Gustave Doré

                                                               του Flammentrupp                           

Συμπληρώθηκαν εκατόν τριάντα επτά χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου και αγαπημένου Γάλλου ζωγράφου, εικονογράφου, γλύπτη και χαράκτη  Gustave Doré. Με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη ήρθα σε επαφή πριν από αρκετά χρόνια, ανακαλύπτοντας τυχαία στο διαδίκτυο μια από τις εικονογραφήσεις για το βιβλίο Το Κοράκι. Πρόκειται για μια παραγγελία που έγινε από τους εκδότες Harper & Brothers για να κοσμήσει την έκδοση του ομώνυμου ποιήματος, του έτερου μεγάλου και αγαπημένου Edgar Allan Poe. Χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, μαγεύτηκα από το έργο κι άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για τον δημιουργό. Έκτοτε,  ξεκίνησε μια σχέση θαυμασμού, αφού σχεδόν κανένα έργο του δεν με άφησε αδιάφορο, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως οι εικονογραφήσεις του κοσμούν πολλά αγαπημένα βιβλία ρομαντικών συγγραφέων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο της εποχής του όσο και αρκετών που είχαν δραστηριοποιηθεί πριν από αυτόν.


Ο Paul Gustave Louis Christophe Doré, όπως είναι το πλήρες όνομά του, ήρθε στον κόσμο μας στις 6 Ιανουαρίου 1832, στο Στρασβούργο της Γαλλίας. Αυτοδίδακτος, άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του από την ηλικία των δώδεκα ετών σκαλίζοντας σε τσιμέντο. Στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως γελοιογράφος στην εφημερίδα Le Journal pour rire. Από το 1847 ως το 1854 ασχολήθηκε με τα comics κειμένου (η πρώιμη μορφή των comics, όπου δεν υπάρχουν τα σύννεφα/μπαλόνια διαλόγου και η αφήγηση προστίθεται σε πλαίσιο κάτω από τα καρέ). Σταδιακά, λάμβανε μέρος σε διαγωνισμούς για ανάθεση εικονογράφησης λογοτεχνικών βιβλίων, κερδίζοντας πολλούς από αυτούς, κι έμεινε στην μνήμη των φίλων της ρομαντικής, φανταστικής και γοτθικής, λογοτεχνίας κυρίως γι αυτές του τις δουλειές, και λιγότερο για τους πίνακες ζωγραφικής και τα γλυπτά.

Η πρώτη εργασία που αφορούσε γνωστό όνομα στα λογοτεχνικά δρώμενα, ήρθε το 1853 με την εικονογράφηση του έργου Complete Works του σημαντικού ρομαντικού ποιητή Lord Byron. Το 1854 ήρθε η εικονογράφηση του έργου The Life of Gargantua and of Pantagruel του Γάλλου συγγραφέα σατιρικής φαντασίας Francois Rabelais. Ακολούθησε το The Hundred Funny tales του Honoré de Balzac το 1855 και η εικονογράφηση δύο βιβλίων του Γάλλου στρατιωτικού, εξερευνητή και κυνηγού, γνωστού ως «Κυνηγός Λεόντων», Cirille Jules Basile Gérard, το 1856. Την ίδια χρονιά, έρχεται το πρώτο έργο του δημιουργού πάνω σε λαϊκό μύθο. Δώδεκα εικονογραφήσεις πάνω στον μύθο του Περιπλανώμενου Ιουδαίου για την διακόσμηση ενός μικρού ποιήματος του Γάλλου ποιητή Pierre-Jean de Béranger, το οποίο αντανακλούσε τις αντισημιτικές απόψεις της εποχής[1]


Το 1857, ο Doré εργάστηκε στο μέρος «Κόλαση» του έργου Θεία Κωμωδία του μεγάλου Ιταλού ποιητή Dante Alighieri, αλλά η έκδοση του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου καθυστέρησε ως το 1860. Τούτο το έργο απογείωσε την φήμη του κι άρχισε να λαμβάνει δεκάδες παραγγελίες ταυτόχρονα. Η αρχή της δεκαετίας του 1860 τον βρίσκει να εργάζεται πάνω στο έργο The Desert Home: The Adventures of a Lost Family in the Wilderness του Σκωτο-Ιρλανδού, Thomas «Captain» Mayne Reid, μεγάλου θαυμαστή του Lord Byron και συγγραφέα έργων περιπέτειας κι ανακάλυψης ανεξερεύνητων περιοχών στο ύφος που έκαναν παγκοσμίως γνωστό οι Frederick Marryat και Robert Louis Stevenson. Την ίδια χρονιά εκδίδεται και το έργο του πάνω στο The Tempest του William Shakespeare. Ένα χρόνο μετά, το 1861, η Γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε χρίζοντας τον «Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής».



Το 1862 είναι μια χρονιά που θα δώσει στην κυκλοφορία δύο δουλειές του, πάνω σε πασίγνωστα βιβλία. Πρώτο χρονικά είναι το  βιβλίο Les Contes de Perrault του συγγραφέα Charles Perrault[2]. Ο συγγραφέας θεωρείται ο πατέρας του είδους του παραμυθιού (fairy tale) κι όλοι μας γνωρίζουμε τις ιστορίες του -αν και μάλλον δεν θυμόμαστε ποτέ το όνομά του- όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος κ.α.  Επόμενοείναι το The Adventures of Baron Münchausen του Gottfried August Burger.

Η μεγαλύτερη επιτυχία και η πιο γνωστή του εικονογράφηση έρχεται το 1863 με το Don Quixote de la Mancha του Miguel de Cervantes. Η σύλληψη του για την εξωτερική εμφάνιση του Δον Κιχώτη και του υπηρέτη του, επηρέασε έκτοτε την αντίληψη όλων των αναγνωστών, από τους απλούς έως τους επαγγελματίες θεατρικούς και κινηματογραφικούς σκηνοθέτες.


Η επόμενη συνάντησή του με το Ρομαντικό Κίνημα, και γενικότερα με τη λογοτεχνία του φανταστικού, έρχεται τα έτη 1865-1866 με την εικονογράφηση των βιβλίων Atala του  François-René vicomte de Chateaubriand, Travailleurs de la Mer του Victor Hugo, Paradise Lost του John Milton, αλλά και το Le Capitaine Fracasse του Pierre Jules Théophile Gautier. Αξιοσημείωτο γεγονός εκείνης της χρονιάς είναι η δουλειά του πάνω στη Βίβλο. Υπό τον γενικό τίτλο La Grande Bible de Tours, βγήκε στα βιβλιοπωλεία μια νέα πολυτελής έκδοση στη Γαλλική γλώσσα, με 241 ξυλογραφίες του Doré. Το έργο άσκησε μεγάλη επίδραση στην λαϊκή κουλτούρα κι έχει κάνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις από όλα τα έργα του καλλιτέχνη σε αυτόν τον περίπου ενάμιση αιώνα ζωής του.


Η εμπορική επιτυχία οδήγησε σε μια μεγάλη έκθεση έργων του στο Λονδίνο κατά το έτος 1867 και την δημιουργία της γκαλερί  Doré σε έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης. Εκείνη την χρονιά θα κυκλοφορήσει και μια έκδοση του πιο γνωστού βιβλίου του μυθογράφου Jean de La Fontaine, με τίτλο Fables (η λέξη μπορεί να αποδοθεί ως «διδακτικοί μύθοι» και εννοεί αυτούς που γνωρίζουμε σήμερα ως «μύθους του Αισώπου»), σε εικονογράφηση του Doré. Άλλη μια συνάντηση με τον Ρομαντισμό θα γίνει εκείνη τη χρονιά με την εικονογράφηση του βιβλίου Idylls of the King του Alfred Tennyson.


Η αναγνώριση που τύγχανε στη χώρα του ως εικονογράφος βιβλίων, δεν ήταν ανάλογη για τους πίνακες ζωγραφικής. Απογοητευμένος από αυτό, αποφάσισε να μετακομίσει στο Λονδίνο όπου ήταν αναγνωρισμένος και ως ζωγράφος. Μέσα στο 1868, θα ολοκληρώσει τα έργα του πάνω στη Θεία Κωμωδία εικονογραφώντας το «Καθαρτήριο» και τον «Παράδεισο». Το μεγαλύτερο έργο, όμως, που αναλαμβάνει κατόπιν πρότασης του δημοσιογράφου και συγγραφέα  William Blanchard Jerrold, είναι να εικονογραφήσει το βιβλίο του τελευταίου, που αφορά μια ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτεύουσας του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο Doré ξεκινάει περιπάτους με αστυνομική συνοδεία σε κακόφημες περιοχές της πόλης, προκειμένου να συλλάβει μέσα του όλο το κλίμα και να εμπνευστεί. Το τελικό αποτέλεσμα θα παραδοθεί στο κοινό το 1872, υπό τον τίτλο London: A Pilgrimage και εκατόν ογδόντα γκραβούρες του ίδιου. Θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία στο κοινό, αλλά θα λάβει κακές κριτικές από τους σύγχρονους κριτικούς τέχνης, με κύριο επιχείρημα ότι παρουσιάζει την φτώχεια ως κυρίαρχο στοιχείο πολλών περιοχών της πρωτεύουσας. Μάλιστα, το πιο σημαντικό περιοδικό τέχνης εκείνης της περιόδου, το The Art Journal, θα γράψει ότι ο Doré περισσότερο «επινοεί» την πραγματικότητα παρά την «απεικονίζει».


Παράλληλα, με την προετοιμασία του μεγάλου αυτού έργου, ο Doré ανέλαβε και άλλα, με κυριότερα την εικονογράφηση ποιημάτων του Άγγλου ποιητή και συγγραφέα Thomas Hood και την εικονογράφηση του σπουδαίου ρομαντικού ποιήματος The Rime of the Ancient Mariner του Samuel Taylor Coleridge, το 1870[3].

Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Doré θα εικονογραφήσει άλλα δύο βιβλία με διάχυτο το επικό στοιχείο που τόσο μας αρέσει. Πρόκειται για το History of the Crusades του Γάλλου ιστορικού Joseph François Michaud το 1875 και το έργο Orlando Furioso του Ιταλού ποιητή Ludovico Ariosto, που περιγράφει τις περιπέτειες του Βασιλιά Καρλομάγνου, του στρατηγού Ορλάντο και του στρατού των Φράγκων που πολεμούν κατά των Σαρακηνών. Το 1884, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, δημοσιεύτηκε η τελευταία του δουλειά, που ήταν Το Κοράκι του Edgar Allan Poe.


Δουλειές που είχε στο νου αλλά δεν ολοκλήρωσε, περιελάμβαναν την εικονογράφηση του αραβικού Χίλιες και Μία Νύχτες και κάποιων από τα έργα του William Shakespeare με τα οποία δεν είχε καταπιαστεί.

O Gustave Doré έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 1883, λόγω καρδιακής προσβολής. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο  Père Lachaise Cemetery του Παρισιού. Υπήρξε ένας πολυσύνθετος καλλιτέχνης με οργιώδη φαντασία και τεράστια συνεισφορά στην ανάπτυξη της εικονογράφησης λογοτεχνικών βιβλίων μέσω της χαρακτικής. Τα ονειρώδη σκηνικά του αλλά και η δραματοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, συνδυάστηκαν κάλλιστα με την έμπνευση του εκάστοτε συγγραφέα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η αισθητική του «επέβαλε» στην συλλογική φαντασία την εικόνα ηρώων ή τόπων, η οποία χρησιμοποιήθηκε από μεταγενέστερους καλλιτέχνες σε άλλες μορφές τέχνης.


Από τις έντονα μυστικιστικές αποδόσεις των ιστοριών της Βίβλου, την εκστατική πτώση του Εωσφόρου στον Χαμένο Παράδεισο και τα βασανισμένα πρόσωπα των καταδικασμένων στην Κόλαση της Θείας Κωμωδίας, ως τον εμβληματικό Δον Κιχώτη, τα θαυμαστά τοπία των Ειδυλλίων του Βασιλιά, τους λεοντόκαρδους πολεμιστές των Σταυροφοριών και  την αλλόκοσμη εικόνα του Γέρου Ναυτικού, κάθε εικονογράφηση αποτελεί μια νέα βύθιση στον ωκεανό της Φαντασίας και μια χάραξη νέου δρόμου προς την Ηρωική Κοσμοθέαση από αυτούς που ξέρουν να ανοίγουν οι ατρόμητοι Πρωτοπόροι, όχι μόνο της Τέχνης αλλά της αληθινής Ζωής, που για όλους εμάς εκτίνεται πέρα από το φθαρτό κόσμο της ύλης.  



[1] Σύμφωνα με μια βυζαντινή παράδοση, όταν ο Ιησούς οδηγούνταν προς το Γολγοθά φέροντας στην πλάτη τον Σταυρό, πέρασε μπροστά από το κατάστημα ενός Εβραίου με το όνομα Αχασβήρος. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες ζήτησαν από αυτόν να ξεκουράσει για λίγο τον Ιησού, κρατώντας τον σταυρό. Ο Αχασβήρος αρνήθηκε και γυρνώντας προς τον Ιησού του είπε: «βάδιζε, βάδιζε». Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Βάδιζε και εσύ σε όλη τη γη, χωρίς να σταθείς πουθενά, μέχρις ότου εγώ επιστρέψω εδώ από την Βασιλεία των Ουρανών». Από την επομένη μέρα ο Αχασβήρος περιφέρεται αιώνια ανά την υφήλιο.
[2] Στα ελληνικά, η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, είναι εξαιρετική.
[3] Στα ελληνικά η συλλογή του Coleridge με την εικονογράφηση του Doré κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.