Κοίτα ποιος γύρισε: Παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας

                                                              του Σταμάτη Μαμούτου

Το 2014, ο Ντάβιντ Βνεντ διασκεύασε στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Τιμούρ Βερν Er ist Wieder Da. Πρόκειται για μια κωμωδία, το σενάριο της οποίας θέλει τον Αδόλφο Χίτλερ να πέφτει θύμα ενός χωροχρονικού σφάλματος και να προσγειώνεται, αμέσως μετά τον θάνατό του, στο Βερολίνο της σημερινής εποχής. Η εν λόγω ταινία ξεδιπλώνεται σε ύφος ντοκιμαντέρ, με τον αναστημένο Χίτλερ να περιφέρεται στους δρόμους της Γερμανίας και να αντιμετωπίζει φρίττοντας την καθημερινότητα της παγκοσμιοποιημένης μας εποχής ενώ οι περαστικοί τον παρατηρούν ο καθένας ανάλογα με τις διαθέσεις και τις προδιαθέσεις του.

Το Κοίτα Ποιος Γύρισε είναι η ιταλική εκδοχή αυτής της υπόθεσης που έχει σκηνοθετήσει ο Λούκα Μινιέρο, με τη διαφορά ότι το σενάριο είναι περισσότερο επεξεργασμένο και η ταινία αναπτύσσεται με ολοκληρωμένη υπόθεση, πέρα από τα πλαίσια του ντοκιμαντέρ. Ασφαλώς, σε αυτή την ταινία δεν είναι Χίτλερ αλλά ο Μουσολίνι εκείνος που παγιδεύεται σε ένα χωροχρονικό κενό. Το αποτέλεσμα είναι να μεταφερθεί από τον τόπο και τον χρόνο της δολοφονίας του, στην Ρώμη του 2017.


Τον ρόλο του Μουσολίνι ερμηνεύει ο Μάσιμο Ποπολίτζιο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ερμηνεία, καθώς ο Ποπολίτζιο δίνει μεν χιουμοριστικές διαστάσεις στον χαρακτήρα του Μουσολίνι αλλά ταυτόχρονα διατηρεί με στιβαρότητα αρκετά από τα ιστορικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του Ιταλού πολιτικού.  Σε γενικές γραμμές η ταινία είναι πολύ ενδιαφέρουσα με την προϋπόθεση ότι θα ειδωθεί μέσα από ένα πολυεπίπεδο πρίσμα, καθώς πρόκειται για μια κωμωδία που περιλαμβάνει πολιτική σάτιρα και θέλει να γεννήσει προβληματισμούς ενώ βασίζεται σε δεδομένα πολιτικής θεωρίας, ιστορίας και ψυχολογίας. 

Η υπόθεση του Κοίτα Ποιος Γύρισε ξεκινά ως εξής. Ο Μουσολίνι περνά μέσα από ένα χωροχρονικό κενό και εμφανίζεται στη Ρώμη του 2017, δίπλα σε ένα παλιό πέτρινο μνημείο που αφορά την αθανασία των ψυχών. Στο μνημείο αυτό κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Δείχνει παραμελημένο και σκοτεινό στην άκρη μιας πλατείας. Ο σκηνοθέτης από την πρώτη κιόλας σκηνή διαλέγεται με τα ρομαντικά μοτίβα, παρουσιάζοντας το λησμονημένο μνημείο στο κέντρο μιας πολύβουης δυτικής πρωτεύουσας, με μια σκηνοθετική ματιά που το κάνει να δείχνει σαν ένα πνευματικά φορτισμένο σημείο το οποίο η αστική καθημερινότητα της πόλης έχει σκεπάσει. Αυτός ο πνευματικά δυναμικός -αλλά ασήμαντος για την αντίληψη του μέσου αστού- τόπος μετατρέπεται σε υπερφυσική πύλη, η οποία επαναφέρει τον αρχηγό του ιταλικού φασιστικού κινήματος στη ζωή.

Στη συνέχεια ο Μουσολίνι περνά από μια πλατεία γεμάτη παιδιά Αφρικανών και Ασιατών μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς. Μάταια αναζητά με τη ματιά του κάποιο γηγενές ιταλάκι. Ωστόσο, το σοκ θα ολοκληρωθεί όταν επισκέπτεται ένα περίπτερο και δέχεται τη φιλοξενία δυο ευγενέστατων εφημεριδοπωλών, οι οποίοι τελικά αποδεικνύονται ομοφυλόφιλοι. Το πρώτο μέρος της ταινίας σκιαγραφεί με μπόλικες δόσεις μαύρου χιούμορ (άλλοτε επιτυχημένου και άλλοτε όχι) τον ψυχικό βομβαρδισμό που αναγκάζεται να υποστεί ο ντούτσε βιώνοντας τις συνθήκες της μεταμοντέρνα φιλελεύθερης κοινωνίας της εποχής μας.  

Μέχρι που κάποια στιγμή συναντά έναν τριτοκλασάτο νεαρό ρεπόρτερ, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει μια θέση εργασίας στο αφόρητα ανταγωνιστικό περιβάλλον των καπιταλιστικών Μ.Μ.Ε. Ο ρεπόρτερ, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Ιταλοί, θεωρούν ότι ο άντρας με τη φασιστική στολή είναι κάποιος ηθοποιός του δρόμου, που υποδύεται τον Μουσολίνι για να κερδίσει τα προς το ζην. Τον πείθει, λοιπόν, να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα επισκέπτονται χώρους εργασίας και σπίτια και θα ρωτούν τη γνώμη των Ιταλών για την πολιτική κατάσταση στην χώρα. Το ντοκιμαντέρ σημειώνει απρόσμενη επιτυχία στο youtube, μέχρι που τελικά ο ρεπόρτερ προσλαμβάνεται και ο Μουσολίνι καλείται σε ένα μεγάλης εμβέλειας τηλεοπτικό κανάλι για να παρουσιάσει ένα show.


Τελικά η επιτυχία του show είναι τεράστια. Ο Μουσολίνι αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος νομίζει πως είναι κάποιος σωσίας του, αλλά ως εξαιρετικά ευφυής και αποφασιστικός άντρας αντιδρά χωρίς να πτοηθεί, με έξυπνο τρόπο, μέχρι που φέρνει σταδιακά τα πράγματα στα μέτρα του. Σε λίγο μόλις καιρό έχει γίνει ξανά το κεντρικό σημείο αναφοράς ολόκληρης της Ιταλίας. Οι νόμοι της αγοράς που ακολουθούσαν τα τηλεοπτικά δίκτυα, ο απολίτικος τρόπος ζωής του μέσου Ιταλού, όλα κοντολογίς τα γνωρίσματα της εποχής γίνονται θρύψαλα μπροστά στις εξαιρετικές του ικανότητες. Πλέον, αυτός είναι που δίνει τον παλμό της ιταλικής καθημερινότητας. Κόντρα στην σκέψη του ορθού λόγου, κόντρα στην γενική αποδοχή των ιδεών του φιλελευθερισμού, κόντρα στην κουλτούρα της συναίνεσης, κόντρα στους νόμους του χρήματος, κόντρα σε όλα. Με βασικό του όπλο την ικανότητα να απευθύνεται στο συλλογικό ασυνείδητο γίνεται ξανά το επίκεντρο του ιταλικού κοινωνικού βίου.

Ο Μινιέρο σκηνοθετεί την ταινία βασιζόμενος σε τρία δεδομένα. Πρώτον στην εξαιρετικά εύστοχη κριτική των εγγενών παθογενειών του καπιταλιστικού υλισμού. Δεύτερον στην παρουσίαση του Μουσολίνι όχι ως μιας απλής σατιρικής περσόνας αλλά με τρόπο που βασίζεται εν πολλοίς στα αληθινά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του. Και τρίτον στην προσπάθεια να μην αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από τα πλαίσια της «πολιτικής ορθότητας» που επιβάλει η κυρίαρχη ιδεολογία του φιλελευθερισμού. Αυτή η αντιφατικότητα των δεδομένων αντανακλάται έντονα στο σενάριο της ταινίας, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα αντιληπτός ο σκοπός του σκηνοθέτη και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.


Στο πρώτο μισό της ταινίας ο Μινιέρο στηλιτεύει με έξοχο τρόπο την απολιτική κουλτούρα της αδιαφορίας και της ανευθυνότητας που καλλιεργεί ο φιλελευθερισμός. Μάλιστα, ο χαρακτήρας που απογυμνώνει από τα κίβδηλα άμφια τον κυρίαρχο τρόπο ζωής δεν είναι άλλος από τον Μουσολίνι. Με την εφηβική ορμή του ρομαντικού δον Κιχώτη, ο Μουσολίνι παρουσιάζεται ως ο «παράξενος» και ο «εκτός εποχής» Ιταλός, που επαναστατεί ενάντια στην προβληματική καθημερινότητα των συμπατριωτών του.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή στην οποία το τηλεοπτικό κατεστημένο, τυφλωμένο από το κυνήγι του χρήματος και της τηλεθέασης, παρατηρώντας τη θεαματικότητά του ντούτσε τον καλεί να παρουσιάσει ένα προσωπικό show. Όλο το σκηνοθετικό επιτελείο του ζητά να καταγγείλει την μεταναστευτική πολιτική και την ασυδοσία των μειονοτήτων, να εστιάσει δηλαδή σε θέματα που αυτή την εποχή προκαλούν το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού. Ο Μουσολίνι απλώς τους ακούει. Κι όταν βγαίνει στον τηλεοπτικό αέρα, παρατηρεί ψύχραιμα το πλατό. Βλέπει με σαρκασμό τους βοηθούς που του σηκώνουν πλακάτ με τα λόγια τα οποία πρέπει να πει και τους σκηνοθέτες που κάνουν σινιάλα στο κοινό για το πότε θα πρέπει εκείνο να χειροκροτήσει. Συνεχίζει να παρατηρεί σιωπηλός, κάνοντας τους διευθυντές προγράμματος να φτάσουν στα πρόθυρα της ψυχολογικής κατάρρευσης, νομίζοντας ότι το τηλεοπτικό προϊόν τους θα αποτύχει. Και τη στιγμή που εκείνοι ετοιμάζονται να δώσουν εντολή διακοπής του προγράμματος με την ξαφνική παρεμβολή διαφημίσεων, ο Μουσολίνι μιλά. Και μαγνητίζει τους πάντες, λέγοντάς τους πως είναι κακό να μην υπομένουν τη σιωπή. Γιατί η σιωπή είναι η μητέρα της σκέψης.

Και συνεχίζει με ένα κρεσέντο πολιτικού ρομαντισμού, λέγοντάς ότι οι γραβατοφορεμένοι διευθυντές  του ζητούν να μιλήσει εναντίων των μεταναστών και των μειονοτήτων, αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτοί. Το πρόβλημα είναι οι Ιταλοί που προκειμένου να βγουν στο γυαλί πρέπει να μιλήσουν μόνο για όσα θέματα τους επιβάλουν τα σκηνοθετικά πλακάτ. Το πρόβλημα είναι οι Ιταλοί που ενώ είναι δεξιοί φοβούνται να το πουν και οι Ιταλοί που ενώ είναι αριστεροί φοβούνται να εφαρμόσουν αριστερές πολιτικές. Το πρόβλημα είναι οι Ιταλοί που ενώ δεν τους αρέσει αυτό που ζουν, φοβούνται να επαναστατήσουν. Το πρόβλημα είναι η Ιταλοί, οι ισοπεδωμένοι από την καταναλωτική κουλτούρα του υλισμού και της πολιτικής ορθότητας.


Νομίζω ότι μέχρι τα μισά της ταινίας ο Μουσολίνι όχι μόνο πρωταγωνιστεί αλλά και παρουσιάζεται μάλλον με θετικό πρόσημο. Το σίγουρο είναι ότι ο κινηματογραφικός του χαρακτήρας δεν αντανακλά κάποιον πολιτικό ακροδεξιό βλάκα, όπως αυτούς που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην εποχή μας, μα έναν σκιαγραφημένο με ιστορική ακρίβεια φασίστα επαναστάτη. Κάπου εκεί, όμως, ο Μινιέρο αποφασίζει να το «μαζέψει το πράγμα».

Προκειμένου να δώσει διαφορετική τροπή επιχειρεί να μετατρέψει τον Μουσολίνι από ρομαντικό δον Κιχώτη σε σκοτεινό, ρομαντικό, βυρωνικό ήρωα. Με βούληση βαθιά και δυνατή, αλλά με σκοπούς εγωιστικούς, ο Μουσολίνι παραμένει στο επίκεντρο της υπόθεσης ωστόσο, αποδεικνύεται απόλυτος και στενοκέφαλα εγωκεντρικός όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως υπολογίζει. Προκειμένου να παρουσιάσει με μαύρο χιούμορ αυτή την μεταβολή ο σκηνοθέτης βάζει τον Μουσολίνι να πυροβολήσει ένα ενοχλητικό σκυλάκι. Πρόκειται για το σημείο που η κοινή γνώμη μεταστρέφεται εναντίον του. Όλοι αρχίζουν να τον αποφεύγουν και στην πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, μια Εβραία γερόντισσα που πάσχει από άνοια ξαναβρίσκει τη μνήμη της αντικρίζοντάς τον και ξεσπά σε μια αντιεθνικιστική καταγγελία. Όμως, ακόμη και σε αυτή την καμπή της ταινίας, ο σκηνοθέτης δεν μετατρέπει τον Μουσολίνι σε ισοπεδωμένη κωμική περσόνα. Στέκεται στα ιστορικά εξακριβωμένα γνωρίσματα της προσωπικότητάς του και συνεχίζει μέσα από το μαύρο χιούμορ του να τον τυλίγει με την αύρα του -απόκοσμα μισανθρωπικού αλλά και αριστοκρατικά αγέρωχου- βυρωνικού εγωισμού. Μέχρι που το σύστημα εξουσίας, όπως έλεγε ένας ακόμη σύγχρονός του επαναστάτης, προσφέρει στον ντούτσε το σκοινί με το οποίο θα το κρεμάσει. Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύεται την δεύτερη ευκαιρία και κερδίζει οριστικά το ιταλικό κοινό.

Ο Μινιέρο δείχνει ότι μάλλον θέλει να πει πως οι ιδεολογίες δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία όσο το ακόρεστο πάθος ορισμένων ανθρώπων για εξουσία. Ένα ακόρεστο πάθος που είναι διάχυτο στην ελίτ η οποία συγκροτεί το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα εξουσίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να την τυφλώνει ακόμη και μπροστά στον χειρότερο κίνδυνο. Κρατώ πάντως μια επιφύλαξη για τις προθέσεις του σκηνοθέτη, λόγω της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει κάποιες σκηνές της ταινίας.  


Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία σκηνή ο Ποπολίτζιο περιφέρεται με ένα αυτοκίνητο, το οποίο έχει ανοιγμένη οροφή, στους δρόμους της Ρώμης ντυμένος Μουσολίνι. Η κάμερα γράφει τις αυθόρμητες αντιδράσεις του κόσμου που τον βλέπει. Και είναι ενδεικτικό ότι, εκτός από το πολυεθνικό κοινό των αφελών ανθρώπων που ακολουθούν τον τρόπο ζωής του φιλελεύθερου καταναλωτισμού οι οποίοι αντιλαμβάνονται την εικόνα του ντούτσε ως μια ακόμη αφορμή για να βγάλουν μια selfie φωτογραφία, υπάρχει πλήθος νεαρών αντρών που στη θέα του χειροκροτεί ενθουσιασμένο και χαιρετά με τεταμένη την δεξιά. Δεν υπάρχουν ενδείξεις -και η ταινία σε αυτό συνηγορεί- ότι όλοι αυτοί νεαροί άντρες θα ήταν πρόθυμοι να στελεχώσουν οργανωμένα ένα εθνικιστικό κίνημα. Φαίνεται όμως πως αυτή την εποχή ο εθνικισμός (ακόμη και στις ριζοσπαστικές εκδοχές του) δικαιώνεται ιστορικά στις συνειδήσεις ενός μεγάλου μέρους των Ευρωπαίων πολιτών. Το αν θα συνεχιστεί αυτή η τάση και το που μπορεί να οδηγήσει θα το δείξει το μέλλον.