Την περασμένη Παρασκευή ανάμεσα στα τηλεφωνήματα φίλων που μου ευχήθηκαν χρόνια πολλά για την ονομαστική μου εορτή ήταν και αυτό ενός καταστηματάρχη του κέντρου των Αθηνών. Τον γνωρίζω εδώ και είκοσι χρόνια. Πρόκειται για έναν από τους πιο παλιούς εν ζωή αναρχικούς. Ήταν ως μαθητής για αρκετές ώρες στο Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1973. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους αναρχικούς που έκαναν στέκι του κινήματός τους την πλατεία Εξαρχείων. Μαζί του έχω γνωρίσει και άλλους παλιούς αναρχικούς, όταν βγαίνουμε καμιά φορά για κρασί. Για κάποιον λόγο με συμπάθησε όταν με γνώρισε σε ένα καλλιτεχνικό σεμινάριο του ΕΚΠΑ. Το ίδιο και οι περισσότεροι από τους φίλους του. Ασχέτως αν ήμουν ένας από τους φασίστες που έπρεπε, κατά την αυτοματοποιημένη συνήθεια του πολιτικού τους χώρου, να μισούν.
«Πώς πάει το μαγαζί;» τον ρώτησα μετά τις ευχές.
«Πώς θες να πάει; Την Κυριακή έχουμε μαραθώνιο και από σήμερα [ήταν Παρασκευή] έχει κλείσει ένα μέρος των δρόμων του κέντρου, με αποτέλεσμα να μην κινείται τίποτα στην αγορά. Αύριο θα κλείσει το μισό κέντρο γιατί θα γίνει η μικρότερη διαδρομή του μαραθωνίου στο Σύνταγμα. Σάββατο και δεν θα υπάρχει ψυχή στα μαγαζιά. Μεθαύριο θα κλείσει όλη η Αθήνα για την μεγάλη διαδρομή, σε μια εβδομάδα θα ξανακλείσει για το Πολυτεχνείο, την παραπάνω εβδομάδα θα ξανακλείσει για την συγκέντρωση της ΓΣΕΕ, μετά για τον Γρηγορόπουλο, ε κατά τα Χριστούγεννα μπορεί να ανοίξουν οι δρόμοι και να έρθει κανένας πελάτης».
Η αλήθεια είναι ότι συνειδητοποίησα την δυσαρέσκειά του μολονότι είναι πιθανό να συμμετάσχω κι εγώ στην συγκέντρωση της ΓΣΕΕ. Φαντάζομαι τι θα συνέβαινε με τον εκδοτικό οίκο της λέσχης αν δεν εργαζόμουν σε άλλη δουλειά προκειμένου να έχω σταθερό μισθό για να καλύπτω τα έξοδά του. Αν ένας εκδότης περιμένει το Σάββατο μήπως και κινηθούν τα βιβλία του στα καταστήματα του κέντρου (εφόσον δεν γίνεται λόγος για προσδοκία επωφελούς συνεργασίας με συνοικιακά βιβλιοπωλεία, τα οποία ψυχορραγούν), μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε τι βιώνει ένας μικρός καταστηματάρχης του κέντρου που περιμένει την ίδια μέρα με την προσδοκία να αυξηθεί η κίνηση για να καλύψει -εκτός από τα έξοδα του ΕΦΚΑ και του λογιστή- το επιπλέον κόστος σε φόρους, φως, νερό, τηλέφωνο και μισθό πωλητή.
«Έλα μη γκρινιάζεις. Δεν είναι όλες οι συγκεντρώσεις το ίδιο. Στην ΓΣΕΕ θα κατέβω κι εγώ», του είπα, αν και γνώριζα την απάντηση που θα λάμβανα.
«Δεν μας χέζεις, ρε ψηλέ, με τις πορείες σου; Εκατό χρόνια βόλτες στο κέντρο κάνουμε. Είδες να αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο;»
Η απάντηση του φίλου ήταν αναμενόμενη. Μολονότι είμαι από εκείνους που εξακολουθούν να υποστηρίζουν την σημασία της πορείας ή της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας ως πολιτικών μέσων πίεσης, καταλαβαίνω την αγωνία των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων οι οποίοι πρέπει να ανταγωνιστούν την επεκτατική βουλιμία των μεγάλων brands σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης αλητείας. Εκείνο, πάντως, που σίγουρα δεν ανέχομαι είναι η υποκρισία των κατακαθιών του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού. Τα ακούμε καθημερινά να διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι οι πορείες διαμαρτυρίας κάνουν κακό στην αγορά του κέντρου, ότι κλείνουν τους δρόμους και προκαλούν δυσκολίες στους οδηγούς. Αποφεύγουν, όμως, να πουν ότι και τα δικά τους shows δεν πάνε πίσω.
Προφανώς και σέβομαι απεριόριστα τους αθλητές του μαραθωνίου. Έχω φίλους που λαμβάνουν μέρος σε τέτοιους αγώνες και συνεχίζουν να αθλούνται επί δεκαετίες. Πρόκειται για αθλητές που ξεκινήσαμε μαζί όταν ακόμη ήμασταν έφηβοι. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η όλη κατάσταση με τους συγκεκριμένους αγώνες θυμίζει ένα liberal πάρτι. Το να πραγματοποιηθεί ένας κλασικός μαραθώνιος, πάντα Κυριακή, σε εύλογα χρονικά διαστήματα, είναι κάτι αντιληπτό –αν και αυτό προκαλεί προβλήματα στην κυκλοφορία. Το να αλλοιώνεται ο μαραθώνιος σε τριήμερο χαβαλέ είναι, πάντως, κάτι εκνευριστικό.
Την επόμενη μέρα από την ονομαστική μου εορτή βρέθηκα στο κέντρο. Όντως, από το μεσημέρι και μετά, η Αθήνα έκλεισε για τις μικρές διαδρομές του μαραθωνίου. Κατέβηκα περπατώντας από το ύψος της Νομικής στο Σύνταγμα αφού στην Σταδίου και την Πανεπιστημίου είχε σταματήσει η κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Στην πάνω μεριά της πλατείας Συντάγματος και μέχρι το Ζάππειο διεξαγόταν αυτό που ονόμασαν καταχρηστικά «αγώνα δρόμου». Σύλλογοι ηλικιωμένων και εκδρομείς από την επαρχία που έσερναν τα πόδια τους φορώντας τα εφαρμοστά ρούχα των δρομέων, υποτιθέμενοι δρομείς που χαβαλέδιαζαν σχεδόν περπατώντας κι ένας εκφωνητής που χαχάνιζε στο μικρόφωνο, είχαν κλείσει το κέντρο. «Όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στον αγώνα μας γιατί η αθλητισμός είναι χαρά», έλεγε ο εκφωνητής.
Όχι κύριοι. Δεν είναι πάρτι ο αθλητισμός. Είναι μια δραστηριότητα με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο την οποία εσείς μετατρέπετε σε show, με αποτέλεσμα να κλείνετε το κέντρο της πόλης, να ισοπεδώνετε τους μικρούς εμπόρους, να ταλαιπωρείτε τους εργαζόμενους συμπολίτες σας και να δυσκολεύετε τους ασθενείς που πρέπει να μεταφερθούν σε νοσοκομεία. Είναι σεβαστό και ωραίο το να πραγματοποιηθεί ο κανονικός μαραθώνιος ή οποιαδήποτε άλλη αθλητική διοργάνωση. Όπως είναι σεβαστό και το να κλείσει το κέντρο για μια μαζική διεκδίκηση ενός κοινωνικού αιτήματος.
Δεν είναι σεβαστό, όμως, να κλείνουν οι δρόμοι για πλάκα. Είτε πρόκειται για shows υπό τον μανδύα αθλητικής εκδήλωσης είτε για λόγους τυπικής περατζάδας, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με τις πορείες της ΓΣΕΕ. Ακόμη περισσότερο δεν είναι σεβαστή η υποκρισία των νεοφιλελεύθερων προοδευτικών κυβερνώντων ή διοικούντων, που μεταφέρουν στις συνθήκες μιας πιεσμένης Αθήνας όποια σαχλαμάρα βλέπουν να γίνεται στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό. Όποιος θέλει να περπατήσει στο κέντρο των Αθηνών μπορεί να το κάνει κάθε μέρα. Δεν είναι ανάγκη να υποδύεται ότι τρέχει σε αγώνα δρόμου.
Σκεπτόμενος όλα αυτά άρχισα να κατηφορίζω από το Σύνταγμα προς την Καλλιθέα. Ώσπου, λίγο πριν το Φιξ, ένα ταξί σταμάτησε ακριβώς δίπλα μου προκειμένου να αποβιβάσει δύο επιβάτες. Ήταν Σάββατο μεσημέρι και δεν ήθελα να καθυστερήσω στο οικογενειακό μεσημεριανό γεύμα. Έτσι, αποφάσισα να επιβιβαστώ στο ταξί και να μην συνεχίσω την διαδρομή με τα πόδια. Έπιασα γρήγορα την κουβέντα με τον ταξιτζή. Η αρχή έγινε με το θέμα του μαραθωνίου.
Ο οδηγός ήταν πυρ και μανία με το κλείσιμο του κέντρου για την πραγματοποίηση εκείνης της σαββατιάτικης γελοιότητας. Αλλά σύντομα η συζήτηση πέρασε στα πολιτικά ζητήματα. Ο ταξιτζής, όπως και ο καταστηματάρχης φίλος μου, είναι από εκείνους τους εξηντάρηδες(+) που έχουν κουραστεί από την μετατροπή των μαζικών διαμαρτυριών σε παρελάσεις χαβαλέ, από την υποκρισία της Αριστεράς και από την γενικότερη πολιτική παρακμή, με συνέπεια να ψάχνουν καταφύγιο στην σταθερότητα. Μολονότι ο φίλος μου δηλώνει ότι παραμένει αναρχικός, ο ταξιτζής έχει κάνει πλήρη μεταστροφή.
«Ήμουν στο Πολυτεχνείο το ’73. Βρισκόμουν στην σχολική τάξη. Θυμάμαι ότι μπήκε ένας συμμαθητής, φώναξε ότι έπρεπε να κατέβουμε στην διαμαρτυρία και λίγη ώρα αργότερα σχεδόν όλα τα μαθητόπουλα των Πατησίων ήμασταν έξω από το Πολυτεχνείο. Έφυγα ακριβώς πριν έρθουν τα τανκς. Ήμουν αριστερός για πολλά χρόνια αλλά σήμερα μουντζώνω τον εαυτό μου. Τώρα είμαι περισσότερο φασίστας από την Χρυσή Αυγή και από τον Τραμπ. Πολύ περισσότερο», μου είπε ο ταξιτζής κι εγώ άρχισα να χαμογελάω.
Προσπάθησα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να του εξηγήσω ότι φασίστα μπορούσε να αποκαλέσει εμένα, με κάποιες συζητήσιμες αξιώσεις μεθοδολογικής ευστοχίας, αλλά όχι τον Τραμπ ή την Χρυσή Αυγή. Όμως, ο ταξιτζής είχε αρχίσει να αισθάνεται οικειότητα με έναν συνομιλητή που διέθετε ευήκοα ώτα και δεν είχε σταματημό. Ούτε έδειχνε ενδιαφέρον για αυστηρές ιδεολογικές διευκρινήσεις. Ένα τραύλισμα στην ομιλία έδινε στις φράσεις του βάθος χρόνου. Συνήθως ξεκινούσε την φράση με μια μικρή ομιλητική εμπλοκή και την ολοκλήρωνε με έναν καταιγισμό κολλημένων λέξεων, ο οποίος ταίριαζε στην δικαιολογημένη οργή για τις παθογένειες που βιώνουμε. «Γα-γα-γα-μωστασπίτιατους», έλεγε για να αποτιμήσει τους δεξιούς και αριστερούς πολιτικούς της εποχής μας. Απ’ ότι κατάλαβα η λαθρομετανάστευση, τα μνημόνια, το μακεδονικό, η πολιτική διαχείριση της δολοφονίας του Κατσίφα και ο εκνευρισμός του για τον μηχανισμό ηρωοποίησης του Ζακ Κωστόπουλου τον είχαν στρέψει πολιτικά προς τα εδώ.
Ο ταξιτζής δεν είναι εξαίρεση. Αποτελεί περίπτωση ενός φαινομένου που έχει σαφώς μεγαλύτερες διαστάσεις. Και όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία που κοινωνικά στρώματα με σοσιαλιστικούς προσανατολισμούς στρέφονται προς τον εθνικισμό. Ένα κρίσιμο ερώτημα για τον «χώρο» είναι ποια πολιτική μορφή παίρνει αυτή η μεταστροφή. Βοηθά, όντως, στην ανάπτυξη εθνικιστικών κινημάτων ή διαχέεται στο πολιτικό κενό γεμίζοντάς το με λιμνάζοντα ύδατα;
Το θέμα είναι μεγάλο και δεν μπορεί να αναλυθεί σε ένα άρθρο. Εκείνο που έχει νόημα να δούμε προς το παρόν είναι το πώς εγγράφεται στο νου αυτών των ανθρώπων η αναζήτηση πολιτικής σταθερότητας. Καταρχάς, η χρήση των δημόσιων χώρων για εκδηλώσεις επιδερμικού περιεχομένου απ' όλες τις δυνάμεις του πολιτικού φάσματος (συγκεντρώσεις χωρίς σοβαρά διατυπωμένα αιτήματα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, νεοφιλελεύθερα shows και αριστερές ή αναρχικές εκτονώσεις υπό την μορφή πορείας) με συνέπεια την ταλαιπωρία όλων των υπολοίπων συμπολιτών, έχει προκαλέσει την αποστροφή για κάθε μαζική συνάθροιση και την αγανάκτηση. Αντανακλαστικά, η αντίδραση οδηγεί προς την αναζήτηση της σταθερότητας.
Εφόσον οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην όλη υπόθεση πυροδοτούν την παθογένεια, η αντίδραση των αγανακτισμένων, ο οποίοι επιζητούν την σταθερότητα, κατευθύνεται προς την αναζήτηση μιας λύσης επιβεβλημένης πατερναλιστικά. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο της υπόθεσης. Επειδή, κατά το παρελθόν, ο φασισμός και ο εθνικιστικός συντηρητισμός είχαν συνδεθεί με την πατερναλιστική επιβολή ευρυθμίας και τάξης, οι αγανακτισμένοι των ημερών μας ανακαλούν στην μνήμη τους αυτή την ιστορική εμπειρία και τους αξιολογούν με θετικό πρόσημο.
Όμως, ήταν μόνο ο φασισμός και ο εθνικιστικός συντηρητισμός που επέβαλαν αυτού του τύπου την σταθερότητα; Δεν έκαναν το ίδιο ο κομμουνισμός και οι νεοφιλελεύθερες δικτατορίες της μπανάνας στην Λατινική Αμερική; Ή, ακόμη, αν αντιστρέψουμε το ερώτημα, ήταν απλά καθεστώς ο φασισμός; Δεν ήταν μαζικό κίνημα πριν γίνει καθεστώς; Ασφαλώς και ήταν μαζικό κίνημα αρχικά. Ως κίνημα δεν υιοθέτησε και ο φασισμός την μαζική διαμαρτυρία υπό την μορφή συγκέντρωσης, πορείας κλπ; Σαφώς και την υιοθέτησε, σαφώς και την χρησιμοποίησε προκειμένου να επικρατήσει.
Κατά πόσο, λοιπόν, μπορούν να συνδεθούν με τον νεοφασισμό, με τον εθνικισμό κλπ, (σήμερα που ο νεοφασισμός και ο εθνικισμός αποτελούν δυνάμεις αμφισβήτησης της υπάρχουσας πολιτικής τάξης πραγμάτων), πολίτες οι οποίοι ναι μεν είναι απογοητευμένοι απ' όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις αλλά δεν θέλουν ο νεοφασισμός/εθνικισμός, ως δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής, να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που θα του επιτρέψουν να κάνει πράξη την αμφισβήτηση και την ανατροπή; Μήπως σε αυτή την αντίφαση κρύβεται ένα κενό που μπορεί να εκμεταλλευτεί κάθε έξυπνος επικεφαλής της Δεξιάς, υποσχόμενος σταθερότητα μέσω της περικοπής και της ακόμη μεγαλύτερης απαξίωσης των μαζικών πολιτικών δράσεων; Μήπως σε αυτή την αντίφαση ποντάρει και κάθε απατεώνας της alt right που κάνει λόγο για «μεταπολιτική» εννοώντας, συγκεκαλυμμένα, την προσαρμογή σε νεοφιλελεύθερα σχήματα πολιτικής συμπεριφοράς;
Είναι απλά τα πράγματα, παιδιά. Καλό είναι να υπάρχει μια γενική αποδοχή κάποιων απαράβατων κανόνων της δημοκρατίας. Θα έπρεπε να μας το έχει διδάξει αυτό η ιστορία του εθνικιστικού κινήματος. Προσπάθησα να το εξηγήσω και στον ταξιτζή. Αν θέλουμε εμείς να κάνουμε συγκεντρώσεις μνήμης για τον Κατσίφα, για τους Φουντούλη-Καπελώνη, για τους νεκρούς των Ιμίων, για τον Δραγούμη κλπ, αν θέλουμε να κάνουμε πορείες και συναυλίες για να υποστηρίξουμε τα δικά μας πολιτικά αιτήματα, είναι δεδομένο ότι θα θελήσουν να κάνουν τις δικές τους αντίστοιχες δράσεις και οι αριστεροί με τους αναρχικούς για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου, για την μνήμη του Γρηγορόπουλου και για τα υπόλοιπα δικά τους αιτήματα. Το ίδιο και οι φιλελεύθεροι. Η αθλιότητα ξεκινά όταν κάποιος δοκιμάζει να διαλύσει την συγκέντρωση του άλλου. Αλλά αυτό είναι διαφορετικό θέμα.
Εκείνο που έχει σημασία να κρατήσουμε από αυτό το άρθρο είναι ότι η απαξίωση των μορφών συλλογικής πολιτικής διεκδίκησης μπορεί και να μην είναι πάντα προς όφελός μας. Όσοι λοιδορούν, γενικευτικά και αδιάκριτα, τις μαζικές συγκεντρώσεις, εισέρχονται σε έναν κυκεώνα μεταμοντέρνας αντίθεσης στην ίδια την πολιτική πράξη και μοιραία καταλήγουν να αναζητούν μια αυταρχική κρατική ηγεσία. Ελάτε, όμως, που αυτή η αυταρχική κρατική ηγεσία δεν είναι απαραίτητα εθνικιστική. Για να είμαι πιο ακριβής, στις σημερινές μεταμοντέρνες συνθήκες, αυτή η αυταρχική κρατική ηγεσία έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι εθνικιστική, αριστερή ή οτιδήποτε άλλο πέρα από νεοφιλελεύθερη (διαφόρων αποχρώσεων).
Ακόμη και αν δεν διανοούνται να ψηφίσουν νεοφιλελεύθερα κόμματα, εκείνοι οι ειλικρινά αγανακτισμένοι συμπολίτες μας που απαξιώνουν την συλλογική πολιτική δράση αναζητώντας την άνωθεν σταθερότητα, ίσως και να ρίχνουν νερό στον μύλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δίχως να το συνειδητοποιούν. Και, πολύ περισσότερο, να αλλοιώνουν εμφανώς την ταυτότητα των εθνικιστικών κομμάτων που για να κερδίσουν την ψήφο τους προσαρμόζονται σε αυτή την αντιφατική αποπολιτικοποιημένη θέση.
Παρακολουθώντας τα τότε τεκταινόμενα παρατήρησα ότι ο όρος «μεταπολιτική» γιγαντώθηκε μετά τις διαμαρτυρίες του “Occupy Wall Street Movement” του 2011. Ήταν και η τελευταία φορά όπου μαζικά οι Αμερικανοί βγήκαν στους δρόμους. Τότε γιγαντώθηκαν και στην Αγγλόσφαιρα τα εστιατόρια του εξωτερικού που γνωρίζουμε σήμερα. Μιλάω φυσικά και για τα εστιατόρια της Αριστεράς τα οποία στόχοπροσηλώθηκαν στους σεξουαλικά «απελευθερωτικούς» στόχους τους, αφήνοντας πίσω τους την κριτική για τον καπιταλισμό και τον φιλελευθερισμό.
Σχεδόν πάντα ο όρος «μεταπολιτική» - δηλαδή ότι χάσαμε τον πόλεμο, οπότε ας αποτραβηχτούμε σε βιβλιοθήκες, σε φόρουμ και στο Twitter – συνδυάζεται, σχεδόν πάντα, και με μπόλικο Έβολα. Όπου εάν ήξερε ο συγχωρεμένος, το ποιοι θα έπιαναν τον ίδιο και τα έργα του στο στόμα τους, ίσως να μην είχε επιλέξει να διασκορπιστούν οι στάχτες του, αλλά να θαφτεί, έτσι ώστε να μπορούσε να τους στοιχειώσει το Χαλοούιν… Με τόσο τρολ από τους γνωστούς-αγνώστους, ας μου επιτραπούν και εμένα κάποιες εξυπνάδες.
Γνωστό κόλπο λοιπόν το «κλειστείτε σπίτια σας και φτιάξτε memes». Βολικό. Πολλές φορές με έχω πιάσει να σκέφτομαι την ατάκα του Σταμάτη όταν είχε γράψει άρθρο για την πορεία που είχε γίνει για τα Τέμπη. Δίπλα του, υπήρχε μία νεαρή κοπέλα που έκλεγε και σκέφτηκε, «Δεν ξέρω εάν πλέον ο Έλληνας μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να κλαίει». Άραγε, μπορεί;
Το μόνο που τον διαφοροποιεί από εμάς είναι ότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο ευρωπαϊκά συλλογικό από το εθνικό στοιχείο. Κατά τα άλλα είναι κοντινές στην λέσχη οι περισσότερες προσεγγίσεις του.
Σαφώς, επειδή δεν μασάμε ποτέ τα λόγια μας, θα ήταν καλύτερο -σύμφωνα με την δική μας οπτική πάντα- να μην είχε εμπλακεί με όλους αυτούς τους κύκλους ατόμων που δεν γουστάρουμε και για εμάς αποτελούν ακροδεξιά και wanna be alt right στην βαλκάνια εκδοχή της.
Όμως αυτά είναι αποφάσεις του καθενός εμπλεκόμενου και η γνώμη μας έχει ελάχιστη σημασία.
Η μελέτη, το διάβασμα το άνοιγμα κάποιων οριζόντων πέρα από τα ακροδεξια πρότυπα, προσελκύσουν αρνητικές κριτικές, ιδιαίτερα από ανθρώπους που το βλέμμα τους σταματα μέσα σε στενά όρια.. μέχρι την πόρτα του σπιτιού τους το πολυ. Συνεχίζουμε όμως δυναμικά και οπως η λέσχη προσφερει και αυτή κάτι το διαφορετικό από τα καθιερωμένα.., έτσι προσπαθώ και εγώ.
Είτε αρέσει, είτε όχι, στας Ευρωπας, ιδιαίτερα Γαλλία Γερμανία και Ιταλία..υπήρξαν διανοητές και σε ποσότητα και σε ποιότητα, απίστευτου βάρους και μυαλού.
Όπως μπορεί ο καθένας, δεν θα απολογηθούν σε ανώνυμους χωρίς ταυτότητα. Τα κόμπλεξ είναι έμφυτο, δεν είμαστε γιατροί να το θεραπευσουμε. Και όπως λέει σωστά ο C.Jung:«Η σκέψη είναι δύσκολη, γι' αυτό οι περισσότεροι κρίνουν».
Αφού σου απάντησε ότι δεν είναι ούτε μεταμοντέρνος, ούτε "μεταπολιτικός". Στην τελική δεν είναι ούτε πολιτικός επιστήμονας για να κάνει, με λεπτομερείς αναλύσεις, λεπτές τομές ανάμεσα σε ρεύματα της ιστορίας των ιδεών. Ένας ακτιβιστής είναι που του αρέσει η μελέτη και διαθέτει το πλεονέκτημα να διαβάζει σε τρεις γλώσσες.
Εντάξει, μπορεί να βρεθεί ενίοτε σε κοινούς τόπους με δεξιά μπατανάλια που δεν γουστάρουμε (προφανώς δεν αφορά όλα τα παιδιά αυτή η περιγραφή αλλά μόνο συγκεκριμένα άτομα). Το γράψαμε μία, το γράψαμε δύο, τι νόημα έχει αυτό το διαρκές πριόνισμα των πριονιδιών; Δική του επιλογή είναι με ποιους θα συναναστραφεί.
Αν δεν σου αρέσει η προσπάθεια που κάνει, δεν τον διαβάζεις. Αν δεν σου αρέσει η συμπεριφορά του, δεν τον συναναστρέφεσαι. Ποιο το νόημα να τον αντιμετωπίζεις λες και είναι προβοκάτορας;
Εκτός και αν είσαι ο Τέλης, οπότε δεν ισχύον τα παραπάνω. Τρολάρεις για να γουστάρεις...
κοπριτης εδω...μια χαρα στα ειπε ο ταξιτζης Μαμουτε που αφηνεις ανυπογραφο το αρθρο σου για να μην σε περιλαβω...δεν μπορει μια ολοκληρη κοινωνια να γνωριζει τα αυτονοητα, δηλαδη οτι φασισμος και εθνικισμος ειναι κινηματα της Δεξιας, αλλα εσυ να επιμενεις πως ειναι ο σοσιαλισμος, δηλαδη ο κομμουνισμος, θελοντας να πιστεψουμε οτι η μπανανα ειναι τετραγωνη! μια απο τα ιδια οταν σου απεδειξα σε παλαιοτερο αρθρο εδω περα, μεσα απο πληθωρα ατομων, οτι αν δεν υπηρχε ο Διαφωτισμος τοτε ο εθνικισμος σου δεν θα υπηρχε καν σαν λεξη σημερα, αλλα παλι εσυ ησουν ο μοναδικος σε ολοκληρο τον πλανητη που διαφωνουσε παρουσιαζοντας στρογγυλη την μπανανα αυτη τη φορα...τζαμπα το κουραζεις. ο σοσιαλισμος σου παντα θα παραμενει κομμουνισμος οσο και να προσπαθεις να τον συνδεσεις με εθνικισμο και φασισμο σαν να προσπαθεις να κινησεις αυτοκινητο με βαζελινη στη θεση της βενζινης! απο βου αρχιζουν και οι δυο λεξεις, αλλα δεν ειναι το ιδιο πραγμα αν επιχειρησεις να χρησιμοποιησεις βενζινη αντι για βαζελινη πανω στο λιλι σου! γιατι αλλιως...
-Λεμουριος τρολιστας
"Καταρχάς μπορούμε να διακρίνουμε μια επιφύλαξη προς τις οικονομικές πρακτικές του φιλελεύθερου καπιταλισμού ακόμη και στον συντηρητισμό που προηγήθηκε του Ρομαντισμού. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κονδύλη, τα ουσιώδη γνωρίσματα του καπιταλισμού αποτελούν μια αντιστροφή των συντηρητικών αντιλήψεων για την πολιτική και την ιδιοκτησία. Η αυτονομία του οικονομικού πεδίου που προϋπέθεσε έναν μετασχηματισμό του πολιτικού και την υποταγή της κοινωνίας στους οικονομικούς νόμους εντός των πλαισίων του φιλελεύθερου καπιταλισμού, απάλειψε την παραδοσιακή ιδιαιτερότητα του συστήματος της γαιοκτησίας. Έτσι, την θέση της συντεχνιακής πολιτείας και της πατριαρχίας πήρε η ελευθερία του οικονομικά ενεργού ατόμου και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε όλα τα οικονομικά αυτονομημένα άτομα.
Η ατομική απελευθέρωση και ο ανταγωνισμός μπήκαν εξαρχής στο στόχαστρο των συντηρητικών. Όταν οι κλασικοί συντηρητικοί υπερασπίζονταν την ενότητα της οικονομίας και της πολιτικής υπό την εποπτεία της ηθικής, στο πολιτικό πεδίο απώτερο στόχο είχαν να υποβάλουν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και της αστικής τάξης στον έλεγχό τους.
Με την έλευση του Ρομαντισμού η συντηρητική κριτική στην καπιταλιστική οικονομία πήρε ριζοσπαστικές διαστάσεις. Οι ρομαντικοί αντιδιαφωτιστές υιοθέτησαν την επιφύλαξη των παλαιότερων συντηρητικών προς τον καπιταλισμό και, παράλληλα, έστρεψαν την προσοχή τους στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Υποστήριξαν ότι τα κύρια θύματα του καπιταλισμού ήταν οι φτωχοί άνθρωποι για τους οποίους η ισότητα και η ελευθερία που τους παραχώρησε ο φιλελεύθερος καπιταλισμός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απώλεια της προστασίας που τους παρείχαν παλαιότερα οι συντεχνίες. Δεν ήταν λίγοι οι αντιδιαφωτιστές ρομαντικοί που θέλησαν να κινητοποιήσουν κοινωνικές μάζες με σοσιαλιστικές ιδέες για τους δικούς τους σκοπούς. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο ο Κονδύλης εντόπισε τις απαρχές της θεωρίας της εκμετάλλευσης, την οποία ανέπτυξαν αργότερα οι κλασικοί σοσιαλιστές, σε κείμενα ρομαντικών και συντηρητικών διανοητών. Επίσης, ο Alexander Bertland αναγνώρισε τον πρόδρομο του Ρομαντισμού Τζαμπαττίστα Βίκο ως θεμελιωτή της αναγνώρισης του ρόλου της ταξικής πάλης στην ιστορία....
Ο Φίχτε (1762-1814) πρότεινε τον κρατικό έλεγχο του εμπορίου και την προσαρμογή της οικονομίας σε συνθήκες εθνικής αυτάρκειας. Το πρότυπο κράτος του Φίχτε διέθετε αρκετά σοσιαλιστικά γνωρίσματα, καθώς αναγνώρισε στην κρατική εξουσία ένα ευρύτατο δικαίωμα εποπτείας στην παραγωγή, την κατανομή και την κατανάλωση των οικονομικών αγαθών. Δεν ήταν, όμως, κομμουνιστικό γιατί επέτρεψε την ατομική ιδιοκτησία. Ο Άνταμ Μύλλερ επεξεργάστηκε την ανάλυση του Φίχτε για το κλειστό εμπορικά κράτος και παρουσίασε μια δική του εναλλακτική πρόταση. Ο Μύλλερ θεώρησε ότι η αυτάρκεια στην οικονομική ζωή ενός κράτους, μολονότι στόχευε στο καλό μιας εθνικής κοινωνίας, δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστεί. Έτσι, ο Μύλλερ εισηγήθηκε την επαναφορά του μεσαιωνικού συντεχνιακού συστήματος παραγωγής στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους, το οποίο εμπεριείχε τα σπέρματα του νεότερου ολοκληρωτισμού. Απώτερος στόχος του Μύλλερ ήταν να βρεθεί ένας τρόπος ώστε και οι διεθνείς ροές εμπορευμάτων να συνεχιστούν και το κράτος να παραμείνει παραδοσιοκρατικό.
Σύμφωνα με τον Μύλλερ, ο Άνταμ Σμίθ (1723-1790) παρουσίασε μια φτωχή οικονομική θεωρία που εστίασε μόνο σε προϊόντα. Ο Μύλλερ συμπέρανε ότι η παραγωγή είναι αποτέλεσμα της κίνησης όχι μόνο των χεριών αλλά και των πνευμάτων. Συνεπώς όποιος ήθελε να περιγράψει την παραγωγή δεν έπρεπε να αποκλείσει τις εσωτερικές ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου ούτε το κράτος, ως όλον, με το οποίο ήταν συνδεδεμένος εξαρχής ο άνθρωπος. Κατά τον Μύλλερ πίσω από τα οικονομικά μεγέθη βρίσκονται τα κοινωνικά μεγέθη. Για τον ίδιο λόγο ο Βρετανός ρομαντικός συντηρητικός ποιητής Σ. Τ. Κόλλεριτζ κατηγόρησε τους φιλελεύθερους οικονομολόγους που δέχτηκαν την αυτονομία της οικονομίας, επισημαίνοντας ότι «πάνω από την «political economy» βρίσκεται η «political philosophy»».
Ο Μύλλερ θεώρησε ότι η αρχή της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, η οποία στηρίχθηκε στο αξίωμα ότι αν ο καθένας επιδιώξει το ορθολογικό του συμφέρον το αποτέλεσμα θα είναι αυτομάτως θετικό για το κοινό καλό, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σχεδιασμένη επίθεση της αστικής τάξης στο κράτος. «Καμία κοινωνική τάξη δεν έπρεπε μόνη της να καθοδηγεί και να ρυθμίζει την παραγωγή, τη διανομή και την πίστωση», ήταν η θέση του. Ο Μύλλερ εκτίμησε ότι η παραγωγή θα έβρισκε τον αληθινό της ρυθμό στα πλαίσια ενός νέου κράτους, το οποίο θα διατηρούσε την παλιά μεσαιωνική δομή, με τις συντεχνίες να παράγουν και με διαμεσολαβητικούς θεσμούς -όπως οι αρχιμάστορες, τα πατρικιάτα των πόλεων και η μοναρχία- να λύνουν τις όποιες διαφωνίες ανέκυπταν για την παραγωγή και την οικονομία. Σύμφωνα με τον, επηρεασμένο από τις ιδέες του Μύλλερ, ακαδημαϊκό Ότμαρ Σπαν (1878-1950), η κριτική του Μύλλερ προς τον Άνταμ Σμιθ ήταν στην ουσία μια συνολική κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα...
Η απάντηση του Ράσκιν στον φιλελεύθερο καπιταλισμό είχε επιμέρους πτυχές. Όμως το αίτημά του ήταν ένα και προερχόταν από την πολιτική παράδοση του ρομαντικού αντικαπιταλισμού: Τα οικονομικά μεγέθη θα έπρεπε να γίνουν κατανοητά στην εξάρτησή τους από τις διανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις. Ως πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ο Ράσκιν πρότεινε την αλλαγή νοοτροπίας. Έπρεπε να προσδιοριστεί διαφορετικά η έννοια του πλούτου. Σύμφωνα με τον Ράσκιν πλούσιο θα έπρεπε να θεωρηθεί το έθνος που μπορεί να θρέψει τους περισσότερους ευτυχισμένους ανθρώπους. Όχι εκείνο που θα πετύχαινε μεγαλύτερους αριθμούς παραγωγής. Στην κοινωνία που οραματιζόταν ο Ράσκιν όσες περιουσιακές ανισότητες συνέχιζαν να υπάρχουν θα ήταν «δίκαιες» ενώ η ατομική ιδιοκτησία θα περιοριζόταν και θα αποτελούσε ένα μικρό μέρος του συνολικού πλούτου.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα περίπτωση διανοητή της γενιάς του 1890 που επιχείρησε να συνδέσει τον εθνικισμό με τον σοσιαλισμό ήταν ο Μπαρρές. Ο σοσιαλισμός του Μπαρρές ήταν υπό συνεχή διαμόρφωση και σε ευθεία αντιπαράθεση με την μαρξιστική παράδοση. Ο Μαρξ είχε δύο γνωρίσματα που ο Μπαρρές απεχθανόταν. Ήταν Εβραίος στην καταγωγή και Γερμανός στην σκέψη. Ο σοσιαλισμός του Μπαρρές είχε τις καταβολές του στον Προυντόν (1809-1865) και εστίαζε στις κοινότητες, τον κολεκτιβισμό και τα σωματεία. Ο Μπαρρές υποστήριξε την ηθική και την οικονομική ενδυνάμωση της εργατικής τάξης μέσα από ένα σχήμα που παρουσίαζε ως αντιπάλους της όχι τους Γάλλους αστούς αλλά τους αλλοεθνείς μετανάστες, το ξένο κεφάλαιο και τους Εβραίους τραπεζίτες. Η πρόταση του Μπαρρές για την επίτευξη του σοσιαλισμού ήταν ο προστατευτισμός ενώ παραλλήλισε τον εθνικισμό με τον «σοσιαλισμό του κράτους».
Οι κρατικές παρεμβάσεις με στόχο την παρεμπόδιση του πλουτισμού των αστών σε βάρος των άλλων τάξεων ήταν πρόταση των διανοητών της ιδεολογίας που ερευνούμε ήδη από τον 19ο αιώνα. Στόχος ήταν η υποταγή του αυτονομημένου οικονομικού πεδίου στο πολιτικό. Όπως επισήμανε ο Κονδύλης, αν το οργανικό κράτος γίνει νοητό ως ενότητα μιας ηθικά προσανατολισμένης πολιτικής και οικονομίας τότε η ιδιοκτησία πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι, τρόπον τινά, κρατική ιδιοκτησία στον βαθμό που αντιπροσωπεύει μια υπηρεσία προς τις ανώτερες αρχές που ενσαρκώνει το κράτος."
Στο κείμενο της διατριβής έχω και τις παραπομπές που εδώ δεν μπορούν να ανέβουν.
και ξεχασα να συμπληρωσω στο σχολιο που εκανα, οτι εδω και τοσα χρονια εχω διαβασει αμετρητες αντιφασιστικες σελιδες στα μεσα κοινωνικης δικτυωσης και ιστοσελιδες και ΟΛΕΣ μα ΟΛΕΣ συνδεουν ΠΑΝΤΑ τον φασισμο με τον καπιταλισμο και τη Δεξια. ΠΟΤΕ και ΠΟΥΘΕΝΑ δεν εχω δει εστω ΕΝΑΝ αντιφασιστα να λεει οτι εθνικισμος και φασισμος ειναι σοσιαλισμος και αριστερα, πλην ΦΛΕΦΑΛΟ και Μαυρου Θρηνου που ισχυριζονται το αντιθετο για να κανουν κομμουνιστικο εισοδισμο στον εθνικισμο θελοντας να μας πεισουν οτι τα στρουμφακια που βλεπουμε ειναι κοκκινα!!! δηλαδη, ξερετε εσεις καλυτερα για τον φασισμο και κανει λαθος καθε αντιφασιστας που εχει βιωσει τον φασισμο στο πετσι του ιστορικα κατα τη διαρκεια του αντιφασιστικου του αγωνα; οχι Μαμουτε δεν μας πειθετε...
-Λεμουριος τρολιστας
Υ.Γ. καντε και το εξης πειραμα για του λογου το αληθες: πειτε σε εναν κομμουνιστη της ηλικιας του μπαμπα σας οτι ειστε Δεξιοι...θα σας αποκαλεσει φασιστομουτρα και θα σας αρχισει στις φαπες λεγοντας πως εκεινος ειναι ο φιλελευθερος! τοσο απλα...
-Λεμουριος τρολιστας
Άρα, πάλι σε εμάς θα έρθεις για να μάθεις ιστορία των ιδεών.
Δόξα τω θεώ που ζω τέτοιες εποχές και ο ιστορικός χρόνος συμπηκνωθηκε τόσο πολύ. Μετά τις ελεεινές, δυστοπικες 2 δεκαετίες 90-10, ο τροχός της ιστορίας δείχνει να ξανατρελενεται. Δεν θα πλήξουμε!
Όσον αφορά ην στρατηγική στο θέμα που θέτεις:
"Ό άνθρωπος έχει πεπερασμένα (υλικά) όρια, το κυνήγι του κέρδους που είναι κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού τείνει στο άπειρο", η δική μας κίνηση είναι η εξής: Αλλάζουμε τον τρόπο σκέψης. Αυτό πρότειναν ανέκαθεν οι ρομαντικοί. Δεν είμαστε φιλελεύθεροι ή μαρξιστές υλιστές για να θεωρούμε αυτονόητο αξίωμα αυτό που περιγράφεις. Ο άνθρωπος, όπως γίνεται νοητός στην ρομαντική σκέψη, δεν ζει για να κυνηγάει το αέναο κέρδος. Ζει για να γεμίζει την ψυχική, διανοητική και υλική του υπόσταση με ηθικά και αισθητικά σχήματα που του προσφέρουν πληρότητα. Στοχεύουμε, ανάμεσα στα άλλα, και στην αλλαγή του προσανατολισμού σκέψης και ζωής προς τα έσω.
Η πρώτη μου ένστολη υπηρεσία ήταν στην στρατιωτική σχολή που πέρασα μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων. Υπηρέτησα ένα εκπαιδευτικό έτος στην Σητεία της Κρήτης.
Όμως δεν ήταν στόχος μου να μείνω σε αυτήν. Για αυτό έδωσα ξανά πανελλαδικές εξετάσεις. Εκείνα τα χρόνια, στην δεκαετία του '90, εξεταζόμασταν με ένα σύστημα που έδινε την δυνατότητα στον εξεταζόμενο να κρατήσει τους βαθμούς των μαθημάτων στα οποία είχε γράψει καλά για τρεις χρονιές. Αυτό και έκανα. Κράτησα βαθμούς από την προηγούμενη χρονιά και εξετάστηκα σε λιγότερα μαθήματα την επόμενη.
Με αποτέλεσμα να περάσω στο πρώτο πανεπιστήμιο που σπούδασα και να φύγω από την πρώτη σχολή. Έκτοτε ακόμη τσακώνομαι με τον πατέρα μου ο οποίος με ήθελε ένστολο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο μου έδωσαν επτά χρόνια αναβολή. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου σε τέσσερα και την ίδια χρονιά πέρασα με κατατακτήριες εξετάσεις στο δεύτερο πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο που ήθελα διακαώς και αγάπησα. Πολιτικό τμήμα της νομικής Αθηνών.
Στον τρίτο χρόνο των σπουδών δεν είχα χάσει ούτε ένα μάθημα (όπως και στο πρώτο πανεπιστήμιο που σπούδασα) αλλά δεν μου έδωσαν έναν ακόμη χρόνο αναβολής για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Μολονότι παρακάλεσα με σχετικό αίτημα, υποσχόμενος ότι μετά θα υπηρετούσα ως δόκιμος αξιωματικός (αυτό που πραγματικά ήθελα). Το αίτημα απορρίφθηκε και έφυγα στο δεύτερο εξάμηνο του τρίτου έτους των σπουδών για να υπηρετήσω φαντάρος (ο χρόνος στην στρατιωτική σχολή δεν μέτρησε, ο νόμος έλεγε ότι έπρεπε να υπηρετήσει κανείς επτά χρόνια στο σώμα για να απαλλαγεί από την στρατιωτική υποχρέωση).
Έπρεπε, λοιπόν, να αφήσω τις σπουδές στην μέση για να πάω (ξανά) φαντάρος. Επειδή κατάγομαι από την Ανδραβίδα, στην οποία υπάρχει πτέρυγα μάχης της Αεροπορίας που θεωρείται παραμεθόρια ζώνη πρώτης γραμμής, ήταν εύκολο με ένα αίτημα να υπηρετήσω σε αυτό το σώμα. Η λογική ήταν (περισσότερο του περιβάλλοντός μου) ότι έχουμε πολλούς συγγενείς και φίλους στην ΠΑ λόγω της Ανδραβίδας, συνεπώς αν υπηρετούσα σε αυτήν θα μπορούσα να έχω καμία επιπλέον έξοδο για να διαβάσω και να δοκιμάσω να περάσω κάποια μαθήματα στο πανεπιστήμιο.
Στην πράξη αποδείχτηκε λάθος η σκέψη αυτή. Επειδή βρέθηκα στην ΠΑ με φίλους και συγγενείς στρατιωτικούς, διαπίστωσα γρήγορα ότι η δύναμή τους ήταν πολύ μικρή σε σχέση με εκείνη των πολιτικών. Υπηρέτησα, λοιπόν, στην ΜΑΦ (παλιά ΜΠΑ), το σώμα των "μπατζήδων", το αντίστοιχο των λοκατζήδων του στρατού ξηράς, με την ειδίκευση του οπλουργού. Τα έδωσα όλα για την θητεία μου και γούσταρα τρελά που ήμουν στο μάχιμο σώμα της ΠΑ. Απογοητεύτηκα με το επίπεδο εκπαίδευσης και δυναμικής ενός σώματος που σε συνθήκες πολέμου πρέπει να α) αποκρούσει τους αντίπαλους αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς β) χειριστεί τα αντιαεροπορικά σε ύψος μέχρι 500 περίπου πόδια και γ) ηγηθεί στην άμυνα των χαρακωμάτων γύρω από τα αεροδρόμια.
Υπήρχαν αξιωματικοί που ήξεραν να κάνουν καλά την δουλειά τους. Είχαν περάσει Ρεντίνα, αλεξίπτωτα, σχολή αυτοδυτών και καλά σχολεία ως μόνιμοι μπατζήδες. Αλλά επικρατούσε η πολιτική αλητεία. Με αποτέλεσμα η ΜΑΦ να παρουσιάζει εικόνα που μόνο επίλεκτο σώμα (αντι)καταδρομέων δεν θύμιζε.
Ωστόσο εγώ έδινα ό,τι είχα και δεν είχα. Μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα αν θες σε αξιωματικούς που υπηρετούσαμε μαζί για να θυμηθούμε ποιος ήταν πρώτος σε επιδόσεις στον στίβο μάχης ή όταν χρειαζόταν να ασκήσουμε κανονικά στρατιωτικά καθήκοντα (απέναντι στους μονιμάδες και τους αξιωματικούς, μάλιστα).
Τελικά, εξόδους πολλές δεν είχα. Ούτε πέρασα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Αλλά, σαφώς, είχα καλύτερες μεταθέσεις από τα παιδιά που υπηρέτησαν στον στρατό ξηράς, λόγω των θέσεων που καταλαμβάνουν τα στρατόπεδα του όπλου.
Αν θες περαιτέρω λεπτομέρειες για τα στρατόπεδα που υπηρέτησα μπορώ να σου τις προσφέρω. Σταματώ προσωρινά για να μην γίνω κουραστικός.
Στέκομαι σε δύο σημεία για να μην κουράσω.Την ατάκα ότι "τίποτα δεν κάναμε που τρέχαμε σε πορειες "κλπ κλπ ακούγεται συχνα από ανθρώπους που έχουν εγκαταλείψει κουρασμένοι την πολιτική δράση.Τους καταλαβαίνω τους πονάω αλλά οποίος εγκαταλείπει παθαίνει ψιλοκαταθλιψη ,προσπαθεί και με πολιτικά επιχειρήματα να δικαιώσει την επιλογή του,οπότε δεν είναι να δίνουμε βάση κυρίως για ένα λόγο: Ειναι λάθος ότι δεν αλλάζει τίποτα.Ολα κινούνται.Η ζωή αλλάζει δίχως να κυτταζει την δικιά μας μελαγχολία που έλεγε και ο ποιητης. Απλα όταν εμείς ο λαός είμαστε στο κόσμο μας όλα θα αλλάζουν εις βάρος μας.Κινητοποιουμαστε λοιπόν για να σωσουμε και ότι μπορούμε ηθικά και υλικά και να μην επελαυνει η ντοπια ελιτ και οι ξένοι κυρίαρχοι χωρίς αντίπαλο.Αυτο είναι μονοδρομος.Οπως έλεγε και καποια ψυχή οποίος δεν μοιραστεί τον αγώνα θα μοιραστεί την ήττα.Νομιζω ότι και από τη ρομαντικη οπτική αν δεν κάνω λάθος ο αγώνας είναι ενιοτε και αυτοσκοπός γιατί εξυψωνει τον ανθρωπο ανεξάρτητα από το τι θα πετύχει.Αν και νομίζω ότι τίποτα δεν πάει χαμένο...
Η κατάληξη στην απογοήτευση και την απαξίωση της πολιτικής δράσης, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τους αναρχικούς, νομίζω ότι συνδέεται με τα στοιχεία επιθετικού μηδενισμού της σκέψης τους. Αυτά τους έστρεψαν στον αναρχισμό και όχι στον μαρξισμό στα νιάτα τους (ιδίως την γενιά των σημερινών πενηντάρηδων-πενηνταπεντάρηδων, κατά την δεκαετία του '80). Αυτά τους στρέφουν τώρα σε προσεγγίσεις με άρωμα μεταμοντέρνων αποχρώσεων. Αυτός ο Νίτσε, κάπου πολύ στο βάθος, καθώς και ευρύτερα ο μηδενισμός, έχουν ανοιχτό κανάλι επικοινωνίας με τον μεταμοντερνισμό από την δεκαετία του '80.
Η αρχική έκρηξη της αναρχικής αναζήτησης της νιότης, μετασχηματίζεται σε γενικευμένη απαξίωση όσο περνούν τα χρόνια.
Ωστόσο το θέμα του μηδενισμού πάει παραπέρα. Δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με το woke. Μπορεί να παραμένει ιδεολογικά συνεπής ο μηδενιστής. Αλλά το πέρασμα του χρόνου και η ιστορική εμπειρία σε συνδυασμό με τον μηδενισμό δημιουργεί ένα επικίνδυνο συνδυασμό όσον αφορά την προοπτική της γενικής παραίτησης και απαξίωσης. Καταλήγει εκεί ακόμη και αν ιδεολογικά δεν έχει εξαντληθεί. Είναι κάτι που αφορά το εσωτερικό πεδίο. Τον βαθύτερο εαυτό του.