Joe Haldeman: The Forever War

                                                               του Flammentrupp

To «The Forever War» είναι ένα μυθιστόρημα στρατιωτικής επιστημονικής φαντασίας (military science fiction) γραμμένο από τον Joe Haldeman, που εκδόθηκε το 1974.

Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1943 στην Οκλαχόμα των Η.Π.Α και πήρε πτυχίο Φυσικής και Αστρονομίας από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ το 1967. Στη συνέχεια υπηρέτησε για δύο χρόνια στον αμερικανικό στρατό ως μηχανικός στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου τραυματίστηκε εν ώρα μάχης κι έλαβε για τις υπηρεσίες του το μετάλλιο της Πορφυρής Καρδιάς. Οι εμπειρίες του εκεί μεταφέρθηκαν στο χαρτί, τόσο στο παρόν μυθιστόρημα όσο και σε άλλα.  Το 1975, έλαβε πτυχίο Δημιουργικής Γραφής από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα.



To «The Forever War», εξιστορεί τις περιπέτειες του William Mandella, νεαρού πτυχιούχου φυσικού που, όπως και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές του άνδρες και γυναίκες, έχει επιλεγεί από τα Ηνωμένα Έθνη λόγω του υψηλού του δείκτη νοημοσύνης, της εκπαίδευσης, της υγείας και της φυσικής κατάστασης που τον χαρακτηρίζουν, προκειμένου να επανδρώσει το Εξερευνητικό Σώμα, μια ελίτ μαχητών οι οποίοι καλούνται να πολεμήσουν τους Taurans, εξωγήινους εχθρούς της Γης. Το σημείο-κλειδί του έργου είναι η χρήση της τεχνολογίας ταχύτητας-μεγαλύτερης-του-φωτός, σε συνδυασμό με το πεδίο γύρω από τα collapsars (καταρρέοντες αστέρες). Το πεδίο δίνει τη δυνατότητα στο διαστημόπλοιο που πλησιάζει με τούτη την ταχύτητα τον αστέρα, να εκσφενδονιστεί προς ένα άλλο σημείο του γαλαξία (ή έναν άλλο ίδιο αστέρα, για να φτάσει ακόμα μακρύτερα) σε μηδενικό χρόνο. Έτσι, η Ανθρωπότητα είναι έτοιμη να απλωθεί στο Σύμπαν. Όμως, βάσει της θεωρίας της σχετικότητας, ο χρόνος για εκείνον που ταξιδεύει κοντά στην ταχύτητα του φωτός, περνάει πολύ πιο αργά από τον άλλο που παραμένει στη Γη. Για τους πολεμιστές του διαστήματος, ένα χρονικό διάστημα ημερών ή μηνών ισοδυναμεί με δεκαετίες για τους πολίτες του μητρικού πλανήτη. Για τον πρωταγωνιστή μας, από την ώρα της στρατολόγησης ως την ώρα της λήξης του πολέμου και της απόλυσης από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, έχουν περάσει περίπου 2.000 χρόνια (εξ ου και Αιώνιος Πόλεμος). 

Ο Joe Haldeman πέρα από τη βάση που δίνει στην εκπαίδευση και την εμπλοκή με τον εχθρό (κοινός τόπος για το είδος της military SF), κάνει ιδιαίτερη μνεία στις αλλαγές που συμβαίνουν στην ανθρώπινη κοινωνία με την πάροδο των αιώνων. Αλλαγές τρομακτικές, που δίνουν στην αφήγηση διαστάσεις δυστοπικού μυθιστορήματος. Στην πρώτη κιόλας επιστροφή του στη Γη, όπου συνοδεύεται από το απολυτήριο του στρατού (έχει κάνει την υποχρεωτική του θητεία και μόνο αν θέλει ο ίδιος επιστρέφει), ο πρωταγωνιστής βρίσκει έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό. Ο υπερπληθυσμός έχει φέρει την κατάρρευση των περισσότερων κοινωνιών, οι οποίες έχουν οδηγηθεί ακόμη και μέσω εμφυλίων, σε επιβολή στρατιωτικού νόμου, απόκτηση τροφίμων με δελτίο, έκρηξη εγκληματικότητας, ενώ η λύση που προκρίνουν οι κυβερνήσεις των κρατών για την εξάλειψη του υπερπληθυσμού είναι η …ομοφυλοφιλία! 

Αυτό το σημείο το βρίσκω μάλλον προφητικό, καθώς, ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει αυτήν την κατάσταση το έτος 2024. Πολύ κοντά σε εμάς και με πολλές ενδείξεις για το που μας οδηγεί σήμερα η φιλελεύθερη νεωτερικότητα. Δυστυχώς, δεν στάθηκε προφητικός ο λόγος του συγγραφέα στην κατάκτηση του διαστήματος. Παρουσιάζει την ανακάλυψη των κινητήρων γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ενώ το ταξίδι του πρωταγωνιστή για την πρώτη του εμπλοκή με τους Taurans ξεκινά το 1997. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, πως το έργο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν το πεπρωμένο της Ανθρωπότητας ήταν ακόμη τα αστέρια και όχι η ικανοποίηση του Εγώ.


O Mandella στην πρώτη του, κιόλας, επιστροφή στη Γη (1997-2024) ανακαλύπτει σοκαρισμένος το πόσο μεγάλες είναι μεταβολές στο πεδίο της επικρατούσας κουλτούρας. Ο κόσμος τον οποίο κλήθηκε να υπερασπιστεί, έχει πάψει να υπάρχει. Οι συμπολεμιστές του, αλλά και γενικότερα η Υπηρεσία, είναι το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς γι αυτόν. Ακόμα χειρότερα, οι ίδιοι άνθρωποι που πολέμησαν πλάι-πλάι κι επιβίωσαν, σε επόμενη αποστολή μπορεί να βρίσκονται σε άλλον τόπο και, κυρίως, σε άλλον χρόνο κάνοντας την μοναξιά ακόμα πιο δυσβάσταχτη. Οι αντικαταστάτες τους είναι περσόνες ενός άλλου πολιτισμού. Υπάρχουν αξιωματικοί που πριν τη μάχη προσέχουν το …κραγιόν τους ή δεν είναι καν άνθρωποι αλλά κλώνοι, ενώ με την πάροδο των αιώνων υπάρχει δυσκολία στην επικοινωνία αφού η γλώσσα έχει διαφοροποιηθεί. 



Σημαντικό ρόλο παίζει η ίδια η τεχνολογία, η οποία με την πάροδο των αιώνων κι αυτή αλλάζει. Με κάθε επιστροφή από αποστολή, οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν σε νέα, αποτελεσματικότερα όπλα, αλλά ταυτόχρονα, κι εδώ είναι το θετικό της σημείο, υπάρχουν εξαιρετικές βελτιώσεις στο θέμα της ιατρικής, όπου οι ακρωτηριασμένοι και γενικώς οι βαριά τραυματισμένοι επιστρέφουν στην σωματική τους κατάσταση προ τραυματισμού. Επίσης ο συγγραφέας, αποτυπώνοντας με σαφήνεια τις αντιφιλελεύθερες και παραδοσιοκρατικές του απόψεις για την κοινωνική οργάνωση και την πολιτική κουλτούρα, παρουσιάζει την επιστήμη αυτή ως άλλη Νέμεσις, που έρχεται να επαναφέρει την Ισορροπία θεραπεύοντας την ομοφυλοφιλία.



Το βασικό θέμα του παρόντος διηγήματος, σε αντίθεση με τα περισσότερα πονήματα αυτού του λογοτεχνικού είδους, είναι η αποξένωση από τους οικείους αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό και η μάχη που καλείται να δώσει, πλέον, ο «ξένος» για να ενταχθεί σε ένα σύνολο που πόρρω απέχει από ό,τι γνώριζε ως τώρα. Είναι το ίδιο συναίσθημα που ένιωθαν οι βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ, οι οποίοι επέστρεψαν σε μία χώρα εντελώς διαφορετική. Νεωτερισμοί στις τέχνες, κίνημα των χίπις, σεξουαλική απελευθέρωση και διάφορες άλλες κοινωνικές αλλαγές, δημιούργησαν ένα κοινωνικό σύνολο εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχαν κληθεί να υπερασπιστούν.   

Πάντως το μήνυμα του συγγραφέα είναι σαφώς αντιπολεμικό και έρχονται να το ολοκληρώσουν κάποιες φράσεις λίγο πριν το τέλος : «ο 1143χρονος πόλεμος είχε ξεκινήσει για λάθος λόγους και μόνο διότι οι δύο φυλές δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν. Μόλις μπόρεσαν να μιλήσουν, η πρώτη ερώτηση ήταν “Γιατί το ξεκίνησες;”, και η απάντηση ήταν “Εγώ;”». 

Από την άλλη μεριά, το θετικό στοιχείο που παρουσιάζεται είναι η ικανότητα της Ανθρωπότητας να μεγαλουργήσει όταν εργάζεται ενωμένη κάτω από έναν υψηλό σκοπό. Ο κοινός εχθρός που μπορεί να φέρει αφανισμό, κάνει τις κοινωνίες σιγά-σιγά να σταματήσουν τις διαμάχες και να αναπτυχθούν κυρίως σε επίπεδο επιστήμης, έχοντας τη δυνατότητα να φτιάξουν κάτι νέο και καλύτερο σε άλλους πλανήτες, αλλά και να δημιουργήσουν έναν σχεδόν παράδεισο στη μητέρα Γη. Σαφές και αυτό το μήνυμα του συγγραφέα, αφού όμως κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την έννοια του «κοινού εχθρού».



Το τέλος, είναι συναισθηματικό χωρίς να γίνει μελό, αφήνοντας στον αναγνώστη ένα χαμόγελο αλλά, κυρίως, την ελπίδα ότι στο τέλος θα θριαμβεύσει το θεϊκό στοιχείο του Ανθρώπου έναντι του ζωώδους υλισμού.

To «The Forever War» κέρδισε το Βραβείο Nebula το 1975 και τα Βραβεία Hugo και Locus το 1976. Έγινε comic το 1988 με εικονογράφηση του Βέλγου καλλιτέχνη Mark van Oppen (γνωστού ως Marvano), ενώ από το 2015 η εταιρεία Warner Bros κατέχει τα δικαιώματα για τη δημιουργία κινηματογραφικής ταινίας, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει κάτι γνωστό για την πορεία αυτής της προσπάθειας.

Κατά τη γνώμη μου, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί τη μία από τις τρεις κορυφές του λογοτεχνικού είδους military science fiction, με τα άλλα δύο έργα να είναι το «Starship Troopers» του Robert Heinlein και το «Old Man’s War» του John Scalzi, και σαφώς θα πρέπει να κοσμεί τη βιβλιοθήκη κάθε αναγνώστη της Λογοτεχνίας του Φανταστικού.

Υ.Γ. Το βιβλίο το απέκτησα και το διάβασα στην αγγλική γλώσσα, κάποια χρόνια πριν κυκλοφορήσει στην ελληνική από τις εκδόσεις Anubis. Πιθανόν η απόδοση κάποιων όρων να διαφέρει