Συνέντευξη με τους Astronomikon

της Μαίρης «Therion» Ιορδανίδου
 

Οι Astronomikon αποτελούν μια κυπριακή power metal μπάντα που ξεπήδησε από τους κόλπους των Arryan Path και των Prodigal Earth με δημιουργούς τον Πάρη Λάμπρου και τον Νικόλα Λεπτό. Οι δυο τους συνυπήρξαν για πολλά χρόνια στα δυο αυτά σχήματα καθώς μοιράζονται το ίδιο πάθος για τον μεταλλικό ήχο.  Η μουσική των Astronomikon εμπνέεται από τον κόσμο της μυθολογίας και των θρύλων, πιστή στις αξίες και τις κατευθύνσεις του επικού heavy metal. Το τωρινό τους line up συμπληρώνεται από τον Σωκράτη Λεπτό στις κιθάρες και τον Stefan Dittrich στα τύμπανα.

To ντεμπούτο τους album είναι concept με τον τίτλο «Dark Gorgon Risin» και κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2013 από την Pure LegendRecords. Ο δίσκος αυτός αφορά  εξ’ ολοκλήρου τον μύθο του Περσέα, του ήρωα της ελληνικής μυθολογίας που ίδρυσε το οίκου των Αργεαδών. Ο Περσέας σκοτώνει την Μέδουσα, δαμάζει τον Πήγασο και διεκδικεί την Ανδρομέδα σώζοντας την από το θαλάσσιο τέρας. Από τους τίτλους ακόμα των τραγουδιών, ο ακροατής μπορεί να πάρει μια σαφή ιδέα για το τι επακολουθεί. Ας δούμε τι έχουν να μας πουν ο Πάρης και ο Νικόλας για όλα αυτά.

 
Ερώτηση: Πως γεννήθηκε η ανάγκη της ύπαρξης των Astronomikon και πως προκύπτει το όνομα; Να υποθέσουμε ότι είναι εμπνευσμένο από τους ήρωες της πλοκής του μύθου;

Πάρης: Το 2008 άρχισα να γράφω μουσική για το δεύτερο άλμπουμ των Prodigal Earth, αφού οι ηχογραφήσεις του πρώτου είχαν φτάσει προς το τέλος. Η μουσική μου όμως παραήταν επική για το straight-forward heavy/Power με κοινωνικοπολιτικό στοίχο που παίζαμε τότε με τους Prodigal Earth. Δεν ήθελα να πάνε χαμένα αυτά τα τραγούδια, έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω μια νέα μπάντα με πιο επικούς προσανατολισμούς από τους  PE. Αφού λοιπόν ετοίμασα 2 τραγούδια μίλησα με το Νικόλα Λεπτό (vocals) και έτσι ξεκίνησαν οι Astronomikon. Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Νικόλας αποφάσισε να επαναδραστηριοποιήσει τους Arrayan Path, πέρασε από το μυαλό μου να παρατήσω τους Astronomikon ;oμως είχα ετοιμάσει ήδη αρκετά τραγούδια και δεν μπορούσαν να τα απορροφήσουνε όλα oi Arrayan Path..Για παράδειγμα το Cassiopeia, που είναι μέρος του μύθου το Περσέα και κάποια άλλα, που είναι στο Terra Incognita, αρχικά προορίζονταν για Astronomikon. Έτσι λοιπόν από ένα σημείο και μετά, αφού διαλύθηκαν οι Prodigal Earth, αρχίσαμε να δουλεύουμε ταυτόχρονα για Astronomikon και Arrayan Path . Λίγο πριν τις ηχογραφήσεις και αφού ετοιμάστηκαν όλα τα τραγούδια, εντάχθηκαν στη μπάντα οι Σωκράτης Λεπτός (guitars) και Stefan Dittrich (drums). 

Τώρα όσον αφορά το όνομα, οι Astronomikon αντλούν τα θέματα τους από τον Ουρανό. Για παράδειγμα οι πρωταγωνιστές του μύθου Περσέας, Ανδρομέδα, Πήγασος, Κήτος, Κηφέας κτλ υπάρχουν σαν αστερισμοί. Ο ουρανός είναι το μεγαλύτερο και πιο γοητευτικό βιβλίο Μυθολογίας και Μυστηρίου. Οπόταν θέσαμε κάποια «όρια», υπάρχει και μια παροιμία που λέει “Sky is the limit'...' 
 
Ερ.: Ποιές είναι οι διαφορές ανάμεσα στους Astronomikon και στους Arryan Path μουσικά και στιχουργικά;

Πάρης: Η μεγαλύτερη διαφορά, αν είναι απαραίτητο να εντοπιστούν διαφορές, είναι ίσως ότι για τους Arrayan Path την περισσότερη μουσική την γράφει ο Νικόλας, ενώ στους Astronomikon τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν από εμένα. Το κοινό είναι ότι γράφουμε και οι δυο μουσική και για τις δυο μπάντες, ενώ για την προπαραγωγή όλων των τραγουδιών δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο. Το ότι έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε την προπαραγωγή μόνοι μας, παίζει σημαντικό ρόλο στο ότι καταφέρνουμε να βγάζουμε σε τόσο σύντομα χρονικά διαστήματα κυκλοφορίες. Τους στοίχους όλους τους γράφει και για τις δυο μπάντες ο Νικόλας. Πάντως δεν είναι αυτοσκοπός το να υπάρχουν διαφορές. Αυτό που μας νοιάζει είναι οτιδήποτε κάνουμε να το κάνουμε καλά. Προσπαθούμε κάθε δουλειά μας να είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Υπάρχει μια χημεία μεταξύ μας που φάνηκε ότι δουλεύει και φέρνει αποτελέσματα που αφήνουν πρώτα απ’ όλα εμάς τους ίδιους ευχαριστημένους. Με τους Arrayan δουλεύαμε μέχρι τώρα σε εντατικούς ρυθμούς και πιστεύω θα συνεχίσουμε έτσι για πολύ καιρό ακόμη, αφού παραμένει για όλους μας προτεραιότητα. Οι Astronomikon από την άλλη είναι ένα project το οποίο δουλεύουμε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς.
 
Ερ.: Η ιστορία και η μυθολογία αποτελούν καταλυτικά στοιχεία και για τις δυο μπάντες. Γιατί  επιλέξατε τον συγκεκριμένο εξαίρετο αρχαιοελληνικό μύθο του Περσέα για να ενδύσει το debut album σας;

Πάρης: Πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος μύθος είναι από τους ομορφότερους και πιο ολοκληρωμένους. Μέσα βρίσκουμε Κουράγιο για να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής, Ελπίδα για καλύτερο αύριο και την Δύναμη να ζούμε με Ελευθερία. Βλέπουμε τον ήρωα να γνωρίζει τον Έρωτα, να κάνει Αυτοπαρατήρηση και να βρίσκει το Θάρρος να αποκεφαλίσει τη Μέδουσα, δηλαδή τα Πάθη και τις Φοβίες που εγκλωβίζουν την ψυχή του ανθρώπου. Το μήνυμα που θέλουμε να στείλουμε είναι ότι τα πάντα είναι δυνατά.

 
Ερ.Οι στίχοι προϋπήρξαν και μελοποιήθηκαν ή προηγήθηκε το μουσικό σκέλος; Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να συνδυαστούν αυτά τα δύο και τι διαδικασία ακολουθήσατε;
 
 Πάρης: Πρώτα γράψαμε την μουσική. Έπειτα ο Νικόλας δούλεψε τους στοίχους. Αυτό που προσπαθήσαμε να πετύχουμε μέσω της μουσικής και των στοίχων είναι η εναλλαγή των συναισθημάτων του ακροατή να γίνεται σύμφωνα με την ροή της ιστορίας. Δουλέψαμε σκληρά όλοι μας για αυτό το concept αλλά τελικά πιστεύω άξιζε τον κόπο.   

Ερ.: Η μουσική και η τέχνη γενικότερα από την προαρχαική εποχή αποσκοπεί στο να ευφραίνει, να ψυχαγωγεί, να γαληνεύει, να παρηγορεί, να τέρπει κοντολογίς. Η φαντασία αποτελεί την δυναμική που ενεργοποιεί την καλλιτεχνική δραστηριοποίηση. Το heavy metal των δύο τελευταίων ετών θεωρείς ότι επιτυγχάνει αυτό το στόχο; Οι Astronomikon τί επιδιώκουν όταν συνθέτουν;
 
Πάρης: Σε όλες τις δεκαετίες υπάρχουν καταπληκτικές δουλειές Heavy Metal. Σε περιόδους που δεν είναι στη μόδα χρειάζεται περισσότερο ψάξιμο για τις ανακαλύψεις. Πιστεύω πως ο κάθε μουσικός έχει ανάγκη να δημιουργήσει μουσική. Εγώ προσωπικά, αλλά πιστεύω και ο Νικόλας, είμαστε εθισμένοι σε αυτό. Μια νέα ιδέα, μια μελωδία ή ένας ρυθμός, είναι μέσα μας σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα, μια δίψα που σβήνει μόνο όταν η ιδέα από την απλούστερη της μορφή προχωρήσει, ενορχηστρωθεί και έχει ολοκληρωθεί σε τραγούδι. Είναι τα συναισθήματα μας αποτυπωμένα σε νότες. Είναι ένας τρόπος έκφρασης που λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά.
 
Ερ.: Ενώ επικρατεί η άποψη ότι τα αριστουργήματα έχουν ήδη έχουν γραφτεί, τολμώ να πω ότι μένω έκθαμβη από το track list αρχικά, καθώς και από το εκπληκτικό και καθηλωτικό cover design. Θεωρώ ότι σε δύσκολες εποχές όπου το epic metal κινδυνεύει να είναι επαναλαμβανόμενο ακόμα και από θρυλικές μπάντες, το Dark Gorgon Rising αποτελεί ένα εξαιρετικό ντεμπούτο. Θέλω να σε ρωτήσω σε αυτό το σημείο εάν η ανταπόκριση του κοινού και ειδικά  των οπαδών των Arryan Path διακατέχεται από τον ίδιο ενθουσιασμό που προκάλεσε σε εμένα.
 
Πάρης: Το εξώφυλλο ανέλαβε ο Markus Vesper, ο οποίος έχει μεγάλη πείρα και δούλεψε με πολλές αξιόλογες μπάντες όπως για παράδειγμα οι Manilla Road. Τα σχόλια είναι θετικότατα. Μέχρι τώρα το ακροατήριο αλλά και τα reviews στον τύπο μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για τη δουλεία μας. Έχει δημιουργηθεί μια βάση οπαδών από όλο τον κόσμο. Πλέον είναι υποχρέωση μας να δουλέψουμε για αυτούς τους φίλους που άρχισαν ήδη να ζητάνε νέο άλμπουμ. Έχουνε περάσει ήδη σχεδόν δυο χρόνια και έχει τεθεί πλέον σαν μια από τις προτεραιότητες μου. Πολλή σημασία για εμάς έχουν τα κολακευτικά σχόλια που δεχτήκαμε από μουσικούς τους οποίους σεβόμαστε και έχουν επηρεάσει την μουσική μας όπως οι Ross ''The Boss'' (ιδρυτικό μέλος των Manowar, Bill Tsamis (Warlord), Jack Starr (ιδρυτικό μέλος των Virgin Steele), Kenny Powell (omen), Mark Shelton (Manilla Road) και άλλοι.
 Ερ.: Η στιχουργική δομή του δίσκου παραπέμπει στο  ομηρικό λογοτεχνικό πρότυπο με τον πρόλογο του ραψωδού, την πλοκή και τον επίλογο. Αυτό το concept στοιχείο  δημιουργεί έναν αέρα  metal όπερας με θεματολογική ροή κομματιών που είναι πραγματικά δύσκολο να τα ακούσεις μεμονωμένα. Έχεις καταπιαστεί προσωπικά με τον Όμηρο, τους ομηρίδες Λέσχη και Αρκτίνο και τα παραγνωρισμένα Κύπρια Έπη (Στασίνος ή Ηγεσίας) στα οποία ολοκληρώνονται οι πτυχές του Τρωικού κύκλου;   
Nικόλας: Ναι βεβαίως τα γνωρίζω αν και δεν μπορώ να πω πως τα γνωρίζω εις βάθος.  Γενικά έχω ασχοληθεί πολύ με την ιστορία και μυθολογία (αν και για μένα η μυθολογία σχεδόν πάντα είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα) και συνεχίζω να μαθαίνω καθώς για μένα αλλά και για πολλούς ανθρώπους, ο κόσμος αυτός είναι ανεξερεύνητος και έχει τόσα πολλά ακόμα να μας δώσει. Η μαγεία της ελληνικής ιστορίας και των δικών μας μύθων είναι αξεπέραστη. Όμως για να απαντήσω πιο συγκεκριμένα την ερώτηση σου, μάλλον όχι. Ο τρόπος που διηγούμαστε την ιστορία του Περσέα δεν έχει να κάνει με τα παραπάνω.
 
Ερ.: Ποιες μπάντες σας έχουν επηρεάσει και εμπνεύσει; Πόσο δύσκολο ήταν πάραυτα να χτίσετε το δικό σας ύφος και ήχο;
 
Πάρης: Οι ASTRONOMIKON πιστεύω ισορροπούν κάπου ανάμεσα σε heavy και power metal με επική θεματολογία. Οι προσωπικές μου επιρροές είναι πάρα πολλές, ξεφεύγουν από τα όρια του metal. Σε όλα τα είδη ποιοτικής μουσικής υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Όλα αυτά τα ακούσματα φιλτράρονται και βγαίνουν προς τα έξω με το δικό μας, θέλω να πιστεύω μοναδικό, ύφος των ASTRONOMIKON. Μερικά αγαπημένα χσχήματα όλων μας είναι οι Manowar, Iron Maiden, Riot, Virgin Steele, Dio, Crimson Glory, Blind Guardian, Savatage, Fates Warning, Europe, Warlord, Judas Priest, Helloween, Yngwie Malmsteen, Rainbow.

Ερ.: Τελευταία παρατηρείται μια δυναμική επιστροφή από θρυλικές μπάντες όπως οι Warlord, οι Riot, οι Burning Starr και άλλοι. Μια επιστροφή που έχει να κάνει τόσο με τη δισκογραφία όσο και με τις επί σκηνής εμφανίσεις, και σημειωτέον με την ανταπόκριση του κόσμου να είναι θερμή. Που πιστεύεις ότι  οφείλεται αυτό;  Η άμεση, πλέον, επικοινωνία των φίλων ενός μουσικού συγκροτήματος μέσω των ιστοσελίδων, συντελεί ευνοϊκά στην  αναζωπύρωση και επαναδραστηριοποίησή του ή μπορεί να εμπεριέχει και παγίδες;

Νικόλας: Εγώ πιστεύω πως οι επανασυνδέσεις παλιών θρυλικών συγκροτημάτων πρέπει να γίνονται μόνο όταν έχουν κάτι να δώσουν και μόνο αν υπάρχει ανάγκη και δίψα για καινούργια μουσική.  Αυτή είναι και η ουσία του να έχεις μπάντα. Μιλώντας για τους Warlord, πιστεύω έχουν ακόμα πολλά να δώσουν καθώς το έργο που ξεκίνησαν τότε έχει μείνει ανεκπλήρωτο. Ο Tsamis έχει ακόμα πολλή μουσική μέσα του και ανυπομονεί να την μοιραστεί με τον κόσμο.

 
Ερ.: Νικόλα είσαι πλέον ο επίσημος τραγουδιστής των Warlord και μετά τις εμφανίσεις του καλοκαιριού, κατά γενική ομολογία, είσαι ο ιδανικός frontman για αυτό το θρυλικό συγκρότημα. Προσωπικά πιστεύω ότι έχεις εκπληκτικές φωνητικές και ερμηνευτικές ικανότητες. Πόσο εφικτό είναι να ανταποκρίνεσαι στις χρονικές απαιτήσεις τριών σχημάτων;

Νικόλας: Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Δεν είναι καθόλου δύσκολο αφού καμία από τις τρεις μπάντες δεν είναι touring band, και κάνουν μάλλον μεμονωμένες συναυλίες ή mini tours. Επίσης ηχογραφήσεις δίσκων γίνονται αργά και χωρίς πίεση, οπότε, ναι, δεν είναι δύσκολο προς το παρόν.

Ερ.: Η τεράστια η δύναμη των συμβόλων του όλου μύθου του Περσέα πιστεύετε ότι δύναται να αντέξει  στους επόμενους αιώνες και να εξακολουθεί να φωτίζει το δρόμο για μια ηθική ανάταση του ανθρώπου σε πείσμα της παρακμής που έχει επιφέρει η εντροπική ιστορική περίοδος της Νεωτερικώτητας;
 
Πάρης: Πιστεύω πως, ναι, αφού τα σύμβολα του μύθου είναι διαχρονικά και η δύναμη τους μεγάλη. Από τη φύση του ο μύθος είναι θεμελιακός και κατά συνέπεια αναδημιουργικός. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι γενικά η μυθολογική παράδοση αποτελεί πηγή έμπνευσης και τροφοδοτεί τις αναζητήσεις της σύγχρονης καλλιτεχνικής αλλά και επιστημονικής σκέψης.

Ερ.: Ποια η σχέση σας με την ηρωική φαντασία και την λογοτεχνία του φανταστικού εν γένει; Θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για κάποια από τις επερχόμενες δουλειές σας;

Πάρης: Μεγαλώσαμε με Κόναν, Κόρουμ, Ελρικ, Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και πολλά άλλα. Πηγή έμπνευσης μπορεί να αποτελέσει κάτι που αφορά την φανταστική λογοτεχνία αλλά και οτιδήποτε. Υπάρχουν κάποιες σκέψεις για το θέμα του επόμενου άλμπουμ, όμως δεν θα ήθελα να αναφέρω κάτι περισσότερο επί του παρόντος.

Ερ.: Εν κατακλείδι η ουσία του «Dark Gorgon Rising» αποτελεί για μένα προσωπικά ένα εσωτερικό ταξίδι και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για το ταξίδι αυτό και αναμένουμε με ανυπομονησία τη συνέχεια! Θα θέλατε να στείλετε ένα μήνυμα στους αναγνώστες της ΦΛΕΦΑΛΟ;

Πάρης: Mary θα ήθελα σε αυτό το σημείο να σε ευχαριστήσω για τη στήριξη και για την ευκαιρία που μας έδωσες να παρουσιάσουμε τους ASTRONOMIKON στον κόσμο της ΦΛΕΦΑΛΟ. Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο για εμάς να επικοινωνούμε με κόσμο που μπορεί να εκτιμήσει τη δουλεία μας. Ευχαριστώ εκ των προτέρων όσους δεν μας γνωρίζουν και θα διαθέσουν λίγο από το χρόνο τους για να εξερευνήσουν τη δική μας μουσική διασκευή του μύθου του Περσέα.

Καλή Χρονιά σε όλους με Υγεία πάνω απ’ όλα.

www.facebook.com/astronomikon
www.twitter.com/astr0n0mik0n



Σχόλια:
Blogger Ο/Η tzortzadams είπε...
Άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη από τους δημιουργούς ενός από τους συναρπαστικότερους δίσκους των τελευταίων ετών. Τέτοια μουσικά έργα χρειαζόμαστε....Hail!
Πέμπτη, 23 Απριλίου, 2015
 Διαγραφή
Ανώνυμος Ο/Η Μαίρη Therion Ιορδανίδου είπε...
Eυχαριστώ την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ που μου έδωσε τη δυνατότητα να μεταδώσω τα συναισθήματα και την εκτίμησή μου για αυτή την επική μπάντα μέσα από τις στήλες του περιοδικού!
Πέμπτη, 23 Απριλίου, 2015
 Διαγραφή
Ανώνυμος Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Ωραία μπάντα! Απογειώνει κυριολεκτικά το ελληνικό heavy metal. Μου έκαναν εντύπωση από την πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι τους σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή.
Πέμπτη, 23 Απριλίου, 2015
 Διαγραφή
Ανώνυμος Ο/Η Χάρης είπε...
Αυτό είναι σωστό...
Αυτό είναι σωστό...
cdάκι και βινύλιο βαρυμεταλλικό!
Πέμπτη, 23 Απριλίου, 2015
 Διαγραφή

RIOT ''UNLEASH THE FIRE''
Το heavy metal βασιλεύει !


του Χρήστου «Kane» Νάστου
 

25 Ιανουαρίου 2012. Ο δημιουργός, ιθύνων νους, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των υπέροχων Riot, Mark Reale, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία πενήντα επτά ετών Πίσω του απομένει μια τεράστια μουσική κληρονομιά αλλά συγχρόνως κι ένα εξίσου τεράστιο κενό στην αγαπημένη μας μουσική σκηνή. Είχε προηγηθεί το εκπληκτικό «Immortal Soul» του2011 ως ιδανικό κύκνειο άσμα ενός εξαιρετικού, μα και υποτιμημένου από την πλατιά μάζα των ακολούθων της μόδας, δημιουργού. Ας είναι. Εμείς οι λίγοι γνωρίζουμε και τιμούμε τα δέοντα.
 
 
Το μέλλον έμοιαζε μάλλον νοσηρό γι’ αυτή την σπουδαία μπάντα που όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη, αρνούμενη να σβήσει και να χαθεί μαζί με τον αδικοχαμένο ηγέτη της. Η μουσική είναι ζωντανή, ανασαίνει ενέργεια, πάθος και μεταλλική ένταση. Όχι, αυτή δεν θα δύσει, δε θα παραδοθεί, δε θα πεθάνει. Θα ανατείλει, θα επιτεθεί και θα αγγίξει ξανά δυσθεώρητα ύψη, προς χάριν του δημιουργού και εμπνευστή της, του αξέχαστου Mark. Οι παλιοί Mike Flyntz και Don Van Stavern (κύριοι συνθέτες της μπάντας πλέον!) φέρνουν στις τάξεις των Riot τον κορυφαίο ίσως τραγουδιστή του κλασικού metal ήχου των τελευταίων ετών. Και το όνομα αυτού Todd Michael Hall (Reverence, Jack Starr’s Burning Star). Και η εστία αναζωπυρώνεται...!
 
Το πολυαναμενόμενο «Unleash The Fire» ηχογραφείται και κυκλοφορεί μέσα στο 2014 αποτελώντας όχι μόνο την κορυφαία κυκλοφορία της χρονιάς που πέρασε μα έναν από τους καλύτερους δίσκους αληθινού, παραδοσιακού, καυτού heavy metal της τελευταίας δεκαετίας. Το εισαγωγικό «Hard Ride, Ride Free» δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: The fighters give chase till it’s gone, Their fury is second to none… η θεική, καθάρια, ατσάλινη φωνή του Michael Hall σχίζει τον αέρα, διαπερνά ψυχές και θρέφει μεταλλικά ιδεώδη. Εκείνα  τα ιδεώδη που οι πολλοί νόμιζαν πως έχουν χαθεί στην λήθη. Πόσο λάθος έκαναν... «Metal Warrior», «Fall from the Sky», «Unleash the Fire», «Land of the Rising Sun» (θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στο Fire Down Under!) συνθέσεις μελωδικού, ατόφιου μεταλλικού μεγαλείου ακολουθούν η μία την άλλη αποδεικνύοντας περίτρανα την αξία και την αφοσίωση αυτής της πεντάδας στην μουσική που πιστά υπηρετεί. 
 
 
To «Kill To Survive» που ακολουθεί έχει μία γέφυρα-ρεφρέν από άλλη διάσταση που κάνει κάθε νοσταλγό των 80’s να ριγήσει στο άκουσμα του, το «Return of the Outlaw» είναι ένα ακατέργαστο (γι’ αυτό και μεγαλύτερης αξίας) κόσμημα του παραδοσιακού heavy metal ενώ το «Take me Back» (όντας ήδη κλασικό) είναι απόλυτη έμπνευση, άφθαστη μελωδική αίσθηση, συμπαγής δύναμη και απάτητη συνθετική κορυφή για όλους τους υπόλοιπους. Ταυτόχρονα οι στίχοι είναι γεμάτοι πάθος από την ζωή στο δρόμο, αντρίκιοι, δίχως περιττά στολίδια, νοσταλγικοί και ηρωικοί συνάμα.
 
 
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα πιο μελωδικά «Immortal» και «Until we Meet Again» (το οποίο κλείνει και το album), που είναι γεμάτα από συγκινησιακή φόρτιση καθώς γράφτηκαν εξολοκλήρου για τον χαμό του μεγάλου αρχηγού Reale. Δώδεκα τραγούδια μεστά, διαθέτοντα πληθώρα καταιγιστικών riffs και αξέχαστων μελωδικών γραμμών με το «Unleash the Fire» να στέκει περήφανα ηχητικά μα κυρίως ποιοτικά δίπλα στα μνημειώδη «Fire down Under» και «Thundersteel». Οι σημερινοί Riot κρατούν ψηλά την σημαία του αυθεντικού Heavy Metal του δρόμου και του ατσαλιού. Διαχρονικό όσο λίγα. Αληθινό, όσο ακόμη λιγότερα. Οι τελευταίες λέξεις ας είναι δικές τους. Γιατί εμπεριέχουν όλα όσα αυτοί οι σπουδαίοι metalheads πρεσβεύουν:

They say you can never return
Those days are dead and gone

But we write our story
With guts and with glory

Our dreams live on
Come, take me back

To the time we were young and headstrong
Oh, take me back
To that place where I belong.
 
- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :
BloggerΟ/Η P A L A D I N είπε...
Ride on with strength and will
Raise up your blackened shield
Fly high on your wings of steel
Shine on metal warrior

Γεια σου Χρήστο!
Πέμπτη, 02 Απριλίου, 2015

BloggerΟ/Η tzortzadams είπε...
Καλημέρα Συμπολεμιστή!
Shine on.....! Έχει υποστεί άπειρες ακροάσεις ο δίσκος όπως κατάλαβες....
Πέμπτη, 02 Απριλίου, 2015
 
ΑνώνυμοςΟ/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Δυνατή επιστροφή!
 
Να μην ξεχνάμε και τον διαχρονικό ύμνο του πεζοδρομιακού ρομαντισμού
https://www.youtube.com/watch?v=oPS9fx1mU9E
Παρασκευή, 03 Απριλίου, 2015

BloggerΟ/Η tzortzadams είπε...
Μεγάλη μπάντα...
 
Θα είμαστε παρών στο Live τους τον Ιούνιο για να τους τιμήσουμε όπως τους αρμόζει!
Τρίτη, 07 Απριλίου, 2015
 

 

Φόρος τιμής στον Βασίλη Πολυδούρη

 
του Ανακρέοντα*
 
Την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2006 ο ελληνικής καταγωγής  συνθέτης  Βασίλης  Πολυδούρης έχασε την μάχη με τον καρκίνο και απεβίωσε στο Cedars-Sinai Medical Center του Los Αngeles, σε ηλικία 61 ετών. Ο χαμός του άφησε ένα  δυσαναπλήρωτο κενό  στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Από την Herald Tribune μέχρι την The Independent και από τους  New York  μέχρι τους  Los Angeles Times, αφιερώθηκαν ολοσέλιδες  καταχωρίσεις για να τιμήσουν τη μνήμη αυτής της μεγάλης  προσωπικότητας. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος των Los Angeles Times: «Terrible news today... We ve lost another of the genuinely talented. Basil Poledouris, dead at 61, of cancer. Unbelievable». Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι στα αργυρώνητα ανθελληνικά και φιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έγινε ούτε η παραμικρή αναφορά... Στο παρακάτω κείμενο ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στην  ζωή και το έργο του Πολυδούρη, ώστε να αποτίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, έναν ύστατο φόρο τιμής  σ' αυτόν τον μεγάλο Έλληνα.

   
Ο Βασίλειος Κωνσταντίνος Πολυδούρης  (όπως είναι το πλήρες όνομά του), γεννήθηκε στο Kansas City του Missuri στις 21 Αυγούστου του 1945. Σε ηλικία επτά ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στο πιάνο με απώτερο στόχο να γίνει κονσερτίστας. Μάλιστα, στο γυμνάσιο συμμετείχε και σε μία παραδοσιακή (folk) μπάντα συμμαθητών του. Τα σχέδια αυτά όμως άλλαξαν όταν πήγε στο πανεπιστήμιο της νότιας California, αφού όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος δεν ήταν προετοιμασμένος για την μουσική του 20ου  αιώνα, που έπρεπε αναγκαστικά να μελετήσει, γιατί από μικρός λάτρευε την πομπώδη κλασσική μουσική και συγκεκριμένα τον μεγάλο Ρώσο Serge Prokofiev. Βέβαια ο Prokofiev έζησε στον 20ο  αιώνα, αλλά σίγουρα η μουσική του δεν είχε την παραμικρή σχέση με την υπόλοιπη μουσική της δεκαετίας του'60, στην οποίαν λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που περιγράφονται.

Λόγω της έτερης μεγάλης του αγάπης, τον Miklos Rozsa (καθώς επίσης και από ένα soundtrack του Alfred Newman για την ταινία «The Robe»), άρχισε να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο και γράφτηκε στην ανάλογη σχολή του πανεπιστημίου του. Εκεί σπούδασε σκηνοθεσία/ κινηματογραφία και ηχητική  κάτω από τις οδηγίες  του David Raksin. Στο ίδιο πανεπιστήμιο σπούδασαν και οι George Lucas, John Milius και Randal Keiser, οι οποίοι έγιναν φίλοι, γεγονός που θα αποδεχτεί σημαντικότατο για την μετέπειτα καριέρα του Πολυδούρη.

Στα πανεπιστημιακά του χρόνια σαν εργασία γύρισε την ταινία «Glu (1967), της οποίας το σενάριο υπέγραφε ο Milius και την σύνταξη/παραγωγή ο Kleiser. Τον ίδιο χρόνο έπαιξε ως βοηθητικός ηθοποιός στην ταινία ΄First to Fight΄ ενώ την διετία 1967-’68 συμμετείχε επίσης ως βοηθητικός ηθοποιός σε τρία επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Star Trek». Παίρνοντας το πτυχίο του ξεκίνησε να γράφει μουσική για τηλεοπτικές παραγωγές, όπως τα «Congratulations, It's α Βοy' (1971) και «Three for the Road» (1974), για να κερδίζει τα προς το ζην, αφού ήδη από το 1969 είχε παντρευτεί την σύζυγό  του Bobbie. Ξεκίνησε δειλά - δειλά να γράφει μουσική για κάποιες μικρές – ανεξάρτητες ταινίες, όπως τις «Extreme Close up» (1973) και «Tintorea» (1977), αλλά η πρώτη σημαντική δουλειά που τον ενέταξε στον παγκόσμιο χάρτη, ήρθε μετά από πρόταση του συμφοιτητή του John Milius για την ταινία του τελευταίου «Big Wednesday» (Ί978). Η δραματική  υπόθεσή  της ταινίας, ήταν που  ώθησε τον Πολυδούρη να συνθέσει ένα συμφωνικό αριστούργημα και όπως συνέβη αρκετές  φορές  στην καριέρα του, να υπερκεράσει ακόμα και την ίδια την ταινία στις κριτικές του τύπου. Ο  μέχρι τότε άσημος συνθέτης (που παρόλα αυτά είχε συνθέσει μουσική για περίπου 125 ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικά διαφημιστικά) είχε αρχίσει να χαράσσει την μεγαλειώδη πορεία του.

Ακολουθώντας μία συνεχώς ανοδική καριέρα («The Blue Lagoon» (1980), «Fire οn the Mountain» (1981), χρειάστηκε πάλι τον John Milius για να του δώσει την ευκαιρία να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στο πάνθεον της  παγκόσμιας μουσικής, όταν ο τελευταίος απαίτησε από τον παραγωγό Dino De Laurentis, της τότε ταινίας που γύριζε και η οποία έφερε τον τίτλο  «Conan the Barbarian», να προσλάβει ως συνθέτη της μουσικής του έργου τον Πολυδούρη. Ο ίδιος σχολίασε αρκετά χρόνια μετά, πως ήταν ένα από τα δυσκολότερα έργα του, αφού στις περισσότερες ταινίες η μουσική έρχεται σαν συνοδευτικό στοιχείο ενώ αντίθετα στο Conan έπρεπε να έχει πολλές φορές πρωταγωνιστικό ρόλο, λόγω της  έλλειψης μεγάλων διαλόγων. Ενδεικτικό είναι ότι τα είκοσι επτά από  τα πρώτα τριάντα λεπτά της ταινίας είναι  μόνο μουσική και εικόνα! Στο Conan φαίνεται και η ιδιοφυΐα αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη, αφού για να μπορέσει να εμφυσήσει την μουσική του στο κλίμα της ταινίας, εκτός από την 90-μελή ορχήστρα και την 24-μελή χορωδία, προσέθεσε ήχους από μεταλλικά κύμβαλα, ένα γαλλικό κέρας και λαμβάνοντας επιτυχημένα την συμβουλή του Milius, εμπνεύστηκε μελωδίες που ήταν επηρεασμένες από  τα «Carmina Burana» του Carl Orff αλλά και τον Γρηγοριανό ύμνο «Dies lrae». Έτσι κατάφερε να δημιουργήσει έναν σχεδόν μεσαιωνικό ήχο, γεγονός πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του Hollywood και της εποχής. Το αντίκτυπο της μουσικής  του Conan, εκτίναξε την καριέρα του Πολυδούρη στα ύψη, αφού αποτέλεσε μια από τις λίγες δυστυχώς φορές που η ποιότητα συνάντησε την εμπορική επιτυχία (αποτελεί μέρος ενός από τα 50 soundtrack με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία αυτής της κατηγορίας μουσικής !). Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως ένα μικρό σημείο του μέρους «Lονe Theme» από την μουσική της ταινίας ο ελληνικής καταγωγής συνθέτης το άκουσε από την κόρη του Ζωή, η οποία ήταν μόλις εννέα ετών (αργότερα έκανε και μια δεύτερη, την Αλεξία) που το τραγουδούσε κατά την διάρκεια που ο ίδιος συνέθετε την μουσική για την ταινία. Γι' αυτό αναφέρεται και αυτή στις σημειώσεις του δίσκου.

Στις 2 δεκαετίες που  ακολούθησαν, ο Πολυδούρης έγραψε μουσική  για πάνω από 80 ταινίες, έχοντας επιλεγεί  και συνεργαστεί  με σημαντικότατους  σκηνοθέτες, όπως ο Paul Verhoeveη, που ξεκίνησαν την συνεργασία τους με την μεσαιωνική περιπέτεια «Flesh & Blood» (1985), η οποία  σαν ταινία, αλλά και σαν μουσική θυμίζουν έντονα το Conan, το «Robocop» (1987), το «The Twilight Zone» (1986) και το «Starship Troopers» (1997), στο οποίο δόθηκε στον Πολυδούρη ένα πολύ μεγάλο χρονικό περιθώριο για την σύνθεση της μουσικής, αφού ξεκίνησε να συνθέτει τον Φεβρουάριο του 1997 και τελείωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Σκεπτόμενοι μάλιστα ότι στους περισσότερους συνθέτες δίνεται ένα περιθώριο τριών με πέντε εβδομάδων για να συνθέσουν το έργο τους, γίνεται εύκολα αντιληπτό σε πόσο μεγάλη υπόληψη είχε ο Verhoeven τον Πολυδούρη.

   
Σημαντικότατες ήταν εκτός του Conan, και οι υπόλοιπες συνεργασίες του με τον Milius, όπως  τα «Red Dawn» (1984), «Flight of the Intruder» (1990) και «Farewell to the King» (1989). Ειδικά για το τελευταίο ο Πολυδούρης έχει δηλώσει πως μαζί με το Conan, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του έργα. Άλλες συνεργασίες του ήταν με τους Steven Seagal («Under  Siege 2:Dark Territory», «On Deadly Ground»), Sidney J. Furie («Iron  Eagle»), John Waters («Cecil Β. De-Mented», «Serial Mom»), Sam Raimi («For the Love of the Game»), John McTiernan (στο εκπληκτικό «The Hunt for Red October»), Billie August («Les Miserables»), Simon Wincer («Quigley Down Under», «Free Willy») και του παλιού του γνώριμου Randal Keiser («The Blue Lagoon», «Summer Lovers», «White Fang», «Ίt's Μy Party»).

    
Οι σημαντικότερες  στιγμές  στην καριέρα του ήταν αναμφισβήτητα όταν κέρδισε το βραβείο Emmy, για την μουσική  της  western  σειράς  «Lonesome Dove» το 1989 (όπου συνέθεσε εκπληκτική παραδοσιακή country μουσική, αντικαθιστώντας την μελωδία  της  φυσαρμόνικας με ακορντεόν) και φυσικά όταν του προτάθηκε να γράψει τον εναρκτήριο ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Atlanta του 1996, τον οποίον και συνέθεσε υπό τον τίτλο «The Tradition of the Games». Πρόκειται για μια εκπληκτική σύνθεση διάρκειας έξι λεπτών, που εκτός των άλλων διαθέτει ένα έντονο ελληνικό  στοιχείο με βυζαντινές  ηχητικές αποχρώσεις. Το έργο εκτελέστηκε στην τελετή έναρξης των αγώνων από την συμφωνική ορχήστρα της Atlanta και μια 300-μελή χορωδία, μαγεύοντας τους θεατές. Όσοι ενδιαφέρονται να το ακούσουν μπορούν να αναζητήσουν ένα CD με τίτλο «Honor and Glory», μία συλλογή  με έργα του Πολυδούρη και την μοναδική  ψηφιακή παρουσία του εν λόγω μουσικού μέρους.   

Πιθανότατα, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα απορήσετε πως είναι δυνατόν οι Αμερικανοί να εμπιστεύονται τον ύμνο των Ολυμπιακών τους αγώνων σε έναν ελληνικής καταγωγής πολίτη τους και εμείς στην Ολυμπιάδα της Αθήνας όχι απλώς δεν προτείναμε σε κάποιον από τους μεγάλους συνθέτες μας κάτι ανάλογο, αλλά παρουσιάσαμε ένα μουσικό έκτρωμα ενός Βρετανού (εάν δεν κάνω λάθος) dj !!! Η παρακμή του πολιτισμού των νεοελλήνων σε όλο  της  το μεγαλείο...

Βασικότατο στοιχείο της μουσικής του Πολυδούρη ήταν ότι ποτέ δεν συνέθεσε μουσική σε υπολογιστή, ακόμα και στις  τελευταίες  του δουλειές, που η τεχνολογία είχε προχωρήσει με αλματώδη βήματα, αυτός εργαζόταν πάντα στο πιάνο του. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος οκτώ χρόνια πριν «γράφω με ένα στυλό σε ένα κομμάτι χαρτί νότες, τις οποίες  συνθέτω στο Steinway πιάνο μου, είναι ο μόνος τρόπος που δουλεύω από την παιδική μου ηλικία. Αυτός για μένα είναι ο μόνος τρόπος για να νοιώθεις την μουσική, έχω δοκιμάσει να δουλέψω με υπολογιστή, αλλά ήταν απλά μια αποτυχία. Έχω σκεφτεί ότι θα ήταν πιο γρήγορα και πιο οικονομικά, αλλά προσωπικά έχω ανάγκη να «αγγίζω» το υλικό που δημιουργώ».

Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση την έκανε, όχι πολύ πριν πεθάνει, σαν επίσημος καλεσμένος στο φεστιβάλ μουσικής της Ubeda στην lσπανία. Εκεί τον υποδέχτηκαν εκατοντάδες θαυμαστές ζητώντας του αυτόγραφα και αντιμετωπίζοντάς τον περισσότερο σαν rock star, παρά σαν κλασσικό συνθέτη, γεγονός πάντως που, όπως είχε πει, του προκάλεσε θετική  εντύπωση. Παρά το ότι η αρρώστια του ήταν σε προχωρημένο στάδιο, δέχτηκε μετά  από παροτρύνσεις των διοργανωτών και διηύθυνε ένα σημαντικό τμήμα του Conan. Εφόσον γνώριζε ότι το μέλλον του διαγραφόταν δυσοίωνο, θεωρώ πως τα συναισθήματα της βραδιάς εκείνης θα  πρέπει να ήταν ιδιαίτερα έντονα. Όπως είχε δηλώσει και ο Doreen Ringer Ross, πρόεδρος  της εταιρείας ΒΜΙ και συνεργάτης του επί 20 χρόνια, «ήταν μια μαγική  βραδιά, που οι παρευρισκόμενοι θα θυμούνται για το υπόλοιπο της  ζωής τους».

Τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Vashon Island της  πολιτείας  της Washington, όπου είχε πολύ  χρόνο, για  να ασχοληθεί  με ένα από τα αγαπημένα του hobby, την ιστιοπλοΐα. Συχνά έπαιρνε το σκάφος του και ταξίδευε στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου, όπως είχε δηλώσει, αντλούσε έμπνευση για τη μουσική του, (κάποια παραδείγματα μπορείτε να βρείτε στα soundtrack  των ταινιών 'Wind' και «Free Willy»). Μετά  τον θάνατό του, η μητέρα του Ελένη, ο αδερφός  του Γιάννης καθώς και η σύζυγός του με τις κόρες του άνοιξαν έναν τραπεζικό  λογαριασμό, όπου όποιος επιθυμεί μπορεί να κάνει μια δωρεά στο ίδρυμα Mr. Holland's Opus Foundation, που υποστηρίζει την  μουσική μόρφωση των ανήλικων παιδιών ή στον οικολογικό οργανισμό Catalina Conservancy.

*Η διεύθυνση της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» ευχαριστεί τον Ανακρέοντα για την παραχώρηση του παραπάνω άρθρου. Μπορείτε να διαβάσετε μια προγενέστερη εκδοχή του στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Έρημη Χώρα». Επισκεφθείτε τον διαδικτυακό χώρο της «Έρημης Χώρας» στην διεύθυνση erimihora.blogspot.gr

 

Σκέψεις...

 
του Σταμάτη Μαμούτου 
 
Η «Ψυχανάλυση», έγραφε ο Άρθουρ Μάχεν το 1936, απαρτίζεται από το ανακάτεμα ενός κόκκου λογικής με εκατό κόκκους καθαρής ανοησίας[1]. «Από τα απλούστερα και τα πιο φανερά όνειρα, ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει τα πιο άτοπα και άμετρα αποτελέσματα. Ένας μαύρος άγριος του λέει πως ονειρεύτηκε ότι κυνηγιόταν από λιοντάρια…και αμέσως ο ψυχαναλυτής ξέρει πως ο μαύρος υποφέρει από το σύμπλεγμα του Οιδίποδα. Αυτό είναι! Είναι τρελά ερωτευμένος με τη μάνα του και γι’ αυτό το λόγο φοβάται την εκδίκηση του πατέρα του… Ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει το τερατώδες και το ανώμαλο από ένα μηδαμινό πράγμα… Όλα είναι ανοησία να είστε βέβαιοι[2]». Με αυτή την ερμηνεία ο σπουδαίος Ουαλός μύστης της παραδοσιοκρατίας και του Φανταστικού καθιστούσε σαφές το πώς αντιλαμβανόταν την επιστημονική πρακτική που εγκαινίασε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ κατά την belle époque[3].
 
 
Η εν λόγω εποχή σηματοδότησε την ολική επικράτηση των θεωρητικών, των συμπεριφορικών και των καλλιτεχνικών τάσεων του Μοντερνισμού, με την ψυχανάλυση να αποτελεί την επιστημολογική αιχμή των πιο προχωρημένων από αυτές – εκείνων που διαπέρασαν τα ρεύματα της Πρωτοπορίας (avant garde). Επρόκειτο για μια ιστορική περίοδο εντός των πλαισίων της οποίας οι εναπομείναντες ρομαντικοί ένιωθαν να ασφυκτιούν. Όπως νιώθουμε και οι ρομαντικοί των καιρών μας όταν εγκλωβιζόμαστε σε χώρους που κυριαρχούν οι επίγονοι των παλαιών υποστηρικτών της Πρωτοπορίας, οι σημερινοί Μεταμοντέρνοι.
 
Αν παρακάμψουμε για λίγο το ευρύτερο πλαίσιο του Μοντερνισμού κι εστιάσουμε στην περίπτωση του Φρόυντ οφείλω να παραδεχτώ πως για αρκετό καιρό είχα περίπου την ίδια άποψη με τον Μάχεν γι’ εκείνον. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι στην ύστερη σταδιοδρομία του έγραψε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Ένα από αυτά μπορεί να απολαύσει κανείς στην συλλογή άρθρων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και φέρει τον τίτλο «Φωνές από την Βαϊμάρη».
 
Πρόκειται για μια εκδοτική προσπάθεια που (αν εξαιρέσουμε την άστοχη και ιδεοληπτικά φορτισμένη εισαγωγή του μεταφραστή) καταφέρνει να αποτυπώσει με τρόπο επιτυχή, μέσα σε λίγες σελίδες, ενδεικτικές στιγμές του πνευματικού γίγνεσθαι της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που την ταλάνισαν. Διανοητές πανευρωπαϊκού βεληνεκούς, αναγνωρισμένοι επιστήμονες, αποστασιοποιημένοι δημοσιολόγοι με εποπτική θέα των πραγμάτων, καθώς επίσης και πολιτικοί πρωταγωνιστές προερχόμενοι από τον εθνικιστικό, τον φιλελεύθερο και τον μαρξιστικό χώρο αποτελούν τους αρθρογράφους που παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό η εν λόγω συλλογή.
 
Το βιβλίο ανοίγει με μια επιστολή μέσω της οποίας ο Αλβέρτος Αϊνστάιν καλεί τον Φρόυντ να λάβει μέρος σε ένα συνέδριο ακαδημαϊκών και επιστημόνων υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, σκοπός του οποίου είναι η εξάλειψη της πιθανότητας να ξαναγίνει πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία. Ακολουθεί η απάντηση του τελευταίου η οποία –ευγενέστατα αλλά κι εμμέσως πλην σαφώς– υπογραμμίζει στον Αϊνστάιν ότι καλό θα ήταν να συνεχίσει την ενασχόληση με τους λογικούς συσχετισμούς και την επιστήμη, και να αφήσει την ερμηνεία της ιστορίας σε όσους έχουν το πνευματικό υπόβαθρο να αντιληφθούν τι αληθινά θα πει πολιτική και ανθρώπινη φύση. Ο πόλεμος είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, σύμφωνα με τον Φρόυντ, και θα συνεχίσει να είναι, μάλλον, επ’ άπειρο.
 
 
Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα ώστε μόλις λίγες μέρες μετά τη νέα πνευματική μου γνωριμία με τον ύστερο Φρόυντ να βρεθώ για ένα ποτό σε μια παρέα κοινωνικών επιστημόνων. Μια παρέα στην οποία οι μεταμοντέρνες τάσεις, όπως ανέμενα, κυριαρχούσαν. Θυμάμαι, μάλιστα, μια συνάδελφο να δηλώνει με αδιάλλακτο ύφος ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ πολιτιστικών προδιαγραφών, ότι η καταγωγή και η εθνικότητα δεν τον προικίζουν με έμφυτα γνωρίσματα αλλά αντιθέτως ο χαρακτήρας του αρθρώνεται σε επίκτητα κοινωνικά στοιχεία. Και καθώς προχωρούσε η συζήτηση ανέφερε, μεταξύ των άλλων, ότι στήριζε την επιχειρηματολογία της στον Φρόυντ.  Όπως ο κάθε υποψιασμένος αναγνώστης θα έχει ήδη φανταστεί έμεινε άφωνη όταν κατά την αντιπαράθεσή μας της μίλησα για την επιστολή προς τον Αϊνστάιν. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί πως ο Φρόυντ, μπορεί να είχε παρόμοιες ιδεολογικές αρχές με εκείνη αλλά ταυτόχρονα, ήταν εξόχως σοβαρός ως επιστήμονας για να αποδεχτεί δημοσίως επιστημολογικές στρεβλώσεις προκειμένου να προωθήσει διεθνιστικές απόψεις.
 
Αποχαιρετώντας την παρέα των συναδέλφων και γυρνώντας στο σπίτι αργά τη νύχτα, άφησα το σώμα μου να διαβεί τους άδειους δρόμους της Αθήνας και την φαντασία μου να ταξιδεύσει στα παιδικά χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια στο πολιτιστικό δυναμικό της οποίας θα μπορούσε κανείς να βρει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Δεν θα μπορούσε όμως να ανιχνεύσει ούτε την ελάχιστη σχέση με το επικό στοιχείο στην λογοτεχνία και την σκληρή μουσική.
 
Χωρίς ποτέ οι γονείς και οι υπόλοιποι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος να με έχουν προτρέψει προς αυτή την κατεύθυνση νιώθω ακόμη το συγκλονιστικό συναίσθημα που μου προκαλούσαν οι επικές εικόνες των αναρτημένων στα περίπτερα εικονογραφήσεων του Ταρζάν, του Μπλεκ και των άλλων ηρώων, πριν ακόμη αποκτήσω την ικανότητα να διαβάζω. Θυμάμαι την μητέρα μου να με κρατά στα πόδια της και να αναγκάζεται να μου διαβάζει τα comics που την υποχρέωνα να αγοράζει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να με αντιμετωπίζει σε ατελείωτες μάχες με τα παιδικά παιχνίδια και υποχωρώντας στις πιέσεις μου να κατασκευάζει στο ξυλουργείο του θείου Κώστα ένα ξύλινο σπαθί κι ένα τόξο με τα οποία πολεμούσα σκιές και πλάσματα της φαντασίας σε μπαλκόνια και δωμάτια.
 
Οι μεταμοντέρνοι και οι υπόλοιποι νεωτεριστές είναι τόσο απομακρυσμένοι από την πηγή της ανθρώπινης ουσίας που σίγουρα δεν θα με πίστευαν αν τους έλεγα ότι μια εσώτατη προεμπειρική ανάμνηση μου μήνυε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πως οι επικοί κόσμοι της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι απλά λογοτεχνικά σχήματα αποτυπωμένα στο χαρτί με τα οποία διατηρώ μια εξωτερική αναγνωστική επαφή, αλλά οικεία περιβάλλοντα τα οποία με κάποιον –απροσδιόριστο από την λογική τρόπο– ξυπνούν στην ψυχή και το νου μου. Οι φιλελεύθεροι και οι υλιστές αποτελούν τόσο στρεβλές ανθρώπινες εκδοχές που δεν δύνανται να αντιληφθούν ότι η σχέση με κάποια πράγματα ξυπνά από τα βάθη της ψυχής μας και δεν προκύπτει αναγκαστικά από την επιρροή του εξωτερικού περιβάλλοντος.
 
 
Η ατυχία, όμως, της εποχής μας είναι ότι οι εναπομείναντες αληθινά άνθρωποι αναγκαζόμαστε να ζούμε σε ένα πλαίσιο διαμορφωμένο από τις απόψεις των ανθρωπιστών. Ωστόσο, οι τάσεις της συγκυρίας των ημερών αφήνουν φρονώ περιθώριο για λίγη ελπίδα. Για μια πίστη ότι ο αγκαθωτός φράχτης της Νεωτερικότητας μπορεί να κλαδευτεί. Για μια ημέρα κατά την οποία η Δύση θα ανήκει ξανά στους ευρωπαίους απαλλαγμένη από το καπιταλιστικό «west way of life». Για μια εποχή που ο Διαφωτισμός θα κείτεται πεταγμένος στον κάλαθο των ιστορικών αχρήστων.
 

[1] Άρθουρ Μάχεν, Τα παιδιά του νερόλακκου στο «Μέγας Θεός Παν», δελ. 224, μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 1993.
[2] Όπως παραπάνω.
[3] Συμβολική ονομασία της εποχής που στην δυτική Ευρώπη ξεκίνησε μετά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και τελείωσε με την έναρξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για την περίοδο που ιστορικά έχει χαρακτηριστεί ως εποχή της διασκέδασης, του αστικού μοντερνισμού, του υλισμού και της πίστης ότι η επιστήμη και η πρόοδος θα λύσουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.