Η Αθηναϊκή Αποκριά

                                                             του Γιάννη Καιροφύλλα

Ο ιστορικός Δημ. Γατόπουλος στο βιβλίο του «Η ιστορία της Αθηναϊκής κοινωνίας» γράφει, ότι τα τοπικά εορταστικά έθιμα της Αθήνας, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, διατηρήθηκαν και τροποποιήθηκαν κατά τα χρόνια της Οθωνικής βασιλείας, οπότε και άρχισε, σιγά-σιγά η εισαγωγή και συνανάμιξη των διαφόρων ευρωπαϊκών εθίμων με τα τοπικά έθιμα. […] στα πρώτα χρόνια του Όθωνα, διασκέδαζαν με τις πατροπαράδοτες συνήθειές τους, δηλαδή τις πρόχειρες μεταμφιέσεις αντρών και γυναικών, τις εύθυμες επισκέψεις στα φιλικά σπίτια και τις οικογενειακές χορευτικές συγκεντρώσεις.


Το πανηγύρι της Αποκριάς το ζούσε όλο και πιο έντονα, όσο περνούσαν τα χρόνια, η συνοικία της λάκας που ήταν και η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή, αφού η πόλη ανοικοδομήθηκε γύρω και κάτω απ την Ακρόπολη. Εκεί οι Αθηναίοι, άλλοι μασκαρεμένοι και άλλοι όχι, γύριζαν στους δρόμους και πετούσαν στα παράθυρα και στους εξώστες που ήταν γεμάτοι θηλυκόκοσμο, φασόλια, ρύζι, καλαμπόκι, κουκιά κι άλλα όσπρια, όπως όριζε το έθιμο.


Εκείνα τα χρόνια δεν είχαν καθιερωθεί ακόμη ο χαρτοπόλεμος και οι πολύχρωμες κορδέλες, οι «σερπαντίνες». Τα έθιμα της Αποκριάς ήταν διαφορετικά και οι μασκαράδες συνήθιζαν να πετάνε στα παιδιά, που παρακολουθούσαν την παρέλαση των μεταμφιεσμένων τις Κυριακές, ζαχαρωτά γεμάτα πιπέρι για να τα τρώνε, να καίγονται και με τους μορφασμούς τους να προκαλούν περισσότερη ευθυμία και περισσότερα γέλια. Ο Μπάμπης Άννινος στο βιβλίο του «Αι Αθήναι του 1850» […] σημειώνει ότι η αριστοκρατία στην Αθήνα είχε τις «εσπερίδες» της ιδίως στους ακμάζοντας ακόμη Φαναριώτικους οίκους, όπου επικρατούσε η πατροπαράδοτη ευγένεια […]

Έτσι κύλησαν πολλές δεκαετίες και η Αποκριά γιορταζόταν στην Αθήνα χωρίς καμιά ιδιαίτερη οργάνωση, αλλά με χορούς και παρελάσεις που στην περίοδο της Μπελ Επόκ έγιναν πιο συστηματικές. Αναφέρεται, μάλιστα, από πολλούς ιστορικούς, ότι οι Απόκριες της Παλιάς Αθήνας, αν εξαιρέσουμε τις Απόκριες του 1887, οι οποίες εγκαινιάζουν μια νέα αποκριάτικη περίοδο, μοιάζουν μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερό.

Σε περιγραφή του ιστορικού Α. Φούφα για την Αποκριά του 1886 δίδεται μια ζωντανή εικόνα των δρόμων στους οποίους οι Αθηναίοι γλέντησαν με τις ομπρέλες στο χέρι, γιατί τις δυο τελευταίες Κυριακές «ο καιρός συνώμοσεν ο άθλιος εναντίον της αποκριάτικης  ευθυμίας». […]

Η οδός Σταδίου, από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα, κατακλύζεται από μασκαράδες εκείνη την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του 1886. Οι πεζοί προσωπιδοφόροι παρελαύνουν κρατούντες στα  χέρια τους τις μισοξεσκισμένες ομπρέλες τους και πάνω σε άμαξες θεάθηκαν πάλι τα στερεότυπα ντόμινα, οι τεράστιες κεφαλές από χαρτόνι και οι άλλες αποκριάτικες μεταμφιέσεις. Στην πλατεία Συντάγματος –κατά την περιγραφή πάντα του Φούφα- κόσμος πολύς συγκεντρωμένος περί την εξέδρα της μουσικής ακούει με πολλή προσοχή έναν ρήτορα. Δεν πρόκειται για υπαίθριο ρήτορα αλλά για αποκριάτικο ποιητή, που τσιμπολογάει πενταροδεκάρες απαγγέλλοντας έξυπνους στίχους και σκαρώνοντας εύστοχες ομοιοκαταληξίες. […]

Μέσα στο πλήθος των προσωπιδοφόρων εμφανιζόταν και η πατριωτική αλληγορία. Ένα δίτροχο στολισμένο με εικόνες, που παρίσταναν τον Μάρκο Μπότσαρη και τομ Αρκάδιο. Αρειμάνιος φουστανελλοφόρος, υποδυόμενος το πρόσωπο του Γέρο Δήμου, απήγγειλε πατριωτικό ποίημα, υπενθυμίζοντας στα πλήθη το προς την πατρίδα καθήκον τους. […]

Η έφιππη χωροφυλακή για να τηρήσει την τάξη παρήλαυνε κι αυτή δια της οδού Σταδίου συναγελαζόμενη, όπως λέει ο Α. Φούφας, μετά μασκαράδων, γεγονός που προκάλεσε την επομένη άγρια επίθεση του αντιπολιτευόμενου τύπου.[…]


Άλλες αποκριάτικες συνήθειες είχαν αρχίσει να επικρατούν από τότε και τα ρόπαλα ή το γαϊτανάκι διασκέδαζαν τους Αθηναίους και τις Αθηναίες, ενώ η γκαμήλα, που χαρακτηριζόταν ως το «αίσχος του πολιτισμού», συγκέντρωνε πλήθη θεατών, έχουσα ως τιμητική συνοδεία τα σμήνη των ενθουσιώντων γαβριάδων, που ανιδιοτελώς ανελάμβαναν να προαναγγείλουν την εμφάνισή της στις συνοικίες της Αθήνας […]

Ο καμηλιέρης ήταν ο πιο δημοφιλής τύπος της Αποκριάς στους κύκλους των γαβριάδων, διότι τους έδινε την ευκαιρία να ασκήσουν το φωνητικό τους ταλέντο και να εκδηλώσουν όλες τις αρετές τους. Άλλωστε και η γκαμήλα ενέπνεε κάποιον μυστηριώδη και αόριστο φόβο και στο ανοιγόκλεισμα του τερατώδους στόματός της ανατρίχιαζαν κι αυτοί ακόμη οι ψυχραιμότεροι των ρακένδυτων θαυμαστών της.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο για την γκαμήλα αναφέρει ο συγγραφέας Κώστας Δημητριάδης στο βιβλίο του «Σαν Αθήνα την Παλιά», όπου γράφει για κάποιον διάσημο Πετραλωνίτη, τον Βαγγελάρα, που υπήρξε θεατρώνης παντομίμας και ηθοποιός και του οποίοι η πιο μεγάλη δημιουργία ήταν η αποκριάτικη γκαμήλα της Αθήνας. Την έφτιαξε σε μια μάντρα της γειτονιάς, με λίγα σανίδια, λίγα κουρέλια, μια προβιά και μια μασέλα αλόγου. Δεν ήταν εύκολο πράγμα να σκαρώσεις –λέει ο Δημητριάδης- ένα πελώριο τετράποδο και να το κάνεις να περπατά σα ζωντανό, να χορεύει, να κάθεται, να δαγκάνει, ν’ αρπάει πορτοκάλι, κουλούρι..καπέλο!

Ένα μήνα ολόκληρο ο δαιμόνιος Βαγγελάρας παιδευόταν να δασκαλεύει τα τσιράκια του –που θάμπαιναν κάτω απ’ την γκαμήλα και θα τη ζωντάνευαν- πώς να κάνουν τα τσαλίμια της. Και η επιτυχία του εκείνη πέρασε στην ιστορία της Παλιάς Αθήνας. Κάποτε ο φουκαράς ο Βαγγελάρας πέθανε πάνω στα καρναβάλια. Τον είχε φάει το «ποτήρι» και όλη η γειτονιά τον έκλαψε. […]


Το 1887 ιδρύεται το πρώτοι Αποκριάτικο Κομιτάτο στην Αθήνα. Σκοπός του να δώσει ένα ευρωπαϊκό χρώμα στην αποκριά […] Στα μέσα Ιανουαρίου του 1887 στο Δημαρχείο της Αθήνας συγκεντρώθηκαν λόγιοι και δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αντιπρόσωποι σωματείων, βιομήχανοι και άλλοι Αθηναίοι για να θέσουν τις βάσεις του πρώτου Αποκριάτικου Κομιτάτου, κατά μίμηση των Κομιτάτων της Ευρώπης. […]

Καθορίστηκαν αμοιβές και βραβεία για τις πιο επιτυχημένες μεταμφιέσεις και αλληγορικές παραστάσεις, τις οποίες θα εμφάνιζαν τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς και εξέλεξαν επιτροπή Ελλανοδικών, σύμφωνα προς την κρίση της οποίας θα γινόταν η απονομή των βραβείων. […]

Φαίνεται ότι η άμιλλα είχε θαυματουργήσει και οι Αθηναίοι με τις Αθηναίες είδαν ό,τι δεν είχαν δει μέχρι εκείνη την ημέρα. Στους δρόμους, τις πλατείες, τα παράθυρα, τους εξώστες των ξενοδοχείων στριμώχτηκαν χιλιάδες άτομα για να δουν τα «καινοφανή θεάματα». Γι’ αυτό και χρειάστηκε το «Κομιτάτο» να εργαστεί με ζήλο και να ρυθμίσει όσο γίνεται καλύτερα την κάθε λεπτομέρεια.[…]

Λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε η παρέλαση στους αθηναϊκούς δρόμους πεζών εποχούμενων, έφιππων μεταμφιεσμένων και μη. Ο συνωστισμός και η κίνηση μεγάλωνε όσο προχωρούσε κανείς στο επί της οδού Ερμού ξενοδοχείο της «Γενεύης», όπου είχε στήσει το Κομιτάτο την έδρα του […]


Στην αποκριάτικη παρέλαση έδωσαν το χέρι η κλασική αρχαιότητα και οι νεότεροι χρόνοι, η σάτιρα και το ειδύλλιο, η ελαφρά ποίηση και η τραγωδία, ο πατριωτισμός και η διακωμώδηση ιερών και οσίων, το προπατορικό αμάρτημα και η νίκη των Ιταλών στο Ρας-Αλούλα, ο κήπος του Παραδείσου και ο  θρίαμβος των Αβησσυνών, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης, ο Προμηθεύς και ο Αισχύλος, οι νεκροί και οι ζώντες, οι αρχάγγελοι και οι δαίμονες, οι σκελετοί και τα πτώματα. […]

Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο άρμα του Ιταλού Ρόσι που παρίστανε την πρόοδο του πολιτισμού επί της γης. Το δεύτερο βραβείο πήρε η συμβολική παράσταση του «Αποκλεισμού» με πλοία που ήταν..φορτωμένα πάνω σε γαϊδούρια. Το τρίτο βραβείο κέρδισε η αλληγορική απεικόνιση της Ελλάδας με σκελετούς. Μεγάλη επιτυχία είχε και η πομπή των μεταμφιεσμένων που απεικόνιζαν τον χωριάτικο γάμο. […]

Εκείνο επίσης που έκανε εντύπωση ήταν τα μακάβρια θέματα που οφείλονταν στη ζοφερή φαντασία εκείνων που παρίσταναν κηδείες, πτώματα, ψυχορραγούντες, αγγέλους και δαίμονες μουντζουρωμένους και με κέρατα βοδιού, διαφιλονικούντας την ψυχήν του μακαρίτη!

Το γλέντι εκείνης της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς του 1887 συνεχίστηκε μέχρι τις πρωϊνές ώρες. Στις συνοικίες καίγονταν σωροί ρητίνης και η αντανάκλαση των λάμψεων έδινε φαντασμαγορική όψη στην πόλη. Ομάδες μασκαράδων άλλοι με τούμπανα, άλλοι με έγχορδα όργανα και άλλοι με κλαρίνα διέσχιζαν τους δρόμους της Αθήνας «εν αδιαπτώτω ευθυμία μέχρι της ώρας που η ροδοδάκτυλη Ηώς εχρύσωσε το κλεινόν Άστυ με το πρωϊνόν της φέγγος..»


Γιάννης Καιροφύλλας, Η Αθηναϊκή Αποκριά, Φιλιππότης, Αθήνα,1990, σελίδες 16 έως 29.

                                      
                                                   Σχόλιο Συντακτικής Ομάδας

Διδακτικό, ψυχαγωγικό, νοσταλγικά όμορφο όπως οι καλές αναπολήσεις, το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του αθηναιογράφου Γιάννη Καιροφύλλα, προσφέρεται για πλούσιο σχολιασμό. Δεν θα προβούμε, όμως, σε αυτόν, για να μην χάσουμε την συναισθηματική μαγεία της ατμόσφαιράς του. Θα αρκεστούμε μόνο να σημειώσουμε την μεγάλη διαφορά στην ένταση της λαϊκής ζωτικότητας που καταγράφεται από τα χρόνια «της παλιάς Αθήνας», σε εκείνα της μεταμοντέρνας πρωτεύουσας των καιρών μας.

Λαός χωρίς ορμή προϋποθέτει ένα έθνος χωρίς μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι, με κάποιον τρόπο, οι μικροί πυρήνες που εργαζόμαστε για το καλό αυτού του τόπου, θα καταφέρουμε να αναστρέψουμε τη δυσοίωνη τούτη προοπτική. Ασφαλώς, στη φαρέτρα μας θα υπάρχουν, διαθέσιμα ως πολιτιστικά βέλη, τα έθιμα των λαϊκών μας παραδόσεων, καθώς επίσης και όλες οι μορφές πολιτισμού που διαλέγονται με την βαθύτερη ουσία της ψυχής του ελληνικού έθνους. 

Εικόνα 2: Φωτογραφικό τεκμήριο δημοσιευμένο στο περιοδικό «ΕΛΛΑΣ» όπου απεικονίζεται το έθιμο της Γκαμήλας σε γειτονιά των Αθηνών το 1908.
Εικόνα 3: Καρναβάλι στην Ομόνοια δεκαετία του 1930.
Εικόνα 4: Καρναβαλιστές στην Πλάκα, στα μέσα 20ου αιώνα.
Εικόνα 5: Η γνωστή αποκριάτικη σάτιρα του Π. Θεοδοσίου που παρουσίαζε το Πανεπιστήμιο ως φούρνο και τους φοιτητές από τη μία να μπαίνουν τούβλα και από την άλλη να βγαίνουν κούτσουρα. Ο Θεοδοσίου υπήρξε κεντρική φιγούρα των αθηναϊκών, λαϊκών, αποκριάτικων εορτασμών στις αρχές του 20ου αιώνα. Έζησε στα Πετράλωνα και εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Μικρός Ρωμηός». Η Το εν λόγω έντυπο αναβίωσε υπό νέα διεύθυνση πριν λίγα χρόνια. Δείτε εδώ την ηλεκτρονική του εκδοχή  mikros-romios.gr