Συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας στο Ηρώδειο αφιερωμένη στον γερμανικό Ρομαντισμό


                                                            Σταμάτης    Μαμούτος

Την Δευτέρα 21 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού η συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της μουσικής. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στον γερμανικό Ρομαντισμό και ιδίως στους Ρίχαρντ Βάγκνερ και Ρόμπερτ Σούμαν. Αν και, ικανοποιώντας την απαίτηση του κοινού, ο νέος μαέστρος της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας, Γιώργος Πέτρου, επέτρεψε στην ορχήστρα να παρουσιάσει στο τελευταίο μέρος της συναυλίας επιπλέον αποσπάσματα από εκείνα που περιελάμβανε το πρόγραμμα. Επρόκειτο για αποσπάσματα από έργα άλλων Γερμανών ρομαντικών συνθετών, όπως ο Μπετόβεν.


Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα ιδρύθηκε το 1938, έπειτα από πρωτοβουλία ανθρώπων των τεχνών που στελέχωναν το πολίτευμα το οποίο επιχειρούσε να εγκαθιδρύσει ο Ιωάννης Μεταξάς. Εδώ και έναν περίπου αιώνα η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα έχει παρουσιάσει έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών, προσφέροντας υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην κλασική μουσική. Σήμερα η ορχήστρα αποτελεί μέρος των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ. Εδώ και λίγα χρόνια η ορχήστρα και η διοίκηση της ΕΡΤ έχουν πάρει την πρωτοβουλία να παρουσιάζουν κάποιες δωρεάν θερινές συναυλίες στα πλαίσια του φεστιβάλ Αθηνών. Έτσι έγινε και φέτος. Τα εισιτήρια για την αφιερωμένη στον γερμανικό Ρομαντισμό συναυλία διανεμήθηκαν δωρεάν.


Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα ερωτηματικό που αφορά την διανομή των εισιτηρίων. Καθώς παρακολουθούσα ανελλιπώς την διαδικασία μέχρι να ανοίξει η ηλεκτρονική πλατφόρμα κράτησης και ήμουν ένας από τους πρώτους που εισήλθα προκειμένου να κάνω κράτηση εισιτηρίων. Μου φαίνεται παράξενο, λοιπόν, πως είναι δυνατόν να εξαντληθούν όλα τα εισιτήρια του κάτω διαζώματος μόλις πέντε λεπτά μετά το άνοιγμα της πλατφόρμας. Η απορία μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν έφτασα στο Ηρώδειο και διαπίστωσα ότι υπήρχαν αρκετά εισιτήρια του κάτω διαζώματος αδιάθετα (τα οποία δεν είχαν μείνει αδιάθετα για λόγους προστασίας από τον covid, όπως ενδεχομένως να υποθέσουν ορισμένοι, εφόσον είχαν αριθμηθεί και είχε τοποθετηθεί το γνωστό μαξιλαράκι στην θέση τους). Όπως και να έχει προσπερνώ το, αναμενόμενο για τα ελλαδικά δεδομένα, συγκεκριμένο γεγονός και προχωρώ στα σημαντικά της βραδιάς.


Τα σημαντικά που δεν ήταν άλλα, ασφαλώς, από τον μουσικό πλούτο που χάρισε στις αισθήσεις των ακροατών η ορχήστρα και την γνωριμία του ελληνικού κοινού με την μουσική εκδοχή της ρομαντικής γερμανικής κοσμοθέασης. Πάνω από 3000 φίλοι της κλασικής μουσικής βρέθηκαν στο Ηρώδειο την Δευτέρα το βράδυ. Ανάμεσα σε αυτούς ορισμένοι metalheads και rockers, που διακρίνονταν από τα μακριά μαλλιά και τις μαύρες μπλούζες με τα λογότυπα των συγκροτημάτων. Τα δύο κύρια έργα στα οποία εστίασε η ορχήστρα ήταν η Συμφωνία αρ.2 σε Ντο μείζονα, έργο 61 του Ρόμπερτ Σούμαν και το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ του Ρίχαρντ Βάγκνερ.


Ο Σούμαν υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση του ρομαντικού κινήματος. Η μουσική του έχει έναν ενδοσκοπικό προσανατολισμό και σαφές λογοτεχνικό υπόβαθρο. Ο Σούμαν έμεινε στην ιστορία για την επιρροή της ψυχικής διαταραχής, που τον βασάνιζε, στις συνθέσεις του. Ζούσε στον έξω κόσμο μόνο όταν εκείνος αντιστοιχούσε στις ονειροπολήσεις του, έλεγε ένας σύγχρονός του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σκέψη του Σούμαν έμοιαζε με απόσπασμα ρίμας του Γουίλιαμ Μπλέηκ. Κλειστός στον εσωτερικό του κόσμο, με ξεσπάσματα προερχόμενα από νευρική διαταραχή, εκμυστηρευόταν στην σύζυγό του Κλάρα Βικ ότι μιλούμε με αγγέλους και δαίμονες. Και τα αποτελέσματα εκείνων των υπερβατικών επαφών διαχύθηκαν στις νότες της ιδιοφυούς μουσικής του. Η ζωή του Σούμαν και της Βικ έχει γίνει δυο φορές κινηματογραφική ταινία. Μία το 1947 στο Song of Love και άλλη μια το 2008 στο Geliebte Clara. Επίσης, για το ζεύγος των Γερμανών ρομαντικών έχουν γραφτεί πολλές βιβλιογραφίες. Δυστυχώς στα ελληνικά κυκλοφόρησε μόνο μια βιογραφία της Βικ, το 1991, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σε μετάφραση του Ανδρέα Ρικάκη, με τον τίτλο Κλάρα Σούμαν και συγγραφέα την Κατρίν Λεπρόν.


Ο Βάγκνερ από την άλλη αποτελεί μια πιο γνωστή ιστορική μορφή του ρομαντικού κινήματος. Ο Βάγκνερ είναι σήμερα σημείο αναφοράς για rock και heavy metal συγκροτήματα της εποχής μας. Επίσης, απασχολεί συχνά τους πολιτικούς επιστήμονες λόγω της σχέσης του με το γερμανικό εθνικιστικό κίνημα. Θα μπορούσα να γράψω πολλά για αυτή την σχέση αλλά θα αρκεστώ σε μια υπενθύμιση των κεντρικών της σημείων για να μην ξεφύγω από το θέμα του άρθρου. Ο Βάγκνερ υπήρξε για πολλά χρόνια εκφραστής της ελευθεριακής εκδοχής του Ρομαντισμού. Ήταν θαυμαστής του Μπακούνιν και υποστηρικτής των αναρχικών πολιτικών ιδεών. Η τροπή της πολιτικής σκέψης του Βάγκνερ προς τον εθνικισμό ήρθε στα ύστερα χρόνια της ζωής του.

Ασφαλώς τόσο η ελευθεριακή όσο και η εθνικιστική πολιτική πτυχή του Ρομαντισμού είχαν παρόμοιες παραδοχές στην κοινή δεξαμενή πολιτικών ιδεών του Ρομαντικού κινήματος. Για παράδειγμα, ο αντισημιτισμός ήταν γνώρισμα αρκετών ρομαντικών διανοητών που δεν συνδέονταν με εθνικιστικά κινήματα και είχαν ελευθεριακές καταβολές. Στην περίπτωση του Βάγκνερ, το γνωστό δοκίμιο Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική, που αναφέρουν πολλοί στην Ελλάδα ως τεκμήριο της αντισημιτικής οπτικής του, γράφτηκε το 1850 όταν ο Βάγκνερ δεν είχε ακόμη στραφεί προς τον εθνικισμό.


Η προσέγγιση του Βάγκνερ στις εθνικιστικές ιδέες πραγματοποιήθηκε κατά το τελευταίο διάστημα της ζωής του. Ο ρομαντικός εθνικισμός του Βάγκνερ είχε τις καταβολές του στον Χέρντερ και συνοδευόταν από έμφαση στην φιλοζωία, την χορτοφαγία και την περιφρούρηση της φυλετικής συνέχειας ενώ τα φιλοσοφικά του θεμέλια βασίζονταν στην θεωρία του Σοπενάουερ. Ο αντισημιτισμός του Βάγκνερ εκκινούσε απ' το συμπέρασμα ότι το εμπορικό πνεύμα του καπιταλισμού, με το οποίο είχαν συνδεθεί συλλήβδην οι Εβραίοι εκείνη την ιστορική περίοδο στην οπτική των περισσότερων νεορομαντικών διανοητών, είχε διαμορφώσει τα καλλιτεχνικά πρότυπα της νεωτερικής εποχής, με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό των αληθινών καλλιτεχνών και την προώθηση ευτελών περσόνων στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού στερεώματος. Αυτές τις απόψεις εξέθεσε αναλυτικά στο άρθρο «Μοντέρνο» του 1878, μέσω του οποίου αντιπαρατέθηκε στο πνεύμα του μοντερνισμού και του φιλελευθερισμού. Τον επόμενο χρόνο, στο άρθρο «Κοινό και Δημοφιλία», ο Βάγκνερ υποστήριξε ότι η εβραϊκή νοοτροπία είχε αλλοιώσει το επαναστατικό πνεύμα του αρχικού Χριστιανισμού.

Το πιο σημαντικό δοκίμιο που έγραψε ο Βάγκνερ εκείνη την εποχή ήταν το Θρησκεία και Τέχνη (1880). Σε αυτό πρόβαλε μια φιλειρηνική, νεορομαντική, εκδοχή του εθνικισμού και κατήγγειλε τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική έμφαση σε νέα όπλα και μιλιταριστικές λογικές. Στο ίδιο ύφος με τον Άγγλο νεορομαντικό Τζων Ράσκιν, ο Βάγκνερ θεώρησε ότι η ανθρωπότητα κινδύνευε από το σύμπλοκο των οικονομικών συμφερόντων, της εισβολής του τεχνολογικού μοντερνισμού στους στρατούς και της επικράτησης μιας ωφελιμιστικής πολιτικής αντίληψης. Το όραμα του Βάγκνερ ήταν οικολογικό. Στο συμπληρωματικό παράρτημα του δοκιμίου Θρησκεία και Τέχνη, που έφερε τον τίτλο «Ηρωισμός και Χριστιανισμός», ο Βάγκνερ εξέθεσε τις φυλετικές του απόψεις, οι οποίες βασίζονταν στις θεωρίες του Γκομπινώ. Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Βάγκνερ υποστήριξε ότι η λευκή φυλή είναι εγγενώς ανώτερη. Ωστόσο, δεν αρνήθηκε την ενότητα του ανθρωπίνου είδους και υιοθετώντας μια χριστιανική ερμηνεία μπολιασμένη με συμπεράσματα του Σοπενάουερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπόλοιπες φυλές μπορούν να αναχθούν στο ύψος της λευκής φυλής αρκεί να συλλάβουν το αληθές μεταφυσικό νόημα του Χριστιανισμού (το οποίο αποκρύπτουν τα δόγματα των ιερατείων).


Ο Βάγκνερ, όπως και οι περισσότεροι νεορομαντικοί εθνικιστές της εποχής του, αντιμετώπισε το κράτος του Βίσμαρκ ως ένα προϊόν του αστικού, εκσυγχρονιστικού και ορθολογιστικού κατεστημένου της νεωτερικότητας. Ως ένα κέλυφος δίχως πνεύμα στο οποίο επικρατούσαν οι νοοτροπίες του καπιταλιστικού κεφαλαιοκρατικού κόσμου. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά, ο εργαζόμενος πεινάει, η βιομηχανία νοσεί, αλλά η επιχειρηματικότητα ανθεί[1].

Ο Βάγκνερ υπήρξε στο τέλος της ζωής του ένας από τους νεορομαντικούς εθνικιστές που δοκίμασαν να συνδέσουν τον συντηρητισμό με τον σοσιαλισμό. Θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένας πρόδρομος του ευρύτερου φασιστικού φαινομένου –και πολύ περισσότερο νεοφασιστικών μεταπολεμικών εκδοχών του. Αλλά είναι χονδροειδώς γενικευτικό το να παρουσιάζεται ως άμεσος πρόδρομος του χιτλερικού συστήματος. Ο φυλετισμός του ήταν πνευματικός και πολύ διαφορετικός από τον βιολογικά ντετερμινιστικό φυλετισμό της ηγεσίας του NSDAP. Η άρνηση της βιομηχανίας του πολέμου ήταν εντελώς αντίθετη στην λογική τόσο του Χίτλερ όσο και των διανοητών της συντηρητικής επανάστασης.

Ο Βάγκνερ ταυτίστηκε με το NSDAP όχι λόγω των όσων πίστευε ο ίδιος αλλά λόγω των όσων υποστήριξαν οι κληρονόμοι του. Ο κύκλος του Μπαϋρώητ, που οργανώθηκε από την οικογένεια, μαθητές και φίλους του Βάγκνερ, ως ένα ίδρυμα για την διάδοση του έργου και των ιδεών του, συνδέθηκε με τον ίδιο τον Χίτλερ προσωπικά και όχι με το σύστημα εξουσίας του κράτους. Ο Χαμς φον Βολζόγκεν, ο Καρλ Φρίντριχ Γκλάζεναπ, η σύζυγος του Βάγκνερ Κόζιμα και τα παιδιά του υποστήριξαν τον Χίτλερ. Ο Άγγλος φυλετιστής Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν νυμφεύτηκε την κόρη του Βάγκνερ και ήταν μέλος του Μπαϋρώητ. Ωστόσο, μολονότι ο Βάγκνερ υπήρξε αγαπημένος συνθέτης του Χίτλερ και ο κύκλος του Μπαϋρώητ ευνοούμενός του, οι αξιωματούχοι του συστήματος εξουσίας που περιέβαλε τον Χίτλερ έδειξαν δύσπιστοι προς τις επαναστατικές ιδέες και την αισθητική του Βάγκνερ. Έτσι ενώ την περίοδο 1932-33 οι παρουσιάσεις έργων του Βάγκνερ στην Γερμανία ήταν 1837, την περίοδο 1939-40 μειώθηκαν στις 1154.

Αναρωτιέμαι, βέβαια, πως θα ένιωθαν σήμερα όλοι εκείνοι οι ρομαντικοί που ανησυχούσαν για την κατάπτωση των ευρωπαϊκών τεχνών στις απαρχές της νεωτερικότητας, αν μάθαιναν ότι στην μεταμοντέρνα της ιστορική περίοδο πραγματοποιείται στην χώρα μας μία τέτοια παρουσίαση ανά δέκα χρόνια! Τουλάχιστον είχα την χαρά να είμαι εκεί και να την απολαύσω.


Το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ είναι ένα από τα λίγα μη οπερατικά έργα του Βάγκνερ. Πρόκειται για ένα συμφωνικό έργο για ορχήστρα, που ο Βάγκνερ έγραψε ως δώρο γενεθλίων στην δεύτερη γυναίκα του Κόζιμα, μετά την γέννηση του γιού τους Ζίγκφριντ, το 1869. Αν και ο Βάγκνερ θέλησε αρχικά να μείνει αυτό το έργο ιδιωτικό, τελικά επέκτεινε την ενορχήστρωση και χρησιμοποίησε στοιχεία του στην όπερα Ζίγκφριντ, η οποία παρουσιάστηκε το 1876.


Ασφαλώς δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να περιγράψει κανείς την εξαιρετική απόδοση της πενηνταμελούς Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας. Μαγικοί ήχοι και αιθέριες μελωδίες απλώθηκαν στην  ατμόσφαιρα του μενεξεδένιου αττικού σούροπου, χαϊδεύοντας με τα άυλα φτερά τους τις επιφάνειες του ιερού βράχου και τα σκουροπράσινα φύλλα των δέντρων.


[1] Μια ενδιαφέρουσα αναλυτική προσέγγιση της αισθητικής και πολιτικής φιλοσοφίας του Βάγκνερ μπορείτε να διαβάσετε στα ελληνικά, στο Ρίχαρντ Βάγκνερ, το «Καθαρά» αιώνιο, του Γιώργου Μανιάτη, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2004. Το απόσπασμα της φράσης του Βάγκνερ που παραθέτω υπάρχει στην σελίδα 338.