του Σταμάτη Μαμούτου
Σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη που εστιάζει στην πολιτική σκέψη και την ζωή του Ίωνος Δραγούμη (1878-1920), από τις πρώτες κιόλας σελίδες του εισαγωγικού κειμένου χρησιμοποιείται ο όρος «λοξίας»[1]. Πρόκειται για έναν όρο που ο συγγραφέας της εισαγωγής εξηγεί ότι περιγράφει πολιτικούς διανοητές, τους οποίους χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη μοναχικότητα. Ο Δραγούμης αντιμετωπίζεται ως ένας από αυτούς. Ως κάποιος, δηλαδή, που προτείνει ένα εντελώς ιδιότυπο σύνολο ιδεών, επεξεργασμένο κι οργανωμένο σε μια ιδιαίτερη κοσμοθεώρηση για τις ανθρώπινες υποθέσεις[2], το οποίο παρέχει μια νέα θέαση για τη σχέση της κοινωνίας με το Πολιτικό [3]. Μάλιστα, την περιγραφή του «λοξία» συνοδεύει η πεποίθηση πως η αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει στους όποιους αντιπάλους αυτή η νέα πρόταση, μπορεί να φθάσει έως και τη φυσική εξόντωση[4] του «λοξία» διανοητή. Υπερβολική ή μη, αυτή είναι η συνηθισμένη αντιμετώπιση του Δραγούμη από τους περισσότερους μελετητές του[5]. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η αποδοχή ή η απόρριψη της συγκεκριμένης αντιμετώπισης αποτελεί ένα ενδιαφέρον ζήτημα.
Ενδεχομένως, μια καλή αρχή προκειμένου να εξετασθεί αυτό το ζήτημα να είναι η ιστορική παρατήρηση του θέματος από δυο οπτικές γωνίες. Συνήθως όσοι αποδέχονται την «λοξή» ιδιαιτερότητα της πολιτικής σκέψης του Δραγούμη, εντάσσουν την ανάγνωση της περίπτωσής του στο κάδρο των ελληνικών ιστορικών δρώμενων της εποχής κατά την οποία έδρασε ως διανοητής και πολιτικός. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι αν εξετασθεί ως περίπτωση του ελληνικού, διανοητικού και πολιτικού, γίγνεσθαι της εποχής του, ο Δραγούμης μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, που υιοθέτησαν έναν παρόμοιο διανοητικό προσανατολισμό. Δεν είμαι σίγουρος, όμως, αν μπορούμε να μιλάμε για κάποιον «λοξία», όπως συνήθως αντιμετωπίζεται.
Ασφαλώς συγκρίνοντας τις ιδέες, τα κείμενα και τις συμπεριφορές του Δραγούμη με εκείνες άλλων διανοητών που ακολούθησαν, σε γενικές γραμμές, έναν κοινό προσανατολισμό με αυτόν, είναι εύκολο να εντοπιστούν ορισμένες καθαρά προσωπικές του ιδιαιτερότητες. Ωστόσο, δεν υπήρξε απομονωμένος και άνευ ομοϊδεατών ή φιλικών συνομιλητών, ώστε να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός του «λοξία». Ο Περικλής Γιαννόπουλος[6], ο Κωστής Παλαμάς[7], ο Άγγελος Σικελιανός[8], ο Νίκος Καζαντζάκης[9] καθώς και άλλοι Έλληνες συγγραφείς της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου υιοθέτησαν παρόμοιες αρχές. Η Κλεοπάτρα Λεονταρίτου, εστιάζοντας στον Καζαντζάκη[10], έχει εξηγήσει αναλυτικά πως το διανοητικό αυτό ρεύμα είχε την ρίζα του στην θεωρία του Ρομαντισμού και αποτέλεσε μια νεορομαντική ιδεαλιστική αντίδραση στην επικράτηση του φιλελεύθερου ορθολογισμού, κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Αναμφίβολα, η ύπαρξη του συγκεκριμένου νεορομαντικού ρεύματος στην Ελλάδα του fin de siècle και των αρχών του 20ου αιώνα δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να γίνει λόγος για μια απόλυτη ταύτιση προσεγγίσεων από τους εκφραστές του. Ούτε και προκάλεσε την γέννηση ενός οργανωμένου πολιτικού ή κοινωνικού κινήματος. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η περίπτωση του Δραγούμη εντάσσεται σε ένα πλαίσιο Ελλήνων διανοητών, με μάλλον μικρή πολιτική επιρροή αλλά και σαφώς μεγαλύτερη αναγνωστική δημοφιλία, που στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο οι προβληματισμοί τους βασίστηκαν σε κάποιες κοινές ιδεολογικές αφετηρίες[11].
Συνεπώς, κρίνω πως δύναται να ελεγχθεί η προσέγγιση που εμμένει στην ιδιαίτερη μοναδικότητα της περίπτωσής του Δραγούμη. Η αμφιβολία για την ορθότητα αυτής της προσέγγισης γίνεται πιο ισχυρή αν εξεταστεί η περίπτωση του Δραγούμη και από μια δεύτερη ιστορική οπτική. Εκείνη που έχει να κάνει με το ευρωπαϊκό ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής.
Η περίοδος κατά την οποία άρχισε να ζυμώνεται το ιδεολογικό υπόβαθρο του Δραγούμη ήταν η δεκαετία του 1890. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ελκύσει την ερευνητική προσοχή. Πρώτον γιατί ο Δραγούμης είχε επαφές με διανοητές της δυτικής Ευρώπης[12]. Διάβαζε ξενόγλωσση βιβλιογραφία[13] και αντλούσε επιρροές από τα ευρωπαϊκά πολιτικά ρεύματα. Και δεύτερον γιατί, κατά την δεκαετία του 1890, συντελέστηκε μια πολύ συγκεκριμένη τροπή στην ιστορία των ιδεών. Όπως παρατηρεί ο Στάνλεϊ Πέιν.
«Ενώ ο 19ος αιώνας κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από το φιλελευθερισμό στην πολιτική και από τον υλισμό και την επιστήμη στην κουλτούρα, ένα μέρος της γενιάς των δεκαετιών του 1880 και του 1890 απέρριπτε αυτές τις αξίες, αντικαθιστώντας τες με έναν νέο προσανατολισμό προς τον υποκειμενισμό, το συναισθηματισμό, τον ανορθολογισμό και το βιταλισμό. Αυτή η προσπάθεια αντιστροφής των κυρίαρχων αξιών παρήγαγε αυτό που ένας ιστορικός ονόμασε «διανοητική κρίση της δεκαετίας του 1890».»[14]
Αν ανατρέξουμε στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα θα διαπιστώσουμε ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός έφτασε στην ακμή του, κατά το δεύτερο μισό του συγκεκριμένου αιώνα, στην βορειοδυτική Ευρώπη. Η απόσταση ανάμεσα στην δυτική Ευρώπη και την νότια και ανατολική, σχεδόν αρχαϊκή ακόμη, Ευρώπη μεγάλωσε[15]. Παράλληλα, μεγάλωσε και η γεωπολιτική επιρροή των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών προς τις πιο αδύναμες χώρες. Καθώς και προς περιοχές του πλανήτη που βρίσκονταν έξω από την Ευρώπη, λόγω των αποικιακών επεκτάσεων. Η τάση που ήταν ορατή από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα έγινε πια κυρίαρχη. Η δυτική Ευρώπη εξήγαγε τα ιδεώδη και τα πολιτιστικά της πρότυπα σε ολόκληρο, σχεδόν, τον γνωστό τότε κόσμο. Οι Berstein και Milza σημειώνουν ότι,
«Οι φιλελεύθερες ιδέες, η δημοκρατία, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί θριάμβευσαν στη Βόρεια Αμερική και στις βρετανικές κτήσεις και γοητεύουν ορισμένες ελίτ στις οικονομικά καθυστερημένες χώρες […] Η ιδέα της προόδου, η πίστη στην παντοδυναμία του ορθού λόγου και της επιστήμης […] ολόκληρη εν τέλει η κληρονομιά της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, εξαπλώνονται στις ευκατάστατες τάξεις των κοινωνιών έξω από την Ευρώπη […]
Στα τέλη του αιώνα και άλλα ρεύματα ευρωπαϊκής προέλευσης αναπτύσσονται πέρα από την Ευρώπη. Ο σοσιαλισμός αγγλικού τύπου στις βρετανικές κτήσεις, ο επαναστατικός συνδικαλισμός και ο αναρχισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, διάφορες μορφές εθνικισμού λίγο-πολύ παντού [..]»[16].
Η κοινωνική ομάδα που αποκόμισε την μεγαλύτερη δύναμη, λόγω αυτής της ιστορικής τροπής, ήταν η αστική τάξη. Η αστική τάξη αποτέλεσε την καρδιά του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος, που κυριάρχησε στη βορειοδυτική Ευρώπη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και την δεκαετία του 1880, σε αυτές τις χώρες, η κυρίαρχη ιδεολογία εξέφρασε τον ορθολογισμό, την πίστη στην παντοδυναμία της επιστήμης, την ιδέα της απεριόριστης προόδου των ανθρώπινων κοινωνιών και τη βούληση για οργάνωση αυτών των κοινωνιών με σεβασμό των «φυσικών νόμων»[17]. Προέκταση αυτής της ιδεολογίας υπήρξε το φιλοσοφικό οικοδόμημα του θετικισμού, που παρουσίασε ο Αύγουστος Κοντ (1798-1857) ανάμεσα στα 1830 και 1857. Ο θετικισμός αποτέλεσε έκτοτε έναν όρο που χαρακτήρισε τους κλάδους της γνώσης, οι οποίοι απέρριπταν την μεταφυσική και εστίαζαν το αντικείμενο της μελέτης τους στην παρατήρηση των φαινομένων. Ανάλογες ήταν οι τάσεις και στον χώρο της λογοτεχνίας και των τεχνών, όπου επικράτησε ο ρεαλισμός και επανέκαμψε ο κλασικισμός.
Η εξάπλωση του θετικισμού αποκαθήλωσε τα ρεύματα του Ρομαντισμού από το επίκεντρο των ευρωπαϊκών πνευματικών δρώμενων. Σύμφωνα με τους Berstein και Milza, οι αστοί του 19ου αιώνα περιφρόνησαν όλα τα γνωρίσματα του Ρομαντισμού που θεωρούσαν ακραία[18]. Απορροφήθηκαν από την τεράστια προσπάθεια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της βιομηχανίας και αφοσιώθηκαν στο κυνήγι της αποτελεσματικότητας, υποτιμώντας τις ρομαντικές ενοράσεις, καθώς και την τέχνη συνολικά[19].
Ο Ρομαντισμός, που οι εκφάνσεις του έμελλε να είναι τόσο πολύπλευρες, άρχιζε σχεδόν πάντα από κάποια αντίθεση προς τη διαφωτισμένη σκέψη[20]. Επίσης, τον διέκρινε η δυσπιστία ως προς το αν η επιστήμη ήταν ικανή να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα[21]. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και η απέχθεια για την ορθολογιστική ιδιοτέλεια[22].
Για αρκετά χρόνια η κυριαρχία του θετικιστικού οικοδομήματος παρέμεινε ακλόνητη στην δυτική Ευρώπη. Αλλά και οι αρνητές του δεν εξέλειψαν ολοσχερώς. Ο Ρομαντισμός, ως κίνημα που πρόκρινε καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές και πολιτικές αρχές οι οποίες ήταν αντίθετες στη θετικιστική νοησιαρχία, συνέχισε να υφίσταται στην Αγγλία, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την Σχολή των Προραφαηλιτών[23]. Το ίδιο συνέβη και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ρουμανία, όπου αναπτύχθηκε ως κυρίαρχο πολιτιστικό ρεύμα με αρκετή καθυστέρηση, σε σχέση με τον δυτικό κόσμο. Στην κλασική μουσική η ισχυρή επιρροή των ρομαντικών στοιχείων παρέμεινε αμείωτη, σε όλη την Ευρώπη, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα[24]. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883). Τα έργα του Βάγκνερ είχαν ήδη δημιουργήσει το όραμα για έναν μυστικιστικό κόσμο του γερμανικού παρελθόντος όπου εκθειάζονταν οι ενστικτικές δυνάμεις και ο τραγικός ηρωισμός[25].
Περιπτώσεις διανοητών που εισηγούνταν πολιτικές θεωρίες στις οποίες είχαν εμφιλοχωρήσει επιρροές από τις πιο αντιδιαφωτιστικές πτυχές του Ρομαντισμού δεν έπαψαν να υπάρχουν. Στην Βρετανία χαρακτηριστική υπήρξε εκείνη του Τζων Ράσκιν (1819-1900). Ο Ράσκιν ήταν καθοδηγητής των Προραφαηλιτών. Αν και κριτικός τέχνης, ακολουθώντας τις αρχές του Ρομαντισμού, στα κείμενά του συνδύασε την αισθητική κριτική με την πολιτική σκέψη. Κεντρική ιδέα του Ράσκιν αποτέλεσε η καταδίκη της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Ως φιλοσοφική του απαρχή αναγνωρίζεται η ιδέα του Σέλλινγκ (1775-1854), σχετικά με την αναζήτηση μιας πρωταρχικής ιερότητας που, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, υπήρχε όταν η ανθρωπότητα ήταν μέρος του όλου μιας ένθεης Φύσης. Εκείνο που έχει σημασία να κρατήσουμε αναφορικά με τον Ράσκιν είναι η δυσκολία της κατάταξής του βάσει των ιδεολογικών του γνωρισμάτων. Ο Ράσκιν προσπάθησε να συνδυάσει αρχές του συντηρητισμού και του σοσιαλισμού. Όπως επισημαίνουν οι Lowy και Sayre,
«Καθώς ο Ράσκιν εξυμνεί έναν σοσιαλισμό κι έναν κομμουνισμό που δεν προβλέπει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας […] και έναν τορυσμό που δεν θέλει να προστατέψει τα προνόμια των προνομιούχων τάξεων και δεν αναγνωρίζεται σε καμιά σύγχρονη μοναρχία, οι αντιλήψεις του δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις παραδοχές των όρων»[26].
Ο Ράσκιν εκδήλωσε, με έντονο τρόπο, την κριτική ορισμένων διανοητών που είχαν ιδεολογικές καταβολές στον ρομαντικό συντηρητισμό προς τους πολιτικούς του 19ου αιώνα που εξέφραζαν συντηρητικές θέσεις. Όπως γράφει ο John Weiss, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι νέες κοινωνικές συνθήκες ανάγκασαν τους συντηρητικούς να έρθουν σε ρήξη με πολλές πολιτικές[27], οι οποίες βασίζονταν στις αρχές του συντηρητικού ρομαντισμού. Έπρεπε πια να γίνουν προσαρμογές και παραχωρήσεις. Η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση μεταμόρφωναν την αγροτική Ευρώπη[28]. Στην πράξη, οι περισσότεροι συντηρητικοί πολιτικοί ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ηγέτες της βαριάς βιομηχανίας[29]. Αυτή η επιλογή έφερε τους συντηρητικούς πολιτικούς σε αντιπαράθεση με τους, λίγους αρχικά, διανοητές του συντηρητικού ρομαντισμού. Οι συντηρητικοί ρομαντικοί διανοητές αντιμετώπιζαν τους γαιοκτήμονες, τους ιερείς και τους συντηρητικούς πολιτικούς, που συμμαχούσαν με τους φιλελεύθερους αστούς στα πλαίσια του νεώτερου αστικού κράτους, ως κάποιους που πρόδιδαν τις αρχές τους και συμβιβάζονταν με την επέλαση της υλιστικής νεωτερικότητας, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την εξυπηρέτηση των ταξικών τους συμφερόντων.
Τέτοιες περιπτώσεις διανοητών υπήρξαν και στην Γερμανία. Στην συγκεκριμένη χώρα, ανάμεσα στα έτη 1878 και 1886, δημοσιεύθηκε το έργο του Πωλ ντε Λαγκάρντ (1827-1891), που έφερε τον τίτλο Γερμανικά Γραπτά. Ο Λαγκάρντ, αν και παρέμεινε ένας συγγραφέας με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό[30], κατάφερε να καταστήσει επίκαιρες κάποιες από τις κεντρικές ιδέες του συντηρητικού εθνικισμού, που είχαν επεξεργαστεί παλαιότεροι θεωρητικοί του Ρομαντισμού.
Σύμφωνα με τον Λαγκάρντ, η Γερμανία του Βίσμαρκ κατέκτησε την ενότητά της και απέκτησε ισχύ για να χάσει την ψυχή της[31]. Οι περισσότεροι παλαιοί συντηρητικοί, ακολουθώντας τις διδαχές του Ζοζέφ ντε Μαιστρ (1753-1821), καταδίκαζαν το νεωτερικό κράτος και υποστήριζαν ότι το κράτος που τους εξέφραζε θα έπρεπε να δομείται σε μια θεολογική μεταφυσική[32]. Ο Λαγκάρντ αντιμετώπισε κι αυτός το νεωτερικό κράτος ως «μηχανή χωρίς ψυχή»[33], που είχε αποξενωθεί από όσους διοικούσε. Αλλά αντικατέστησε το θεολογικό μεταφυσικό υποκείμενο του παλαιότερου συντηρητισμού, με εκείνο του έθνους. Δεν ήταν ο Θεός εκείνος που έπρεπε να εμβαπτίζει με το πνεύμα του τους θεσμούς του κράτους, που ο Λαγκάρντ οραματιζόταν. Ήταν το γερμανικό έθνος, το οποίο για τον Λαγκάρντ έγινε αντιληπτό ως αέναη συλλογική οντότητα, που διέθετε μια μυστικιστική εσωτερική ενότητα. Σε αυτή την εσωτερική ενότητα έπρεπε να εμβαπτιστούν οι κρατικοί θεσμοί, προκειμένου να προϋποθέσουν τον επιθυμητό βίο του έθνους. Ο Λαγκάρντ απέρριπτε ως ορθολογιστικό και υλιστικά νεωτερικό το γερμανικό κράτος του Βίσμαρκ. Στόχος του ήταν να το επαναφέρει στην λειτουργία του «υπηρέτη του έθνους»[34]. Ο Λαγκάρντ αναζητούσε εκφραστές του οράματός του σε μια «ευγενή μειονότητα του έθνους[35]». Σε μια «αριστοκρατία του πνεύματος», που δεν θα είχε καμιά σχέση με κληρονομικά δικαιώματα[36].
Σε γενικές γραμμές, στις παραπάνω προσεγγίσεις του Λαγκάρντ μπορούμε να ανιχνεύσουμε ορισμένες επιρροές παλαιότερων διανοητών του συντηρητικού Ρομαντισμού, όπως ο Άνταμ Μύλλερ (1779-1829). Ωστόσο, το πολύ σημαντικό στοιχείο, που ανιχνεύεται αρχικά στον Λαγκάρντ και στην συνέχεια μεταδίδεται στους επιγόνους του, έχει να κάνει με την έννοια της παράδοσης. Ο Λαγκάρντ υποστήριξε ότι η υπεράσπιση του πνεύματος της παράδοσης, εκ μέρους των συντηρητικών, δεν θα έπρεπε να γίνει με την εμμονή στα δεδομένα του παλαιού κόσμου, που οι νεωτερικές εξελίξεις είχαν αφήσει οριστικά πίσω. Για τον Λαγκάρντ η παράδοση δεν ήταν τρόποι, αλλά πνεύμα. Ένα πνεύμα που έπρεπε να περάσει ακέραιο στη νέα εποχή, προκειμένου να αποτελέσει την απαρχή της αντίστασης στην κυριαρχία του νεωτερικού φιλελευθερισμού. Και, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ο φορέας που περιείχε αυτό το παραδοσιακό πνεύμα δεν ήταν τα δικαιώματα γης ή η εκκλησιαστική αυθεντία των προνεωτερικών αρχουσών τάξεων, αλλά το έθνος. Αν πιστεύουμε με νοήμονα τρόπο στο παρελθόν, θα πρέπει να κοιτάξουμε προς το μέλλον[37], υποστήριξε. Έτσι, παρουσίασε το έθνος καθώς και την σύσταση του κράτους που οραματιζόταν, ως αντίπαλες εναλλακτικές στην ορθολογιστική πολιτική και πολιτειακή οργάνωση.
Αντίστοιχο ρόλο στην Γαλλία είχε ο Μωρίς Μπαρρές (1862-1923). Αναμιγνύοντας επιρροές από διάφορα ρεύματα του Ρομαντισμού, από την φιλοσοφία του Νίτσε και από επιστημολογικές προσεγγίσεις της εποχής, δημιούργησε τελικά ένα ιδεολογικό σχήμα που παρουσίαζε τον εθνικισμό με τους νέους για την εποχή όρους του γενεαλογικού ντετερμινισμού[38]. Ο Μπαρρές, που αποτέλεσε κεντρική επιρροή για την σκέψη του Δραγούμη, ακολούθησε το παράδειγμα του Λαγκάρντ στο ζήτημα της παράδοσης. Όπως σημειώνει ο Marcel Gauchet, η παραδοσιοκρατία του Μπαρρές ήταν αντι-παραδοσιακή[39]. Συνοψίζοντας την κεντρική ιδέα της πολιτικής σκέψης του Μπαρρές, ο John Weiss υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τον Μπαρρές, οι Γάλλοι,
«δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ορθολογικούς υπολογισμούς για να κρίνουν τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία. Αντίθετα, θα έπρεπε να καταδυθούν στα έγκατα των υποσυνείδητών τους ενστίκτων. Σ’ αυτά τα ένστικτα θα έβρισκαν […] τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία: μια ζώσα πραγματικότητα, που η φύση της οριζόταν από τη συλλογική εμπειρία και τις αποκρίσεις, ζυμωμένες από γενιές και γενιές προγόνων με το γαλλικό αίμα και το γαλλικό χώμα»[40].
Παρατηρεί κανείς ότι η απόκλιση από τον κλασικό συντηρητισμό άρχισε να μεγαλώνει. Καθώς και ότι ο παλιός οργανικισμός του Ρομαντισμού μετασχηματιζόταν αφομοιώνοντας βιολογικούς όρους. Πρόκειται για κάτι καθόλου τυχαίο. Γιατί παράλληλα στις εναπομείνασες συνέχειες των αντιδιαφωτιστικών εκδοχών του Ρομαντισμού, στο δεύτερο μισό του19ου αιώνα αναπτύχθηκε και το ρεύμα του φυλετισμού.
Τα φυλετικά δόγματα που άρχισαν να αναπτύσσονται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτέλεσαν, αρχικά, προεκτάσεις του γενικότερου «επιστημονισμού». Ο Στάνλεϊ Πέιν σημειώνει ότι μερικές φυλετιστικές αναλύσεις ξεκίνησαν ως μελέτες της συγκριτικής φυσιολογίας και της ανθρωπολογίας από απολιτικούς επιστήμονες[41]. Ωστόσο, δεν άργησαν να εμφανιστούν ερευνητές που επιχείρησαν να δώσουν επιστημονική εγκυρότητα σε φυλετικές ιεραρχήσεις, οι οποίες είχαν προφανείς πολιτικές καταβολές και στοχεύσεις. Στην κεντρική και την δυτική Ευρώπη ο φυλετισμός συνδέθηκε με τις μυστικιστικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν σε κύκλους υποστηρικτών των νεότερων συντηρητικών πολιτικών θέσεων. Από αυτό το μπόλιασμα δημιουργήθηκε η εκδοχή του «μυστικιστικού ρατσισμού»[42].
Ο μυστικιστικός ρατσισμός πρόκρινε νέες κάθετες διακρίσεις. Πλέον δεν υπήρχε μόνο η βασική τομή ανάμεσα στους λευκούς και τους μη λευκούς ανθρώπους. Στα φυλετικά δόγματα που εμφανίζονταν υπήρχαν νέες τομές ανάμεσα στους λευκούς λαούς της Ευρώπης. Καθιερώθηκε μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία ορισμένοι σλαβικοί, λατινικοί και βαλκανικοί πληθυσμοί ήταν κατώτεροι από τους γερμανικούς λαούς της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης[43]. Ο πιο γνωστός εκλαϊκευτής του δόγματος αυτού υπήρξε ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (1855-1927). Ο Τσάμπερλεν συνδύασε τον κοινωνικό δαρβινισμό με το ρατσισμό […] δημιουργώντας κυριολεκτικά ένα σενάριο για φυλετικούς πολέμους[44].
Ο αναδυόμενος φυλετισμός με το επιστημολογικό επίχρισμα συνοδεύτηκε από έναν «εκσυγχρονισμό» της αντιεβραϊκής αντίληψης. Μιας αντίληψης που ευδοκιμούσε παλιότερα σε συντηρητικούς κύκλους. Στην οπτική των κύκλων αυτών οι, διασκορπισμένοι ανά την Ευρώπη, Εβραίοι γίνονταν νοητοί ως ανατροπείς του πολιτισμού[45]. Ως μια συμπαγής ομάδα, που αποτελούσε την πεμπτουσία του υλιστικού διεθνισμού και υποστήριζε τον κοσμοπολιτικό φιλελευθερισμό, έχοντας ως σκοπό να καταστρέψει της παραδοσιακές ευρωπαϊκές κοινωνίες για να ισχυροποιηθεί η ίδια. Ωστόσο οι λόγοι αυτής της συντηρητικής αντίληψης ανάγονταν, μέχρι τότε, σε θεολογικά και πολιτικά επιχειρήματα. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κι έπειτα στην περιρρέουσα αντιεβραϊκή αντίληψη προστέθηκε και το ανθρωπολογικό κριτήριο. Αυτό δεν εμπόδισε Εβραίους διανοητές να συνδεθούν με το ρομαντικό εθνικιστικό ρεύμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σοσιαλιστής και εθνικιστής Μόζες Χες (1812-1875), που στα 1862 δημοσίευσε το μανιφέστο Ρώμη και Ιερουσαλήμ. Στο συγκεκριμένο έργο ακολούθησε την τυπικά ρομαντική εθνικιστική γραμμή, ερχόμενος σε ρήξη με τους συμπατριώτες του που υποστήριζαν τον κοσμοπολιτικό φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού[46]. Οι θέσεις αυτές του Χες, πάντως, επηρέασαν μια ισχνή μειοψηφία συμπατριωτών του και έμειναν για καιρό στην αφάνεια. Όσο η πλειοψηφία των, ανά την Ευρώπη, Εβραίων έμενε προσηλωμένη στα φιλελεύθερα ιδεώδη του Διαφωτισμού τόσο περισσότερο συνέχιζε να συγκεντρώνει το μένος των Ευρωπαίων συντηρητικών εθνικιστών. Στο μένος αυτό, με την πάροδο του χρόνου, προστέθηκαν και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Εβραίοι ορίσθηκαν ως μία ιδιαίτερη φυλή, μια ανατρεπτική αντι-φυλή που στόχευε στην καταστροφή της καθαρότητας των ανώτερων φυλών[47]. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, στην αυγή του 20ου αιώνα, η ιστορία του αντισημιτισμού αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών μελετών και διαλέξεων, που πραγματοποιούνταν ακόμη και από, πολιτικά ουδέτερους, έγκριτους επιστήμονες[48].
Όλη αυτή η, μικρή αρχικά, τάση προς νέες εκδοχές του ριζοσπαστικού συντηρητισμού και του εθνικισμού, που αναπτύχθηκε στον ευρωπαϊκό πνευματικό κόσμο, συνοδεύτηκε από ορισμένα νέα κοινωνικά φαινόμενα. Φαινόμενα τα οποία συνδέθηκαν με τις προαναφερθείσες αντιλήψεις που αναπτύσσονταν στους κύκλους των ριζοσπαστών συντηρητικών. Ένα από αυτά τα φαινόμενα ήταν η αύξηση του ενδιαφέροντος για τον εσωτερισμό και τον αποκρυφισμό. Στην αρχική του φάση το εν λόγω φαινόμενο είχε σχετιστεί με τον ελευθεροτεκτονισμό. Οι εκφραστές του συνήθως υιοθετούσαν φιλελεύθερες απόψεις. Ωστόσο, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αυτό άρχισε να αλλάζει. Αυξήθηκε ραγδαία το ενδιαφέρον για το πεδίο του αποκρυφισμού. Νέες ομάδες και δοξασίες διαφορετικές από εκείνες του ελευθεροτεκτονισμού εμφανίστηκαν. Αρκετές από αυτές είχαν συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο και στην κεντρική Ευρώπη έτειναν να συνδέονται όλο και περισσότερο με φυλετιστικές ομάδες[49]. Ένα ακόμη φαινόμενο του ύστερου 19ου αιώνα ήταν η διάδοση μιας νέας αντίληψης αναφορικά με την έννοια της αρρενωπότητας. Η νέα μορφή της αρρενωπότητας εμπεριείχε σημαντικές συνέπειες για τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, με τους οποίους σχετίστηκε πολιτικά όλο και περισσότερο[50].
Η τάση της απομάκρυνσης από τον ορθολογισμό, μετά το 1890, έγινε ορατή και στην κοινωνική θεωρία. Ο Γάλλος Γουστάβ Λε Μπον (1841-1931) προσπάθησε να αναδείξει τον ανορθολογισμό της συμπεριφοράς του πλήθους με κείμενα που έγιναν αρκετά δημοφιλή[51]. Η ιταλική σχολή της πολιτικής κοινωνιολογίας, έχοντας ως κύριους εκπροσώπους τους Γκαετάνο Μόσκα (1858-1941), Βιλφρέντο Παρέτο (1848-1923) και Ρόμπερτ Μίχελς (1876-1936), υποστήριξε την ματαιότητα της ύπαρξης ενός φιλελεύθερου ή σοσιαλιστικού πολιτικού δόγματος και επιβεβαίωσε την κυριαρχία των ελίτ σε όλα τα συστήματα[52]. Στην Γερμανία ο Βίλχελμ Ντίλταϊ (1833-1911) προσπάθησε να ορίσει το πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, σε αντιδιαστολή προς τις φυσικές επιστήμες και τον μεθοδολογικό θετικισμό[53], υιοθετώντας βασικές αρχές του Ρομαντισμού, προκειμένου να συγκροτήσει την μεθοδολογία του.
Στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης ο πλέον ευανάγνωστος αρνητής του ορθολογισμού, στην αρχή του 20ου αιώνα, ήταν ο Ανρί Μπερξόν (1859-1941). Ο Μπερξόν βασίστηκε στις διαπιστώσεις του Νίτσε και του Δαρβίνου κι επέκρινε την αξίωση της νόησης να περικλείσει το σύνολο της γνώσης. Κεντρική του θέση ήταν ότι η εξέλιξη των ειδών εξαρτάται από μια «ζωτική ορμή» προερχόμενη από μια συνείδηση που προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιστάσεις της ύλης για να την καταστήσει όργανο ελευθερίας[54]. Ο Μπερξόν υποστήριξε ότι τα στάδια της φυσικής ανέλιξης, μέσα από τα οποία η ύλη μεταστοιχειώνεται σε καθαρή πνευματικότητα, είναι τρία. Το ζωικό ένστικτο, που παρέχει μια πρωτόγονη μορφή αυτοσυντήρησης. Ο επιστημονικός λογισμός, που επιτυγχάνει τον ίδιο στόχο σε ένα υψηλότερο επίπεδο αυτογνωσίας. Και η ποιητική ενόραση, που αποτελεί την ανώτερη πνευματική δράση, καθώς υπερβαίνει κάθε υλικό περιορισμό[55].
Θα πρέπει, ασφαλώς, να διευκρινιστεί πως το άπλωμα αυτού του νεοϊδεαλιστικού κύματος δεν περιορίστηκε σε συντηρητικές εκδοχές. Στα πεδία των τεχνών και της λογοτεχνίας εμφανίστηκαν τα ρεύματα της πρωτοπορίας, τα οποία διαπνέονταν, κυρίως, από ελευθεριακές αντιλήψεις. Επίσης, στον πολιτικό χώρο των σοσιαλιστών πραγματοποιήθηκαν ζυμώσεις, που σχετίζονταν με τον νεορομαντικό ιδεαλισμό των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ο ευρωπαϊκός μαρξισμός είχε υιοθετήσει την μορφή της σοσιαλδημοκρατίας και παρέμενε προσαρμοσμένος στον κοινοβουλευτικό φιλελευθερισμό. Ωστόσο, από την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα κι έπειτα, αυτό άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Σε χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, η νέα γενιά των επαναστατών ηγετών επέμεναν ότι ο σοσιαλισμός θα έπρεπε να προσανατολιστεί προς την επαναστατική δράση[56] και να προετοιμαστεί για τη βίαιη αντικατάσταση του καπιταλισμού[57]. Στην Ιταλία και την Γαλλία η επαναστατική αναθεώρηση του μαρξισμού πρόκρινε μη ορθολογικές προσεγγίσεις για την οργάνωση των συνδικάτων. Οι προσεγγίσεις αυτές τόνιζαν την σημασία των μύθων, των συμβόλων, των συναισθηματικών εκκλήσεων, και ιδιαίτερα της βίας[58]. Η θεμελιακή αυτή αναθεώρηση του σοσιαλισμού είχε ως κύριο εισηγητή τον Γάλλο Ζορζ Σορέλ (1847-1922).
«Ο Σορέλ θεωρούσε ότι ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να προβλέψει την άνοδο της μεταρρυθμιστικής μπουρζουαζίας, η οποία έκανε μεγάλες παραχωρήσεις για να διατηρήσει […] το υπάρχον σύστημα. Άρα, μια καινούργια επαναστατική συνείδηση θα έπρεπε να δημιουργηθεί διαμέσου της βίας. Επίσης, ο υλισμός και ο ορθολογισμός θα έπρεπε να απορριφθούν στο όνομα ενός ηρωικού πεσιμισμού, που θα οικοδομούσε τον ηρωισμό, τη θυσία και τον ασκητισμό[59]».
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει την διάχυση ορισμένων αντιλήψεων του Ρομαντισμού σε ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών τομέων. Ωστόσο, μετά το 1890 ο θετικισμός και ο ορθολογισμός δέχτηκαν πλήγματα ακόμη και από την ίδια την επιστημονική κοινότητα. Σημαντικοί εκπρόσωποι των θετικών επιστημών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει πλήρης αντικειμενικότητα της επιστήμης και πως δεν θα πρέπει να πιστεύει κανείς σε απόλυτες επιστημονικές αλήθειες[60].
Όπως προανέφερα, η μεγάλη ανάπτυξη του ανορθολογικού κύματος στον ευρωπαϊκό πνευματικό κόσμο έλαβε χώρα μετά την δεκαετία του 1890. Μάλιστα, μέχρι και τα χρόνια του μεσοπολέμου, έγινε τόσο εκτενής ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αναστάτωση στους πνευματικούς κύκλους. Στην πρόκληση αυτής της αναστάτωσης έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι η επίθεση στην κυριαρχία της νοησιοκρατίας δεν πραγματοποιήθηκε από κάποιο συμπαγές κίνημα. Αλλά από ένα σχεδόν χαοτικό μωσαϊκό ρευμάτων, στο φάσμα του οποίου συγκαταλέγονταν τάσεις από τις αντιδραστικές εκδοχές του νεότερου Ρομαντισμού μέχρι τις πλέον ελευθεριακές της avant garde πρωτοπορίας.
Ο Στάνλεϊ Πέιν θεωρεί πως θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι υπήρχε μια πολιτιστική κρίση στην ευρωπαϊκή κοινωνία ως σύνολο στη διάρκεια της περιόδου 1890-1914[61]. Εντούτοις επισημαίνει ότι οι αλλαγές αντιλήψεων, που προκάλεσε σε τμήματα του πληθυσμού της Ευρώπης η επέλαση του ανορθολογισμού στον πνευματικό κόσμο, ήταν εντυπωσιακές. Από την άλλη, ο Isaiah Berlin, παρατήρησε ότι κανείς από τους ευανάγνωστους θεωρητικούς των τελών του 19ου αιώνα δεν είχε προβλέψει την κινηματική δυναμική που θα αποκτούσε ο εθνικισμός μέσα από τις ερμηνείες αυτών των ρευμάτων[62]. Εύλογα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι ιδεολογικές συνθήκες για την κρίση του φιλελεύθερου νεωτερικού πολιτικού και οικονομικού υποδείγματος είχαν αρχίσει να γεννιούνται. Το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσε και τις υλικές.
Έχοντας κατά νου όλη αυτή την εικόνα εκτιμώ ότι μπορεί να αναγνωστεί καλύτερα και η περίπτωση του Δραγούμη. Όπως προανέφερα, ο Δραγούμης παρακολουθούσε τα ευρωπαϊκά δρώμενα στα πεδία της πολιτικής θεωρίας και της λογοτεχνίας. Και όταν άρχισε να παίρνει ενεργά μέρος στις πολιτικές και φιλολογικές εξελίξεις της Ελλάδος, είχε ήδη αποφασίσει ότι θα συντασσόταν στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του νεοϊδεαλιστικού ανορθολογισμού.
Το στρατόπεδο αυτό μπορεί να μην ήταν συμπαγές, ούτε πολιτικά ισχυρό. Ωστόσο, την εποχή που άρχισε να δραστηριοποιείται ο Δραγούμης, είχε αποκτήσει πανευρωπαϊκά μεγαλύτερο ακροατήριο από αυτό που διέθετε τις προηγούμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι ο Δραγούμης προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια, με ισχυρές προσβάσεις στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, και ενθυμούμενος ότι, μεταξύ των άλλων, κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής, οδηγούμαι στην επιβεβαίωση του αρχικού συμπεράσματος. Ότι, δηλαδή, οι χαρακτηρισμοί του «απομονωμένου» και του «αποσυνάγωγου» ίσως να είναι υπερβολικοί για την περίπτωσή του. Πέραν τούτου, θα μπορούσα να συμπληρώσω, με διάθεση χιούμορ, ότι ένας χαρακτηρισμός που περιλαμβάνει αναφορά στον θρησκευτικό τόπο των Εβραίων, μάλλον, δεν θα του άρεσε και πολύ.
Ενδεχομένως να αντιμετωπίστηκε ως τέτοιος από ένα μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος εξουσίας της εποχής του. Για τα δεδομένα όσων συγκροτούσαν τον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού συστήματος εκείνης της εποχής, μπορεί όντως να φαινόταν εντελώς ιδιότυπη η περίπτωση ενός ανθρώπου όπως ο Δραγούμης ανάμεσά τους. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικοί επιστήμονες της σημερινής εποχής πρέπει να μένουν εγκλωβισμένοι στην οπτική μιας κοινωνικής ομάδας των αρχών του 20ου αιώνα.
Το ίδιο ανεπαρκής θεωρώ ότι είναι και η αιτιολόγηση της δολοφονίας του «λοξία» διανοητή, επειδή η υποτιθέμενη ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας του προκάλεσε την ακραία αντίδραση των αντιπάλων. Όπως είναι γνωστό, οι λόγοι της δολοφονίας του Δραγούμη δεν ήταν μόνο ιδεολογικοί. Είχαν να κάνουν σίγουρα και με τον ρόλο του Δραγούμη στους συσχετισμούς πολιτικής ισχύος της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Είναι σχεδόν βέβαιο, επίσης, ότι η δολοφονία του σχετίστηκε με ισχυρούς ανθρώπους της εποχής, με τους οποίους είχε προσωπικές διαφορές. Φαίνεται πιο ορθό, δηλαδή, να αναζητήσουμε μια σύνθεση λόγων που προκάλεσαν την δολοφονία του Δραγούμη από το να μείνουμε σε μια μονοδιάστατη ερμηνεία, που θα εστιάζει αποκλειστικά στην ιδεολογική του διαφορετικότητα.
Συμπερασματικά, ο Ίωνας Δραγούμης υπήρξε ένας εκ των εκφραστών του ανορθολογικού πνευματικού κύματος, που απλώθηκε πανευρωπαϊκά κατά την εποχή που έζησε. Το κύμα αυτό διέθετε εκφραστές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Μπορεί οι ιδέες τους να μην εύρισκαν εύκολα πρόσβαση στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, αλλά αυτό δεν σηματοδοτεί την απόλυτη απομόνωσή τους. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις ομοιότητες των περιπτώσεων του Δραγούμη, του Μπαρρές και του Γκαμπριέλε Ντανούτσιο (1863-1938). Και οι τρεις ξεκίνησαν ως λογοτέχνες, για να αποκτήσουν τελικά ενεργό ρόλο στον πολιτικό στίβο των χωρών τους, υπηρετώντας συντηρητικές και εθνικιστικές πολιτικές θέσεις. Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, δυσκολεύομαι να συμμεριστώ την αποδοχή μιας υποτιθέμενης παράδοξης μοναδικότητας της περίπτωσης του Δραγούμη, στην οποία καταλήγουν, συνήθως, οι μελετητές του.
[1] ΓΙΑΝΝΗΣ Α.ΜΑΖΗΣ, ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ, μτφ Ανδρέας Παππάς, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2016, σελ. 13.
[2] Ο.π..
[3] Ο.π.
[4] Ο.π σελ.14.
[5] Μια καλή ιδέα περί αυτού μας δίνει το αφιέρωμα στον Δραγούμη, του έβδομου τεύχους των Τετραδίων Ευθύνης, που φέρει τον τίτλο ΕΠΙΤΑΦΙΑ ΣΤΗΛΗ ΣΤΟΝ ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ, ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ και κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1978.
[6] Ο Κώστας Γιαννόπουλος, στο βιβλίο Περικλής ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ. Πορτραίτο που κάηκε στο φως, αναφέρει ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξε σταθερό σημείο αναφοράς για τον Δραγούμη και ιχνηλατεί την στενή φιλική και ιδεολογική τους σχέση. Κώστας Γιαννόπουλος, Περικλής ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ. Πορτραίτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ 48-53.
[7] Ο Δραγούμης είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για την ποίηση του Παλαμά, μετά την δημοσίευση του Δωδεκάλογου του Γύφτου. Η σχετική επιστολή, μέσω της οποίας είχε γνωστοποιήσει στον Παλαμά την άποψή του, δημοσιεύθηκε στο 245ο τεύχος του περιοδικού Νουμάς, την 29η Απριλίου του 1907.ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, ΜΕΛΕΤΑΙ, Πελεκάνος, Αθήνα 2014, σελ. 42-47. Από την άλλη, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε ποίημα αφιερωμένο στην μνήμη του Δραγούμη μετά τον θάνατό του, με τον τίτλο «Νεκρική Ωδή». ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΗΝΗΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΑ ΣΤΗΛΗ ΣΤΟΝ ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ, ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ, Αθήνα 1978, σελ. 136-139.
[8] Ιδιαίτερης μνείας αξίζει η επιστολή του Άγγελου Σικελιανού προς τον Ίωνα Δραγούμη, που στάλθηκε την 11η/24η Απριλίου του 1912, στην οποία ο Σικελιανός δήλωσε «τετρακάθαρα εθνικιστής». Θα πρέπει, ασφαλώς, να σημειώσω ότι σε μεταγενέστερες περιόδους και έπειτα από τον θάνατο του Δραγούμη, ο Σικελιανός κατέφυγε σε διαφορετικές ιδεολογικές αναζητήσεις. Η παραπάνω επιστολή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή», 6/7/1997 , σελίδα 11. Εγώ την ανίχνευσα στον διαδικτυακό τόπο http://1-2.gr/2018/06/19/aggelos-sikelianos/
[9] Είναι γνωστός ο σεβασμός του Νίκου Καζαντζάκη για την σκέψη και τον βίο του Δραγούμη. Τις επιστολές που του είχε στείλει ο Καζαντζάκης μπορεί να διαβάσει κανείς στον παρακάτω ηλεκτρονικό σύνδεσμο του American School of Classical Studies at Athens https://www.ascsa.edu.gr/resources-landing/resources-search results?keyword=Καζαντζάκης+Νίκος&search_type=Keyword
[10] Κλεοπάτρα Λεονταρίτου, Η ΝΕΟΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΒΙΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, Θεμέλιο, Αθήνα, 1981.
[11] Ο όρος «ιδεολογία» έχει αποτελέσει σημείο αναλύσεων και αντιπαραθέσεων μετά την εποχή του Διαφωτισμού. Σε αυτό το κείμενο θα τον χρησιμοποιήσω με τον τρόπο που προτείνει ο Andrew Heywood στο βιβλίο Πολιτικές Ιδεολογίες. Δηλαδή, ως ενός σχετικά συνεκτικού συνόλου ιδεών, που παρέχει τη βάση για οργανωμένη πολιτική δράση, είτε έχει ως στόχο της τη διατήρηση, την αλλαγή ή την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας. Andrew Heywood, Πολιτικές Ιδεολογίες, μτφ. Χαρίδημος Κουτρής, Επίκεντρο, Αθήνα 2007, σελ. 50.
[12] ΑΠΑΝΤΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ, ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ, ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, Αθήνα, 1992, σελ. 151 και 173-177.
[13] Ο.π. σελ. 183. Ο νεαρός Δραγούμης αναφέρει πως θέλει να αγοράσει τα βιβλία Πέτρες της Βενετίας του Άγγλου, ρομαντικού, φιλοσόφου Τζων Ράσκιν (1819-1900) και τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
[14] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 49.
[15] SERGE BERSTEIN-PIRRE MILZA, Ιστορία της Ευρώπης 2, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ 1815-1919, μτφ. Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1997, σελ. 176.
[16] Ο.π. σελ. 185.
[17] Ο.π. σελ. 225.
[18] Ο.π. σελ. 228
[19] Ο.π. σελ. 228
[20] J. M. ROBERTS, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, Β ΤΟΜΟΣ, μτφ Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Οδυσσέας, Αθήνα 2002, σελ. 192.
[21] Ο.π.
[22] Ο.π.
[23] Michael Lowy-Robert Sayre, ΈΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Β ΕΚΔΟΣΗ, μτφ Δέσποινα Καββαδία, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ/ΔΟΚΙΜΙΑ 9, Αθήνα 1999, σελ. 264-298.
[24] SERGE BERSTEIN-PIRRE MILZA, Ιστορία της Ευρώπης 2, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ 1815-1919, μτφ. Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1997, σελ. 230.
[25] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 51.
[26] Michael Lowy-Robert Sayre, ΈΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Β ΕΚΔΟΣΗ, μτφ Δέσποινα Καββαδία, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ/ΔΟΚΙΜΙΑ 9, Αθήνα 1999, σελ. 274.
[27] John Weiss, Συντηρητισμός και Ριζοσπαστική Δεξιά. Παραδοσιοκρατία, Αντίδραση και Αντεπανάσταση στην Ευρώπη (1770-1945), μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2009, σελίδες 97.
[28] Ο.π.
[29] Ο.π. σελ.98.
[30] Marcel Gauchet, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ III. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΩΝ, 1914-1974, μτφ Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2012, σελ. 180.
[31] Ο.π.. σελ. 175.
[32] «Όλοι οι θεσμοί βασίζονται σε μια θρησκευτική ιδέα ή χάνονται. […] Όχι μόνο η ανθρώπινη λογική, ή αυτό που ονομάζουν φιλοσοφία χωρίς να ξέρουν τι λένε, δεν μπορεί να αναπληρώσει αυτές τις βάσεις […] αλλά αντίθετα, η φιλοσοφία είναι μια ουσιαστικά αποδιοργανωτική δύναμη». ΖΟΖΕΦ ΝΤΕ ΜΕΣΤΡ, Κατά της Γαλλικής Επαναστάσεως, μτφ. Τάκης Αθανασόπουλος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 1999, σελ. 244.
[33] Marcel Gauchet, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ III. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΩΝ, 1914-1974, μτφ Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2012, σελ. 175.
[34] Ο.π.
[35] Ο.π. σελ. 178.
[36] Ο.π.
[37] Ο.π .σελ. 180.
[38] Ο. π. σελ. 183.
[39] Ο.π. σελ. 184.
[40] John Weiss, Συντηρητισμός και Ριζοσπαστική Δεξιά. Παραδοσιοκρατία, Αντίδραση και Αντεπανάσταση στην Ευρώπη (1770-1945), μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2009, σελίδες 140.
[41] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 57.
[42] Ο.π. σελ. 58.
[43] Ο.π.
[43] Ο.π. σελ. 59
[44] Ο.π.
[45] Ο.π. σελ. 59
[46] Isaiah Berlin, ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ. ΔΟΚΙΜΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ, μτφ. Μαρία Ν. Κατσανάρα, SCRIPTA, Αθήνα 2003, σελ 433-435.
[47] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 59.
[48] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Ελβετού ακαδημαϊκού Φέλιξ Στάχελιν, ο οποίος το 1901 έδωσε διάλεξη στο ευρύ κοινό, τοποθετούμενος στο ερευνητικό ερώτημα αν οι ρίζες του αντισημιτισμού είναι αρχαίες ελληνορωμαϊκές ή μεσαιωνικές. FELIX STAHELIN, Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ, Γένεση και εξέλιξη, Βασιλεία 1905, μτφ, Τάσος Ψηλογιαννόπουλος, Αργοναύτης, Αθήνα 2014
[49] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 60.
[50] Ο.π. σελ.61.
[51] Ο.π. σελ. 52.
[52] Ο.π.
[53] ΠΕΡΙΚΛΗΣ Σ. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ, ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΖΩΗ:ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΠΟΡΕΙΑ, Αθήνα 2002, σελ. 240.
[54] SERGE BERSTEIN-PIRRE MILZA, Ιστορία της Ευρώπης 2, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ 1815-1919, μτφ. Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1997, σελ. 227.
[55] ΠΕΡΙΚΛΗΣ Σ. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ, ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΖΩΗ:ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΠΟΡΕΙΑ, Αθήνα 2002, σελ. 250.
[56] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 53.
[57] Ο.π.
[58] Ο.π.
[59] Ο.π. σελ.54.
[60] SERGE BERSTEIN-PIRRE MILZA, Ιστορία της Ευρώπης 2, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ 1815-1919, μτφ. Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1997, σελ. 226-227.
[61] ΣΤΑΝΛΕΪ ΠΕΪΝ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ, 1914-1945, μτφ. Κώστας Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σελ. 62.
[62] Isaiah Berlin, «ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ», στο ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ. ΔΟΚΙΜΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ, μτφ. Μαρία Καστανάρα, SCRIPTA, Αθήνα 2003, σελ. 596.