του Ιωάννη Μπαχά
-«Θα πρέπει να αφήσεις εδώ το….όπλο σου», της είπε η επιβλητική πρωθιέρεια.
Τα γαλάζια μάτια της έμοιαζαν νεκρά, οι κόρες τους κολυμπούσαν σαν ψάρια κάτω από ένα στρώμα γαλάζιου πάγου. Όμως, όπως γρήγορα κατάλαβε η Αφροδίτη, το βλέμμα της, επιτήδειος διαρρήκτης, έμπαινε στην ψυχή της και ψαχούλευε τα κρυφά της δωμάτια. Τα εξερεύνησε όλα και την ξετρύπωσε σέρνοντας την.
-«Τη βελόνα μου»; ψέλλισε.
-«Αυτήν. Εξάλλου δεν θα σου χρειαστεί παρά μόνο στις τελετές. Τα μαλλιά σου θα είναι πάντα λυμένα. Ετοιμάσου τώρα για την τελετή καθαρμού. Έχεις ήδη αρχίσει να υπηρετείς τη Θεά από την ώρα που μπήκες στον πρόναο».
-«Γνωρίζεις όμως πως……»
Φυσικά και γνώριζε.
-«Μόνο οι Θεές είναι κόρες, ακόμη και όταν σμίγουν με τους Θεούς ή και τους θνητούς. Αλλά και οι βρωτοί είναι πάντοτε αγνοί. Ο Έρωτας δεν μπορεί να είναι μιαρός. Ποτέ».
-«Εγώ όμως ήμουν εταίρα.
-«Ήσουν, είτε γιατί εσύ το θέλησες, είτε σε υποχρέωσαν όπως τις σκλάβες, θα είσαι όμως πάντα ιερή, όπως κάθε γυναίκα. Το όνομά σου θα είναι πλέον Παπία. Δεν μπορεί να έχεις το όνομα της Θεάς που υπηρετείς. Είναι Ύβρις. Και ξέρεις καλά πως την ακολουθούν η Άττις και η Νέμεσις. Πήγαινε τώρα».
Άλλαξε λοιπόν, για ακόμη μια φορά, όνομα.
Η πρωθιέρεια της έδωσε έναν χάλκινο καθρέφτη και η Παπία πλέον αποχώρησε με τη συνοδεία μιας νεαρής ιεροδούλου στα δωμάτια που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του Ναού όπου ήταν και τα λουτρά. Λούστηκε, καλλωπίστηκε και ντύθηκε. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και, γεμάτη ενοχή για την έπαρση της, θαύμασε την ομορφιά της.
-«Ίσως να είναι και ο καθρέφτης. Σίγουρα δεν είμαι τόσο ωραία όσο μου φαίνομαι.
Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, μπήκε στο σιωπηλό ιερό της Θεάς για να την ευχαριστήσει. Το εκτυφλωτικά όμορφο άγαλμά της με τις υπέροχες καμπύλες που αποτελούσαν το πρότυπο της ζωής της, την παρότρυνε να συνεχίσει να προσπαθεί να της μοιάσει. Θα μπορούσε όμως να υπηρετήσει τη Θεά με τον τρόπο που της υπέδειξαν οι ιέρειες του Ναού; Και πως θα μοίραζε τα δώρα της Θεάς σε πιστούς και ασεβείς λάγνους; Ήταν ο χρυσός σηστέρτιος η απόδειξη της ευσέβειας τους ακόμη και με τον αετό της Ρώμης πάνω του; Οι βέβηλες σκέψεις την τρόμαξαν και βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο όπου στα όνειρα της κόχλαζαν μνήμες αίματος και σφαγής από τα παιδικά της χρόνια, σκηνές μέθης και οργίων από τα ξοδεμένα της νιάτα αλλά και …….
Οι πρώτοι «πιστοί» που έσπευσαν στον Ναό από την αυγή κιόλας της επόμενης μέρας, ήταν οι τόσο γνώριμοι της φασαριόζοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Οι κατακτητές του λαού της. Ταραγμένη από τις φωνές και τα ανίερα γέλια τους άφησε από το χέρι της τον καθρέφτη που έπεσε στο πάτωμα και χίλια μικρά κομμάτια γυαλί δραπέτευσαν από το χάλκινο πλαίσιο σε όλο το δωμάτιο.
-«Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, αν έλειπε το ποτάμι δεν θα πνίγονταν ο Νάρκισσος.
Η παρουσία της στα σκαλιά του Ναού, έκοψε σαν γυαλί τα γέλια των λεγεωνάριων που προσπαθούσαν να βρουν την ανάσα τους.
Η Αφροδίτη και η Παπία χαμογέλασαν.