Ο δημοτικισμός ως ελλιπής εκδοχή ρομαντικής παραδοσιοκρατίας


                                                             του Σταμάτη Μαμούτου

Οι Michael Löwy και Robert Sayre υποστηρίζουν ότι ο Ρομαντισμός είναι μια συγκεκριμένη εκδοχή κριτικής του νεωτερικού κόσμου. Οι δύο κοινωνιολόγοι υπογραμμίζουν ότι ένα από τα σημεία της ρομαντικής κριτικής βασίζεται στην σχεδόν μεταφυσική εμπειρία μιας απώλειας. Η ρομαντική θεώρηση περιλαμβάνει την πεποίθηση ότι στην νεωτερική πραγματικότητα έχει χαθεί κάτι πολύτιμο τόσο σε ατομικό όσο και σε πανανθρώπινο επίπεδο. Το σύγχρονο παρόν στερείται ουσιαστικών ανθρωπίνων αξιών οι οποίες έχουν αλλοτριωθεί. Συνεπώς η νοσταλγία του παρελθόντος και η καταφυγή στην παράδοση αποτελεί μια απάντηση του Ρομαντισμού σε αυτή την απώλεια.

Στην ρομαντική αντίληψη αυτό που λείπει από το παρόν υπήρχε πρωτύτερα σ’ ένα παρελθόν, το οποίο, όμως, δεν είναι συγκεκριμένα προσδιορισμένο. Η ρομαντική νοσταλγία κατευθύνεται προς ένα προ-καπιταλιστικό παρελθόν όπου το σύγχρονο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα δεν ήταν πλήρως ανεπτυγμένο. Το παρελθόν που γίνεται αντικείμενο της νοσταλγίας μπορεί να είναι μυθολογικό (Εδέμ, Χαμένη Ατλαντίδα), μια έμπνευση κάποιου φανταστικού κόσμου αποτυπωμένη σε έργα της φανταστικής λογοτεχνίας, ο μεσαίωνας, η ελληνική αρχαιότητα, το προεπαναστατικό γαλλικό καθεστώς, εν γένει ιστορικά περιβάλλοντα που προϋπήρχαν της ανάδυσης του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και εξιδανικεύονται από την ρομαντική φαντασία.


Όπως εξηγούν οι Michael Löwy και Robert Sayre, η ρομαντική αντίληψη διαλέγει μια στιγμή του παρελθόντος όπου δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη παθογένειες της νεωτερικότητας και την διαμορφώνει σε ενσάρκωση των ρομαντικών προσδοκιών. Έτσι εξηγείται και το παράδοξο η ρομαντική παραδοσιοκρατία να τροφοδοτεί προτάσεις και οράματα για το μέλλον. Η εικόνα ενός καλύτερου μέλλοντος εγγράφεται στην επίκληση της προκαπιταλιστικής εποχής[1]. Συνοπτικά θα μπορούσε να γραφτεί ότι ο πυρήνας των ιδεών του Ρομαντισμού συνήθως περιγράφεται ως μια εξέγερση του πάθους για το απόλυτο, ως μια θεοποίηση του ονείρου και του υπερβατολογικού ιδεαλισμού, ως μια νοσταλγία του παρελθόντος και ως μια εκχύλιση θλίψης, που στρέφονται ενάντια στην εγκαθιδρυμένη νοησιαρχία του εργαλειακού ορθολογισμού, ενάντια στην επικρατούσα νοοτροπία της χρηστικότητας και του ωφελιμισμού και ενάντια στην πολιτική κυριαρχία του υλισμού της αστικής τάξης. Συνεπώς η παραδοσιοκρατία του Ρομαντισμού δεν είναι απλή προσκόλληση σε ιδέες και πολιτιστικά σχήματα του παρελθόντος. Όπως ανέλυσαν οι Michael Löwy και Robert Sayre, η ρομαντική αντίληψη διαλέγει μια στιγμή του παρελθόντος και την διαμορφώνει σε ενσάρκωση των ρομαντικών προσδοκιών, έχοντας ως στόχο να διαμορφώσει προτάσεις και οράματα για το μέλλον.  

Ένα σημείο της ρομαντικής νοσταλγίας για το παρελθόν που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στους διανοητικούς κύκλους του 18ου και του 19ου αιώνα  ήταν η έμφαση προς τον μεσαίωνα. Ο μεσαίωνας είχε καταδικαστεί από την θεωρία του φιλελεύθερου Διαφωτισμού ως μια εποχή σκοταδισμού και βαρβαρότητας. Στον Ρομαντισμό η αξιολόγηση αντιστράφηκε. Ο μεσαίωνας αξιολογήθηκε ως η ιστορική περίοδος των ιπποτικών ιδεών, των οργανικών κοινοτικών οργανώσεων και της γέννησης πολλών εθνών της Ευρώπης. Για τους ρομαντικούς διανοητές ο μεσαίωνας αποτέλεσε επίσης μια ιστορική περίοδο με ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Όπως σημειώνει ο Στέφανος Ροζάνης, η ερμηνευτική του μεσαίωνα εκ μέρους των ρομαντικών διανοητών,


«δεν αντιπροσώπευε μόνον την αντίδραση του ρομαντισμού στα σχήματα του ορθολογισμού και της μηχανοκρατίας του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά εντόπιζε τις φυσικές προοδευτικές μορφές μέσα από τις οποίες οι δημιουργοί αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως οργανική συνέπεια και συνέχεια ενός λησμονημένου οραματισμού. Η επιστροφή των ρομαντικών στην εικόνα του Poeta Theologus προϋπέθετε μια τέτοιαν ερμηνευτική, όπως ακόμη προϋπέθετε και τον αυτοκαθορισμό αυτής της εικόνας μέσω της αναζήτησης αυθεντικών πηγών, από τις οποίες να αναβλύζουν οι ρομαντικοί κρουνοί της φαντασίας.[…]

Το «πίσω στον μεσαίωνα» του ρομαντισμού εξυπηρέτησε πιστά το ιδανικό της αυθεντικότητας του οράματος, της επανασύνδεσης με το «χαμένο κέντρο» της ψυχής του κόσμου, προς το οποίο σταθερά υπήρξε προσανατολισμένη η ρομαντική εξέγερση»[2]


Ασφαλώς η αναβίωση του μεσαίωνα μέσα από τα ρομαντικά οράματα προσδοκίας του μέλλοντος δεν έμεινε στο αισθητικό πεδίο. Απλώθηκε και στην πολιτική σκέψη των ρομαντικών διανοητών. Ο μεσαίωνας μέσα από τις ιδιαιτερότητες των προσεγγίσεων του πολιτικού Ρομαντισμού αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς που πυροδότησε ρομαντικές εννοιολογήσεις του εθνικισμού. Ο Χάινριχ Χάινε (1797-1856) στο Περί Γερμανίας ανέφερε ότι οι Γερμανοί ρομαντικοί θέλησαν να αποκαταστήσουν τον καθολικό μεσαίωνα, γιατί αισθάνθηκαν πως υπήρχαν εκεί, συντηρημένες υπό άλλες μορφές, πολλές ιερές αναμνήσεις των πρώτων τους προγόνων και της αρχέγονης εθνικότητάς τους […] έτσι μίσησαν τον προτεσταντισμό και τον φιλελευθερισμό που, […] δοκίμασαν να καταλύσουν τα ιερά απομεινάρια του γερμανισμού[3]. Ο Χάινε υποστήριξε ότι ο γερμανικός μεσαίωνας συγχώνευε επιβιώσεις του πανθεϊστικού αρχαίου γερμανικού παρελθόντος σε ανορθολογικές λαϊκές δοξασίες τις οποίες υιοθέτησε ο Καθολικισμός. Αυτή η ανάμιξη της «βάρβαρης» αρχαιότητας με τον χριστιανικό μεσαίωνα στο πλαίσιο ενός επιλεκτικά πρισματικού ανορθολογισμού -η οποία εκφράστηκε ως ερμηνευτική της ιστορικής συνέχειας των εθνών από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα κι από εκεί στην νεότερη εποχή- αποτελεί κεντρικό γνώρισμα της ρομαντικής παραδοσιοκρατίας και, ασφαλώς, του ρομαντικού εθνικισμού. Υφίσταται ως ιδέα σε όλο το φάσμα του πολιτικού Ρομαντισμού, σε κάθε χώρα της Ευρώπης που αναπτύχθηκε. Από τους Βρετανούς Προραφαηλίτες μέχρι τον ελληνικό Ρομαντισμό.

Ο Ίων Δραγούμης ενθουσιασμένος όταν διάβασε αυτό το απόσπασμα του Χάινε, το έγραψε στο ημερολόγιό του και συμπλήρωσε από κάτω:

«Έτσι και οι δημοτικιστές είναι romantiques, που σπάζουν τα δεσμά του γραμματισμένου ψευτοκλασικισμού, και βρίσκουν τη σχέση του χριστιανισμού με στοιχεία της παλιάς ελληνικής θρησκείας που διατηρήθηκαν στις λαϊκές παραδόσες τις περιφρονεμένες από τους γραμματισμένους. Οι δημοτικιστές, που σιχάθηκαν τον καθαρευουσιάνικο ψευτοκλασικισμό, τη λόγια παράδοση που προσπάθησε να συντρίψει τα ιερά απομεινάρια του ελληνισμού που βρίσκεται στα βάθη της ψυχής των Ελλήνων»[4].

Η επιλεκτική χρήση του παρελθόντος προκειμένου να συγκολληθεί μια ιδεολογική ασπίδα απέναντι στην επίσης επιλεκτική -και κυρίαρχη στην Ευρώπη- ερμηνεία της αρχαιότητας και του μεσαίωνα από τον φιλελεύθερο Διαφωτισμό, πραγματοποιήθηκε και στα πλαίσια του ελληνικού Ρομαντισμού. Με απαρχή την θεωρία του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου (1815-1881) μισό αιώνα αργότερα οι δημοτικιστές διέγνωσαν μια υγιή εκδοχή της ελληνικής μεσαιωνικής παράδοσης (την λαϊκή, «ποιητική» έκφραση του ιπποτικού μυθιστορήματος και όλο τον νεώτερο πολιτισμό που απλώθηκε γύρω από αυτό τον πυρήνα) και μια αρνητική εκδοχή της μεσαιωνικής παράδοσης (την γραφειοκρατική, «σχολαστική», άκαμπτα κλασικιστική κουλτούρα της διαχρονικής εξουσιαστικής ελίτ). Ο Ζαμπέλιος στο άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ο κ. Ιούλιος Τυπάλδος», το οποίο έγραψε για το περιοδικό Πανδώρα, ένας εκ των ιδρυτών του οποίου ήταν ο παππούς του Ίωνος Δραγούμη, υποστήριξε ότι υπήρχαν δύο ελληνικές παραδόσεις. Αυτές οι δύο παραδόσεις που είχαν ως επίκεντρο την ελληνική γλώσσα επιβίωσαν παράλληλα ανά τους αιώνες της ζωής του ελληνικού έθνους και προσδιόρισαν το σύνολο της ελληνικής πολιτιστικής δημιουργικότητας. Πρόκειται για το λεγόμενο σχήμα της «διφυούς παράδοσης» που ο Ζαμπέλιος είχε αρχίσει να επεξεργάζεται στο δοκίμιο Βυζαντιναί μελέται περί πηγών της νεοελληνικής εθνότητος από η άχρι ι εκατονταετηρίδος μ.Χ. 


Σύμφωνα με τον Ζαμπέλιο από την μια υπήρχε η «Σχολαστική παράδοση», που είχε τις καταβολές της στα χρόνια που ακολούθησαν την παρακμή της αρχαίας κλασικής ελληνικής παιδείας και βασίστηκε στην αφοσίωση στους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της αρχαίας αττικής διαλέκτου. Η έμφαση σε αυτή την φιλολογική κουλτούρα επιβίωσε στον μεσαίωνα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας μέσα από την θεσμικά εγκεκριμένη γλώσσα της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας και συνέχισε να επηρεάζει τις νεότερες γενιές υπό την σκέπη των υποστηρικτών της καθαρευουσιάνικης γλωσσικής παράταξης. Η «Σχολαστική παράδοση» διείσδυσε στην λογοτεχνία και στον επίσημο δημόσιο λόγο των θεσμών του νεότερου ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα να συγκροτήσει έναν ολόκληρο παραδοσιακό πολιτισμικό πόλο. Ωστόσο, από την άλλη, παράλληλα με την «Σχολαστική παράδοση» υπήρχε και η «Ποιητική παράδοση». Η «Ποιητική παράδοση» είχε τις καταβολές της στην μεσαιωνική περίοδο των σταυροφοριών, όταν στρώματα του ελληνικού πληθυσμού ήρθαν σε επαφή με τους κατακτητές ευρωπαίους σταυροφόρους. Τότε, το λαϊκό ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα αφομοίωσε επιρροές από την ποίηση των δυτικών ιπποτικών ποιημάτων. Προέκυψε έτσι ένας ποιητικός λόγος ο οποίος αποτέλεσε κράμα της λαϊκής ελληνικής ντοπιολαλιάς με τους ρυθμούς των ευρωπαϊκών ιπποτικών ποιημάτων. Από τον λόγο αυτό σχηματίστηκε μια ολόκληρη παράδοση, «Ποιητική παράδοση», που επέζησε στην καθημερινή γλώσσα του λαού και σε μορφές του γραπτού λόγου. Η «Ποιητική παράδοση» επιβίωσε στα νεώτερα χρόνια μέσα από την δημοτική γλώσσα και τα δημοτικά τραγούδια. Ο Ζαμπέλιος συμπέρανε τα εξής.


«[…] προκύπτει, ότι ή μεν πρώτη των παραδόσεων προηγείται της χριστιανικής αναμορφώσεως, είναι δε και σύστημα τάξεως κοινωνικής λίαν περιωρισμένης, οϊα ή των της Αττικής, ή της Αλεξανδρείας γραμματικών ή δε δεύτερα φύεται εκ τού νεωτέρου κόσμου, είναι απόρροια ευρωπαϊκής εξεγέρσεως, λαϊκής συμμετοχής, με τα δοθεϊσα επί Κομνηνών, και Παλαιολόγων παρά της Φραγκοκρατίας προς την αναγεννηθησομένην πατρίδα μας. Ώστε, την μεν πρώτην αποκλείει ό χριστιανικός πολιτισμός ως ετερόχρονον, την δε δευτέραν ασπάζεται ως συμφυή. Αί περιπέτειαι της δημώδους γλώσσης αυτά τούτο τεκμαίρουσι πραγματικώς»[5].

Αυτή η τομή ανάμεσα στο «λαϊκό» και το «κλασικιστικό» πολιτιστικό υπόβαθρο που εγκαινίασε στην Ελλάδα ο Ζαμπέλιος δεν αφορούσε μόνο την ελληνική περίπτωση. Οι πρώτες απόπειρες να ερμηνευτεί ο Ρομαντισμός ως φαινόμενο στην Ευρώπη είχαν ως επίκεντρο την λογοτεχνία και βασίστηκαν στην διαφορά της ρομαντικής λογοτεχνίας από την κλασικιστική. Στην σχετική συζήτηση για την σύγκριση των λογοτεχνικών ρευμάτων ο Γκαίτε (1749- 1832) υποστήριξε ότι η λογοτεχνία που ακολουθούσε την μεθοδολογία της αρχαίας κλασικής λογοτεχνίας ήταν υγιής ενώ η ρομαντική λογοτεχνία, η οποία δημιουργούσε νέες φόρμες έκφρασης, ήταν αρρωστημένη. Ο κλασικιστής ύστερος Γκαίτε θεώρησε ότι η ουσία του Ρομαντισμού ξεπηδούσε από μια παθολογική σύλληψη του κόσμου. Ο Στέφανος Ροζάνης, εκκινώντας από το συμπέρασμα του Γκαίτε, υποστήριξε ότι ο Ρομαντισμός, ανάμεσα στα άλλα, ήταν και ένα ιδεώδες της θλίψης[6].

Η οικοδόμηση της γλώσσας του Ρομαντισμού ως πόλου αμφισβήτησης των κυρίαρχων αντιλήψεων και πολιτικών δυνάμεων της νεωτερικότητας, αρθρώθηκε σε μια ερμηνευτική αντιπαράθεση τόσο με την φιλοσοφία του Διαφωτισμού όσο και με τον καλλιτεχνικό κλασικισμό ο οποίος συνδέθηκε με την θεωρία του Διαφωτισμού και αποτέλεσε αισθητικό απότοκό της.  Οι διανοητές του Ρομαντισμού θεώρησαν ότι ο νεωτερικός κλασικισμός ήταν μια, άνευ ζωής, μίμηση των αρχαίων καλλιτεχνικών ειδώλων. Και διάβασαν την αρχαιότητα μέσα από το δικό τους διανοητικό πρίσμα. Η ελληνική μυθολογία, ο προαρχαϊκός κόσμος, εν γένει οι περίοδοι της αρχαιότητας που θεωρήθηκαν λιγότερο λογοκεντρικές ενσωματώθηκαν στην ρομαντική αντίληψη και αισθητική. Και, ακολούθως, προτάχθηκαν από το ρομαντικό διανοητικό οπλοστάσιο ως  εναλλακτικές αναγνώσεις της αρχαιότητας απέναντι στον κλασικισμό του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, ο οποίος με την σειρά του, μέσα από τις επιλεκτικές προσαρμογές των διαφωτιστών διανοητών, είχε ερμηνεύσει την κλασική αρχαιότητα ως δικό του πρόδρομο στην ιστορική ανάπτυξη του ορθολογισμού. Ο Πλάτωνας και η κλασική ελληνική τέχνη αγαπήθηκαν από τους ρομαντικούς διανοητές για λόγους διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους τους οικειοποιήθηκαν και οι διαφωτιστές. Ο κλασικισμός απήχθη από τον Ρομαντισμό και ενσωματώθηκε στην αισθητική και την γλώσσα του με τρόπους που λίγο θύμιζαν το συνηθισμένο λογικοκρατικό του υπόβαθρο[7]. Ωστόσο, η αναζήτηση προδρομικών σημείων αναφοράς από τους ρομαντικούς διανοητές δεν σταμάτησε στην αρχαιότητα. Το επίκεντρο της σύγκρουσης με τον Διαφωτισμό ήταν ο μεσαίωνας

Στην Ελλάδα ο δημοτικισμός, πατώντας στην θεωρία του Ζαμπέλιου, απορρόφησε ένα μικρό μέρος αυτής της αισθητικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης των Διαφωτιστών με τους Ρομαντικούς. Οι δημοτικιστές έθεσαν στο επίκεντρο των γλωσσικών επιλογών τους μια διάλεκτο με καταβολές στον ελληνικό μεσαίωνα. Ωστόσο οι πολιτικές τάσεις που εκφράστηκαν στους κόλπους του δημοτικιστικού κινήματος δεν ήταν ομοιογενείς ούτε πάντα ρομαντικά παραδοσιοκρατικές. Οι δημοτικιστές είχαν ένα ισχυρό πάτημα στον ελληνικό Ρομαντισμού εφόσον αποδέχτηκαν την ερμηνεία του Ζαμπέλιου και θεώρησαν ότι αποτελούσαν την συνέχεια της «καλής» μεσαιωνικής ποιητικής ελληνικής παράδοσης ενώ αντιμετώπισαν τους καθαρευουσιάνους ως συνεχιστές της «κακής» σχολαστικής μεσαιωνικής ελληνικής παράδοσης. Ωστόσο στο πολιτικό στρατόπεδο των δημοτικιστών διαμορφώθηκαν επιμέρους και αντικρουόμενες τάσεις, γεγονός ενδεικτικό της δυσκολίας να ολοκληρωθούν διανοητικά σχήματα και κινήματα εντός του νεοελληνικού διανοητικού περιβάλλοντος με τον τρόπο που συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη.


Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθούν τρεις ιδεολογικές τάσεις στα πλαίσια του δημοτικισμού μέχρι το 1920. Μια ρομαντικά εθνικιστική, με επικεφαλής τον Ίωνα Δραγούμη. Μια φιλελεύθερη, με σημείο αναφοράς τον ίδιο τον Βενιζέλο. Και μια σοσιαλιστική/προοδευτική με εκφραστές τον Τριανταφυλλίδη, τον Σκληρό και άλλους. Ο φιλελεύθερος και ο σοσιαλδημοκρατικός εκσυγχρονισμός βρήκαν χώρο και μάλλον έγιναν –εντός της Ελλάδος πάντοτε, γιατί η αντιστροφή του ύστερου Ψυχάρη έθεσε ένα ζήτημα στα των εκτός του εθνικού κέντρου ελληνικά δρώμενα-  επικρατούσες τάσεις του δημοτικιστικού κινήματος. Ενώ η ρομαντικά εθνικιστική, που εξέφρασε ο Δραγούμης με τους συνεργάτες του, μικρότερη.



[1] Michael Löwy–Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία. Ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεωτερικότητας, μτφ. Δέσποινα Καββαδία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999, σελ. 92-94. 2] Στέφανος Ροζάνης, Μελέτες για τον Ρομαντισμό, Πλέθρον, Αθήνα 2001, σελ 23-24. [3] Αρχείο Ίωνα Δραγούμη, Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Ε΄ (1913-1917),  Ερμής, Αθήνα 1988, σελ. 199. [4] Αναγραφή Απρίλης 1916, στο ο.π., σελ. 135. [5] Σπυρίδων Ζαμπέλιος, «Ο κ. Ιούλιος Τυπάλδος», περιοδικό Πανδώρα, τόμος Ι, φυλλάδιον 236σελ 459. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/23267/pan_issue236.pdf?sequence=20&isAllowed=y [6] Στέφανος Ροζάνης, Μελέτες για τον Ρομαντισμό, Πλέθρον, Αθήνα 2001, σελ. 14. [7] Η ποίηση του Φρειδερίκου Χέλντερλιν, αλλά και του Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα.

Εικόνα 2: Εdmund Βlair Leighton, In time of Peril,  Εικόνα 4:Δημήτριος Μπισκίνης, Ο γανωματής 


Σχόλια:

Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Γενικά ως προς τη χρήση της γλώσσας από τον ελληνικό λογοτεχνικό ρομαντισμό, έχουμε δύο τάσεις. Ο Σολωμός γράφει στη δημοτική πολύ νωρίς, και είναι αυτό ακριβώς που τον καθιστά εθνικό ποιητή. Από την άλλη, η μετέπειτα β' αθηναϊκή σχολή, που μάλλον πιθηκίζει ευρωπαϊκά ρεύματα του τέλους της ρομαντικής περιόδου, γράφει στην καθαρεύουσα, αλλά πάντα ήταν ποίηση των σαλονιών, ποτέ δεν φιλοδόξησε σε εθνικό χαρακτήρα. Και κάπου στη μέση ήταν ο Κάλβος με το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμά του, μισοκαθαρεύουσας-μισοδημοτικής.

Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο Παλαμάς επαναφέρει όχι μόνο το δεκαπεντασύλλαβο αλλά και τη δημοτική γλώσσα στα ποιήματά του, πρακτικά είναι αυτός που εγκαινιάζει τον "λαϊκότροπο" νεορομαντισμό. Αδιαμφισβήτητα πρέπει να θεωρείται νεορομαντικός εθνικιστής ο Παλαμάς, όπως οι Γιαννόπουλος και Δραγούμης. Δικαίως ονομάστηκε ο δεύτερος εθνικός ποιητής. Εθνικός λέγεται ο ποιητής που καταφέρνει να πιάσει τον παλμό του έθνους σε μια συγκεκριμένη εποχή και να ταυτίσει την ποίησή του με τις λαχτάρες και τις ανησυχίες του έθνους.

Δεν μπορεί κανείς, όσο κι αν για διάφορους, ακόμα και δικαιολογημένους, λόγους, να αντιπαθεί τη δημοτική, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι οι δύο ποιητές που συνέδεσαν το έργο τους με τις τύχες του έθνους (δηλαδή του λαού, των μαζών), και ταυτόχρονα οι δύο κορυφαίοι ρομαντικοί της ελληνικής ποίησης, έγραφαν στη δημοτική.

Πέμπτη, 20 Απριλίου, 2023

 Διαγραφή
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Σωστά. Αλλά δεν ήθελα να εστιάσω στο γλωσσικό. Ήθελα να δείξω ότι ο δημοτικισμός, μολονότι διατηρούσε στον πυρήνα του μια ιδέα του ελληνικού ρομαντισμού, δεν εκτυλίχθηκε ως ρομαντικό παραδοσιοκρατικό κίνημα, εφόσον ενσωμάτωσε επιπλέον ιδεολογικά ρεύματα (εξάλλου και ο Ψυχάρης στην αρχή προοδευτικός επίγονος του Διαφωτισμού έδειχνε, στο τέλος το γύρισε στον εθνικισμό αλλά και πάλι με όχι καθαρές ρομαντικές ιδεολογικές βάσεις). Άσε που θεωρώ ποιητές της καθαρεύουσας, όπως ο Δ. Παπαρρηγόπουλος και ο Α. Παράσχος, πολύ ενδιαφέροντες.

Πέμπτη, 20 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ο Ψυχάρης ισχύει ότι εκτός από μεταφραστής του Ρενάν ήταν και γαμπρός του;

Πέμπτη, 20 Απριλίου, 2023

 
ΑνώνυμοςΗ Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ισχύει. Όμως μάλλον ένιωθε να τον σκεπάζει η φήμη του πεθερού του.

Πέμπτη, 20 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

"...απέναντι στον κλασικισμό του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, ο οποίος με την σειρά του, μέσα από τις επιλεκτικές προσαρμογές των διαφωτιστών διανοητών, είχε ερμηνεύσει την κλασική αρχαιότητα ως δικό του πρόδρομο στην ιστορική ανάπτυξη του ορθολογισμού."

Αυτό έχει πολύ ζουμί. Σε αυτό τον λάκκο πέφτουν 9 στους 10 εθνικιστές ή ε/σ που παίρνουν θέση (λόγω αντιχριστιανισμού) υπέρ του διαφωτισμού. Είναι τόσο βλάκες που δεν αντιλαμβάνονται ότι όταν οι διαφωτιστές κάνουν επικλήσεις στην κλασική αρχαιότητα στην πραγματικότητα απλώς την διαστρεβλώνουν ώστε να χτίσουν έναν (ανύπαρκτο, φανταστικό) αντίπαλο πόλο στον Μεσαίωνα και να αποκτήσουν κύρος ως δήθεν φορείς του ίδιου πνεύματος

Παρασκευή, 21 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

"η «Σχολαστική παράδοση», που είχε τις καταβολές της στα χρόνια που ακολούθησαν την παρακμή της αρχαίας κλασικής ελληνικής παιδείας και βασίστηκε στην αφοσίωση στους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της αρχαίας αττικής διαλέκτου [...] Η «Ποιητική παράδοση» είχε τις καταβολές της στην μεσαιωνική περίοδο των σταυροφοριών, όταν στρώματα του ελληνικού πληθυσμού ήρθαν σε επαφή με τους κατακτητές ευρωπαίους σταυροφόρους. Τότε, το λαϊκό ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα αφομοίωσε επιρροές από την ποίηση των δυτικών ιπποτικών ποιημάτων."
Ωραία το θέτετε!

Στὴ σημερινὴ ἐποχή, τί κινδύνους θεωρεῖτε ὅτι ἀντιμετωπίζει ἡ γλῶσσα μας;

Earendil

Παρασκευή, 21 Απριλίου, 2023

 
ΑνώνυμοςΗ Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ο Ζαμπέλιος το έθεσε αρχικά. Μετά έφτασε μέχρι τον Δραγούμη αυτή η προσέγγιση. Την παρουσίασε αναλυτικά στο "Ελληνικός πολιτισμός".

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η χρήση της ξεφλουδισμενης αγγλικής που προωθείται παγκοσμίως για τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης. Από εκεί και πέρα υπάρχουν επιπλέον κίνδυνοι. Ήδη από την δεκαετία του '80 και περισσότερο από εκείνη του '90 κι έπειτα η καθημερινή μας γλώσσα διαπλέχθηκε με μια κακή εκδοχή της αργκό. Αυτοακρωτηριάστηκε. Και, μάλιστα, εξαιτίας του άθλιου λόγου των ψυχαγωγικών εκπομπών των τηλεοπτικών ΜΜΕ, αυτός ο γλωσσικός ακρωτηριασμός έγινε κανονικότητα. Φαίνεται στην καθημερινή μας επικοινωνία αυτό.
Τέλος υπάρχει πάντα από την άλλη μεριά το σκουριασμένο φιλολογικό σύνδρομο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Διδάσκει στα παιδιά ξύλινους κανονισμούς συντακτικού και γραμματικής πολύ περισσότερο από λογοτεχνία. Εκεί βρίσκεται η ρίζα μιας χρόνιας παθογένειας.

Παρασκευή, 21 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Θάνατοι ποιητών.

19 Απριλίου 1824 πεθαίνει ο Βύρων στο Μεσολόγγι.

20 Απριλίου 1953 πεθαίνει ο Γερμανός προλετάριος ποιητής Έριχ Βάινερτ, δημιουργός αυτού του αντι-ΝΑΤΟικού ύμνου
https://www.youtube.com/watch?v=tAxadstFhzo

22 Απριλίου 1616 πεθαίνει ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες, δημιουργός του Δον Κιχώτη και αγαπημένος των ρομαντικών του 19ου αιώνα που μετέφρασαν τα έργα του σε όλες τις ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) γλώσσες.

Παρασκευή, 21 Απριλίου, 2023

 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Τη ζημιά του κλασικισμού στον δικό μας χώρο την έχει κάνει ο Νίτσε.

Στους χώρους των φιλελεύθερων ο Βολταίρος και ο Βίνκελμαν.

O Νίτσε ήταν κλασικιστής, όχι ρομαντικός. Βασικά ήταν αυτός που, ίσως και έχοντας απαυδήσει από τον "χριστιανο-μεσαιωνισμό" του γερμανικού ρομαντισμού, ξαναέφερε στο προσκήνιο την αρχαιότητα εργαλειακά ως αντιχριστιανικό και αντι-μεσαιωνικό παράδειγμα.

Επιφανειακά δεν ήταν ίδιοι οι σκοποί του Νίτσε με τους σκοπούς των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα. Αυτοί χρησιμοποιούσαν την αρχαιότητα ως ιδέα ορθολογισμού και δημοκρατικότητας, στον αγώνα τους εναντίον των ευγενών και του κλήρου. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί την αρχαιότητα ως ιδέα ατομικισμού και "ευτυχισμένης αρχοντιάς", ο αρχαίος Έλληνας για τον Νίτσε ήταν ο αφέντης που ασχολιόταν τεμπέλικα με πολιτιστικές απολαύσεις χωρίς να λογαριάζει τα κοινά και τον όχλο: εδώ ίσως να έχει πάρει ο Νίτσε αυτή την αντικοινωνικότητα από τον πρώιμο ρομαντισμό του Σλέγκελ (Lucinde), αλλά η ίδια σύνδεση μπορεί να γίνει μεταξύ Νίτσε και Μαρκήσιου ντε Σαντ, ο οποίος δεν ήταν ρομαντικός αλλά αποτελούσε τη λογική κατάληξη του Διαφωτισμού.

Και οι δυο, πάντως, εργαλειακές αυτές χρήσεις της ελληνικής αρχαιότητας, από Διαφωτιστές και Νίτσε, που μπορεί επιφανειακά να μη μοιάζουν, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν την ίδια κοινωνική λειτουργία, τον αγώνα του αστισμού κατά του μεγάλου κράτους. Οι Γάλλοι διαφωτιστές μιλούσαν εξ ονόματος της "ελευθερίας" των αστών έναντι του βασιλιά, ο Νίτσε (ομολογουμένως χωρίς πάντα να το αντιλαμβάνεται) μιλούσε εξ ονόματος της "ελευθερίας" των "αφεντάδων" έναντι του "δημοκρατικού" όπως το ονόμαζε -επειδή αυτό έδινε παραχωρήσεις στους εργάτες- κοινωνικού κράτους του Μπίσμαρκ. Ο Νίτσε δεν ήταν παρά "ένας όχι απόλυτα επιτυχημένος προάγγελος της πορείας προς έναν νέο κλασικισμό, τον κλασικισμό των γεμάτων αυτοπεποίθηση τραπεζιτών και μεγαλοαστών γενικότερα" (Lunacharsky), που όμως δεν θα ήταν παρά "κλασικισμός βαρβάρων" (Lukacs) και όχι Ελλήνων.

Και τι σύμπτωση, όλοι αυτοί, είτε διαφωτιστές-φιλελεύθεροι τύπου Κοραή, είτε ατομικιστές-νιτσεϊκοί, δεν είχαν ποτέ κάτι καλό να πουν για τον χριστιανικό Μεσαίωνα. Πώς να πουν; Αφού ο Βουλγαροκτόνος νομοθέτησε το Αλληλέγγυο, που φορολογούσε σκληρά τους πλούσιους για να μην πεινάνε οι φτωχοί. Αφού ο Βατάτζης εφάρμοσε στην πράξη ένα είδος πρώιμου αγροτικού σοσιαλισμού. Αφού η πρώτη κομμούνα στην Ευρώπη έγινε από ζηλωτές χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη το 1342-49. Αυτά κάνουν τζιζ τόσο για τους γνήσιους φιλελέρες του "ορθολογισμού" όσο και για αυτούς που βάζουν από το παράθυρο τον ανταγωνισμό της ζούγκλας στον εθνικισμό μέσω Νίτσε.

Αυτό πάει και σε κάτι Ε/Σ που δεν κάνουν τίποτα άλλο όλη μέρα παρά ανεβάζουν στο τουίτερ και αλλού τσιτάτα του Νίτσε για το πόσο βλάπτει η ευσπλαχνία, πόσο καλό κάνει η περιφρόνηση του διπλανού, κλπ. Με τέτοια μυαλά, δεν ξεφεύγουμε από τα γκρουπούσκουλα των 5 ατόμων. Εκτός κι αν σοβαρά το πιστεύουν μερικοί ότι αν βγουν έξω στη γύρα, πχ μετά τα Τέμπη, λέγοντας στον χαροκαμένο κοσμάκη νιτσεϊκά τσιτάτα για το πόσο κακό πράγμα είναι η κοινωνική αλληλεγγύη, θα κερδίσουν οπαδούς. Σε αυτή την περίπτωση τι να πω, τους παραπέμπω σε ψυχίατρο.

Παρασκευή, 21 Απριλίου, 2023

 Διαγραφή
Ανώνυμος Ο/Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Να διευκρινιστεί βέβαια ότι ο Νίτσε ήταν κλασικιστής στην αισθητική της πολιτικής του ιδεολογίας. Όχι κλασικιστής όσον αφορά την ουσία της φιλοσοφίας του. Απεχθανόταν τον Πλάτωνα και εστίαζε στους προσωκρατικούς. Τραγικός ναι. Κλασικιστής στην σκέψη...χμμ. Θέλει συζήτηση.

Στα υπόλοιπα έχεις δίκιο. Με μια επισήμανση. Έγινε και το αντίστροφο. Δεν νόθευσε μόνο ο Νίτσε τον εθνικισμό. Νοθευτηκε και ο νιτσεισμός, ως φιλοσοφικό ρεύμα, από τον εθνικισμό με αποτέλεσμα να πιστώνεται (ή χρεώνεται, όπως το βλέπει κανείς) πολλή από την σκέψη του Τόμας Καρλάιλ στον Νίτσε. Στην ουσία αυτό ήταν το μπέρδεμα των νεορομαντικών εθνικιστών της γενιάς του 1890. Υιοθέτησαν την ιδέα της χαρισματικής ηγεσίας και ερμηνευτικά σχήματα ελίτ μέσω του νιτσεισμού ενώ στην ουσία διάβαζαν τον Νίτσε με "τα γυαλιά" του Καρλάιλ.

Σάββατο, 22 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ο Πλάτωνας βέβαια μπορεί να είναι και ο πρώτος "ρομαντικός" της ιστορίας με την ευρύτερη έννοια, και ο ρομαντισμός ένας δεύτερος πλατωνισμός μέσα στη νεωτερικότητα.

Σάββατο, 22 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Οι ζηλωτές δεν είναι καλό παράδειγμα σοσιαλισμού, διότι είχαν παρε δώσε με τους σερβους για να τους παραδώσουν την Θεσσαλονίκη.

Σάββατο, 22 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ο Νίτσε υπήρξε προφήτης του Εθνικοσιάλισμου

Σάββατο, 22 Απριλίου, 2023

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Μην γράφεις ανοησίες. Ο Νίτσε είχε τόση σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό όση είχε και ο Μαρξ. Οι δικοί μας τον διάβασαν λάθος και εξακολουθούν να τον εντάσσουν χωρίς διευκρινήσεις στον ρομαντισμό.

Σάββατο, 22 Απριλίου, 2023