Χρήστος Ζυγομαλάς- Η Μπαλάντα της Πλατείας

                                          Παρουσίαση βιβλίου από τον Σταμάτη Μαμούτο

Εδώ και κάποια χρόνια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, διακατέχομαι συχνά από την τάση να ανατρέχω στα δρώμενα των εποχών του παλαιού rock κινήματος. Συνέπεια αυτής μου της τάσης είναι να εστιάζω στην ανάγνωση βιβλίων που έχουν περιεχόμενο σχετιζόμενο με τηνrock κουλτούρα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και Η Μπαλάντα της Πλατείας, του Χρήστου Ζυγομαλά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ComiconRenieri.


Ο Χρήστος Ζυγομαλάς είναι μουσικός, ποιητής και καλλιτέχνης. Εδώ και δεκαετίες αποτελεί ένα από τα πρόσωπα των κύκλων που συγκροτούν τα ολιγομελή avant garde καλλιτεχνικά ρεύματα της χώρας μας. Ασφαλώς, στον χώρο της ελληνικής μουσικής έγινε κυρίως γνωστός ως ο βασικός συνεργάτης του Νικόλα Άσιμου. Μολονότι οι τακτικοί αναγνώστες των εντύπων της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας θα έχουν ήδη αντιληφθεί ότι ο Ζυγομαλάς κινείται ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε ατραπούς αντίθετες απ’ τις δικές μου, η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να γνωριστούμε μια βραδιά.

Ήμουν ακόμη ραδιοφωνικός παραγωγός του rockmachine.gr κι όπως είχα πει σε κάποιες εκπομπές, οι τακτικοί ακροατές και οι αναγνώστες μου καλό θα ήταν να λάμβαναν υπόψη τους τον δεύτερο προσωπικό δίσκο του Κώστα Τουρνά, που φέρει τον τίτλο Αστρόνειρα. ΤαΑστρόνειρα βασίζονται στιχουργικά εξολοκλήρου σε θεματικές της επιστημονικής φαντασίας. Αλλά και σε ό,τι αφορά το μουσικό του ύφος, αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει ορισμένες συνθετικές στιγμές στις οποίες το prog rock ρίχνει γέφυρες προς αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως hard rock ή προδρομικό heavy metal. Θέλησα, λοιπόν, να φέρω στην εκπομπή μου τον Κώστα Τουρνά για μια συνέντευξη, η οποία θα επικεντρωνόταν σ’ αυτή την κυκλοφορία. Και συγκεκριμένα, σκέφτηκα να του το προτείνω έπειτα από μια συναυλία που θα έδινε στο Κύτταρο. Δεν γνώριζα, όμως, πως θα έπρεπε να κινηθώ για να προσεγγίσω έναν τόσο αναγνωρισμένο μουσικό, τον οποίο μάλιστα οι πληροφορίες μου ήθελαν να αποφεύγει τις συνεντεύξεις τα τελευταία χρόνια.  

Σκέφτηκα λοιπόν να ζητήσω τη γνώμη του φίλου μου του Σάκη, ο οποίος έχει ζήσει τα δρώμενα του ελληνικού rock κινήματος απ’ τη δεκαετία του ‘60. Εκείνος βρισκόταν σ’ ένα ουζερί και μου πρότεινε να περάσω από εκεί προκειμένου να του εξηγήσω τι ακριβώς ήθελα. Σε λίγη ώρα είχα φτάσει. Διαπίστωσα τότε ότι στην παρέα του κάθονταν κι άλλοι «μεγάλοι παλαιοί» της ελληνικής κοινότητας του rock. Μάλιστα, ήταν άνθρωποι με ιστορία στο αναρχικό κίνημα. Όταν τους είπα τι σκεφτόμουν μου έδωσαν οδηγίες για τα πρόσωπα που θα έπρεπε να συναντήσω στο Κύτταρο, ώστε να εξασφαλίσω μια προσωπική επαφή με τον δημοφιλή μουσικό που αναζητούσα.

Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αλλά έχω τη συνήθεια να μην κρύβω την ιδεολογική μου ταυτότητα. Ακόμη κι αν όλος ο κόσμος πειστεί περί του αντιθέτου εγώ, μέσα απ’ την προσωπική μου ματιά, θα αναγνωρίζω στον ρομαντικό εθνικισμό -έτσι όπως πρωτοπαρουσιάστηκε ως πολιτική θεωρία κατά τον 18ο αιώνα από τον Γ.Γ. Χέρντερ κι όπως αναπτύχθηκε από μεταγενέστερους στοχαστές σαν τον Άνταμ Μύλλερ, τον Μωρρίς Μπαρρές και τον Ίων Δραγούμη- την αρτιότερη πρόταση οργάνωσης του δημόσιου βίου, η οποία εμπεριέχει την πιο ειλικρινή κατάφαση της ανθρώπινης ουσίας. Όταν, λοιπόν, η κουβέντα τα έφερε έτσι ώστε να αναπτύξω αυτές μου τις θέσεις στην ομήγυρη, είδα ματιές να στρέφονται πάνω μου γεμάτες ερωτηματικά και θυμάμαι ότι η συζήτηση συνεχίστηκε με πολύ ενδιαφέρον.

Κατά την εξέλιξή της αναπτύχθηκε μια αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα σ’ εμένα και στον Γιάννη Π., έναν από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν στην κατάληψη του χημείου το 1985. Ως πολιτικό επιστήμονα με εντυπωσίασε το εξής. Έχοντας ζήσει μια δύσκολη ζωή και δίχως να διαθέτει ακαδημαϊκή θεωρητική κατάρτιση, ο Γιάννης όντας μεσήλικας, ήταν σε θέση να αναπτύξει μαζί μου μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για θέματα της πολιτικής ανθρωπολογίας του Ρουσώ ενώ συνάμα παρέμενε αταλάντευτα συνεπής αγωνιστής του πολιτικού του χώρου.

Λίγο αργότερα ήρθε στο τραπέζι μας ένας ακόμη παλιός ροκάς. Ήταν ο Χρήστος Ζυγομαλάς, τον οποίο μου σύστησαν ως συνεργάτη του Νικόλα Άσιμου. Ο Χρήστος μας ενημέρωσε ότι είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο, στο οποίο ανέτρεχε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 προκειμένου να περιγράψει πως η πλατεία των Εξαρχείων έγινε το επίκεντρο του αθηναϊκού αναρχικού κινήματος, αλλά και με ποιο τρόπο το αναρχικό κίνημα συνδέθηκε με καλλιτεχνικές και μουσικές ομάδες. Στην ουσία επρόκειτο για ένα βιβλίο, που θα αποτελούσε μια αυτοβιογραφική πολιτισμική χαρτογράφηση της ιστορίας των Εξαρχείων από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τις αρχές εκείνης του ’90.


Γρήγορα διαπίστωσα πως ο Χρηστάρας ήταν ένας πολύ φιλικός, «αιώνιος έφηβος», που γούσταρε τον ξέφρενο τρόπο ζωής των παλιώνrock stars. Αν και δεν ήταν αυστηρός με τις πολιτικές διαστάσεις των ιδεολογικών του αναφορών κι έδειχνε να εστιάζει περισσότερο στην ελευθεριότητα της προσωπικής του ζωής, αποτέλεσε κι αυτός έναν ιστορικό ακτιβιστή με διαρκή παρουσία στον αναρχικό χώρο. Θα έλεγα ότι ο Χρήστος μάλλον αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό περισσότερο ως πολιτική κουλτούρα, παρά ως ιδεολογία. Ενδεχομένως γι αυτό, προσεγγίζει με πολύ σεβασμό πτυχές της ελληνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

Εκείνο το βράδυ, έχοντας έρθει με χρονική καθυστέρηση στην παρέα μας, δεν είχε ακούσει την αρχική ιδεολογική μου τοποθέτηση. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα της συζήτησης που συνεχιζόταν, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι παράξενο συνέβαινε με την περίπτωσή μου. Τον θυμάμαι, λοιπόν, να μου μιλά με περιέργεια προκειμένου να διαπιστώσει «που την πήγαινα τη δουλειά». Δεν ξέρω αν τελικά τα κατάφερε. Σε μεγάλες παρέες συχνά ο λόγος περνά γρήγορα από τον έναν στον άλλο και η εστίαση της συζήτησης αλλάζει συνεχώς κέντρα. Κι εκείνο το βράδυ είχαμε να πούμε πολλά.

Λίγες ώρες αργότερα αποχαιρέτησα την όμορφη παρέα. Γύρισα στην Καλλιθέα συνοδευόμενος απ’ τον Χρήστο, ο οποίος ζει στην ίδια συνοικία με μένα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον θυμάμαι να μου μιλά για την οικογένειά του, για μια φορά που είχε πλακωθεί στο ξύλο με τον Άσιμο σε ένα party γεμάτο με «πανκιά» και skinheads, καθώς επίσης και για έναν παλιό του έρωτα που άκουγε στο όνομα Ιωάννα. Όταν χωριστήκαμε συμφωνήσαμε να ξανασυναντηθούμε για μια ακόμη οινοποσία, αλλά δυστυχώς αυτό δεν έγινε εφικτό.

Την επόμενη μέρα, ακολουθώντας τις συμβουλές των «μεγάλων παλαιών», κατάφερα να συναντήσω τον Κώστα Τουρνά στα καμαρίνια του Κυττάρου. Μετά από μια ολιγόλεπτη συζήτηση ανταλλάξαμε τηλεφωνικούς αριθμούς. Θυμάμαι ότι μιλήσουμε μια-δυο φορές στο τηλέφωνο. Δεν κατάφερα, όμως, να τον πείσω να έρθει για μια ραδιοφωνική συνέντευξη στο studio του rockmachine.gr. Τουλάχιστον, ενάμιση χρόνο αργότερα, ενημερώθηκα ότι ο Χρήστος Ζυγομαλάς είδε το βιβλίο για το οποίο μας είχε μιλήσει εκείνη τη βραδιά να κυκλοφορεί. Ασφαλώς, φρόντισα να το προμηθευτώ άμεσα.

Εισερχόμενος στα του βιβλίου το πρώτο σχόλιο που μπορώ να κάνω για την Μπαλάντα της Πλατείας είναι ότι αποτελεί ένα αυτοβιογραφικό έργο, το οποίο έχει γραφτεί με πάθος και θέρμη που κάνουν τον αναγνώστη να το διαβάσει απνευστί. Μολονότι είναι σχετικά πολυσέλιδο διαβάζεται πολύ γρήγορα και το κόστος του είναι σε λογική τιμή. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσω ότι ο Ζυγομαλάς δεν κάνει μια καταγραφή των πολιτιστικών δρώμενων που είχαν ως επίκεντρο την πλατεία Εξαρχείων, βασιζόμενος σε μια επιστημολογικά επεξεργασμένη μέθοδο. Αυτό έχει ως συνέπεια το κείμενο να αποκτά έναν πολύ προσωπικό περιγραφικό τόνο. Οι διάφορες ιδεολογικές ομαδώσεις του αθηναϊκού αναρχισμού, τα καλλιτεχνικά και τα μουσικά ρεύματα, φανερώνονται στο γραπτό του όχι υπό τη μορφή μιας λεπτομερούς ιστορικής ή κοινωνιολογικής μελέτης, αλλά μέσα από το πρίσμα της δικής του οπτικής, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα προσωπικά του βιώματα. Ωστόσο, αυτό είναι το γνώρισμα της γραφής του που κάνει το κείμενο να πάλλεται από ζωντάνια. Κι όσον αφορά την ιστορική γνώση που προσφέρει είναι δεδομένη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ασχέτως αν ρέει χωρίς αυστηρές οριοθετήσεις μέσα απ’ τη ζωντάνια της αφήγησης.


Αν θα έπρεπε να αναφέρω κάποια στοιχεία του βιβλίου που είναι υπό συζήτηση, θα στεκόμουν αρχικά στο λεξιλόγιο κι έπειτα στην έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στο «εγώ» του. Το λεξιλόγιο του Ζυγομαλά ενσωματώνει πολλές φράσεις του συρμού και του «δρόμου». Αυτό κάνει το κείμενο να δείχνει πολύ ζωντανό σε όσους έχουμε ζήσει τα πεζοδρομιακά δρώμενα του rock κινήματος. Δεν ξέρω, όμως, αν μπορεί να αφομοιωθεί εύκολα από τον μέσο αναγνώστη. Οφείλω, πάντως, να διευκρινίσω ότι το θέμα του πεζοδρομιακού λεξιλογίου αντισταθμίζεται απ’ την εγκαρδιότητα που αποπνέει ο γραπτός λόγος του Χρήστου. Από την άλλη, σε ότι έχει να κάνει με την έμφαση στο «εγώ», ο Ζυγομαλάς θα μπορούσε να αποφύγει κάποιες από τις αναφορές σε πολύ προσωπικά περιστατικά, σε ερωτικές περιπέτειες και άλλα σχετικά. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία δεν μειώνουν επ’ ουδενί την τέρψη που προκαλεί η ανάγνωση της Μπαλάντας.

Όσον αφορά τα περιεχόμενα του βιβλίου, οι παλαιότεροι θα θυμηθούν και οι νεότεροι θα μάθουν πως ένα τμήμα της αθηναϊκής νεολαίας των 70’s που εστίαζε στις μουσικές φόρμες του artprogressive και ψυχεδελικού rock, του rhythm and blues και της country, συνοδευόμενο από κάποιους underground ντανταϊστές και σουρεαλιστές λογοτέχνες, μετακινήθηκε απ’ τα στέκια της Πλάκας στην πλατεία των Εξαρχείων. Ο Ζυγομαλάς αναφέρεται επίσης στους «κύκλους» των Χρήστου Κωνσταντινίδη, Νίκου Μπαλή, Τεό Ρόμβου και Νικόλα Άσιμου, που αποτέλεσαν τις πρώτες ομάδες των αναρχικών οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα καφενεία και τα πεζοδρόμια της πλατείας Εξαρχείων. Παραθέτει λεπτομέρειες για συναυλίες της εποχής, αναφέρεται στη σχέση του με μουσικούς όπως ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Γιάννης Γιοκαρίνης και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, περιγράφει τον κοινοβιακό τρόπο ζωής των ελευθεριακών της δεκαετίας του ’70 και κάνει λόγο για πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα πεζοδρομιακά δρώμενα της εποχής όπως ο «Ντάτουρας», ο «Βαρώνος» και ο «Καρχαρίας». Ακόμη μνημονεύει underground καλλιτέχνες και μουσικούς, όπως ο αείμνηστος φίλος μου από την ελληνική κοινότητα του φανταστικού ο Μάριος Μεγαπάνος (η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα γιατί ο Χρήστος δεν ανέφερε και το επώνυμο του Μάριου στις σελίδες του βιβλίου) και ο Άρης το «βαμπίρ», σχολιάζει το ζήτημα των ναρκωτικών και το πώς συνδέθηκαν με την rock κουλτούρα, θυμίζει τις πρώτες καταλήψεις αθηναϊκών κτιρίων απ’ τους αναρχικούς, περιγράφει την αλλαγή φρουράς στα δρώμενα της πλατείας κατά τη δεκαετία του ’80 και την επακόλουθη ανάπτυξη της κουλτούρας της βίας, αναφέρεται στην έλευση του punk και του new wave ενώ κάνει λόγο ακόμη και για την εμφάνιση των εθνικιστών skinheads.   

Ο Χρήστος περιγράφει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους εθνικιστές punks με μελανά χρώματα, ωστόσο δεν θέλει να αδικήσει κανέναν. Παραδέχεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις είχαν κερδίσει σε συμπλοκές τους αναρχικούς και τους αριστερούς μέσα στα Εξάρχεια. Επίσης, αποφεύγοντας να τσουβαλιάσει πρόσωπα και καταστάσεις δεν διστάζει να περιγράψει έντιμα έναν skinhead, τον οποίο θεωρούσε ικανό να συγκρατεί τους υπόλοιπους από πεζοδρομιακές βιαιότητες. Η συγκεκριμένη αναφορά ομολογώ ότι με χαροποίησε, καθώς γνωρίζω αυτό τον «σκινά» κοντά τριάντα χρόνια.  

Ωστόσο, το θέμα του βιβλίου που νομίζω ότι θα προκαλέσει συζητήσεις είναι η περιγραφή της ζωής του Νικόλα Άσιμου. Όντας μέλος τωνExarchia Square Band κι έχοντας ζήσει την καθημερινότητα του «καπετανάτου της Αραχώβης», ο Ζυγομαλάς αναφέρεται στη ζωή του Άσιμου με τις αντιφάσεις και τις κορυφώσεις της. Ο Άσιμος που περιγράφει ο Ζυγομαλάς πόρρω απέχει απ’ το  σύμβολο του «καταραμένου ποιητή-τροβαδούρου», το οποίο κατασκεύασε η αριστερή πτυχή της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας μετά τον θάνατό του. Αντιθέτως ο Νικόλας Άσιμος στις σελίδες ετούτου του βιβλίου περιγράφεται ως ένας άνθρωπος με βαθιές αναζητήσεις στις οποίες σπανίως βρίσκει τους προορισμούς που αναζητά, αλλά που στις ατέρμονες διαδρομές αυτών των αναζητήσεων αφήνει τα διαχρονικά μουσικά του ίχνη.


Ο Ζυγομαλάς αποτελεί έναν από τους Έλληνες μουσικούς της δεκαετίας του’70, που ξεκίνησε από το rock αλλά συνδέθηκε με πολλά μουσικά ρεύματα. Εντελώς κόντρα στην δική μου αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο ο οποίος λαμβάνει μέρος ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα να αφοσιώνεται σε συγκεκριμένα πεδία, ο Χρήστος, όντας συμβατός με την ελευθεριακή του οπτική, έπαιξε blues-rock, ρεμπέτικο, μπαλάντες με πολιτικό περιεχόμενο, ακόμη και new wave. Όλα αυτά αναφέρονται στο βιβλίο του, ανάμεσα στα πολλά που χαρακτήρισαν εκείνες τις περασμένες εποχές.

Συμπερασματικά προτείνω ανεπιφύλακτα την Μπαλάντα της Πλατείας ως ένα από τα πιο απολαυστικά αναγνώσματα του φετινού καλοκαιριού. Ασφαλώς, τα παιδιά του κύκλου της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας θα συναντήσουν στις σελίδες του εν λόγω βιβλίου αναφορές σε ιδέες και συμπεριφορές διαφορετικές απ’ τις δικές μας. Αυτό, όμως, δεν μειώνει την αξία του ως αναγνώσματος. Στην τελική, είμαι σίγουρος ότι μέσα απ’ τις σελίδες αυτού του βιβλίου θα καταστεί σαφές ότι σε ένα πεδίο βαθύτερο από εκείνο των ιδεολογικών διαφορών υπάρχει μια κοινή ρομαντική ψυχική ορμή προς τη ζωή, η οποία χαρακτήριζε εκείνες τις παλαιότερες γενιές και την οποία οι τελευταίοι «αέναοι έφηβοι» προσπαθούμε να  μεταδώσουμε στους νεότερους, μέσω της μύησης στον μαγικό κόσμο του rockn’ roll.