Jim Fitzpatrick: Ο ζωγράφος της κελτικής παράδοσης

                                                                του Flammentrupp

Πάνω από τριάντα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη μου επαφή με το έργο του Ιρλανδού ζωγράφου Jim Fitzpatrick. Ήταν στις απαρχές της εφηβείας μου που η γνωριμία με το heavy metal με βοήθησε να γνωρίσω κάποιες απ’ τις δημιουργίες του. Η δίχως τέλος δίψα να ανακαλύψω όλες τις πτυχές της αγαπημένης μου μουσικής, με είχε ωθήσει να αναζητήσω  τις ρίζες της σε ακούσματα της δεκαετίας του 1970. Το αγαπημένο μου συγκρότημα ήταν οι Iron Maiden και ο βασικός συνθέτης Steve Harris είχε πει σε συνέντευξή του πως οι Thin Lizzy ήταν μια από τις σημαντικές του επιρροές. Έχοντας την περιέργεια να ανακαλύψω τους ανθρώπους που ενέπνευσαν τον «αρχηγό» να γράψει την ένθεη -για τα αυτιά μου- μουσική, επιδίωξα αρχικά να βρω τραγούδια μέσω των ομοϊδεατών συμμαθητών μου και αργότερα να αποζητήσω βινύλια στα δισκοπωλεία. Η αισθητική του εξωφύλλου του εκάστοτε LP, έπαιζε κι αυτή το ρόλο της στο να συμπαθήσω τον δίσκο, αλλά και το ίδιο το συγκρότημα. Τελικά, όλα συνετέλεσαν στο να γίνουν οι Thin Lizzy ένα από τα αγαπημένα ακούσματα της δεκαετίας όπου μεσουρανούσαν οι μουσικοί πατέρες των δικών μου βαρυμεταλλικών ηρώων.


Ο Jim Fitzpatrick είναι ο ζωγράφος που φιλοτέχνησε με την, προσφιλή σε μένα, comic τεχνοτροπία τα εξώφυλλα των δίσκων Vagabonds of the western worldNightlifeJailbreakJohnny the foxBlack rose και Chinatown. Υπήρξε δε, προσωπικός φίλος του Phil Lynott. Τότε, βέβαια, απλώς θαύμαζα ένα εξώφυλλο δίχως να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τον δημιουργό. Έτσι, πέρασαν αρκετά χρόνια για να συναντήσω τον ίδιο άνθρωπο, αυτή τη φορά μέσω του έργου του πάνω σε ένα άλλο αγαπημένο θέμα, την κελτική μυθολογία. Αρχικά, μέσω της έντυπης έκδοσης της «War Flag of the Sun» στο περιοδικό Metal Hammer, όπου ο Sun Knight είχε κάποιες εικόνες σε άρθρα του και αργότερα με την ανάπτυξη του διαδικτύου, μέσω της ηλεκτρονικής έκδοσης της σημαίας αλλά και μέσω προσωπικής αναζήτησης προκειμένου να ανακαλύψω έργα του καλλιτέχνη άγνωστα σε μένα.

Ο Jim Fitzpatrick γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της ελεύθερης Ιρλανδίας, το Δουβλίνο, το 1946. Με παππού σκιτσογράφο πολιτικών σκίτσων και πατέρα φωτορεπόρτερ, τόσο η  τέχνη της εικόνας όσο και η πολιτική έπαιξαν ισχυρό ρόλο στην πορεία της ζωής του. Ωστόσο, κομβικό σημείο υπήρξε η φιλασθένεια που τον ταλαιπωρούσε από μικρή ηλικία και τον έκανε να περνάει μεγάλα διαστήματα στο κρεβάτι ή στην εξοχή, σε μια προσπάθεια ανάρρωσης. Έτσι, διέθετε πολύ χρόνο στο να διαβάζει και η μεγάλη του αγάπη έγινε η κελτική μυθολογία. Οι ιστορίες των Tuatha De Danann, του λαού της θεάς Ντανού, και του ατρόμητου Cú Chulainn, κέλτικου αντίστοιχου του Έλληνα Ηρακλή, έγιναν ένα είδος ευχάριστης εμμονής που, εν τέλει, όταν άρχισε να δημιουργεί του χάρισε την διασημότητα. Σπούδασε στο Φραγκισκανικό Κολλέγιο του Gormanston στην πολιτεία Meath, βόρεια του Δουβλίνου. Με το πέρας των μαθημάτων, εργάστηκε για επτά έτη στον τομέα της διαφήμισης αλλά, παρότι ήταν καλά αμειβόμενος, ένιωθε ασφυκτικά πιεσμένος ως καλλιτέχνης και παραιτήθηκε, αφιερώνοντας την επαγγελματική ζωή του στη ζωγραφική.

Εξ αρχής, το μεγαλύτερο μέρος των έργων του αφορούσε την κελτική μυθολογία, ένα σύνολο κάτω από το όνομα «Celtia», δίχως όμως να δημιουργεί με βάση έναν ολοκληρωμένο μύθο. Αυτό άλλαξε το 1978 όπου έγραψε και φιλοτέχνησε το βιβλίο The Book of Conquests στο οποίο περιγράφεται ο κύκλος του ιρλανδικού έπους «Lebor Gabála Érenn». Αφορά την κατάκτηση της Ιρλανδίας από τους Tuatha De Danann εις βάρος των Fir Bolg, που ήταν οι τότε γηγενείς κάτοικοι. Το εξώφυλλο του βιβλίου, ο πίνακας με τίτλο «Nuada the High King», χρησιμοποιήθηκε από τους Manilla Road, ως εξώφυλλο του δίσκου Mark of the Beast το 2002. Το έργο αυτό έμελλε να γίνει το πιο γνωστό του και να του χαρίσει τον άτυπο τίτλο του «πατέρα της κελτικής μυθολογίας» στο κομμάτι της fantasy ζωγραφικής.


Το 1981 ήρθε η συνέχεια με το The Silver Arm, που αφορά τα κατορθώματα του βασιλιά των Tuatha De Dannan, Nuada με το ασημένιο χέρι, αλλά και του Lugh που τον διαδέχτηκε.  Ο Fitzpatrick είχε σκοπό να εκδώσει κι μια Τρίτη συλλογή υπό τον τίτλο Son of the Sun, το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ λόγω προβλημάτων με τους εκδότες. Το 1985, εκδόθηκε η συλλογή Erinsaga, μια ανθολογία των έργων «Celtia» αλλά και νεότερων, βασισμένων σε μύθους που δεν είχαν συμπεριληφθεί στις προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειες.

Σε όλα τούτα τα έργα, έχουμε λεπτομερείς εικόνες που αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τόσο τους χαρακτήρες όσο και την ανδρεία της μάχης (όπου αυτή υφίσταται), οι οποίες διακοσμούνται στο περίγραμμά τους από τους γνωστούς κέλτικους κόμπους και σχέδια, αλλά και βρίθουν συμβολισμών με τη χρήση ανάλογων συμβόλων. Πρόκειται για μια εξαιρετική σύνθεση του προφορικού λόγου των Βάρδων που εξυμνούσαν τους θεούς και τους ήρωες με την εικόνα που θα βοηθήσει για να αποδοθεί το νόημα. Κελτικοί μύθοι σε σύγχρονη γλώσσα και με σύγχρονη τεχνοτροπία, που δεν θα είναι αρεστοί μόνο σε όσους, ούτως ή άλλως, ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα, αλλά θα φέρει κοντά τους και όλους όσους, για πρώτη φορά, ενδιαφέρονται για να αντλήσουν έμπνευση και θάρρος από το παρελθόν του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού για να αντιμετωπίσουν τον άχαρο και διαστρεβλωμένο σημερινό κόσμο.  


Ο ζωγράφος δεν εξέδωσε άλλα βιβλία αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει και να εμπορεύεται μέσω των εκδοτών του και αργότερα μέσω της ιστοσελίδας του. Ωστόσο, η έμπνευσή του δεν ερχόταν μόνο μέσω της μυθολογίας. Ως γνήσιος Ιρλανδός, δεν ξέχασε τα γεγονότα του Πάσχα του 1916, όταν έγινε η μεγαλύτερη κινητοποίηση -μετά την επανάσταση του 1798- για την ανεξαρτησία της χώρας από τον αγγλικό ζυγό. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, έγιναν εκτεταμένες μάχες στο Δουβλίνο ανάμεσα στις γηγενείς επαναστατικές δυνάμεις και τον αγγλικό στρατό, με εκατοντάδες νεκρούς -κυρίως άμαχους πολίτες από το αγγλικό πυροβολικό- και τραυματίες. Τελικά, οι υπέρτερες αγγλικές δυνάμεις νίκησαν, στη χώρα κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και τα στρατιωτικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο τους επικεφαλής της εξέγερσης. Ο Fitzpatrick φιλοτέχνησε πορτραίτα των ηγετών, όπως ο Patrick Pearse, o James Connolly κ.α.


Ένα σημαντικό, όμως, έργο του, πέραν των μυθολογικών, είναι η κλασικότερη απεικόνιση του Τσε Γκεβάρα. Η γνωστή εικόνα με το πρόσωπο του Τσε με μαύρο μελάνι σε κατακόκκινο φόντο, ανήκει στον Fitzpatrick ο οποίος εμπνεύστηκε από την, εξίσου κλασική, φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογράφος Alberto Korda, και μάλιστα δεν κράτησε τα δικαιώματα του έργου του, αλλά το άφησε ελεύθερο για «χρήση από τις επαναστατικές ομάδες στην Ευρώπη και αλλού». Ο ζωγράφος είχε έρθει σε επαφή με τον Γκεβάρα σε ηλικία δεκαέξι ετών, όταν εργαζόταν σε μία παμπ στην οποία βρέθηκε ο Αργεντινός επαναστάτης, που είχε μεταβεί στη χώρα αναζητώντας τις ρίζες του (η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Ιρλανδή). Έκτοτε, ο Fitzpatrick κινήθηκε σε αριστερά ιδεολογικά μονοπάτια. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ωστόσο, ότι η ιρλανδική αριστερά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνδέθηκε στενά με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Επιπλέον, για εμάς τους ρομαντικούς έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Τσε, υπερασπίστηκε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (καθώς και τον κυπριακό ελληνισμό) και πρόκρινε εθνικομπολσεβικικές πολιτικές θέσεις, αν και θεωρητικά δεν απαρνήθηκε τον καθιερωμένο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό. 


Παρεμπιπτόντως, και ανοίγοντας μια παρένθεση, θεωρώ ότι, για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορική αποτίμηση του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλό είναι να διαβαστεί το βιβλίο που έγραψε ο καταδρομέας του IRAGerry Bradley, το οποίο φέρει τον τίτλο Στην Υπηρεσία του IRA και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Eurobooks. Στα τελευταία του κεφάλαια ο πολυσυζητημένος στην Ιρλανδία και αυτόχειρας τελικά καταδρομέας, κάνει αρκετά σχόλια για την ιδιότυπη σχέση του κινήματος με την αριστερά, από μια κριτική σκοπιά.   
      
Επιστρέφοντας στον Fitzpatrick θα σημειώσω ότι το 2013 έκανε ένα τελευταίο πέρασμα από τον χώρο του heavy metal, δίνοντας την άδεια στους  Νορβηγούς black metallers Darkthrone να κάνουν χρήση του έργου του «The Battle of Moira» για το εξώφυλλο του δίσκου τους The Underground Resistance (το έργο χρησιμοποιήθηκε εν τέλει τελικά στην ασπρόμαυρη μορφή του).


Το 2018 σχεδίασε το έργο «Ahed Tamimi», που έχει ως θέμα την περιπέτεια μιας νεαρής Παλαιστίνιας ακτιβίστριας με αυτό το όνομα. Τη σχεδίασε να κρατάει τη σημαία της χώρας της και από κάτω έβαλε το σύμβολο της ηρωίδας των κόμικς Wonder Woman και τη λεζάντα «A real Wonder Woman», σε μια αντιδιαστολή με την ισραηλινή ηθοποιό Gal Gadot, πρώην μέλος των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, που έπαιξε τον ρόλο της ηρωίδας στην αντίστοιχη κινηματογραφική ταινία. Ο πίνακας αφέθηκε δίχως πνευματικά δικαιώματα για να τον αποκτήσει όποιος επιθυμεί μέσω διαδικτύου, ως μέσο υποστήριξης της δεκαοκτάχρονης που τελικά αποφυλακίστηκε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.


Ο Jim Fitzpatrick αποτελεί έναν καλλιτέχνη που υπηρέτησε την αναβίωση της ιστορίας και της παράδοσης του αρχαίου κελτικού κόσμου. Τα έργα του αποτελούν έναν ύμνο στην Αισθητική αλλά και μια ωδή στον Μύθο και την εικαστική αφήγησή του. Τον μύθο που παύει να είναι μια ευχάριστη ιστορία για μικρά παιδιά και προχωρά παρακάτω δείχνοντας στον σύγχρονο άνθρωπο τον δρόμο επιστροφής στις παλαιές αξίες, που τον έφεραν σε επαφή με τα αρχέτυπα του πολιτισμού. Αναζητήστε τα έργα του στο διαδίκτυο και αφήστε τον εαυτό σας να αισθανθεί τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, την παρουσία θεών, θεαινών, ηρώων και ηρωίδων και ονειρευτείτε το τέλος των σκοτεινών μας καιρών.