουν καλούς και δυνατούς δίσκους.Brave New World - Iron Maiden,Nightfall in Middle-Earth - Blind Guardian,Time of the Oath - Helloween, Black Hand Inn - Running Wild, Visions - Stratovarius etc είναι ενδεικτικά κάποια διαμάντια που κοσμόυν το χώρο του μέταλ στα 90's.Το σίγουρο είναι ότι η μουσική εξελίσσεται και τα δεδομένα του επικού και ρομαντικού χώρου στο μέταλ βαδίζουν και βάδιζαν προς το black και στο goth.Προσωπικά ως ακροατής του power metal και λάτρης της μελωδίας βρίσκω ακόμα διαμάντια στον χώρο μου αλλά ανακαλύπτω και άλλους όπως το μελωδικό death μέταλ,το οποίο την δεδομένη εποχή είναι αυτό που παράγει μουσική στην ουσία και βρίσκει κάτι καινούργιο να δώσει στον χώρο.
Σάββατο, 30 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Γιώργο, γνωρίζουμε και οι δυο το πόσο εκτιμώ τις δημιουργίες του γερμανικού πνεύματος.

Στυλιανέ, δεν υπονοήσα ότι το heavy metal σταμάτησε να υφίσταται μετά το τέλος της δεκαετίας του '80.

1)Σαφώς και υπάρχει, σαφώς και η στροφή προς το Ρομαντισμό, (που οδήγησε στην εμφάνιση των νέων επικών συγκροτημάτων όπως οι Rhapsody, Domine κλπ και την επαναξιολόγηση παλαιότερων όπως οι Grave Digger), η οποία έλαβε χώρα στο δεύτερο μισό των '90's κράτησε τον "μεταλλικό ήχο" ζωντανό. Είναι, όμως, αναφίβολο πως ούτε η κουλτούρα του παρέμεινε ως είχε, ούτε τα μουσικά του έργα διατήρησαν την αξία εκείνων της δεκαετιάς του '80. Απ' όλη τη δισκογραφία που ανεφέρεις, η γνώμη μου είναι πως, μόνο το Nightfall.. αποτελεί πραγματικό έργο σταθμό.

Κατά τα λοιπά, ούτε οι Maiden με τους Helloween επανέλαβαν τις εκπληκτικές στιγμες των '80's, ούτε και τα νέα επικά συγκροτήματα κατάφεραν να πλησιάσουν την αξία των Manowar, των Virgin Steele και των άλλων παλαιότερων συγκροτημάτων.
Κοντολογίς, ακούω ένα album τους -ακόμη κι απο΄εκείνα που θεωρούνται δημοφιλή- και την επόμενη μέρα έχω ξεχάσει τα κομμάτια του. Ενώ εκείνα των '80's τα ακούμε και θα τα ακούμε για πάντα, με την ίδια ευχαρίστηση.

2) Όσον αφορά το Dog Metal, πέρα του ότι αποτελεί μια εκδίπλωση της μεταμοντέρνας εποχής μας, νομίζω ότι η ύπαρξή του απαντά στο ερώτημα "τι μουσική ακούμε σήμερα". Αναμένω εξαγωγή του "είδους" και συνεργασία Linkin Park και Γιάννη Βασιλείου...
Κυριακή, 31 Ιούλιος, 2011

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Περί heavy metal....

"The Gods made heavy metal and they saw that it was good.

They said to play it louder than hell, we promised that we would.

When losers say it's over with, you know that it's a lie.

THE GODS MADE HEAVY METAL AND IT'S NEVER GONNA DIE!!!!!"

GUARDIAN LORD

Κυριακή, 31 Ιούλιος, 2011

Ο/Η καλλίμαχος είπε...
Εξαιρετικές δημιουργίες σαφώς και συνέχισαν να βγαίνουν μετά την 10ετία του '80. Έχω κατά νου το Predator in disguise των Praying Mantis το '91 μέχρι το The tower του Bob Catley το '98, δουλειές σχεδόν γεμάτες με στιγμές βαρυμεταλλικής απόλαυσης... Είναι βέβαιο πως η Μούσα δεν άφησε ποτέ ολομόναχους τους βαρυμεταλλάδες. Σκόρπια διαμαντάκια μπορούσαν να βρεθούν και την προηγούμενη 10ετία, μέσα σε καλούς ή αδιάφορους δίσκους, π.χ το ομώνυμο από το Golden dawn των Ιταλών Arthemis (η Μεσόγειος είχε καιρό να βγάλει τέτοιο έπος). Για να μην αμελήσω να αναφέρω μια προσωπική μου προτίμηση, το είδος του progressive metal που άνθησε στη 10ετία του '90 και συνεχίζει μέχρι σήμερα (Threshold, Andromeda, Agora) να αποτελεί μια όαση μελωδίας και μουσικής ευφυίας μέσα στον ορυμαγδό της τυποποίησης και των 'ετερόκλητων επιρροών'. Αυτό όμως που διαφοροποιεί την 10ετία του '80 και πιστεύω θα συμφωνήσετε, είναι πως τότε το καλό βαρυμέταλλο ήταν ο κανόνας ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν, η εξαίρεση. Βέβαια παίζει ρόλο και το γεγονός πως τα μεγέθη (ο αριθμός των κυκλοφοριών ανά έτος) είναι διαφορετικά.
Δευτέρα, 01 Αύγουστος, 2011

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Όντως και στη δεκαετία του '90 κυκλοφόρησαν πολύ καλές Hard 'n' Heavy κυκλοφορίες και αναδείχτηκαν πολλές καλές μπάντες. Απλά, πιστεύω πως το ενδιαφέρον του μουσικού τύπου και της πλειοψηφίας του κοινού είχε μετατοπιστεί προς πιο ακραία ιδιώματα (πχ death και black) με αποτέλεσμα οι πιο παραδοσιακές κυκλοφορίες να χάνονται. Κάποια στιγμή έσκασε και η έκρηξη του power οπότε το Metal ανέκαμψε πλήρως. Πάντως οι καρακλασικούρες της μουσικής μας κυκλοφόρησαν την δεκαετία του '80 και γι' αυτό οι επόμενες δεκαετίες είναι καταδικασμένες να φαίνονται υποδεέστερες. Και στις μέρες μας κυκλοφορεί πολύ πράγμα στον χώρο του Hard 'n' Heavy, από παλιές και νέες μπάντες. Βέβαια η έμπνευση των αθάνατων '80s απουσιάζει τις περισσότερες φορές αλλά η φωτιά συνεχίζει να καίει...

Κιμμέριος

Τετάρτη, 03 Αύγουστος, 2011