Η Αντρέ Νόρτον (1912-2005) αποτελεί μια από τις τελευταίες σπουδαίες συγγραφείς φανταστικής λογοτεχνίας, που δυστυχώς λίγοι θυμούνται σήμερα στην χώρα μας. Η ελληνική σκηνή της λογοτεχνίας του φανταστικού βιώνει την εποχή όπου ο κάθε περαστικός από την κοινότητα των αναγνωστών της και ο κάθε ατάλαντος σχολιαστής (ο Θεός να τα κάνει) λογοτεχνικών φόρουμ βαπτίζεται εν μια νυκτί συγγραφέας, πληρώνοντας τους άρπαγες εκδότες που περιμένουν ώστε να δώσουν isbn και εκδοτικό λογότυπο στις αυτοεκδόσεις. Ζούμε την εποχή που τα γνωρίσματα της παραδοσιακής φανταστικής λογοτεχνίας είτε αγνοούνται είτε παραβλέπονται ενώ σύσσωμο το πλήθος εκδοτών και γραφιάδων αμολάνε μεταμοντέρνα λύματα σε κείμενα τα οποία θα μπορούσαν να είναι ρομάντζα κυράδων που λατρεύουν τα πρωινάδικα, αλλά (για κακή μας τύχη) οι υποθέσεις τους διαδραματίζονται σε περιβάλλοντα κλεμμένα από τους κόσμους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αν μη τι άλλο, οι διαδοχικές εκδόσεις τείνουν να καταστήσουν τους Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού περισσότερους από τους αναγνώστες. Ασφαλώς, σε αυτή την κοσμογονία των ατάλαντων δεν υπάρχει χώρος και χρόνος προκειμένου να εκτιμηθούν οι κανονικοί λογοτέχνες.
Η Αντρέ Νόρτον ήταν μια εξ αυτών. Γεννηθείσα με το όνομα Alice Mary Norton, καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα ρεύματα της λογοτεχνία του φανταστικού. Πολύ καλή στην επιστημονική φαντασία και σε μυθιστορήματα του στυλ Μπάροουζ, εξαιρετική στην επική λογοτεχνία του φανταστικού (ανάμεσα στα άλλα ήταν και μέλος του Swordsmen and Sorcerers' Guild of America), με ενδιαφέροντα περάσματα και από το ιστορικό μυθιστόρημα. Η Νόρτον δέχτηκε κριτική για συντηρητικές απόψεις και για φιλικές προσεγγίσεις στην ιστορία των Νοτίων κατά τον αμερικανικό εμφύλιο, που εξέφρασε μέσα από τα μυθιστορήματά της.
Μεταφρασμένα στα ελληνικά υπάρχουν ελάχιστα δείγματα της δουλειάς της. ¨Ένα εξ αυτών ανακάλυψα στην συλλογή Ιστορίες Μαγείας και Δράσης, που είχε μεταφράσει ο Μπαλάνος το μακρινό 1989 για τα θρυλικά βιβλία τσέπης των εκδόσεων Ωρόρα. Πρόκειται για ένα διήγημα επικής λογοτεχνίας του φανταστικού με γυναικείο χαρακτήρα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο οποίο η Νόρτον ξεδιπλώνει τα ψυχογραφικά προτερήματα της πολύ καλής πένας της. Ας απολαύσουμε ένα απόσπασμα:
«Άλλη μια φορά κατά το παρελθόν είχα πολεμήσει μ' ένα πολύ αρχαίο κακό -με αγάπη- για τη σωτηρία του κορμιού και της ψυχής ενός άντρα. Ήταν τότε που αναζήτησα τον αδελφό μου Έλυν, ο οποίος είχε παγιδευτεί σ' ένα καταραμένο σημείο. Ωστόσο εκείνο που ένιωθα για τον Έλυν, αίμα από το αίμα μου, δεν ήταν παρά μια χλωμή σκιά σε σύγκριση μ' αυτό που με πλημμύριζε κάθε φορά που με κοιτούσε ο Τζέρβον. [...] ήξερα η μοίρα του Τζέρβον ήταν δεμένη με τη δική μου. Και ένιωσα μανία ενάντια στο ό,τι κι αν ήταν εκείνο που είχε κόψει τη χορδή που μας ένωνε.
Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη αυτής της μανίας, άρχισα ν' αντλώ δυνάμεις από αυτή, χρησιμοποιώντας τη βιαιότητά του συναισθήματος για να γεμίσω τον εαυτό μου με νέα δύναμη. Όπως ο φόβος εξαντλούσε τις δυνάμεις μου, έτσι και η οργή μου μπορούσε να γίνει σπαθί και ασπίδα, αρκεί να έλεγχα αυτή την οργή.
Έτσι, εκεί στο σκοτάδι, δίπλα στην αθέατη γούρνα, σφυρηλάτησα έναν αόρατο θώρακα και ακόνισα τα όπλα εκείνα που κανένας εκτός από μένα δε θα μπορούσε ποτέ να χειριστεί. Γιατί τα σφυρηλάτησα από το νου και τα συναισθήματά μου, όπως ένας σιδεράς βγάζει ένα καλό κοφτερό σπαθί από το ατόφιο μέταλλο[1]».
[1] Αντρέ Νόρτον, «Το σπαθί της Απιστίας», μτφ Γιώργος Μπαλάνος, στο Ιστορίες Μαγείας και Δράσης, Ωρόρα, Αθήνα, 1989, σελ. 128-129.