Τιμ Μπάρτον against the mοdern world: Η ρομαντική κριτική της αστικής νεωτερικότητας σε μια κινηματογραφική ταινία

                                                             του Σταμάτη Μαμούτου
                                                                                       
Ο Τιμ Μπάρτον και ο Τζόνι Ντεπ αποτελούν ένα δίδυμο που έχει απασχολήσει αρκετές φορές τους θαυμαστές της φανταστικής λογοτεχνίας και των κινηματογραφικών ταινιών που βασίζονται σε έργα της. Οι μεμονωμένες συμμετοχές τους αλλά και οι συνεργασίες τους σε τέτοιες δουλειές έχουν αφήσει καλές εντυπώσεις κι έχουν αποτελέσει κάποιες από τις πλέον ισχυρές αφορμές χάρη στις οποίες το κοινό της φανταστικής λογοτεχνίας έστρεψε την προσοχή του στον κινηματογράφο και το αντίστροφο. Μια εκ των περιπτώσεων που το συγκεκριμένο δίδυμο συνεργάστηκε σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί και η ταινία με τον τίτλο Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας, που προβλήθηκε το 2005 και βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Roald Dahl. Το συγκεκριμένο έργο αντανακλά θέσεις κι αισθητικές με τις οποίες αξίζει να ασχοληθεί κανείς εις βάθος. Για τους εναπομείναντες ρομαντικούς, που υιοθετούν την ρομαντική κριτική κατά της καπιταλιστικής νεωτερικότητας και εξακολουθούν να θυμούνται στοχαστές όπως ο Τζων Ράσκιν, ο Τόμας Καρλάιλ και ο Κάρολος Ντίκενς, η κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος αυτού αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.


Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το σενάριο της ταινίας είναι φαινομενικά απλό. Ένας επιτυχημένος και μυστηριώδης εργοστασιάρχης παραγωγής σοκολάτας, καραμελών και άλλων λιχουδιών (τον οποίο υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ), ανακοινώνει ότι πέντε τυχεροί πελάτες που θα βρουν, σε ισάριθμες συσκευασίες των προϊόντων του, από ένα χρυσό εισιτήριο, θα κερδίσουν μια ξενάγηση στο εργοστάσιό του, καθώς και πλούσια δώρα. Ωστόσο, το εργοστάσιο είναι τυλιγμένο στην αχλή του μυστηρίου, καθώς έχει μείνει κλειστό για οποιονδήποτε άνθρωπο επί πολλά έτη.

Οι πέντε τυχεροί, που τυγχάνει να είναι πιτσιρικάδες, με τη συνοδεία ενός κηδεμόνα και του ίδιου του εργοστασιάρχη, ξεκινούν την περιήγηση. Η περιήγηση αυτή τους φέρνει αντιμέτωπους με περιπέτειες αφού το εσωτερικό του εργοστασίου όχι μόνο συνηθισμένο δεν είναι αλλά, αντιθέτως, αποτελεί πύλη μετάβασης σε μια μαγική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι εργάτες είναι νάνοι, που κατάγονται από μια μυθική φυλή, κι έχουν όλοι τους το ίδιο αστείο πρόσωπο. Οι υπόλοιποι είναι πανέξυπνοι κάστορες.

Οι χώροι του εργοστασίου είναι κατασκευασμένοι από τις πιο απίστευτες φαντασιώσεις. Ανάμεσα στις αίθουσες παραγωγής ρέουν σοκολατένια ποτάμια, που πάνω τους πλέουν καραμελένια καράβια, με πλώρες σε σχήμα ιππόκαμπων, τα οποία θυμίζουν τα δρακόμορφα πλωτά των Βίκινγκς. Τα σοκολατένια ποτάμια τέμνουν καταπράσινα λιβάδια των οποίων το γρασίδι είναι φαγώσιμη λιχουδιά ενώ πάνω τους φυτρώνουν δέντρα που δεν έχουν καρπούς αλλά τσίχλες και γλειφιτζούρια. Υπάρχουν, ακόμη, αίθουσες επιστημονικών εξαρτημάτων που αντί να λειτουργούν βασισμένα στα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά επιτεύγματα το κάνουν υποκινούμενα από τις πιο αθώες παιδικές σκέψεις.


Μέσα στους λαβυρίνθους αυτού του παραμυθένιου κόσμου κρύβονται, όμως, και κάποιοι κίνδυνοι. Τα τέσσερα από τα πέντε πιτσιρίκια μπλέκονται σε περιπέτειες και μαζί με τους κηδεμόνες τους αποκόπτονται από τον οικοδεσπότη, χάνουν τον δρόμο τους και καταλήγουν να αγνοούνται. Ωστόσο το πέμπτο παιδί, που δεν παραστρατίζει, κερδίζει μια βόλτα με τον μαγικό ανελκυστήρα, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργοστασιάρχης του ανακοινώνει ότι το χρίζει διάδοχό του.

Η ταινία του Μπάρτον αποτελεί ένα επιτυχημένο μίγμα παιδικού παραμυθιού, περιπέτειας (ολίγον τρομακτικής) φαντασίας και κωμωδίας. Όμως η ουσία του δεν βρίσκεται στην όμορφη μα και απλοϊκή αυτή πλευρά του. Το σενάριο, που βασίζεται στο βιβλίο του Roald Dahl, δεν αρκείται σε μια απλή αισθητική πρόταση που ο σκηνοθέτης καταφέρνει να ζωντανέψει κινηματογραφικά με επιτυχημένο τρόπο. Προχωρά επιπλέον και σε μια καυστική κριτική της νεωτερικής κοινωνίας, μέσα από μια ρομαντική οπτική η οποία θυμίζει τον τρόπο σκέψης του Τζων Ράσκιν, του Τόμας Καρλάιλ και των Λουδιτών. Μια κριτική την οποία ο Τιμ Μπάρτον αναδεικνύει ιδανικά! Ας δούμε, λοιπόν, πως τα καταφέρνει.


 Κατά κύριο λόγο η ρομαντική κριτική του σεναρίου διοχετεύεται με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα πέντε τυχερά παιδιά. Το πρώτο από αυτά είναι ένα παχύσαρκο αγόρι της οικογένειας ενός Γερμανού αλλαντοπώλη, το οποίο έχει απορροφηθεί από τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα να υποστεί την απώλεια κάθε χάρης με την οποία θα μπορούσε να το έχει προικίσει η παιδική του ηλικία. Η νίκη του στο διαγωνισμό προήλθε από τη λαιμαργία του κι απ’ την αποκρουστική λύσσα με την οποία κατασπάραξε πολλά κιλά σοκολάτας, με αποτέλεσμα σε μία από αυτές να βρει το πρώτο χρυσό εισιτήριο. Το δεύτερο παιδί είναι ένα κακομαθημένο κορίτσι ενός Bρετανού μεγαλοβιομηχάνου, που εξαιτίας του οικογενειακού του πλούτου ζητά από τους γονείς του να σταματήσουν το χρόνο, να  κατεβάσουν τα άστρα στη γη και πολλά άλλα παρόμοια. Η νίκη του στο διαγωνισμό προήλθε από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δαπάνησε ο πατέρας του στην αγορά σοκολάτας. Το τρίτο είναι το κορίτσι μιας Αμερικανίδας χορεύτριας, το οποίο έχει ποτιστεί με το δηλητήριο του ανηλεούς ανταγωνισμού, της κερδοσκοπίας και της λαγνείας των βραβείων που προσφέρουν οι διάφοροι διαγωνισμοί, αθλητικοί και όχι μόνο, στους οποίους συμμετέχει κατόπιν της προτροπής της μητέρας του. Η νίκη του στο διαγωνισμό αποτελεί άλλη μια επιβράβευση της ανταγωνιστικής του παραζάλης. Το τέταρτο παιδί είναι ένα αντιπαθητικό αγόρι, που σπαταλά όλη τη μέρα του μπροστά στους υπολογιστές και τα βιντεοπαιχνίδια, που διαθέτει απίστευτες τεχνολογικές γνώσεις, χάρη στις οποίες έχει κερδίσει την εκτίμηση του περιβάλλοντός του, και που είναι άριστο στους μαθηματικούς υπολογισμούς. Πρόκειται για ένα πλάσμα ψυχρό και απότομο, που θεωρεί τον εαυτό του παντογνώστη. Η νίκη του στο διαγωνισμό βασίστηκε στους στατιστικούς του υπολογισμούς κι όχι στην αγάπη του για τη σοκολάτα και τα γλυκίσματα. Δηλώνει υπερήφανα ότι οι σοκολάτες δεν του αρέσουν κι ότι αγόρασε μόνο μία, αποκλειστικά για να κερδίσει και να επιβεβαιώσει την ισχύ της ορθολογιστικής του αντίληψης.

Μέσω της παρουσίασης των τεσσάρων αυτών παιδιών το σενάριο της ταινίας αποκαλύπτει την αισθητική και την συμπεριφορική παθογένεια της νεωτερικής κοινωνίας. Στην πρώτη περίπτωση τονίζει την απώλεια της ανθρωπιάς και παρουσιάζει την ελεεινή κατάσταση στην οποία οδηγεί τον άνθρωπο ο καταναλωτισμός. Στην  δεύτερη στηλιτεύει την κτητική υπεροψία της αστικής πλουτοκρατίας του καπιταλισμού. Στην τρίτη περίπτωση η κριτική του σεναρίου στοχεύει την μανία του ατομικιστικού ανταγωνισμού, που έχει εγκαθιδρύσει ο αμερικανικός τρόπος ζωής και η οποία έχει δηλητηριάσει την παιδαγωγική κοινωνικοποίηση των ανηλίκων. Τέλος, στην περίπτωση του τέταρτου παιδιού ο Μπάρτον ρίχνει το τελευταίο και καλύτερο βέλος του. Και το κάνει αυτό με το να προσβάλει την ορθολογιστικά ωφελιμιστική και τεχνοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που αποτελεί την θεμέλια λίθο της νεωτερικότητας. Στην ουσία σημαδεύει τον πυρήνα του νεωτερικού τρόπου σκέψης, δηλαδή την φιλοσοφία του εργαλειακού ορθολογισμού, την οποία αποκαλύπτει ως βασικό λόγο της αποπραγμάτωσης της ζωής και της αλλοίωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα. Απέναντι στους κομφορμιστές καλλιτέχνες των καιρών μας, που αναπαράγουν την προπαγάνδα του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού της παγκοσμιοποίησης και εξαντλούν την κριτική τους ένταση σε θεματικές  της political correct αντιπολίτευσης, ο Μπάρτον υιοθετεί τις ρομαντικές θέσεις και μετατρέπει την αφήγηση μιας παιδικής ταινίας σε αληθινό ρομαντικό μανιφέστο.  


Κόντρα στις προηγούμενες προβληματικές, αλλά φαινομενικά ευτυχισμένες και καθωσπρέπει, οικογένειες ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το πέμπτο παιδί που βρίσκει το τελευταίο, πολυπόθητο, εισιτήριο για να επισκεφθεί το εργοστάσιο σοκολάτας. Πρόκειται για τον Τσάρλι. Ένα αγόρι που, σε μια πόλη πνιγμένη από την βιομηχανική αισθητική, ζει μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα μικρούλι φτωχόσπιτο, με κυρτούς τοίχους και τρύπια κεραμιδένια σκεπή. Η πρώτη ρομαντική εικόνα, που αντιπαρατίθεται στους γκρίζους όγκους των βιομηχανικών κτιρίων, έρχεται μέσω της εξωτερικής μορφής του φτωχικού αλλά συμπαθητικού σπιτιού.

Στο φτωχόσπιτο ζει ολόκληρη η οικογένεια του Τσάρλι. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες απολαμβάνουν μια αρμονική ζωή, έστω κι αν η φτώχεια τους αναγκάζει να στριμώχνονται στο παλιό κρεβάτι. Οι καλοσυνάτοι γονείς αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ανέχειας με αξιοπρέπεια και ηρεμία. Ενώ ο μικρός Τσάρλι αποτελεί ένα γενναίο, πειθαρχημένο κι ευαίσθητο παιδί που, μολονότι του αρέσει να ταξιδεύει στα όνειρα της παιδικής του ηλικίας, διατηρεί μια πολύ ισχυρή και ξεκάθαρη αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Και σε αυτό το σημείο ο Μπάρτον αντιπαραθέτει την ζεστασιά, την οργανικότητα και την όμορφη ατμόσφαιρα της καλοσυνάτης αυτής οικογένειας με τα ρομαντικά χαρακτηριστικά, στις άλλες τέσσερις προβληματικές οικογένειες της καθωσπρέπει αστικής κοινωνίας. Ο συναισθηματικός πλούτος και η οργανική δομή του βίου μιας οικογένειας φτωχών εργαζόμενων, προκρίνουν μια εναλλακτική στις νεωτερικές παθογένειες. Όπως και η σκηνοθετική ανάδειξη του ισχυρού και πρωταγωνιστικού χαρακτήρα που διαθέτει ο -μεγαλωμένος σε αυτό το εργατικό και ρομαντικό περιβάλλον- μικρός Τσάρλι, πράγμα που τον διακρίνει από τους συνομήλικούς του.

Το σενάριο δείχνει με κομψό, αλλά κι εμφατικό, τρόπο τις συνέπειες της νεωτερικής καθημερινότητας. Ο πατέρας του μικρού Τσάρλι χάνει τη δουλειά του γιατί ένα νέο τεχνολογικό επίτευγμα, ένα καινούργιο μηχάνημα δηλαδή, τον αντικαθιστά προσφέροντας μικρότερο κόστος και μεγαλύτερη απόδοση στον εργοδότη του. Η ρομαντική οπτική του σκηνοθέτη εξαπολύει συνεχώς τα βέλη της μέσα από της σκηνές που αφορούν την οικογένεια του Τσάρλι. Κορυφαία στιγμή αποτελεί το σημείο που ο μικρός, ως απλός λάτρης της ποιοτικής σοκολάτας κι έχοντας βρει κατά τύχη το χρυσό εισιτήριο του διαγωνισμού, προτείνει στους γονείς του να το πουλήσουν σε κάποιο παιδί πλούσιας οικογένειας για να πάρουν μια οικονομική ανάσα. Ωστόσο, ο παππούς του απαντάει ότι λεφτά τυπώνονται στον κόσμο εκατομμύρια και κάθε μέρα ενώ ένα τέτοιο εισιτήριο μόνο μια φορά, πείθοντάς τον να το αξιοποιήσει και δείχνοντάς του ότι τις σπουδαίες και τις όμορφες στιγμές της ζωής ο άνθρωπος οφείλει να τις απολαμβάνει και να τις προστατεύει από την καταπάτηση που ενδεχομένως να τους επιφυλάσσει η πεζή καθημερινότητα.


Ο τελικός θρίαμβος της ρομαντικής οπτικής έρχεται όταν τα πέντε παιδιά εισέρχονται στο εργοστάσιο και αντί να συναντήσουν τα αναμενόμενα βρίσκονται σε ένα μαγικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον στο οποίο οι συνθήκες του κόσμου που εγκαθίδρυσε ο Διαφωτισμός και η φιλελεύθερη μπουρζουαζία έχουν διασαλευτεί. Εκεί, μετά από πολλές περιπέτειες, τα κακομαθημένα παιδιά της νεωτερικότητας τίθενται εκτός μάχης και, μάλιστα, με αιτίες βασισμένες στα νεωτερικά χαρακτηριστικά τους. Αντιθέτως ο πειθαρχημένος χαρακτήρας του Τσάρλι τον αναδεικνύει νικητή. Η δικαιοσύνη παίρνει την εκδίκησή της λοιπόν. Η κινηματογραφική κάθαρση επιτυγχάνεται κι ο Τιμ Μπάρτον, βασιζόμενος στη δυνατή πένα του Roald Dahl, υιοθετεί την αντινεωτερική κριτική του Ρομαντισμού.

Ωστόσο, πριν κλείσω τούτο το άρθρο, θεωρώ σωστό να σταθώ σε ένα ενδιαφέρον σημείο. Φάνηκε ως τώρα ότι η οικογένεια αποτέλεσε κύρια προβληματική στο σενάριο της ταινίας. Όπως προανέφερα οι οικογένειες που αφομοιώθηκαν από τον νεωτερικό τρόπο ζωής συνέβαλλαν στο να γίνουν τα παιδιά τους αντιπαθητικά και κακομαθημένα. Αντίθετα, η ρομαντική οικογένεια του Τσάρλι τον βοήθησε να αναδείξει, απ’ τα βάθη της ψυχής του, τα στοιχεία που τον έκαναν να σφυρηλατήσει αυτό τον γενναίο και αδαμάντινο χαρακτήρα.


Ένα σημαντικό σημείο του σεναρίου αποτελεί η οικογένεια του εργοστασιάρχη σοκολάτας. Μέσω της παρουσίασης της οικογένειας αυτής, τα πράγματα μπαίνουν σε ένα οριακό επίπεδο. Και τούτο γιατί ο πατέρας του εργοστασιάρχη (τον οποίο υποδύθηκε ο κορυφαίος Κρίστοφερ Λι), δεν είναι ο νεωτεριστής γονιός, που έχει αφήσει το παιδί του να αφομοιωθεί από τον κυκεώνα του υλισμού, του απάνθρωπου ανταγωνισμού, του καταναλωτισμού και του κερδοσκοπικού υπολογισμού. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι και ο επικεφαλής μιας γλυκιάς παραδοσιακής οικογένειας, όπως αυτής του μικρού Τσάρλι. Η οικογένεια του εργοστασιάρχη είναι πιο κοντά στην ιδανική παραδοσιακή οικογένεια, όμως εξαιτίας του σκληρού και άκαμπτου χαρακτήρα του πατέρα (αλήθεια, ποιον άλλο ρόλο θα μπορούσε να είχε ο Κρίστοφερ Λι;), δεν εκμεταλλεύεται το ζωογόνο πνεύμα και το θερμό κλίμα που ενέχει στην ουσία του αυτό το πρωτογενές κοινωνικό κύτταρο. Ο πατέρας του εργοστασιάρχη μπορεί να νοιάζεται για τον γιο του, αλλά είναι υπερβολικά αυστηρός και χαρακτηρίζεται από μια αδήριτη εμμονή στους τύπους και τον καθωσπρεπισμό. Με αποτέλεσμα να παγώνει την ατμόσφαιρα και να νεκρώνει τις ζωντανές, αυθόρμητες και παραγωγικές λειτουργίες του οικογενειακού περιβάλλοντος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός περιοριστικού και αφόρητου κλίματος, το οποίο οδηγεί το παιδί (Τζόνι Ντεπ) στην πρόωρη απομάκρυνσή του από το οικογενειακό περιβάλλον.

 Όταν το παιδί αυτό μεγαλώνει γίνεται ο επιτυχημένος, μοναχικός, εργοστασιάρχης, ο οποίος θεωρεί την οικογένεια άχρηστο θεσμό και, τελικά, μετά από πολλά χρόνια, χάρη στην συμβολή του μικρού Τσάρλι και στην επαφή με την ρομαντικά ανθρώπινη οικογένειά του, καταφέρνει να επανασυνδεθεί με την δική του. Το σενάριο, πέρα από το να κριτικάρει την υποταγή της σύγχρονης οικογένειας στις μοντέρνες παθογένειες του νεωτερικού καθεστώτος, δεν παραλείπει να θυμίσει ότι και στις παραδοσιακές δομές μπορεί να υπάρχουν προβλήματα αν δεν γίνει αντιληπτό ότι η παράδοση αποτελεί πνεύμα και όχι στείρα εμμονή σε απαρχαιωμένους τρόπους.


Ανάμεσα στις δυο προβληματικές καταστάσεις του διεφθαρμένου μοντερνισμού και της τυπολατρικής παλαιότητας στέκεται το ιδανικό του Ρομαντισμού. Πρόκειται για μια διαχρονική θέση του ρομαντικού κινήματος την οποία αναδεικνύει η ταινία του Μπάρτον δίνοντας έμφαση στην υγιή οικογένεια του Τσάρλι. Μια οικογένεια γνωρίσματα της οποίας αποτελούν ο βαθιά ανθρώπινος χαρακτήρας, η οργανική φύση, η ενδογενώς σοφή ανάδειξη ιεραρχιών και ο ζωντανός αξιακός κώδικας. Ασφαλώς η παρεκτροπή της οικογένειας του εργοστασιάρχη προς την ανούσια αυστηρότητα και την τυπολατρία παρουσιάζεται ως μια κατάσταση πιο κοντινή στο ιδανικό πρότυπο, απ’ ότι εκείνες της νεωτερικής παραζάλης. Έτσι, στο τέλος, με το πέρασμα του χρόνου και όταν τα πάθη έχουν καταλαγιάσει, ο πατέρας (Κρίστοφερ Λι) και ο γιος (Τζόνι Ντεπ) επανασυνδέονται. Υφίσταται, δηλαδή και σε αυτή την περίπτωση η προοπτική της κάθαρσης. Πράγμα που το σενάριο δεν φαίνεται να προβλέπει για τις νεωτερικές οικογένειες.

Αν με ρωτήσει κανείς τι γνωρίζω για τις πολιτικές προτιμήσεις του Τιμ Μπάρτον θα απαντήσω πως γνωρίζω ελάχιστα. Δεν έχω παρακολουθήσει δηλώσεις και συνεντεύξεις του. Δεν γνωρίζω καν αν έχει μιλήσει ποτέ εκτενώς για πολιτικά θέματα. Έχω μόνο μια αμυδρή ανάμνηση από κάποιο παλιό δημοσίευμα που τον χαρακτήριζε «αριστερό». Αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ την εγκυρότητά του. Εκείνο που μπορώ εγώ να διακρίνω στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον είναι ο αισθητικός και ηθικός τους Ρομαντισμός. Με σενάρια εμπνευσμένα από λαϊκούς θρύλους και κείμενα της λογοτεχνίας του φανταστικού, με πλάνα ατμοσφαιρικά, σκοτεινά και ενίοτε επιβλητικά, με σκηνογραφίες παραμυθένιες και με μια κριτική ματιά προς την αστική καθημερινότητα που προκρίνει υπερδομικές λύσεις για την αντιμετώπιση των καπιταλιστικών παθογενειών, ο Μπάρτον εκφέρει έναν ρομαντικό κινηματογραφικό λόγο.


Όσον αφορά τον υποτιθέμενο «αριστερό» του προσανατολισμό έχω να θυμίσω ότι η ανάλυση των συμπερασμάτων που εξήγαγε στο Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας μάλλον δεν οδηγεί σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Και τούτο γιατί μπορεί οι καλοί του σεναρίου να είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης, αλλά στο τέλος το ίδιο αποδεικνύεται και για τον εργοστασιάρχη που υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ. Όπως ακριβώς υποστηρίζει η ρομαντική θεωρία, και σε αντίθεση με την μαρξιστική, η ταινία μας δείχνει ότι το κακό της νεωτερικότητας δεν έχει αποκλειστικά ταξικά γνωρίσματα. Κακό είναι οτιδήποτε αλλοιώνεται από την ιδεολογία του ορθολογιστικού ωφελιμισμού, που εγκαθίδρυσε ο Διαφωτισμός. Και η αντιμετώπιση αυτού του κακού δύναται να γίνει εφικτή με την ενεργοποίηση των βαθιά εσωτερικών στοιχείων του ψυχισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι απλά με μια «αριστερή» ανακατανομή πλούτου, που δεν θα συνοδεύεται από μια πάλη για εσωτερική απελευθέρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας από τα δεσμά του υλισμού, του ωφελιμισμού και του εργαλειακού ορθολογισμού της νεωτερικότητας. Ασφαλώς οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορεί να είναι εγγύτερα σε αυτή την απελευθέρωση, γιατί η κουλτούρα τους είναι λιγότερο επηρεασμένη από την παρακμή της δεξιάς εξουσίας του  φιλελευθερισμού. Δεν σημαίνει, όμως, ότι  δρόμος αυτός είναι απαγορευτικός και για ανθρώπους άλλων κοινωνικών τάξεων. Η ρομαντική επαναστατικότητα ήταν ανέκαθεν αντικαπιταλιστική και, ταυτόχρονα, υπερταξική.


Καταληκτικά θα συμπεράνω ότι η συγκεκριμένη ταινία σεβάστηκε στο έπακρο την ρομαντική παράδοση. Και, αν μη τι άλλο, νομίζω ότι όσοι έχουν μια αμυδρή έστω ιδέα σχετικά με το τι σηματοδοτεί η ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας κι αντιλαμβάνονται πως η ρομαντική θεωρία αποτελεί το μοναδικό κάστρο ιδεών που δεν έχει εκπορθήσει ο εξουσιαστικός καπιταλισμός της παγκοσμιοποίησης, θα μπορέσουν να αξιολογήσουν σωστά την σημασία της παιδικής αυτής ταινίας. Ιδίως σε μια εποχή που το φιλελεύθερο κατεστημένο επιχειρεί την οριστική υπονόμευση των θεμελίων του παραδοσιακού οικογενειακού βίου.