Ανταπόκριση από τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το μακεδονικό: Παρασκευή 15/6/2018 και Σαββάτο 16/6/2018

                                                           του Σταμάτη Μαμούτου

Ανάμικτα συναισθήματα και εντυπώσεις μου άφησε το συλλαλητήριο κατά της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στην πλατεία Συντάγματος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όπως είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση, τα συλλαλητήρια για το μακεδονικό που πραγματοποιήθηκαν το χειμώνα ήταν εξαιρετικά επιτυχημένα. Και τούτο όχι μόνο γιατί κατάφεραν να κινητοποιήσουν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Αλλά γιατί, ταυτόχρονα, έδωσαν την ευκαιρία σε κάποιους ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και ανθρώπους με δημόσιο λόγο να τοποθετηθούν εκφράζοντας εθνοκεντρικές θέσεις. Για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, στο πεδίο του λόγου και των ιδεών υπήρξε αντίπαλο δέος στην μακροχρόνια και άνευ αντιλόγου κυριαρχία του διεθνισμού (φιλελεύθερου ή μαρξιστικού).

Είχα σημειώσει τότε ότι παρουσιαζόταν μια χρυσή ευκαιρία. Μολονότι οι προοπτικές της επιτυχίας του αιτήματος να μην χρησιμοποιήσουν τα Σκόπια το όνομα Μακεδονία ήταν μικρές γιατί οι γεωπολιτικοί παίκτες του δυτικού παράγοντα δούλευαν νυχθημερόν εναντίον των ελληνικών συμφερόντων, μέσα από τα συλλαλητήρια δινόταν η ευκαιρία σε ένα δίκτυο ανθρώπων να οργανώσουν σε μια αρχική βάση τη λαϊκή μας άμυνα. Αυτό θα γινόταν εφικτό αν το δίκτυο των ακαδημαϊκών, των ανθρώπων της αγοράς, των δημοσιογράφων και των ομάδων του παραδοσιοκρατικού χώρου που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, έβρισκε έναν δίαυλο συνεννόησης κι οργάνωνε, ως μια «ελίτ αξιών», τις λαϊκές αντιδράσεις στις διάφορες μεθοδεύσεις των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης. Γιατί, ασφαλώς, δεν είναι μόνο το μακεδονικό για το οποίο οι εθνικά σκεπτόμενοι Έλληνες οφείλουμε να αντιδράσουμε. Υπάρχει πληθώρα πολιτικών επιλογών του εξουσιαστικού συστήματος τις οποίες πρέπει να παρεμποδίσουμε απ’ το να γίνουν πράξη.

Ωστόσο, πρακτικά αποδείχτηκε δύσκολο για ορισμένους να αποτινάξουν τα αστικά τους κατάλοιπα. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να προωθήσω αυτή μου την ιδέα σε συνελεύσεις και συνεδριάσεις (διαφορετικών) ομαδώσεων που είχαν μικρή ή μεγάλη οργανωτική συμμετοχή στα συλλαλητήρια, μολονότι η πρότασή μου υπερψηφιζόταν από την πλειοψηφία, προσέκρουα πάνω στη δίψα ορισμένων (οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στο όλο θέμα) να «σώσουν την Ελλάδα, δημιουργώντας νέα κομματικά σχήματα». Μάταια αγωνίστηκα να εξηγήσω ότι δεν αρκούσαν τα συλλαλητήρια και πως έπρεπε να γίνουν επιπλέον δράσεις (όπως εκδηλώσεις, ντοκιμαντέρ κ.α) προκειμένου να κρατήσουμε το μακεδονικό ζήτημα ζωντανό στη συνείδηση του κόσμου. Μάταια δοκίμασα να τους κάνω να αντιληφθούν ότι όσο εκείνοι ονειρεύονταν νέα κόμματα, ο Τσίπρας, η Μέρκελ και οι Η.Π.Α προχωρούσαν στην υλοποίηση των σχεδιασμών τους. Μάταια επιχείρησα να τους πείσω ότι προκειμένου να αντιδράσει ο κόσμος χρειάζεται να τον κινητοποιήσει μια ισχυρή δομή ενώ σήμερα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις, λόγω της παγκοσμιοποίησης, έχουν απολέσει μεγάλο μέρος της παλιότερης εξουσιαστικής τους δυναμικής. Όταν εξέθετα τις απόψεις μου οι περισσότεροι συμφωνούσαν. Στο τέλος, όμως, κάποιο «αόρατο χέρι» παρενέβαινε και οι προτάσεις μου δεν υλοποιούνταν.

Δυστυχώς επιβεβαιώθηκα στο περιστατικό της απώθησης του Μπουτάρη από την εκδήλωση για τα θύματα της ποντιακής γενοκτονίας. Το περιστατικό το οποίο οδήγησε σε συλλήψεις είκοσι αγανακτισμένων συμπολιτών μας, που πάνω στον εκνευρισμό τους απάντησαν στις προκλήσεις του Μπουτάρη με τον γνωστό τρόπο. Ρώτησα τότε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν το εκτενές δίκτυο των ανθρώπων που αναπτύχθηκε γύρω από τα συλλαλητήρια για το μακεδονικό αναλάμβανε εκ νέου δράση. Κι αν, εξοστρακίζοντας όσους ονειρεύονται βουλευτικές καρέκλες, οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι κρατούσαν το δίκτυο ενεργό και αποφάσιζαν να στείλουν δυο δικηγόρους προκειμένου να αναλάβουν τους συλληφθέντες δωρεάν. Κι αν κάποιοι ακαδημαϊκοί ή δημοσιογράφοι που είχαν τοποθετηθεί σωστά για το μακεδονικό, έγραφαν σε εφημερίδες μαζικής κυκλοφορίας άρθρα στα οποία μολονότι θα καταδίκαζαν την βία, θα καταδείκνυαν παράλληλα τη δικαιολογημένη αγανάκτηση εκείνων που επιτέθηκαν στον Μπουτάρη. Κι αν τέλος οι συλληφθέντες είχαν την συμπαράσταση πολλών από εμάς έξω από το δικαστήριο. 

Πως θα ένιωθαν τότε οι συλληφθέντες αλλά και οι υπόλοιποι που ήταν παρόντες; Δεν θα είχαν την ασφαλή αίσθηση ενός υπόβαθρου στο οποίο θα μπορούσαν να στηριχτούν και να συνεχίσουν την λαϊκή αντίσταση ενάντια στο κατεστημένο του εξουσιαστικού διεθνισμού; Ασφαλώς και θα την είχαν. Αντ’ αυτού, τι συμβαίνει σήμερα; Είναι ακάλυπτοι και αβοήθητοι, είναι αναγκασμένοι να κάνουν δηλώσεις μετάνοιας και να βιώνουν την πίεση των οικογενειών τους για το λάθος να εμπλακούν σε κάτι που δεν μπορούν να στηρίξουν. Υπό αυτές τις συνθήκες πόσο πιθανό είναι να συμμετάσχουν ξανά σε κάποιες αντισυστημικές πρωτοβουλίες, τόσο αυτοί όσο και οι υπόλοιποι που ήταν παρόντες σε εκείνη την εκδήλωση; Μάλλον λίγες. Αποτέλεσε το εν λόγω περιστατικό και η έλλειψη υποστήριξης των συλληφθέντων ένα παράδειγμα που κάνει όσους έχουν την πρόθεση να συγκρουστούν με την εξουσιαστική ελίτ να το ξανασκεφτούν; Σαφώς και ναι. Είναι, λοιπόν, δυνατό υπό αυτές τις συνθήκες να προκύψει κάτι καλό για την ελληνική κοινωνία και να μπορέσει η λαϊκή βάση να υπερασπιστεί εθνικά ωφέλιμες επιλογές; Σίγουρα όχι.

Εφόσον υφίσταται αυτή η αδράνεια και δεν έγινε εφικτό να κεφαλαιοποιήσουμε τις διαδηλώσεις για το μακεδονικό ο Τσίπρας προχώρησε γρήγορα στη συμφωνία με τον Ζάεφ. Από την μεριά του κόσμου που αντιδρά σε αυτή τη συμφωνία οι πρώτες κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν με οργανωτική επιτυχία σε πόλεις της επαρχίας. Δεν γνωρίζω, όμως, αν ο κατακερματισμός των διαδηλώσεων ήταν σωστή μέθοδος πίεσης προς την κυβέρνηση. Από την άλλη, ίσως ήταν ο κατάλληλος τρόπος ώστε ορισμένοι να κάνουν πρόβες σε διαφορετικά εκλογικά ακροατήρια….

Κάπως έτσι καταλήξαμε στην πρώτη μικρή συγκέντρωση διαμαρτυρίας που έγινε την Παρασκευή στην πλατεία Συντάγματος και στην μεγάλη που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο. Η αλήθεια είναι ότι οι συνθήκες πριν τις διαδηλώσεις δεν ήταν ευοίωνες. Πρώτον γιατί έχουν συμβεί όλα όσα αναφέρω πιο πάνω. Δεύτερον γιατί έχουν προκύψει κάποιες ρωγμές ανάμεσα στις οργανωτικές ομάδες των συλλαλητηρίων, με αποτέλεσμα την έλλειψη σωστού συντονισμού. Και τρίτον γιατί οι δυο πρόσφατες συγκεντρώσεις ανακοινώθηκαν αμέσως μετά την πρόταση μομφής της Νέας Δημοκρατίας, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στο εν λόγω αντεθνικό κόμμα να τις παρουσιάσει ως ευκαιρίες πίεσης για την επίτευξη των σκοπών του.


Έχοντας αυτά ως δεδομένα εκτιμώ ότι η προσέλευση του κόσμου, που το Σάββατο ήταν αρκετός ώστε να γεμίσει όλο το πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος, τον προαύλιο χώρο του άγνωστου στρατιώτη και τον δρόμο, ήταν σχετικά ικανοποιητική. Ασφαλώς θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη. Ωστόσο, ένας φίλος μου επισήμανε ότι η συγκέντρωση του Σαββάτου ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις προεκλογικές συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ κι αυτό λέει πολλά.


Την Παρασκευή η συγκέντρωση ήταν μικρότερη. Στην πλήρη της έκταση μάζεψε γύρω στα τετρακόσια άτομα. Όταν έφτασα στον χώρο συνάντησα διάσπαρτους πυρήνες από γνωστές ομάδες. Στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος ήταν ο κύκλος του Μίκη Θεοδωράκη. Ακριβώς απέναντι, στο προαύλιο του άγνωστου στρατιώτη, βρισκόταν ένας πυρήνας της κίνησης ΑΡΔΗΝ. Εκατέρωθεν υπήρχαν εκπρόσωποι εθνικιστικών ομάδων ενώ μεγάλη παρουσία είχαν και σύλλογοι εκκλησιαστικών οργανώσεων.


Το Σάββατο η προσέλευση του κόσμου ήταν ικανοποιητική. Γύρω στις εφτά το απόγευμα, όταν οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να πληθαίνουν, χωρίς καμιά αφορμή, η αστυνομία ξεκίνησε τη ρίψη δακρυγόνων. Ακολουθώντας τη γνωστή της τακτική να υπηρετεί τα συμφέροντα οποιοδήποτε άλλου εκτός του ελληνικού λαού, με τις συνεχείς ρίψεις κατάφερε να διώξει αρκετό κόσμο από την συγκέντρωση και να στείλει μερικούς διαδηλωτές που είχαν αναπνευστικά προβλήματα στο νοσοκομείο. 


Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε αρκετές φορές ώστε να τρομοκρατήσει τους συγκεντρωμένους των μεγαλύτερων ηλικιών. Μόλις ο στόχος επετεύχθη και στη συγκέντρωση απέμεινε γύρω στις 5.000 κόσμος, τα πνεύματα ηρέμησαν. Δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος από τη μεριά της εξουσίας να προκαλέσει επεισόδια. Από τις οκτώ μέχρι τις εννιά και μισή η συγκέντρωση συνεχίστηκε δίχως αστυνομικές επιθέσεις.


Ωστόσο μόλις μαθεύτηκε ότι εντός του κοινοβουλίου όλα κύλησαν ομαλά για την κυβέρνηση, μια ομάδα εβδομήντα περίπου νεαρών, που κινούνταν αυτόνομα και δεν είχαν σχέση με κανένα κόμμα και καμιά οργάνωση από όσες συμμετείχαν στη συγκέντρωση, άρχισε να πετροβολά τις αστυνομικές δυνάμεις. Η σύγκρουση αυτή διήρκεσε κοντά μια ώρα. Οι αστυνομικοί δεν επιτέθηκαν. Απλώς συνέχισαν να εκτοξεύουν χημικά με αποτέλεσμα να πνίξουν την πλατεία στα ασφυξιογόνα αέρια και η συγκέντρωση σταδιακά να διαλυθεί μετά τις δέκα και μισή.


Σε αυτό το σημείο προέκυψε ένα θέμα που έχει νόημα να συζητηθεί. Υπήρξαν διαδηλωτές οι οποίοι στήριξαν τους νεαρούς που ξεκίνησαν τον πετροπόλεμο, αντιλαμβανόμενοι την αγανάκτησή τους. Ωστόσο οι περισσότεροι είχαν αρνητική στάση και θεώρησαν την πρακτική αυτή ως προβοκάτσια που εξυπηρέτησε την κυβέρνηση. Η δική μου θέση βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο.


Έχοντας άμεση οπτική επαφή μπορώ να δηλώσω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση οι πιτσιρικάδες αυτοί να ήταν συνειδητοί προβοκάτορες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης με τα ΜΑΤ, οι νεαροί έριξαν ένα καπνογόνο και μια φωτοβολίδα. Όλα τα υπόλοιπα πολεμοφόδιά τους ήταν απλώς πέτρες και αντικείμενα που μάζευαν απ’ το δρόμο. Κάποιος, λοιπόν, που είναι συνειδητός προβοκάτορας πηγαίνει σε διαδηλώσεις διαθέτοντας πυροτεχνήματα, οικοδομικά και κηπουρικά υλικά, καθώς και άλλα εξαρτήματα, προκειμένου να κάνει φθορές και να χτυπηθεί με τους εξοπλισμένους αστυνομικούς. Σε ένα σύνολο εβδομήντα ανθρώπων όταν οι εξήντα δεν έχουν ούτε κράνη, ούτε ρόπαλα, ούτε μολότοφ κι απλώς βγάζουν τις μπλούζες τους και τις χρησιμοποιούν ως μαντήλια για να προστατευτούν απ’ τα δακρυγόνα, θεωρώ ότι είναι αστείο να μιλάμε για απεσταλμένους προβοκάτορες. Εξαιρώντας γύρω στα δέκα άτομα που έπαιξαν πιο κομβικό ρόλο, οι υπόλοιποι ήταν προφανές ότι αποτελούσαν εφήβους και παιδιά με εθνικιστικές ιδέες που νιώθοντας να ασφυκτιούν στον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας, ακολούθησαν μια πρακτική που έχουν λανσάρει ιδεολογικοί αντίπαλοι, για να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη τους οργή και να ξεσπάσουν.   


Από την άλλη αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η πρακτική, μολονότι προσφέρει εκτόνωση, δεν αποφέρει κανένα πολιτικό κέρδος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα καλύτερα αποτελέσματα διαδηλώσεων, κατά τα τελευταία έτη, προέκυψαν το 2011 από το κίνημα των αγανακτισμένων όταν και δεν υπήρχαν συγκρούσεις. Εύχομαι κάποια στιγμή αυτοί οι πιτσιρικάδες να καταλάβουν ότι ο πολιτικός αγώνας -και ιδίως στο όνομα του εθνικισμού- είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από το να επιδεικνύει κανείς στους αντιφάδες πως μπορεί να κρατήσει, όπως κι εκείνοι, τους δρόμους των Αθηνών για λίγη ώρα, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.

Αυτά συνέβησαν, σε γενικές γραμμές, στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Συγκεντρώσεις που από την μια δεν προσέφεραν κάτι καινούργιο, πέρα από την υπεράσπιση της τιμής των Ελλήνων πατριωτών. Αλλά που, από την άλλη, επιβεβαίωσαν ότι υπάρχουν προοπτικές για την ανάπτυξη ενός παραδοσιοκρατικού κοινωνικού ρεύματος. Αρκεί να παραγκωνιστούν από το προσκήνιο οι φορείς των παρωχημένων αντιλήψεων και οι εγκάθετοι της δεξιάς….