Hoolifan (μέρος Β΄)

                                                                 Σταμάτης Μαμούτος                                                     

Διαβάζοντας το βιβλίο Hoolifan των Μάρτιν Κινγκ και Μάρτιν Νάιτ που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Απρόβλεπες εκδόσεις, και ιδίως το απόσπασμα στο οποίο περιγράφουν τις απαρχές του αγγλικού χουλιγκανισμού, οι οποίες είχαν ως σημείο αναφοράς τις «καταδρομικές» επιχειρήσεις οπαδών μιας ομάδας για να καταλάβουν το πέταλο των φανατικών της αντιπάλου, οφείλω να παρατηρήσω ότι αυτή η πρακτική δεν ήταν συνηθισμένη στην ελληνική εκδοχή του hooligan φαινομένου. Υπήρξαν ελάχιστες φορές που πραγματοποιήθηκαν στο ελληνικό οπαδικό γίγνεσθαι τέτοιες καταλήψεις και, όπως ήταν αναμενόμενο, πέρασαν στην σφαίρα του μύθου της οπαδικής κουλτούρας. Για την ακρίβεια γνωρίζω δύο τέτοιες καταλήψεις που έγιναν μετά το 1980 και κάποιες άλλες «καταδρομικές» απόπειρες που είχαν παρόμοια στόχευση.


Η μια κατάληψη φαίνεται να πραγματοποιήθηκε από οπαδούς του ΠΑΟΚ στην θύρα των φανατικών του Άρη, το 1985, στο γήπεδο Χαριλάου. Αλλά για το αν και το πώς έγινε θα μπορεί να μιλήσει καλύτερα κάποιος βορειοελλαδίτης που την έζησε. Οι «σύγγαυροι» της ομάδας μου πραγματοποίησαν κατάληψη στην σκεπαστή εξέδρα του σταδίου της Νέας Φιλαδέλφειας κατά την δεκαετία του ’80. Δεν την πρόλαβα ως ενεργό μέλος της Θύρας 7, γιατί ήμουν μικρός σε ηλικία. Μου την έχει περιγράψει, όμως, ένας από τους «μεγάλους παλαιούς» της Θύρας 7, που ήταν εκεί όταν πραγματοποιήθηκε.

Γνώρισα τον συγκεκριμένο οπαδό του Ολυμπιακού κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Εκείνη την εποχή σύχναζαν στην καφετέρια «Άλσος», στο Ίλιον, τα μέλη του τοπικού συνδέσμου της Θύρας 7. Πρόεδρος ήταν ένας ξάδερφος του, γνωστού από το αστυνομικό ρεπορτάζ στην αρχή και από τον κινηματογράφο αργότερα, Βαγγέλη Ρωχάμη. Τακτικός θαμώνας ήταν ένας συμφοιτητής μου. Αν και είχα αρχίσει να αραιώνω από τα γήπεδα πριν λίγα χρόνια, ανέβαινα αρκετές φορές στο Ίλιον για να συναντήσω τον φίλο και συμφοιτητή μου. Ήταν ένα μικρόσωμο και ήρεμο παιδί. Ποτέ δεν έμπλεκε σε τσακωμούς. Από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια είχε εξασφαλίσει μια πολύ ικανοποιητική επαγγελματική αποκατάσταση. Αλλά μόλις ερχόταν στο νου του ο Θρύλος, «αρρώσταινε». Παρέμενε τακτικό μέλος της Θύρας 7 από τα μαθητικά του χρόνια, αγόραζε εισιτήρια διαρκείας και όρκιζε την αδερφή του να μην παντρευτεί οπαδό του Παναθηναϊκού.  


Στο «Άλσος» σύχναζαν όλοι σχεδόν οι ολυμπιακοί των Λιοσίων. Αλλά πολλές φορές περνούσαν από εκεί και μεγάλες μορφές των γηπέδων, που κατοικούσαν σε άλλες περιοχές. Ένας εξ αυτών και ο αείμνηστος Τάκαρος Βουκελάτος. Πάντως, η ατραξιόν της σύναξης ήταν ένας γεροδεμένος οικοδόμος, ο οποίος άκουγε στο παρατσούκλι «Μπίμπιλας». Ο «Μπίμπιλας» ήταν μελαψός και φορούσε κάτι κλαρωτά χαβανέζικα πουκάμισα, τα οποία ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Ο συνδυασμός του αισθητικού συνόλου που εξέπεμπε η εμφάνισή του και της φήμης που είχε η περιοχή των Λιοσίων για συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας κατοίκους της, μου προκάλεσε την διάθεση να πετάξω κάποια καυστικά σχόλια. Τώρα αναγνωρίζω ότι ήταν μια σαχλαμάρα εκ μέρους μου, που μπορεί να ενόχλησε το παιδί. Τότε, όμως, ήμουν μικρότερος σε ηλικία και δεν σκεπτόμουν έτσι. Το σίγουρο είναι ότι πήρε το αυτί του «Μπίμπιλα» τα σχόλιά μου. Έτσι, άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι δεν συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλο. Μολονότι οι υπόλοιποι πείραζαν τον «Μπίμπιλα», υπενθυμίζοντάς του ότι ήμουν πυγμάχος και ότι η σωματική του δύναμη μπορεί να μην αρκούσε για να τα βγάλει πέρα μαζί μου, η όλη αντιπαράθεση μεταξύ μας δεν πέρασε ποτέ τα όρια της παρεϊστικης πλάκας.

Μια μέρα οι νεότεροι βρήκαμε την ευκαιρία να προτρέψουμε έναν «μεγάλο παλαιό» της Θύρας 7, τον Καρούζο, που ήταν θείος του Μπίμπιλα, να μας αφηγηθεί πως έγινε η κατάληψη της «σκεπαστής». Εκείνος το έκανε και επιβεβαίωσε ότι ήταν εκεί. Όπως ήταν και σε πολλά ακόμη σκηνικά της παλιάς φρουράς (εκδρομή στην Μπενφίκα κλπ). Εγώ δεν έζησα κάποια ολική κατάληψη αντίπαλου πετάλου όσο ήμουν τακτικός θαμώνας των γηπέδων. Θυμάμαι, όμως, δυο απόπειρες οπαδών της Θύρας 7 να καταλάβουν την «φλόγα» όταν ο Παναθηναϊκός ήταν γηπεδούχος στο Ολυμπιακό Στάδιο. Η «φλόγα» είναι περιβάλλοντας χώρος των κερκίδων του ΟΑΚΑ στον οποίο συγκεντρώνονταν παλιά οι φανατικοί, αλλά και μεγαλύτερων ηλικιών, οπαδοί του Παναθηναϊκού, αρκετή ώρα πριν αρχίσουν τα ντέρμπι.


Την άνοιξη του 1993 ήμουν μαθητής του γυμνασίου. Ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει την χρονιά με μεγάλες φιλοδοξίες. Μολονότι είχαμε κάποιες απώλειες βαθμών στο πρωτάθλημα, παραμέναμε σταθερά στο κατόπι της πρωτοπόρου ΑΕΚ. Και, κυρίως, είχαμε αποκλείσει την κραταιά Μονακό του Γιούνγκερ Κλίνσμαν και είχαμε φτάσει στους οκτώ του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου αντιμετωπίζαμε την επίσης εκπληκτική, εκείνα τα χρόνια, Ατλέτικο Μαδρίτης. Ώσπου μια μαύρη μέρα για την ιστορία της ομάδας ξέσπασε η κόντρα μιας κλίκας ποδοσφαιριστών με τον προπονητή Όλεγκ Μπλαχίν. Ήμουν μέσα σε εκείνο το καταραμένο ματς με τον Εδεσσαϊκό, στο Καραϊσκάκη, όπου η ομάδα της Έδεσσας μας πήρε το 1-1 στα τελευταία λεπτά. Μέσα σε λίγες μέρες μετά από εκείνο τον αγώνα τα πάντα διαλύθηκαν στην ομάδα. Ο προπονητής απομακρύνθηκε και αμέσως ξέσπασε η σύγκρουση ανάμεσα στην Θύρα 7, που τότε ακολουθούσε την «γραμμή» του Γιάννη του «Υποβρύχιου», η οποία ήθελε την παραμονή του Μπλαχίν και την διοίκηση  που επέλεξε την απομάκρυνσή του. Η εσωτερική σύγκρουση πέρασε και στα αποδυτήρια. Νέος προπονητής ήταν για μερικές μέρες ο αείμνηστος Αντώνης Γεωργιάδης. Αλλά τα συνεχή επεισόδια και τα ντου με τους κορνέδες στο προπονητικό κέντρο έκαναν τον Γεωργιάδη να πάρει την απόφαση της απομάκρυνσης από εκείνο το τρελάδικο. Ο νέος προπονητής, Λιούπκο Πέτροβιτς, δεν κατάφερε να ισορροπήσει την κατάσταση. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ολυμπιακός, από διεκδικητής του τίτλου, να γίνει παιδική χαρά και να χάνει διαρκώς, μέσα και έξω από το Καραϊσκάκη. Στους αγώνες με την Ατλέτικο, παραδόξως, το παλέψαμε. Ειδικά στον εκτός έδρας αγώνα, στον επιθετικό τομέα, κάναμε μια εξαιρετική εμφάνιση, που παραλίγο να μας βάλει για τα καλά στο παιχνίδι της πρόκρισης. Αλλά τα αμυντικά λάθη και η απίστευτη ατυχία έφεραν τον αποκλεισμό. 


Έτσι, τον Μάιο, είχαμε πέσει στην τρίτη θέση του πρωταθλήματος. Αν και τότε δεν το είχαμε καταλάβει, είχε μόλις ξεκινήσει η πιο άσχημη περίοδος των λεγόμενων «πέτρινων χρόνων» της ομάδας μας. Ωστόσο υπήρχαν ακόμη λίγες αγωνιστικές και, κυρίως, υπήρχαν τρία ντέρμπι. Αρχές του Μάη αντιμετωπίζαμε, ως φιλοξενούμενοι, τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ για το πρωτάθλημα. Λίγες μέρες αργότερα αντιμετωπίζαμε ξανά τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, για τον τελικό του κυπέλλου. Και δύο εβδομάδες αργότερα αντιμετωπίζαμε την ΑΕΚ, στην Νέα Φιλαδέλφεια, για την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος.

Το γεγονός ότι το ντέρμπι του πρωταθλήματος δεν είχε βαθμολογικό ενδιαφέρον διαμόρφωσε μια ατμόσφαιρα απροθυμίας σημαντικού αριθμού φιλάθλων να παρακολουθήσουν τον αγώνα από κοντά. Πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής. Επίσης, οι μικρότεροι σε ηλικία, που δεν είχαμε χαρτζιλίκι ικανό να μας εξασφαλίσει εισιτήρια και για τα δυο ντέρμπι κυπέλλου και πρωταθλήματος, προτιμήσαμε να αγοράσουμε εισιτήριο για τον τελικό του κυπέλλου. Συνεπώς, το ντέρμπι του πρωταθλήματος κοντά 40.000 θεατές στις εξέδρες. Αριθμό μικρό για τα τότε δεδομένα.

Μια μέρα πριν τον αγώνα του πρωταθλήματος ήμουν στο στέκι της Βιβής. Έπαιζα ένα επιτραπέζιο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι που η θεματικήτου παρέπεμπε στα μουντιάλ και ήταν προγραμματισμένο να δίνει στον παίκτη μια ομάδα που τα χρώματά της παρέπεμπαν στην εθνική Δανίας. Αντίπαλες ήταν άλλες εθνικές ομάδες, με πρώτη εκείνη της Σκωτίας και τελευταία εκείνη της Γερμανίας. Αν και παλιό ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής, το οποίο συνεχίζαμε να «ταΐζουμε» κέρματα μέχρι και τα μισά της δεκαετίας του ’90. Στο στέκι της Βιβής το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό παιχνίδι ήταν τοποθετημένο δυο βήματα από την είσοδο, μπροστά από το μπαρ στο οποίο σέρβιραν ποτά και αντάλλασαν τα κέρματα με χαρτονομίσματα οι ιδιοκτήτες (ο Σωτήρης και η Βιβή). Έτσι, όποιος έδινε τις μουντιαλικές του μάχες στην οθόνη με τους θαμπούς απ’ τα pixels ηλεκτρονικούς ποδοσφαιριστές, μπορούσε να βλέπει όσους μπαινόβγαιναν στο μαγαζί.


Δίπλα μου καθόταν ο Παναγιώτης, ο «τρίδυμος», ένα από τα παιδιά που με μύησαν στον κόσμο του heavy metal και της κουλτούρας του δρόμου. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Είχε την συμπαγή σωματική διάπλαση του πυγμάχου και, μολονότι συμπεριφερόταν συνήθως πρόσχαρα έχοντας διάθεση για ατελείωτο χαβαλέ, αν μπλεκόταν σε τσακωμούς το πιο πιθανό ήταν να προκαλέσει επικίνδυνους τραυματισμούς σε εκείνον που θα είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντί του. Υπήρξε συναθλητής μου στην πυγμαχία για χρόνια. Κυρίως, όμως, υπήρξε ομοϊδεάτης, ακόμη και σήμερα ενεργός στην πρώτη γραμμή (αν και σε πιο συντηρητικές ιδεολογικές γραμμές από τις δικές μου). Μόνο που ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού.

Κάποια στιγμή εγώ και ο Παναγιώτης είδαμε τον Γρηγόρη τον «ου» να μπαίνει στην Βιβή. Ο Γρηγόρης αποτελούσε μια από τις πιο γνωστές «μούρες» της Θύρας 7. Πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε-έξι χρόνια μεγαλύτερός μου. Εκείνη την εποχή στελέχωνε τον θρυλικό σύνδεσμο του Μοσχάτου μαζί με άλλους «ιστορικούς» τύπους, όπως ο Πητ και ο Βιολάρης. Αργότερα βοηθούσε τον σύνδεσμο της Θύρας 7 Πετραλώνων-Θησείου. Για να γίνει τελικά ιδρυτής και πρόεδρος του συνδέσμου των Misfits της συνοικίας μου (πράγμα που πλήρωσε με λίγα χρόνια φυλακή, εντελώς άδικα, αποτελώντας εξιλαστήριο θύμα άλλης και τραγικής υπόθεσης, πολλά χρόνια αργότερα). Ωστόσο, ακόμη ήταν 1993.



Την προηγούμενη μέρα είχα αλλάξει μια-δυο κουβέντες με τον Γρηγόρη. Και η αλήθεια είναι ότι με είχε παραξενέψει η συμπεριφορά του. Του είχα πει ότι το χαρτζιλίκι μου δεν έφτανε ώστε να δώσω το παρόν και στα δυο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό και πως είχα προτιμήσει να αγοράσω εισιτήριο για τον τελικό του κυπέλλου. Η απάντησή μου φάνηκε ότι τον είχε ικανοποιήσει. Αυτό ήταν πράγματι παράξενο. Ο Γρηγόρης, να αποκριθεί τόσο θετικά όταν του είπα ότι δεν θα πήγαινα στο ντέρμπι; Ήταν αδιανόητο! Για τον Γρηγόρη υπήρχαν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Η ανώτερη φυλή εκείνων που πήγαιναν στα γήπεδα και η κατώτερη φυλή εκείνων που δεν πήγαιναν. Θα μπορούσε να επιστρατεύσει κάθε ικανότητα πειθούς που διέθετε προκειμένου να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερους οπαδούς στην Θύρα 7. Αν του έλεγες ότι δεν είχες χρήματα για να αγοράσεις εισιτήριο ήταν πιο πιθανό ήταν να σου απαντούσε ότι θα ήταν καλύτερο ακόμα και το να ξαφρίσεις πορτοφόλια περαστικών στην Ομόνοια, προκειμένου να εξασφαλίσεις τα απαιτούμενα χρήματα που θα σου επέτρεπαν να λάβεις μέρος στην μάχη της εξέδρας ενός ντέρμπι, παρά να λείψεις απ’ αυτό. Κι, όμως, εκείνη την μέρα μου απάντησε με τον συνηθισμένο φιλικό τόνο που απέπνεε το ύφος του όλες τις ώρες μιας μέρας, εκτός από εκείνες κατά τις οποίες τσακωνόταν για τον Ολυμπιακό. Και συμφώνησε με την επιλογή μου να μην παραβρεθώ στο ντέρμπι του πρωταθλήματος!


Το μυστήριο έγινε ακόμη πιο αινιγματικό την επόμενη μέρα. Ο Γρηγόρης ήταν ξανά μπροστά μου. Με το κόκκινο παλαιστινιακό μαντήλι τυλιγμένο χαλαρά στον λαιμό και το μονίμως ξυρισμένο κεφάλι, στο οποίο άφηνε την μπροστινή ξανθιά φράντζα μακριά, να πέφτει στο μέτωπο -όπως έκαναν οι Γάλλοι skinheads-, μπήκε στην «Βιβή» και μας χαιρέτισε. Αλλά στο πρόσωπό του δεν διέκρινα το γνωστό απλανές βλέμμα και το μόνιμο χαμόγελο. Όταν είδε τον Παναγιώτη να κάθεται δίπλα μου ενώ έπαιζα το ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι, έδειξε να συνοφρυώνεται και ζήτησε να του μιλήσει εμπιστευτικά.

Στάθηκαν λίγο πιο πέρα, μπροστά απ’ το μπαρ, και μολονότι μιλούσαν χαμηλόφωνα κατάφερα ν’ ακούσω τα περισσότερα απ’ όσα είπαν.

-«Θα πας αύριο στον αγώνα;», ρώτησε ο Γρηγόρης και ο Παναγιώτης απάντησε θετικά συνοδεύοντας την φράση του με το βαρύ χαχανητό, το οποίο ακολουθούσε πάντοτε την μία απ’ τις δυο φράσεις που έλεγε.

-«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη» είπε ο Γρηγόρης. «Να μην πας στο γήπεδο νωρίς. Πήγαινε κανά μισάωρο πριν αρχίσει το ματς».

-«Γιατί ρε φίλε; Τι συμβαίνει;» απόρησε ο Παναγιώτης.

-«Δεν μπορώ να σου πω. Απλά κάνε αυτό που σου ζήτησα. Σύμφωνοι;» επέμεινε ο Γρηγόρης, αφήνοντας το σώμα του να περιδινηθεί σε μια σειρά σχεδόν ανεπαίσθητων σπασμών, που πρόδιδαν την γνωστή του υπερκινητικότητα. Όταν ο Παναγιώτης συμφώνησε, ο Γρηγόρης γύρισε την πλάτη, μας χαιρέτισε και χώθηκε σε κάποια από τις παρέες που άραζαν στην αυλή του καταστήματος.

Κατά τις περιόδους που υπάρχουν κινήματα ικανά να προκαλέσουν τέτοιο συλλογικό ενθουσιασμό, ώστε να υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι θυσιάσουν την ζωή τους προκειμένου να βιώσουν στο έπακρο τις συμπεριφορές που εκείνα προϋποθέτουν, είναι σχεδόν απίθανο να αγνοηθούν οι παραδόσεις. Ακόμη και όταν υπάρχουν χίλιοι δυο ορθολογικά εξηγημένοι και οφθαλμοφανείς λόγοι που δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για την αναγκαιότητα του να συμβεί το αντίθετο. Πόσο μάλλον όταν το μόνο στοιχείο εναντίον τους είναι μια αινιγματική παράκληση ενός φίλου. Έτσι, μολονότι ο Γρηγόρης είχε ζητήσει από τον Παναγιώτη να μην πάει στο γήπεδο νωρίς, εκείνα τα χρόνια ήταν μια εκ των παραδόσεων αρκετών φανατικών οπαδών του Παναθηναϊκού να πηγαίνουν ώρες πριν αρχίσουν τα ντέρμπι στην «φλόγα» και να στήνουν πηγαδάκια για να συζητήσουν πολλά και διάφορα. Έτσι, λοιπόν, ο Παναγιώτης, αγνόησε την παράκληση του Γρηγόρη και, συνοδευόμενος από τρεις γνωστούς ακόμη παναθηναϊκούς της rock κοινότητας των νοτίων προαστίων, τον Φίλιππό «τον Πετραλωνιώτη», τον «Martens» και τον Sodomά, πήγαν πολύ νωρίς στο γήπεδο και άρχισαν να γυροφέρνουν στα πηγαδάκια της «φλόγας».

Εγώ, την ίδια ώρα, άκουγα τον αγώνα απ’ το ραδιόφωνο, σε ένα μαγαζί ηλεκτρονικών παιχνιδιών και φλίπερ, που μόλις είχε ανοίξει στην οδό Αγίων Πάντων, απέναντι ακριβώς από την ομώνυμη εκκλησία. Ο Θρύλος πήρε το ματς με 2-3. Για εμάς ήταν μια νίκη άνευ βαθμολογικού αντικρίσματος. Για τον Παναθηναϊκό, όμως, ήταν η απώλεια του μισού τίτλου. Πλέον, η αποστολή των πρασίνων για την κατάκτηση του πρωταθλήματος γινόταν πολύ δύσκολη και η ΑΕΚ είχε τον πρώτο λόγο. Μόλις ολοκληρώθηκε ο αγώνας κατηφόρισα για το στέκι της «Βιβής». Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν τα παιδιά που είχαν βρεθεί στο Ολυμπιακό Στάδιο. Μόλις ήρθε ο Παναγιώτης πήγα να τον τσιγκλίσω για την ήττα της ομάδας του. Αλλά δεν πρόλαβα να πω κουβέντα.


-«Έγινε σφαγή! Πολύ ξύλο σου λέω! Γι’ αυτό μου έλεγε ο Γρηγόρης να μην πάω νωρίς στο γήπεδο», με πρόλαβε, μιλώντας σαν τους βετεράνους που γύρισαν απ’ τον πόλεμο. Την επόμενη στιγμή είχαν μαζευτεί γύρω του όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού.

-«Τι έγινε ρε; Για λέγε» τον προτρέψαμε γεμάτοι ενδιαφέρον που άγγιζε τα όρια της λαχτάρας κι εκείνος μας είπε τι είχε συμβεί.

-«Ήμουνα με τον «Martens», τον Φίλιππα και το Sodomά στην «φλόγα». Κάποια στιγμή πήγαμε να καθίσουμε στα τσιμεντένια παγκάκια της φλόγας που ήταν προς το parking. Στο παγκάκι καθόμασταν οι τρεις μας και ένα άλλο παιδί που δεν γνωρίζαμε. Ώσπου σε κάποια φάση ακούσαμε έναν θόρυβο, μια βουή. Σιγά-σιγά ο θόρυβος μας πλησίαζε. Όλο και περισσότερο. Μέχρι που ο θόρυβος έγινε τόσο δυνατός, λες και προσγειωνόταν δίπλα μας αεροπλάνο. Βλέπαμε τον κόσμο να κοιτάζει απορημένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι στο διάολο γινόταν. Την επόμενη στιγμή είδαμε ένα κομβόι από μηχανές να εισβάλει στον στενό δρόμο που περνούσε από την «φλόγα». Μηχανές μάγκες! Μηχανές που δεν είχαν τελειωμό, έρχονταν κατά πάνω μας».

Ο Παναγιώτης είχε καταλάβει γιατί ο Γρηγόρης του ζήτησε να μην πάει νωρίς στο γήπεδο. Κι εγώ είχα καταλάβει γιατί αντέδρασε με παράδοξη ικανοποίηση όταν του είπα ότι δεν θα πήγαινα στο ματς του πρωταθλήματος. Αλλά ήταν αργά. Ο Γιάννης, ο «υποβρύχιος», ο τότε υπεύθυνος του συνδέσμου της Θύρας 7 των Αθηνών, είχε την ιδέα να οργανώσει μια μηχανοπορεία οπαδών του Ολυμπιακού, η οποία θα ολοκληρωνόταν με μια καταδρομική επίθεση στον χώρο της «φλόγας». Οι πύλες της κολάσεως είχαν ανοίξει. Και οι τρεις θαμώνες της «Βιβής», με τον άγνωστο οπαδό του Παναθηναϊκού που καθόταν δίπλα τους στο παγκάκι, είχαν την αρχική ατυχία να βρίσκονται αποκομμένοι στην πλάτη της επίθεσης των οπαδών της Θύρας 7.

«Με το που βλέπουμε τις μηχανές ο «Martens» απλώνει τα χέρια, μας τραβά από το στήθος και πέφτουμε πίσω από το παγκάκι, σε κάτι θάμνους. Μείναμε ακίνητοι πίσω από τις φυλλωσιές και προσευχόμασταν να μην μας δουν οι γαύροι», συνέχισε ο Παναγιώτης. «Αλλά δεν προχώρησαν μέχρι εκεί που βρισκόμασταν. Σταμάτησαν λίγο πιο μπροστά και οι συνεπιβάτες πρώτα, με τους οδηγούς να τους ακολουθούν, άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες, τούβλα και καπνογόνα προς τους παναθηναϊκούς που ήταν στην «φλόγα». Όταν το πετροβόλημα ολοκληρώθηκε όρμησαν στους περιβάλλοντες χώρους του γηπέδου. Οι δικοί μας πανικοβλήθηκαν στην αρχή και υποχώρησαν. Κάποιοι μπήκαν στο γήπεδο πηδώντας τα τουρνικέ».

Αλλά, παρόλη την αρχική επιτυχία του σχεδίου, εκείνη δεν ήταν η τυχερή μέρα του «υποβρύχιου». Όπως δεν ήταν και η τυχερή μέρα του άγνωστου οπαδού του Παναθηναϊκού, που είχε κρυφτεί δίπλα στους τρεις φίλους. Έχοντας πάρει το πρώτο «ντου», τα μέλη της Θύρας 7 γύρισαν στις μηχανές τους και άρχισαν να αποχωρούν από τον στενό δρόμο που οδηγούσε προς το parking κι από εκεί στην οδό Κηφισίας.. Για κακή του τύχη, ο οπαδός του Παναθηναϊκού που κρυβόταν μαζί με τους τρεις φίλους, μέσα στον πανικό του, σηκώθηκε από την άσφαλτο και άρχισε να τρέχει προς τις εξέδρες, νομίζοντας ότι θα προλάβαινε να απομακρυνθεί καθώς οι αντίπαλοι οπαδοί άρχισαν να φεύγουν. Μετά από μερικές στιγμές, πέρασε απρόσεκτά τον στενό δρόμο, συγκρούστηκε με μια διερχόμενη μηχανή μελών της Θύρας 7 και εκτινάχτηκε μερικά μέτρα πιο πέρα, δείχνοντας σοβαρά τραυματισμένος. Παρόμοια ήταν η κατάληξη και των αναβατών της μηχανής. Το όχημά τους βρέθηκε στον δρόμο και οι δυο αναβάτες κατρακύλησαν μερικά μέτρα πιο πέρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό δυο-τρεις μηχανές που ακολουθούσαν τράκαραν πάνω στην πεσμένη μηχανή, προκαλώντας μια καραμπόλα. Η αποχώρηση των μελών της Θύρας 7 διακόπηκε. Κάποιοι άλλοι αναβάτες κατέβηκαν να βοηθήσουν τους τραυματίες. Το κομβόι των μηχανών εγκλωβίστηκε στο στενό δρομάκι.


Βλέποντας αυτή την στασιμότητα οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, που βρίσκονταν μέσα στο γήπεδο και στους περιβάλλοντες χώρους του ΟΑΚΑ, αναθάρρησαν. Άρχισαν να μαζεύουν τις πέτρες που τους είχαν εκσφενδονίσει οι ολυμπιακοί, να ξηλώνουν καθίσματα και να συγκεντρώνουν ότι υλικό θα ήταν χρήσιμο για την αντεπίθεση. Μετά από ένα-δυο λεπτά η αντεπίθεση είχε ξεκινήσει. Η βροχή των αντικειμένων ερχόταν από την απέναντι πλευρά αυτή την φορά. Και οι τρεις φίλοι συνέχιζαν να βρίσκονται ξαπλωμένοι πίσω απ’ το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι οπαδοί του Ολυμπιακού. Τώρα οι πέτρες και τα αντικείμενα που εκτοξεύονταν ήταν πιο εύκολο να βρουν στόχο. Γιατί το κομβόι της Θύρας 7 είχε στριμωχτεί σε έναν στενό χώρο. Όταν δεύτερος λιθοβολισμός έλαβε τέλος άρχισε η μάχη σώμα με σώμα.

Οι οπαδοί του Ολυμπιακού είχαν ξανακατέβει από τις μηχανές και αντιμετώπιζαν την έφοδο σχεδόν όσων οπαδών του Παναθηναϊκού βρίσκονταν στο γήπεδο. Ο Παναγιώτης είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου βλέποντας όλο αυτό το μακελειό να λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του. Δεν θυμόταν να μας πει πόση ώρα έπεφτε ξύλο χέρι με χέρι και γινόταν μάχη σώμα με σώμα. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι κάποια στιγμή οι αντιμαχόμενοι χωρίστηκαν. Τα μέλη της Θύρας 7 επέστρεψαν στις μηχανές και αυτή την φορά η αποχώρηση έγινε όπως- όπως. Πάνω από πεζοδρόμια, τρικάβαλα, με μηχανές μισοδιαλυμένες από τις πέτρες. Οι εκατέρωθεν τραυματίες σφάδαζαν τριγύρω στο έδαφος.

Όσοι οπαδοί του Παναθηναϊκού ήταν ακόμη σώοι είχαν τραβηχτεί λίγο πιο πίσω, προς τις εξέδρες. Όταν είδαν τους αντιπάλους τους να φεύγουν σκέφτηκαν ότι είχαν την μεγάλη τους ευκαιρία προκειμένου να πάρουν το «σκηνικό» εκείνης της μέρας. Αυτό δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το πετύχουν παρά μόνο με μια νέα τελική επίθεση την στιγμή που οι οπαδοί του Ολυμπιακού αποχωρούσαν. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν για πολύ. Με νέους αλαλαγμούς μάχης, μετά από λίγες στιγμές, εφορμούσαν ξανά από την «φλόγα» προς το parking και το σημείο που οι τρεις φίλοι από το στέκι της «Βιβής» ήταν ακόμη ξαπλωμένοι.


Kαθώς το κομβόι της Θύρας 7 αποχωρούσε επιτιθέμενοι οπαδοί του Παναθηναϊκού ξεπηδούσαν από παντού. Ο όγκος εκείνων που αποχωρούσαν και εκείνων που έτρεχαν ξοπίσω τους κατευθυνόταν προς το parking. Πλέον οι τέσσερις φίλοι από το στέκι της Καλλιθέας μπορούσαν να σηκωθούν απ’ το σημείο που κρύβονταν και να χωθούν ανάμεσα στους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Είχαν γλιτώσει από θαύμα. Αλλά τα θαύματα εκείνης της μέρας δεν είχαν τελειώσει.

Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού αναγνώρισαν μια από τις τελευταίες μηχανές που αποχωρούσε. «Ο «υποβρύχιος»», ακούστηκε μια φωνή. Και την επόμενη στιγμή όλοι οι επιτιθέμενοι είχαν αρχίσει να κυνηγούν την Africa Twin που οδηγούσε ένας άνθρωπος ο οποίος έμοιαζε με σάρκινο βουνό. Ήταν ο Γιάννης, ο «υποβρύχιος». Αυτός που εκείνα τα χρόνια είχε τον τελευταίο λόγο για το τι θα γινόταν στην Θύρα 7.  Οι ελπίδες των οπαδών του Παναθηναϊκού να προλάβουν την μηχανή του «υποβρύχιου» ήταν λίγες και γίνονταν όλο και λιγότερες, καθώς ο θηριώδης άντρας απομακρυνόταν. Ωστόσο ένας οπαδός του Παναθηναϊκού συνέχισε να ακολουθεί για λίγα μέτρα την μηχανή και, μιμούμενος την κίνηση των σφυροβόλων, ολοκλήρωσε το τρέξιμο με δυο-τρία γεμάτα βήματα, για να  εκτοξεύσει στο τέλος την μεγάλη πέτρα που κρατούσε με όλη του την δύναμη. Η πέτρα διέγραψε μια ψηλοκρεμαστή τροχιά και κατέληξε εκεί που κανείς δεν πίστευε. Δηλαδή, στο πίσω μέρος του κεφαλιού του «υποβρύχιου». Αυτός έγειρε εμπρός, έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθεί στην μηχανή, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα σωριάστηκε στο έδαφος.  


Την επόμενη στιγμή μερικές εκατοντάδες οπαδών του Παναθηναϊκού  έτρεξαν κατά πάνω του με σκοπό να τον ισοπεδώσουν. Ίσως λιγότερο από δέκα μέτρα πριν τον προλάβουν ο αναβάτης μιας εκ των τελευταίων μηχανών του κομβόι της Θύρας 7 κατάφερε να τον φορτώσει μετά βίας στην μηχανή του και να απομακρυνθούν μερικά δευτερόλεπτα προτού οι οπαδοί του Παναθηναϊκού φτάσουν στο σημείο που βρίσκονταν. Ο μεγάλος εχθρός τους είχε διαφύγει. Αλλά οι παναθηναϊκοί είχαν ως λάφυρο την μοτοσυκλέτα του «υποβρύχιου». Η οποία, μετά από λίγα λεπτά, πυρπολήθηκε πανηγυρικά.

Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη μηχανοκίνητη απόπειρα οπαδών της Θύρας 7 να επιτεθούν στην «φλόγα» όταν ο Παναθηναϊκός ήταν γηπεδούχος. Το ίδιο σχέδιο επαναλήφθηκε, με απόλυτη επιτυχία αυτή την φορά, στο ντέρμπι πρωταθλήματος του 1999, όταν ο Παναθηναϊκός ως γηπεδούχος μας νίκησε με σκορ 2-0. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.