Θερινά Σινεμά (μέρος α΄)


                                                                 Σταμάτης Μαμούτος

Η Νύχτα των Βρικολάκων

Η Νύχτα των Βρικολάκων είναι μια ταινία του 1967, που σκηνοθέτησε ο Ρομάν Πολάνσκι και ισορροπεί ανάμεσα στον γοτθικό τρόμο και την μαύρη κωμωδία. Φέτος το καλοκαίρι προβάλλεται στις αίθουσες των θερινών κινηματογράφων επεξεργασμένη ψηφιακά. Πριν την παρακολουθήσω είχα μια αρνητική προδιάθεση για δυο λόγους. Πρώτα απ’ όλα είμαι επιφυλακτικός προς κάθε εκδοχή σαρκασμού που μπορεί να οδηγήσει σε παρωδία. Θεωρώ επιδερμικό εξυπνακισμό την επιλογή ορισμένων δημιουργών να αποδομούν τους αρμούς στους οποίους βασίζονται καλλιτεχνικές δημιουργίες. Και, δεύτερον, για λόγους που οι φίλοι μου γνωρίζουν, είμαι αρνητικά προδιατεθειμένος προς τον Ρομάν Πολάνσκι. Ωστόσο, η Νύχτα των Βρικολάκων, που παρακολούθησα στον ιστορικό θερινό κινηματογράφο «Θησείο» -ο οποίος βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη και αποτελεί σημείο αναφοράς στο αισθητικό σύμπλεγμα που διαπερνά ο πέτρινος δρόμος της Διονυσίου Αεροπαγίτου απ’ την περιοχή του Θησείου ως τις στήλες του Ολυμπίου Διός- είναι μια τόσο καλή ταινία που μετά τις δυο πρώτες σκηνές είχε κιόλας καταφέρει να διαλύσει τις όποιες επιφυλάξεις και να με απορροφήσει στην φιλμική της αφήγηση.


Το σενάριο της ταινίας έχει ως εξής. Ο γηραιός καθηγητής Αμβρόσιος, τον οποίο υποδύεται με εκπληκτικό τρόπο ο Jack MacGowran, επισκέπτεται συνοδευόμενος από τον φοβιτσιάρη και ντροπαλό βοηθό του Άλμπερτ (τον ρόλο του οποίου υποδύεται ο ίδιος ο Πολάνσκι) ένα χωριό των Καρπαθίων. Στο συγκεκριμένο χωριό τρομαγμένοι χωρικοί κρατούν ως κοινό μυστικό ότι ο κόμης Κρόλοκ διαθέτει διαβολικές δυνάμεις. Ο καθηγητής και ο βοηθός του θα ανακαλύψουν σύντομα ότι ο κόμης Κρόλοκ είναι επικεφαλής ενός γένους βρικολάκων και θα τρυπώσουν στο κάστρο του προκειμένου να τους εξοντώσουν και να απελευθερώσουν την κόρη του κάπελα του μικρού χωριού, που έχουν απαγάγει οι βρικόλακες. Τον ρόλο του κόμη υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο, έχοντας ως σημείο αναφοράς τον Κρίστοφερ Λη, ο Ferdy Mayne. Ενώ στον ρόλο της κόρης του κάπελα εμφανίζεται η μαγευτικά όμορφη και αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ.   


Η δομή του σεναρίου, που έχει γράψει ο Gérard Brach με την βοήθεια του Πολάνσκι, βασίζεται στις ρομαντικές γοτθικές νουβέλες του 19ου αιώνα. Η σκηνογραφία και η φωτογραφία (Ντάγκλας Σλόκομπ) υπέροχες, ζωντανεύουν λεπτομερώς την παραδοσιακή ζωή ενός ευρωπαϊκού χωριού του 19ου αιώνα και ανασυγκροτούν με υποβλητική γοητεία την αρχιτεκτονική δομή και τους εσωτερικούς χώρους των πύργων του κόμη. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι διαδοχικά αριστουργηματικές σε κάθε σκηνή και πλάνο.


Οι διάλογοι αποπνέουν ένα καλοδουλεμένο αγγλοσαξονικό μαύρο χιούμορ. Mόνο που αμφιβάλλω αν το ελληνικό κοινό είναι συνηθισμένο σε αυτό (απ’ ότι αντιλήφθηκα παρατηρώντας τις αντιδράσεις των θεατών, μάλλον όχι). Πάντως το μαύρο χιούμορ των διαλόγων και των ερμηνειών δεν παρωδεί την δομή του γοτθικού σεναρίου. Τουναντίον δένει άψογα μαζί του γεγονός που καθιστά σαφές ότι οι δημιουργοί της ταινίας σεβάστηκαν το κινηματογραφικό στυλ μέσα από το οποίο αποφάσισαν να παρουσιάσουν μια κωμωδία. Πρόκειται για μια ταινία υποδειγματική για το πως πρέπει να γίνεται η σάτιρα των κινηματογραφικών ειδών χωρίς να εκπίπτει σε παρωδία. Φανταστείτε μια ταινία που οι δημιουργοί της έχουν υιοθετήσει την μεγαλοπρεπή γοτθική ατμόσφαιρα των ταινιών τρόμου της Hammer, να διαθέτει σε κάθε σκηνή καλοδουλεμένο υποκριτικά και εμπνευσμένο σεναριακά μαύρο χιούμορ, και θα αντιληφθείτε την ουσία του εν λόγω κινηματογραφικού έργου.  


Αναφοράς χρίζει και η παρουσία της Σάρον Τέιτ. Γιατί μας θυμίζει πως γινόταν κάποτε αντιληπτή η αληθινή γυναικεία ομορφιά και πως αυτή παραγκωνίζεται συστηματικά από την σημερινή βιομηχανία του θεάματος προς χάρη της μεταμοντέρνας εξουσίας των αποδομιστικών φιλελεύθερων ανανοηματοδοτήσεων. Πανέμορφες stars όπως η Τέιτ, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ούρσοπυλα Άντρες και άλλες παλιές ηθοποιοί του κινηματογράφου είναι δύσκολο να βρεθούν στην εποχή του minimal και του μεταδομιστικού life style, που προϋποθέτει απρόσωπες φάτσες και πολλή, μα πολλή, μετριότητα.


 Προβολή ταινιών μικρού μήκους του «Φεστιβάλ Δράμας» στον δήμο Καλλιθέας

Μια από τις θερινές πολιτιστικές πρωτοβουλίες του δήμου Καλλιθέας ήταν η δωρεάν προβολή ταινιών μικρού μήκους του «Φεστιβάλ Δράμας». Η πρώτη μέρα των προβολών ήταν η ενάτη Αυγούστου. Πρώτη εκ των ταινιών που προβλήθηκαν ήταν η Bella της Θέλγιας Πετράκη. Πρόκειται για μια βραβευμένη ταινία την οποία δυστυχώς δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω γιατί έφτασα με καθυστέρηση στον χώρο των προβολών. Όπως δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω και την δεύτερη ταινία, πέρα από τα τελευταία της λεπτά, η οποία φέρει τον τίτλο Τεό, Ο γείτονάς μου.


Ακολούθησε το Paskha του Oltjon Lipe. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό έργο δεκατεσσάρων λεπτών. Το σενάριο βασίζεαται στην mainstream θεματολογία της εκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών στην χώρα μας και των συναισθηματικών αδιεξόδων που πυροδοτεί αυτή η εκμετάλλευση. Αν και το θέμα του σεναρίου είναι κόντρα στην ιδεολογία μου, οφείλω να ομολογήσω ότι δόθηκε από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς με επιτυχημένο τρόπο.

Πρώτα απ’ όλα το σενάριο εστίασε όχι σε κάποια υποθετική φασιστική απειλή κατά των μεταναστών. Αλλά στην καθημερινή εκμετάλλευση και υποτίμηση που είναι αναγκασμένοι να βιώνουν από τους αστούς και μεσοαστούς Έλληνες της εποχής μας. Τους Έλληνες που υιοθετούν την καθωσπρέπει φιλελεύθερη αντίληψη στα λόγια και στις πολιτικές τους επιλογές. Όταν, όμως, έρχεται η στιγμή να βιώσουν τις συνέπειες των αποφάσεών τους και να συνυπάρξουν με τους μετανάστες στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που επιτάσσει η ιδεολογία τους, δυσφορούν με την παρουσία των ξένων και τους χρησιμοποιούν σαν φτηνά υποστατικά. Πρόκειται για την εκδοχή του φιλελεύθερου, και προσαρμοσμένου στην υπάρχουσα πολιτική συνθήκη, κοινωνικού ρατσισμού. Ενός ρατσισμού που δεν έχει σχέση με τον εθνικισμό, αλλά στην ελληνική του εκδοχή είναι αποτέλεσμα του μίγματος μιας νοοτροπίας επαρχιώτικου αγοραίου νεοπλουτισμού με την παραδοσιακά κοινωνικά ρατσιστική λογική του west way of life προς ανθρώπους που προέρχονται από χώρες με διαφορετικά πολιτικά συστήματα, ασχέτως του χρώματος ή της καταγωγής τους.

Αυτή την εκδοχή του ρατσισμού αναδεικνύει το Paskha. Καθώς και τον καημό ορισμένων περήφανων μεταναστών για να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Η ταινία βασίζεται στις επιτυχημένες ερμηνείες των ηθοποιών (δυστυχώς δεν συγκράτησα τα ονόματά τους ενώ δεν υπάρχουν πληροφορίες γι αυτούς στο φυλλάδιο του προγράμματος) και στο ταλέντο του σκηνοθέτη να αφηγείται το σενάριο της ταινίας του με έναν ήπιο, ατμοσφαιρικό, συναισθηματικό και μεστό ρυθμού τρόπο.

Κι ενώ ο Lipe έδειξε ότι χειρίζεται με θαυμαστή ικανότητα το υλικό του η επόμενη ταινία με προσγείωσε στο αναμάσημα της μόδας του συρμού της εποχής μας. Συγκεκριμένα η επόμενη ταινία που προβλήθηκε ήταν το Απόδραση από τον Εύθραυστο Πλανήτη, του Θανάση Τσιμπίνη. Για να είμαι ειλικρινής όταν διάβασα τον τίτλο της ταινίας στο φυλλάδιο του προγράμματος ήλπισα, προς στιγμήν, ότι μπορεί  να είχε ως θεματική κάτι που να αντλούσε επιρροές από την επιστημονική φαντασία. Μια μικρή προσδοκία ότι ενδεχομένως να έβλεπα μια μικρή ταινία που θα ήταν κοντά στα δικά μου ενδιαφέροντα γεννήθηκε δειλά. Για να πεθάνει γρήγορα με τον πιο βίαιο τρόπο μόλις διαπίστωσα ότι το θέμα του σεναρίου της ήταν η ερωτική σχέση δυο ομοφυλόφιλων νεαρών. Εδώ ο κόσμος καίγεται και κάποιοι το χαβά τους.

Στο τεχνικό μέρος το έργο είχε ενδιαφέρουσες λήψεις και έξυπνες ιδέες προκειμένου να παρουσιαστεί, δίχως χρήματα για τα πανάκριβα sci-fi εφέ, ο δυστοπικός άχρονος κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου. Στα υπέρ του και το ότι πρωταγωνιστεί ο, γνωστός από τον ρόλο του χωροφύλακα στην τηλεοπτική σειρά Άγριες Μέλισσες, Άγγελος Φαναριώτης. Αλλά από εκεί και πέρα, ακόμη και αν ο θεατής δεν είναι αρνητικά προδιατεθειμένος με το θέμα του σεναρίου όπως εγώ, πιστεύω ότι γίνεται πολλή φασαρία για το τίποτα. Δηλαδή για να παρουσιαστεί ένας μελό έρωτας δυο αντρών σε ένα αντίξοο εξωτερικό περιβάλλον. Ταπεινή μου συμβουλή προς τον σκηνοθέτη είναι να στρέψει το ταλέντο που είναι εμφανές ότι διαθέτει σε παραδοσιακές θεματικές των σεναρίων της (δυστοπικής ή όχι) επιστημονικής φαντασίας.

Ακολούθησε η προβολή της ταινίας Goads της Ίριδας Μπαγλανέα. Σε μια αγροτική φάρμα ζει μια οικογένεια ενός καλλιεργημένου, οικογενειάρχη, αλλά και, ταυτόχρονα, άκαμπτα ορθολογικού και αυστηρού άντρα.  Η ταινία περιγράφει την σύγκρουση των δυο μικρών του κοριτσιών, που βιώνουν στην παιδική τους ψυχή το κλίμα της υπαίθρου με έναν σχεδόν μεταφυσικά vegan και υποβλητικά αρχέγονο τρόπο, με τον πατέρα τους. Ωραίο ως ιδέα και καλές οι ερμηνείες. Χρειαζόταν λίγη επιπλέον προσοχή στην ατμόσφαιρα της αφήγησης, αλλά αυτό γνωρίζω ότι είναι κάτι που απαιτεί πόρους και τεχνικά μέσα που συνήθως δεν υπάρχουν στην χώρα μας.

Η επόμενη ταινία η οποία προβλήθηκε ήταν εξαιρετική και φέρει τον τίτλο Πρώτος Έρωτας. Σκηνοθέτης της είναι ο Χάρης Ραφτογιάννης. Πρόκειται για ένα δεκαπεντάλεπτο έργο που συνδυάζει το μαύρο χιούμορ, τους έξυπνους μονολόγους και διαλόγους (που άλλοτε είναι ωμά καυστικοί και άλλοτε βαθιά ανθρώπινοι, σε κάθε περίπτωση όμως ενδιαφέροντες) και την ψυχολογική διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτός τόσο ο σαρκικός έρωτας όσο και η αγνή συναισθηματική έλξη. Η υπόθεση είναι απλή και θέλει έναν διεστραμμένο και αποτυχημένο μοναχικό άντρα να έλκει ερωτικά μια μοναχική και ευγενική γυναίκα, την οποία γνωρίζει στο πάρκο που έχουν βγάλει για βόλτα τα σκυλιά τους. Η ουσία του έργου έγκειται στους διαλόγους, στην ψυχική διερεύνηση και στις έξυπνες τεχνικές κινηματογράφησης που επιτρέπουν στον σκηνοθέτη να παρουσιάζει εικόνες του φαντασιακού κόσμου των πρωταγωνιστών. Εκπληκτικός ο Κωστής Κορωναίος στον ρόλο του σεξουαλικά διεστραμμένου μεσήλικα, χρησιμοποιεί το πρόσωπό του με τρόπο που θυμίζει παλαιό ηθοποιό μεγάλης κλάσης. Το ίδιο καλή και η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη.


Τελευταία ταινία μικρού μήκους που προβλήθηκε ήταν η Μελατονίνη του Νίκου Πάστρα. Θέμα της η ερωτική γνωριμία ενός νεαρού άντρα και μια κοπέλας σε ένα νυχτερινό club. Η ταινία δεν έχει καθόλου διαλόγους. Διαθέτει καλές λήψεις, κάποιες ατμοσφαιρικές σκηνές, αλλά αυτή η αφαιρετικότητα του λόγου, στην δική μου ματιά τουλάχιστον, δεν βοήθησε το συνολικό αποτέλεσμα.


Οδός Μαλχόλαντ

Το θερινό σινεμά «Κήπος» βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Μοσχάτου. Μολονότι γύρω του κυριαρχεί το τσιμέντο των γκρίζων πολυκατοικιών ο εσωτερικός χώρος του «Κήπου» αποτελεί μια νησίδα πρασίνου και παλιομοδίτικης ομορφιάς στο κέντρο της συνοικίας. Μια τεράστια οθόνη και το φθηνό εισιτήριο των τεσσάρων ευρώ αποτελούν δυο ακόμη λόγους που οι φίλοι του κινηματογράφου οφείλουν να λάβουν υπόψη προκειμένου να επισκεφθούν τον συγκεκριμένο χώρο.   


Βρέθηκα στον «Κήπο» την Τετάρτη, 11 Αυγούστου, για να δω την ταινία Mulholland Drive του  Ντέιβιντ Λιντς. Για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο ο Λιντς κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών του 2001. Στην ουσία είναι η ταινία μέσω της οποίας ο Λιντς παρουσίασε τις ιδιότροπες κινηματογραφικές του πρακτικές στην μεγαλύτερη δυνατή τους έκταση, μετά τα Blue Velvet και Wild at Heart.

Η Οδός Μαλχόλαντ συνδυάζει στοιχεία του αστυνομικού νουάρ, του ψυχολογικού θρίλερ, της υπερρεαλιστικής σκηνοθετικής ματιάς και του κοινωνικού δράματος. Όλα αυτά θα ήταν τέλεια για θεατές με τα δικά μου γούστα αν δεν υπήρχε το υπερρεαλιστικό στοιχείο μέσω του οποίου ο Λιντς αρέσκεται να παίζει με την δομή της αφήγησης. Έλα, όμως, που αυτό αποτελεί ένα από τα κεντρικά στοιχεία της καλλιτεχνικής του ταυτότητας. Και, μολονότι, θεωρώ τον υπερρεαλισμό έναν κοντινό αισθητικό αντίπαλο εμάς των ρομαντικών, οφείλω να αναγνωρίσω ότι ο Λίντς τον υιοθετεί με επιτυχία. Ας δούμε πως το κάνει.


Το σενάριο της ταινίας μας εισάγει ως θεατές σε δυο παράλληλες υποθέσεις που στο τέλος ενώνονται. Μια νεαρή ηθοποιός, την οποία υποδύεται η Ναόμι Γουότς, φτάνει στο Χόλυγουντ προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό της και να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές. Μένει προσωρινά στο σπίτι της θείας της η οποία απουσιάζει για λίγες μέρες. Αλλά παραδόξως στο ίδιο σπίτι έχει τρυπώσει μια άγνωστη γυναίκα (την οποία υποδύεται η σεξοβόμβα, εκείνα τα χρόνια, Λόρα Χάρινγκ) που έχει πάθει αμνησία. Η άγνωστη καλλονή βρέθηκε ένα βήμα πριν τον θάνατο, καθώς, την ώρα που ετοιμάζονταν να την σκοτώσουν πληρωμένοι εκτελεστές, ένα αμάξι που έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα τους παρέσυρε όλους μαζί. Με αποτέλεσμα να τραυματιστούν οι πληρωμένοι δολοφόνοι και να σωθεί η γυναίκα. Η απώλεια της μνήμης της, ωστόσο, δεν της επιτρέπει να θυμηθεί τίποτε πέρα από το δυστύχημα. Φοβούμενη να αναζητήσει οποιαδήποτε πληροφορία μέσω των αστυνομικών αρχών προτιμά να βρει καταφύγιο στην φιλοξενία της νεαρής ηθοποιού και να αρχίσουν να ξετυλίγουν μαζί το κουβάρι του παρελθόντος της. Την ίδια ώρα μια κινηματογραφική εταιρία προσπαθεί να επιβάλει ως κινηματογραφική πρωταγωνίστρια μια ηθοποιό που ο σκηνοθέτης δεν θέλει. Πράγμα που τον φέρνει σε ρήξη με τους ισχυρούς χορηγούς της εταιρίας, οι οποίοι τον εκβιάζουν με μπράβους. Πρόκειται για μια από τις πολλές σαφείς νύξεις που κάνει ο Λιντς προς το παρακμιακό υπόβαθρο της αμερικανικής (και όχι μόνο) βιομηχανίας του θεάματος, που καταπίνει τις όποιες καλές προθέσεις των δημιουργών να υπηρετήσουν την τέχνη ελεύθερα και ουσιαστικά.

Μέχρι την μέση της ταινίας όλα αυτά κυλούν ομαλά σε ένα ατμοσφαιρικό φιλμ νουάρ που καθηλώνει τον θεατή εξαρχής, παρότι ο Λιντς πειραματίζεται με φλουταρίσματα στις κάμερες και άλλα υπερρεαλιστικά τρικ. Ωστόσο από την μέση της ταινίας και κάτω τα πάντα ανατρέπονται. Ο σκηνοθέτης παραθέτει ένα παζλ από εικόνες και στοιχεία που ο θεατής καλείται να συνθέσει προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα. Η δομή του σεναρίου ανιχνεύεται σε αφηγηματικά ρήγματα και θραύσματα εικόνων.  


Μπορεί όλο αυτό να φαίνεται χαοτικό όμως πιστέψτε με δεν είναι και τόσο. Πίσω από το ανακάτεμα της υπόθεσης ο Λιντς προσπαθεί να διατηρήσει τους αρμούς της εξέλιξης σε ένα υπαινικτικό επίπεδο. Και η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει κρατώντας τον θεατή καθηλωμένο στην εξέλιξη του έργου μέχρι το τέλος.

Προσωπικά, τουλάχιστον, αυτό έκανα. Αν και η αλήθεια είναι ότι υποβοηθήθηκα κι απ’ τα στοιχεία της φύσης. Όταν η προβολή βρισκόταν στα μισά έβλεπα, πάνω απ’ την τεράστια κινηματογραφική οθόνη, ότι στα βόρεια προάστια των Αθηνών είχαν συγκεντρωθεί πυκνά απειλητικά σύννεφα. Κάποιες στιγμιαίες λάμψεις προμήνυαν ότι ο κίνδυνος της βροχής ίσως και να μην ήταν πολύ μακρινός. Καθώς η ώρα περνούσε τα σύννεφα κατάπιναν κομμάτια ουρανού ταξιδεύοντας γοργά προς τα νότια προάστια. Και, που να πάρει η οργή, η ταινία ήταν 146 λεπτά!   


Κοίταξα το ρολόι και είδα ότι απέμεναν περίπου σαράντα λεπτά μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο όταν τα σύννεφα είχαν καλύψει τα πάντα γύρω μου. Ο ουρανός είχε πνιγεί και η αίθουσα του θερινού κινηματογράφου φωτιζόταν πλέον από το άρρωστο γκρι χρώμα των νεφών που κρέμονταν σαν αιθέρια σάβανα πάνω απ’ τα κεφάλια των θεατών. Δεν είχε ακόμη αρχίσει να βρέχει αλλά οι λάμψεις των αστραπών προσπαθούσαν να αποσπάσουν, με αρκετά πειστικό τρόπο είναι η αλήθεια, την προσοχή μου απ' το πανί της προβολής. Την ώρα που οι δυο πρωταγωνίστριες της ταινίας βρίσκονταν στις καρέκλες του δαιμονικά υποβλητικού θεάτρου Σιλέντσιο, γύρω μας σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας που σάρωσε στο πέρασμά του ποτήρια, μπουκάλια και άλλα αντικείμενα από τα τραπέζια των θεατών. Τα φύλλα και τα κλαριά των δέντρων που περιστοιχίζουν την αυλή του «Κήπου» βογγούσαν δυνατά, σαν να αφουγκράζονταν την νοσηρότητα του κακού που φώλιαζε στους χαρακτήρες της ταινίας.

Όταν η προβολή ολοκληρώθηκε οι πρώτες σταγόνες της βροχής χτύπησαν ελαφρά το μέτωπό μου. Έβλεπα τον ευτραφή υπεύθυνο του χώρου να κινείται με δυσκολία προς την πόρτα εξόδου. Επιτέλους μετά από λίγο την είχε ανοίξει. Το αμάξι μου απείχε λίγα μέτρα. Ακόμη και αν άρχιζε να βρέχει καταρρακτωδώς θα προλάβαινα να χωθώ μέσα και να γλιτώσω τα χειρότερα. Αλλά η συναισθηματική ένταση της ταινίας με είχε υποβάλει.


Κινήθηκα γρήγορα προς το αυτοκίνητο καθώς άρχιζε το ψιλόβροχο. Ο νους μου προσπαθούσε να συναρμολογήσει το παζλ της υπόθεσης του έργου. Όταν έπιασα το τιμόνι σκέφτηκα ότι ήταν πολύ παράξενη αυτή η βραδιά. Είχα δει μια υποβλητική ταινία κατά την διάρκεια μιας νύχτας που ξεκίνησε με την συνηθισμένη ασφυκτική θερινή ζέστη της Αττικής και ολοκληρώθηκε με τα στοιχεία της φύσης να συνοδεύουν ουρλιάζοντας τους κινηματογραφικούς εφιάλτες.

«Αν μη τι άλλο η πρώτη μου επίσκεψη στον θερινό σινεμά «Κήπος» είχε κάτι το ιδιαίτερο», σκέφτηκα και κοίταξα ενστικτωδώς στην θέση του συνοδηγού, όπου είχα ρίξει πρόχειρα το πορτοφόλι, το κινητό και τα υπόλοιπα πράγματα που κρατούσα. Κάπου ανάμεσά τους ήταν και το απόκομμα του εισιτηρίου. Όταν το είδα ένιωσα έναν κοφτερό σαρκασμό να χαράζει σαν αόρατη λεπίδα την καρδιά μου. Δεν το είχα προσέξει όταν πλήρωσα στο ταμείο. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι το όνομα του θερινού κινηματογράφου που μόλις είχα επισκεφθεί ήταν «Κήπος». Γιατί στο εισιτήριο ήταν γραμμένο το όνομα ΜΑΣΚΩΤ, που έχει άλλος θερινός κινηματογράφος κοντινής συνοικίας;


Σχόλια:
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Θα είχε ενδιαφέρον αν ήθελε ο Σταμάτης να επεκταθεί στην αναφορά που κάνει, για τον υπερρεαλισμό ως αισθητικό "αντίπαλο" των ρομαντικών.
Προσωπικά, εκτιμώ συγκεκριμένα υπερρεαλιστικά ρεύματα και στοιχεία στην τέχνη, μου βγάζουν μια μικρή "εξέγερση" απέναντι στην ψυχρή και "στερεοποιημένη" αστική αντίληψη της πραγματικότητας. Σίγουρα βέβαια τα νεωτερικά στοιχεία είναι αρκετά έντονα.

Το Mulholland Drive είναι πραγματικά σπουδαία ταινία και ο Lynch κορυφαίος, έχοντας σκηνοθετήσει και άλλα αριστουργήματα όπως το Blue Velvet (το οποίο έχει στην πλοκή του αρκετά μοτίβα φανταστικής λογοτεχνίας προσαρμοσμένα).

Παρασκευή, 13 Αυγούστου, 2021

 
Ο Σταμάτης είπε...

Ανώνυμε, ο υπερρεαλισμός αντλεί επιρροές από την παράδοση του (γαλλικού κυρίως) Ρομαντισμού, αλλά ο αισθητικός και ιδεολογικός του πυρήνας είναι διαφορετικός. Στον Ρομαντισμό υφίσταται η αμφισβήτηση της ψυχρής εμμονής στην κλασική φόρμα και η πρόκριση μιας ιδεαλιστικά ισχυρής φαντασίας. Αυτό όμως δεν σηματοδοτεί την πλήρη άρνηση της βασικής-κλασικής δομής του καλλιτεχνικού έργου. Απλά οδηγεί στον φαντασιακό της εμπλουτισμό. Στον υπερρεαλισμό έχουμε την πλήρη άρνηση της φόρμας και την πρόκριση άμορφων έργων.

Η διαφορά είναι εύκολα διακριτή στην λογοτεχνία και ακόμη πιο χτυπητή στα εικαστικά. Για παράδειγμα ο Ντελακρουά, ο Μπλέηκ και ο Φρήντριχ είναι ρομαντικοί. Σαφώς υπάρχει φαντασιακό στοιχείο στους πίνακες που δημιούργησαν, σίγουρα υπάρχει μια ομιχλώδης υφή στις μορφές και τα σχήματα των πινάκων τους, όμως δεν παρουσιάζουν κάτι άμορφο. Βλέπουμε συγκεκριμένα σχήματα και θέματα στα έργα τους. Η μυθική ατμοσφαιρικότητα του Ρομαντισμού τους δίνει μια ονειρική όψη, που αχνοφαίνεται στις αποχρώσεις μια φαντασιακής αχλής. Αντίθετα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερρεαλιστή ζωγράφου είναι ο Πικάσο. Στους άμορφους πίνακές του η φαντασία λειτουργεί ως μηχανισμός διάρρηξης των μορφών και αυτόματης αποτύπωσης κάποιου αόριστου ψυχικού βάθους. Θα μπορούσα να πω σχηματικά πως ο Ρομαντισμός είναι μια μέση οδός ανάμεσα στον ρεαλιστικό κλασικισμό από την μια και τον υπερρεαλισμό (πλάι στον υπερρεαλισμό μπορούμε να προσθέσουμε και τα υπόλοιπα avant garde κινήματα) από την άλλη.

Στον κινηματογράφο ο Μπάρτον είναι ρομαντικός. Ο Ντράγιερ είχε πολλά ρομαντικά στοιχεία. Είναι σαφείς οι διαφορές της σκηνοθετικής τους οπτικής από εκείνη του Λιντς.

Στην πολιτική ιδεολογία τέλος ο υπερρεαλισμός ήταν σχεδόν εξολοκήρου κίνημα της "εναλλακτικής" μαρξιστικής αριστεράς και πρόδρομος των μεταμοντέρνων σημερινών της εκδοχών. Αν εξαιρέσουμε δυο-τρεις περιπτώσεις (Ντριέ Λα Ροσέλ, Νταλί) οι οποίοι είχαν απορριφθεί από τον πυρήνα του κινήματος που ακολούθησε την τετράδα Μπρετόν, Σουπώ, Ελυάρ, Αραγκόρν, όλοι οι υπόλοιποι ήταν πρόδρομοι (και συμμετέχοντες) του Γαλλικού Μάη. Υπάρχει το βιβλίο "Οι Σουρρεαλιστές", του Φιλίπ Οντουάν των εκδόσεων Θεμέλιο που κυκλοφόρησε το 1990. Δεν ξέρω αν κυκλοφορεί ακόμη αλλά είναι εξόχως ικανοποιητικό στην περιγραφή του υπερρεαλιστικού κινήματος.

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Εγώ πάντως θυμάμαι το άνευρο Dune του Lynch. Με την επιστημονική φαντασία δεν το έχει.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

To Dune πράγματι ήταν πολύ κακό, το χειρότερο έργο του με διαφορά

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 Διαγραφή
ΑνώνυμοςΟ/Η Ανώνυμος είπε...

Eυχαριστώ για την απάντησή σου Σταμάτη! Συμφωνώ πλήρως με τις παρατηρήσεις σου όσον αφορά την αισθητική και ευχαριστώ για τις πληροφορίες περί πολιτικής ιδεολογίας (που δεν γνώριζα) και την παραπομπή σε βιβλιογραφία.

Νομίζω αυτό που προσωπικά εκτιμώ αισθητικά δεν είναι ο υπερρεαλισμός γενικά και αόριστα (οι περισσότεροι εκπρόσωποί του μου είναι από αδιάφοροι ως και απεχθείς) αλλά η χρήση υπερρεαλιστικών στοιχείων σε συνδυασμό με ένα ρομαντικό και/ή συμβολικό υπόβαθρο.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 Ο Σταμάτης είπε...

προφανώς φίλε μου ο καθένας έχει τα δικά του αισθητικά σημεία αναφοράς και τις επιλογές του σε λογοτεχνικά και ευρύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Εκείνο που με χαροποιεί είναι ότι αναπτύσσεται αργά και σταθερά μια τάση αναγνωστών μας (που δεν είναι μέλη της λέσχης) προς τον πυρήνα των ρομαντικών σχημάτων.

Το σημαντικό είναι ότι υπάρχει ακόμη ένας μικρός έστω αριθμός Ελλήνων, που θέτει ως θεωρητική αφετηρία και ως πρωταρχικό σημείο πολιτικών και πολιτιστικών αναζητήσεων τον Ρομαντισμό. Το που θα εστιάσει ο καθένας μας, ποια ρεύματα ή συγγραφείς και διανοητές θα του αρέσουν περισσότερο είναι θέμα προσωπικού γούστου ή ενδιαφέροντος.

Προσωπικά σέβομαι και μου αρέσει οτιδήποτε συνδέεται με τον Ρομαντισμό.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Μαμούτο το στυλ σου ανήκει σε άλλη εποχή. Δεν ξέρω αν στο έχει πει κανείς. Δεν μπορείς που δεν μπορείς να σταυρώσεις γκόμενα έτσι που είσαι μην το κάνεις χειρότερο

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Δεύτερε ανώνυμε, ευχαριστώ για το προσωπικό ενδιαφέρον αλλά ξεχνάς ότι στην Φ.λΕ.ΦΑ.ΛΟ. είμαστε οld school και against the modern world.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
 Ο/Η ΠΙΣΤΟΣ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΣ είπε...

Άλλο old school άλλο έχω μείνει 100 χρόνια πίσω και δεν έχω επαφή με το περιβάλλον. Μάθε να ντύνεσαι ζωντοβολο

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

εγώ πάντως από το να έχω γυναίκες και γκόμενες σαν αυτές των χιτλερικών προτιμώ να γίνω μοναχός καλύτερα

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 Ο Χατζή go go είπε...

Γιατί το λες αυτό; Υπάρχουν πικάντικα κορίτσια και στις παρέες των χιτλερικών.

Ο Σταμάτης είπε...

Πιστέ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω ψάξει να βρω την μπλούζα που φορούσε ο Γαρδέλης στο "Καμικάζι Αγάπη μου". Την λευκή με τα κομμένα μανίκια και την σημαία του Νότου. Υπάρχει ακόμα στο Μοναστηράκι το φανελάκι που είναι ολόκληρο σημαία του Λι. Αλλά εγώ θέλω την μπλούζα που έχει την σημαία σε λευκό φόντο και τα μανίκια σκισμένα κοντά (όχι ράντες φανέλας).

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανόητε πιστέ που διέγραψα τοι σχόλιο σου, καταρχάς το σχόλιο για τα κορίτσια σας το έγραψε άλλο μέλος της λέσχης και όχι ο Σταμάτης. Επιπροσθέτως θα σε ρωτήσω γιατί σου φαίνεται παράξενο; Μάτια έχουμε και βλέπουμε. Τα κορίτσια των χιτλερικών είναι πιο μπάζα και από τις αντιφασίστριες. Με κάτι χοντροβαρέλες και με μια "ρουφήχτρα του Μάελστρομ" νταραβερίζεστε.
Αλήθεια τώρα που το άνοιξες το θέμα θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Φέρνετε γερανούς για να τις αγκαλιάσετε; Μια παλιά φήμη έλεγε ότι τις βάζετε για σημαδούρες στις πλαζ. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Δεν την φορούσε ο Γαρδέλης. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος την φορούσαν τη σημαία των νοτίων
https://www.youtube.com/watch?v=M6Tdr-2DjmY

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Και ο Πολάνσκι έχει μερικά πολύ δυνατά έργα. Τσάιναταουν-Η Ένατη Πύλη-Όλιβερ Τουίστ.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανώνυμε δ) με τη Faye Dunaway και τον Jack Nicholson στα καλύτερα τους είναι δυνατόν να μην έβγαζε ταινιάρα το Chinatown;

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Και το Μάκμπεθ είναι πολύ καλό

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Βρυκολακας,οχι βρικολακας.
Μην καταργουμε την σωστη ορθογραφια.

Σάββατο, 14 Αυγούστου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Και το Μάκβεθ, σωστά.

Τελευταίε ανώνυμε, είμαστε δραγουμικοί στη γλωσσική μας φιλοσοφία. Σωστή η παρατήρηση που παραθέτεις για την αρχική ορθογραφία της λέξης. Αλλά μας αρέσει να αποφεύγουμε τον λογιοτατισμό. Χωρίς όμως να γινόμαστε και υποστηρικτές της γλωσσικής απλοποίησης, που προωθεί η μόδα της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας.

Κυριακή, 15 Αυγούστου, 2021