Οι Μαυρονεράιδες και η Κραυγή Του Πατέρα (διήγημα)

                                                             του Άλεξ Μινώλυκου

Τούτος είναι ένας θρύλος όχι πολύ γνωστός. Ίσως γιατί λίγοι άνθρωποι τον πιστέψανε, μα αυτοί που το έκαναν, τον πίστεψαν με πάθος τόσο, ώστε δεν τους βγάζεις από το μυαλό ότι μπορεί και να μην είναι αλήθεια. Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι έχουν βιώσει κάποια από τα παράξενα γεγονότα που αφηγείται ο θρύλος. Το σίγουρο είναι ότι κάτι έγινε. Τώρα, τί ακριβώς έγινε, πώς έγινε, αν μπορεί να ήταν πραγματικότητα, κατά πόσο η φαντασία αλλοίωσε την όποια αλήθεια των γεγονότων, αυτό είναι στη δική σου κρίση, αγαπητέ αναγνώστη. Ίσως και πίστη…

Τόπος: Χανιά, Κρήτη
Εποχή: 19ος αιώνας

Στον Πετρή τον Λυκόγιαννο άρεσε να περπατεί στο λιμάνι των Χανιών. Από μικρό κοπέλι του άρεσε. Κι ούτε του ’χε φύγει η πεθυμιά τώρα, που ήταν τριάντα χρονώ. Κάθε που το σούρουπο άπλωνε το πέπλο του στην πόλη, ο Πετρής έπρεπε να κάμει τον περίπατό του στο λιμάνι. Έτσι το ’νιωθε.

Γιος μιας Ναπολιτάνας κι ενός Χανιώτη καπετάνιου, που κι οι δυο βρήκαν στη θάλασσα τον χαμό τους, ο Πετρής ζούσε μονάχος από τα δέκα επτά του. Οι υπόλοιποι συγγενείς είχαν φύγει από την Κρήτη, να καζαντήσουν, λέει, στην Αμέρικα. Όσο για της μάνας του την οικογένεια, πράμα δεν εγνώριζε, αφού ποτέ του δεν είχε ιδεί κανέναν.

Έτσι, λοιπόν, ο Πετρής γίνηκε καλός μάστορης στα καΐκια. Τ’ αγαπούσε από μικρός και λάτρευε ν’ ακούει τον πατέρα του να του ιστορεί περιπέτειες θαλασσινές. Σαν πέθαναν οι γονιοί του, τον επήρε στη δούλεψη του ο Γιώργης ο Μαυράκης, που ’φτιαχνε καΐκια.


Ευτυχισμένος ζούσε ο Πετρής στο πατρογονικό του στην οδό Θεοτοκοπούλου· λίγο μεγάλο ήτονε για έναν άνδρα μονάχο, μα ερχόταν και η γριά Φαίδρα, η γειτόνισσα, και του κρατούσε συντροφιά, του μαγείρευε και του καθάριζε. Τον είχε πονέσει από τότε που ’χασε τους γονιούς του, από μωρό τον εγνώριζε.

Είχε βγάλει το Γυμνάσιο ο Πετρής και του άρεσε το διάβασμα πολύ. Γιομάτο ήτανε το σπιτικό του από βιβλία· κάθε που ο πατέρας του τον ρωτούσε «τι θέλεις, αντράκι μου, να σου φέρω σαν γυρίσω;», ο Πετρής απαντούσε «βιβλία, πατέρα»! Βιβλίο νά ’τανε κι ό,τι νά ’τανε, στην αρχή, μα αργότερα, στην εφηβεία, ο Πετρής ανέπτυξε προτίμηση προς τους μύθους, κυρίως της Κρήτης και της Ελλάδας, αλλά και σε άλλους μύθους. Γιόμιζαν το μέσα του οι θεοί, οι νεράιδες, τα περίεργα πλάσματα, οι μυστήριες κι αινιγματικές αφηγήσεις.

Γι’ αυτό κι από μικρός ένιωθε να βαδίζει στο λιμάνι και τα σοκάκια της πόλης. Σα να ’κανε παρέα με όλ’ αυτά που διάβαζε· η σκέψη του, όταν έκανε τον καθημερινό του περίπατο, έπαιρνε τα μονοπάτια των παράξενων ιστοριών…

 Έχετε ακούσει πως ό,τι λαχταράμε παρουσιάζεται εμπρός μας; Φαίνεται ότι κι ο Πετρής λαχταρούσε να γίνει, ας το πούμε ένας πρωταγωνιστής των ιστοριών που διάβαζε. Ένα σούρουπο, το λοιπόν, που στην αρχή του ήταν σαν όλα τ’ άλλα, την ώρα που το λυκόφως έσμιγε τους κόσμους της πραγματικότητας και της φαντασίας, ακριβώς εκείνη την ώρα, ο Πετρής ένιωσε παράξενα· σαν φωνές ν’ άκουγε, φωνές που πλησίαζαν…

Από που, όμως;

Αφουγκράστηκε, μήπως και κατάφερνε να εντοπίσει την πηγή του ήχου… Τίποτα! Κοίταξε γύρω του… «Θεέ μου, τι συμβαίνει;», ρωτήθηκε μεγαλόφωνα! Τα σύννεφα στον ουρανό έτρεχαν γρήγορα, πολύ γρήγορα! Πως βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες σήμερα, σε κάποια σκηνή που ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει ότι η ώρα προχωρά και νυχτώνει; Έτσι ακριβώς! Ο Πετρής έβλεπε τον ουρανό να σκοτεινιάζει αστραπιαία, το φεγγάρι ν’ ανατέλλει και ξάφνου… τίποτα! Πηχτό σκοτάδι, αχνοφωτιζόταν από τις αδύναμες ακτίνες του μισοφέγγαρου, που προσπαθούσαν να τρυπήσουν το πέπλο της νύχτας. Ολόγυρά του, κανείς! Μαγαζιά κλειστά ξαφνικά, ψυχή ζώσα ούτε για δείγμα στο λιμάνι!

Ο Πετρής πήρε μια βαθιάν ανάσα, σφαλίζοντας τα μάτια του. «Όταν ανοίξω τα μάτια μου, όλα θα είναι φυσιολογικά», συλλογίστηκε. Τ’ άνοιξε μετά από λίγες στιγμές… Όλα τα ίδια! Πολεμούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του, να υποχρεώσει το λογικό του να του δώσει μιαν εξήγηση. Του κάκου, όμως. Κατάλαβε ο Πετρής πως τούτη η βόλτα στο λιμάνι δεν θα ήταν σαν τις άλλες. Είχε παγώσει ολόκληρος!

Επιστρατεύοντας όλη του τη δύναμη, σαν από ένστικτο έστρεψε την κεφαλή του προς τον Φάρο. Η κορφή του είχε χαθεί μέσα στα σύννεφα που στροβιλίζονταν. Μα, για στάσου! Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να παίρνουν μορφές! Ξαφνιάστηκε ο Πετρής σαν έπιασε τον εαυτό του να έχει γίνει ένα με το περίεργο που διαδραματιζόταν ολόγυρά του. Όχι ότι δε φοβόταν· μα να, η περιέργεια μαζί με τη γοητεία που είχε αρχίσει να τον συνεπαίρνει, κέρδιζαν τον φόβο σταλιά – σταλιά.


 Κάρφωσε το βλέμμα στον Φάρο. Έβλεπε τις μορφές να παίρνουν σάρκα και οστά… όχι! Όχι σάρκα και οστά, σα διάφανες ήταν, αφού μπορούσες να δεις από μέσα τους το πέπλο της νύχτας. Κατέβαιναν, κατέβαιναν… Ώσπου έφτασαν, άλλες στη χαμηλή αυλή του Φάρου και άλλες κατέβηκαν τα σκαλιά κι έφτασαν στο μέρος του λιμανιού γύρω από τον Φάρο. Ο Πετρής ήταν στην απέναντι πλευρά, εκεί που τώρα είναι το Ναυτικό Μουσείο. Ήταν τόσο κοντά τους, μόλις λίγα μέτρα θαλάσσης τούς χώριζαν. Μα, με τα πόδια, έπρεπε να κάμει έναν τεράστιο κύκλο για να συναντήσει τις μορφές. Να τις συναντήσει; Τι τον έπιασε να θέλει κάτι τέτοιο; Κανονικά θα έπρεπε να το βάλει στα πόδια!

Ξάφνου, μία από τις μορφές γύρισε προς το μέρος του. Τον έδειξε στις άλλες. Ολωνών τα μάτια λάμψανε· μία μαύρη, περίεργη λάμψη. Κάποια μορφή άρχισε σιγά – σιγά να ξεμακραίνει από τις άλλες και να έρχεται – περπατοπετώντας στη θάλασσα – προς τον Πετρή. «Θα μείνω εδώ», σκέφτηκε εκείνος και περίμενε.

Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Η μορφή τον ζύγωσε σε απόσταση αναπνοής. Τον περιεργάστηκε ώρα πολλή με τα λαμπερά, μαύρα της μάτια. Ο Πετρής, ακίνητος, την περιεργαζόταν κι αυτός. Ήταν μιας γυναίκας η μορφή, μιας γυναίκας που φορούσε στο σώμα και στο κεφάλι γκρίζα πέπλα. Μέσα από τα πέπλα μπορούσες να ιδείς το γυμνό της σώμα, που ήταν σαν καμωμένο από γυαλί. Όχι όμως το κεφάλι. Δε μπορούσες να ιδείς το κεφάλι. Μόνον τα μάτια.

Και τότε, η γυναίκα μίλησε στον Πετρή. Η φωνή της ήχησε σα να ’ταν αιώνες από την τελευταία φορά που μίλησε. Ως την άκουσε ο Πετρής, ανατρίχιασε· κάγκελο σηκώθηκαν όλες οι τρίχες του κορμιού του.
«Πρέπει να σου πω μια ιστορία», είπε εκείνη. – «Γιατί σ’ εμέν…», έκανε να πει ο Πετρής, μα η γυναίκα τον σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού.

«Άκουσέ με, χωρίς να μιλείς. Θα καταλάβεις πότε πρέπει να ρωτήσεις», του είπε. Κι άρχισε την ιστορία της:
«Πετρή Λυκόγιαννε, γυιε του καπετάν – Γιάννη, πριν λίγο καιρό, μια μέρα με αγέρα μανιασμένο, ένα τραγικό δυστύχημα έγινε σε τούτο το λιμάνι. Ένας από τους μαστόρους των καϊκιών έπεσε από τη σκάλα, καθώς έβαφε το πλαϊνό ενός καινούργιου σκαριού. Δεν ήταν πολύ νέος. Έπεσε με την πλάτη καταγής και σακατεύτηκαν τα μέσα του. Ένα νέο παλληκάρι έτρεξε σε βοήθεια…»

Σταμάτησε απότομα. Ο Πετρής ένιωσε πως έπρεπε κάτι να πει. Ποιος να ’ταν ο μάστορης; Να τα κατάφερε να ζήσει; Δύσκολο… Αυτά γύριζε με τον νου του, όταν κατάφερε να ψελλίσει: «Ο… μάστορης είναι πεθαμένος;» – «Είναι», απάντησε η γυναίκα, «όπως είναι κι εκείνος που έτρεξε να τον βοηθήσει και του καρφώθηκε στο πίσω μέρος της κεφαλής ένα κουπί, που το ’χε πάρει ο δυνατός αγέρας. Μα κατάφερε του Χάρου να ξεφύγει και να τριγυρνά η ψυχή του ανάμεσα στους ζωντανούς. Δε συνειδητοποίησε πως είχε πεθάνει και από το μυαλό του οι θύμησες της ζωής δε σβήσανε. Τον άφησε ο Χάρος να βολοδέρνει, το λοιπόν. Αυτό είναι σάλεμα της Τάξης και πάντα κάποιοι το διορθώνουν. Συμφωνείς, Πετρή Λυκόγιαννε;»

Στ’ αριστερά του Πετρή, εκεί που είναι η πλατεία του λιμανιού, στην αντίθετη από τον Φάρο μεριά, άρχισε φως να λάμπει. Σ’ εκείνη τη μεριά, η νύχτα ζωντάνεψε. Άνθρωποι, φωνές, μαγαζιά ανοιχτά… Και μια φιγούρα, μια γνώριμη στον Πετρή φιγούρα, άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του Σκοταδιού. Βάδιζε, ώσπου στάθηκε στη γραμμή που χώριζε το Φως από το Σκότος. Ξάφνου, με μία κίνηση του χεριού της, η γυναίκα έβαλε φωτιά σ’ αυτήν τη γραμμή. Η φιγούρα που είχε σταματήσει εκεί, κοντοστάθηκε. Ξάνοιγε να δει τί γινόταν στο σκοτάδι. Ήταν αντρική αυτή η φιγούρα, ήταν ο καπετάν – Γιώργης, ο πατέρας του Πετρή!


Ο Πετρής άρχισε να νιώθει κάτι υγρό να κυλά στο σβέρκο του. Κάνει να πιάσει, τί να ιδεί! Αίμα! Κι ένα κομμάτι ξύλο ματωμένο έβγαλε από το κεφάλι του! Θυμήθηκε! Θυμήθηκε την αγωνία όταν είδε τον μαστρο – Γιώργη να πέφτει από το καΐκι! Θυμήθηκε να τρέχει να τον σώσει. Και μετά, σκοτάδι. Η μνήμη του ξύπνησε μόνο σαν άρχισε η σημερινή βόλτα! Με φτερά στα πόδια, έτρεξε στο σπίτι του· δεν ήταν μακριά. Μπήκε μέσα, και είδε τη γριά Φαίδρα να κλαίει πάνω από ένα φέρετρο. Το δικό του φέρετρο! Βγήκε αλαφιασμένος από το σπίτι κι έτρεξε πίσω στο λιμάνι. Η γυναίκα ήταν στο ίδιο σημείο.

 Γύρισε προς τον πατέρα του. Μετά προς τη γυναίκα.

«Είναι ζωντανός, Πετρή Λυκόγιαννε», είπε εκείνη. «Μόνο η άμοιρη μάνα σου χάθηκε σ’ εκείνο το ναυάγιο. Εκείνος σώθηκε, μα είχε χάσει το λογικό του και περιφερόταν κουρελής και ζητιάνος σε μέρη πολλά. Πριν λίγο καιρό το ξαναβρήκε, θυμήθηκε τον γιο του κι έτρεξε στην Κρήτη. Μόλις έφτασε. Σε λίγο θα μπορέσει και να σε ιδεί. Τον βλέπεις; Νιώθει τί γίνεται. Μόνον αυτός απ’ όλους».

Πράγματι, ο γεροκαπετάνιος τα κατάλαβε όλα. Κατάλαβε ότι αυτές οι μορφές είχαν έρθει να πάρουν το παιδί του στον άλλο κόσμο. Και τότε έσυρε φωνή τρανή: «Πάρ’τε εμένα! Πάρ’τε εμένα!» Μα δε γίνηκε έτσι. Ο Πετρής ακολούθησε τις μορφές που διορθώνουν την Τάξη, τις «μαυρονεράιδες» όπως τις λεν, αυτές που βάζουν τη γνώση του Θανάτου στις ψυχές…

Κι από τότε, ο θρύλος το ’χει ότι, σαν κάποιο παιδί πεθαίνει πριν απ’ τους γονιούς, αν περπατήσεις στο λιμάνι την κατάλληλη ώρα, θ’ ακούσεις τον χαροκαμμένο πατέρα, ηχώ στον Χρόνο, να φωνάζει «πάρ’τε εμένα, πάρ’τε εμένα!»

Μόνο που κανείς δεν ξέρει ποια είναι η κατάλληλη ώρα και τον θρύλο αυτόν τον γνωρίζουν λίγοι… Πολύ λίγοι…


Keywords:
Κρήτη, Χανιά, καπετάνιος, νεράιδες

Tags:
Κρήτη, Χανιά, καπετάνιος, νεράιδες, θρύλοι, φόβος, τρόμος, λιμάνι, φάρος, απαγορευμένο

Εικόνα 1: Κωνσταντίνος Βολανάκης-Ρίχνοντας τα Δίχτυα
Εικόνα 2: Κωνσταντίνος Βολανάκης-Πυροφάνι
Εικόνα 3: Φωτογραφία παρμένη από το ιστολόγιο http://faeryfolklorist.blogspot.gr/2017/05/fairy-folklore-of-isle-of-arran.html