Ο Τόμας Καρλάιλ και η έννοια του χαρισματικού ηγέτη

                                                            του Σταμάτη Μαμούτου

Οι καταβολές της ιδέας που θέλει ορισμένους «ξεχωριστούς ανθρώπους», οι οποίοι καθοδηγούμενοι από ένα «θείο πνεύμα» μπορούν να κατευθύνουν την ανθρώπινη ιστορία στα πέρατα των ενοράσεών τους, ανάγονται στα προνεωτερικά χρόνια. Ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου διανοητή, που έγραψε κατά την ιστορική περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, είναι ο Ισπανός εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος του κονσεπτισμού, Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (1601-1658). Αναφέρομαι στην περίπτωση του Γκρασιάν γιατί υπήρξε ένας από τους διανοητές που, προκειμένου να περιγράψουν τους «ξεχωριστούς άντρες» της ιστορίας, χρησιμοποίησε τον όρο «ήρωες[1]». Ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε από μεταγενέστερους διανοητές. Ακόμη και από νεορομαντικούς διανοητές της εποχής του μεσοπολέμου, όπως ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937)[2]. Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο θα σταθώ στον Τόμας Καρλάιλ (1795-1881). 


Ο Καρλάιλ αποτέλεσε την πλέον ενδεικτική περίπτωση του πως έγινε αντιληπτός ο ιστορικός ρόλος του «ξεχωριστού ανθρώπου» στους διανοητές του Ρομαντισμού. Σύμφωνα με τον Zeev Sternhellκανείς Βρετανός του 19ου αιώνα δεν υπέστη στο ίδιο μέτρο με τον Καρλάιλ την επιρροή του Φίχτε, του Γκαίτε και του Νοβάλις, καθώς και του γερμανικού Ρομαντισμού γενικότερα[3]. Έχοντας υιοθετήσει την φιλοσοφική σκέψη του ρομαντικού ιδεαλισμού, ο Καρλάιλ θεώρησε ότι όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί είναι ορατά σύμβολα μιας «εσωτερικής πραγματικότητας» του κόσμου. Αυτή η «εσωτερική πραγματικότητα», σύμφωνα με τον Καρλάιλ, εκφράζει μια αλήθεια των πραγμάτων η οποία βασίζεται σε μια θεία ιεράρχηση. Ο ανθρώπινος βίος, προκειμένου να είναι ουσιαστικός, οφείλει να σεβαστεί αυτή την ένθεη ιεράρχηση και να βασιστεί επάνω της. Αν το πετύχει, θα δημιουργήσει συνθήκες Τάξης στον κόσμο της καθημερινότητας[4].

Ωστόσο, για τον Καρλάιλ, ο Διαφωτισμός και τα ιστορικά του προανακρούσματα διασάλευσαν την εγκαθιδρυμένη στην ανθρώπινη ιστορία Τάξη. Ο Sternhell σημειώνει πως τα σημαντικότερα δοκίμια του Καρλάιλ πραγματεύονται την άρνηση της δημοκρατίας, την περιφρόνηση της αριστοκρατίας που είχε εξαγοραστεί από το χρήμα των αστών, το μίσος για την αμερικανική δημοκρατία, την απέχθεια για τον υλισμό και την εκβιομηχάνιση, καθώς και την πίστη ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι εκ φύσεως δούλοι[5]. Απέναντι στον εξισωτισμό της νεωτερικότητας, ο Καρλάιλ υποστήριξε ότι στέκεται το διαχρονικό πρότυπο του «οδηγού της ιστορίας». Ορισμένοι «ξεχωριστοί άνθρωποι», τους οποίους ο Καρλάιλ ονόμασε «ήρωες», έχουν την έμφυτη ικανότητα να αντιλαμβάνονται τις αρχές της εσωτερικής τάξης του κόσμου. Και το πεπρωμένο τους είναι να την διασφαλίσουν. Αλλά και οι κοινωνίες, στην φυσική τους κατάσταση, αναζητούν αυτούς τους ηγέτες. Οι «ήρωες» είναι στοιχεία της ίδιας της ύπαρξης των κοινωνιών[6]. Και η λατρεία των «ηρώων», η ίδια η ψυχή των κοινωνικών σχέσεων[7].


Οι «ήρωες» του Καρλάιλ είναι απεσταλμένοι του Θεού και μόνον αυτοί, από όλους τους ανθρώπους, βρίσκονται σε απευθείας επαφή με την εσωτερική πραγματικότητα του Σύμπαντος[8]. Αποστολή των «ηρώων» είναι να οδηγούν τον κόσμο σε έναν βίο εναρμονισμένο με την θεία αλήθεια. Κατά το παρελθόν οι «ήρωες» μπορεί να ονομάζονταν θεοί, όπως ο Όντιν, προφήτες, όπως ο Μωάμεθ, ιερείς, όπως ο Λούθηρος, ή ποιητές, όπως ο Σαίξπηρ. Η ιδιότητα δεν έχει σημασία. Είτε είναι προφήτης, είτε ποιητής, κάθε ήρωας, παντού και πάντοτε, στέλνεται σε εμάς για να μας αποκαλύψει [9]τον ιστορικό προορισμό, που είναι συμβατός με το «θείο μυστήριο[10]».

 Ο Καρλάιλ, στην πρώτη κιόλας παράγραφο του έργου Οι Ήρωες στη Λατρεία και την Ιστορία, έγραψε τα εξής.

«Θα προσπαθήσωμεν να είπωμεν ολίγα τινά περί των μεγάλων ανδρών, περί του τρόπου της εμφανίσεώς των εν μέσω της κινήσεως του ανθρωπίνου κόσμου, περί της μορφής, ην έσχον εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, περί των ιδεών, ας οι άνθρωποι εμόρφωσαν περί αυτών, περί του έργου, το οποίον συνετέλεσαν. Με άλλας λέξεις θα ομιλήσωμεν περί των ηρώων[11]».

Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Sternhell, στην σκέψη του Καρλάιλ η λατρεία του «ήρωα» δεν ανταποκρίνεται μόνο στην έννοια του ιερού[12]ούτε μόνο στην ερμηνεία της ιστορίας της ανθρωπότητας, αλλά επίσης και στις απαιτήσεις της κυριαρχίας[13]. Αν ειδωθεί με τους όρους της πολιτικής ανάλυσης ο ρομαντικός μυστικισμός του Καρλάιλ δεν αποτέλεσε έναν απλό αναχρονισμό, αλλά στράφηκε προς το μέλλον[14]. Ο Καρλάιλ ήταν αισιόδοξος ότι η αναρχία που είχε δημιουργήσει η φιλελεύθερη νεωτερικότητα θα υποχωρούσε μόλις τερματιζόταν η υπεροχή της νεωτερικής δημοκρατίας και τα ευρωπαϊκά έθνη προχωρούσαν σε ένα «ηρωικό μοντέλο» πολιτικής διοίκησης[15]. Σύμφωνα με τον Καρλάιλ, η αληθινή αριστοκρατία αποτελεί έμφυτο γνώρισμα μιας φυσιολογικής ανθρώπινης συνείδησης και πηγάζει από την ειλικρινή διάθεση να αποδίδεται τιμή προς τους καλύτερους του ανθρωπίνου είδους. Η ηγεσία είναι απλά καθήκον των καλύτερων. Ο «ήρωας» είναι ο άνθρωπος του πεπρωμένου και αποτελεί υπερφυσική συνθήκη[16].


Ο Sternhell συμπεραίνει ότι τα χαρακτηριστικά που απορρέουν από την αντίληψη του Καρλάιλ για την έννοια της ηγεσίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις της νεώτερης δικτατορίας. Επιπλέον εκτιμά ότι ο «ήρωας» του Καρλάιλ αποτελεί την εννοιολογική απαρχή της περίπτωσης, που στην κοινωνιολογική τυπολογία του Μαξ Βέμπερ (1864-1920) ονομάζεται «χαρισματική ηγεσία».

Εντούτοις, όπως συμβαίνει με αρκετές περιπτώσεις ριζοσπαστών συντηρητικών διανοητών του Ρομαντισμού, η σκέψη του Καρλάιλ καταπιάστηκε με θεματικές που, με μια πρώτη ματιά, δεν θα φάνταζαν πιθανές. Καταρχάς αντιλήφθηκε πως, εφόσον το Παλαιό Καθεστώς είχε περιέλθει σε παρακμή, η Γαλλική Επανάσταση αποτελούσε αναπόφευκτο και κοσμοϊστορικό γεγονός. Επιπλέον μπορεί ο Καρλάιλ να μην ήθελε την μεταφορά της εξουσίας, ή μέρους της, σε ένα συλλογικό σώμα, όπως ο λαός. Θεωρούσε, όμως, ότι οι «ήρωες» θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται και από τον λαό. Ο ελιτισμός του Καρλάιλ δεν είχε ταξικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ο Sternhell εκτιμά ότι μάλλον ο Καρλάιλ αισθανόταν εγγύτερα στον λαό από ότι στην αστική τάξη και την αριστοκρατία της εποχής του[17]. Ο «ήρωας» του Καρλάιλ δεν είχε καμιά σχέση με τον ατομικιστή άνθρωπο της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας. Αντιθέτως, αποτέλεσε οργανικό μέρος της εθνικής συλλογικότητας. Το έθνος και ο λαός παρέμειναν κεντρικά σημεία αναφοράς στην ανάλυση του Καρλάιλ. Ο «ήρωάς» του αποτέλεσε έναν εκλεκτό καρπό τους και όχι κάποια αποκομμένη ύπαρξη.


Μια σημαντική πτυχή της σκέψης του Καρλάιλ ήταν κι εκείνη που αφορούσε τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Στο σημαντικό του δοκίμιο Past and Present αναφέρθηκε στις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των εργατών και υποστήριξε τους βιομηχανικούς εργάτες, που ήταν υποταγμένοι στην δύναμη του χρήματος[18]. Πρότεινε, επίσης, φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, στα ωράρια εργασίας και στις συνθήκες κατοικίας των εργατών[19]. Αυτές οι θέσεις του Καρλάιλ κατέστησαν τα έργα του ενδιαφέροντα ακόμη και για τους Μαρξ και Ένγκελς. Οι Lowy και Sayre υπογραμμίζουν ότι μεταξύ των ρομαντικών επικριτών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, εκείνος που είχε τη σημαντικότερη επιρροή στην πνευματική διάπλαση του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν χωρίς αμφιβολία, ο Τόμας Καρλάιλ[20]. Μάλιστα, ο Ένγκελς είχε αφιερώσει δυο άρθρα, κατά τα έτη 1844 και 1850, προκειμένου να αναγνωρίσει την σημασία των κοινωνικών αναλύσεων του Καρλάιλ[21].


Ασφαλώς ο Καρλάιλ δεν αποτέλεσε επιρροή μόνο για τους κλασικούς σοσιαλιστές. Ενέπνευσε και τους μεταγενέστερους διανοητές του Ρομαντισμού, οι οποίοι επιχείρησαν να συνδέσουν ιδεολογικά τον εθνικιστικό ριζοσπαστικό συντηρητισμό με τον σοσιαλισμό. Δεν πρέπει να διαφύγει της ερευνητικής προσοχής το γεγονός ότι η λύση που πρότεινε ο Καρλάιλ για τα προβλήματα της εργατικής τάξης ήταν ριζικά αντιδημοκρατική.

Σύμφωνα με τον Καρλάιλ η αστική δημοκρατία και η ελεύθερη αγορά ήταν εκείνες που είχαν δημιουργήσει τα προβλήματα στις συνθήκες εργασίας και ζωής της εργατικής τάξης[22]. Ο Καρλάιλ έβλεπε την λύση των προβλημάτων που θεωρούσε ότι δημιούργησε η φιλελεύθερη νεωτερικότητα σε μια ισχυρή εξουσία, που θα δινόταν στον δίκαιο και εξαιρετικό άνδρα, στον ηρωικό οραματιστή[23]. Ο ριζοσπαστικά συντηρητικός προσανατολισμός του τον έκανε προσφιλή σε επιγόνους της πολιτικής σκέψης του Ρομαντισμού. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τζων Ράσκιν. Ο Ράσκιν θεωρούσε τον Καρλάιλ ως τον σπουδαιότερο από όλους τους Άγγλους στοχαστές[24]. Η φήμη του Καρλάιλ ως διανοητή απλώθηκε στην Γερμανία, τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες, πολύ γρήγορα. Ακόμη και όταν ο Καρλάιλ βρισκόταν στην ζωή[25].

Ασφαλώς, η επιρροή της σκέψης του Καρλάιλ επεκτάθηκε και σε μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους[26]. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τον μεσοπόλεμο, ο Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945) είχε σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης του τα έργα του Καρλάιλ[27] και, μάλλον, δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι άντλησε επιρροές από το ερμηνευτικό σχήμα του «ήρωα», προκειμένου να συνθέσει και να εφαρμόσει την δική του εκδοχή της «αρχής του ηγέτη» (Führerprinzip).


Πάντως εκείνο το συμπέρασμα που δεν πρέπει να μας διαφύγει, όσον αφορά το δίπολο Καρλάιλ-Χίτλερ, είναι ότι ο πρώτος στο Οι Ήρωες στη Λατρεία και την Ιστορία περιέγραψε -μέσω ενός σχήματος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως  «τυπολογικό χαρακτήρα του ημιτελούς ήρωα»- με εντυπωσιακή ακρίβεια μια ιστορική διαδρομή που θα όφειλε να αποφύγει ο δεύτερος. Ο Καρλάιλ εστίασε στην περίπτωση του Ναπολέοντα, αναλύοντας τις ιστορικές προοπτικές του «ημιτελούς ήρωα».

Σύμφωνα με τον Καρλάιλ, ο Ναπολέοντας υπήρξε ένας από τους «ξεχωριστούς, μεγάλους άντρες» της ιστορίας. Ένα πρόσωπο που η μοίρα προίκισε με τα γνωρίσματα της τυπολογίας του «ήρωα». Όπως έγραψε χαρακτηριστικά: «Ο Ναπολέων υπήρξε μία ebauche, εν αλάξευτον σκιαγράφημα, ουδέποτε τερματισθέν. Και πράγματι ποιος μέγας ανήρ δεν είναι τοιούτος[28];» Ωστόσο, ο Καρλάιλ διέγνωσε στο Ναπολέοντα την εξής αδυναμία. Ως προσωπικότητα δεν κατάφερε να αποκρυσταλλώσει τα «ηρωικά» στοιχεία, με τα οποία η μοίρα τον είχε προικίσει, σε έναν στιβαρό χαρακτήρα. Κατά τον Καρλάιλ ο Ναπολέοντας δεν ήταν ικανός να βλέπει τα πράγματα με τη διαυγή ματιά ενός «ημίθεου» και παρασύρθηκε, από ασυγκράτητο εγωισμό, σε κρίσεις λανθασμένες και επιλογές που ήταν εξωπραγματικές. Συνέπεια αυτής της αδυναμίας του ήταν να μην αναχθεί σε αυτό που προοριζόταν να γίνει, δηλαδή σε «ήρωα». Ούτε ασφαλώς και να εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή.

«Αχ! εγκαταλήφθη εις πάρα πολύ ακατέργαστον κατάστασιν[29]» έγραψε σχεδόν θρηνητικά ο Καρλάιλ για τον Ναπολέοντα και περιέγραψε την μικρή, τελικά, συνεισφορά του στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, με την εξής λογοτεχνική περιγραφή:

 «Τι ήτο λοιπόν το έργον του Ναπολέοντος παρά το θορυβόν του. Κεραυνός μακρόθεν εκτοξευθείσης πυρίτιδος, φλοξ πεδιάδος ξηρών ερεικών. Επί μίαν ώραν το Σύμπαν ολόκληρον φαίνεται περιελισσόμενον υπό καπνού και φλογών, αλλά μόνον επί μίαν ώραν. Το πυρ σταματά και το Σύμπαν με τα παλαιά βουνά του και τα ποτάμια του, με τα’ άστρα του εκεί ‘πάνω και το φιλικόν του έδαφος εδώ κάτω εξακολουθεί να υπάρχει[30]». 

Ασφαλώς η πυκνή παρουσία βιβλίων του Καρλάιλ στην βιβλιοθήκη του Χίτλερ, όπως προανέφερα, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο εννοιολόγησε, αλλά και εξέφρασε, ο Χίτλερ την έννοια της «χαρισματικής ηγεσίας», οφείλει αρκετά στον Βρετανό ρομαντικό διανοητή. Ωστόσο, η ιδιότυπη σχέση των δυο αντρών δεν σταματά εκεί. Είναι εντυπωσιακό ότι ο Χίτλερ, ως ιστορική περίπτωση, εκπλήρωσε με ακρίβεια την τυπολογία του «ατελούς ήρωα», που εμπνεύστηκε ο Καρλάιλ και περιέγραψε στο πρόσωπο του Ναπολέοντα. Αν και το καλύτερο για τον ίδιο θα ήταν να το είχε αποφύγει.


Σε ότι αφορά την Ελλάδα, η θεωρία του Καρλάιλ έφτασε αναμεμιγμένη με μεταγενέστερα στοιχεία της σκέψης του νεορομαντικού ανορθολογισμού. Η πλέον ξεκάθαρη επιρροή της ανιχνεύεται στο έργο του Ίωνος Δραγούμη (1878-1920). Αλλά αυτό είναι θέμα ενός μελλοντικού άρθρου.



[1] Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, Ο Ήρωας, μετάφραση Φίλιππος Δρακονταειδής, Εστία, Αθήνα 2005. Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ενδεικτικό της σκέψης του Γκρασιάν αναφορικά με το θέμα του «ήρωα» και παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για το φιλοσοφικό ρεύμα των κονσεπτιστών. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον κονσεπτισμό ως ένα ρεύμα των τελών του 16ου και του πρώτου μισού του 17ου αιώνα, το οποίο αναπτύχθηκε στην Ισπανία. Οι κονσεπτιστές υιοθετούσαν μια αριστοκρατική αντίληψη των πραγμάτων και θεωρούσαν ότι η πνευματικότητα αποτελεί προνόμιο ορισμένων μόνο ανθρώπων. Ωστόσο, το προνόμιο αυτό δεν είναι αμετακίνητο αλλά διατηρείται με την πνευματική οξύτητα και την λεπτή σκέψη, οι οποίες οφείλουν να εκφράζονται με ασυνήθιστους τρόπους και μορφές. Η γλώσσα αποτέλεσε κεντρικό σημείο της αντίληψης των κονσεπτιστών, οι οποίοι βάσισαν τον φιλοσοφικό στοχασμό τους σε φιλολογικά θεμέλια. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής στις σελίδες 30 και 31, «το ιδανικό του τέλειου οπαδού του κονσεπτισμού θα ήταν να αντιστοιχεί μια ιδέα σε μια λέξη και κάθε λέξη να είναι αρωγός περισσότερων νοημάτων». Ο Γκρασιάν πρότεινε διάφορες συνταγές χρήσης του λόγου, προκειμένου να αναδειχθεί το πνεύμα. Στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας παρουσίασε την εκδοχή του για τους τρεις πυλώνες της κοινωνίας στα έργα Ο Ήρωας (1637), Ο Πολιτικός (1640) και Ο καλός Καγαθός (1646) .
[2] ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ, φιλοσοφία της ζωής, ηρωϊκός τρόπος ζωής, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1980.
[3] ZEEV STERNHELL, Ο ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, μτφ. Άννα Καρακατσούλη, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009, σελ 324.
[4] Ο.π. σελ. 334.
[5] Ο.π. σελ.326.
[6] Ο.π. σελ. 334.
[7] Ο.π.
[8] Ο.π. σελ. 335.
[9] Ο.π.
[10] Ο.π.
[11] Θωμά Καρλάιλ, Οι Ήρωες, μτφ. Ανδρέας Γ. Δαλέζιος, Γ.Ι. Bασιλείου, Αθήναι 1924, σελ. 5.
[12] ZEEV STERNHELL, Ο ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, μτφ. Άννα Καρακατσούλη, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009, σελ. 337.
[13].Ο.π.
[14] Ο.π. σελ. 326.
[15] Ο.π. σελ. 334.
[16] Ο.π. σελ. 337.
[17] Ο.π. σελ. 333.
[18] Ο.π. σελ. 338.
[19] Ο.π. σελ. 341.
[20] Michael Lowy-Robert Sayre, ΈΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Β ΕΚΔΟΣΗ, μτφ Δέσποινα Καββαδία, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ/ΔΟΚΙΜΙΑ 9, Αθήνα 1999, σελ. 202.
[21] Ο.π. σελ. 202-203.
[22] ZEEV STERNHELL, Ο ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, μτφ. Άννα Καρακατσούλη, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009, σελ. 339.
[23] Ο.π. σελ. 341.
[24] Michael Lowy-Robert Sayre, ΈΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Β ΕΚΔΟΣΗ, μτφ Δέσποινα Καββαδία, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ/ΔΟΚΙΜΙΑ 9, Αθήνα 1999, σελ. 268.
[25] ZEEV STERNHELL, Ο ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, μτφ. Άννα Καρακατσούλη, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2009, σελ. 324.
[26] Ο.π. σελ. 332
[27] ΤIMOTHY W. RYBACK, Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ: ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ, μτφ Ιωάννα Κονταξάκη, Πατάκης, Αθήνα 2011, σελίδες 338, 340, 341, 345-349, 351-352 και 361.
[28] Θωμά Καρλάιλ, Οι Ήρωες, μτφ. Ανδρέας Γ. Δαλέζιος, Γ.Ι. Bασιλείου, Αθήναι 1924, σελ. 281.
[29] Ο.π.
[30] Ο.π. σελ. 280.

Gustave Doré

                                                               του Flammentrupp                           

Συμπληρώθηκαν εκατόν τριάντα επτά χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου και αγαπημένου Γάλλου ζωγράφου, εικονογράφου, γλύπτη και χαράκτη  Gustave Doré. Με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη ήρθα σε επαφή πριν από αρκετά χρόνια, ανακαλύπτοντας τυχαία στο διαδίκτυο μια από τις εικονογραφήσεις για το βιβλίο Το Κοράκι. Πρόκειται για μια παραγγελία που έγινε από τους εκδότες Harper & Brothers για να κοσμήσει την έκδοση του ομώνυμου ποιήματος, του έτερου μεγάλου και αγαπημένου Edgar Allan Poe. Χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, μαγεύτηκα από το έργο κι άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για τον δημιουργό. Έκτοτε,  ξεκίνησε μια σχέση θαυμασμού, αφού σχεδόν κανένα έργο του δεν με άφησε αδιάφορο, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως οι εικονογραφήσεις του κοσμούν πολλά αγαπημένα βιβλία ρομαντικών συγγραφέων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο της εποχής του όσο και αρκετών που είχαν δραστηριοποιηθεί πριν από αυτόν.


Ο Paul Gustave Louis Christophe Doré, όπως είναι το πλήρες όνομά του, ήρθε στον κόσμο μας στις 6 Ιανουαρίου 1832, στο Στρασβούργο της Γαλλίας. Αυτοδίδακτος, άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του από την ηλικία των δώδεκα ετών σκαλίζοντας σε τσιμέντο. Στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως γελοιογράφος στην εφημερίδα Le Journal pour rire. Από το 1847 ως το 1854 ασχολήθηκε με τα comics κειμένου (η πρώιμη μορφή των comics, όπου δεν υπάρχουν τα σύννεφα/μπαλόνια διαλόγου και η αφήγηση προστίθεται σε πλαίσιο κάτω από τα καρέ). Σταδιακά, λάμβανε μέρος σε διαγωνισμούς για ανάθεση εικονογράφησης λογοτεχνικών βιβλίων, κερδίζοντας πολλούς από αυτούς, κι έμεινε στην μνήμη των φίλων της ρομαντικής, φανταστικής και γοτθικής, λογοτεχνίας κυρίως γι αυτές του τις δουλειές, και λιγότερο για τους πίνακες ζωγραφικής και τα γλυπτά.

Η πρώτη εργασία που αφορούσε γνωστό όνομα στα λογοτεχνικά δρώμενα, ήρθε το 1853 με την εικονογράφηση του έργου Complete Works του σημαντικού ρομαντικού ποιητή Lord Byron. Το 1854 ήρθε η εικονογράφηση του έργου The Life of Gargantua and of Pantagruel του Γάλλου συγγραφέα σατιρικής φαντασίας Francois Rabelais. Ακολούθησε το The Hundred Funny tales του Honoré de Balzac το 1855 και η εικονογράφηση δύο βιβλίων του Γάλλου στρατιωτικού, εξερευνητή και κυνηγού, γνωστού ως «Κυνηγός Λεόντων», Cirille Jules Basile Gérard, το 1856. Την ίδια χρονιά, έρχεται το πρώτο έργο του δημιουργού πάνω σε λαϊκό μύθο. Δώδεκα εικονογραφήσεις πάνω στον μύθο του Περιπλανώμενου Ιουδαίου για την διακόσμηση ενός μικρού ποιήματος του Γάλλου ποιητή Pierre-Jean de Béranger, το οποίο αντανακλούσε τις αντισημιτικές απόψεις της εποχής[1]


Το 1857, ο Doré εργάστηκε στο μέρος «Κόλαση» του έργου Θεία Κωμωδία του μεγάλου Ιταλού ποιητή Dante Alighieri, αλλά η έκδοση του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου καθυστέρησε ως το 1860. Τούτο το έργο απογείωσε την φήμη του κι άρχισε να λαμβάνει δεκάδες παραγγελίες ταυτόχρονα. Η αρχή της δεκαετίας του 1860 τον βρίσκει να εργάζεται πάνω στο έργο The Desert Home: The Adventures of a Lost Family in the Wilderness του Σκωτο-Ιρλανδού, Thomas «Captain» Mayne Reid, μεγάλου θαυμαστή του Lord Byron και συγγραφέα έργων περιπέτειας κι ανακάλυψης ανεξερεύνητων περιοχών στο ύφος που έκαναν παγκοσμίως γνωστό οι Frederick Marryat και Robert Louis Stevenson. Την ίδια χρονιά εκδίδεται και το έργο του πάνω στο The Tempest του William Shakespeare. Ένα χρόνο μετά, το 1861, η Γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε χρίζοντας τον «Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής».



Το 1862 είναι μια χρονιά που θα δώσει στην κυκλοφορία δύο δουλειές του, πάνω σε πασίγνωστα βιβλία. Πρώτο χρονικά είναι το  βιβλίο Les Contes de Perrault του συγγραφέα Charles Perrault[2]. Ο συγγραφέας θεωρείται ο πατέρας του είδους του παραμυθιού (fairy tale) κι όλοι μας γνωρίζουμε τις ιστορίες του -αν και μάλλον δεν θυμόμαστε ποτέ το όνομά του- όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος κ.α.  Επόμενοείναι το The Adventures of Baron Münchausen του Gottfried August Burger.

Η μεγαλύτερη επιτυχία και η πιο γνωστή του εικονογράφηση έρχεται το 1863 με το Don Quixote de la Mancha του Miguel de Cervantes. Η σύλληψη του για την εξωτερική εμφάνιση του Δον Κιχώτη και του υπηρέτη του, επηρέασε έκτοτε την αντίληψη όλων των αναγνωστών, από τους απλούς έως τους επαγγελματίες θεατρικούς και κινηματογραφικούς σκηνοθέτες.


Η επόμενη συνάντησή του με το Ρομαντικό Κίνημα, και γενικότερα με τη λογοτεχνία του φανταστικού, έρχεται τα έτη 1865-1866 με την εικονογράφηση των βιβλίων Atala του  François-René vicomte de Chateaubriand, Travailleurs de la Mer του Victor Hugo, Paradise Lost του John Milton, αλλά και το Le Capitaine Fracasse του Pierre Jules Théophile Gautier. Αξιοσημείωτο γεγονός εκείνης της χρονιάς είναι η δουλειά του πάνω στη Βίβλο. Υπό τον γενικό τίτλο La Grande Bible de Tours, βγήκε στα βιβλιοπωλεία μια νέα πολυτελής έκδοση στη Γαλλική γλώσσα, με 241 ξυλογραφίες του Doré. Το έργο άσκησε μεγάλη επίδραση στην λαϊκή κουλτούρα κι έχει κάνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις από όλα τα έργα του καλλιτέχνη σε αυτόν τον περίπου ενάμιση αιώνα ζωής του.


Η εμπορική επιτυχία οδήγησε σε μια μεγάλη έκθεση έργων του στο Λονδίνο κατά το έτος 1867 και την δημιουργία της γκαλερί  Doré σε έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης. Εκείνη την χρονιά θα κυκλοφορήσει και μια έκδοση του πιο γνωστού βιβλίου του μυθογράφου Jean de La Fontaine, με τίτλο Fables (η λέξη μπορεί να αποδοθεί ως «διδακτικοί μύθοι» και εννοεί αυτούς που γνωρίζουμε σήμερα ως «μύθους του Αισώπου»), σε εικονογράφηση του Doré. Άλλη μια συνάντηση με τον Ρομαντισμό θα γίνει εκείνη τη χρονιά με την εικονογράφηση του βιβλίου Idylls of the King του Alfred Tennyson.


Η αναγνώριση που τύγχανε στη χώρα του ως εικονογράφος βιβλίων, δεν ήταν ανάλογη για τους πίνακες ζωγραφικής. Απογοητευμένος από αυτό, αποφάσισε να μετακομίσει στο Λονδίνο όπου ήταν αναγνωρισμένος και ως ζωγράφος. Μέσα στο 1868, θα ολοκληρώσει τα έργα του πάνω στη Θεία Κωμωδία εικονογραφώντας το «Καθαρτήριο» και τον «Παράδεισο». Το μεγαλύτερο έργο, όμως, που αναλαμβάνει κατόπιν πρότασης του δημοσιογράφου και συγγραφέα  William Blanchard Jerrold, είναι να εικονογραφήσει το βιβλίο του τελευταίου, που αφορά μια ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτεύουσας του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο Doré ξεκινάει περιπάτους με αστυνομική συνοδεία σε κακόφημες περιοχές της πόλης, προκειμένου να συλλάβει μέσα του όλο το κλίμα και να εμπνευστεί. Το τελικό αποτέλεσμα θα παραδοθεί στο κοινό το 1872, υπό τον τίτλο London: A Pilgrimage και εκατόν ογδόντα γκραβούρες του ίδιου. Θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία στο κοινό, αλλά θα λάβει κακές κριτικές από τους σύγχρονους κριτικούς τέχνης, με κύριο επιχείρημα ότι παρουσιάζει την φτώχεια ως κυρίαρχο στοιχείο πολλών περιοχών της πρωτεύουσας. Μάλιστα, το πιο σημαντικό περιοδικό τέχνης εκείνης της περιόδου, το The Art Journal, θα γράψει ότι ο Doré περισσότερο «επινοεί» την πραγματικότητα παρά την «απεικονίζει».


Παράλληλα, με την προετοιμασία του μεγάλου αυτού έργου, ο Doré ανέλαβε και άλλα, με κυριότερα την εικονογράφηση ποιημάτων του Άγγλου ποιητή και συγγραφέα Thomas Hood και την εικονογράφηση του σπουδαίου ρομαντικού ποιήματος The Rime of the Ancient Mariner του Samuel Taylor Coleridge, το 1870[3].

Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Doré θα εικονογραφήσει άλλα δύο βιβλία με διάχυτο το επικό στοιχείο που τόσο μας αρέσει. Πρόκειται για το History of the Crusades του Γάλλου ιστορικού Joseph François Michaud το 1875 και το έργο Orlando Furioso του Ιταλού ποιητή Ludovico Ariosto, που περιγράφει τις περιπέτειες του Βασιλιά Καρλομάγνου, του στρατηγού Ορλάντο και του στρατού των Φράγκων που πολεμούν κατά των Σαρακηνών. Το 1884, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, δημοσιεύτηκε η τελευταία του δουλειά, που ήταν Το Κοράκι του Edgar Allan Poe.


Δουλειές που είχε στο νου αλλά δεν ολοκλήρωσε, περιελάμβαναν την εικονογράφηση του αραβικού Χίλιες και Μία Νύχτες και κάποιων από τα έργα του William Shakespeare με τα οποία δεν είχε καταπιαστεί.

O Gustave Doré έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 1883, λόγω καρδιακής προσβολής. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο  Père Lachaise Cemetery του Παρισιού. Υπήρξε ένας πολυσύνθετος καλλιτέχνης με οργιώδη φαντασία και τεράστια συνεισφορά στην ανάπτυξη της εικονογράφησης λογοτεχνικών βιβλίων μέσω της χαρακτικής. Τα ονειρώδη σκηνικά του αλλά και η δραματοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, συνδυάστηκαν κάλλιστα με την έμπνευση του εκάστοτε συγγραφέα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η αισθητική του «επέβαλε» στην συλλογική φαντασία την εικόνα ηρώων ή τόπων, η οποία χρησιμοποιήθηκε από μεταγενέστερους καλλιτέχνες σε άλλες μορφές τέχνης.


Από τις έντονα μυστικιστικές αποδόσεις των ιστοριών της Βίβλου, την εκστατική πτώση του Εωσφόρου στον Χαμένο Παράδεισο και τα βασανισμένα πρόσωπα των καταδικασμένων στην Κόλαση της Θείας Κωμωδίας, ως τον εμβληματικό Δον Κιχώτη, τα θαυμαστά τοπία των Ειδυλλίων του Βασιλιά, τους λεοντόκαρδους πολεμιστές των Σταυροφοριών και  την αλλόκοσμη εικόνα του Γέρου Ναυτικού, κάθε εικονογράφηση αποτελεί μια νέα βύθιση στον ωκεανό της Φαντασίας και μια χάραξη νέου δρόμου προς την Ηρωική Κοσμοθέαση από αυτούς που ξέρουν να ανοίγουν οι ατρόμητοι Πρωτοπόροι, όχι μόνο της Τέχνης αλλά της αληθινής Ζωής, που για όλους εμάς εκτίνεται πέρα από το φθαρτό κόσμο της ύλης.  



[1] Σύμφωνα με μια βυζαντινή παράδοση, όταν ο Ιησούς οδηγούνταν προς το Γολγοθά φέροντας στην πλάτη τον Σταυρό, πέρασε μπροστά από το κατάστημα ενός Εβραίου με το όνομα Αχασβήρος. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες ζήτησαν από αυτόν να ξεκουράσει για λίγο τον Ιησού, κρατώντας τον σταυρό. Ο Αχασβήρος αρνήθηκε και γυρνώντας προς τον Ιησού του είπε: «βάδιζε, βάδιζε». Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Βάδιζε και εσύ σε όλη τη γη, χωρίς να σταθείς πουθενά, μέχρις ότου εγώ επιστρέψω εδώ από την Βασιλεία των Ουρανών». Από την επομένη μέρα ο Αχασβήρος περιφέρεται αιώνια ανά την υφήλιο.
[2] Στα ελληνικά, η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, είναι εξαιρετική.
[3] Στα ελληνικά η συλλογή του Coleridge με την εικονογράφηση του Doré κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

Barbarian

To 1987 η βρετανική εταιρία παραγωγής ηλεκτρονικών παιχνιδιών Palace Software, αγοράζοντας μια ιδέα της μικρότερης εταιρίας Epyx, δούλεψε μεθοδικά, προκειμένου να δημιουργήσει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι για την κονσόλα Commodore 64. Στόχος των δημιουργών ήταν να ετοιμάσουν κάτι που θα παρέπεμπε στους λογοτεχνικούς κόσμους του Ρόμπερτ Χάουαρντ και στους πίνακες του Φρανκ Φραζέτα.

Μετά από προσεκτική παρακολούθηση των ταινιών, στις οποίες ο Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ υποδύθηκε τον Κόναν, κι έπειτα από μελέτη των βιβλίων του Χάουαρντ, οι υπεύθυνοι της βρετανικής εταιρίας δημιούργησαν ένα παιχνίδι-θρύλο της δεκαετίας του '80. Επρόκειτο για το Barbarian:The Ultimate Warrior.


Γρήγορα το παιχνίδι απέκτησε τεράστια φήμη και δημιουργήθηκαν εκδοχές για επιπλέον κονσόλες. Μολονότι η επιτυχία του ήταν μεγάλη, το εξώφυλλο του παιχνιδιού, στο οποίο φιγουράριζαν ο αθλητής Michael Van Wijk ντυμένος ως βάρβαρος και το, γνωστό για τις soft γυμνές φωτογραφίσεις του, μοντέλο Maria Whittaker, προκάλεσε αντιδράσεις. Το ίδιο και το περιεχόμενο του παιχνιδιού. Αντιρατσιστικοί και φιλελεύθεροι κύκλοι κατηγόρησαν το Barbarian (όχι για την προαγωγή μιας συνεχούς βίας, όπως θα περίμενε κανείς) αλλά για τον παραδοσιοκρατικό του φαλλοκρατισμό.


Η αλήθεια είναι ότι το Barbarian έγινε τόσο επιτυχημένο γιατί διέθετε όλα όσα οι αντιρατσιστές του καταλόγιζαν. Ανδροκρατικές πόζες στο art work, επική ατμόσφαιρα, πολεμική δράση, μοιραίες ημίγυμνες γυναίκες, απλό σενάριο και σκηνές πρωτόγονης βίας. Παίζοντας αυτό το παιχνίδι έχει κανείς την ίδια αίσθηση της ανεπιτήδευτης απλότητας που προσφέρουν μεσαιωνικές επικές αφηγήσεις, όπως η ιστορία του Βάλτερ, του χειροδύναμου και το Τραγούδι του Ρολάνδου[1]. Γραμμικές υποθέσεις, ηρωικά ανδραγαθήματα και διαδοχικές, επικές, συγκρούσεις. Γι αυτό και το λατρέψαμε οι πιτσιρικάδες και οι έφηβοι των 80's.


Η επιτυχία έφερε και την συνέχεια του παιχνιδιού. Καλή και αυτή, αλλά το πρώτο αποτέλεσε κάτι το ανεπανάληπτο. Απλό, αταβιστικά μονόπλευρο, χωρίς πολλή σκέψη και με ασταμάτητη πολεμική δράση. Όπως το επικό heavy metal και το sword’ n’ sorcery που μας αγαπήσαμε.


 Το παραπάνω video είναι από την κονσόλα Amiga, που διέθετε και μακράν τα καλύτερα χρώματα.


[1] Και τα δυο βιβλία κυκλοφορούν, σε εξαιρετικές μεταφράσεις, από τις εκδόσεις Στοχαστής.