του Ιωάννη Μπαχά
Έπρεπε να διαλέξω. Ο ογκολόγος με σύστησε με τον καρκίνο που είχε νοικιάσει διαμέρισμα στο πάγκρεας μου και του έκανε ανακαίνιση. Βεβαίως, εγώ τον είχα καλέσει κολλώντας ενοικιαστήρια σε εκατοντάδες φιάλες αλκοόλ από την εφηβεία μου ακόμη. Όμως ως δαιμόνιος νοικοκύρης του σώματος μου, αποφάσισα να του κάνω έξωση. Οι χρόνιες μελέτες μου στο Μεταφυσικό και τις Απόκρυφες Τέχνες, με έφεραν σε επαφή με την δυσώδη φυλή των απέθαντων αιμοποτών που κυκλοφορούσε στις αντικοινωνικές σέκτες της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Προσελήφθηκα ως σεφ στη Λέσχη Αθηνών στην Πανεπιστημίου.
Ετοίμαζα τα λουκούλεια γεύματα που όμως κανένα μέλος δεν άγγιζε ποτέ αλλά προσφέρονταν πάνω στους κατάφορτους μπουφέδες σε εκείνους τους υπέροχους νέους και στα θεσπέσια κορίτσια που «σερβίρονταν» με τη σειρά τους στα μέλη για να γευτούν τους χυμούς τους. Ζήτησα, μάλλον απαίτησα, με θράσος αλλά και ειλικρίνεια να υπηρετήσω ισοβίως ως σεφ της Λέσχης. Ένας αιωνίως μεσήλικας πολιτικός της κυβέρνησης μου «υπέγραψε» τη σύμβαση βυθίζοντας τα δόντια του στο λαιμό μου.
Την επόμενη μέρα δεν συμμετείχε στο υπουργικό συμβούλιο από το απίστευτο χανγκόβερ που του χάρισε το αλκοολούχο αίμα μου. Σίγουρα θα μετάνοιωσε για τη μεγαλοψυχία του. Του είμαι αιωνίως ευγνώμων.