O Ιούλιος Βερν και η Κρυονική

                                                            του Παύλου Γκάσταρη

O Ιούλιος Βερν (Jules Verne, 1828 – 1905) αναγνωρίζεται από πολλούς ως ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας. Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που αμφισβητούν την πατρότητα αυτή και την αποδίδουν είτε τον Ηerbert George Wells (1866-1946) είτε άλλους προγενέστερους συγγραφείς.  Ο οραματιστής Βερν διακρίνεται για την ακρίβεια των επιστημονικών στοιχείων που αποτυπώνονται στο έργο του καθώς και την αξιοθαύμαστη διαίσθηση που διέθετε για τις προόδους της τεχνολογίας που επιτεύχθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα.

Ο Βερν ως συγγραφέας είχε λάβει υπόψη σε μεγάλο βαθμό από τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής του μιας και έζησε σε μια περίοδο που οι ανακαλύψεις και οι εφευρέσεις πλήθαιναν συνεχώς. Η ατμομηχανή, ο τηλεγράφος, οι επικοινωνίες, το άνοιγμα του καναλιού του Σουέζ, ο πρώτος διηπειρωτικός σιδηρόδρομος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος στην Ασία κ.λπ. μεταμόρφωσαν τον κόσμο και μείωσαν τις αποστάσεις μεταξύ των ηπείρων. Όλα αυτά είχαν άμεσο αντίκτυπο στο λογοτεχνικό του έργο. Όπως έγραψε ο σπουδαίος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Άρθουρ Κλαρκ στην εισαγωγή του μυθιστορήματος του Βερν «Από τη Γη στη Σελήνη»: «Δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να υπάρξει άλλος Ιούλιος Βερν, καθώς γεννήθηκε μια ανεπανάληπτη στιγμή της ιστορίας. Μεγάλωσε τα χρόνια που η ατμομηχανή άλλαζε τον υλικό κόσμο και οι επιστημονικές ανακαλύψεις τον πνευματικό. Ήταν ο πρώτος συγγραφέας που δέχτηκε αυτές τις αλλαγές με ανοιχτές αγκάλες και υποστήριξε ότι η επιστημονική έρευνα θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια. Και γι’ αυτό θα είναι πάντα επίκαιρη…».

Από το σχόλιο αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Βερν δεν ήταν κάποιος υλιστής που γοητευόταν απ’ τα αμιγώς τεχνικά γνωρίσματα των επιστημονικών εφευρέσεων. Αντιθέτως ήταν ένας πρωτοπόρος ρομαντικός, που συγκέρασε το ενδιαφέρον για τις τεχνολογικές εξελίξεις με την ιδεαλιστική υπερβατολογική φαντασία της ρομαντικής λογτεχνίας του φανταστικού. Διαβάζοντας κανείς την πρώιμη γοτθική νουβέλα του Βερν, που φέρει τον τίτλο Ο μαστρο-Ζαχαρίας, μπορεί να αντιληφθεί τις ρομαντικές του καταβολές.  

Ο Ιούλιος Βερν υπήρξε ένας πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε για ταξίδια στο ηλιακό μας σύστημα (Από τη Γη στη Σελήνη, 1865, Γύρω από τη Σελήνη,1870, Ταξίδι σε κομήτη, 1887,  Άνω Κάτω 1889, Το κυνήγι του μετεώρου, 1901), για διαπλανητικά ταξίδια (Εκτόρ Σερβαντάκ, 1877), για τα αερόπλοια (Ροβήρος  ο Κατακτητής, 1886) , για ένα όχημα που μπορούσε να μετατραπεί σε αυτοκίνητο, πλοίο, υποβρύχιο, αεροπλάνο και ελικόπτερο (Ο Κυρίαρχος του Κόσμου, 1904), για τεχνητούς δορυφόρους (Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ, 1879), για υπερωκεάνια τεράστιων διαστάσεων (Η πλωτή πολιτεία, 1871), για την κατασκευή ενός τεχνητού νησιού (Το νησί με τους έλικες), για υπερόπλα μαζικής καταστροφής (Μπροστά στη σημαία, 1896), για την κατάκτηση του Βόρειου Πόλου (Οι περιπέτειες του πλοιάρχου Χατεράς, 1870), για την κατάκτηση του Νότιου Πόλου και τα υποβρύχια (20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, 1870), για την ανακάλυψη των πηγών του Νείλου (Πέντε εβδομάδες σ’ ένα αερόστατο, 1863), για την ολογραφία (Ο Πύργος των Καρπαθίων, 1892) , για το τηλέφωνο, το τηλεφάξ, τον φωνογράφο, το δίκτυο των παγκόσμιων τηλεπικοινωνιών, κ.λπ.

Τα περισσότερα έργα του περιέχουν, επίσης, πλήθος πληροφοριών που αναφέρονται στη Γεωγραφία, στις γεωλογικές επιστήμες (Ορυκτολογία, Μεταλλειολογία, Ωκεανογραφία, κ.λπ.)  και στις βιολογικές επιστήμες (Ζωολογία, Φυτολογία, Θαλάσσια Βιολογία κ.λπ.) σύμφωνα με τις γνώσεις που υπήρχαν τον 19ο αιώνα. Ο Βερν υπήρξε παράλληλα ένας συγγραφέας ειδικός στην «ταξιδιωτική λογοτεχνία». Χάρη σ’ αυτόν έχουμε εκτενείς περιγραφές για τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη στον 19ο αιώνα.

Όλα σχεδόν τα θέματα επιστημονικής φαντασίας που περιγράφονται στα έργα του διαδραματίστηκαν στην εποχή που ζούσε. Ελάχιστα ήταν αυτά που αναφέρονται στο μέλλον. Ανάμεσα στα τελευταία περιλαμβάνονται το μυθιστόρημα Το Παρίσι στον 20ο αιώνα (Paris au XXe sièclé)”, το διήγημα Στον 29° αιώνα. Η ημέρα ενός αμερικανού δημοσιογράφου το 2889 (Au XXIXe siècle. La Journée d’un journaliste américain en 2889)” και η νουβέλα Ο αιώνιος Αδάμ (L’Éternel Adam).

Το μυθιστόρημα Το Παρίσι στον 20ο αιώνα είναι ένα κείμενο που έγραψε ο Βερν σε νεαρή ηλικία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1994, μόλις ανακαλύφτηκε το χειρόγραφο. Στο μυθιστόρημά του αυτό ο συγγραφέας φαντάζεται το Παρίσι στα χρόνια της δεκαετίας του 1960, δηλαδή σχεδόν έναν αιώνα από την εποχή που γράφτηκε.  Είναι ίσως το μοναδικό μυθιστόρημα του Βερν όπου κυριαρχεί  μια πεσιμιστική στάση του συγγραφέα απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία, που δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω ως πανάκεια αλλά ως αιτίες υποβάθμισης της ζωής των ανθρώπων, των γραμμάτων, των τεχνών και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Το διήγημα Στον 29° αιώνα. Η ημέρα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου το 2889 αναφέρεται κυρίως στον κόσμο του τύπου του μέλλοντος και περιγράφει μια αίθουσα σύνταξης και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία και στον κόσμο των εκδόσεων το έτος 2889.

Στην μετα-αποκαλυπτική νουβέλα Ο Αιώνιος Αδάμ, η Γη παρουσιάζεται ως ένας τεράστιος ωκεανός όπου βρίσκονται μερικά νησιά με τους ελάχιστους επιζώντες μιας χαμένης ανθρωπότητας.

Κάποιες από τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις που αναφέρονται στα έργα του έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά χρόνια αργότερα από την εποχή του ενώ κάποιες  άλλες ενδέχεται να πραγματοποιηθούν στο προσεχές μέλλον. Ανάμεσα στα τεχνολογικά επιτεύγματα που αναμένεται να υλοποιηθούν μελλοντικά είναι η αναβίωση νεκρών ανθρώπων και ζώων που βρίσκονται σε κατάψυξη με την ελπίδα ότι μια μέρα θα μπορούν να αποψυχθούν με ασφάλεια και να ξαναζήσουν. Την πρώτη μυθιστορηματική αναφορά στην επιστήμη της Κρυονικής[1] θα συναντήσουμε στο διήγημα του Ιουλίου Βερν Η ημέρα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου το 2889 (“Au XXIXe siecle ou La Journee d’ un journaliste americain en 2889”) γραμμένο το 1889 και δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1891.

Κεντρικός ήρωας του διηγήματος είναι ο Αμερικανός μεγιστάνας του Τύπου Φράνσις Μπένετ [υποτίθεται μακρινός απόγονος του Τζέιμς Γκόρντον Μπένετ (1795-1872) ιδρυτή της πρώτης εφημερίδας της Νέας Υόρκης το 1835, της New York Herald]. Λέγεται μάλιστα ότι το διήγημα γράφτηκε κατά παραγγελία του ίδιου του Τζέιμς Γκόρντον Μπένετ, ο οποίος ζήτησε από τον Βερν να γράψει μια ιστορία για το πώς φανταζόταν τις ΗΠΑ χίλια χρόνια αργότερα, δηλαδή το 2889.Ο Φράνσις Μπένετ, καλείται να παρευρεθεί σε ένα επιστημονικό πείραμα νεκρανάστασης μέσω της Κρυονικής, μιας επιστήμης που αναπτύχθηκε και έγινε γνωστή πολλές δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του εν λόγω διηγήματος.

Διαβάζουμε στο σχετικό απόσπασμα που αναφέρεται στην ανεπιτυχή προσπάθεια επαναφοράς στη ζωή ενός άνδρα που είχε καταψυχθεί εκατό χρόνια νωρίτερα:

«Είχε έρθει η ώρα. Μόλις είχε πατήσει το τελευταίο πλήκτρο του μετρητή, και στο σαλόνι, όπου γινόταν το πείραμα, ανήγγειλαν την παρουσία του. Πήγε αμέσως εκεί και τον υποδέχτηκαν δεκάδες επιστήμονες, ανάμεσά τους και ο δόκτωρ Σαμ.

Το σώμα του Ναθάνιελ Φέιθμπερν βρίσκεται εκεί, μέσα στο φέρετρό του, το οποίο είναι τοποθετημένο πάνω σε ένα τρίποδο στο κέντρο της αίθουσας.

Το τηλεορασόφωνο έχει τεθεί σε λειτουργία. Ολόκληρος ο κόσμος θα μπορέσει θα μπορέσει να παρακολουθήσει τα διάφορα στάδια του εγχειρήματος.

Ανοίγουν τη σαρκοφάγο… Βγάζουν τον Ναθάνιελ Φέιθμπερν… Είναι σαν μούμια, κίτρινος, σκληρός, ξηρός. Τον θερμαίνουν… Περνάνε ηλεκτρικό ρεύμα από το σώμα του… Κανένα αποτέλεσμα…Τον υπνωτίζουν…Χρησιμοποιούν τη μέθοδο της υποβολής…

«Λοιπόν, δόκτωρ Σαμ;» ρώτησε ο Φράνσις Μπένετ.

Ο δόκτωρ Σαμ έσκυψε πάνω στο σώμα και το εξέτασε πολύ προσεκτικά. Του εντστάλαξε μέσω μιας υποδόριας ένεσης μερικές σταγόνες από το διάσημο ελιξίριο Μπράουν-Σεκάρ, το οποίο χρησιμοποιούνταν ακόμα…Η μούμια μουμιοποιήθηκε έτι περισσότερο.

«Λοιπόν…» απάντησε ο δόκτωρ Σαμ. «Νομίζω ότι η χειμερία νάρκη διήρκησε πολύ καιρό…»

«Αα!»

«Και ο Ναθάνιελ Φέιθμπερν είναι νεκρός».

«Νεκρός;»

«Ποιο νεκρός δεν γίνεται».

«Από πότε;»

«Από πότε;» απάντησε ο δόκτωρ Σαμ. «Μα…εδώ και εκατό χρόνια, δηλαδή από τότε που είχε την ατυχή έμπνευση να καταψύξει τον εαυτό του λόγω της αγάπης του για την επιστήμη».

«Πάμε!» είπε ο Φράνσις Μπένετ. «Να μια μέθοδος που χρειάζεται τελειοποίηση».

«Τελειοποίηση…Μια κουβέντα είναι αυτή», απάντησε ο δόκτωρ Σαμ, ενώ η επιστημονική επιτροπή χειμερίας νάρκης μετέφερε τη σαρκοφάγο… [2].

Πατέρας της Κρυονικής θεωρείται ο Αμερικανός  μαθηματικός και φυσικός Robert Ettinger (Ρόμπερτ Έτινγκερ, 1918-2011). Το 1962 ο Ettinger για πρώτη φορά κάνει λόγο για την κατάψυξη ανθρώπων που έχουν πεθάνει είτε λόγω γήρατος είτε λόγω ανίατων ασθενειών στο βιβλίο του Η προοπτική της αθανασίας (Prospect of Immortality)[3].   

Η πρώτη εταιρεία Κρυονικής είναι η Life Extension Society (LES) που ιδρύθηκε το 1964 από τον  Evan Cooper. Κατά την δεκαετία του ‘60 ιδρύθηκαν στις Η.Π.Α. τέσσερις ακόμη εταιρείες Κρυονικής: η Cryonics Society of New York (CSNY) το 1965, η Cryonics Society of Michigan (CSM) και η Cryonics Society of California (CSC) το 1966,  και η Bay Area Cryonics Society (BACS) το 1969η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε American Cryonics Society.

Στις 12 Ιανουαρίου 1967, το σώμα του James Bedford, που πέθανε σε ηλικία 73 ετών, καταψύχθηκε από την Cryonics Society of California. Ήταν η πρώτη περίπτωση εφαρμογής κρυονικής. To 1972 ιδρύθηκε η Alcor Life Extension Foundation, ενώ ο ίδιος ο Robert Ettinger το 1976 ίδρυσε το Cryonics Institute (CI) μαζί με τρεις ακόμη συνεργάτες του.

Οι πρώτες αναφορές σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης της ψύξης για την αποθήκευση σπέρματος ανάγονται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ο Ιταλός φυσιολόγος Paolo Mantegazza (1831-1910) έκανε λόγο για μια τράπεζα όπου θα αποθηκεύονταν το σπέρμα των στρατιωτών που αναχωρούσαν για πόλεμο, προτείνοντας τη χρήση χιονιού και πάγου. Τα πρώτα πειράματα κατάψυξης χρονολογούνται από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον παρέμεινε συγκεντρωμένο κυρίως στη διατήρηση των σπερματοζωαρίων βοοειδών για ζωοτεχνικούς σκοπούς. Μόνο το 1960 ο Αμερικανός κρυοβιολόγος Jerome Sherman ξεκίνησε πειράματα κατάψυξης σε υγρό άζωτο. Οι χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά πάνω από το σημείο πήξης, χρησιμοποιούνται σήμερα για την προσωρινή αποθήκευση των οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση. Η κατάψυξη σε υγρό άζωτο (πιο γνωστή ως κρυοσυντήρηση) χρησιμοποιείται για τη διατήρηση του ανθρώπινου σπέρματος και των εμβρύων.

Σύμφωνα με τη μέθοδο της κρυονικής, μόλις επιβεβαιωθεί ο θάνατος ενός ανθρώπου, η σορός του πρέπει να καταψυχθεί στη θερμοκρασία των -196 βαθμών Κελσίου. Το αίμα του οργανισμού θα πρέπει να αντικατασταθεί από «κρυο-προστατευτές» (cryoprotectants)[4],  δηλαδή χημικές ουσίες που προστατεύουν τους ιστούς από την ψύξη, εμποδίζοντας τον σχηματισμό πάγου ο οποίος θα μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις κυτταρικές δομές.  Ακολούθως, το σώμα τοποθετείται σε ειδικές κάψουλες με το κεφάλι προς τα κάτω. Με αυτό τον τρόπο, σε περίπτωση οποιασδήποτε εκροής του υγρού αζώτου από το πάνω μέρος του κρυοστάτη, το πρώτο πράγμα που θα αποψυχθεί είναι τα πόδια, προστατεύοντας έτσι τον εγκέφαλο.

Η έρευνα στον τομέα της Κρυονικής βασίζεται στις ακόλουθες υποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί, ούτε έχουν αποδειχθεί λανθασμένες από την επιστήμη:
• η μνήμη, η προσωπικότητα και η ταυτότητα παραμένουν εντός των κυτταρικών δομών του εγκεφάλου, ακόμη και όταν η εγκεφαλική δραστηριότητα διακόπτεται (λόγω του κλινικού θανάτου του ατόμου).

• οι δομές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση της μνήμης δεν επηρεάζονται ανεπανόρθωτα από την κρυοσυντήρηση.

• οι μελλοντικές τεχνολογίες θα επιτρέψουν την αποκατάσταση της εγκεφαλικής ικανότητας του κρυοσυντηρημένου ατόμου.

Εάν μια από αυτές τις υποθέσεις δεν ισχύει, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί ο στόχος της επαναφοράς στη ζωή των κρυοσυντηρημένων οργανισμών.

 

Η πιθανότητα ότι μελλοντικές ιατρικές τεχνολογίες θα μπορέσουν να αντιστρέψουν επιτυχώς την διαδικασία κρυοσυντήρησης, επαναφέροντας στη ζωή ανθρώπους και ζώα, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από πολλούς επιστήμονες. Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια επιστημονική απόδειξη, πως μετά από αυτή τη διαδικασία, ο καταψυγμένος οργανισμός είναι δυνατό να επανέλθει στη ζωή. Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός Ρώσου επιστήμονα: «Δεν μπορώ να δώσω με σιγουριά ποσοστό επιτυχίας για την κρυονική μέθοδο, αλλά είναι καλύτερο από το μηδέν». Ο νευροεπιστήμονας Kenneth Hayworth, ένας από τους συνιδρυτές του ιδρύματος Brain Preservation Foundation , επισημαίνει ότι «είναι απίθανο κάποιος που καταψύχεται σήμερα να μπορέσει να αναβιώσει πριν από το 2100. Η τεχνολογία για τη μεταφόρτωση ενός ατόμου είναι εξαιρετικά δύσκολη,… καμία από αυτές τις τεχνικές δεν πρόκειται να επαναφέρει στη ζωή κάποιον χωρίς μια προηγμένη τεχνολογία».

Σήμερα υπάρχουν πολλές εταιρείες και ινστιτούτα Κρυονικής σ’ ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και εκατοντάδες άνθρωποι και ζώα που έχουν μπει σε κατάψυξη. Το χρηματικό κόστος για την τεθεί κάποιο άτομο σε κατάψυξη είναι σχετικά υψηλό. Η Alcor Life Extension Foundation π.χ. χρεώνει 200.000 δολάρια για να καταψύξει ολόκληρο το σώμα στο διηνεκές και 80.000 δολάρια για να καταψύξει μόνο το κεφάλι (με την ελπίδα ότι η νευροχειρουργοί του μέλλοντος  θα είναι σε θέση να το μεταμοσχεύσουν σε ένα καινούργιο ανθρώπινο ή βιονικό σώμα).

Εκατοντάδες είναι τα μυθιστορήματα και διηγήματα επιστημονικής φαντασίας που αναφέρονται στην κρυονική και τις εφαρμογές της. Το πλέον γνωστό στη χώρα μας είναι το μυθιστόρημα Ubik του Philip K. Dick. Κάποιες  αξιόλογες ταινίες φαντασίας που καταπιάνονται με την κρυονική είναι: το αριστούργημα 2001: A Space Odyssey (1968) σε σκηνοθεσία του Stanley Kubrick, η σειρά των ταινιών Alien, η ταινία τρόμου Chiller (1985) σε σκηνοθεσία του Wes Craven, το Demolition Man(1993) σε σκηνοθεσία του Marco Brambilla, και το Vanilla Sky (2001) σε σκηνοθεσία του Cameron Crowe.


[1] Κρυονική είναι η επιστήμη που έχει ως κύριο σκοπό την διατήρηση του σώματος ενός ανθρώπου ή ζώου σε θερμοκρασίες υγρού αζώτου (-196 βαθμοί Κελσίου) με την προοπτική ότι μια προηγμένη τεχνολογία του μέλλοντος θα μπορέσει να το επαναφέρει στη ζωή.

[2] Ιούλιος Βερν: Η ημέρα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου το 2889, ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ, 2010.

[3] Robert C.W. Ettinger: The Prospect of Immortality, Doubleday, NY, 1964.

[4] Οι πρώτοι κρυοπροστατευτές αναπτύχθηκαν το 1990 από τους κρυοβιολόγους Gregory Fahy και Brian Wowk για την κατάψυξη οργάνων που προορίζονταν για μεταμοσχεύσεις.