1) Σταμάτη, θα ήθελα καταρχάς να περιγράψεις πως ιδρύθηκε η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
Ήταν κάπου στα τέλη του 2005. Είχα αποφοιτήσει από το πρώτο μου πανεπιστήμιο και είχα επιτύχει, μέσω κατατακτήριων εξετάσεων, την εισαγωγή μου σε δεύτερη πανεπιστημιακή σχολή. Ήταν η σχολή Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Ε.Κ.Π.Α. Το λεγόμενο «Πολιτικό τμήμα της Νομικής Αθηνών». Επειδή ήμουν μεγαλύτερος σε ηλικία από τα υπόλοιπα παιδιά, κάποιοι συμφοιτητές μου, που τους άρεσε να ακούνε heavy metal, να διαβάζουν φανταστική λογοτεχνία και να μαθαίνουν ιστορίες για το οπαδικό κίνημα των δεκαετιών του ’80 και του ’90, μου ζητούσαν συχνά να τους μιλώ για παλιά «σκηνικά» που είχα ζήσει. Σύντομα διαπίστωσα ότι εκείνα τα παιδιά είχαν στοιχεία που μου άρεσαν. Συνδύαζαν την πνευματική καλλιέργεια με ένα «πεζοδρομιακό rock» ύφος. Αρχίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε παρέα και με τον καιρό προέκυψε η ιδέα να οργανώσουμε την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Η λέσχη ξεκίνησε να δραστηριοποιείται το 2006 και το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2007.
2) Υπάρχει ένας αστικός μύθος που θέλει την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ να αποτέλεσε τα πρώτα χρόνια έναν σύλλογο που συγκέντρωνε φοιτητές με ριζοσπαστικές πολιτικές αντιλήψεις, οι οποίοι προέρχονταν από αντίθετους πολιτικούς χώρους. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Πράγματι, ισχύει. Ο πρώτος πυρήνας της λέσχης συγκροτήθηκε από φοιτητές που υιοθετούσαμε κάποιες βασικές αρχές της ρομαντικής κοσμοθέασης και θεωρούσαμε ότι η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία είχε εκφυλιστεί μέσα στα πλαίσια της μεταμοντέρνας νεωτερικότητας. Διαβάζαμε τα έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, αναζητούσαμε τις ρίζες τους στον Ρομαντισμό του 18ου και του 19ου αιώνα και θαυμάζαμε πίνακες ρομαντικών ζωγράφων.
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των ιδεών θα διαπιστώσουμε ότι ο πολιτικός Ρομαντισμός είχε δυο κύριες τάσεις. Και οι δυο είχαν παραδοσιοκρατικό προσανατολισμό αλλά η μία κατέληγε στον εθνικισμό ενώ η άλλη σε κάποιες ελευθεριακές εκδοχές και στον αναρχισμό. Έτσι, ο πρώτος πυρήνας της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ φιλοξένησε από την μια μέλη (όπως εγώ, ο Χάρης, ο Ίωνας Αλβέριχος και άλλοι) που ακολουθούσαμε την πρώτη ατραπό, εστιάζοντας σε στοχαστές όπως ο Χέρντερ, ο Άνταμ Μύλλερ και ο Φίχτε, κι από την άλλη μέλη (όπως ο Πάνος ο «Voodoo» και ο Στέλιος) που προτιμούσαν ελευθεριακούς ρομαντικούς σαν τον Ουίλιαμ Μόρρις και τον Πέρσυ Σέλλεϋ.
Θυμάμαι ότι όλοι μας είχαμε ως σημείο αναφοράς την ρομαντική ομάδα των Προραφαηλιτών, στην οποία συνυπήρχαν λογοτέχνες και καλλιτέχνες που εμπνέονταν τόσο από εθνικιστικές όσο κι από αναρχικές πολιτικές θέσεις. «Ανάμεσα στον Τζων Ράσκιν και τον Ουίλλιαμ Μόρρις» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου, που θα αφορούσε εκείνη την περίοδο της λέσχης μας.
3) Και τι συνέβη στην συνέχεια;
Συνεχίζουμε όλοι να είμαστε καλοί φίλοι και να αγαπάμε την λογοτεχνία του φανταστικού. Δυστυχώς, όμως, η ομάδα των ελευθεριακών, από κάποια στιγμή και μετά, σταμάτησε να αρθρογραφεί στα έντυπα της λέσχης. Κι αυτό γιατί τα παιδιά που την απάρτιζαν έστρεψαν τα ενδιαφέροντά τους σε αναγνώσματα άλλων σχολών σκέψης του αναρχισμού, πέρα από τους ρομαντικούς. Επίσης τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου δημιούργησαν ένα πολεμικό κλίμα στο κέντρο των Αθηνών, όπου βρισκόταν το πανεπιστήμιό μας, το οποίο δυσκόλεψε την συνύπαρξη. Το αποτέλεσμα ήταν να απομείνει στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ μόνο το ένα της ιδεολογικό σκέλος, γεγονός που διαμόρφωσε έκτοτε την ταυτότητά της στις κοινωνικές και πολιτικές της παρεμβάσεις.
4) Σημαντικές στιγμές της λέσχης;
Είναι πολλές. Ομιλίες σε εκδηλώσεις, ενημερωτικές δράσεις, κυκλοφορίες εντύπων. Κυρίως, όμως, θα σταθώ σε προσωπικές σχέσεις. Είναι τιμή για όλα τα μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ το ότι εντάχθηκε στην λέσχη μας ένας σπουδαίος λογοτέχνης όπως ο Νίκος Βλαντής κι ένας ολυμπιονίκης όπως ο Χάρης Παπαϊωάννου. Επίσης, κορυφαίο γεγονός για το περιοδικό μας αποτελεί η αρθρογραφική συνεισφορά του Sun Knight. Τέλος, η φιλία μας με λογοτέχνες όπως ο Θανάσης Βέμπος, ο Μάκης Πανώριος, ο Θωμάς Μαστακούρης, ο Κώστας Ρωμοσιός και ο Τζίμμυ Κορίνης, συγκαταλέγονται στις σημαντικές στιγμές.
5) Μιας και αναφέρθηκες στον Sun Knight, θα ήθελα να μου πεις αν ήταν αυτός που ξεκίνησε όλη τη νεορομαντική κίνηση που έχει ως επίκεντρο σήμερα την Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.
Δεν την ξεκίνησε. Υπήρξε, όμως, το κεντρικό σημείο αναφοράς. Ο «Ιππότης» αρθρογραφούσε στο περιοδικό Heavy Metal&Metal Hammerαπό τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έως τα τέλη εκείνης του ’90. Από το 1990 κι έπειτα, δημοσίευε στο δημοφιλές αυτό έντυπο την μόνιμη στήλη «War Flag Of The Sun». Σε εκείνο το δισέλιδο, όντας ένας εξαιρετικός συντάκτης, κατάφερε να παρουσιάσει μια πρώτη θεώρηση, μέσω της οποίας εξήγησε πειστικά γιατί το αυθεντικό heavy metal συνδέεται μουσικά και θεματολογικά με την λογοτεχνία του φανταστικού και με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις, αποτελώντας μια νεορομαντική μουσική έκφραση. Αναφερόμενος στον Ρομαντισμό δεν περιορίστηκε στο μουσικό πεδίο αλλά έγραφε για λογοτεχνικά, ακόμη και για πολιτικά θέματα. Θυμάμαι ότι στην στήλη του διάβασα για πρώτη φορά ονόματα όπως εκείνα του Τόλκιν και του Αλαίν ντε Μπενουά!
Εκείνη την εποχή το heavy metal δεν ήταν μια απλή μουσική επιλογή για τους νέους, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά πραγματικό κίνημα με δυναμική παρουσία των μελών του στους δρόμους. Το Metal Hammer διαβαζόταν από 50.000 αναγνώστες κάθε μήνα! Έτσι, γρήγορα οι προτάσεις του Sun Knight βρήκαν υποστηρικτές. Ωστόσο, δεν έγινε εφικτή κάποια γενικότερη συνεννόηση ανάμεσα στους παλιούς νεορομαντικούς «επικάδες», με αποτέλεσμα να μην υπερβούμε ποτέ το πεδίο της απλής τάσης και μην να καταστούμε αναγνωρισμένο υπο-κίνημα του σκληρού ήχου, πράγμα που είχαν καταφέρει οι punks και οι skinheads. Υπήρξαν κάποιες ομάδες «επικάδων», κάποια fanzines, αλλά τίποτε περαιτέρω. Τελικά, η συνολική υποχώρηση του rock κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του ’90, σηματοδότησε και τη σταδιακή εξαφάνιση της πολιτισμικής τάσης που είχε ως επίκεντρο την αρθρογραφία του Sun Knight.
Κατά την δεκαετία του 2000, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα των νέων μεθόδων εκτύπωσης και του διαδικτύου, μέσα από την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ επιχείρησα την συσπείρωση όσων είχαν απομείνει από την «παλαιά φρουρά» και την ενσωμάτωσή τους σε ένα νέο σχήμα, που περιελάμβανε νεότερα παιδιά και λάμβανε υπόψη την ιστορική εμπειρία του παρελθόντος. Σήμερα, αξιολογώντας εκείνη την εποχή, μπορώ να πω ότι σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τα κατέφερα. Οργανωμένη και ενιαία μορφή η κίνησή μας απέκτησε για πρώτη φορά μέσα από την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ κι από τις σελίδες του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία.
6) Θες να μας θυμίσεις κάποια από τα fanzines που διαβάζατε εκείνη την εποχή;
Υπήρξαν αρκετά fanzines που βασίζονταν στην κεντρική παραδοχή του Sun Knight, ότι το true metal θα μπορούσε να αποτελέσει μια νεορομαντική μουσική επανάσταση κόντρα στην μουσική βιομηχανία. Από εκεί και πέρα προέκυψαν αποκλίσεις στον τρόπο που ερμήνευσε η συντακτική ομάδα του κάθε fanzine αυτή την κεντρική παραδοχή, καθώς επίσης κι αρκετές ακόμη διαφοροποιήσεις. Υπήρχαν για παράδειγμα έντυπα που εστίαζαν μόνο στην μουσική. Κάποια άλλα ακολουθούσαν μια ιδεολογικά συντηρητική γραμμή, ήπια όμως και -θα έλεγα- δημοκρατική. Από την άλλη, θυμάμαι το εφημεριδάκι Γεννήτωρ Ιδεών, που είχε νεορομαντικό ύφος και φιλοξενούσε μουσικά, λογοτεχνικά, πολιτικά άρθρα-ακόμη και comics, το οποίο ισορροπούσε σε μια προσεκτικά εθνικιστική γραμμή. Τέλος, σημείο αναφοράς ήταν και το πιο ακραίο ιδεολογικά, αλλά και προσεγμένο αισθητικά, fanzine αυτού του είδους, το Revenge Of Metal.
7) Τι συνέβη με τα παιδιά εκείνης της «παλιάς φρουράς» που ανέφερες; Που βρίσκονται σήμερα;
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι απέγιναν. Θυμάμαι ότι κάποιοι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται ήδη από τα μισά της δεκαετίας του ’90. Ήταν τότε που το σύστημα της μουσικής βιομηχανίας προώθησε στη rock σκηνή μεταμοντέρνα ρεύματα, όπως το funk metal, το grunge και το rap metal, σπρώχνοντας τον παλιό καλό ήχο των 70’s και των 80’s στο περιθώριο. Όλα όσα είχαμε αγαπήσει και υποστηρίξει στην μουσική, καθώς και η συνολική μας κουλτούρα, περνούσαν σταδιακά σε μια κορεσμένη underground κατάσταση. Αρκετοί δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή την μετάβαση. Συνέχισαν να ακούνε τα παλιά αλλά σταμάτησαν να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Με τον καιρό ήταν μοιραίο να αφομοιωθούν στην αστική καθημερινότητα.
Παράλληλα, η ποιότητα του «μεταλλικού» ήχου υποχωρούσε αισθητά απ’ το παλαιότερο υψηλό επίπεδο κι έχανε την επιθετικά μελωδική αυθεντικότητα της προηγούμενης δεκαετίας. Κατά τα ψέματα, οι Stratovarius δεν ήταν Helloween, οι Blind Guardian δεν ήταν Maiden και οι Hammerfall δεν ήταν Manowar. Ούτε και οι Nightwish ήταν Def Leppard. Οι ήχοι μας παρέμεναν ευήκοοι. Τα νέα συγκροτήματα είχαν έντονα ρομαντική αισθητική και πολύ καλές συνθετικές στιγμές. Υπήρχε και το επικό στοιχείο σε black metal μπάντες. Ωστόσο, φάνηκε ότι μέσα από την ρομαντική εικόνα δεν υπήρχε πια η απαραίτητη ένταση ώστε να γεμίσουν οι νέες γενιές των εφήβων με την ενέργεια του επαναστάτη.
Επίσης, δεχτήκαμε ένα μεγάλο χτύπημα -όχι μόνο οι νεορομαντικοί metalheads, αλλά ολόκληρη η κοινότητα του ελληνικού rock κινήματος- από το 1996 και μετά, όταν ήρθε στην εξουσία το σύστημα του «εκσυγχρονισμού», υπό τον Κώστα Σημίτη. Η τότε εξουσιαστική ελίτ προώθησε στο πεδίο της κουλτούρας τον αγοραίο υλισμό και σε εκείνο της διανόησης την τεχνοκρατία. Τύποι όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος έγιναν σύμβολα της νεολαίας και η κοινότητα των υποστηρικτών του rock σταμάτησε να προσελκύει μαζικά εφήβους, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Μέσα σε λίγο καιρό οι παλιοί τρόποι ξεχάστηκαν και ινδάλματα της νέας γενιάς έγιναν τα αθύρματα του αστικοφιλελεύθερου life style.
Κοντολογίς, ήμασταν θύματα των φαινομένων της παγκοσμιοποίησης που εκδηλώθηκαν μετά το 1992. Σε γενικές γραμμές η εξέλιξη όσων παραμείναμε για μεγάλο διάστημα ενεργοί στην κοινότητα των νεορομαντικών metalheads ήταν η εξής:
Ορισμένοι από όσους διάβαζαν την War Flag κι άλλα σχετικά fanzines άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 να εστιάζουν στη μελέτη θεμάτων που είχαν μεταφυσικό περιεχόμενο και σταδιακά στράφηκαν σε περιοδικά όπως το Τρίτο Μάτι, το Strange κλπ.
Κάποιοι επέλεξαν διαφορετικό δρόμο κι εστίασαν στην πολιτική, με αποτέλεσμα να στρατευτούν σε εθνικιστικά κόμματα. Πρόσωπο κλειδί αυτής της κατηγορίας ήταν ο Γιώργος Μάστορας. Ο Μάστορας, κατά τη δεκαετία του ’90, ήταν γνωστός στα στέκια των ακροατών του heavymetal με το ψευδώνυμο Festavis. Ως Festavis υπέγραφε συχνά στη στήλη αλληλογραφίας του Metal Hammer και παραχωρούσε ραδιοφωνικές συνεντεύξεις σε μουσικές εκπομπές. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, μαζί με τον επίσης νεορομαντικό επιστήθιο φίλο του Κώστα ο οποίος τότε ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Werewolf, είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τους περισσότερους πολιτικά στρατευμένους metalheads στο κόμμα τους.
Ασφαλώς κάποιοι άλλοι παραμείναμε στην αρχική γραμμή, που συνοψίστηκε στο τετράπτυχο φανταστική λογοτεχνία-true metal-παραδοσιοκρατία-αυτονομία. Δεν μας εξέφραζε κανένα κόμμα, ούτε μας συγκινούσε κάποια μεταφυσική τάση, παρά μόνο ο Ρομαντισμός και ο δρόμος. Στην ουσία αποτελούσαμε ένα άπλωμα παράλληλων παρεών. Παρεών από παιδιά που είχαμε παρόμοιες λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές και πολιτικές προτιμήσεις. Βιώσαμε όλες τις εξελίξεις, μέχρι που κάποιοι ξανασυναντηθήκαμε στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ κι άλλοι χάθηκαν μάλλον οριστικά από τα στέκια.
Τέλος, υπήρξαν κι αρκετοί που συνδέονταν με τη νεορομαντική κοινότητα μόνο για λόγους μουσικού ενδιαφέροντος. Τους άρεσε το επικό στοιχείο στη μουσική και το true metal, όμως δεν τους ενδιέφερε η φανταστική λογοτεχνία, ούτε και είχαν αναζητήσεις πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Απ’ αυτούς είναι ακόμη κάποιοι ενεργοί στα δρώμενα της ελληνικής κοινότητας του heavy metal.
8) Από τα λεγόμενά σου συμπεραίνει κανείς ότι πρέπει να είχαμε αρκετό κόσμο ενεργό εκείνα τα χρόνια.
Προκειμένου να εξάγουμε βάσιμα συμπεράσματα θα πρέπει να εστιάσουμε στις έννοιες της έντασης και την αυθεντικότητας. Όχι στην μαζικότητα. Για παράδειγμα, πριν λίγους μήνες στη συναυλία των Iron Maiden, η οποία πραγματοποιήθηκε εκτός Αθηνών και το εισιτήριό της ήταν ακριβό, παραβρέθηκαν 35.000 άνθρωποι. Αναμφίβολα πολύς κόσμος. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά αυτός ο κόσμος είχε εξαφανιστεί. Πουθενά δεν έβλεπες metalheads με τα διακριτικά της αισθητικής τους να κυκλοφορούν στους δρόμους.
Αντίθετα, το 1988 το ίδιο συγκρότημα στην πρώτη του συναυλία, η οποία έλαβε χώρα εντός των Αθηνών σε χώρο με εύκολη πρόσβαση, συγκέντρωσε γύρω στις 15.000 κόσμο. Κι όμως, πριν και μετά, οι metalheads της εποχής ήταν παντού. Τους έβλεπες στους δρόμους, σε στέκια διαφόρων συνοικιών, σε σχολεία, στα γήπεδα. Με ξεχωριστή εξωτερική εμφάνιση και με ιδιαίτερη συμπεριφορά και κουλτούρα, που τους έκαναν να διακρίνονται από τον μέσο όρο της αστικής κοινωνίας και να συγκροτούν ένα νεανικό πολιτιστικό κίνημα.
Συνεπώς, οι αριθμοί πρέπει να συνοδεύονται από ερμηνευτικά κριτήρια για να μας βοηθήσουν να εξάγουμε συμπεράσματα. Κρατώντας αυτό ως δεδομένο θα απαντήσω ότι από το 1989 και μετά, που μπορώ να θυμάμαι καλά το τι συνέβαινε, αποτελούσαμε διακριτή τάση. Υπήρχαν «δικά μας» παιδιά σε πολλά στέκια της Αθήνας. Πριν το 1989 ενδεχομένως να ήμασταν και περισσότεροι. Όταν είχαμε ανοίξει μια παρόμοια συζήτηση με τον Sun Knight πριν λίγα χρόνια, μου είχε πει ότι αν υπήρχε κάποιος με την υπομονή και τη θέληση να κάνει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 ό,τι κάνω εγώ με τη Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ σήμερα, θα είχαμε εκεί έξω έναν στρατό υποστηρικτών έτοιμο να μας ακολουθήσει.
9) Κάποια σχόλια σε συζητήσεις του διαδικτύου σε θέλουν να ήσουν από τα ‘90’s πυρηνάρχης νεορομαντικών ομάδων.
Στο διαδίκτυο γράφονται συχνά και υπερβολές. Όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα η αλήθεια είναι πως θεωρούσα εκείνη την εποχή ότι η έλλειψη οργάνωσης αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα μας. Και μάλλον είχα δίκιο. Αυτονομία δεν σημαίνει και ανοργανωσιά. Ασφαλώς, δεν είχα στο νου μου κάποια αυστηρά μελετημένη οργανωτική δομή. Ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης, ωστόσο, έπρεπε να το είχαμε αναπτύξει. Ένα ξεχωριστό στέκι, μια περιοχή που θα μαζευόμασταν παρέες από διαφορετικές περιοχές, κάτι τέτοιο. Όπως έκαναν οι punks, για παράδειγμα.
Με αυτό το σκεπτικό είχα προσπαθήσει να οργανώσω κάποιες παρέες νεορομαντικών metalheads. Αλλά αυτό αφορούσε μια μικρή γεωγραφική κλίμακα των νοτίων προαστίων των Αθηνών. Και ποτέ η οργάνωση δεν υπερέβαινε το επίπεδο της παρέας. Στην ουσία επίκεντρο κάποιων παρεών ήμουν, τις οποίες ωθούσα στο να αναπτύξουν ορισμένες δράσεις προβολής των ιδεών και της αισθητικής μας. Δράσεις όπως αφισοκολλήσεις που έδιναν μουσικούς προσανατολισμούς ή μπροσούρες που στηλίτευαν παθογένειες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πολιτικά συνθήματα σε τοίχους και άλλα σχετικά. Και για να είμαι ειλικρινής, στις εφηβικές εκείνες παρέες δεν ήταν όλοι συνειδητοί νεορομαντικοί. Κάποιοι ήταν απλώς rockers και metalheads, που έμπαιναν «στη φάση» για τη χαρά της παρέας. Απλώς εγώ έδινα τον τόνο. Όπως προανέφερα η πρώτη κανονικά οργανωμένη -και ταυτόχρονα αυτόνομη από κάθε άλλη συλλογικότητα- ομάδα νεορομαντικών είναι η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
10) Πριν λίγους μήνες ανέβηκε σε διαδικτυακό τόπο μια συνέντευξη του Στέφανου Ροζάνη, ενός ανθρώπου που έχει μελετήσει εκτενώς τον Ρομαντισμό. Ο Ροζάνης, έπειτα από σχετική ερώτηση που του έγινε, απάντησε πως ο εθνικισμός ήταν ένα έλασσον ρεύμα του πολιτικού Ρομαντισμού ενώ η κύρια πολιτική τάση του ρομαντικού κινήματος μπορεί να συνδεθεί με τον αναρχισμό. Τι απαντάμε επ’ αυτού;
Απ’ ό,τι θυμάμαι η ερώτηση αφορούσε όχι τον εθνικισμό συνολικά, αλλά ειδικά την φασιστική του εκδοχή. Ωστόσο, όπως και να’ χει, η στόχευσή της ήταν προφανής. Εκείνο που έχω να πω, λοιπόν, είναι ότι μολονότι ο Ροζάνης έχει γράψει ενδιαφέροντα κείμενα για τον Ρομαντισμό στη συγκεκριμένη ερώτηση έδωσε μια καταφανώς λάθος απάντηση. Εκτιμώ ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται αν ανατρέξουμε στις διάφορες σχολές του πολιτικού -και όχι μόνο- Ρομαντισμού.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι πρώιμες ρομαντικές εμφανίσεις με συγγραφείς όπως ο Οράτιος Ουόλπολ έχουν μάλλον συντηρητική απόχρωση. Στη συνέχεια ο Μπλέηκ, ο Κόλεριτζ, ο Σάουθεϊ και ο Ουέρτζουορθ ήταν όντως μέχρι τη δεκαετία του 1790 ελευθεριακοί, αλλά στη συνέχεια αποκήρυξαν την παλιά τους ιδεολογία και όλοι, με εξαίρεση τον Μπλέηκ που κράτησε αποστάσεις από την πολιτική, μεταστράφηκαν στον παραδοσιοκρατικό συντηρητισμό. Ελευθεριακοί παρέμειναν μέχρι το τέλος οι λογοτέχνες της επόμενης γενιάς, ο Σέλλεϋ, ο Βύρωνας, ο Κητς. Στον ύστερο βρετανικό Ρομαντισμό των προραφαηλιτών, ελευθεριακός ήταν ένας πυρήνας νεώτερων μελών γύρω από τον Ουίλλιαμ Μόρρις, ενώ η αρχική ομάδα του Ροσέτι όχι. Μάλιστα, ο άτυπος επικεφαλής τους, ο Τζων Ράσκιν, θεωρείται από κοινωνικούς επιστήμονες πρόδρομος του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Κι αν θα πρέπει να αναφερθούμε στον αμιγώς πολιτικό βρετανικό Ρομαντισμό, ο νους μας θα πάει στον θεωρητικό του συντηρητισμού Έντμουντ Μπερκ.
Στη Γερμανία και πάλι οι πρώιμες εκδηλώσεις Ρομαντισμού με τους Χάμαν και Χέρντερ ήταν συντηρητικών αποχρώσεων. Έπειτα υπήρξε ένα ελευθεριακό ρεύμα στους συγγραφείς της «Θύελλας και Ορμής». Στη συνέχεια, όμως, ακολούθησε ο «κύκλος της Ιένας» με συγγραφείς και στοχαστές όπως ο Νοβάλις, ο Τηκ, οι αδελφοί Σλέγκελ και ο Φίχτε, που στην πρώτη του φάση ισορρόπησε ανάμεσα σε συντηρητικές και ελευθεριακές αντιλήψεις αλλά με την πάροδο του χρόνου τα μέλη του ασπάστηκαν ιδέες του συντηρητικού εθνικισμού. Αργότερα συγκροτήθηκε ο «κύκλος της Χαϊδελβέργης» στον οποίο συμμετείχαν ο Μπρεντάνο, ο Άρνιμ, ο Τηκ και πάλι. Ο κύκλος αυτός είχε πιο έντονα εθνικιστικές τάσεις. Ώσπου, η ανάδυση του «κύκλου του Βερολίνου» με τους Μύλλερ και Κλάιστ, σηματοδότησε την πρώτη εμφάνιση ιδεών του ολοκληρωτικού εθνικισμού.
Στη Γαλλία, επίσης, παράλληλα με τους ελευθεριακούς, ξεχώρισαν στοχαστές που αποτελούν σημεία αναφοράς του συντηρητικού εθνικισμού, όπως ο Ντε Μαιστρ, ο Μπονάλντ και ο Μπωντλαίρ.
Που αλλού θέλετε να πάμε; Στον ρουμανικό Ρομαντισμό με τον Εμινέσκου; Να πάμε στον ελληνικό Ρομαντισμό που, εκτός από τον συντηρητικό εθνικιστή Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, τον Μάρκο Ρενιέρη και τόσους άλλους, ακόμη και ορισμένοι συγγραφείς με ελευθεριακές και δημοκρατικές τάσεις, όπως οι Σούτσοι και ο Ζαμπέλιος, ήταν κι εκείνοι εθνικιστές και εμπνέονταν από την Μεγάλη Ιδέα; Όπου κι αν πάμε το συμπέρασμα που θα εξάγουμε είναι το εξής. Το κατεξοχήν πολιτικό τέκνο του Ρομαντισμού είναι ο εθνικισμός. Κατά συνέπεια στον πυρήνα της ρομαντικής πολιτικής σκέψης είναι εγκαθιδρυμένη, ανάμεσα σε πιθανές άλλες, η ιδέα του εθνικισμού.
11) Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στους σημερινούς νεορομαντικούς της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ με εκείνους της εποχής της War Flag;
Πρώτα απ’ όλα η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ είναι μια οργανωμένη συλλογικότητα, πράγμα που τότε δεν υπήρχε. Δεύτερον, η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ δεν έχει ως επίκεντρο την heavy metal μουσική. Σε εμάς η μουσική αρθρογραφία αποτελεί ένα μέρος των συνολικών ενδιαφερόντων που προϋποθέτει η ρομαντική κοσμοθέαση. Ασφαλώς, δίνουμε μια προτεραιότητα στα λογοτεχνικά θέματα. Ωστόσο η προσοχή μας είναι στραμμένη εξίσου στον πολιτικό και τον καλλιτεχνικό Ρομαντισμό, καθώς και σε οποιοδήποτε στοιχείο της κουλτούρας έχει ρομαντικές καταβολές. Επίσης η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ εκμεταλλεύεται το internet και τις νέες μορφές εκτύπωσης, που παλαιότερα δεν υπήρχαν. Τέλος, θεωρώ ότι όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, έχει επιτευχθεί μια αισθητή εμβάθυνση της μελέτης του ρομαντικού πεδίου.
Οι υπόλοιπες διαφορές έχουν να κάνουν με την επικρατούσα κουλτούρα της εποχής μας. Για παράδειγμα μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 όταν συναντούσαμε κάποιον που άκουγε επικό heavy metal και διάβαζε φανταστική λογοτεχνία, ήμασταν σχεδόν βέβαιοι ότι θα ήταν «δικός μας». Σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο να προτιμούν τέτοια μουσική και να διαβάζουν fantasy πολλοί nerds. Άνθρωποι μαλθακοί, κάποιες φορές γλοιώδεις. Θυμάμαι ότι τότε υπήρχαν «δικά μας παιδιά» σε συλλόγους πυγμαχίας ή πολεμικών τεχνών, των οποίων ήμουν αθλητής. Θυμάμαι ακόμη τα γυμναστήρια άρσης βαρών της δεκαετίας του ‘80, στα οποία γυμναζόταν ο πατέρας μου, να έχουν στους τοίχους πίνακες του Vallejo. Δυστυχώς, η σημερινή κοινότητα όσων έχουμε απομείνει νεορομαντικοί δεν παρουσιάζει φαινόμενα τέτοιων δυναμικών εκδηλώσεων. Και κυρίως δεν έχει πολλά νέα παιδιά, απαρτιζόμενη ως επί το πλείστον από μεσήλικες.
12) Μήπως αυτό έχει να κάνει και με τις επικρατούσες συνθήκες στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού;
Ασφαλώς! Η φανταστική λογοτεχνία δεν έχει γλιτώσει από το χαοτικό ανακάτεμα της μεταμοντέρνας μας παρακμής. Όταν ευανάγνωστοι συγγραφείς της εποχής μας είναι η Ρόουλινγκ και ο Μάρτιν θεωρώ αναμενόμενο να βλέπεις ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας των αναγνωστών του φανταστικού ανθρώπους με nerd γνωρίσματα. Κι αναφερόμενος στους δυο αυτούς συγγραφείς δεν υπονοώ ότι στερούνται λογοτεχνικής ποιότητας. Αλλά ότι η κουλτούρα που αποπνέουν τα κείμενά τους είναι γέννημα του συρμού της εποχής μας και δεν αντανακλά κάποια από τις παλαιότερες ρομαντικές αξίες, με τις οποίες μας μεγάλωσε η λογοτεχνία του φανταστικού.
13)
Σταμάτη, περίγραψέ μας πως μπορεί κάποιος αναγνώστης να ξεχωρίσει έναν
σημαντικό λογοτέχνη του φανταστικού από μοδάτους συγγραφείς της εποχής;
Κατά τη γνώμη μου σπουδαίοι λογοτέχνες είναι
εκείνοι των οποίων η πένα χαρίζει στους αναγνώστες σχήματα αρχετυπικά, που
γεμίζουν τα κείμενα με νοήματα διαχρονικής σημασίας.
Για παράδειγμα, θεωρώ ότι ο Μάικλ Μούρκοκ
αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της επικής φανταστικής
λογοτεχνίας. Και τούτο γιατί καταφέρνει στις σελίδες των λογοτεχνικών
χαρακτήρων του Αιώνιου Προμάχου να αποδίδει, με τραγική ένταση, το βαθιά
ανθρώπινο και υπαρξιακό ερώτημα για την ισορροπία που θα πρέπει να επιτύχει ο
ανθρώπινος βίος, ανάμεσα στο αρχετυπικό δίπολο της χαώδους ελευθεριότητας (και
των απολαύσεων ή των κινδύνων που αυτή συνεπάγεται) από την μια και της
αλύγιστης πειθαρχίας, (με την συνοχή της ανθρώπινης ζωής που εγγυάται αλλά και
τους περιορισμούς που αυτή προϋποθέτει), από την άλλη.
Ο Τόλκιν υπήρξε κι αυτός ένας αξεπέραστος
συγγραφέας. Γιατί κατάφερε να αναπτύξει τις υποθέσεις των λογοτεχνικών του
έργων, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώσει το βίωμα μιας οργανικής μεσαιωνικής (ή
προαρχαϊκής) κοινότητας και να αισθανθεί το ψυχικό δέος που προκαλούν οι θεολογικές,
κοσμογονικές αφηγήσεις.
Ο Ρόμπερτ Χάουαρντ ήταν ένας συγγραφέας ανάλογης
αξίας. Τα κείμενά του διαβάζονται διαχρονικά με ανεξάντλητο ενδιαφέρον, γιατί ο
δημιουργός τους μπόρεσε μέσα απ’ αυτά να αναδείξει τον ψυχικό και σωματικό
αγώνα που πρέπει να καταβάλει ο άνθρωπος, προκειμένου να ανταπεξέλθει σε ένα
φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον αντίξοο κι επικίνδυνα εχθρικό.
Ο Λάβκραφτ, ο Μάχεν και πολλοί ακόμη είχαν
αυτή τη στόφα. Είχαν λογοτεχνικό βάθος. Απ’ τους νεότερους, ο Ρέη Μπράντμπερυ
κι ο Φίλιπ Πούλμαν επίσης. Μολονότι διαφωνώ με κάποιες ιδέες του, ο Πούλμαν
αναπτύσσει έξοχα μια διαλεκτική ανάμεσα στην ελευθερία και την εξουσία.
Διαβάζεις την Τριλογία του Κόσμου και μέχρι την τελευταία σελίδα δυσκολεύεσαι
να συμπεράνεις ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του και ποιος όχι.
Από εκεί και πέρα, δεν θα πρέπει, ασφαλώς, να
ξεχνάμε και τους παλαιότερους συγγραφείς. Αναφέρομαι σε εκείνους της εποχής του
Ρομαντισμού. Πολλές φορές λέω σε νεαρούς που ξεκινούν να διαβάζουν κείμενα της
λογοτεχνίας του φανταστικού, να επιλέξουν σχετικά γρήγορα το ημιτελές
μυθιστόρημα του Νοβάλις, που φέρει τον τίτλο Η Προσδοκία. Αν δεν αρέσει σε
κάποιον αναγνώστη αυτό το βιβλίο θεωρώ ότι καλά θα κάνει να ξανασκεφτεί την
σχέση του με τη φανταστική λογοτεχνία.
14)
Αληθεύει ότι τις δεκαετίες ’80-’90 οι νεορομαντικοί «επικάδες» είχαμε μια άτυπη
συμμαχία με τους ακροατές του poser metal;
Αληθεύει. Καταρχάς, οι δηλωμένοι ακροατές της
pop metal σκηνής στην Ελλάδα ήταν λίγοι. Όσοι άκουγαν αυτό το ρεύμα είτε
αυτοπροσδιορίζονταν ως εν γένει rockers, είτε αποτελούσαν ακροατές του κλασικού
heavy metal που κρυφοκοίταζαν προς το poser. Κι αυτό γιατί στην επικρατούσα
νοοτροπία του ελληνικού heavy metal κινήματος, το pop metal θεωρείτο ιδιαιτέρως
μαλακό. Επίσης, οι λίγοι (ή κρυφοί) posers έπρεπε να διαχειριστούν μια
αντιπαράθεση η οποία είχε αμερικανικές καταβολές.
Στις Η.Π.Α των ‘80’s, το thrash metal κοινό
θεωρούσε ως κεντρικό στοιχείο της ταυτότητάς του την αντιπαράθεση με το pop
metal. Πρώτον, οι thrashers επέλεγαν τραχιά μουσική στους αντίποδες των posers,
και δεύτερον, ορισμένα δημοφιλή thrash συγκροτήματα έγραφαν στίχους που πολλές
φορές είχαν περιεχόμενο σχετιζόμενο με τις κοινωνικές ανισότητες, την έλλειψη
ελευθερίας κλπ. Αντιθέτως, στα poser σχήματα μπορούσαν να ανιχνευτούν κάποια
στοιχεία νοοτροπιών που απέπνεαν μια, ανεπεξέργαστη ιδεολογικά, μικροαστική
αμερικανική παραδοσιοκρατία. Ο σεξισμός για παράδειγμα ή και πιο ανοικτά
φιλοεθνικιστικές τάσεις. Μην ξεχνάμε τους στοίχους του τραγουδιού «One In a
Million» των Guns’n’Roses ή το περίφημο μπλουζάκι του Bach με το σύνθημα
εναντίον της ομοφυλοφιλίας. Αργότερα, βέβαια, και ιδίως μετά την εγκαθίδρυση
του «συστήματος Κλίντον» στην εξουσία των Η.Π.Α, η μουσική βιομηχανία ώθησε
αυτές τις τάσεις σε αναδίπλωση. Και, παράλληλα, έσπρωξε στην αφάνεια το pop
metal μαζί με το συνολικό heavy metal κίνημα.
Ωστόσο, μέχρι το 1992-93, στην Ελλάδα
επικρατούσαν ακόμη οι παλαιότερες αντιλήψεις. Και αρκετοί thrashάδες είχαν θέμα
με τους posers. Έτσι, η αδύναμη pop metal κοινότητα έπρεπε να διαχειριστεί αυτή
την αντιπαράθεση με τους πολύ περισσότερους thrashers και τα πιο brutal
ρεύματα, τα οποία εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα συνδέονταν συνήθως ιδεολογικά με
τον αναρχισμό ή την αριστερά. Ορισμένοι posers, λοιπόν, κατέφευγαν σε εμάς για
να έχουν στήριξη. Αν και αρκετοί δικοί μας δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον
δανδισμό τους, η συμμαχία σε κάποιες περιπτώσεις ήταν γεγονός. Επίσης, στο
καθαρά μουσικό μέρος θεωρούσαμε το pop metal εγγύτερο από τα brutal ρεύματα.
Αυτό αποτυπωνόταν και στα άρθρα του Sun Knight.
Όσον αφορά τα «δικά μας παιδιά» που εστίαζαν
στα brutal ρεύματα, ως επί το πλείστον, άρχισαν να μας πλαισιώνουν από το 1995
κι έπειτα. Όταν δυνάμωσαν οι σκηνές του black και του gothic metal. Τότε
εμφανίστηκαν στο πλευρό μας, μαζί με πολλούς ακροατές του power metal (που
εκείνη την εποχή είχε γίνει συνώνυμο του επικού στοιχείου), και κάποιοι των Bathory,
των Burzum, των Bal Sagoth, αλλά και των Veni Domine ή των Paradise Lost.
15)
Γιατί εκείνα τα χρόνια επέλεξες την αυτονομία της νεορομαντικής παρέας ενώ
αργότερα την οργάνωση της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ;
Γιατί εκείνα τα χρόνια υπήρχε ένα ζωντανό
μουσικό κίνημα του οποίου ήμασταν ενεργό κομμάτι. Σήμερα δεν δημιουργούνται
μουσικά και λογοτεχνικά κινήματα. Συνεπώς, αν δεν υπήρχε η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ οι
νεορομαντικοί απλώς θα ήμασταν μεμονωμένα πρόσωπα, χαμένα κάπου στο χάος της
καθημερινότητας. Σε λίγα χρόνια κανείς δεν θα θυμόταν όλα όσα εμείς
εκπροσωπούμε κι εκφράζουμε. Ούτε και θα υπήρχαν τα νεότερα παιδιά που έχουμε
προσελκύσει. Επιπλέον, όσοι έχουν ενταχθεί στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ γνωρίζουν ότι έχω
επιλέξει να αρθρώσω τη δομή της κρατώντας, σχεδόν ατόφια, την παλιά παρεϊστικη
νοοτροπία.
16)
Εκτός από τους χεβυμεταλλάδες υπήρχαν άλλοι που διάβαζαν φανταστική λογοτεχνία
στα ‘80’s και τα ‘90’s;
Υπήρχαν και οι τρελαμένοι..!!
17)
Χα,χα,χα..δηλαδή;
Κοιτάξτε, πέρα από την χιουμοριστική διάσταση
του θέματος, σε αυτή την ερώτηση ενδεχομένως να μπορούν να δώσουν πιο έγκυρη
απάντηση κάποιοι παλιοί βιβλιοπώλες. Εγώ μπορώ απλά να καταθέσω μια προσωπική
γνώμη. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι τους πιο επιφανείς λογοτέχνες του φανταστικού, όπως
για παράδειγμα τον Πόε ή τον Ιούλιο Βερν, τους διάβαζαν πολλοί αναγνώστες.
Ανάμεσά τους άνθρωποι μεσοαστικής προέλευσης, με φιλολογικά ενδιαφέροντα.
Ωστόσο, ο σκληρός πυρήνας του λογοτεχνικού μας πεδίου προσέλκυε «underground
κόσμο». Πολλοί μεσήλικες αναγνώστες που είχα γνωρίσει διέθεταν κάποια
ιδιομορφία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν έφηβος, είχα συναντήσει
έναν αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος πουλούσε από τη συλλογή του
βιβλία του Λάβκραφτ -μεταφρασμένα όχι και με τον καλύτερο τρόπο από τις
εκδόσεις Κάκτος- να μου μιλά στον πληθυντικό και να με αποκαλεί «κύριο». Μια
άλλη φορά κρατούσα στα χέρια μου την παλιά έκδοση του Άρχοντα των Δακτυλιδιών,
με το άσπρο εξώφυλλο, και με πλησίασε ένας μεσήλικας με χοντρά γυαλιά, μέσα από
τα οποία άστραφταν δυο μικρά μάτια σαν μπίλιες. «Είναι καλό αυτό. Καλό είναι;»
με ρώτησε με μια πνιχτή φωνή, που έλεγες ότι έβγαινε από τη μύτη κι όχι απ’ το
στόμα του. Όταν του απάντησα θετικά μου έδειξε μερικά pulp βιβλία των εκδόσεων
Ωρόρα, που είχε σε μια σακούλα. Άλλη φορά, στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου
Πρωτοπορία, ένας άντρας που εμφανισιακά παρέπεμπε κάπου ανάμεσα σε γκραβούρα
του δον Κιχώτη και στον Αϊνστάιν, με είδε να ψάχνω τα βιβλία του Stephen King
και με προσέγγισε με ένα, καφενειακών ηχητικών αποχρώσεων, παρατεταμένο
«αααααα..», το οποίο ολοκλήρωσε με την φράση «..αυτό να πάρεις, τα υπόλοιπα του
King δεν αξίζουν!» Εννοούσε το «Νυχτερίτες».
Νομίζω ότι είναι ενδεικτικά αυτά τα
παραδείγματα. Προσωπικά, πάντως, προτιμώ εκείνη την εποχή με τους ανθρώπους της
από τη σημερινή. Ήταν αναμφίβολα πιο ανθρώπινη. Και το underground στοιχείο φάνταζε
σαν μια απόχρωση του παλαιού επαναστατικού ύφους της φανταστικής λογοτεχνίας,
που σήμερα έχει χαθεί.
18)
Και πως έχασε την μάχη εκείνη η γενιά; Τι συνέβη και υποχώρησε το αυθεντικό
underground της εποχής της War Flag και των παλιών fanzines;
Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης έχουν σύνθετες
καταβολές. Από τη μια ήταν οι εξελίξεις στο πεδίο της μουσικής. Όπως προανέφερα
η μουσική βιομηχανία προωθούσε, κατά τη δεκαετία του ’90, ρεύματα του σκληρού
ήχου που είχαν αντιρομαντικό προσανατολισμό. Εννοώ το grunge, το alternative
rock κ.α. Παράλληλα, αναδύθηκαν και νέες μουσικές τάσεις με υποτιθέμενα
αντισυμβατικό ύφος, όπως το hip hop και το rave, που απορρόφησαν αρκετούς νέους
ακροατές. Επιπλέον, στην χώρα μας είχαμε και την ιδιαιτερότητα της προώθησης
του λεγομένου «ελληνικού rock», το οποίο εξέπεμπε μια αριστερίζουσα μιζέρια.
Ταυτόχρονα, η σκηνή του heavy metal διέθετε σημαντικές νέες μπάντες, όχι όμως
αρκετές ισάξιες με εκείνες της δεκαετίας του ’80. Μοιραία όλα αυτά
σηματοδότησαν μια πρώτη αποδυνάμωση του heavy metal κινήματος. Η αντιπαλότητα,
ιδίως, με τους ακροατές του rave ήταν μεγάλη. Πολλές φορές είχε οδηγήσει σε
συμπλοκές, τις οποίες συνήθως κερδίζαμε. Αλλά αυτό μας εξασφάλιζε απλώς λίγη
ακόμη φήμη στο πάνθεον των πεζοδρομιακών «σκηνικών». Δεν άλλαζε τη ροή των
πραγμάτων. Ασφαλώς, αυτά τα δεδομένα σηματοδότησαν την αποδυνάμωση και της
κοινότητας των νεορομαντικών metalheads.
Ωστόσο, το κομβικό σημείο της άσχημης
εξέλιξης θεωρώ ότι ήταν άλλο. Και είχε να κάνει, όπως ανέφερα προηγουμένως, με
την ανάδυση της πολιτικής ελίτ του «εκσυγχρονισμού», κατά το έτος 1996, σε
συνδυασμό με τα γενικότερα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης. Το «σύστημα Σημίτη»,
υποστηριζόμενο από όλα τα τηλεοπτικά Μ.Μ.Ε, προπαγάνδισε με τόσο επιδέξιο τρόπο
την κουλτούρα του αστικού life style, ώστε μέσα σε έναν χρόνο ήταν ορατή μια
μεγάλη αλλαγή στην μαζική κουλτούρα της Ελλάδας. Την εποχή που το heavy metal
κίνημα αποδυναμωνόταν, οι τρόποι και τα πρότυπα του υλιστικού φιλελευθερισμού
αποκτούσαν ρίζες στην κοινωνική βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι
απλές καφετέριες της γειτονιάς έβαζαν εκείνη την εποχή πορτιέρηδες να κάνουν
face control και έλεγχο στο ντύσιμο των πελατών. Αν δεν ήσουν σύμφωνος με το
αστικό dress code δεν μπορούσες να πιεις καφέ ούτε στα καταστήματα της
γειτονιάς σου! Όλη η χυδαιότητα της κυρίαρχης αστικής ελίτ διαχύθηκε από την
κορυφή ως τα έγκατα της κοινωνίας μας.
Από την άλλη, η προσέλευση των αλλοδαπών
μεταναστών ήταν τόσο μαζική ώστε οι χώροι που κάποτε μας φιλοξενούσαν ως
αντισυστημικούς εφήβους -όπως τα καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, οι
πλατείες κλπ-, να καταληφθούν από πλήθη ξένων. Οι καινούργιοι εκείνοι κάτοικοι
της χώρας μας ήταν ανοίκειοι στα μάτια των περισσότερων νέων. Άρχισαν τότε
πολλοί να αποφεύγουν τα μέρη που σύχναζαν οι ξένοι, όχι απαραίτητα γιατί τους
αντιπαθούσαν εξαρχής. Αλλά γιατί η κουλτούρα τους και η όλη τους συμπεριφορά
ήταν εντελώς ανοίκεια με τη δική μας. Κι επιπλέον, σε όσους είχαν άμεση
κοινωνική επαφή μαζί τους, γινόταν αντιληπτό ότι η πραγματική εικόνα πολλών
μεταναστών είχε μεγάλες αποκλίσεις από εκείνη που τους φιλοτεχνούσαν τα mediακά
και τα εκπαιδευτικά δίκτυα των «ανθρωπιστών».
Την εποχή που ο Πέτρος Κωστόπουλος κόμπαζε
ότι «ξεβλάχιαζε» τους Έλληνες, το σύστημα εξουσίας, εφαρμόζοντας τις πολιτικές
της Ε.Ε, έκανε οριστικά την Ελλάδα μια επαρχία με έντονα τριτοκοσμικό ύφος.
Ήταν μια απαίσια εποχή. Τα στέκια μας χάνονταν και η μόνη περιοχή που απέμεινε
ως νησίδα των παλιών τρόπων, δηλαδή τα Εξάρχεια, ήταν ελεγχόμενη απ’ τους
διεθνιστές. Οι τότε ρομαντικοί νιώθαμε να μας συντρίβουν οι συμπληγάδες των
καιρών. Από πάνω μας πίεζε το φιλελεύθερο κατεστημένο, όσο ποτέ άλλοτε κατά τη
διάρκεια της μεταπολίτευσης. Από κάτω μας πίεζαν οι μάζες των μεταναστών. Και
στη γωνία περίμενε ο αντιφασισμός, προκειμένου να θέσει υπό την εποπτεία του τα
ψήγματα των τελευταίων αντιδράσεων.
19)
Και τι συνέβη μετά;
Γύρω στο 2000 η πρώτη φάση της νεορομαντικής
κίνησης είχε τελειώσει. Ο Sun Kinight σταμάτησε να αρθρογραφεί στο Metal
Hammer, τα περισσότερα στέκια είχαν χαθεί και τα fanzines δεν κυκλοφορούσαν.
Θυμάμαι ότι στις αρχές της νέας δεκαετίας μαζευόμασταν κάποιοι νεορομαντικοί
metalheads, μαζί με λίγους skinheads και κάποιους γκοθάδες, στα πρώτα μαγαζιά
της Φωκίωνος Νέγρη. Γύρω από τα «κάτω Goodys», που έλεγαν οι ντόπιοι. Αλλά
χωρίς τα παλιά μας rock ντυσίματα και κουρέματα. Λέγαμε «τα δικά μας» και συχνά
ξημερωνόμασταν σε κακόφημα bar και καταγώγια του κέντρου των Αθηνών, ορισμένα
εκ των οποίων έπαιζαν, πάντως, καλή μουσική. Εκείνα τα χρόνια η ζωή μου θύμιζε
επεισόδιο του comic Sin City.
Ωστόσο, λίγο αργότερα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν
σε πολλές γειτονιές των Αθηνών πολλά, νέα, comic shops. Κάποια απ’ αυτά έγιναν
τα νέα στέκια όσων ρομαντικών εγκαταλείψαμε το decadent στυλ ζωής, που είχαμε
υιοθετήσει μετά την υποχώρηση του rock κινήματος. Εκεί συναντηθήκαμε με την
επόμενη γενιά αναγνωστών του φανταστικού, η οποία δυστυχώς είχε πολλούς nerds
ανάμεσά της. Όταν έγιναν ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών και ο Χάρι Πότερ ταινίες,
μπήκαν τόσοι άσχετοι με την ρομαντική κουλτούρα στην ελληνική κοινότητα των
αναγνωστών της λογοτεχνίας του φανταστικού, που μοιραία οι ρομαντικοί γίναμε
μειοψηφία. Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και στην heavy metal κοινότητα με την
ανάδυση συγκροτημάτων όπως οι Nightwish. Γεμίσαμε δεκάχρονα κοριτσάκια. Ήρθε
και το Emo και η τάση αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη σε ό,τι είχε απομείνει απ’
την κοινότητα του rock.
Από τον πολύ κόσμο που εισήλθε στην περιοχή
του φανταστικού εκείνη την εποχή, έμειναν λίγοι ενεργοί στη συνέχεια. Και οι
περισσότεροι, μάλιστα, με ανταγωνιστικές διαθέσεις, με μηδαμινό θεωρητικό
υπόβαθρο και με επιρρέπεια στον φραξιονισμό. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ποια
είναι τα αποτελέσματα αυτών των νοοτροπιών αν ανατρέξει στα δρώμενα της
ελληνικής κοινότητας του φανταστικού σήμερα.
Αναφερόμενος, πάντως, στους nerds οφείλω να
διευκρινίσω ότι δεν μιλώ για τα παιδιά με τα γυαλιά που διαβάζουν συνεχώς, στα
οποία αποδίδεται συνήθως αυτός ο χαρακτηρισμός. Τουναντίον, έχω γνωρίσει κι
εκτιμώ αρκετά εξ αυτών. Αναφερόμενος στους nerds εννοώ τους αναγνώστες που
αποψιλώνουν την φανταστική λογοτεχνία από το ιστορικό και το θεωρητικό της
υπόβαθρο και καταπιάνονται με τα κείμενά της σα να είναι καταναλώσιμα προϊόντα.
Εκείνους που, ενώ διαβάζουν βιβλία τα οποία προκρίνουν το ηρωικό ιδεώδες ή
παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις και αισθητικές, η στάση ζωής τους αντανακλά
συνειδητά τις αντιλήψεις του μεταμοντέρνου συρμού. Τους «false» αναγνώστες, για
να χρησιμοποιήσω έναν heavy metal μουσικό όρο.
20)
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ρομαντική φαντασία είναι απλά ένα μέσο φυγής από τα
ζητήματα της πραγματικότητας και αποκλεισμού σε ψεύτικους, ονειρικούς κόσμους.
Ποια η γνώμη σου;
Συνήθως αυτή η ανοησία εκστομίζεται από
ανθρώπους που έχουν, συνειδητές ή λανθάνουσες, καταβολές στους ιδεολογικούς
αντίποδες του Ρομαντισμού. Δηλαδή, από δεξιούς ή από ορθόδοξους μαρξιστές (αν και
θα πρέπει να σημειώσω ότι τόσο ο Μαρξ με τον Ένγκελς όσο και πολλοί «μη
ορθόδοξοι» μαρξιστές είχαν αναγνωρίσει το προφανές λάθος αυτής της θέσης). Το
γεγονός ότι ο Ρομαντισμός αναδεικνύει την φαντασία ως κεντρική πνευματική
δύναμη του ανθρώπου επ’ ουδενί δεν αναιρεί την ύπαρξη της κριτικής του
διάστασης προς την κοινωνική πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η
ρομαντική κοσμοαντίληψη συγκροτήθηκε ως κριτική της νεωτερικότητας στο σύνολο
των κυρίαρχων πτυχών της. Θεωρώ, λοιπόν, ότι προσπαθούν να παρουσιάσουν τον
Ρομαντισμό ως μια «φυγή απ’ την πραγματικότητα» και την φαντασία ως μέσο αυτής
της υποτιθέμενης φυγής, εκείνοι που θέλουν να αποφύγουν, οι ίδιοι, την κριτική
του.
21)
Υπάρχει μια εκτίμηση που θέλει το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Ρομαντισμού να είναι
ατομικιστικό. Τι απαντάμε εμείς;
Είναι κι αυτή λανθασμένη. Υπάρχουν ορισμένες
περιπτώσεις σοβαρών μελετητών του ρομαντικού φαινομένου, όπως ο ακαδημαϊκός
Charles Larmore, που απλώς έχει κάνει λάθος ανάγνωση. Υπάρχει επίσης η
περίπτωση της Λίλιαν Φουρστ, η οποία έχει παραθέσει εξαιρετικές μελέτες για τον
λογοτεχνικό Ρομαντισμό αλλά δεν έχει αποσαφηνίσει την πολιτική σημασία όρων
όπως ο ατομικισμός. Στην πραγματικότητα ο ατομικισμός δεν έχει καμία σχέση με
τον Ρομαντισμό. Είναι συστατικό της πολιτικής θεωρίας του φιλελευθερισμού και
γνώρισμα του καπιταλιστικού συστήματος. Οι απαρχές του ατομικισμού ανάγονται
στην ανθρωπολογία της φιλελεύθερης πολικής θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου,
όπως αυτή εκφράστηκε από τον Τόμας Χομπς και τον Τζων Λοκ.
Αντίθετα, η ρομαντική θεώρηση δίνει έμφαση
στο συλλογικό στοιχείο (πχ. έθνος, κοινότητα). Επειδή, όμως, στη νεωτερική
εποχή η επικράτηση του φιλελεύθερου καπιταλισμού επέβαλε τον ατομικισμό ως
στάση ζωής και κερμάτισε το κοινωνικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών εθνών, πολλοί
ρομαντικοί, νιώθοντας ξένοι με αυτή την ατομικιστική νέα πραγματικότητα,
αποτραβήχτηκαν στο βάθος του εαυτού τους, υμνώντας την «ηρωική» απομόνωση του
χαρισματικού ανθρώπου. Αυτό ασφαλώς και δεν είναι ατομικισμός. Ο απομονωμένος
«ρομαντικός ήρωας», ακόμη κι όταν καταλήγει σε ελιτιστικές ερμηνείες της
ιστορίας, αναζητά την σύνδεσή του με το συλλογικό στοιχείο μέσω της πνευματικής
ένωσης με την οργανικότητα της ζώσας Φύσης, αλλά και δια του κοινωνικού
οραματισμού μιας νέας οργανιστικής κοινωνίας, η οποία θα βασίζεται στις
παραδοσιακές αξίες του εκάστοτε έθνους.
Όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει ο Georg
Simmel, ο Ρομαντισμός εστιάζει στο «πρόσωπο» και όχι στο «άτομο». Ο εν λόγω
κοινωνικός επιστήμονας πρότεινε να ξεχωρίσουμε τον «ποιοτικό ατομικισμό» του
Ρομαντισμού από τον «αριθμητικό ατομικισμό» του φιλελευθερισμού. Εγώ, πάντως,
επειδή πιστεύω ότι το μπέρδεμα της ορολογίας εγκυμονεί κινδύνους, εκτιμώ πως
είναι καλύτερο να μην χρησιμοποιούμε καθόλου τον όρο «ατομικισμός» εντός του
ρομαντικού πλαισίου. Θεωρώ ορθότερο τον όρο «ρομαντικός, ηρωικός
εγωισμός».
22)
Τι απαντάς σε αυτούς που σου λένε ότι επιλέγεις να κυκλοφορείς ξένους, κι όχι
Έλληνες, συγγραφείς του φανταστικού στις εκδόσεις Κλέος;
Να κάνουν λίγη υπομονή. Μέχρι στιγμής οι
εκδόσεις Κλέος έχουν κυκλοφορήσει μόλις δυο βιβλία. Συνεπώς, καλά θα κάνουν
ορισμένοι να μην εξάγουν βιαστικά συμπεράσματα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη υπηρεσία
που μπορεί να προσφέρει κανείς σήμερα στο «ελληνικό φανταστικό» είναι το να
υπερασπιστεί την κοινότητά του. Και κοινότητα δεν είναι μόνο οι συγγραφείς.
Είναι και οι αναγνώστες. Σε αυτό τον προσανατολισμό κινούνται οι εκδόσεις Κλέος
και, βέβαια, η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ όλα αυτά τα χρόνια.
Κοντολογίς, στόχος μου δεν είναι να
ικανοποιήσω το -δικαιολογημένο ή όχι- απωθημένο που μπορεί να έχει ο εκάστοτε
επίδοξος συγγραφέας, προκειμένου να δει αυτά που γράφει να κυκλοφορούν. Θέλω
καταρχάς να εστιάσω στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού κι εν συνεχεία
να την προβάλω στην αυθεντική, ποιοτική της εκδοχή. Γι αυτό και δίνω την
ευκαιρία στην ελληνική κοινότητα του φανταστικού να διαβάσει σπουδαίους
λογοτέχνες, όπως ο Γέητς και ο Χάουαρντ, σε έργα που μεταφράζονται για πρώτη
φορά στα ελληνικά.
Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να δημιουργήσω
μια αναγνωστική τάση, που να παρακάμπτει την μόδα και να εστιάζει στην ουσία
της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αν αυτό γίνει εφικτό, αν δηλαδή οι αναγνώστες
αντιληφθούν ότι οι σημαντικοί λογοτέχνες δεν είναι εκείνοι που προωθεί η
εκάστοτε μόδα αλλά αυτοί που γράφουν κείμενα με αναλλοίωτη αξία στον χρόνο, να
είστε σίγουροι ότι θα προκύψουν μελλοντικά και Έλληνες συγγραφείς που θα έχουν
τέτοιο προσανατολισμό. Το υπόδειγμα έχει μεγάλη σημασία.
Αν καταφέρω, λοιπόν, να αναδείξω συγγραφείς
που θα γράφουν με την δύναμη της ψυχής του λογοτέχνη, κι όχι με το μεμψίμοιρο
ύφος του φιλόλογου ή με την στρεβλή νοοτροπία του αμερικανοτραφούς
μεταμοντέρνου nerd, πιστεύω ότι θα έχω προσφέρει σημαντική υπηρεσία στα
ελληνικά γράμματα.
23)
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, τι απαντάμε σε αυτούς που μας
καταλογίζουν ότι μολονότι αναφερόμαστε στην εθνική ταυτότητα και στην
ελληνικότητα, καταφεύγουμε σε πολλά ξένα παραδείγματα για να αρθρώσουμε τον
αντιφιλελεύθερο και αντινεωτερικό λόγο μας;
Οι επικρατούσες τάσεις της νεωτερικότητας,
και δη ο φιλελευθερισμός, είχαν από την εποχή του Διαφωτισμού διεθνιστική
προοπτική. Αυτό σηματοδότησε και το γεγονός ότι οι ρομαντικές αντιδράσεις
αναδύθηκαν σε πολλές χώρες. Με διαφορές στις εκφράσεις, αλλά ταυτόχρονα με έναν
κοινό πυρήνα παραδοχών, οι ρομαντικοί αντιμετώπισαν την επέλαση του φιλελεύθερου
Διαφωτισμού -και αργότερα εκείνη των ρευμάτων του διεθνιστικού σοσιαλισμού- σε
όλη την Ευρώπη. Προφανώς, ρομαντικοί από διάφορες χώρες ήταν σε επαφή μεταξύ
τους. Εφόσον, από την μια, οι ρομαντικές ιδέες είχαν κοινές ρίζες κι αφού, από
την άλλη, ο αντίπαλος, λόγω της διεθνιστικής προοπτικής του, ήταν κοινός, οι
ρομαντικοί εθνικιστές κάθε χώρας γίνονταν αυτόματα άτυποι συναγωνιστές.
Αν τώρα έλθουμε στη σημερινή εποχή και στην
Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, θα παραδεχτώ πως η τάση αυτή έχει ενισχυθεί. Μπορεί να μην υπάρχουν
αντίστοιχες με την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ ομάδες στο εξωτερικό, αλλά είναι πράγματι αληθές
ότι στην αφήγηση και στις προσεγγίσεις μας, μπορεί τα ελληνικά να προηγούνται
ωστόσο, έχουν θέση όλα τα ρομαντικά σχήματα. Και η αλήθεια είναι ότι με την
επιλογή αυτή η λέσχη μας δεν κομίζει γλαύκας εις τα Αθήνας. Απλώς ακολουθεί την
ρομαντική παράδοση κι εφαρμόζει μια αυτονόητα σωστή στρατηγική.
Όποιος έχει αντίληψη της ιστορίας των
πολιτικών ιδεών γνωρίζει ότι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος χρησιμοποίησε
μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης που είχε διδαχθεί από σχολές του ευρωπαϊκού
Ρομαντισμού, προκειμένου να αναδείξει το τρίσημο σχήμα του νεότερου ελληνισμού.
Και ο Γερμανός ρομαντικός, θεωρητικός πρόδρομος του φασισμού, Άνταμ Μύλλερ, στο
βιβλίο μέσω του οποίου εισηγήθηκε για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία την
εγκαθίδρυση του ολοκληρωτικού κράτους, αναφέρει ότι η σημαντικότερη επιρροή του
ήταν ο Βρετανός θεωρητικός του συντηρητισμού Έντμουντ Μπερκ. Και ο Κόλεριτζ
μεταλαμπάδευσε στη Γηραιά Αλβιώνα την ιδεαλιστική προσέγγιση του γερμανικού
Ρομαντισμού. Για να μην αναφερθώ στους νεότερους και στις επιρροές του Ίωνα
Δραγούμη από τον Μπαρρές κι από άλλους ξένους στοχαστές.
Ασφαλώς, η ρομαντική πολιτική θεωρία
προκρίνει ότι κάθε έθνος οφείλει να ακολουθήσει τον αποκλειστικά δικό του
προορισμό. Ωστόσο, προκειμένου να πετύχει αυτό τον στόχο, πρέπει να αποκρούσει
την επίθεση της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Και σε αυτό τον αγώνα τίποτε δεν
το εμποδίζει από το να υιοθετήσει μια ρομαντική μεθοδολογία, ορισμένα στοιχεία
της οποίας μπορεί να έχουν χρησιμοποιήσει και ρομαντικοί καταγόμενοι από άλλα
έθνη.
Για να είμαι ειλικρινής, πάντως, πιστεύω ότι
τέτοια ερωτήματα αποτελούν καρπούς είτε κάποιων προβοκατόρικων στοχεύσεων είτε
της ακροδεξιάς ανοησίας, που πλήττει τον υποτιθέμενα «εθνικιστικό» χώρο της
Ελλάδας. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να μας απασχολούν.
24)
Σταμάτη ποια θεωρείς ότι είναι η οργανωτική προοπτική της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ για το
μέλλον;
Ο κύριος στόχος της κάθε αληθινά, ρομαντικής,
συλλογικότητας θεωρώ ότι είναι να καταφέρνει να διατηρείται ενεργή, δίχως να
χάνει την αυθεντικότητά της. Πρόκειται για έναν στόχο που προϋποθέτει μια πολύ
προσεκτική ισορροπία. Γιατί οι νέες απαιτήσεις, της εκάστοτε καινούργιας
εποχής, μπορούν να ικανοποιηθούν με επίκαιρες τοποθετήσεις. Ωστόσο, οι
επίκαιρες αυτές τοποθετήσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες με την αρχική
ταυτότητα της συλλογικότητας. Να μην αλλοιώνουν την κοσμοθεωρητικό της
περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, τώρα, όσον αφορά την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, κινούμενος στη
γραμμή του παραπάνω σκεπτικού, έχω ήδη προωθήσει κάποιες επικαιροποιήσεις.
Για παράδειγμα, κατά τις δεκαετίες του ’80
και του ’90 υπήρχαν ορισμένες τομές στην ελληνική κοινότητα του rock κινήματος.
Οι ρομαντικοί «επικάδες» συγκρουόμασταν με τους ακροατές του thrash ιδιώματος,
αλλά και με τους punks. Οι punks συγκρούονταν με εμάς, με τους skinheads και,
κατά καιρούς, με τους ακροατές του psychobilly. Οι skinheads εκτός από τους
punks, είχαν αντιπαλότητα και με τους ροκαμπιλάδες μια εποχή. Σήμερα, όμως,
τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Οι εν λόγω αντιπαλότητες μπορεί να αποτελούν
τροφή νοσταλγικών αναμνήσεων για τις παλαιότερες γενιές, αλλά έχουν παρέλθει
εδώ και χρόνια. Και μια αναπαραγωγή αυτών των αντιπαλοτήτων στη σημερινή
συνθήκη, θεωρώ ότι θα ήταν εντελώς παρωχημένη και δεν θα είχε να κάνει σε
τίποτε με τον Ρομαντισμό.
Αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που η μαζικότητα
του rock κινήματος ήταν δεδομένη και εξέλειπαν τα περισσότερα κοινωνικά,
πολιτιστικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, που ο
rock τρόπος ζωής εξαφανίζεται λόγω της επέλασης του φιλελεύθερου life style της
παγκοσμιοποίησης, οι παλιές τομές ανάμεσα στους εναπομείναντες rockers εκτιμώ
ότι πρέπει να μικρύνουν. Ο αντίπαλος είναι κοινός και βρίσκεται παντού γύρω
μας. Θα ήμασταν απλώς αφελείς αν αναλωνόμασταν σε μεταξύ μας αντιπαραθέσεις.
Πέρα, όμως, από την οπτική μου αναφορικά με
την ευρύτερη rock κοινότητα, σε ό,τι έχει να κάνει αποκλειστικά με την
Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, εκτιμώ ότι η λέσχη μας καλώς έχει αρχίσει να προσεγγίσει επιπλέον
ρεύματα, τα οποία συνδέονται κι αυτά με τον Ρομαντισμό. Για παράδειγμα, το
psychobilly βασίζεται εξολοκλήρου σε στίχους που αφορούν θεματικές της
λογοτεχνίας του φανταστικού. Επίσης, το Oi!, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80
και για όλη τη δεκαετία του ’90, ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό το επικό στοιχείο
στην αισθητική και τον ήχο του. Εφόσον και ο τρόπος ζωής των εκφραστών αυτών
των ρευμάτων εμπεριείχε ανέκαθεν ένα πνεύμα ανυπότακτου Ρομαντισμού, γιατί να
μην τα προβάλλουμε; Το ίδιο ισχύει και για άλλες θεματικές ή επιμέρους
κοινωνικές ομαδώσεις, όπως εκείνες των μοτοσικλετιστών ή των παιδιών που
ασχολούνται με τις πολεμικές τέχνες. Και, βέβαια, υπό μια άλλη οπτική, σαφώς
και μας αφορά η μελέτη της λαογραφίας, των δημοτικών μουσικών παραδόσεων, της
κλασικής μουσικής και αρκετών ακόμη πολιτιστικών πεδίων.
Από την άλλη, όπως έχω προαναφέρει, στον
χυλώδη μεταμοντερνισμό του παρόντος μας, δεν ισχύουν ταυτίσεις του παρελθόντος,
όπως εκείνες που ήθελαν όποιον άκουγε epic metal και διάβαζε φανταστική
λογοτεχνία, κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, να είναι κατά πάσα πιθανότητα
«δικός μας». Σήμερα πολλοί αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας και ορισμένοι
ακροατές του επικού heavy metal είναι γκροτέσκοι αστοί, που βλέπουν Survivor
και ακολουθούν το αστικό life style. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν να θεωρούμε ότι
αυτός ο συρφετός ανήκει στην πολιτισμική μας περιοχή ενώ κάποια άλλα παιδιά,
που υιοθετούν μια ρομαντική στάση ζωής αλλά απλώς τυχαίνει να ακούνε punk, να
απορρίπτονται. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ έχει ευρύ πεδίο αναφορών και αγκαλιάζει κάθε
ρομαντική πτυχή. Δεν αποτελεί μια κλειστή και απαράλλακτη συνέχεια της παλιάς
War Flag. Συνεπώς, σε ό,τι έχει να κάνει με το πεδίο των πολιτιστικών
ενδιαφερόντων μας, η προοπτική μας έχει προσανατολισμό επέκτασης.
Αντιθέτως, στο πεδίο του πολιτικού
Ρομαντισμού, η «επικαιροποίηση της αυθεντικότητάς μας» απαιτεί να κινηθούμε
διαφορετικά. Στην εποχή μας ο πολιτικός Ρομαντισμός δέχεται μια υπόγεια, αλλά
καλά σχεδιασμένη επίθεση από την δεξιά. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την χώρα μας
που, δυστυχώς, μεταπολεμικά δεν διαθέτει ελληνικό πολιτικό Ρομαντισμό. Πρόκειται
για κάτι που εκτυλίσσεται σε όλο τον ευρωπαϊκό κόσμο. Ωστόσο, ως Έλληνες
εστιάζουμε κυρίως στην ελληνική περίπτωση.
Έχουμε, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, και
κυρίως μετά την ανάδυση του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας,
φαινόμενα που απαιτούν μεγάλη προσοχή και χρίζουν άμεσης αποσαφήνισης.
Παλαιότερα, πολύ σπάνια άκουγες κάποιον Έλληνα δεξιό να θέλει να συνδεθεί με
οτιδήποτε εθεωρείτο εθνικιστικό. Το πιο πιθανό ήταν να αντιδρούσε, μάλιστα,
απορριπτικά, προκειμένου να αποφύγει τον όποιο συσχετισμό με έναν όρο που είχε
γίνει πολιτικό taboo. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι δεξιοί, διαπιστώνοντας ότι
ορισμένες θέσεις και αισθητικές που συνδέονται με την ρομαντική εθνικιστική
ιδεολογία άρχισαν να γίνονται και πάλι αποδεκτές, άλλαξαν τακτική. Προκειμένου
να συνεχίσουν να κρατούν τον εθνικισμό ιδεολογικό αιχμάλωτο της δεξιάς,
δοκιμάζουν να κλέψουν κάποια «ιδεολογικά του στολίδια».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εμφανίζονται
κάποιοι που εκθειάζουν το heavy metal, λένε ότι διαβάζουν φανταστική
λογοτεχνία, χρησιμοποιούν σε έντυπα -ή σε διαδικτυακούς τόπους- σκίτσα με
αρχαίους ή μεσαιωνικούς πολεμιστές αλλά και πίνακες ρομαντικών ζωγράφων,
υποδύονται τους εθνικιστές ή τους παραδοσιοκράτες και ταυτόχρονα δηλώνουν
υπέρμαχοι του καπιταλισμού, ενώ δεν διστάζουν να υποστηρίξουν υπερεθνικούς
πολιτικούς θεσμούς όπως το σύστημα των Βρυξελλών ή να εκθειάσουν το μοντέλο της
οικονομίας των Η.Π.Α. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με εκφραστές μεταμοντέρνων,
νεοδεξιών τάσεων, που ενώ ο πυρήνας της ιδεολογίας τους είναι στενά συνδεδεμένος
με τον αστικό φιλελευθερισμό της πολιτικής παρακαταθήκης του Διαφωτισμού, δεν
έχουν πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν και κάποια ρομαντικά αισθητικά δάνεια,
προκειμένου να αποκτούν πρόσβαση στην αναδυόμενη, αλλά αθωράκιστη θεωρητικά, εθνικιστική
τάση των καιρών μας.
Αυτό πρέπει να το αποκρούσουμε. Να
αποτρέψουμε τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους απ' το να λεηλατούν τον ιδεολογικό
μας θησαυρό. Κατά συνέπεια, όσον αφορά το σκέλος του πολιτικού Ρομαντισμού,
προοπτική της λέσχης μας αποτελεί η θωράκιση απέναντι σε αυτό το φαινόμενο.
25)
Ανάφερες ότι η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ δεν αποτελεί μια απαράλλακτη συνέχεια της War Flag.
Δεν ανησυχείς μήπως αυτό ακουστεί κάπως αιχμηρό στους παλιούς αναγνώστες του
Sun Knight;
Οι ρομαντικοί δεν ανησυχούν όταν εστιάζουν
στην αλήθεια. Τουναντίον, νιώθουν πνευματικά πλήρεις. Η War Flag είναι
αναμφίβολα το σημείο εκκίνησης. Η στήλη που αποτύπωσε, κατά την εποχή της
μεταπολίτευσης, Ρομαντισμό με αισθητικούς όρους, σε ένα έντυπο μαζικής
κυκλοφορίας. Το «Denim and
Leather, brought us all together», για να το πω με όρους της heavy metal μουσικής. Γι αυτό και αποτελεί μεγάλη χαρά και
τιμή να την φιλοξενούμε στο περιοδικό μας την, Φανταστική Λογοτεχνία. Και
βέβαια ο Sun Knight είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με τον οποίο χαίρεται
κανείς να συναναστρέφεται.
Ωστόσο, την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ δεν την οργάνωσε ο Sun
Knight. Την οργάνωσα εγώ με τους συνεργάτες μου. Κατά την δεκαετία του ’90
διάφορα fanzines είχαν την «Πολεμική Σημαία» ως σημείο εκκίνησης, αλλά από εκεί
και πέρα οι συντάκτες τους προχωρούσαν σε δικές τους προσεγγίσεις. Έτσι και η
Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ ακολούθησε εξαρχής έναν δικό της προσανατολισμό. Ο Sun Knight, για
παράδειγμα, ενδιαφέρεται εξίσου για τον κλασικισμό και τον Ρομαντισμό. Από την
άλλη, εγώ εστιάζω στον Ρομαντισμό. Ο κλασικισμός με ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό
που διαλέγεται με τον Ρομαντισμό. Επιπλέον, στις εκδοχές του κλασικισμού που
συνδέονται με τον Διαφωτισμό, αναγνωρίζω τάσεις αντίπαλες του Ρομαντισμού.
Εύλογο είναι να τις εξοστρακίζω απ’ το πεδίο αναφορών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
Ωστόσο αυτές οι διαφορές όχι μόνο δεν
δημιουργούν αποστάσεις, αλλά, αντιθέτως, απολαμβάνω να τις αναλύω με τον
«Ιππότη» πίνοντας τον καφέ μας. Δεν πρέπει να ανησυχούν, λοιπόν, οι παλιοί
αναγνώστες.
26)
Όπως προανέφερες, στις μέρες μας, είναι ξανά στο επίκεντρο των πολιτικών
συζητήσεων ο όρος «εθνικισμός». Όμως, λίγοι είναι εκείνοι που δοκιμάζουν να τον
αποσαφηνίσουν. Ο συστημικός λόγος αναπαράγει την αοριστία της έννοιας
«εθνικισμός» ή καταφεύγει σε στερεοτυπικές προσεγγίσεις, που θέλουν τον
εθνικισμό να είναι μια κρατική ιδεολογία με επιθετικά χαρακτηριστικά, η οποία
επιθυμεί να ενσωματώσει δια της βίας άλλους πληθυσμούς. Εσύ, από την άλλη,
αναφέρεσαι συχνά στις ρομαντικές καταβολές του εθνικισμού. Μπορείς να μας πεις,
συνοπτικά, λίγα λόγια για αυτό το ζήτημα;
Η ταύτιση του εθνικισμού με το κράτος, και
μάλιστα με το αστικό, είναι όχι απλά συζητήσιμη, αλλά βασίζεται σε ένα εξαρχής
λαθεμένο σκεπτικό. Συνοπτικά θα σας πω το εξής. Ο όρος «εθνικισμός» έχει
προβληματίσει πολύ την κοινωνική επιστήμη. Γι αυτό υπάρχει, εξάλλου, και
ξεχωριστός της κλάδος, που μελετά τις θεωρίες του εθνικισμού. Ωστόσο, το βασικό στοιχείο που πρέπει να
γνωρίζουμε, προκειμένου να έχουμε έναν αρχικό προσανατολισμό, είναι ότι τον
εθνικισμό τον εξετάζουμε πρώτον ως «αίσθηση του ανήκειν» και δεύτερον ως «πολιτική
θεωρία».
Εθνικισμός ως «αίσθηση του ανήκειν» μπορούμε
να υποστηρίξουμε ότι είναι η πρωταρχική βιωματική αλήθεια, που συνέχει ένα
ανθρώπινο σύνολο σε εθνική κοινότητα. Πολλές φορές ακούμε σήμερα να
χρησιμοποιείται ο όρος «εθνισμός», προκειμένου να περιγράψει την προαναφερθείσα
κατάσταση. Πρόκειται για μια προσπάθεια αποφυγής της χρήσης του όρου
εθνικισμός, για λόγους «πολιτικής ορθότητας». Στην ουσία το νόημα είναι ίδιο.
Απλά, στις κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιείται ο όρος εθνικισμός ακόμη και γι’
αυτή την περίπτωση. Δηλαδή, σε ό,τι αφορά την πρωταρχική «αίσθηση του ανήκειν».
Ωστόσο, συνήθως η έννοια του εθνικισμού
χρησιμοποιείται βάσει της δεύτερης σημασίας της. Δηλαδή, ως «πολιτική θεωρία».
Σε αυτή την περίπτωση εμπεριέχονται όλα όσα αφορούν τον Ρομαντισμό, τον
φασισμό, τον συντηρητισμό κλπ.
27)
Τι είναι, λοιπόν, ο εθνικισμός ως πολιτική θεωρία και πως συνδέεται με τον
Ρομαντισμό;
Συνδέεται με τον Ρομαντισμό γιατί αποτελεί
την κύρια πολιτική έκφραση της ρομαντικής κοσμοθέασης, η οποία δημιουργήθηκε
προκειμένου να απαντήσει στα ζητήματα που έθετε, καθώς και στον προσανατολισμό
που δοκίμαζε να δώσει στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ο Διαφωτισμός μέσω του
φιλελευθερισμού. Οι απαρχές του εθνικισμού, ως πολιτικής θεωρίας, ανάγονται
στον ρομαντικό στοχαστή, Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ. Ο Χέρντερ, από την δεκαετία
του 1760 και για αρκετά χρόνια, προσπάθησε να απαντήσει στην πολιτική
ανθρωπολογία των θεωρητικών του φιλελεύθερου Διαφωτισμού.
Κεντρική θέση της πολιτικής ανθρωπολογίας του
φιλελεύθερου Διαφωτισμού είναι ότι ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας ως φυσικό
προορισμό το να ζήσει μόνος. Δεν χρειάζεται ούτε την οικογένεια, ούτε κανέναν
συλλογικό βίο. Η μόνη περίπτωση συλλογικής ζωής προκύπτει για τις ανάγκες της
αναπαραγωγής. Όταν αυτή εξασφαλίζεται το κάθε άτομο έχει την έμφυτη τάση να
γυρίζει στον εαυτό του και να ζει στη φύση, μόνο και ανεξάρτητο. Έτσι πρέπει να
ζούσε ο άνθρωπος σε κάποια μυθική εποχή, σύμφωνα με τους πολιτικούς θεωρητικούς
του φιλελευθερισμού.
Ωστόσο, επειδή η ζωή στη φύση εγκυμονεί
κινδύνους, οι άνθρωποι αναγκάζονται να ζήσουν μαζί, σε κοινότητες, προκειμένου
να προστατευτούν. Άρα, οι κοινότητες είναι μια εξαναγκαστική κατασκευή. Και
προκειμένου να ρυθμιστεί η ζωή μέσα στις κοινότητες, οι άνθρωποι καταφεύγουν σε
γενικές συμφωνίες για να οργανώσουν τον συλλογικό βίο. Αυτές οι συμφωνίες είναι
τα «κοινωνικά συμβόλαια». Προκειμένου, λοιπόν, τα κοινωνικά συμβόλαια, (δηλαδή
τα συντάγματα, οι νόμοι κλπ), να είναι άρτια, οφείλουν να σέβονται τον
-υποτιθέμενο- φυσικό προορισμό του ανθρώπου, που είναι η ατομικότητα και η
πλήρης ελευθερία της. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιατί ο φιλελευθερισμός, από τον
18ο αιώνα μέχρι σήμερα, δίνει προτεραιότητα στην ελευθερία της αγοράς και στα
ατομικά δικαιώματα.
Απέναντι στον φιλελεύθερο Διαφωτισμό στάθηκε
ο Χέρντερ. Και απάντησε δημιουργώντας, ουσιαστικά, την πολιτική θεωρία του
εθνικισμού. Ο Χέρντερ υποστήριξε ότι ο υποτιθέμενος ατομικιστικός προορισμός
του ανθρώπου, υπάρχει μόνο στα κεφάλια των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Θεώρησε
ότι η μυθική εποχή, στην οποία ο άνθρωπος θα πρέπει να ζούσε μόνος, δεν είχε
υπάρξει ποτέ. Κατά συνέπεια ήταν σίγουρα λάθος να οικοδομεί κανείς μια θεωρία
και -πολύ περισσότερο- να οργανώνει τον δημόσιο βίο, πάνω σε μια τόσο αίολη
υπόθεση. Αντίθετα, ο Χέρντερ, υιοθετώντας στο σημείο αυτό την αριστοτελική
σκέψη, υποστήριξε ότι σε κάθε καταγεγραμμένη ιστορική πηγή ο ανθρώπινος βίος
είναι συλλογικός. Άρα, το πιο πιθανό είναι ο άνθρωπος να αποτελεί κοινωνικό ον.
Προορισμένος από την φύση του, δηλαδή, να φτιάχνει οικογένειες και να δρα σε
συλλογικά πλαίσια. Ανατρέχοντας ξανά στην ιστορία, ο Χέρντερ διαπίστωσε ότι η
κυρίαρχη συλλογικότητα του ιστορικού βίου της ανθρωπότητας είναι το έθνος.
Κατέληξε, έτσι, στην πρώτη αρχή της
εθνικιστικής θεωρίας, η οποία είναι η εξής. Το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο της
ιστορίας δεν είναι το άτομο, όπως υποστηρίζει ο φιλελευθερισμός, (ούτε οι
κοινωνικές τάξεις και η ενέργεια που εκλύει η πάλη τους, όπως υποστήριξε μισό
και πλέον αιώνα αργότερα ο Μαρξ). Το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο της ανθρώπινης
ιστορίας είναι το έθνος.
Τότε προέκυψε το ερώτημα, τι είναι έθνος; Οι
διαφωτιστές, στην Εγκυκλοπαίδεια, υποστήριξαν ότι έθνος είναι ένα σύνολο
ανθρώπων, που ζουν κάτω από κοινές αρχές. Στην ουσία αυτό που αποκάλεσαν έθνος
ήταν το κράτος. Τότε, ο Χέρντερ απάντησε καταλήγοντας στη δεύτερη αρχή της
ρομαντικής εθνικιστικής θεωρίας. Υποστήριξε ότι το έθνος δεν είναι ένα άθροισμα
ατόμων, αλλά ένας συλλογικός οργανισμός αποτελούμενος από ανθρώπους με κοινή
καταγωγή και κοινό ιστορικό πεπρωμένο. Καθίσταται έτσι σαφές γιατί οι
εθνικιστικές πολιτικές, από τον 18ο αιώνα μέχρι και σήμερα, δίνουν
προτεραιότητα στην εθνική κοινότητα και όχι στα ατομικά δικαιώματα ή στην
ελευθερία της αγοράς. Στην εθνικιστική οπτική το έθνος είναι ένα ενιαίο,
συλλογικό σώμα. Όπως πολύ εύγλωττα το έθεσε ο Έντμουντ Μπερκ, στο βιβλίο
Reflections on the French Revolution of 1789, το έθνος είναι ένα κοινωνικό
συμβόλαιο ανάμεσα στους ζωντανούς, τους νεκρούς και τους αγέννητους.
Η τρίτη αρχή της εθνικιστικής θεωρίας ήταν
μια απάντηση στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης, την οποία υποστήριζαν οι
φιλελεύθεροι διαφωτιστές. Σύμφωνα με αυτούς, το μοντέλο του δυτικού
φιλελευθερισμού και η κοσμοθέαση του Διαφωτισμού εξέφραζαν παγκόσμιες αξίες,
που θα έπρεπε να εφαρμοστούν καθολικά, παραγκωνίζοντας επιμέρους εθνικές και
τοπικές συνήθειες. Ακόμη και η προοπτική ενός παγκόσμιου κράτους είχε
αποτελέσει πρότασή τους. Ο Χέρντερ απάντησε πως οι φιλελεύθεροι προσπαθούσαν να
παρουσιάσουν ως πανανθρώπινες αξίες τις θέσεις της ιδεολογίας τους. Σύμφωνα με
τον Γερμανό ρομαντικό, η οικουμενικότητα περνά μόνο μέσα απ’ τον εθνικισμό. Τα
έθνη, με τις ξεχωριστές τους ταυτότητες και συνήθειες, είναι σαν τις ψηφίδες
του ψηφιδωτού της οικουμένης. Χωρίς αυτά, το συνολικό σχήμα παραμορφώνεται.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι τρεις αρχές της
εθνικιστικής θεωρίας. Το έθνος είναι το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο της
ιστορίας. Το έθνος είναι ένας συλλογικός οργανισμός. Το πνεύμα του αληθινού
οικουμενισμού πηγάζει μόνο μέσα απ’ τον εθνικισμό.
Μεταγενέστεροι ρομαντικοί πολιτικοί
στοχαστές, βασιζόμενοι σε αυτές τις αρχές, προσπάθησαν να απαντήσουν στο
ερώτημα που είχε θέσει ο φιλελευθερισμός σχετικά με την μορφή που θα έπρεπε να
έχει ο δημόσιος βίος εντός ενός κράτους. Μην ξεχνάμε ότι ο φιλελευθερισμός
πρόκρινε, εκείνη την εποχή, την μετάβαση από το παλιό, απολυταρχικό κράτος στο
νεωτερικό, αστικό κράτος δυτικού τύπου. Η μετάβαση που προωθούσαν οι
Διαφωτιστές γινόταν είτε σταδιακά, μέσω της λεγόμενης πεφωτισμένης μοναρχίας,
είτε με απευθείας επαναστατική μετάβαση σε ένα αστικό, δημοκρατικό πολίτευμα.
Οι ρομαντικοί θεωρητικοί έπρεπε να σχεδιάσουν ένα κράτος το οποίο θα
ανταποκρινόταν στις νεωτερικές συνθήκες και, ταυτόχρονα, θα ήταν διαφορετικό
από το αστικό κράτος που πρότειναν οι διαφωτιστές.
Τότε δημιουργήθηκαν δυο ιδεολογικές τάσεις
του εθνικισμού. Η μία ήταν εκείνη του συντηρητισμού εθνικισμού, που πρόκρινε τη
διατήρηση του παραδοσιακού ρόλου της αριστοκρατίας και του κλήρου και την
διακριτική εποπτεία της αγοράς από το κράτος. Η άλλη ήταν εκείνη του
ριζοσπαστικού εθνικισμού, η οποία πρότεινε το ολιστικό κράτος, τον οικονομικό
κορπορατισμό και την παραγωγική αυτάρκεια. Μέχρι τις επτά πρώτες δεκαετίες του
19ου αιώνα, στους κύκλους των εθνικιστών, ήταν πιο δημοφιλής ο συντηρητισμός.
Ωστόσο, από τα τέλη του αιώνα και μέχρι το πρώτο μισό του 20ου, η τάση
αντιστράφηκε και ενδυναμώθηκαν τα ριζοσπαστικά ρεύματα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο πραγματοποιήθηκε μια σύμπτυξη θέσεων του συντηρητικού και του
ριζοσπαστικού εθνικισμού.
28)
Δεν είναι, δηλαδή, ο εθνικισμός μια ιδεολογία με επιθετικό προσανατολισμό;
Αυτή είναι μια αντίληψη που προσπαθούν να
επιβάλουν οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι με το να αποκρύπτουν την πολιτική θεωρία
του εθνικισμού. Φανταστείτε να ακολουθούσαμε κι εμείς αυτή την τακτική. Και να
εξάγαμε συμπεράσματα για τον φιλελευθερισμό, αποκρύπτοντας την φιλελεύθερη πολιτική
θεωρία κι εστιάζοντας μόνο στα πεπραγμένα των προέδρων Μπους και Κλίντον των
Η.Π.Α. Δεν θα καταλήγαμε τότε στο συμπέρασμα ότι ο φιλελευθερισμός είναι
μονοδιάστατα επιθετικός, εφόσον οι πολιτικοί που τον επικαλέστηκαν
αιματοκύλησαν τα Βαλκάνια, τη μέση ανατολή και την κεντρική Ασία; Επιπλέον, αν
αποσιωπούσαμε όλη την μαρξιστική και την αναρχική θεωρητική παράδοση και
κρίναμε τον σοσιαλισμό σύμφωνα με τον τρόπο που τον εφάρμοσαν ο Χόνεκερ και ο
Τσαουσέσκου, δεν θα συμπεραίναμε ότι θα αποτελούσε την πιο αυταρχική και
αντιλαϊκή θεωρία;
Κατά συνέπεια το να κρίνεται ο εθνικισμός,
βάσει κάποιων εφαρμογών του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της πολιτικής
του θεωρίας, συνιστά στυγνή και χυδαία προβοκάτσια των οργάνων του διεθνιστικού
εξουσιαστικού κατεστημένου. Αλλά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, βρίσκουν και τα
κάνουν. Όταν ο μέσος Έλληνας εθνικιστής εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται ως
«θεωρητικούς» και «εκφραστές» της ιδεολογίας του συνωμοσιολόγους, σμπίρους της
δεξιάς και ημιπαρανοϊκούς τηλεπαρουσιαστές, το έργο των αντιπάλων του
εθνικισμού είναι εύκολο.
29)
Υπάρχει μια διάχυτη άποψη που θέλει τον φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού να είναι
ο ιδεολογικός γεννήτορας του εθνικού κράτους. Τι απαντάμε επ’ αυτού;
Πρόκειται για μια σύγχυση της ορολογίας που
χρησιμοποιούν οι κοινωνικοί επιστήμονες, η οποία αντανακλάται στον
δημοσιογραφικό και τον πολιτικό λόγο. Όπως προανέφερα, οι διαφωτιστές
χρησιμοποίησαν την έννοια του έθνους. Αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’ τους
ρομαντικούς. Στη σκέψη των διαφωτιστών η έννοια του έθνους συμπλεκόταν με
εκείνη του αστικού κράτους. Έτσι, προκειμένου να αποφεύγεται η σύγχυση, στις
κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιείται ο όρος «πολιτικό έθνος», για τον τρόπο που
αντιλαμβάνονται το έθνος οι φιλελεύθεροι και «ρομαντικό ή πολιτιστικό έθνος»
για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το έθνος οι ρομαντικοί.
Το «πολιτικό έθνος» των φιλελευθέρων
σχηματίζεται από μεμονωμένα άτομα, που υπάγονται συνειδητά στην διοικητική αρχή
ενός κράτους. Τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν διαφορετική προέλευση ή κουλτούρα
και δεν χρειάζεται πάντα να συγχωνεύσουν τις διαφορές τους, αρκεί να
αποδέχονται την υπαγωγή τους στην κοινή αρχή. Για παράδειγμα, οι φιλελεύθεροι
θεωρούν ότι υπάρχει βελγικό έθνος εφόσον υπάρχει τα αντίστοιχο κράτος. Αλλά οι
ρομαντικοί, που αντιλαμβάνονται το έθνος με διαφορετικούς όρους, θεωρούν ότι
δεν υπάρχει βελγικό έθνος και υποστηρίζουν ότι στο βελγικό κράτος συνυπάρχουν
δυο ξεχωριστά έθνη, δηλαδή το φλαμανδικό και το γαλλοβαλλονικό.
Όταν,
λοιπόν, μιλούν ορισμένοι για την σχέση του Διαφωτισμού με την ανάδυση των
εθνικών κρατών, αναφέρονται στην ανάδυση των νεωτερικών αστικών κρατών.
Αντίθετα, ο εθνικισμός, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι αποκλειστικά
και μόνο προϊόν της σκέψης του Ρομαντισμού.
30)
Αναφέρθηκες προηγουμένως στο ιδεολογικό φαινόμενο της νέας δεξιάς. Αρκετοί
αναγνώστες, που ενδιαφέρονται για την πολιτική θεωρία, αντιλαμβάνονται τη νέα
δεξιά ως ιδεολογικό σχήμα που έχει εθνικιστικές αναφορές. Γιατί εσύ προτείνεις
να την αποκρούσουμε;
Γιατί η νέα δεξιά αποτελεί ένα εξίσου χαοτικό
και ανομοιογενές πολιτικό ρεύμα με την φιλελεύθερη αριστερά της
παγκοσμιοποίησης. Και oι δυο αποτελούν διαφορετικές όψεις της ίδιας
μεταμοντέρνας συνθήκης.
Αν εξετάσουμε την ιστορία των ιδεολογιών μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα διαπιστώσουμε ότι τα περισσότερα ρεύματα
περιστρέφονται, σαν μαγνητισμένα, γύρω από τον κεντρικό πόλο του
φιλελευθερισμού. Το πρώτο θύμα αυτής της έλξης ήταν ο σοσιαλισμός.
Στην δυτική Ευρώπη εμφανίστηκαν σοσιαλιστικές
και ελευθεριακές εκφράσεις με προσανατολισμό αντίθετο από εκείνον του
παραδοσιακού σοσιαλισμού. Ήταν τα λεγόμενα «κοινωνικά κινήματα». Ταυτόχρονα,
αναδύθηκαν στην κοινωνική θεωρία σχολές με παρόμοιο προσανατολισμό. Κριτική
θεωρία και Σχολή της Φρανκφούρτης, γαλλικός δομισμός και μεταδομισμός,
στοχαστές όπως ο Φουκώ, ο Λακάν, ο Ντεριντά, ο Χάμπερμας κλπ. Αυτά, και πολλά
ακόμη, μπόλιασαν τον αριστερό και τον αναρχικό ιδεολογικό λόγο. Υπό την
προϋπόθεση ότι θα βρισκόταν μια σοσιαλιστική εναλλακτική, διαφορετική από
εκείνη της κομμουνιστικής δικτατορίας ή της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας.
Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τι άφησαν αυτές
οι επιρροές;Μα, ασφαλώς, την εξαφάνιση του σοσιαλισμού, την υποταγή της
αριστεράς στον φιλελευθερισμό και την αντικατάσταση του αρχικού της υπόβαθρου
από έναν αστικό ατομικισμό, ο οποίος είναι παρόμοιος με εκείνον της
δεξιάς. Αυτή η αλήθεια αντανακλάται στην
αδυναμία της αριστεράς να αντιπολιτευτεί (και πόσο μάλλον να ανατρέψει) το
κυρίαρχο φιλελεύθερο μοντέλο. Και πως είναι δυνατόν να το κάνει, αφού το
μεγαλύτερο μέρος της έχει απαρνηθεί τον κοινωνισμό κι έχει γίνει ένα απλό
ριζοσπαστικό παρακλάδι του φιλελευθερισμού;
Δεν θέλω, λοιπόν, να συμβεί κάτι τέτοιο και
στον εθνικισμό. Αλλά αντίθετα από εμένα, το θέλουν οι φιλελεύθεροι
εξουσιαστικοί κύκλοι. Η νέα δεξιά είναι ο ιδεολογικός αγωγός που έχουν
κατασκευάσει για να οδηγήσει τα πράγματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Η νέα δεξιά έχει ένα αισθητικό και
πολιτιστικό περιτύλιγμα που είναι διανθισμένο με αστραφτερά κοσμήματα της
εθνικιστικής ιδεολογίας, τα οποία τραβούν την προσοχή. Αλλά το υπόβαθρό της
είναι ατομικιστικό και υλιστικά αγοραίο.
Εκείνο που διαφαίνεται εντός των πλαισίων της
νέας δεξιάς είναι η προοπτική της αντικατάστασης του εθνικιστικού οργανιστικού
μοντέλου της κοινωνίας από τον ατομικισμό. Εφόσον επιτρέψουμε να συμβεί κάτι
τέτοιο, μη σας φανεί παράξενο αν σε μερικά χρόνια εμφανιστούν πολιτικά
αντίστοιχα του Τσίπρα στον εθνικιστικό χώρο, που θα υπηρετούν τις πολιτικές της
ελεύθερης αγοράς και, ταυτόχρονα, θα φορούν μπλουζάκια με πορτραίτα του Χίτλερ.
31)
Τι απαντάμε σε όσους κατηγορούν τον εθνικισμό ότι δεν είναι μια πολιτική θεωρία
που προϋποθέτει την ελευθερία στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας;
Στο θέμα της ιδιωτικής περιουσίας υπάρχει η
εξής διαφορά ανάμεσα στους ρομαντικούς και τους φιλελεύθερους.
Ο ρομαντικός άνθρωπος βλέπει την ιδιωτική
περιουσία του ως κάτι που κληρονόμησε από τους προγόνους και πρέπει να αφήσει
στους απογόνους του. Ως ένα σύνολο πραγμάτων που έχει, πέρα από υλική, και
συναισθηματική αξία. Ως ένα πεδίο στο οποίο αντανακλάται η προσωπική του
ταυτότητα και κουλτούρα.
Ο φιλελεύθερος αντιμετωπίζει την ιδιωτική
περιουσία ως ένα μέσο που του εξασφαλίζει τη διαβίωση και που, αν
χρησιμοποιηθεί σωστά, θα του προσφέρει μεγαλύτερο πλούτο.
Οι διαφορές είναι προφανείς. Γι αυτό ο
υλιστής φιλελεύθερος ενδιαφέρεται για την ελευθερία της αγοράς ενώ ο ρομαντικός
για τον σεβασμό της ιδιωτικής του περιουσίας.
Συνέπεια αυτής της θέσης είναι η διαχρονική
προσπάθεια των εθνικιστικών πολιτικών σχηματισμών, συντηρητικών ή
ριζοσπαστικών, να οργανώσουν τον δημόσιο βίο έτσι ώστε να βασίζεται στον
σεβασμό της προσωπικής ιδιοκτησίας και, ταυτόχρονα, να μην επιτρέπει την
ανεξέλεγκτη ελευθερία της αγοράς.
31)
Τι πιστεύεις για την παρατηρούμενη άνοδο του εθνικισμού στην Ευρώπη;
Συμβαίνει αλήθεια κάτι τέτοιο;
32)
Χα,χα,χα,χα!! Δηλαδή, δεν υπάρχει;
Είναι γεγονός ότι σε μεγάλο μέρος της λαϊκής
βάσης αρκετών εθνών αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι ο εθνικισμός αποτελεί μια
ουσιαστική αντιπρόταση στην εξουσιαστική ελίτ του παγκοσμιοποιημένου
φιλελευθερισμού. Υπάρχει, δηλαδή, μια κοινωνική τάση υποστήριξης εθνικιστικών
θέσεων. Ωστόσο, το εξουσιαστικό σύστημα προσπαθεί να την εμποδίσει από το να
αποκρυσταλλωθεί πολιτικά. Παρατηρούμε λοιπόν ότι, εφόσον η mediακή
δαιμονοποίηση και οι διώξεις δεν μπορούν να συγκρατήσουν αυτή την λαϊκή τάση
προς τον εθνικισμό, το σύστημα εξουσίας προσπαθεί να την αποτρέψει και με
άλλους τρόπους.
Πρώτα απ’ όλα στοχεύει στη ρίζα του
εθνικισμού, που δεν είναι άλλη από τις θεωρητικές του αρχές. Από την μια
δυσκολεύει την ελεύθερη παράθεση στο δημόσιο λόγο έγκυρων πληροφοριών γύρω από
την πολιτική θεωρία του εθνικισμού. Κι από την άλλη, τα τελευταία χρόνια,
εφόσον ο όρος «εθνικισμός» έχει αρχίσει να απενοχοποιείται στις συνειδήσεις
πολλών ανθρώπων, προσπαθεί να χωρέσει τα εθνικιστικά αιτήματα σε πολιτικά σχήματα
της καπιταλιστικής δεξιάς.
Η πρακτική αυτή έχει διττή αιχμή. Από την μια
ξεγελά ένα μέρος της κοινής γνώμης, κάνοντάς τη να πιστέψει ότι ο εθνικισμός
είναι ιδεολογικό παράρτημα της δεξιάς. Κι από την άλλη δελεάζει εθνικιστές
πολιτικούς να αλλοιώσουν την ιδεολογία τους, υιοθετώντας δεξιές θέσεις. Γι
αυτό, λοιπόν, υποστηρίζω ότι αν δεν ξεκαθαριστούν οι όροι είναι δύσκολο να
εξάγουμε συμπεράσματα, σχετικά με την άνοδο του εθνικισμού, σε μια χαοτικά
μεταβατική εποχή όπως είναι αυτή που ζούμε.
33)
Ποια η γνώμη σου για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία;
Ενώ η λογική της συνεργασίας κομμάτων της
πατριωτικής αριστεράς με εθνικιστικά, προκειμένου να επιτευχθούν
αντικαπιταλιστικές πλειοψηφίες, με βρίσκει σύμφωνο, ως προς τα πεπραγμένα της
νέας κυβέρνησης έχω κάποιες επιφυλάξεις, οι οποίες σχετίζονται με όσα ανέφερα
προηγουμένως.
Ασφαλώς, χειροκροτώ τη στάση της ιταλικής
κυβέρνησης στο θέμα της απόρριψης των όρων που έθεταν οι Βρυξέλλες για τον
ιταλικό προϋπολογισμό. Όμως, από εκεί και πέρα, με ανησυχεί το γεγονός ότι,
προς το παρόν, ο Σαλβίνι και το κόμμα του προβαίνουν σε συμβολικές κινήσεις
αντιπαράθεσης με την φιλελεύθερη εξουσιαστική ελίτ της Ε.Ε, αλλά δεν προκρίνουν
μια ριζική απόρριψη του διεφθαρμένου της συστήματος. Οι μέχρι στιγμής διαφωνίες
είναι διαχειριστικού τύπου. Ελπίζω να αλλάξει αυτό στη συνέχεια και η ιταλική
κυβέρνηση να διαλύσει τις όποιες επιφυλάξεις μου.
Εκείνο πάντως που εγώ θέλω από μια πατριωτική
κυβέρνηση είναι να μεριμνήσει για τα δίκαια των εργατών. Και να προωθήσει
κάποια προοπτική αλλαγής στο παραγωγικό μοντέλο, προκειμένου να ελεγχθούν από
το δημόσιο οι δραστηριότητες του πλουτοκρατικού κεφαλαίου. Αλλά και να εργαστεί
για την οικοδόμηση παραδοσιοκρατικών προτύπων ή για την αναβίωση ρομαντικών
αισθητικών, στο πεδίο της λαϊκής κουλτούρας και στην παιδεία. Αν δεν υπάρχουν
όλα αυτά, τότε δεν υπάρχει εθνικισμός.
34)
Γιατί δεν υπήρξε μεγάλη ρομαντική παράδοση στην Ελλάδα;
Αυτό που λέτε ισχύει μόνο εν μέρει. Κατά τον
19ο αιώνα υπήρξε αξιόλογος ελληνικός Ρομαντισμός. Συγγραφείς όπως ο Σολωμός και
ο Ραγκαβής αποτελούν σημεία αναφοράς της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας.
Ρομαντικοί ζωγράφοι, όπως ο Γύζης και ο Λύτρας, χαίρουν παγκόσμιας εκτίμησης.
Στο πεδίο της αισθητικής, μολονότι η χώρα μας αποτελούσε σημείο αναφοράς του
καλλιτεχνικού κλασικισμού, ο ρομαντικός μεσαιωνισμός απέκτησε ισχυρή εμβέλεια.
Από την άλλη, φαινόταν δύσκολο να ευδοκιμήσει
η πολιτική θεωρία του Ρομαντισμού στην Ελλάδα. Γιατί οι διανοούμενοι της
επανάστασης του ’21 ήταν φιλελεύθεροι διαφωτιστές και ο προσανατολισμός που
έδωσαν στην επανάσταση ήταν διττός. Από τη μια να ελευθερώσει το έθνος κι από
την άλλη να οργανώσει ένα, δυτικού τύπου, φιλελεύθερο κράτος.
Η ιδεολογία του φιλελεύθερου Διαφωτισμού ήταν
κυρίαρχη στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του 1830. Αν συνυπολογίσουμε και την
ουσιαστική κατοχή του νέου ελληνικού κράτους από τις δυτικές δυνάμεις, η οποία
πριμοδότησε την ιδεολογική επικράτηση του φιλελευθερισμού, μπορούμε να
αντιληφθούμε πόσο δύσκολο ήταν να αναπτυχθεί ελληνικός πολιτικός Ρομαντισμός.
Εντούτοις, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες,
υπήρξε σταδιακή ανάπτυξη θέσεων του ελληνικού πολιτικού Ρομαντισμού. Κατά την
δεκαετία του 1850 προσχώρησαν στο ρομαντικό στρατόπεδο σημαντικοί πρώην
διαφωτιστές, όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Παναγιώτης Σούτσος και ο Μάρκος
Ρενιέρης. Εκείνη την εποχή γράφτηκαν κείμενα με ρομαντικό πολιτικό
προσανατολισμό στο περιοδικό Spectateur del Orient και μέσα στα πλαίσια του
ελληνικού Ρομαντισμού κατέστη πολιτικό αίτημα το λαϊκό ιδεώδες της Μεγάλης
Ιδέας. Επίσης, στις επόμενες δεκαετίες, κατά την Κρητική επανάσταση (1866-1869)
και κατά την βαλκανική κρίση της δεκαετίας του 1870, οι Έλληνες ρομαντικοί
εθνικιστές συγκρότησαν επιτροπές για την υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων και
οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά των φιλοδυτικών κυβερνήσεων,
στο κέντρο των Αθηνών.
Ασφαλώς, η επιρροή του φιλελευθερισμού ήταν
ακόμη ισχυρή και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε να καθαρθεί ο
ελληνικός εθνικιστικός λόγος. Αυτό, όμως, μην το συνδέετε με την σημερινή
κατάσταση. Στον Ίων Δραγούμη θα βρούμε όλα τα στοιχεία του καθαρά
αντιφιλελεύθερου, ρομαντικά εθνικιστικού, πολιτικού λόγου. Καθώς και σε άλλους
συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Κωστής Παλαμάς.
Κατά συνέπεια, και αξιόλογη ρομαντική
παράδοση και πολιτικός Ρομαντισμός υπήρξε στην Ελλάδα μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Μεταπολεμικά έπαψε να υπάρχει. Κι αυτό οφείλεται, μεταξύ των άλλων,
στην υπονόμευσή του από την δυτικόδουλη, αστική, «εθνικόφρονα» δεξιά.
35)
Μπορείς να μας μιλήσεις για τον μεσαιωνισμό του ελληνικού Ρομαντισμού; Τι ήταν
και πως εκφράστηκε;
Καταρχάς, ο μεσαιωνισμός ήταν γνώρισμα
συνολικά του Ρομαντισμού και όχι μόνο της ελληνικής του εκδοχής. Ενώ στην
οπτική των διαφωτιστών ο μεσαίωνας έγινε νοητός ως μια εποχή βαρβαρότητας και
θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, στην ρομαντική κοσμοαντίληψη ο μεσαίωνας αποθεώθηκε
ως μια εποχή ιπποτικών ιδεωδών και υψηλών αισθητικών προτύπων. Είναι προφανές
ότι Διαφωτισμός και Ρομαντισμός εστίασαν σε διαφορετικά σημεία της μεσαιωνικής
εποχής. Υπήρχε, όμως, και ένας κοινός τόπος, στον οποίο έλαβε χώρα και η έντονη
σύγκρουση διαφωτιστών και ρομαντικών. Επρόκειτο για το πεδίο της πολιτικής.
Οι διαφωτιστές απέρριπταν τον μεσαίωνα και
μέσω αυτού απέρριπταν την συνέχιση της ισχυρής παρουσίας των αριστοκρατών και
της εκκλησίας στην πολιτική, προκρίνοντας το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και
την φιλελεύθερη πολιτειακή οργάνωση.
Αντίθετα οι ρομαντικοί αναφέρονταν θετικά
στην στρατιωτική κουλτούρα, στην ηθική συγκρότηση και στην αισθητική των
ιπποτών της αριστοκρατίας. Επιπλέον, αντιλαμβάνονταν ως πρότυπο την
οργανικότητα των μεσαιωνικών κοινοτήτων. Πρόκριναν, έτσι, ένα πολιτικό μοντέλο
που έδινε έμφαση από την μια στην λαϊκότητα και από την άλλη στους κύκλους της
αριστοκρατίας που παρέμεναν προσηλωμένοι στο στρατιωτικό ιδεώδες. Δώστε προσοχή
σε αυτό. Οι ρομαντικοί δεν υποστήριζαν όλους τους αριστοκράτες, αλλά μόνο τους
θεματοφύλακες της παραδοσιακής κουλτούρας. Τουναντίον, με τους αριστοκράτες που
είχαν ενσωματωθεί στον Διαφωτισμό, είτε μέσω του φιλελευθερισμού είτε μέσω της
πεφωτισμένης μοναρχίας, όπως ήταν για παράδειγμα ο Δούκας (και μετέπειτα
βασιλιάς) της Ορλεάνης στην Γαλλία ή ο φον Χάρντενμπεργκ στην Γερμανία, είχαν
εχθρικές σχέσεις.
Στην ελληνική περίπτωση, μολονότι οι
διαφωτιστές, με πρώτο όλων τον Κοραή, κατέβαλλαν λυσσαλέες προσπάθειες κατά του
ρομαντικού μεσαιωνισμού, και παρότι, πέρα από τους διαφωτιστές, υπήρχαν πολλοί
Έλληνες θεοκράτες εκκλησιαστικοί λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος πάριος και ο
Νικόδημος Αγιορείτης, που έδιναν έμφαση στον αντεθνικό πρωτοχριστιανικό διεθνισμό,
ο οποίος είχε κι αυτός μεσαιωνικές καταβολές, τελικά η ρομαντική εκδοχή του
μεσαιωνισμού κατάφερε να ευδοκιμήσει.
Καταρχάς, ο βυζαντινός μεσαίωνας απέκτησε
προνομιακή θέση στην ελληνική ρομαντική ιστοριογραφία. Γιατί ήταν η ιστορική
περίοδος που συνέδεε την αρχαία με τη νεότερη ιστορία του έθνους κι έδινε
επιχειρήματα στους Έλληνες ρομαντικούς ιστοριογράφους, προκειμένου να
αντικρούσουν τον Φαλμεράυερ και να αποδείξουν την ιστορική ενότητα του
ελληνικού έθνους.
Επίσης, ο μεσαιωνισμός συνδέθηκε με τις
ρομαντικές προσεγγίσεις της εξωτερικής πολιτικής. Η έμφαση στον ελληνικό
μεσαίωνα αποτέλεσε το υπόβαθρο στο οποίο αρθρώθηκε η διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης
και η Μεγάλη Ιδέα.
Αλλά και στο πολιτειακό πεδίο, η έμφαση στον
βυζαντινό μεσαίωνα έδινε την ευκαιρία στους Έλληνες ρομαντικούς να μετατοπίσουν
το ιδεολογικό εκκρεμές του πνευματικού κόσμου από την αστική δημοκρατία του
Διαφωτισμού σε πιο συντηρητικά και αριστοκρατικά μοτίβα.
Ακόμη, στο καθαρά ιδεολογικό επίπεδο, η
αναδρομή στον υστεροβυζαντινό ελληνικό μεσαίωνα φώτιζε υπόρρητα και την
αντιδυτικά, παραδοσιοκρατική πτυχή του πολιτικού Ρομαντισμού. Επειδή
δημιουργούσε συνειρμούς στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) από τον
διμέτωπο αγώνα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου εναντίον της φραγκοκρατίας από την
μια και κατά της τουρκικής επέλασης από την άλλη.
Τέλος, σε ό,τι είχε να κάνει με την τέχνη, οι
ρομαντικοί αποδέχονταν ασφαλώς ότι ο αρχαιοπρεπής κλασικισμός διέθετε ελληνικές
ρίζες. Αλλά, ταυτόχρονα, αντιλαμβάνονταν ότι, λόγω της οικουμενικής αποδοχής
του, ο κλασικισμός είχε καταστεί ένα κοσμοπολιτικό ακαδημαϊκό στυλ, το οποίο
διέθετε εκφραστές σε όλο τον κόσμο. Συνέπεια αυτού του κοσμοπολιτισμού ήταν να
συνδεθεί ο κλασικισμός ιδεολογικά με τον διεθνισμό του φιλελεύθερου
Διαφωτισμού. Και, πράγματι, αν αναλογιστούμε ότι τα κυβερνητικά κτίρια των
Η.Π.Α, της Γερμανίας και πολλών ακόμη χωρών δημιουργήθηκαν σε κλασικιστικό στυλ
,θα διαπιστώσουμε κι εμείς ότι ο κλασικισμός είχε χάσει την ελληνικότητά του.
Απέναντι στις κοσμοπολιτικές πτυχές του κλασικισμού, οι Έλληνες ρομαντικοί
αντιπαρέβαλαν τη μεσαιωνική, λαϊκή τέχνη. Η επιβίωση της λαϊκής τέχνης των
απλών ανθρώπων που δημιουργούσαν τα έργα τους, αυθόρμητα και αγνοώντας τον
ακαδημαϊκό κλασικισμό, βασισμένοι στην ελληνική παράδοση, πέρα από αισθητική αξία
είχε και πολιτικό νόημα. Γιατί αποδείκνυε τη συνέχεια του ελληνικού έθνους.
Ασφαλώς, η πολιτική αυτή νοηματοδότηση του
μεσαίωνα συνοδεύτηκε, στα πλαίσια του ελληνικού Ρομαντισμού, κι από μια
αισθητική επένδυση. Οι αγαπημένες μας θεματικές των επικών ιστοριών, του
σκοτεινού μυστηρίου και του υπερβατικού ιδεαλισμού αποτυπώθηκαν, τόσο στην
ρομαντική λογοτεχνία όσο και στην ζωγραφική. Μην ξεχνάμε τους πίνακες του
Νικόλαου Γύζη. Ή επικά μυθιστορήματα όπως Ο Αυθέντης του Μορέως, του Αλέξανδρου
Ρίζου Ραγκαβή. Αλλά και την κοσμολογική αντίληψη του Διονύσιου Σολωμού, στην
οποία συγχωνεύτηκαν ο ελληνικός αισθητικός ανθρωπισμός, που συνέλαβε την φύση
ως χώρο του κάλους και του αγαθού, η ελληνορθόδοξη παράδοση, που καθιέρωσε το
θαύμα ως φυσική εμπειρία και ο λαϊκός μυστικισμός, που δόξασε τις ζωικές αξίες
και εγκοσμίωσε τις μεταφυσικές εμπειρίες.
Σε γενικές γραμμές, ο μεσαιωνισμός βοήθησε
τους Έλληνες ρομαντικούς να πετύχουν μια σύνθεση της λόγιας με την λαϊκή
κουλτούρα κατά τον 19ο αιώνα. Και στη ρίζα αυτού του μπολιάσματος ανιχνεύεται η
απαρχή μιας αντίληψης που συνέχισε να χαρακτηρίζει, μέχρι το πρώτο μισό του
20ου αιώνα, το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα. Πρόκειται για την αντίληψη που
θέλει την αστική κουλτούρα να αποτελεί όργανο που χρησιμοποιεί το καπιταλιστικό
κεφάλαιο προκειμένου να αλώσει πολιτιστικά τις εθνικές κοινωνίες. Σύμφωνα με
αυτή την οπτική, οι αστοί και οι «μοντέρνοι λογοτέχνες» ή οι «πρωτοπόροι
καλλιτέχνες» τίθενται απέναντι στον λαό και την αυθεντική, εθνική κουλτούρα που
εκείνος διαφυλάττει. Οι ρομαντικοί γίνονται, έτσι, η εμπροσθοφυλακή του λαού, η
«ελίτ αξιών» που του δείχνει το δρόμο προκειμένου να υπερασπιστεί την ταυτότητα
και την καλλιτεχνική του αυθορμησία.
36)
Εμείς σήμερα ως Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, ποια θέση έχουμε επί του θέματος;
Όπως όλοι οι ρομαντικοί, υιοθετούμε τον
ρομαντικό μεσαιωνισμό του ιπποτισμού, της οργανικής κοινότητας και της
ελληνικής εποχής του Βυζαντίου, κι αδιαφορούμε για τον οικουμενιστικό
μεσαιωνισμό των θεολογικών αφηγήσεων.
Και από την άλλη, όσον αφορά τον κλασικισμό,
πέρα από το να θαυμάζουμε ανεπιφύλακτα τα αρχαία μνημεία, υιοθετούμε τις
κλασικιστικές φόρμες που συνδέονται με την εθνική μας ταυτότητα καθώς κι
εκείνες που διαλέγονται υφολογικά με τον Ρομαντισμό, κι απορρίπτουμε τις
κοσμοπολιτικές συνδηλώσεις.
Δείτε για παράδειγμα τα πολύ όμορφα
νεοκλασικά κτίρια του κέντρου των Αθηνών. Κατά τον 19ο αιώνα εξέφρασαν τον
κοσμοπολιτικό κανόνα. Πολλοί πίστευαν, τότε, ότι η Αθήνα θα γινόταν το
πολυεθνικό «Λονδίνο της ανατολής» και πως θα αποτελούσε το κέντρο που θα διέχεε
τον πολιτισμό του δυτικού Διαφωτισμού στην εγγύς Ασία. Και τα νεοκλασικά κτίρια
χτίστηκαν υπό την επιρροή αυτού του σκεπτικού. Ευτυχώς για εμάς τους
ρομανικούς, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Η Αθήνα παρέμεινε μοναχά η
πρωτεύουσα της Ελλάδος και μέχρι το 1992 η μόνη πολυεθνικότητα που την
χαρακτήρισε ήταν εκείνη των τουριστών της.
Κατά συνέπεια, τα νεοκλασικά κτίρια του
κέντρου των Αθηνών εγγράφηκαν στην αυστηρά εθνική, αισθητική ιστορία του
νεότερου ελληνισμού. Εμείς τα βλέπουμε, εμείς τα θαυμάζουμε, σε έναν εθνικά
δικό μας χώρο συνεχίζουν να στέκουν αγέρωχα, δίχως να αποτυπώνουν κάποιον
κοσμοπολιτισμό. Και ιδίως όταν σουρουπώνει, σας προτείνω να περπατήσετε στους
δρόμους του κέντρου ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια. Θα ακούσετε τους ψιθύρους του
ελληνικού παρελθόντος. Το περπάτημα στο κέντρο των Αθηνών είναι για εμένα μια
ρομαντικά υπερβατική εμπειρία.
37)
Σταμάτη σε ευχαριστούμε θερμά! Τα τελευταία λόγια δικά σου.
Εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά. Και, βέβαια,
μόνο Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ!!
Εικόνα 2: Η πρώτη "War Flag Of The Sun", που δημοσιεύθηκε στο ελληνικό Metal Hammer το 1990.
Εικόνα 3: Φύλλο της εφημερίδας Γεννήτωρ Ιδεών.
Εικόνα 4: Εξώφυλλο του 4ου τεύχους του fanzine Revenge Of Metal.
Εικόνες 5 και 8: Φύλλα (που αποτυπώνουν την αισθητική) της "War Flag" στο Metal Hammer, κατά τη δεκαετία του '90.
Εικόνα 11:Τζων Έβερετ Μίλλαι, Sir Isumbras ia the Ford (1857).
Εικόνα 12: Νικόλαος Γύζης, Σχεδίασμα του αρχάγγελου .
Εικόνα 14: Νικόλαος Γύζης, Μετά την καταστροφή των Ψαρών.
Εικόνα 11:Τζων Έβερετ Μίλλαι, Sir Isumbras ia the Ford (1857).
Εικόνα 12: Νικόλαος Γύζης, Σχεδίασμα του αρχάγγελου .
Εικόνα 14: Νικόλαος Γύζης, Μετά την καταστροφή των Ψαρών.