του Ιωάννη Μπαχά
Η φωτιά καίει και όταν βρέχει. Δεν σταματάει, ούτε σβήνει. Έφθασα πρώτη. Και μόνη. Δεν είναι τελικά και τόσο καλό να ζεις στην εξοχή. Όταν χρειάζεσαι τους γείτονες δεν είναι κανένας αρκετά κοντά σου για να σε βοηθήσει.
Η Αννούλα στρίγγλιζε στο δωμάτιο της και ο Λάμπρος έλειπε. Οι σκύλοι δεν κάνουν δεύτερες σκέψεις. Τώρα το κατάλαβα. Όρμηξα στις σκάλες. Η φωτιά καψάλιζε τη γούνα μου. Οι πατούσες μου έκαιγαν αφάνταστα. Ανέβηκα τις σκάλες τεντώνοντας τα πόδια μου για να ακουμπήσω σε όσο το δυνατόν λιγότερα σκαλιά. Η μοκέτα ζεματούσε. Το πόμολο ήταν χειρότερο. Σηκώθηκα στα πίσω πόδια και το κατέβασα. Οι κούκλες παίρνουν εύκολα φωτιά. Κρίμα. Μου άρεσαν και μένα. Δάγκασα το γιακά της Αννούλας και άρχισα να τη σέρνω προς τα έξω. Έκλαιγα από τον καπνό αλλά η Αννούλα συνήλθε μόλις βγήκε από το δωμάτιο και τη φύσηξε ο αέρας από την εξώπορτα. Δεν μπόρεσα να την κρατήσω. Δεν γλιτώσαμε την κατρακύλα. Το κεφάλι της προσγειώθηκε στην κοιλιά μου. Χαίρομαι που δεν χτύπησε αλλά τα πλευρά μου θα μου θυμίζουν πάντα εκείνη την τσουλήθρα. Βγήκαμε έξω και ο Λάμπρος έπεσε πάνω μας κλαίγοντας.
«Τι ηρωικό κορίτσι. Κινδύνεψε για να σώσει το σκυλάκι της», είπε η πυροσβέστης και με χάιδεψε.
Τι της λες τώρα!!!