Στην Αλυκή

                                του Ιωάννη Μπαχά

                                                         Ο κάθε φύλακας της Αλυκής
 Ο ήλιος δεν είναι φίλος της ομορφιάς. Ναι, ναι ξέρω, τον θαυμάζετε και τον λατρεύετε γιατί δίνει ζωή, χρώμα και υγεία στα πλάσματα της φύσης. Για τους ανθρώπους του μόχθου όμως, που δουλεύουν κάτω από τις ακτίνες του, ο ήλιος είναι κλέφτης. Πολλά χρόνια τώρα, εδώ στις αλυκές του Αγγελοχωρίου, μου έκλεψε τις γραμμές του προσώπου, μου πήρε το ροδαλό χρώμα της νιότης μου. Δεν μπορώ να πω, μου άφησε ρυτίδες, άσπρα μαλλιά και ένα καστανοκόκκινο χρώμα σε όλο μου το σώμα.


Κι’ άλλος μύθος. Ναι, εδώ θα τα ακούσετε όλα. Η λογοτεχνία σας λέει ψέματα. Η σκληρή δουλειά δεν κτίζει σώματα. Σώμα κτίζει η φιλαρέσκεια, ο ναρκισσισμός κτίζει σώμα, η ανάγκη να είμαστε όμορφοι για τις γυναίκες. Όταν βασανίζεσαι μόνος σου, όπως εγώ, στις αλυκές δεν νοιάζεσαι εάν πάχυνες, αν στρογγύλεψες, αν κρέμασες....και αν δεν έχεις και σύντροφο...τότε ιδού ο νυμφίος σας: Εγώ. Χοντρούλης με μια ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, με αχτένιστα άσπρα μαλλιά, με ροζιασμένα χέρια, με βαθιές ρυτίδες. Αυτός είναι ο ΚΑΘΕ φύλακας της αλυκής.

                                             Τα ράφια της καλύβας του αλυκάρχη
Δεν περίμενα κανένα γράμμα από κανέναν. Όσοι γνώρισα κι’ αγάπησα, μα κι όσοι μίσησα, χαθήκαν. Μπορεί και όχι. Αλλά όταν ξεχνάς κάποιον δεν είναι σαν να μην ζει πια; Αυτή τη φορά όμως ο ταχυδρόμος ήταν το γράμμα. Δούλευε τρίμηνη, μου είπε, έκτακτη, για το καλοκαίρι μόνο. Θα έπρεπε να ντραπώ; Δεν ξέρω. Ξέχασα. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Σαν κάποια που δεν ξέχασα αλλά έφυγε νωρίς. Το αντίθετο, έ; Πόσο γρήγορα όλες οι αναστολές σου χάνονται σαν ζεις μόνος για πολύ καιρό!! Ο Έρωτας είναι Θεός και αν σε τοξεύσει την ώρα που κοιτάς τα φλαμίνγκο, τότε θα τα λάτρευες. Θα ήμουν έτσι ιερός και όχι ανήθικος. Όχι δεν ντράπηκα. Άρχισα να παραγγέλνω βιβλία για να έρχεται όσο πιο συχνά γινόταν η νεαρή ταχυδρόμος. Τα ράφια της καλύβας γέμισαν, το ίδιο και η ψυχή μου, με εικόνες.


Σταμάτησα να παραγγέλνω. Τη Βίβλο μου την έφερε ένας μεσήλικας κατσουφιασμένος μυστακοφόρος. Την τιμώρησα. Δεν την διάβασα ποτέ.

                                                 Το σπιτάκι του φύλακα της Αλυκής
Περπάτησα πολλές φορές την παραλία πάνω κάτω. Για πολλές μέρες. Οι μάστορες απηύδησαν μαζί μου. Έβριζαν και παραπονιόταν στον εργολάβο ότι χάνουν μεροκάματα μέχρι να αποφασίσω. Δεν με ένοιαζε. Εγώ θα έμενα εδώ. Εγώ θα αποφάσιζα που θα χτιστεί το σπίτι μου. Που θα βλέπουν τα παράθυρα μου όταν θα ξυπνούσα το πρωϊ. Ήθελα να έχω ένα σε κάθε πλευρά του ορίζοντα. Να βλέπω τη θάλασσα στη δύση και τα καράβια να μιλούν με τον φάρο του Αγγελοχωρίου. Να έχω ένα να κοιτάει τις αλυκές στην Ανατολή και τους γλάρους που νοστίμιζαν  τα πόδια τους στα ρηχά νερά τους. Ήθελα και άλλο παράθυρο προς τα σπίτια των ανθρώπων του χωριού. Να βλέπω τον γαλατά και τον ταχυδρόμο να ‘ρχονται. Ήθελα μάτια. Μια καλύβα με μάτια. Να τα έχω πάντα ανοιχτά και να με βλέπει ο Θεός. Πως φυλάω τα πλάσματα του και τα δάκρυα του: Το αλάτι.

                                  Εργαστήρι γραφής στο σπιτάκι του φύλακα της αλυκής
 Δεν έλεγαν να φύγουν. Περίμεναν να βγει η πανσέληνος. Να παίξει η μικρή το βιολεντσέλο. Ανυπομονούσαν να συγκινηθούν, ίσως να αγκαλιαστούν. Η κάθαρση του δράματος τους, και του δικού μου μάλλον, αργούσε να έρθει. Η δασκάλα τους  προκαλούσε να γράψουν για μένα. Πού ζούσα, πώς ένοιωθα, τί μου έτυχε. Γιατί δεν γυρίζεις σε μένα κυρία μου να με ρωτήσεις;


- Γιατί ήρθες εδώ κύριε Στάμο; Κάποιος έρωτας που δεν φτούρησε; Κρύβεσαι τάχα από καμιά μπαγαποντιά σου; Πες τα μας μόνος σου.
- Να σας πω. Δεν πληρώνει πια το Κράτος και καλά που ο πολιτιστικός σύλλογος του Αγγελοχωρίου με προσέχει. Μάθετε πως μένω ακόμη εδώ. Στο ρημάδι. Πίσω από τα θάμνα έκρυψα σαν ήρθατε τα παλιοπράγματα μου. Ένα ράντσο, μια κουβέρτα, μερικά βιβλία. Υπάρχουν άστεγοι με στέγη. Τρώω όμως νόστιμο φαγητό. Το αλάτι γαρ. Εργάτες που έγιναν ήρωες για εργαστήρια δημιουργικής γραφής.

Η ώρα της αποκάλυψης. Κουράστηκα, λέω να φύγετε. Εγώ είμαι ο φύλακας της αλυκής. Φύγετε πια. Μας τέλειωσε ο τόπος. Μας τέλειωσε και ο άνθρωπος. Μην ξεχάσετε να πετάξετε αλάτι πάνω από τον ώμο σας και μην ξανάρθετε. Έτσι σκεφτόμουν μέχρι να φύγουν.

                                                  Όταν πάψουμε να είμαστε θάλασσες
Με έπεισες. Δεν χρειάστηκε και πολύ. Πάντα μέσα μου αυτό πίστευα. Δεν το ομολογούσα για να μην με κοροϊδέψουν. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε θάλασσες. Άλλοτε απύθμενες, άγριες, σκοτεινές, τρικυμισμένες. Κάποτε εύπλοες και γαλήνιες. Ο ήλιος όμως, πες τον και οι άλλοι άνθρωποι, οι ατυχίες της ζωής, τα βάσανα, μας εξατμίζουν. Σύννεφο μας κάνουν και στεγνώνουμε. Και τότε μένει μόνο το αλάτι. Αλυκές γινόμαστε και σωροί με αλάτι. Είναι νόστιμο το περίσσευμα μας και δεν πρέπει να χάνεται. Δίνει γεύση στο μέλλον όσων μας ακολουθούν. Θέλει κάποιον φύλακα αυτό το αλάτι γιατί είναι τελικά η ψυχή μας. Γιαυτό πρέπει να μείνεις εδώ. Στο σπιτάκι του Φύλακα της Αλυκής. Το έχει ανάγκη αυτό που είμαι. Αυτό που έμεινα τελικά όταν έπαψα να είμαι θάλασσα.

Σχόλια:
 Ο Πρωτοσύγκελος είπε...
Είμαι, που λέτε ρε μαγκίτες, στις Αλυκές της Χαλκίδας, αραχτός στην ξαπλώστρα, με φραπεδιά και εφημερίδα ΜΑΚΕΛΕΙΟ, για να μπανίσω τα καθέκαστα απ την χοροεσπερίδα της Πατούλαινας και του περιφερειάρχη. Όλοι οι εθνικιστές μαζωμένοι στη δεξίωση, έτσι; Η "Δυναστεία" των φτωχών, να ούμε.

Ώσπου ξεπροβάλει από το κύμα ένα μωρό-πύραυλος. Λαδωμένο και αλατισμένο, άλογο σκέτο!

Την αρχίζω στο ψητό και της λέω "από που είσαι ρε τούμπανο;"

"Ρουσία", μου απαντάει ο ξανθός άγγελος.

"Αμάν, είπες τη μεγάλη κουβέντα" της λέω. Και συνεχίζω στο προκείμενο, "γιατί μωρή συντρόφισσα απειλούσες τα βόρεια σύνορά μου το '74; Μου το 'πανε τα γκαρσόνια του ρεστοράν, που σερβίρουν μπον φιλέ στους συναγωνιστές του Στόχου, να ούμε. Εσείς πρέπει να είστε όλοι κουμμούνια εκεί πάνω".

"Ντεν καταλαβαίνει", μου αποκρίνεται το άγαλμα.

"Έλα να κεράσω καφεδιά και θα σου ξηγήσω να καταλάβεις, μανάρι μου" της απαντώ και κάνω σινιάλο στο γκαρσόν.

Ελλάς-Ρωσία συμμαχία, μάγκες! Έτσι ξηγήθηκε ο παλιός. Αλλά τουμπέκα τώρα εσείς, να μην το μάθει ο Πατριάρχης γιατί καήκαμε..
Τρίτη, 21 Ιουλίου, 2020
 
Ανώνυμος Ο Ανώνυμος είπε...
Που ΄σουν μάγκα το χειμώνα, που την είχες την κρυψώνα;
Πέμπτη, 23 Ιουλίου, 2020
 
Ανώνυμος Ο Πρωτοσύγκελος είπε...
Ήμουνα στη γη βελόνι, το πατάς και σ' αγκυλώνει, ρε μορτάκι!
Πέμπτη, 23 Ιουλίου, 2020