του Καρόλου Ντίκενς (μετάφραση Βασίλης Flammentrupp)
Αυτό το διήγημα δημοσιεύτηκε σε μια σειρά ιστοριών (Μάρτιος 1836 – Νοέμβριος 1837) που αργότερα συγκεντρώθηκαν στο πρώτο βιβλίο του συγγραφέα υπό τον γενικό τίτλο The Posthumous Papers of the Pickwick Club (γνωστό και ως The Pickwick Papers) το 1837.
Σε ένα χωριό, χτισμένο πριν πολλά-πολλά χρόνια γύρω από ένα αβαείο, ζούσε ως νεωκόρος και νεκροθάφτης ο Γκάμπριελ Γκραμπ. Δύσθυμος, ξεροκέφαλος και μονίμως μουτρωμένος, συναναστρεφόταν μόνο με τον εαυτό του και με ένα παλιό ψάθινο μπουκάλι που φύλαγε μέσα στη μεγάλη τσέπη του παλτού του.
Κάποια παραμονή Χριστουγέννων, λίγο πριν το δειλινό, έβαλε στον ώμο το φτυάρι, άναψε το λυχνάρι του και κίνησε προς το παλιό νεκροταφείο, καθώς έπρεπε να έχει ολοκληρώσει έναν τάφο ως το ερχόμενο πρωινό, θεωρώντας πως αυτή η εργασία θα απομάκρυνε την κακοκεφιά που ένιωθε.
Δρασκελίζοντας, έφτασε στο σκοτεινό μονοπάτι που οδηγούσε στο νεκροταφείο, ένα όμορφο, ζοφερό και πένθιμο μέρος στο οποίο οι χωρικοί πήγαιναν μόνο με το φως της ημέρας, αλλά την γαλήνη του τόπου την χάλασε ένα μικρό αγόρι που ερχόταν από την άλλη μεριά του μονοπατιού, τραγουδώντας έναν χαρούμενο χριστουγεννιάτικο σκοπό. Ο Γκάμπριελ το περίμενε να φτάσει δίπλα του και το χτύπησε με το λυχνάρι στο κεφάλι πέντε-έξι φορές για να το συνετίσει και να το κάνει να χαμηλώσει τη φωνή του. Αυτό απομακρύνθηκε τρομαγμένο, πιάνοντας το κεφάλι του, κι ο νεκροθάφτης καγχάζοντας μπήκε στο κοιμητήριο κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.
«Μεγάλα παλάτια θέλουν οι πολλοί
Μα στο τέλος παίρνουν δύο μέτρα κρύα γη»
«Χο! Χο! Χο!» ξεκαρδίστηκε καθώς κάθισε σε μια πεσμένη ταφόπλακα, το αγαπημένο του σημείο ξεκούρασης, κι έβγαλε το ψάθινο μπουκάλι. «Ένα φέρετρο για τα Χριστούγεννα! Ένα χριστουγεννιάτικο κουτί-δώρο! Χο! Χο! Χο!»
«Χο! Χο! Χο!», επανέλαβε μια φωνή σχεδόν δίπλα του.
«Όχι, δεν ήταν», αποκρίθηκε μια βαθιά φωνή.
Ο Γκάμπριελ πετάχτηκε όρθιος με τρόμο καθώς τα μάτια του συναντήθηκαν με μια μορφή που έκανε το αίμα του να παγώσει. Καθισμένο σε μια όρθια ταφόπλακα αντίκρυ του βρισκόταν ένα παράξενο υπερκόσμιο πλάσμα με έναν μορφασμό που μόνο ένας καλικάντζαρος θα μπορούσε να έχει.
«Τι κάνεις εδώ την παραμονή των Χριστουγέννων;», τον ρώτησε αυστηρά.
«Ήρθα να σκάψω έναν τάφο, κύριε», τραύλισε ο νεκροθάφτης.
«Ποιος άνθρωπος περιφέρεται ανάμεσα σε τάφους μια τέτοια νύχτα;», ούρλιαξε ο καλικάντζαρος.
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!», αποκρίθηκε μια άγρια χορωδία φωνών που φαινόταν πως γέμιζαν όλο τον χώρο.
«Τι έχεις μέσα στο μπουκάλι;», ρώτησε πάλι ο καλικάντζαρος.
«Τζιν, κύριε», απάντησε ο νεωκόρος τρέμοντας περισσότερο από ποτέ, καθώς το είχε αγοράσει από λαθρέμπορους και ίσως ο ανακριτής του να ανήκε στην εφορία.
«Ποιος πίνει μόνος του τζιν σε ένα νεκροταφείο μια νύχτα σαν αυτή;»
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!», κραύγασε η άγρια χορωδία ξανά.
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!», απάντησε η αόρατη χορωδία.
«Λοιπόν Γκάμπριελ, τι έχεις να πεις για αυτό;», είπε ο καλικάντζαρος με σαρδόνιο χαμόγελο.
Ο νεωκόρος έχασε την ανάσα του.
«Τι έχεις να πεις για αυτό Γκάμπριελ;»
«Είναι- είναι πολύ παράξενο κύριε, πολύ περίεργο και πολύ όμορφο», αποκρίθηκε αυτός γεμάτος τρόμο. «Μα θα ήθελα να γυρίσω στην εργασία μου, κύριε, αν δεν σας πειράζει».
«Εργασία!», είπε ο καλικάντζαρος, «ποια εργασία;».
«Στον τάφο, κύριε».
«Ω! ο τάφος. Ποιος σκάβει τάφους την ώρα που οι άλλοι άνθρωποι διασκεδάζουν, και αντλεί ευχαρίστηση από αυτό;».
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!», απάντησε η άγρια χορωδία πάλι.
«Φοβάμαι πως οι φίλοι μου σε θέλουν, Γκάμπριελ», είπε ο καλικάντζαρος.
«Αδύνατον, κύριε», αποκρίθηκε κατατρομαγμένος ο νεωκόρος, «Δεν με γνωρίζουν, δεν με έχουν συναντήσει ποτέ».
«Ω ναι! Σε γνωρίζουν. Ξέρουμε τον άνδρα με την καρδιά γεμάτη φθόνο και κακεντρέχεια που χτύπησε το μικρό αγόρι διότι αυτό ήταν χαρούμενο ενώ εκείνος όχι», αποκρίθηκε ο καλικάντζαρος βγάζοντας ένα οξύ διαπεραστικό γέλιο που η ηχώ το πολλαπλασίασε.
«Φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσω, κύριε», είπε ο Γκάμπριελ κάνοντας μια προσπάθεια να κινηθεί.
«Να μας αφήσεις;», είπε ο καλικάντζαρος, «Χο! Χο! Χο!»
Γελώντας, όρμησε προς το νεκροθάφτη, έβαλε το χέρι στο κολάρο του και βυθίστηκαν μαζί μέσα στη γη. Ο Γκάμπριελ μόλις συνήλθε από το ξάφνιασμα, κατάλαβε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο σπήλαιο, περικυκλωμένος από άθλιους, κακάσχημους καλικάντζαρους.
Ξάφνου, ένα σύννεφο ξεδιπλώθηκε αποκαλύπτοντας ένα μικρό, λιτό και τακτοποιημένο διαμέρισμα. Μικρά παιδιά ήταν μαζεμένα γύρω από το τζάκι και παίζανε με τη μητέρα τους. Ένα λιτοδίαιτο γεύμα βρισκόταν στο τραπέζι και μια πολυθρόνα ήταν κοντά στη φωτιά. Λίγα λεπτά μετά, μπήκε μέσα ο πατέρας και τα παιδιά έτρεξαν πάνω του. Αυτός κάθισε στο τραπέζι, δίπλα του έκατσε η μητέρα και όλοι φαίνονταν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
«Τι λες για αυτό;», ρώτησε ο καλικάντζαρος.
Ο Γκάμπριελ μουρμούρησε κάτι σαν «πολύ όμορφο».
«Δείξτε του περισσότερα», είπε ο καλικάντζαρος.
Το σύννεφο αναδιπλωνόταν και ξεδιπλωνόταν δίνοντας πολλά μαθήματα στο νεκροθάφτη. Είδε πώς έβγαζαν το ψωμί τους άνθρωποι σκληρά εργαζόμενοι, που παρόλα αυτά ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, κι έφτασε στο συμπέρασμα πως αυτός ο κόσμος άξιζε σεβασμού. Στην τελευταία εικόνα ένιωσε τα μάτια του να κλείνουν σε έναν γλυκό ύπνο. Ένας προς ένας οι καλικάντζαροι χάνονταν και μόλις χάθηκε και ο τελευταίος ο Γκάμπριελ αποκοιμήθηκε.
Ήταν ένας αλλαγμένος άνθρωπος. Είχε πάρει μαθήματα ευγένειας και καλοσύνης μέσα από την παράξενη περιπέτεια στη σπηλιά του καλικάντζαρου.