Παρουσίαση του βιβλίου Hoolifan (1)

                                                                Σταμάτης Μαμούτος                                               

Το βιβλίο Hoolifan των Μάρτιν Κινγκ και Μάρτιν Νάιτ, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Απρόβλεπτες Εκδόσεις (μτφ Αχιλλέας Καλαμαράς), αποτελεί ένα αληθινό ευαγγέλιο για τους γηπεδόβιους. Αρκεί οι τελευταίοι να έχουν μια μικρή έστω εξοικείωση με το διάβασμα. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο στο οποίο οι δυο συγγραφείς εξιστορούν τις περιπέτειες που βίωσαν ως hooligans της Τσέλσι, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα τέλη εκείνης του ’90. Στην βρετανική βιβλιογραφία υπάρχει πλέον μια σειρά από τέτοια βιβλία, πράγμα που καταδεικνύει γιατί η λογοτεχνική σκηνή αυτής της χώρας παραμένει στην κορυφή του κόσμου. Μορφές κειμένων που στην χώρα μας θα ήταν αδιανόητες, ή στην καλύτερη περίπτωση αφορούν μικρές εκδόσεις του αναγνωστικού underground, στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία όχι μόνο έχουν χώρο αλλά τείνουν να αποτελέσουν ιδιαίτερο ρεύμα με πολύ ενδιαφέροντα και καλογραμμένα κείμενα.  


Ασφαλώς, στα αγγλόγλωσσα βιβλία οπαδικών αναμνήσεων υπάρχουν και διαφοροποιήσεις. Δεν είναι όλα εξίσου ποιοτικά. Κάποια εξ αυτών δεν αποφεύγουν τον απολογητικό λόγο του μετανοημένου καθωσπρεπισμού. Κάποια άλλα δεν αποφεύγουν πάντοτε την γνωστή συνήθεια των γηπεδόβιων να φωτίζουν σημεία που ευνοούν όσα θέλουν να πουν (σε κάποιες περιπτώσεις υπέρ της ομάδας που εκπροσωπούν και εις βάρος της αλήθειας). Αλλά κι αυτό είναι μέρος του «παιχνιδιού» της οπαδικής ζωής. Όσοι έχουμε προσωπικά βιώματα στο οπαδικό κίνημα μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποια σημεία των αφηγήσεων υπάρχουν κενά που προκαλούν ερωτηματικά. Αλλά κι αυτό μικρή σημασία έχει. Ιδίως αν μιλάμε για βιβλία όπως το Hoolifan, που οι περιγραφές του είναι αρκετά γλαφυρές ώστε να παρουσιάσουν εύκολα στον μέσο αναγνώστη την γενική εικόνα του θρυλικού αγγλικού οπαδικού κινήματος.

Για την ακρίβεια σχεδόν όλο το βιβλίο είναι γραμμένο από τον Μάρτιν Κινγκ ενώ ένα εκτενές κεφάλαιο από τον συνονόματό του Νάιτ. Η γλώσσα των δυο συγγραφέων είναι άμεση, ικανή να κάνει τον αναγνώστη να βιώσει την ένταση των όσων περιγράφουν και να απολαύσει τις γηπεδικές τους περιπέτειες. Αλλά και το ύφος τους είναι στρωτό και διανθισμένο με αστείρευτο βρετανικό μαύρο χιούμορ, πράγμα που κάνει το βιβλίο θελκτικό ακόμα και για τους αναγνώστες που δεν έχουν σχέση με τα οπαδικά δρώμενα.


Οι  δυο συγγραφείς ανατρέχουν με συναρπαστικό τρόπο στην εποχή που ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο γήπεδο ως πιτσιρικάδες μαθητές με τους γονείς τους. Με ρομαντική διάθεση ανασυγκροτούν την εποχή των ‘60’s, λίγο πριν την εμφάνιση του φαινομένου του χουλιγκανισμού. Τα γήπεδα περιγράφονται με ζωντανές λεπτομέρειες ως χώροι λαϊκών προσκυνημάτων, στα οποία τα λαϊκά στρώματα βίωναν κάθε Σάββατο μαζικές γιορτές που συγκέντρωναν παιδιά, γονείς, οικογένειες, μεσήλικες και ηλικιωμένους. Με τον ίδιο εξαιρετικό τρόπο το βιβλίο εισάγει τον αναγνώστη στην εποχή των πρώτων skinheads των τελών της δεκαετίας του ’60 και στην εμφάνιση του φαινομένου του χουλιγκανισμού. Ο Κινγκ συνεχίζει να ανασυγκροτεί όλες τις μεταγενέστερες φάσεις του φαινομένου. Την εποχή που οι χουλιγκάνοι ήταν ακροατές του glam rock στα ‘70’s, την εποχή των χαιτάδων και των εθνικιστών skinheads της δεκαετίας του ’80 και την εποχή των casuals της δεκαετίας του ’90. Ασφαλώς, πέρα από το πολιτισμικό πλαίσιο κάθε εποχής, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι περιγραφές της καυτής δράσης. Οι Κινγκ και Νάιτ περιγράφουν με απολαυστικές λεπτομέρειες τις εμπειρίες τους στην πρώτη γραμμή των hooligans της Τσέλσι. Τριακόσιες σελίδες γεμάτες ντου και ξύλο!


Οι δυο συγγραφείς περιγράφουν το φαινόμενο του χουλιγκανισμού να ξεκινά με τον εξής τρόπο. Αν το ματς ήταν εντός έδρας οι πιτσιρικάδες φανατικοί πήγαιναν στην Σεντ (την εξέδρα των φανατικών) και αναλάμβαναν την ευθύνη να φωνάξουν τα συνθήματα προκειμένου να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα που χρειαζόταν προκειμένου να υποστηριχθεί η ομάδα. Ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φανατικοί προμηθεύονταν εισιτήρια στην κερκίδα Νορθ Σταντ, που φιλοξενούσε τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. Το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα ήταν νέο και οι διοργανωτές δεν είχαν προνοήσει να δίνουν όλα τα εισιτήρια μιας εξέδρας σε φιλοξενούμενους οπαδούς. Για κακή τύχη των φιλοξενουμένων τα εισιτήρια για όλες τις κερκίδες -ανάμεσα σε αυτές και εκείνης που τους φιλοξενούσε- πωλούνταν στα εκδοτήρια. Έτσι, οι hooligans της Τσέλσι υποδύονταν τους οπαδούς της φιλοξενούμενης ομάδας και αγόραζαν εισιτήρια στην κερκίδα τους. Πήγαιναν νωρίς στο γήπεδο, έμπαιναν στην εξέδρα των φιλοξενουμένων χωρίς διακριτικά και περίμεναν την αστυνομία να φέρει τον κύριο όγκο των οπαδών της αντίπαλης ομάδας στο γήπεδο. Όταν αυτό συνέβαινε βρίσκονταν στην ίδια εξέδρα οι «καταδρομείς» της Τσέλσι και οι φιλοξενούμενοι οπαδοί. Και τότε άρχιζε το χάος! Τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο περίπλοκα όταν σκέφτονταν το ίδιο κόλπο και κάποιοι «καταδρομείς» της φιλοξενούμενης ομάδας, με αποτέλεσμα να τρυπώνουν στην Σεντ υποδυόμενοι τους οπαδούς της Τσέλσι. Σε αγώνες ανάμεσα στις Τσέλσι και Γουέστ Χαμ ή Τσέλσι και Μίλγουολ, δεν ήταν ασυνήθιστο να πέφτει ταυτόχρονα ξύλο και στα δυο πέταλα. Κάπου στη δεκαετία του ’80 η βρετανική αστυνομία άρχισε να προλαμβάνει αυτό το φαινόμενο. Έτσι, σταδιακά, τα επεισόδια πήραν την μορφή με την οποία τα γνωρίσαμε και στην Ελλάδα. Δηλαδή, οι συμπλοκές πραγματοποιούνταν στους περιβάλλοντες χώρους του γηπέδου, στους σταθμούς των τραίνων και σε στέκια οπαδών.


Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι η αναφορά του Κινγκ στην στάση της αστυνομίας, σε περιπτώσεις που είχε άνωθεν εντολές να μην εμποδίσει τις συμπλοκές. Αυτό είναι κάτι που θυμάμαι κι εγώ να έχει συμβεί στην Ελλάδα σε περιπτώσεις γηπεδικών αλλά και πολιτικών συμπλοκών. Επίσης, ο Κινγκ περιγράφει πως η Θάτσερ, προκειμένου να καθησυχάσει τους αστούς ψηφοφόρους της και να προβοκάρει το εθνικιστικό κίνημα της Αγγλίας, φυλάκισε επικεφαλής οπαδικών κινήσεων με ψεύτικες κατηγορίες και τους χρέωσε στον εθνικιστικό χώρο. Ο Κινγκ δεν έχει καμία σχέση με κάποιον πολιτικό χώρο και γράφει τα πράγματα όπως τα βίωσε. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, καμία μονοπωλιακή σχέση δεν είχε η εθνικιστική ιδεολογία και οι υποστηρικτές της με όσα τους χρέωσε η Θάτσερ περί χουλιγκανισμού. Οι hooligans ήταν εθνικιστές, αριστεροί, απολίτικοι, κοντολογίς οτιδήποτε. Φυλετικά ήταν ανάμικτοι, λευκοί, μαύροι, μιγάδες, τσιγγάνοι. Έξω από τις θύρες του γηπέδου της Τσέλσι μοίραζαν έντυπα τόσο μέλη του Εθνικού Μετώπου όσο και μέλη κομμουνιστικών οργανώσεων. Ενδεχομένως οι εθνικιστικές ιδέες να απέκτησαν μεγαλύτερη απήχηση στα βρετανικά γήπεδα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στο πρώτο μισό εκείνης του ’80. Πότέ, όμως, δεν απέκτησαν μονοπωλιακή σχέση με τους φανατικούς οπαδούς. Η χρέωση του χουλιγκανισμού αποκλειστικά στους εθνικιστές δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια θατσερική προβοκάτσια που έστειλε άδικα στην φυλακή ανθρώπους, οι οποίοι δικαιώθηκαν στα εφετεία. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό το σύστημα της Θάτσερ είχε περάσει στις μάζες των ψηφοφόρων την εικόνα που ήθελε.


Μέσα από το εν λόγω βιβλίο οι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να μάθουν λίγα πράγματα για τις ζωές και τις οπαδικές πρακτικές των επικεφαλής της εξέδρας της Τσέλσι. Ο Γκρίναγουεϊ ήταν ένας από τους πλέον άρρωστους οπαδούς των μπλε που ταξίδευε παντού, οργάνωνε την εξέδρα, όμως δεν είχε τσακωθεί ποτέ του στο γήπεδο. Θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με την βρετανική εκδοχή του Αττίλιο. Ο Έκλς και ο μονόχειρας Μπαμπς ήταν οι αρχηγοί στις συμπλοκές και τους σχεδιασμούς τους μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αργότερα εμφανίστηκαν νέες θρυλικές μούρες όπως ο Ίκυ Χίκμοτ.


Οι δυο συγγραφείς αναφέρονται και στην σημαντικότερη παθογένεια του οπαδικού κινήματος. Πέρα από τους ιδιόρρυθμους, τους ρομαντικούς και τους συνειδητά δυσπροσάρμοστους στις κοινωνίες των νεωτερικών κρατών, στις οπαδικές ομάδες συγκεντρώνονται και τα κωλόπαιδα. Τα χαμένα κορμιά που, νιώθοντας συμπλεγματικά για την εγγενή τους κατωτερότητα, εκμεταλλεύονται την δύναμη της οπαδικής μαζικότητας προκειμένου να αποδείξουν ότι κάτι αξίζουν με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε διάπραξη αθλιοτήτων. Ο Κινγκ περιγράφει υποτιμητικά τους hooligans που ενώ δεν έχουν το ψυχικό σθένος για να τσακωθούν σώμα με σώμα, επιδίδονται σε καταστροφές περιουσιών και βανδαλισμούς. Ο Ναίτ είναι ακόμη πιο αυστηρός και στηλιτεύει ορθά τα τσογλάνια που καλυπτόμενα από τα οπαδικά σύμβολα μπορεί να «πουλήσουν μαγκιές» σε περαστικούς και εργαζόμενους.


Ο Κινγκ δοκιμάζει να κάνει μια ιεράρχηση των βρετανών hooligans από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και εκείνη του ‘90. Εξηγεί ότι στις απαρχές του χουλιγκανικού φαινομένου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Τζωρτζ Μπεστ είχε δημιουργήσει μια οπαδική συνθήκη παρόμοια με αυτή του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Μάνστεστερ Γιουνάιτεντ σε όποιο εκτός έδρας ματς και αν αγωνιζόταν, ακόμη και με τις ομάδες του Λονδίνου, οι μισοί οπαδοί ήταν δικοί της. Και ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί ντόπιοι που δεν είχαν καμία σχέση με την πόλη του Μάντσεστερ. Επιπλέον οι οπαδοί της Γιουνάιτεντ ήταν ζόρικοι. Ο Κινγκ θυμάται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι οπαδοί της Τσέλσι είχαν να αντιμετωπίσουν τους μαλλιάδες της Γιουνάιτεντ με τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν. Ωστόσο, από το ’68-’69 τα πράγματα άλλαξαν. Οι λονδρέζικες ομάδες μπήκαν δυνατά στην μάχη του χουλιγκανισμού και πήραν τα πρωτεία.


Ο Κινγκ θυμάται ότι όλες σχεδόν οι ομάδες διέθεταν τρελαμένους οπαδούς που ήταν έτοιμοι να παίξουν ξύλο ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο εκείνο που ξεχώρισε ορισμένες ήταν η μαζικότητα των hooligans που διέθεταν και η συνεχής παρουσία τους σε βίαια περιστατικά. Προσπαθώντας να κάνει την άτυπη ιεράρχηση του αγγλικού οπαδικού κινήματος γράφει τα εξής. Αν θα έπρεπε να φτιάξει μια Πρέμιερ Λιγκ των Άγγλων χουλιγκάνων θα συμπεριελάμβανε εκείνους της Τσέλσι, της Γουέστ Χαμ, της Μίλγουολ, της Μάνστεστερ Γιουνάιτεντ, της Λιντς και της Κάρντιφ. Στην δεύτερη κατηγορία κατέταξε τους οπαδούς της Τότεναμ, της Άρσεναλ, της Ντέρμπι Κάουντι, της Νότιγχαμ Φόρεστ, της Μπέρμιγχαμ, της Νιούκαστλ, της Έβερτον, της Γουλβς, της Μάνστεστερ Σίτυ, της Μίντλεσμπρο, της Σάντερλαντ, της Πόρτσμουθ, της Μπρίστολ Ρόβερς και της Στόουκ Σίτυ. Όλες οι υπόλοιπες ομάδες, σύμφωνα με τον Κινγκ, είχαν χούλιγκανς ικανούς να κερδίσουν σκηνικά μόνο σε εντός έδρας αγώνες. Όσον αφορά τα λονδρέζικα οπαδικά δρώμενα γράφει ότι οι οπαδοί της Γουέστ Χαμ είχαν το πάνω χέρι μέχρι το 1992, με εκείνους της Μίλγουολ και της Τσέλσι να ακολουθουν (ενώ οι υπόλοιπες ομάδες της πόλης, όπως η Κρίσταλ Πάλας, η ΚΠΡ κλπ δεν είχαν ποτέ ικανό αριθμό hooligans προκειμένου να συγκρουστούν με εκείνους της Τσέλσι, της Γουέστ Χαμ, της Μίλγουολ, της Άρσεναλ ή της Τότεναμ και τσακώνονταν μόνο με οπαδούς μικρότερων ομάδων). Ωστόσο μετά το '92 τα οπαδικά πρωτεία του Λονδίνου -σύμφωνα με τον Κίνγκ πάντα- πέρασαν στην Τσέλσι.


Ο Κινγκ δεν παραλείπει να περιγράψει και το πώς οργανώθηκε η βρετανική αστυνομία και η πολιτεία προκειμένου να πατάξει το φαινόμενο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά. Η αστυνομία γνώριζε με λεπτομέρειες όλες τις οπαδικές κινήσεις και μπορούσε να ελέγχει την κατάσταση έτσι ώστε κανείς οπαδός να μην είναι σίγουρος αν ο διπλανός του στο γήπεδο ήταν φίλαθλος ή ασφαλίτης σε υπηρεσία. Κλιμάκια της υπηρεσίας πληροφοριών και της αστυνομίας ακολουθούσαν τους οπαδούς των αγγλικών ομάδων και στα ευρωπαϊκά παιχνίδια, υποδεικνύοντας στις αρχές των άλλων χωρών τους Άγγλους οπαδούς και τα «βιογραφικά» τους. Ωστόσο, ο Κινγκ σημειώνει ότι σε αντίθεση με τους ελεγχόμενους από το εξουσιαστικό σύστημα αξιωματικούς της ηγεσίας, οι επιχειρησιακοί και οι χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί ήταν συνήθως έντιμοι. Δεν φόρτωναν κατηγορίες σε λάθος άτομα και δεν ενδιαφέρονταν για την ολική έκλειψη του φαινομένου. Ήθελαν απλώς να έχουν τον έλεγχο και δεν έδειχναν να ενοχλούνται αν έπεφτε και καμιά μπουνιά ανάμεσα στους οπαδούς. Παρενέβαιναν μόνο όταν η κατάσταση αγρίευε και σπάνια φόρτωναν με βαριές κατηγορίες τους συλληφθέντες στη προανάκριση. Αντιθέτως, το οπαδικό κίνημα και οι χουλγκανικές του συνέπειες αποδυναμώθηκαν και, εν τέλει, πέρασαν στο παρελθόν όταν το βρετανικό ποδόσφαιρο εμπορευματοποιήθηκε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, τα εισιτήρια έγιναν πανάκριβα και ονομαστικά, οι εξέδρες γέμισαν με κάμερες και την φύλαξη των χώρων ανέλαβαν ιδιωτικές εταιρίες. Στην ουσία ο Κινγκ περιγράφει πως το κεφάλαιο της παγκοσμιοποίησης αλλοίωσε μια ακόμη λαϊκή δραστηριότητα των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων.


Ως γενεσιουργό αιτία του φαινομένου ο Κινγκ προβάλει, με έναν ειλικρινή και παλιομοδίτικο τρόπο που μάλλον θα ανατρίχιαζε κάθε μεταμοντέρνο υποστηρικτή του φιλελευθερισμού, το ένστικτο της αρρενωπής νιότης. Ο Κινγκ γράφει ότι πολλοί νεαροί άντρες είναι βιολογικά προγραμματισμένοι να απολαμβάνουν τσαμπουκάδες. Ρομαντσάρει, μάλιστα, με την εφηβεία του, υποστηρίζοντας ότι ήταν πιο υγιές και συμβατό με την αντρική φύση το να παίζει μπουνιές με άλλους εφήβους, σε σύγκριση με εκείνους που καταδίκαζαν το φαινόμενο του χουλιγκανισμού και τα βράδια ψώνιζαν αγοράκια για να ικανοποιήσουν τις ιδιαίτερες ορέξεις τους. Αναγνωρίζουμε ότι η βία είναι κάτι που μας ευχαριστεί και βγαίνουμε έξω για να παραδοθούμε σε αυτήν μαζί με άλλους που σκέφτονται όπως εμείς[1], γράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, καταδεικνύοντας τις ρομαντικές καταβολές του εν λόγω φαινομένου.


Η προσέγγιση του Κινγκ, μολονότι χωρά συζήτηση, μας ενδιαφέρει σε ότι έχει να κάνει με την εννοιολόγηση της έννοιας «βία». Μπορεί το φαινόμενο του χουλιγκανισμού να μην έχει πολιτικά ιδεολογική ταυτότητα και να συνεπάγεται αρνητικές και κοινωνικά επικίνδυνες συνέπειες. Εντούτοις, συμπεριφορικά και αισθητικά εκφράζει μια πρωτόγονα ρομαντική βαρβαρότητα. Η ρομαντική αντίληψη της βίας που υιοθετούν οι εκφραστές του εν λόγω φαινομένου, την οποία συμμεριζόμουν ως έφηβος όντας κι εγώ μέρος του, φαντάζομαι ότι εξηγεί τον λόγο για τον οποίο επιλέγω κατά καιρούς μέσα από την αρθρογραφία μου να εστιάζω επιμέρους πτυχές του. Το οπαδικό κίνημα περιλαμβάνει πρακτικές και σύμβολα τα οποία αντλούνται αδιαμεσολάβητα απ’ την δεξαμενή ιδεών της ρομαντικής κοσμοθέασης.

Συμπερασματικά το Hoolifan αποτελεί ένα απολαυστικό ανάγνωσμα για όσους αναγνώστες θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες για το οπαδικό κίνημα της Αγγλίας της περιόδου 1968-98. Για όσους έχουν υπάρξει και οι ίδιοι μέλη οπαδικών κινήσεων το βιβλίο δεν είναι απλά ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Θα γίνει κειμήλιο της βιβλιοθήκης τους.


ΥΓ. Δεν έχω συναντήσει ποτέ οπαδούς της Τσέλσι. Την σεζόν 2007-08 ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε την Τσέλσι στην φάση των 16 του Τσάμπιονς Λιγκ. Ωστόσο, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτε από το παλιό αγγλικό οπαδικό κίνημα. Εγώ, από την άλλη, είχα αραιώσει πριν χρόνια τις παρουσίες μου στο γήπεδο. Πήγαινα μόνο σε λίγα ματς τον χρόνο. Όπως κάνω και σήμερα. Διατηρούσα, πάντως, φιλίες με παιδιά που ήταν ακόμη ενεργά και μάθαινα όσα συνέβαιναν στα οπαδικά δρώμενα. Έτσι, ένας φίλος με ενημέρωσε ότι την ημέρα που ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε την Τσέλσι στο στάδιο Καραϊσκάκη και η σκωτσέζικη Γκλάσκοου Ρέιντζερς αγωνιζόταν εναντίον του Παναθηναϊκού, κάποιοι Σκωτσέζοι οπαδοί, που είχαν ταξιδέψει στην Αθήνα για να υποστηρίξουν την ομάδα τους, σκέφτηκαν να επισκεφθούν το στάδιο Καραϊσκάκη για να  δουν από κοντά τις εγκαταστάσεις του. Πολύ κακή ιδέα! Ιδίως εφόσον είχαν κάνει το λάθος να προσεγγίσουν τον περιβάλλοντα χώρο του σταδίου, λίγη ώρα πριν αρχίσει ο αγώνας του Ολυμπιακού με την Τσέλσι, φορώντας τις μπλε εμφανίσεις της Ρέιντζερς. Κάποιοι πιτσιρικάδες ολυμπιακοί μπερδεύτηκαν με τις εμφανίσεις και νόμιζαν ότι οι Σκωτσέζοι ήταν οπαδοί της Τσέλσι. Η ιδέα ότι θα χτυπούσαν οπαδούς μιας ομάδας που κάποτε είχε τους πιο φημισμένους χουλιγκάνους της Ευρώπης, έστω και αν το 2008 δεν υπήρχε ούτε ίχνος του παλιού βρετανικού οπαδικού κινήματος, φάνηκε δελεαστική για τους νεαρούς Έλληνες. Με αποτέλεσμα να ξυλοφορτώσουν τους άτυχους Σκωτσέζους.

Στον επαναληπτικό οι Έλληνες εκδρομείς διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε απολύτως κανένα ίχνος από το παλιό οπαδικό κίνημα στο γήπεδο της Τσέλσι. Τα αγγλικά γήπεδα, ανάμεσα σε αυτά και εκείνο της Τσέλσι, είχαν γίνει τόποι διασκέδασης ανάλογοι με τα σινεμά. Και το ποδόσφαιρο ένα ακόμη καταναλωτικό προϊόν για τις αγοραστικές μάζες των αστικοποιημένων και ατομοκεντρικών μαζών της παγκοσμιοποίησης.  

ΥΓ2. Η τελευταία φορά κατά την οποία οι Άγγλοι οπαδοί πραγματοποίησαν εκδρομή στην Ελλάδα που θύμισε κάτι απ’ τα παλιά ήταν στον αγώνα της εθνικής τους εναντίον της δικής μας, τον Ιούνιο του 2001. Ερχόμενοι προς το ΟΑΚΑ οι Άγγλοι οπαδοί δέχτηκαν επίθεση με πέτρες στον συρμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου που τους μετέφερε. Αντιδρώντας όπως τον παλιό καιρό, οι Άγγλοι οπαδοί υπέμειναν την ομοβροντία και μόλις εκείνη ολοκληρώθηκε πέρασαν στην αντεπίθεση. Κράτησαν τις πόρτες των βαγονιών ανοιχτές προκειμένου να ακινητοποιήσουν τον συρμό και ξεχύθηκαν στους δρόμους του Περισσού ζητώντας εκδίκηση. Οι δικοί μας πιτσιρικάδες που είχαν την ιδέα να λιθοβολήσουν τα βαγόνια που μετέφεραν τους Άγγλους οπαδούς το έβαλαν στα πόδια. Στην συνέχεια οι Άγγλοι έκαναν «εκκαθαριστικές» εφόδους στον περιβάλλοντα χώρο του ΟΑΚΑ. Για την ιστορία πήραν και το ματς με 0-2.


                                                                             Συνεχίζεται….



[1] Μάρτιν Ναϊτ, Μάρτιν ΚινγκHoolifan, μτφ. Αχιλλέας Καλαμάρας, Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα, 2017, σελ.283


Σχόλια:.

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

φήμες θέλουν το Σταμάτη να έκανε εξέδρα στη προχθεισνή συναυλία του Γιοκαρίνη στις Τζιτζιφιές

Σάββατο, 19 Ιουνίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης είπε...

Ισχύει!

Σάββατο, 19 Ιουνίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Πότε έγινε η συναυλία;

Κυριακή, 20 Ιουνίου, 2021

 
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Πέμπτη που μας πέρασε.

Κυριακή, 20 Ιουνίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Εχω απορία ποιους θεωρείς τοπ σαν χουλιγκανς στην Ελλάδα, τοπ 5αδα ρε παιδι μου, διαχρονικα.

Για δωσε...

Κυριακή, 20 Ιουνίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Αν εννοείς ως οπαδικούς λαούς η απάντηση είναι εύκολη και την γνωρίζουμε όλοι.

Αν εννοείς ως πρόσωπα το τοπ-5 είναι πολύ λίγο. Μάλλον και το τοπ-50.

Δευτέρα, 21 Ιουνίου, 2021 

Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Πολύ εύστοχη η αναφορά στην "ρομαντική" θεώρηση της βίας. Δεν είναι τυχαίο που στις μέρες μας δημιουργείται ένα πλαίσιο που τείνει να αποκλείσει κάθε επαφή του νέου με την βία ή και γενικότερα με οποία εμπειρία θα μπορούσε να έχει έναν έντονο, φλογερό χαρακτήρα και να οδηγεί σε "κρίσιμες" στιγμές.

Παρασκευή, 25 Ιουνίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανώνυμε -Παρασκευή, 25 Ιουνίου, 2021- ο Ρομαντισμός είναι υπό διωγμό στην μεταμοντέρνα νεωτερικότητα της παγκοσμιοποίησης.

Παρασκευή, 25 Ιουνίου, 2021