του Σταμάτη Μαμούτου
Το βράδυ του Σαββάτου μίλησα στο τηλέφωνο με έναν φίλο που συμμετείχε σε οργανωτική ομάδα του χθεσινού συλλαλητηρίου. Αν και η συζήτηση αφορούσε, κατά κύριο λόγο, ορισμένες παρατηρήσεις μου σχετικά με την οργάνωση της περιφρούρησης, δεν παραλείψαμε να ανταλλάξουμε και κάποια σύντομα σχόλια για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις.
«Ξημερώνει μεγάλη μέρα. Αναλόγως του κόσμου που θα συγκεντρωθεί, από αύριο και μετά θα κριθούν πολλά», μου είπε.
Από την άλλη, μολονότι το δίκτυο πληροφόρησης του φίλου μου είναι μεγαλύτερο απ’ το δικό μου, εγώ προτίμησα να είμαι πιο επιφυλακτικός. Και τούτο όχι επειδή είχα αμφιβολίες για την επιτυχία του συλλαλητηρίου. Η επιφύλαξή μου είχε να κάνει με το κατά πόσο μπορούν οι αντιδράσεις του ελληνικού λαού να αλλάξουν τη ροή γεωπολιτικών ζητημάτων στα οποία εμπλέκονται δυνάμεις με την ισχύ των Η.Π.Α και της Ε.Ε.
Εκτίμησή μου είναι ότι, όπως δείχνουν να εξελίσσονται τα πράγματα, η επίτευξη μιας λύσης του ζητήματος που να είναι ιστορικά δίκαιη και να ανταποκρίνεται στα θέλω του ελληνικού λαού, φαντάζει δύσκολη. Οι λόγοι που με κάνουν να καταλήγω σ’ αυτό το συμπέρασμα είναι οι εξής. Πρώτον, πολλοί ισχυροί γεωπολιτικοί παίχτες έχουν προετοιμάσει την εκκόλαψη αυτού του ζητήματος ήδη από τα μισά του περασμένου αιώνα και τώρα δοκιμάζουν για μια ακόμη φορά να συλλέξουν τους καρπούς της μακροχρόνιας δουλειάς τους. Δεύτερον, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας (αλλά και της βυζαντινής εποχής) είναι θεμελιώδες στοιχείο της αντίληψης των πραγμάτων του δυτικού φιλελευθερισμού (γι αυτό το θέμα θα υπάρξει σχετικό άρθρο σε μελλοντική έκδοση της λέσχης μας), καθώς επίσης και δεδομένο που έχει χρησιμοποιηθεί γεωπολιτικά κατά το παρελθόν από σλαβικές δυνάμεις. Τρίτον, οι πολιτικές, οι οικονομικές και οι δημοσιογραφικές ελίτ της χώρας μας αποτελούν, από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας, υπαλληλικά όργανα των πρεσβειών ισχυρών κρατών. Έχοντας, λοιπόν, όλα αυτά κατά νου συμπεραίνω ότι το πλαίσιο δυνατοτήτων είναι πολύ στενό για τον ελληνικό παράγοντα.
Στη συνομιλία που είχα με τον φίλο, ο οποίος συμμετείχε οργανωτικά στο συλλαλητήριο, ανέπτυξα συνοπτικά τις παραπάνω σκέψεις μου. Ωστόσο, φρόντισα να του διευκρινίσω ότι ακόμη κι αν ο αγώνας φαίνεται μάταιος όσον αφορά την διπλωματική έκβαση των πραγμάτων, οφείλουμε να τον δώσουμε με την μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Και τούτο, όχι μόνο γιατί θέλω να απολαύσω την εκδήλωση των βαθύτερων γνωρισμάτων της ρομαντικής μου κοσμοαντίληψης αλλά, επειδή πιστεύω ότι είναι εφικτό, μέσα από τον αγώνα αυτό, να προκύψουν οφέλη για την ελληνική κοινωνία.
Πριν περάσω στις προοπτικές που ανοίγονται στο εν Ελλάδι πολιτικό σκηνικό, θέλω να σταθώ αρχικά στο χθεσινό συλλαλητήριο. Το πρώτο σχόλιο που θα κάνω αφορά την Ελληνική Αστυνομία. Η ηγεσία της οποίας φροντίζει πλέον απροκάλυπτα να πείθει ακόμη και τους τελευταίους συντηρητικούς καλοπροαίρετους υποστηρικτές της, πως η αποστολή του εν λόγω σώματος δεν είναι η διατήρηση της δημόσιας τάξης αλλά η διατήρηση της κυριαρχίας των γεωπολιτικών και οικονομικών κατακτητών της χώρας μας. Η χθεσινή ανακοίνωση για τον αριθμό των συμμετεχόντων, όπως κι εκείνη για τους συμμετέχοντες του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, αποτελούν δυο ακόμη σελίδες ντροπής για το ένστολο αυτό σώμα. Και το γράφω αυτό με θλίψη, έχοντας υπόψη την παράδοση της αστυνομικής και στρατιωτικής οικογένειάς μου.
Προσωπικά, θα καταλήξω σε ένα συμπέρασμα, όσον αφορά τον όγκο των συμμετεχόντων στο χθεσινό συλλαλητήριο, βάσει των όσων μπόρεσα να δω. Θα περιγράψω, δηλαδή, την προσέλευση στις οδούς που ήμουν και θα συγκρίνω τον κόσμο με αυτόν παλαιότερων διαδηλώσεων, έχοντας πάντα την βοήθεια των φωτογραφιών που τράβηξα.
Λίγα λεπτά πριν την προγραμματισμένη έναρξη των ομιλιών, περπατώντας από το Κουκάκι προς την πλατεία Συντάγματος, βρισκόμουν στο ύψος των στύλων του Ολυμπίου Διός. Εκεί υπήρχαν οι πρώτες συμπαγείς ομάδες των διαδηλωτών, από τις οποίες χρειαζόταν να περάσω ανάμεσα για να προχωρήσω. Θα πρέπει να σημειώσω ότι από το βάθος της Λεωφόρου Συγγρού συνέχιζε να ανεβαίνει πλήθος κόσμου.
Λίγο αργότερα βρισκόμουν στο ύψος του Ζαππείου. Από το σημείο εκείνο και πέρα, η πρόσβαση προς την Βουλή γινόταν σχεδόν αδύνατη. Έτσι, κατέβηκα στην οδό Φιλελλήνων. Ο όγκος των διαδηλωτών ήταν συμπαγής μέχρι την ρωσική εκκλησία ενώ από εκεί και πίσω άρχιζε να αραιώνει.
Προχώρησα προς τα κάτω, με σκοπό να φτάσω στην πλατεία Συντάγματος για να συναντήσω κάποια από τα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Αυτό κατέστη αδύνατο στην αρχή της οδού Φιλελλήνων. Στο σημείο εκείνο η πυκνότητα του κόσμου απέκλειε οποιαδήποτε περαιτέρω προώθηση.
Παρόμοια προσέλευση, στα ίδια περίπου σημεία των Αθηνών, είχα καταγράψει στην συγκέντρωση ενάντια στα μνημονιακά μέτρα της κυβέρνησης Παπαδήμου, η οποία είχε πραγματοποιηθεί τον χειμώνα του 2012. Έπειτα από κάποιες συζητήσεις που είχα κάνει τότε, θυμάμαι πως κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος της επεισοδιακής εκείνης διαδήλωσης ήταν ελαφρώς λιγότερος από μισό εκατομμύριο. Δεν μπορώ να αντιστοιχίσω πλήρως το χθεσινό συλλαλητήριο με εκείνη τη διαδήλωση γιατί οι δρόμοι στους οποίους απλώθηκαν οι διαδηλωτές ήταν διαφορετικοί. Χθες, για παράδειγμα, η γραμμή των διαδηλωτών προεκτάθηκε από τα λουλουδάδικα της Βουλής μέχρι το Χίλτον ενώ υπήρχαν μάζες συγκεντρωμένων στη Σταδίου και στους δρόμους που κατεβαίνουν από το Σύνταγμα στο Μοναστηράκι. Αντίθετα, στη συγκέντρωση του 2012 υπήρχε κόσμος στις οδούς Πανεπιστημίου και Σταδίου. Πάντως, μολονότι η αντιστοίχιση με την παλαιότερη διαδήλωση δεν είναι εύκολη, το γεγονός ότι στους ίδιους περίπου δρόμους συνάντησα παρόμοια πυκνότητα διαδηλωτών, καθώς και το ότι οι δρόμοι στους οποίους απλώθηκε το χθεσινό συλλαλητήριο ήταν περισσότεροι, θεωρώ ότι μπορούν να με οδηγήσουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των χθεσινών διαδηλωτών ήταν μάλλον μεγαλύτερος από εκείνων του 2012. Πράγμα που σημαίνει ότι για μια ακόμη φορά οι ανακοινώσεις της αστυνομίας, στις οποίες βασίστηκαν κυβερνητικά στελέχη προκειμένου να προβούν σε απαράδεκτες και προκλητικές δηλώσεις, ήταν σκοπίμως παραπλανητικές.
Ωστόσο, τα ευτράπελα της όλης περίπτωσης δεν σταματούν εδώ. Είναι προφανές ότι ο πανικός της κυβέρνησης είναι τέτοιος ώστε όχι μόνο μετατρέπει απροκάλυπτα την αστυνομία σε κομματικό μηχανισμό αλλά και αδυνατεί να συμμαζέψει την αλητεία επιφανών στελεχών της. Δεν θα σταθώ σε γκροτέσκους πολιτικάντηδες τύπου Βερναρδάκη, οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη διαφορά ανάμεσα στην συμπεριφορά που συνεπάγεται το υπουργικό αξίωμα με εκείνη ενός ρεφορμιστή προβοκάτορα μικρού βεληνεκούς. Θα υπογραμμίσω, όμως, το δυσάρεστο γεγονός της προσχώρησης και του υπουργού εξωτερικών στην υιοθέτηση παρόμοιων απαράδεκτων συμπεριφορών.
Κλείνοντας, θα σταθώ στις προοπτικές που οι δυο αυτές παλλαϊκές κινητοποιήσεις μπορούν να ανοίξουν στο πολιτικό τοπίο του τόπου. Αναμφίβολα, αυτό που γίνεται προφανές είναι πως όσοι ενεπλάκησαν στις οργανώσεις των δυο συλλαλητηρίων έκαναν εξαιρετική δουλειά. Μολονότι διαφωνώ με τις επιλογές ορισμένων ομιλητών, οφείλουμε άπαντες να αναγνωρίσουμε πως πραγματοποιήθηκαν δυο συγκεντρώσεις, πρωτόγνωρης μαζικότητας για τα τελευταία έξι χρόνια, οι οποίες κύλησαν σε γενικές γραμμές ομαλά, δίνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στην πολιτική ελίτ από την λαϊκή βάση. Συνεπώς, μέσω των συλλαλητηρίων, εμφανίζεται στο πολιτικό σκηνικό του τόπου μια ομάδα ανθρώπων που διαθέτει εξαιρετικά οργανωτικά χαρίσματα. Θα ήθελα, λοιπόν, να τους συμβουλεύσω να συνεχίσουν τη δράση τους έτσι όπως γνωρίζω ότι έχουν σχεδιάσει και να μην δελεαστούν από τις σειρήνες του κομματισμού. Ο τόπος έχει ανάγκη από λαϊκές, συλλογικές δομές κι από την συνεργασία ικανών ανθρώπων. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν, σε ένα πρώτο στάδιο τουλάχιστον, και πέρα από τα κόμματα.
Ένα ακόμη στοιχείο που επανέφεραν στο προσκήνιο τα συλλαλητήρια, στοιχείο που ήταν ορατό και στις διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων του 2012, είναι ότι εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες η συνεργασία επιμέρους κοινωνικών ομάδων μπορεί να αποδώσει καρπούς προς όφελος του έθνους. Στο πεζοδρόμιο αυτό έγινε ορατό, καθώς στις δυο περιπτώσεις εκφράστηκαν αιτήματα της κοινωνικής βάσης χωρίς κουκουλοφόροι και μίσθαρνοι εργατοπατέρες να στρεβλώνουν το νόημα των συγκεντρώσεων. Θεωρώ ότι θα ήταν ευτύχημα αν αυτή η συνεργασία περνούσε και στο πεδίο της ιδεολογίας. Αν αναδύονταν, δηλαδή, ένα ρεύμα από ανθρώπους που με άξονα τον πατριωτισμό θα εργάζονταν προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο πλέγμα εντύπων, εφημερίδων και εκπομπών, μέσω του οποίου θα έβρισκαν πρόσβαση στην επιφάνεια του κοινωνικού διαλόγου τα αιτήματα της λαϊκής βάσης, που η σημερινή διαβρωμένη mediακή ελίτ αποσιωπά. Ασφαλώς κι αναγνωρίζω ότι οι ιδεολογικές διαφορές θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Ωστόσο, όπως στις διαδηλώσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο εθνικός στόχος, ένα πλήθος ετερόκλητων ιδεολογικά ανθρώπων μετατρέπεται σε συλλογικό σώμα, έτσι και στο δυνητικό ξεδίπλωμα ενός τέτοιου ρεύματος που θα εργαζόταν στο πεδίο της ιδεολογίας και του πολιτισμού, οι αριστεροί πατριώτες, οι καλοπροαίρετοι συντηρητικοί και οι (μη ακροδεξιοί) ρομαντικοί εθνικιστές θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τα λαϊκά αιτήματα, διατηρώντας τις επιμέρους διαφορές αλλά αναγνωρίζοντας ως σημείο αναφοράς μια κοινή βάση. Μια βάση που θα μας έκανε αλληλέγγυους και κοινωνούς ενός συλλογικού αγώνα.
Κοντολογίς, ακόμη κι αν στο επίπεδο της γεωπολιτικής οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, στο κοινωνικό πεδίο αυτά τα συλλαλητήρια μας δίνουν μετά το 2011 άλλη μια μεγάλη ευκαιρία, προκειμένου να εργαστούμε ώστε να οικοδομηθεί σταδιακά στο εσωτερικό της χώρας μας ένα πρώτο στάδιο της εθνικής της ανεξαρτησίας.
Εικόνες 1,2,3: Από την αφισοκόλληση της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, που προηγήθηκε τις προηγούμενες μέρες
Εικόνες 4,5,6,7,8,9: Από το χθεσινό συλλαλητήριο